Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΙΑΣ - ΜΥΘΟΙ

ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΙΑ
                                                           
Κάλαμος καὶ ἐλαία
                                                               
     Διὰ καρτερίαν καὶ ἰσχὺν καὶ ἡσυχίαν κάλαμος καὶ ἐλαία ἤριζον. Τοῦ δὲ καλάμου ὀνειδιζομένου ὑπὸ τῆς ἐλαίας ὡς ἀδυνάτου καὶ ῥᾳδίως ὑποκλινομένου πᾶσι τοῖς ἀνέμοις, ὁ κάλαμος σιωπῶν οὐκ ἐφθέγξατο. Καὶ μικρὸν ὑπομείνας, ἐπειδὴ ἄνεμος ἔπνευσεν ἰσχυρός, ὁ μὲν κάλαμος ὑποσεισθεὶς καὶ ὑποκλινθεὶς τοῖς ἀνέμοις ῥᾳδίως διεσώθη, ἡ δ’ ἐλαία, ἐπειδὴ ἀντέτεινε τοῖς ἀνέμοις, κατεκλάσθη τῇ βίᾳ.
     Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ τῷ καιρῷ καὶ τοῖς κρείττοσιν αὐτῶν μὴ ἀνθιστάμενοι κρείττους εἰσὶ τῶν πρὸς μείζονας φιλονεικούντων.
                      
     (Πηγή: «Αἰσώπου μῦθοι», μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Α΄, αριθμ. 143, σελ. 67, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα)

Καλάμι και ελιά (μετάφραση)
                                       
     Το καλάμι και η ελιά μάλωναν για την αντοχή, τη δύναμη και την αταραξία τους. Η ελιά κατηγορούσε το καλάμι ως αδύνατο που εύκολα σκύβει σ’ όλους τους αέρηδες, ενώ το καλάμι δεν μιλούσε καθόλου και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Σε λίγο φύσηξε άνεμος δυνατός και το καλάμι σείστηκε, έγειρε κάτω από τον άνεμο και σώθηκε εύκολα, ενώ η ελιά, που αντιστάθηκε στους ανέμους, έσπασε βιαίως.
     Ο μύθος δηλώνει ότι όσοι υποχωρούν εγκαίρως μπροστά στους πιο δυνατούς χωρίς να αντιστέκονται, είναι καλύτεροι από εκείνους που φιλονικούν με τους ανωτέρους τους.
                                                 
    (Πηγή: «Αισώπου μύθοι», μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Α΄, αριθμ. 143, σελ. 67, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα)  
                                           
        *****
                     
Ξύλα καὶ ἐλαία
                                          
     Ξύλα ποτὲ ἐπορεύθη τοῦ χειροτονῆσαι ἐφ’ ἑαυτῶν βασιλέα καὶ εἶπαν τῇ ἐλαίᾳ: «Βασίλευσον ἐφ’ ἡμῶν». Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἐλαία: «Ἀφεῖσα τὴν πιότητά μου, ἣν ἐδόξασεν ἐν ἐμοὶ ὁ θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι, πορευθῶ ἄρχειν τῶν ξύλων;». Καὶ εἶπαν τὰ ξύλα τῇ συκῇ: «Δεῦρο, βασίλευσον ἐφ’ ἡμῶν». Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ συκῆ: «Ἀφεῖσα τὴν γλυκύτητά μου καὶ τὸ γέννημά μου τὸ ἀγαθόν, πορευθῶ τοῦ ἄρχειν τῶν ξύλων;». Καὶ εἶπαν τὰ ξύλα πρὸς τὴν ῥάμνον: «Δεῦρο, βασίλευσον ἐφ’ ἡμῶν». Καὶ εἶπεν ἡ ῥάμνος <πρὸς> τὰ ξύλα: «Εἰ ἐν ἀληθείᾳ ὑμεῖς χρίετέ με εἰς βασιλέα ἐφ’ ὑμῶν, δεῦτε ὑπόστητε ἐν τῇ σκέπῃ μου. καὶ εἰ μή, ἐξέλθοι πῦρ ἐκ τῆς ῥάμνου καὶ καταφάγοι τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου». 
                                           
