Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ~ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ (school bullying)
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ~ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Θα ’μουν ακόμα στο Δημοτικό, όταν ένας βοσκός ήρθε τρεχαπετάμενος από το χωριό και με πήρε να με πάει στον παππού μου, που ψυχομαχούσε, λέει, και με ζήτησε να μου δώσει την ευκή. Θυμούμαι, κάψα, Αύγουστος μήνας, εγώ πήγαινα καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι, πίσω ο βοσκός κρατούσε μια διχαλόβεργα και στην άκρα είχε ένα καρφί και κάθε τόσο νιμάτιζε κι αιμάτωνε το ζο, κι αυτό πονούσε, κλοτσούσε κι έτρεχε. Κι εγώ γύριζα στον αγωγιάτη και τον παρακαλούσα:
― Δεν το λυπάσαι; Λυπήσου το, πονάει!
― Οι ανθρώποι μόνο πονούνε, μου αποκρίνονταν∙ οι γαϊδάροι είναι γαϊδάροι.
Μα γρήγορα ξέχασα τον πόνο του ζου, γιατί περνούσαμε τώρα από αμπέλια κι ελιές, και τα τζιτζίκια με ξεκούφαιναν. Γυναίκες τρυγούσαν ακόμα κι άπλωναν τα σταφύλια στους οψιγιάδες να γίνουν σταφίδα∙ μοσκοβολούσε ο κόσμος […]
Είχα ζαλιστεί πια από την κούραση, από τον ήλιο κι από τα τζιτζίκια, κι όταν έφτασα στο σπίτι του παππού μου και τον είδα να κείτεται στη μέση της αυλής και να τον τριγυρίζουν τα παιδιά του και τ’ αγγόνια, χάρηκα∙ γιατί είχε βραδιάσει πια, είχε δροσίσει ο κόσμος, κι ο παππούς μου είχε σφαληχτά τα μάτια και δε με πήρε χαμπάρι∙ κι έτσι γλίτωσα από τη χοντρή του χερούκλα που όπου άγγιζε το δέρμα μου κοκκίνιζε.
― Νυστάζω, είπα σε μια γυναίκα που με πήρε στην αγκαλιά της και με κατέβασε από το γαϊδούρι.
― Κάμε υπομονή, μου αποκρίθηκε αυτή, όπου να ’ναι ο παππούς σου θα ξεψυχήσει∙ να ’σαι κοντά του, να σου δώσει πρώτα την ευκή.
Δώρο θαματουργό, ένα παιχνίδι ακριβό μου φάνταζε πως ήταν η ευκή αυτή που κίνησα από τόσο μακριά για να την πάρω∙ θα ’ταν η τρίχα του δράκου, που λεν τα παραμύθια, την κρατάς φυλαχτό, και στη μεγάλη ανάγκη την καις κι έρχεται ο δράκος και σε γλιτώνει. Περίμενα λοιπόν ν’ ανοίξει τα μάτια του ο παππούς και να μου δώσει την τρίχα.
Τη στιγμή εκείνη έσυρε φωνή ο παππούς και κουλουριάστηκε απάνω στην προβιά που του ’χαν στρώσει.
― Είδε τον άγγελό του, είπε μια γριά∙ όπου να ’ναι θα παραδώσει την ψυχή του.
Έκαμε το σταυρό της, πήρε ένα κομμάτι κερί κι άρχισε να το ζεσταίνει με την ανάσα της και να το πλάθει στα δάχτυλά της να το κάμει σταυρό, να σφραγίσει τα χείλια του πεθαμένου.
Ένας από τους γιους του, με αγκαθωτά κορακάτα γένια, σηκώθηκε, μπήκε μέσα κι έφερε ένα ρόδι και του το ’βαλε στη φούχτα, να το πάρει στον Άδη.
Ζυγώσαμε όλοι και τον κοιτάζαμε∙ μια γυναίκα έκαμε να σύρει μοιρολόι, μα ο γιος με τα’ αγκαθωτά γένια της έφραξε το στόμα:
― Σώπα!
Άνοιξε τα μάτια ο παππούς, έγνεψε∙ όλοι ζύγωσαν ακόμα πιο κοντά∙ στον πρώτο γύρο οι γιοι του, πίσω τ’ αγγόνια τ’ αρσενικά, πιο πίσω οι θυγατέρες κι οι νυφάδες. Άπλωσε ο γέρος τα χέρια του∙ μια γριά του ’βαλε ένα μαξιλάρι πίσω από το σβέρκο. Ακούστηκε η φωνή του γέρου:
― Έχετε γεια, μωρέ παιδιά, είπε∙ έφαγα τα ψωμιά μου, πάω. Γέμισα την αυλή παιδιά κι αγγόνια, γέμισα τα πιθάρια μου λάδι και μέλι, γέμισα τα βαρέλια μου κρασί, παράπονο δεν έχω. Έχετε γεια!
