Εσείς κοπέλες του Βαχού, της Βιάννου,
του κόσμου κοπέλες, να βγαίνετε να βλέπετε το γιο
μου, στολισμένο με της λευτεριάς το φως.
Θακλαίω εγώ και μέσα από το μνήμα…
κοπέλες του
Βαχού, της Βιάννου, του κόσμου
κοπέλες…
Βγείτε κοιτάξτε κοπέλες, μην κλάψετε, θα κλαίω
εγώ και μέσα από το μνήμα.
Ήσουνα όμορφος, γιε μου, στην ομορφιά σου τίποτα δεν
έλειπε. Δεκαοχτώ χρονών ήσουνα, στο στήθος σου, στ’ άγρια τριαντάφυλλα
της νιότης, ανέγγιχτη κοιμήθηκε η
αγάπη.
Δείτε, κοπέλες, ο γιος μου ο λεβέντης. Μ’ ένα
στεφάνι δάκρυα η μάνα του τον έστεψε. Κοπέλες εσείς, μην κλάψετε το γιο
μου.
Εσείς κοπέλες του Βαχού, της
Βιάννου, του κόσμου κοπέλες, να βγαίνετε να βλέπετε το
γιο μου, στολισμένο με της λευτεριάς το φως. Κάθε γενιά να τον φέρνει στο
νου της, να ρωτά και να στοχάζεται τους εχθρούς του
ανθρώπου
Βγείτε, κοιτάξτε, κοπέλες, τι ωραίο που είναι το
πρόσωπό του. Θα τον ζητώ, δεν θα τον βρίσκω. Μια μέρα, απάνω στον ανθό
της νιότης του, σαν το αγρίμι του βουνού του έριξαν το βόλι. Μπήκαν οι
βάρβαροι, τον άρπαξαν από της μάνας του το
σπιτικό.
Αχ! να είχα προλάβει να σε κρύψω. Να μην σε
έπαιρναν! Τον σκότωσαν, κοπέλες, το γιο μου, σαν το
ελάφι.
Έστησαν τους ανθρώπους μας, άοπλους, σε μια
σειρά, μες στα χωράφια τους σκότωσαν.
Και τώρα δες με, το χέρι μου υψώνω στα
ουράνια, εγώ τα δάκρυα θα σφουγγίξω, να μεγαλώσω τα αδέλφια σου. Το
όνομα του εχθρού του ανθρώπου, να σβήσουν πρέπει, από τον
κόσμο.
Καλέ μου, σφραγίδα στην καρδιά μου θα σε
βάλω. Στο στήθος σου, τα τριαντάφυλλα της αγάπης δεν πρόλαβαν ν’
ανθίσουν, και τα παιδιά σου δεν θα γεννηθούν. Τα έδωσες όλα, γιε μου,
ακριβέ μου, λάβαρο να το υψώσει η πατρίδα, να κρεμάνε τις ασπίδες τους τα
παλικάρια.
Το χέρι μου υψώνω στα ουράνια. Χάθηκε ο νιος. Μην
τον γυρεύεις, κοπελιά. Τα στήθη του μεγάλωσαν, σταυραετός πετά, στα
ουράνια τα πλατιά.
Υπερυψώσου εσύ, ψυχή μου. Τώρα πετάς. Αν
όμως, αν τα λουλούδια που από το αίμα σου φυτρώνουν, αν, με όποιο
τρόπο, το χέρι του εχθρού του ανθρώπου τα προσβάλει, εσύ αιώνια θα θρηνείς
με τη βροχή.
Μες τα χωράφια το ψηλό κορμί σου θα μας γνέφει. Στον
ουρανό ψηλά τα μάτια σου ένα θα γυρεύουν, τ’ αχνάρια του εχθρού του
ανθρώπου, να σβήσουν να χαθούν.
Οι σκιές από τους αθώους στη ράχη θα
σηκώνονται, θ’ ανεβαίνουν στις κορφές και θα γεμίζει ο αέρας μυρωδικά και
λευτεριά.
Μαρίνα Μιχαήλ
Χρηστάκη
Στη μνήμη του θείου μου Νικόλαου Πνευματικάκη (αδελφού
της μητέρας μου)
Στη μνήμη της γιαγιάς μου (και μητέρας του) της
Αμαλίας
Στη μνήμη της Βιαννίτισσας
μάνας,
Στη μνήμη κάθε μάνας
Στη μνήμη του παππού μου Ηρακλή
Πνευματικάκη
Στη μνήμη του παππού μου Πολυχρόνη
Χρηστάκη
Στη μνήμη των 401 εκτελεσθέντων στις 14 Σεπτεμβρίου στα
χωριά της Βιάννου
Στη μνήμη των 42 εκατομμυρίων θυμάτων της πρωτοφανούς
Αγριότητας και θηριωδίας του Β’ παγκοσμίου πολέμου
και κυρίως στους άμαχους άοπλους που ανέρχονται στο 60%
των συνολικών θυμάτων.
«Οι συνταγές της… πείνας. Η ζωή στην Αθήνα την περίοδο
της Κατοχής»
Ένα βιβλίο για τη ζωή στην Αθήνα κατά τη διάρκεια
της γερμανοϊταλικής Κατοχής (1941-1944), με στοιχεία που συνέλεξε η Ελένη
Νικολαΐδου από τις εφημερίδες
της εποχής. Ο μεγάλος λιμός που ακολούθησε την κατάκτηση και λεηλασία της
Ελλάδας από τους Γερμανούς, η αγωνιώδης αναζήτηση τροφής από τους Έλληνες, ο
διαρκής αγώνας για την επιβίωση… Ένα βιβλίο γεμάτο ευρηματικές συνταγές
μαγειρικής και οδηγίες επιβίωσης. Χρήσιμα μαθήματα οικονομίας από τα χρόνια του πολέμου για καιρούς κρίσης και μη. Αξίζει να διαβάσετε το βιβλίο, να μαγειρέψετε
κάποια από τις συνταγές της
Κατοχής, να θυμηθείτε και να διδαχτείτε… Οι υπαίτιοι δεν έχουν πληρώσει ακόμα…
Σούπα με ελιές
«Ξέρετε ότι μπορεί να
γίνει μια πολύ νόστιμη και θρεπτική σούπα με ελιές; Να η συνταγή: Περνάτε από
τον τρίφτη μία οκά ντομάτες πολύ ώριμες και τις βάζετε να βράσουν με λίγο νερό
[1 οκά=400 δράμια=1282 γραμμάρια]. Προσθέτετε κάμποσες ελιές ‒
ανάλογα με τα πρόσωπα που έχει η οικογένεια, πέντε με έξι για τον καθένα
‒ και του δίνετε ακόμα μια βράση. Η σούπα σας είναι
έτοιμη. Το όλο μαγείρεμα δεν απαιτεί πιο πολύ από μισή ώρα. Τώρα, αν έχετε λίγο
ρυζάλευρο, «δένετε» τη σούπα σας, προσθέτοντας τέσσερις κουταλιές της σούπας
κοφτές, αφού προηγουμένως τις διαλύσετε σε λίγο νερό και ανακατεύοντας καλά για
να μη σβολιάσει. Αν βγάλετε με τέχνη προηγουμένως τα κουκούτσια από τις ελιές,
ακόμα καλύτερα. Λίγος ψιλοκομμένος μαϊντανός την ώρα του σερβιρίσματος κάνει τη
σούπα σας ακόμα πιο νόστιμη και πιο… θεαματική.»
Πατάτες με γάλα
«Να ένας τρόπος ακόμα, για να μαγειρέψετε τις πατάτες
χωρίς βούτυρο, χωρίς λίπος, χωρίς λάδι και να κάνετε ένα φαγητό εξαιρετικά
εύγευστο και θρεπτικό, ιδίως για τα παιδιά και τους εξασθενημένους οργανισμούς.
Θα βράσετε τις πατάτες
μέσα στο γάλα. Να πώς: Βάζετε το γάλα στη φωτιά και μόλις βράσει ρίχνετε μέσα
τις πατάτες κομμένες σε μικρά κομματάκια, για να βράσουν γρήγορα. Βάλτε και το
ανάλογο αλάτι. Προτιμότερο να ψήσετε το φαγητό σας σε πολύ σιγανή φωτιά για να
«χυλώσουν» πιο καλά οι πατάτες και να μείνει και λίγη σάλτσα. Ανακατεύετε συχνά,
για να μην «πιάσει». Όταν οι πατάτες βράσουν καλά, το φαγητό είναι έτοιμο. Το
αφήνετε να κρυώσει λιγάκι ‒ δεν πρέπει να το παρουσιάσετε καυτό ‒ και το
σερβίρετε σε μια πιατέλα, γαρνίροντάς το από πάνω με λίγο ψιλοκομμένο φρέσκο
μαϊντανό. Θα δείτε τι επιτυχία θα έχετε και πώς θα καταβροχθισθεί. Παιδάκια που
αποστρέφονται το γάλα τρώνε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση αυτό το φαγητό. Σημειώστε
ότι δεν είναι τόσο ακριβό όσο μπορεί να σας φανεί εκ πρώτης όψεως. Υπολογίστε
τις εξής αναλογίες: μία οκά πατάτες, μία οκά γάλα. Μπορείτε όμως να
μεταχειρισθείτε μόνο μισή οκά γάλα και 100 δράμια νερό που θα ρίξετε μέσα στο
γάλα (για μια οκά πατάτες πάντοτε). Με το βράσιμο το νερό εξατμίζεται και μένουν
οι πατάτες καλοβρασμένες, καθώς και μια παχιά άσπρη σάλτσα, που περιέχει όλα τα
θρεπτικά συστατικά του γάλακτος. Επαναλαμβάνουμε και πάλι τη σύσταση περί
σιγανής φωτιάς.»
Πηγή: Από το βιβλίο της Ελένης
Νικολαΐδου «Οι συνταγές… της πείνας. Η ζωή στην Αθήνα
την περίοδο της Κατοχής», εκδόσεις Οξυγόνο, 11, σελ. 116-117,
126-127. Εικόνες: εξώφυλλο, σελ. 46, 84, 171.
Με
μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μια φλόγα αστράφτει... ακούονται ψαλμοί και μελωδία...
Πετάει έν’ άστρο... σταματά εμπρός εις τη Μαρία...
«Χαίρε της λέει αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε Μαρία, Χαίρε!» Επέρασαν
χρόνοι πολλοί...
Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλι ο ουρανός...
Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.
Τα σίδερα είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Η καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκαλά της.
Τρέμει μεμιάς η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι αφήνει και περνά έν’ άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του... «Ξύπνα,
ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς ανάστα, χαίρε». Οι
τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαύρ’ η πεθαμένη
νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνήμ’ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της...
Κανείς δεν αποκρένεται... Βγαίνει πετά στα όρη...
Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη. «Ξυπνάτε
εσείς που κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε». Οι
χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπει στον αιθέρα
μ’ όλα τα κάλλη τ’ ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθείς ας μεταλάβει
από τη χάρη του Θεού. Και σεις και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στην καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφορεσμένοι να ’στε. (Αριστοτέλη Βαλαωρίτη "'Απαντα")