     (Πηγή: «Αἰσώπου μῦθοι», μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Β΄, αριθμ. 252, σελ. 37, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα)
                                             
Τα δέντρα και η ελιά (μετάφραση)
                                                 
     Κάποτε τα δέντρα αποφάσισαν να χειροτονήσουν ένα βασιλιά από το σινάφι τους και είπαν στην ελιά: «Γίνε βασίλισσά μας». Και η ελιά τους αποκρίνεται: «Ν’ αφήσω το λαδάκι μου που με προίκισε ο θεός και με μακάρισαν οι άνθρωποι και ν’ αρχίσω να διευθύνω τα δέντρα;». Είπαν τότε τα δέντρα στη συκιά: «Κόπιασε να γίνεις εσύ βασίλισσά μας». Και η συκιά αποκρίνεται: «Ν’ αφήσω τη γλύκα μου και τον ωραίο μου καρπό και ν’ αρχίσω να κυβερνώ τα δέντρα;». Λένε τότε στο αγκάθι: «Έλα και βασίλευσε σε μας». Και το αγκάθι αποκρίνεται: «Αν αληθινά με ανακηρύσσετε βασιλέα, ελάτε και σταθείτε κάτω από τον ίσκιο μου. Αλλιώς ας πιάσει φωτιά το αγκάθι κι ας κάψει τους κέδρους του Λιβάνου».
                             
     (Πηγή: «Αισώπου μύθοι», μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Β΄, αριθμ. 252, σελ. 37, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα)
                            
 *****
                                                                                                        
Ῥοιὰ καὶ μηλέα καὶ ἐλαία καὶ βάτος
   
     Ῥοιὰ καὶ μηλέα καὶ ἐλαία περὶ εὐκαρπίας ἤριζον. Πολλοῦ δὲ τοῦ νείκους ἀναφθέντος, βάτος ἐκ τοῦ πλησίον φραγμοῦ ἀκούσασα εἶπεν: «Ἀλλ’, ὦ φίλαι, παυσώμεθά ποτε μαχόμεναι».
     Οὕτω παρὰ τὰς τῶν ἀμεινόνων στάσεις καὶ οἱ μηδενὸς ἄξιοι πειρῶνται δοκεῖν τι εἶναι.
                          
     (Πηγή: «Αἰσώπου μῦθοι», μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Β΄, αριθμ. 324, σελ. 66, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα)
                                                
Ροδιά, μηλιά, ελιά και βάτος (μετάφραση)
                                         
    Η ροδιά, η μηλιά και η ελιά μάλωναν ποια έχει καλύτερο καρπό. Ο καυγάς άναψε πολύ και μια βάτος από τον κοντινό φράχτη ακούγοντας, είπε: «Ας αφήσουμε, φίλες μου, τον καυγά για τους καρπούς μας».
    Έτσι, όταν οι ανώτεροι είναι χωρισμένοι σε κόμματα, κι όσοι δεν αξίζουν τίποτε προσπαθούν να περάσουν για σπουδαίοι.

     (Πηγή: «Αἰσώπου μῦθοι», μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Β΄, αριθμ. 324, σελ. 66, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα)

*****

Λύχνος

     Μεθύων λύχνος ἐλαίῳ καὶ φεύγων ἐκαυχᾶτο ὡς ὑπέρ ἥλιον πλέον λάμπει. Ἀνέμου δὲ πνοῆς συρισάσης, εὐθὺς ἐσβέσθη. Ἐκ δευτέρου δὲ ἅπτων τις εἶπεν αὐτῷ. «Φαῖνε, λύχνε, καὶ σίγα. τῶν ἀστέρων τὸ φέγγος οὔποτε ἐκλείπει.»
     Ὅτι οὐ δεῖ τινα ἐν ταῖς δόξαις καὶ τοῖς λαμπροῖς τοῦ βίου τυφλοῦσθαι ὅσα γὰρ ἂν κτήσηταί τις, ξένα τυγχάνει.