Κούνησε τα χέρια, αποχαιρετούσε. Γύρισε αργά, κοίταξε όλους, έναν ένα∙ εγώ είχα ξεχάσει την ευκή, ήμουν κρυμμένος πίσω από δυο τρία ξαδέρφια μου και δε με είδε. Κανένας δε μιλούσε∙ άνοιξε πάλι ο γέρος το στόμα:
― Στυλώστε τ’ αυτιά, μωρέ παιδιά, ακούστε τις στερνές παραγγελιές μου: Έχετε το νου σας στα ζωντανά, στα βόδια, στα πρόβατα, στα γαϊδούρια∙ μη θαρρείτε, έχουν ψυχή κι αυτά, ανθρώποι είναι κι αυτά, μόνο που φορούν προβιές και δεν μπορούν να μιλήσουν∙ ανθρώποι παλαιικοί ’ναι, δίνετέ τους να τρώνε. Έχετε το νου σας και στα λιόδεντρα και στ’ αμπέλια, να τα κοπρίζετε, να τα ποτίζετε, να τα κλαδεύετε, αν θέτε να σας κάνουν καρπό∙ παλαιικοί ανθρώποι είναι κι αυτά, μα πολλά παλαιικοί, και δε θυμούνται∙ μα ο άνθρωπος θυμάται, και γι’ αυτό, μαθές, είναι άνθρωπος. Ακούτε; Για μπας και μιλώ σε κουφούς;
― Ακούμε, γέρο, ακούμε… απηλογήθηκαν μερικές φωνές […]
Είχα γλιστρήσει στην πρώτη γραμμή, ο θάνατος πάντα, είπαμε, ήταν ένα παράξενο μυστήριο και με τραβούσε, ζύγωσα να δω από κοντά τον κύρη της μάνας μου να πεθαίνει.
Με πήρε το μάτι του.
― Ε, καλώς το, έκαμε, καλώς το Καστρινάκι, σκύψε να σου δώσω την ευκή μου.
Η γριά που κρατούσε κι έπλαθε το κερί μου φούχτωσε το κεφάλι και το χαμήλωσε∙ ένιωσα τη βαριά χερούκλα απάνω σε όλο μου το πανωκαύκαλο:
― Έχε την ευκή μου, αγγόνι Καστρινό, είπε, και να γενείς μια μέρα άνθρωπος.
Κούνησε τα χείλια του να πει κι άλλα, μα ’χε πια εξαντληθεί, σφάλιξε τα μάτια.
― Κατά πού, μωρέ, βασιλεύει ο ήλιος; ρώτησε με ξέψυχη φωνή∙ γυρίστε με κατά κει!
Δυο γιοι τον έπιασαν, τον γύρισαν κατά τη δύση.
― Έχετε γεια! μουρμούρισε∙ φεύγω!
Έβγαλε βαθύ στεναγμό, τέντωσε τα πόδια, και κύλησε το κεφάλι του από το μαξιλάρι και χτύπησε στις πέτρες της αυλής.
― Πέθανε; ρώτησα ένα αξαδερφάκι μου.
― Ούου, πάει αυτός! μου αποκρίθηκε∙ πάμε να φάμε!
* Ο παππούς, πατέρας της μητέρας του Μαρίας Χριστοδουλάκη από το χωριό Ασυρώτοι, το σημερινό Κρυονέρι του Δήμου Κουλούκωνα νομού Ρεθύμνου.
(Νίκου Καζαντζάκη μυθιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, κεφ. ΣΤ΄, σελ. 64-67)
Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ~ ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΟΙ
Ύστερα έβγαζε μια σαγίτα και την έβαζε στο δοξάρι, κι έκανε πως σημαδεύει τον Εραστή απάνω στην καρδιά, λέγοντας διάφορες καυχησιές, όλα τραγουδιστά.
Καλέ κοπέλα,
με την ομπρέλααα,
στο γάμο πάγω,
σαν θέλεις έλαααα!
Ταμ κούκου! Ταμ κούκου!