(Πηγή: «Αἰσώπου μῦθοι», μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Β΄, αριθμ.  232, σελ. 28, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα.)

Ο λύχνος (μετάφραση)

     Ένας λύχνος, ξέχειλος από λάδι, έφεγγε δυνατά και καυχιόταν πως είναι πιο λαμπερός κι από τον ήλιο. Μα όταν ήρθε σφυρίζοντας μια ριπή ανέμου, τον έσβησε αμέσως. Κάποιος τότε τον άναψε πάλι και του λέει: «Λύχνε, φώτιζε και βούλωσέ το. Των άστρων η λάμψη ποτέ δεν χάνεται».  
     Κανείς δεν πρέπει να κοκορεύεται για τη φήμη του και για τη λάμψη του βίου του, γιατί, όσα κι αν αποκτήσει, ουσιαστικά είναι ξένα.

(Πηγή: «Αἰσώπου μῦθοι», μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Β΄, αριθμ.  232, σελ. 28, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα.)

*****
     
Μεταμόρφωση Άπουλου σε αγριελιά
                                         
    Ο Οβίδιος, που συμπλήρωσε την Κοσμογονία του Ησίοδου με μιαν άλλη δική του κοσμογονία, συμπληρώνοντας τον κατάλογο των ζώων ή των φυτών με φυτά ή ζώα που δεν έγιναν από την αρχή της δημιουργίας, αλλά έγιναν αργότερα από Μεταμορφώσεις ανθρώπων, διηγιέται πως κι η αγριελιά ήταν κάποτε άνθρωπος. 
     Βοσκός στην Αρκαδία ήταν και λεγόταν Άπουλος (ή Αιπούλος). Ήταν όμως "όλως τραχύς το ήθος", αγροίκος και βρωμόγλωσσος. Κάποτε λοιπόν αυτός ο Άπουλος μπήκε τυχαία σε κάποια σπηλιά του βουνού. Η σπηλιά ήταν του θεού των δασών Πάνα και μέσα της χόρευαν νεράιδες, νύμφες, συντρόφισσες του τραγόμορφου θεού. 
     Μόλις πάτησε το πόδι του στο άνοιγμα της σπηλιάς ο Άπουλος, οι νύμφες τρόμαξαν, σταμάτησαν το χορό κι ήταν έτοιμες να φύγουν. Ο Άπουλος όμως τους είπε πως άδικα φοβήθηκαν και πως μπορούν να συνεχίσουν άφοβα το χορό τους. Και κάθισε κι αυτός εκεί σε μια γωνιά να τις καμαρώσει. 
     Οι νύμφες ξανάρχισαν το χορό. Μα αυτός, συνηθισμένος όπως ήταν στα χυδαία λόγια, δεν μπόρεσε να κρατηθεί ήσυχος. Σηκώθηκε επάνω κι άρχισε να τις πειράζει με βρωμόλογα, να τις κοροϊδεύει με χοντρά και άνοστα αστεία και να ξαμώνει πάνω τους με αισχρές κι αδιάντροπες χειρονομίες.
     Οι νύμφες τον μάλωσαν στην αρχή, μα είδαν πως δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα μαζί του. Κι έβαλαν τις φωνές, καλώντας σε βοήθεια τον Πάνα. Κι ο θεός δεν άργησε να φτάσει. Χωρίς να χάσει καιρό, τον μεταμόρφωσε αμέσως σ' έναν αγκαθερό θάμνο, σε μιαν αγριελιά. Το στόμα του φράχτηκε με πικρή φλούδα και τον καταράστηκε κι οι καρποί του να είναι τραχιοί στη γεύση κι άνοστοι σαν τα λόγια που ξεστόμισε.
   
(Πηγή: Χάρη Σακελλαρίου «Μύθοι και περίεργα από τον κόσμο των φυτών», Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2009, σ. 44)

*****
  
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ

Ο κλέφτης στο πιθάρι 
                                         
     Ένας από το χωριό είδε το φεγγάρι μέσα στον πίθο το λάδι κι εθάρρεψε πως είναι κλέφτης. Παίρνη μιαν αξίνη και σπα τον πίθο, για να πιάσει τον κλέφτη. Εχύθηκε το λάδι, αυτός ο άτυχος εγλιστρούσε, κι εθαρρούσε πως ο κλέφτης τον πιάνει αφ' τα ποδάρια, και του φώναζε:  
     "Μην πιάνεις αφ' τα ποδάρια! Χέρια με χέρια πιάσε!..."

(Διήγηση από τη Χίο, Στυλ. Γ. Βίος "Λαογραφία", τόμ. Δ΄[1913-1914], σελ. 485-486. Πηγή: "Νεοελληνικά Λαογραφικά Κείμενα", επιμ. Δημ. Λουκάτου, Βασική Βιβλιοθήκη αριθμ. 48, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1957, σ. 306) 

*****

Υπήκοοι δίχως βασιλιά

     Μια μέρα, στα καλά καθούμενα (αλήθεια, πώς τους ήρθε;) τα δέντρα αποφάσισαν ότι τους χρειαζόταν κάποια ανώτερη αρχή. Τίποτε δεν είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους. τίποτε δεν διεκδικούσαν το ένα από τ’ άλλο. συναλλαγές, που ήσαν πάντα καθαρές και τίμιες, είχανε μόνο με το χώμα, τη βροχή και τον ήλιο. τι στην ευχή τη θέλανε, λοιπόν, αυτήν την ανώτερη αρχή, αυτήν την εξουσία πάνω απ’ τα κεφάλια τους; Ένιωθαν άραγε κάποια ανασφάλεια; Είχανε τάχα έμφυτη κάποιαν ανάγκη γι’ αφοσίωση κι υποταγή; Ποιος ξέρει; Ποιος θα μπορούσε των δέντρων τη σκέψη να διαβάσει;
     Τέλος πάντων, όπως και να ’χει το πράγμα, τα δέντρα ήσαν αποφασισμένα να υποταχθούν σε ένα σκήπτρο. Ξεκίνησαν, λοιπόν, απ’ την ελιά, κι αφού υποκλίθηκαν σεβαστικά μπροστά της, της πρότειναν βασίλισσά τους να τη χρίσουν.
     Η ελιά, σαν άκουσε την πρότασή τους, τίναξε με τσαχπινιά τ’ ασημοπράσινα μαλλιά της στον αέρα και τους είπε: «Ελάτε, ρε παιδιά, στα συγκαλά σας! Θα παρατήσω εγώ το λάδι μου, που το τιμούν ανθρώποι και θεοί, βασίλισσα των δέντρων για να γίνω; Χτυπήστε άλλη πόρτα!»  

(Πηγή: Από το βιβλίο του Αργύρη Χιόνη «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες», εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2010).
   