(Κόντογλου Φώτης, «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», εκδ. Αστήρ Παπαδημητρίου, Αθήνα 1983, σσ. 144-150)
Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ~ ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ
Αργύρης Εφταλιώτης
(Μήθυμνα Λέσβου, 1 Ιουλίου 1849 – 25 Ιουλίου 1923, Αντίμπ Γαλλίας)
Πρώτη αγάπη
Πρέπει να ήμουν ως δώδεκα χρονών και πρέπει να ήταν εκείνη ως έντεκα. Δε την έβλεπα μήτε στην εκκλησιά, μήτε στον κλήδωνα, μήτε στη βρύση, μήτε στο παραθύρι. Η μάνα της κι η μάνα μου δεν είχανε πολλές φιλίες.
Εκεί που την έβλεπα δεν είμαστε οι δυο μοναχοί. Είμαστε οχτώ-δέκα αγόρια της προκοπής, αποφασισμένα να μάθουμε τι θα πει παρέμφατο και νο φέρουμε τον πολιτισμό στο χωριό. Και πέντ’-έξι κορίτσια, που ερχόντανε δυο ώρες τη μέρα και κάθιζαν από το άλλο πλάγι του γέρου δάσκαλου και τεχνολογούσανε με μία χάρη, που σ᾿ έκαναν, ήθελες δεν ήθελες, να την αγαπάς τη γραμματική.
Τη χάρη φυσικά την είχανε, γιατί ήταν όλες μικρούλες, όχι πως ήτανε κι όμορφες όλες. Για το δικό μου το γούστο, όμορφη ήτανε μία μοναχή κι αυτή ήταν η... αγαπητικιά μου!
Τι λόγο ξεστόμισα! Από πού κι ως πού αγαπητικιά! Μήτε λέξη δεν της είπα ποτές. Μήτε με το δαχτυλάκι μου δεν τ᾿ άγγιξα τ᾿ αφράτο το χέρι της. Μήτ᾿ η αναπνοή μου δεν μπορούσε να πάει κοντά της και να τη χαϊδέψει. Το μόνο που πηδούσε κάποτες από τα χείλη μου στα χειλάκια της ήτανε το ρήμα "λείπω", σαν το κλίναμε ο καθένας απ᾿ ένα χρόνο με τη σειρά και ταίριαζε να είμαι εγώ στερνός στη δική μας τη σειρά κι εκείνη πρώτη στων κοριτσιών. "Ἐλελείμεθα, ἐλέλειφθε" πήγαινε να πει και σκόνταβε και χαμογελούσε και τότες πια εγώ, που περίμενα μέρες και μέρες αφορμή να της δώσω ένα, ας είναι και συμμαζεμένο, χαμόγελο, έλαμπα ολοπρόσωπος καθώς την κοίταζα, χωρίς φόβο να μη το νιώσει ο δάσκαλος το τρομερό μυστικό μας. Έπεφταν τότες τα μάτια της στο βιβλίο απάνω, κοκκινίζανε τα δυο μάγουλά της κι άρχιζε το πλαγινό κορίτσι τον άλλο χρόνο.
Μάτια και πάλι μάτια! Δίχως εσάς, μήτε πρώτη, μήτε στερνή αγάπη δε θα είχαμε! Οι ματιές μου σαν έμπαινε στην παράδοση, οι ματιές της σαν έβγαινε να πάει σπίτι, αυτές ήταν οι όρκοι μας, τα τραγούδια μας, τα φιλιά μας, αυτές ήτανε και τα ραβασάκια μας. Με τον καιρὸ και χωρίς ν’ αλλάξουμε αναμεταξύ μας μια λέξη, την κάμαμ᾿ επιστήμη τη τέχνη αυτή των ματιών. Ήτανε λογής-λογής οι ματιές της. Η ματιά της αδιαφορίας, που μου την έσκιζε τη καρδιά, του θυμού, που μ’ έκαιγε σαν τ’ αστροπελέκι. Η άπιστη η ματιά σε κανέναν άλλο, που μ’ έλιωνε σαν το κερί και μ’ αφάνιζε. Ύστερα πάλι η ήρεμη και γλυκιά ματιά της αγάπης, που ξανάβαζε τη ψυχή μου στο τόπο της και σύχαζα. Οι δικιές μου οι ματιές, όσο πολυσήμαντες κι αν ήτανε κι αυτές, δεν είχαν όμως τέτοιες τρομερές αλλαγές. Η ίδια η αφοσίωση, ο ίδιος ο καημός, το ίδιο βάσανο, πάντα.
Τρεις μήνες πρέπει να πέρασαν έτσι. Ξυπνούσ᾿ από το πρώτο το λάλημα και την ώρα δεν έβλεπα να πάω σκολειό. Η μάνα μου με καμάρωνε και μ’ έβλεπε από τώρα Δεσπότη.
Ήμουνε πρώτος-πρώτος στο σκολειό πάντα κι ωστόσο δε το κατάφερα να τη βρω μοναχή μία φορά, μήτε πηγαινάμενη, μήτε φτασμένη. Αυτό ήταν η λαχτάρα μου τώρα, αυτό ήτανε τ’ όνειρό μου. Να τη δω μοναχή, ας είναι και μία στιγμή. Να της πω μια και καλή πως πεθαίνω, πως έσβησα, άλλη σωτεριά δεν έχ᾿ η ζωή μου παρά τη παντοτινή της αγάπη. Τα ’λεγα όλ’ αυτά με τις φλογερές τις ματιές μου, μα η αχόρταγη η καρδιά γύρευε λόγια. Αυτή δεν ήξερε τι θα πει μέτρο και γνώση, αυτή όλο μου φώναζε: «Μπρος! Έχει κι άλλες απόλαψες η αγάπη!»
Μα πώς να της δώσω να καταλάβει, πως θέλω να της μιλήσω! Εδώ οι ματιές δε σώνουν. Εδώ χρειάζεται ραβασάκι. Χίλιες φορές το ’γραψα και το ξανάγραψα. Το ’παιρνα μαζί μου αποφασισμένος να μη ντραπώ, να μη φοβηθώ μήτε δάσκαλο, μήτε πρωτόσκολο, μόνο να της δώσω κρυφά το χαρτάκι σ’ ένα βιβλίο, καλαμάρι, ό,τι τύχει. Ήρχουνταν η ώρα και κόβουνταν η καρδιά μου! Δεν αποκοτούσα! Κι έπαιρνα μαζί μου το χαρτί βγαίνοντας και το ’κανα κομμάτια και καταριόμουνε την ώρα που γεννήθηκα τέτοιος ανωφέλητος φοβητσιάρης.
Ήταν ότι άρχιζε καλοκαίρι σα σηκώθηκα ένα πρωί και πήγα μπροστά στη Παναγιά και το ’καμα όρκο, πως θα της δώσω εκείνη τη μέρα το ραβασάκι κι α δε της το δώσω, να πέσει φωτιά να με κάψει.
Πήγα σκολειό πρώτος πάλι. Έρχουνται όλα τ’ αγόρια, όλα τα κορίτσια. Μαυρίζουνε τα μάτια μου να κοιτάζω τη πόρτα, του κάκου! Η μικρή μου δε φαίνεται! Διαβάζει ο δάσκαλος τον κατάλογο, έρχεται στην Αργυρώ... σιωπή.
‒ «Πού είναι η Αργυρώ;» ρωτά ο δάσκαλος μία συντρόφισσά της.
Η μάνα της αρρώστησε κι έμεινε σπίτι. Βαριά καρδιά που την έπαιρνα μαζί μου γυρίζοντας σπίτι το μεσημέρι εκείνο! Τι να κάμω, πού να πάω, να βραδιάσει γλήγορα και να ξημερώσει!
Ξημερώνει, ξαναπηγαίνω σκολειό... τα ίδια! Περνά μια βδομάδα, δυο βδομάδες... ένας μήνας ήτανε περασμένος σαν είπε μία μέρα ένα κορίτσι του δασκάλου, πως πέθανε η μάνα της Αργυρώς και πως δε θα ξανάρθει πια σκολειό η μικρή.
Πρέπει να ’μουν ως εικοσιπέντε χρονών τότε που πρωτογύρισα από τη ξενιτιά να δω τους δικούς μου. Ήρθαν όλοι οι παλιοί οι φίλοι κι όλες οι παλιές οι φιλενάδες να με δουν. Ήρθε από την άλλη άκρη του χωριού κι η Αργυρώ, παντρεμένη κοπέλα με δυο παιδιά. Της μίλησα και μου μίλησε πρώτη φορά. Της είπα και μου ’πε χίλια πράματα, για τα παιδιά της, την ομορφιά και ξυπνάδα τους, τη χαρά μου που βρίσκω τη γριά μου τόσο καλά. Για όλ᾿ αυτά χύθηκ’ ένας ποταμός λόγια και για τη πρώτη μας την αγάπη, την αξέχαστη εκείνη την αγάπη, καθώς τότες, έτσι και τώρα, δεν είπαμε μήτε λέξη!
(Από τη συλλογή διηγημάτων «Νησιώτικες Ιστορίες», εκδόσεις Εστία)