*****
   
Γιατί τα φύλλα της ελιάς είναι άσπρα από κάτω

     Όταν έκανε ο Θεός τα δέντρα, έκανε και τις ελιές. Επειδή τις κανόνισε να ωριμάζουν τον καρπό τους σχεδόν χειμώνα, δεν τις άφηνε να ρίξουν τα φύλλα τους, για να σκεπάζουν τους λιομαζωχτάδες και να τους απαγκιάζουν απ’ το ξεροβόρι και το χιονόνερο.
     Κάποτε όμως οι ελιές παραπονέθηκαν στο Θεό ότι με τέτοιο ουρανό συννεφιασμένο γίνεται σκοτάδι από κάτω απ’ τα φύλλα τους και πώς θα βγουν οι αγριοβιολέτες γύρω στη ρίζα τους; Κι ο Θεός, που όλα τα δικαιολογεί και δεν χαλά χατίρι, έβαψε την κάτω όψη των φύλλων τους άσπρη, για να είναι σαν τα ταβάνια των σπιτιών. Κι έφεξε λίγο κάτω απ’ τις ελιές, ίσα - ίσα για να φυτρώνουν και να κάνουν χρώμα οι αγριοβιολέτες.  
(Πηγή: Γανωτή Κώστα «Ο βοσκός Νικάνορας και το Ρωμαίικο», σ. 31) 

*****

Η μάνα ελιά

     Κάποτε όλα τα φυτά της γης συνεδρίαζαν, για να βρούνε σε ποια φυτά πρέπει να δώσουν βραβεία αρετής και τελειότητας. Παρουσιάστηκαν λοιπόν πολλά φυτά, που εκθέτανε τις αρετές τους, τις χρησιμότητες και τις θυσίες τους. Επειδή όμως, ως φυτά που ήταν, δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη μοναχά τους, εζήτησαν απ’ τους ανθρώπους να τα συμβουλέψουν.
     Οι άνθρωποι, όπως ήξεραν απ’ τ’ ανθρώπινα, τους είπαν πως οι αρετές πάνε μαζί με τα βάσανα και την κακοπέραση. Γι’ αυτό πρότειναν για βράβευση το σιτάρι, το κλήμα και την ελιά. Το σιτάρι, είπαν, φυτρώνει μέσα στο χειμώνα και τραβάει τα βάσανά του κάτω απ’ το χιόνι, που σκεπάζει τους κάμπους. Ύστερα το θερίζουν με τα δρεπάνια, το πατούν στ’ αλώνισμα, το αλέθουν με τις μυλόπετρες και το αλεύρι το δέρνουν στη σκάφη, για να ζυμωθεί. Ύστερα το ψήνουν στο φούρνο κι, όταν ψηθεί, κόβουν το καρβέλι με το μαχαίρι και μπουκιά - μπουκιά το αλέθουν πάλι με τα δόντια τους. Γι’ αυτό αξίζει το πρώτο βραβείο αρετής.
     Ύστερα το κλήμα, το πετσοκόβουν πρώτα στο κλάδεμα και τον καρπό του, το σταφύλι, τον πατούν με τα πόδια τους και τον ξεζουμίζουν. Μετά τον πίνουν οι άνθρωποι και κάνουν κέφι. Κι όταν κάνουν ύστερα πάνω στο μεθύσι κανένα κακό, το κρασάκι φορτώνεται τις ευθύνες. Φταίει το κρασί, λένε, για να δικαιολογήσουν το μεθυσμένο.
     Και την ελιά την κακομοίρα τη δέρνουν μες στο καταχείμωνο, για να της πάρουν τον καρπό. Κι ύστερα τον πατάνε τον καρπό στα λιοτρίβια, για να του βγάλουν το λάδι. Και το λάδι της το μαγειρεύουν και το καίνε στα λυχνάρια και στα καντήλια.
     Έτσι τα φυτά παραδέχτηκαν τη γνώμη των ανθρώπων κι έδωσαν τα βραβεία αρετής και τελειότητας στο σιτάρι, στο κλήμα και στην ελιά. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι πήραν τα βραβευμένα φυτά και τα καλλιέργησαν με περισσότερο ζήλο κι έτσι έχουν την απαραίτητη τροφή, για να τρώνε, αλλά και για να φέρνουν το Θεό κάτω στη γη και να παρηγοριούνται.
  

 (Πηγή: Γανωτή Κώστα «Ο βοσκός Νικάνορας και το Ρωμαίικο», σ. 94-95) 

ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου