Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ~ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗ ΝΟΤΙΑ ΓΕΡΝΑ

clip_image002[8]

Νήσος Αιολίς Λέσβος, η δε χώρα Λεσβία

Ο μητροπολίτης Γαβριήλ περιγράφει τη Νότια Γέρνα

Δεκαπενθήμερες επισημάνσεις

 

     Ο Σταύρος Καρυδώνης περιλαμβάνει τη Γέρνα στα 27 χωριά της ευδαίμονος πόλεως Καλλονής, την οποία κατέστρεψε το 1450 ο Οθωμανός ναύαρχος Σουλεϊμάν Μπαλτάογλου. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος περιγράφει το 1575 την αγροτική περιοχή της Γέρνας, από τον "Ταξιάρχη της Γέρνας" δυτικά του ποταμού Τσικνιά μέχρι και τα Θολώνεια ανατολικά της Αλυκής. Το 1621 ο μητροπολίτης Μηθύμνης Γαβριήλ Σουμαρούπα έγραψε:

 

«Υπό κάτω του βουνού (σ.σ. της αρχαίας Αρίσβης) ναός της αγίας Παρθένου Μαρίας ονομάζεται Ελεούσα. Έμπροσθεν ολίγον κώμη μικρά λεγομένη Αρακλή· έχει ναόν ένα του Σωτήρος· οίκους χριστιανών δεκαέξ. Μετ' αυτήν ολίγον πρόσθεν ετέρα ομοία λεγομένη Γέρνα· έχει ναόν ένα των Αρχαγγέλων παλαιότατον· οίκους χριστιανών είκοσι,  αγαρηνών αμφότεραι αι δύο αύται τρεις ή τεσσάρους. Ταύτά εισιν έσω της της Καλλονής πεδιάδος.»

 

     Τη διαδρομή του Γαβριήλ από το βουνό της Αρίσβης προς τα νότια, όπου συνάντησε κατά σειρά το ναό της "Ελεούσας", νοτιότερα το χωριό "Αρακλή" και ακόμα νοτιότερα το χωριό "Γέρνα" με το ναό "των Αρχαγγέλων παλαιότατον", την ακολούθησα, με τη βοήθεια του εικονιζόμενου χάρτη του βιβλίου "Τα Γεωργικά της Λέσβου" του Καλλονιάτη Χρήστου Τραγέλλη, ο οποίος το 1999, νότια από την "Αρχαία Αρίσβη-Παλιόκαστρο" και εκατέρωθεν του Τσικνιά, σημείωσε κατά σειράν τα εξωκκλήσια "Αγία Ελεούσα", "Χριστός τ’ Αρακλή", "Παναγιά Τρουλωτή", "Άγιος Κωνσταντίνος" και νοτιότερα αυτών σε ένα χιλιόμετρο από τον Κόλπο της Καλλονής το τοπωνύμιο "Ταξιάρχης", όπου το 1954 ο Αγιαπαρασκευώτης Γεώργιος Σπανιόλας, στο κληρονομικό χωράφι του, ανακατασκεύασε το παλιό εξωκκλήσι του Ταξιάρχη.

clip_image004[7]


Χάρτης περιοχής Καλλονής από το βιβλίο "Τα Γεωργικά της Λέσβου" του Καλλονιάτη Χρήστου Τραγέλλη.

 

     Αυτή τη Γέρνα, που, κατά τον προσδιορισμό του Γαβριήλ, ήταν παραποτάμια του Τσικνιά και βρισκόταν δυτικά της Αλυκής, ένα χιλιόμετρο από τον Κόλπο και δύο χλμ. νότια από το δρόμο Καλλονής - Μυτιλήνης, θα την ονομάζω "Νότια Γέρνα", σε αντιδιαστολή με την ερειπωμένη σήμερα νεότερη ορεινή Γέρνα, που θα την ονομάζω "Βόρεια Γέρνα" και η οποία βρίσκεται βόρεια της Αλυκής, δύο χλμ. βόρεια του δρόμου Καλλονής - Μυτιλήνης, μέσα στη ρεματιά του "Κουκουλάγκαδου", κάτω από το λόφο της "Φάσκαρης", δύο χλμ. νότια της κωμόπολης της Αγίας Παρασκευής. Από την εύφορη παραποτάμια παλαιότερη "Νότια Γέρνα" με το ναό "των Αρχαγγέλων παλαιότατον" οι κάτοικοι μετακινήθηκαν βόρεια, για να χτίσουν την ασφαλέστερη ορεινή νεότερη "Βόρεια Γέρνα" και τον Ταξιάρχη της, που εγκατέλειψαν για να ζήσουν στη μεγαλύτερη Αγία Παρασκευή μεταφέροντας το 1856 από τον Ταξιάρχη τους στον εκεί Ταξιάρχη λαξευμένες πέτρες, με κάποιες πιθανά να προέρχονται από τη "Νότια Γέρνα".

     Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και ότι το όνομα Γέρνα αποτελεί εξέλιξη του ονόματος του Λέσβιου γιου του Ποσειδώνα Γέρην και των ονομάτων των αρχαίων πόλεων Γέρην της Λέσβου και Γέρηνα της Μεσσηνίας, κατά τη σειρά: "Γέρην > Γέρηνα > Γέρνα", υποστηρίζω ότι νότια της "Νότιας Γέρνας" πρέπει να βρισκόταν η αρχαία πόλη Γέρην με τη λατρεία της στον Ποσειδώνα, που, εκτός από παραποτάμια του Τσικνιά, ήταν και παραλιακή του Κόλπου της Καλλονής.

     Υπενθυμίζω ότι το 1054 π.Χ. οι έποικοι Αιολείς φθάνοντας στο "Μεσόγειον Έρμα" όπως λεγόταν τότε ο Κόλπος της Καλλονής, ευχαριστώντας τον Ποσειδώνα για το ταξίδι τους, θυσίασαν έναν ταύρο και έριξαν στα νερά τη Λευκοθέα, την παρθένα καλλονή κόρη του Αιολέως βασιλιά Σμινθέα, που έγινε Νεράιδα συναντώντας τη γυναίκα του Ποσειδώνα, την πανέμορφη θεά της θάλασσας Αμφιτρίτη και τις Νηρηίδες της.

     Οι διαδοχικές μετακινήσεις από την ομώνυμη αρχαία πόλη του γιου του Ποσειδώνα Γέρην, στη Νότια Γέρνα, στη Βόρεια Γέρνα και στην Αγία Παρασκευή δικαιολογούν το διασωζόμενο έθιμο της θυσίας του ταύρου και την κατά την παράδοση εντυπωσιακή κάθοδο των Αγιαπαρασκευωτών στο πανηγύρι της Σκάλας Καλλονής, "σ’ ντ’ αγιά Άννα", που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

     Υστερόγραφο: Η σημερινή επισήμανση διορθώνει τη φράση: "Ο μητροπολίτης Γαβριήλ αναφέρεται στην νεώτερη Γέρνα", του κειμένου μου "Από το Γιαλό του Κόλπου Καλλονής στην Αγία Παρασκευή", που δημοσιεύθηκε στο "Λεσβιακό Ημερολόγιο" του 2014, στη σελίδα 157.

Αριστείδης Κυριαζής

aristeidis2007@gmail.com

 

* Εστάλη για αναδημοσίευση από τον συγγραφέα. Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» Μυτιλήνης το Σάββατο 30/12/2017/ http://www.emprosnet.gr/.

ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝ ~ ΜΕ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΦΕΤΟΣ ΣΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ Η ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΤΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ


ΜΕ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΦΕΤΟΣ ΣΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ
Η ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΤΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ

     
     Για δέκατη συνεχή χρονιά, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου στην κατάμεστη αίθουσα της ΛΕΣΧΗΣ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ "ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ" η καθιερωμένη συγχαρητήρια τελετή των νέων φοιτητών και σπουδαστών, που αποφοίτησαν από τα λύκεια του Πλωμαρίου. Η τελετή, που οργανώθηκε για πρώτη φορά το 2008, εμπλουτίσθηκε από εφέτος με την καθιέρωση χρηματικού επάθλου στο φοιτητή ή τη φοιτήτρια που συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία.



27 Δεκεμβρίου 2017 στη Λέσχη Πλωμαρίου.

            
     Για το τρέχον ακαδημαϊκό έτος, το χρηματικό έπαθλο έλαβε η ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΗ-ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ από το Παλαιοχώρι, που εισήχθη στη Νομική Θεσσαλονίκης, με δωροθέτη την Επιχείρηση «Κατερίνα Λούπου - Πατερέλλη Ο.Ε. Οινοφόρος Μεγαλοχωρίου». Το βραβείο επέδωσε η κυρία Πατερέλλη, που, με το σύζυγό της Παντελή, γνωστό αυτοδιοικητικό παράγοντα, βρέθηκαν το απόγευμα της Τετάρτης στο Πλωμάρι. Επιδίδοντας το βραβείο, η κυρία Πατερέλλη συνεχάρη τους νέους φοιτητές και σπουδαστές για την επιτυχία τους, αλλά και τη ΛΕΣΧΗ για την πρωτοβουλία της, τονίζοντας ότι ο ΟΙΝΟΦΟΡΟΣ Μεγαλοχωρίου, θα είναι πάντα αρωγός σε τέτοιες πρωτοβουλίες.
    
     Η κυρία Πατερέλλη επιδίδοντας το χρηματικό έπαθλο στη Χρυσοβαλάντη-Ειρήνη Ανδρόνικου, φοιτήτρια Νομικής.

Ο κύριος Παντελής Πατερέλλης συγχαίρει επιτυχόντα.

     Ανοίγοντας την εκδήλωση ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ. Θεολόγος Πατερέλλης, θύμισε στους παρόντες τη δεκάχρονη πορεία της συγχαρητήριας τελετής. Το σωματείο, που το 2018 θα γιορτάσει με σειρά εκδηλώσεων τα 140 χρόνια της ύπαρξης και δράσης του, ευελπιστεί ότι για τις επόμενες χρονιές θα υπάρξουν φιλοπρόοδοι επιχειρηματίες της περιοχής που θα στηρίξουν την εκδήλωση.
              
Παρουσιαστής της εκδήλωσης ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Λέσχης Πλωμαρίου Θεολόγος Πατερέλης.


     Τους νέους ακαδημαϊκούς πολίτες υποδέχθηκε εκ μέρους του Δ.Σ. το μέλος του, φιλόλογος Γεωργία Φράγκου, που τόνισε ότι η επιτυχία των σημερινών φοιτητών λογίζεται διπλή, αφού πέραν των άλλων είχαν να αντιμετωπίσουν και τις συνέπειες του σεισμού της 12ης Ιουνίου.           

                                     
     Στη συνέχεια, σύμφωνα με την καθιερωμένη τάξη της εκδήλωσης, μίλησε ο πτυχιούχος της Σχολής Εσωτερικού Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού των ΤΕΙ Αθηνών Γιάννης Γαλέτσας, με θέμα «Επανάχρηση δύο βιομηχανικών κτιρίων σε τοπική αγορά παραδοσιακών προϊόντων, ξενώνες και αγροτουριστικά εργαστήρια» (κτίριο Γεωργαντέλλη και κτίριο Βουλαλά στο Πλωμάρι), που ήταν και το αντικείμενο της πτυχιακής του διατριβής.


Η κυρία Φράγκου συγχαίρει πρωτοετή φοιτήτρια.
                        

     Τους συγκεντρωμένους χαιρέτησε η πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Πλωμαρίου Λίτσα Βάμβουρα, που, διατυπώνοντας τις συγχαρητήριες ευχές της, ανακοίνωσε πως το Δ.Σ. των Φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων Πλωμαρίου, του οποίου είναι μέλος, αποφάσισε τη χορήγηση τεσσάρων υποτροφιών σε ισάριθμους φοιτητές, πλην όμως τα ποσά δεν μπορούν να εκταμιευθούν λόγω άρνησης του προέδρου των Φ.Ι.Π., μητροπολίτη Μυτιλήνης, να υπογράψει την απόφαση. Προέτρεψε μάλιστα τους παρόντες να αποστείλουν σχετική επιστολή στον μητροπολίτη, καλώντας τον να μεταβάλει θέση. 

              


              

     Στο τέλος τα δώρα της ΛΕΣΧΗΣ στους νέους ακαδημαϊκούς πολίτες, που αποτελούνταν από βιβλία, επέδωσαν, εκτός από τους ομιλητές, ο γενικός γραμματέας και ο ταμίας του Σωματείου Γιώργος Φωτεινός και Γιάννης Λαγουτάρης, ο διευθυντής ΓΕ.Λ. Γρηγόρης Καλδέλης και η διευθύντρια του Γυμνασίου Μαρία Γεωργοπούλου, οι καθηγητές Ζαχαρώ Καλακώνη και Στρατής Μιχαλέλλης και ο Παντελής Πατερέλλης.    
              


Η κυρία Λίτσα Βάμβουρα εκπροσώπησε το Δήμο Λέσβου στη συγχαρητήρια τελετή.



     Οι εφετινοί τιμηθέντες από την ΛΕΣΧΗ είναι οι εξής φοιτητές και σπουδαστές: Ανδρόνικου Χρυσοβαλάντη-Ειρήνη, Ασπρολούπου Αντωνία, Βόμβυρας-Βαρτής Γεώργιος, Κακάμπουρα Βασιλική, Καλαμποκά Ειρήνη, Κατσιγίνη Άννα, Κόρτσα Έντζι, Λούπου Στυλιανή, Μαϊδώνης Παναγιώτης, Μπιτσάκου Ένερικ, Παπγής Δημήτριος, Παππά Μυρσίνη, Παράσχου Μυρσίνη, Σανιδά Μεταξία, Συμανής Δημήτριος και Τζίκα Κλάρα από το Γενικό Λύκειο Πλωμαρίου. Από το Επαγγελματικό Λύκειο Πλωμαρίου: Ευαγγελινέλλη Μυρσίνη, Ζηραγκάκης Κωνσταντίνος-Ζήσης, Καλλία Ειρήνη, Καραμπέτσος Κωνσταντίνος, Κατωτριώτης Παναγιώτης, Μουντανάρης Κωνσταντίνος, Ρεπάνης Ευάγγελος και Χατζηκυριάκου Μαρία - Ελένη.
  

    


  


             


            


                      


                 


                       


Λαμπερά πρόσωπα, χαρά, καμάρι…  Οι καρποί της παιδείας είναι γλυκείς…  

         

Δείτε το βίντεο εκδήλωσης στο
https://www.youtube.com/watch?v=1-77IlLl2xk

Μαυραγάνης Ξενοφών
Πρόεδρος Λέσχης Πλωμαρίου

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

ΒΟΜΒΑΣ Ι. ΒΑΣΟΣ ~ ΚΑΛΑΝΤΑ


Τα κάλαντα


     Τι πιο ευχάριστο να ξυπνάς, να σου χτυπούν την πόρτα, να την ανοίγεις και ν’ ακούς τις γρήγορες λαχανιαστές φωνές των παιδιών... να παίζουν αδέξια τα τριγωνάκια τους και να σου τραγουδούν... "καλήν εσπέραν άρχοντες...".
     Και θυμήθηκα τα δύστηνα εκείνα χρόνια, μετά την απελευθέρωση, που τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς (τα Φώτα, δεν ξέρω γιατί, δεν καλαντίζαμε) μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς, συνήθως τα ξαδέρφια μου, και αμολιόμασταν στα σπίτια που ήταν κοντά στα δικά μας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Κιοσκιού. Λαχτάρα μας να μας δώσουν καμιά δεκάρα, ένα μεταλλίκι, βρε αδερφέ, που δεν το είχαμε και μόνιμο από το σπίτι μας.
     Χτυπούσαμε την πόρτα, μας άνοιγαν και με δυνατές φωνές ψάλλαμε και δεν αφήναμε στίχο για στίχο. Όλα τα λέγαμε. Και περιμέναμε τη δεκάρα. Που όμως δεν ερχόταν, γιατί οι νοικοκυρές μάς γέμιζαν με φοινίκια (μελομακάρονα τα λέτε εσείς εδώ) και κουραμπιέδες... Και τότε ξεσπούσε η αγανάκτησή μας, που εκφραζόταν με τον εκσφενδονισμό των γλυκών πάνω στα ντουβάρια του σπιτιού της οικοδέσποινας. Ήταν η εκτόνωσή μας.
     Όμως ήμασταν παιδιά. Γρήγορα ξεχνιόμασταν και το ρίχναμε στο παιχνίδι πάνω στην πλατεία του Κιοσκιού και αλέμ σεφά, περιμένοντας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μιας βδομάδας ακόμα γλυκαπαντοχ...
     Και του χρόνου!

Βάσος Ι. Βόμβας: "Όταν με ζωγράφιζε ο Αντώνης Πρωτοπάτσης το 1943".
Βάσος Ι. Βόμβας
24 Δεκεμβρίου 2017
vasosvomvas@ymail.com

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

ΒΟΜΒΑΣ Ι. ΒΑΣΟΣ ~ ΔΥΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


Γιάννης Αλύτης – Βόμβας (Μυτιλήνη 1907 – Αθήνα 1999)
Χριστουγεννιάτικο διήγημα

     Ήταν ακόμη μαθητής του Γυμνασίου. Προς χαρτζηλικισμόν για το τσιγάρο, που το ’χεν αρχίξει παιδιόθεν, έκαμεν την τέχνην του βιβλιοδέτη. Δεξιοτέχνης και επινοητικός. Ταίρι δεν είχε στα τέτοια. Ναι, ήταν παραμονές εορτών, κάποια χρονιά απ’ τις δύστηνες. Τα σχολειά κλειστά. Ο «μπαρμπα-Πέτρος» τον κάλεσε να βοηθήσει στο γραφείο, που κι ο ίδιος εργαζόταν, του κουβαρντάδικου Μεγάλου τέκνου της αριστοκράτιδος κοινωνίας της Μυτιλήνης, του Νικόλα Μητρέλια! (είχον και συγγένειαν) υπολογίζων βέβαια ο τάλας εις εν γενναίον φιλοδώρημα τέλειον.
     Λοιπόν ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος (έτσι ολόκληρον το όνομα αποτελεί τίτλον και είναι σαν περγαμηνή) που λέτε, χαρά χαρούμενος, βίρα κι έκανε τα «καλά» του. Ξεπατωθείς στα «χουσμέτια» και στο γράψιμο, για να ’ναι όσο πιο γενναίο το δώρο, λόγω και των ημερών ως προείπομεν!
     Παραμονή Χριστουγέννων. Μούχρωμα. Δυο πιτσιρίκοι καλαντάρηδες ανήλθον την δαιδαλώδη κλίμακα του γραφείου κι άρχισαν με λαχανιαστές και δυνατές φωνές. «Καλήν εσπέραν άρχοντες! (και τι άρχοντες) κι ας είναι ορισμός σας… Δότι κι μας του γκόπου μας… Χρόνια Πουλλά!!!»
     – «Αφεντικό (δυσφορούν κάπως). Άdι φτάν(ι). Δότι τα μουρά από εν δεκάλεπτον να κάν(ι)ν Κστούγιννα κι… (προφανώς προβλέπων σεισμόν εις την σκορπιοτρόφον τσέπην του) κλείσιτι τ’ς πόρτις, μην έρτιν τσ’ άλλ(ι) διαβόλ(ι)…»
     Ο Γιώργος μας, που ως εκείνη την ώρα μπαινόβγαινε για να δείχνει πελώργιο ενδιαφέρον για το «μεκιάνι» του αφεντικού και παρακολούθαγε με τον κανθόν του οφθαλμού κάθε κίνησι του αφέντη, στην προσπάθειά του να μαντεύσει και τη διάθεσή του ακόμα –μαθές πόσα άραγις θα μι δώσ’;– ρίγησε και κατελήφθη υπό αμηχανίας. Ασυναισθήτως –ως γίνεται εις τοιαύτας στιγμάς- με τον λιχανόν της δεξιάς χειρός προσεπάθη να ξεκολλήσει απ’ τν αρθούνα τ’ εν οχληρόν κάρκαδον. Σε λίγο το αφεντικό σηκώθηκε, με κίνησιν μεγαλοπρεπείας, ετάνυσε προς τα πίσω τας σκεβράς κτάλας του και είπεν.
     – «Ε! Άdι, Πέτρου, κι τ’ χρόν’!! (χειραψία). Γιώργου, κι τ’ χρόν’ κι καλή πρόουδου!!».
     Ριγάλου γιοκ. Ούτι μιταλλίκ(ι)! Και ξεκουμπίστηκε! Πικρόν μειδίαμα διέστελλε τν αχ(ει)λάρα του Γιώργου και εις σκέψιν θλιβεράν περιήχθη ο λογισμός! «Ίσως τν Μπρουτουχρουνιά (εσκέφθη) να μας δώσ’ τα ριγάλα». Και φτεροπέταξε το φυλλοκάρδι του. Άdι μιας βδομάδας ακόμα γλυκαπαντοχή…
     Ήρθε και η αναμενομένη ημέρα. Ασπέθις βγάζαν τα πουδάργια τ’ κι οι κάρτσις σαπίσαν απ’ τουν ιδρώτα που ’βγινι όξου απ’ τα παπούτσια τ’! Να τσι μπινόβγινι κι ανιβουκατέβινι τ’ς σκάλις, να ούλου παραστουλιαζόνταν εις εμφανή σημεία να τουν βλέπ᾿. Μαθές ιδώ είμι. Ο ανάλγητος Σάυλωκ προσεποιείτο απασχόλησιν και ζωγράφιζε «κλικέλια» πάνω στο χαρτί. Απόγεμα. Μικρή η μέρα νύχτιαξε. Κανέ δυο μικρά ανέβηκαν να πουν τα κάλαντα. Είπε να δώσουν από εν δεκάλεπτον πάλι στα παιδιά και διάταξε.
     – «Άdι, κλείστι τν μπόρτα, μην έρτιν τσ’ άλλ(ι) διαβόλ(ι).»
     Μιρμίδξι η καρδιά τ’ απ’ του μπόνου. Σκώθκι μι τ’ γκουρμάρα τ’ τν άγαρμπ’, μι τ’ς παπούκις τ’ μπουμπιδάτις κι χουντρόσουλες, τα μ’κρά τα γυαλιά, μι τ’ς χουντροί τ’ς φακοί (νούμερο οκτώ). Αι στιγμαί διά τον Γεώργιον ήσαν κρίσιμοι… «Να δούμι πόσα θα μι δώσ’…». Έξυσε την παλάμην του, γιατί είδε καθ’ όναρ ότι τον έτρωγε. Εκείνη τη στιγμή του κουραδά του Κοτζαμπάση του ’ρθανε τα βιαστικά…
     – «Ε! Άdι, Πέτρου, χρόνια πουλλά! (χειραψία). Γιώργουουου (τον ητένισε ασκαρδαμυκτί). Χρόνια πουλλά! (με έμφασι). Καλή πρόουουδου στου σκουλειό κι χιριτίζματα στ’ μαμάς!»
     – «’Στώ», εψέλλισεν ο Γιώργος, μη έχων κουράγιο να προφέρει τη λέξη «ευχαριστώ!», μυκτηρίζων την ειμαρμένην ότι δίδει τα «πολλά» εις χείρας σφικτάς και όντα αντικοινωνικά.
     Έφυγε το μουλάρι με τα βοδίσια φερσίματα, με την συνείδησιν αναπεπαυμένην ότι έδωσε τουλάχιστον «πολλάς ευχάς»!! Η καρδιά του παιδιού μάτωσε. Τσαγρίσαν τα μάτια του και δεν είπε τίποτα.
     Ας το διάβολο ρε γρούν(ι) λέγω τώρα εγώ έμπλεως οργής και αγανακτήσεως. Τσάκισες την τρυφερή παιδιάτικη χαρά για λίγες ψωροδραχμές, για να γίνεις «Μέγας Ευεργέτης» και να βλέπουν οι Μυτιληνιοί τ’ όνομά σου «χρυσοίς γράμμασι» κεχαραγμένον εις εντοιχισμένας μαρμαρίνας πλάκας.
Γιαννακός

(Πηγές: Από το βιβλίο του Γιάννη Αλύτη - Βόμβα «Οι φίλοι μου κι εγώ. Γράμματα – πεζά – ποιήματα»/διήγημα, σσ. 378-380. Το διήγημα είναι δημοσιευμένο και στο http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2017/05/blog-post_21.html)


ΕΥΧΕΣ
Χριστούγεννα! Ας τραγουδήσουμε τη χαρά, την ομορφιά, την Αγάπη! Κι ας ευχηθούμε μέσα σ’ όλα την πραγμάτωση της επί γης Ειρήνης. Αυτή τη νύχτα τη μυστηριακή οι ουρανοί μέσα στην άφραστη αγαλλίασή τους, με τις αγγελικές φωνές των αγγέλων, μελωδούν το «ωσαννά εν τοις υψίστοις» και οι αγραυλούντες ποιμένες μεταφέρουν το μήνυμα της χαρμόσυνης μελωδίας στις ευλαβικές ψυχές των πιστών, που σκιρτούν από πρωτόγνωρη χαρά κι ανατριχίλα κάτω απ’ τη μαρμαρυγή των άστρων. Εύχομαι κι εγώ πάντα ευτυχία και ζεστασιά και χαρά να γεμίζει τη ζωή σας.
Από το βιβλίο του Γιαννακού «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ»)





Στρατής Αναστασέλλης (Αγιάσος Λέσβου 1908 – Αθήνα 1997)
Ο Δαιμονόσπορος

Κατέβηκε αναμαλλιασμένη στην αγορά, ν’ αγοράσει το φάρμακο της γριάς μητέρας που της έγραψε ο γιατρός, κρατώντας απ’ το χεράκι το μικρό Θοδωρή που κάλπαζε σχεδόν με πηδηχτά βηματάκια, σέρνοντας τα στραβοπατημένα πέδιλα του μεγαλύτερο αδερφού του. Μυξόκλαιγε κι αναρούφαγε, με σηκωμένη την κατακόκκινη μυτίτσα του, τον αέρα επιστρέφοντας μικρά συννεφάκια, λαχανιασμένες εκπνοές.
     Η ρυμούλκα της μάνας τονε συνέφερνε πότε-πότε, έτσι που να σβήνει την οδύνη στο προσωπάκι του, δίνοντάς του μια σοβαρότητα ήρωα που τραβάει το δρόμο της αθανασίας.
     Σίγουρα ο Θοδωρής σκεφτότανε σαν το κουνούπι που καθότανε στου βοδιού το κέρατο και το ρωτήσανε σαν τι να κάνει. Κείνο απάντησε επίσημα: ζ ε υ γ α ρ ί ζ ο υ μ ε. Πηγαίναν για το φάρμακο της γιαγιάς. Και πάνω που τον συνέπαιρνε το αίσθημα της αυτοθυσίας… ένα σωρό πανηγυριώτικα δαιμόνια  μπερδούκλωναν τη σκέψη του.
     Καροτσάκια ξέχειλα από μανταρίνια και κατολογίτικα φρούτα, βιτρίνες παραγεμάτες με παιχνίδια κι αυτά τα μπαλόνια π’ ανεμίζανε σαν ώριμα φρούτα μπρος στα μάτια γανιασμένου στρατοκόπου. Κι απάνω π’ απαλογύριζε τα μάτια του στα λογιών - λογιώ σχήματα και χρώματα, μπαλόνια, η ρεμούλκα τεζάριζε κι  έχανε το κακόμοιρο το υπερκόσμιο όραμα. Κι άρχιζαν τα ματάκια του να ψιχαλίζουν κι η μυτίτσα του τα ρουθουνίσματα.
     ― Μπαλόνι θέλω.
     Η ρεμούλκα τεζάριζε μουρμουρίζοντας.
     ― Μόνο το μπαλόνι μας  έλειψε. Περπάτα... δεν είναι για μας… δεν τα πουλάνε…
     Στο φαρμακείο της είπανε πως το φάρμακο πιάνει εκατόν είκοσι οχτώ δραχμές. Το κατοστάρι δεν φτάνει. Στέκεται τώρα παράμερα και συλλογιέται. Πού να βρει δανεικά! Κι ο Θοδωρής ν’ αποξεχνιέται και να σιγοτραγουδά τα κάλαντα μπολιάζοντας τη φωνή του στο σκοπό των καλαντιστάδων. Κομπανίες πιτσιρικάδων μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά σα μελισσόπουλα. «Οι ουρανοί αγάλλονται...».
     ― Πάρε μου, μανούλα, ένα μπαλόνι! κλαψουρίζει ο Θοδωρής.
     ― Άιντε να καλαντίσεις στα μαγαζιά, ν’ αποσώσουμε τα ρέστα για το φάρμακο, και βλέπουμε για το μπαλόνι.
     Τραγουδά παράφωνα τώρα ο Θοδωρής και γεμίζει με λιανομονέδα την παγωμένη χουφτίτσα του.
     Δεν ξέρει πόσα μάζεψε κι αν κάλυψε τη διαφορά του γιατρικού. Κάποτε φτάνει καμαρωτός στη μάνα του, που τον περιμένει στο πεζοδρόμιο. Τις μετράει βιαστικά η καψομάνα και τις βρίσκει τριάντα δύο δραχμές. Ασυναίσθητα χαϊδεύει το κεφαλάκι του Θοδωρή και κείνος παίρνει ύφος κυνηγάρικου σκυλιού, που απορτάρει το θήραμα.
     Παίρνουν το φάρμακο κι ελπίζει ο Θοδωρής τώρα σίγουρα στην αγορά μπαλονιού. Η μάνα αμίλητη τραβά ίσια στο περίπτερο κι ο μικρός διαλέγει στα γρήγορα με μια ματιά το πιο φανταχτερό μπαλόνι σε χρώμα. Μια κάρτα χρωματιστή μ’ ένα χρυσό αστέρι, στις γωνιές αγγελάκια με κλαρίνα και "ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ" φαρδύ πλατύ στο κάτω μέρος. Την αγόρασε.
     Τον πήρε από το χέρι και διάβαινε. Ο Θοδωρής δεν μίλαγε. Μες το σιγανό του κλάμα έπνιγε την περηφάνια του. Δεν ήθελε πια τίποτα, δεν αξίζει πια το μπαλόνι και μες τα μάτια του χορεύουν χιλιάδες φωτεινά μπαλόνια, που σχηματίζουν τα πολύχρωμα φώτα απ’ τα καταστήματα, τ’ αυτοκίνητα και τους στύλους με τους γλόμπους του δημοτικού φωτισμού. Μες τα δάκρυά του χορεύει τ’ όνειρό του με χίλια χρώματα, ένα φαντασμαγορικό θέαμα ξανοίχτηκε στο δρόμο του. Η μάνα παραξενεύτηκε, κοντοστάθηκε, του μίλησε.
     ― Ξέρεις, για την κάρτα σου λέω. Θα την στείλουμε στον πατέρα σας. Μονάχος σε ξένο τόπο, δουλεύει όσο να κάνει τα ναύλα μας κι ύστερα θα τα ’χουμε όλα.
     Ο Θοδωρής δε μίλησε, μα και δεν μπορούσε απ’ τα αναφιλητά.
     Φτάσανε στο χαμόσπιτο. Ο Θοδωρής παραπονέθηκε στην άρρωστη γιαγιά.
     ― Ας του έπαιρνες ένα μπαλόνι του παιδιού...
     Της εξήγησε κι απ’ το διάλογο πείστηκε ο Θοδωρής πως "δεν είναι για τα μας".
     Η γιαγιά τον κάλεσε δίπλα της και του μίλησε για τη γέννηση του Χριστού, για τους φτωχούς που στον άλλο κόσμο καλοπερνούν κι ένα σωρό παρηγοριές που ξεστράτιζαν τις απορίες του. Με συγκατάβαση δέχτηκε την ετυμηγορία της γιαγιάς μ’ έναν στεναγμό και βάλθηκε ν’ απαλύνει τον πόνο του παίζοντας με το ζουριασμένο γατί, που τραμπάλιζε τ’ αδύνατο σκαρί του στο σανιδένιο πάτωμα.
     Κάποτε το πήρε στην αγκαλιά του και βγήκε. Έξω το μούχρωμα ανακάτευε τα μουντά κρέπια του με τα φώτα της Δημαρχίας.
     Ο Θοδωρής αλαργάρεψε και στάθηκε στη ρίζα του φανοστάτη χαϊδεύοντας το ζουργιαρογάτι. Ένας μπέμπαρος περνούσε κρεμασμένος απ’ το γαντοφορεμένο χέρι της μαμάς του. Στο δεξί του παχουλό χεράκι κρατούσε ένα μπαλόνι σε σχήμα γάτας. Μια γελαστή μεγάλη γάτα. Ο Θοδωρής θωρούσε μια το μπέμπαρο, μια τη γελαστή γάτα με μια στυφή γκριμάτσα που αχνόδειχνε ζήλεια, φθόνο. Ακλούθησε καμπουριαστός, σαν κλέφτης.
     Κι άξαφνα τ’ αστραφτερά του ματάκια γελάσανε πονηρά. Ακούμπησε το γατάκι του στη λαστιχένια γάτα.
     ― Να! η μάνα σου… πού είναι η μάνα σου;…
     Το γατάκι γρατζούνισε την παράξενη γάτα. Ένα "πατ" ακούστηκε κι η γελαστή γάτα εξατμίστηκε στον υγρόν αγέρα. Το  γατάκι απόρησε. Απόρησε κι ο Θοδωρής από ’να χαστούκι που άστραψε στο μαγουλάκι του. Ο μπέμπαρος βάλθηκε να σκούζει, ως που μια στριγκιά φωνή σταμάτησε κάθε κίνηση κι ανάσα.
     ― Μωρή κυρία μαντάμ, που μου φορείς και γούνα, να σε πιάσω μόνο στα χέρια μου, θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα-τρίχα. Να ’ξερες, μωρή, πώς το μεγαλώνω τούτο το μωρό. Και θα το χτυπήσεις, που να κοπεί το χέρι σου!
     Έκανε σάλτο, να φτάσει την αντίμαχό της, μα μπερδουκλώθηκε στο Θοδωρή, που κρατούσε το γατάκι στην αγκαλιά του. Δυο-τρεις καταμουτσουνιές πέσανε στα γρήγορα, που σκοτεινιάσανε τα πάντα μες το σοκάκι κι αντήχησε η βραχνή φωνή της μάνας του.
     ― Λύσσιαξες με τα μπαλόνια, δαιμονόσπορε, σήμερα. Να με βάλεις σε μπελά, μέρες που ’ναι.
     Αλήθεια… μέρες που ’ναι.
Στρατής Αναστασέλλης



Ένα σχόλιο…

 
Τούτο το επίκαιρο, για ευαίσθητους αναγνώστες, διήγημα του Στρατή Αναστασέλλη, που θα έπρεπε να κοσμεί κάποιο σχολικό αναγνωστικό, το στέλνω μαζί με τις ευχές μου για χαρούμενες γιορτές. Γιαλάν1 ντουνιά!!
Βάσος Ι. Βόμβας2
vasosvomvas@ymail.com


 







[1] Γιαλάν ντουνιά (= ψεύτη κόσμε): Επιφώνημα καημού και πόνου σε ρεμπέτικα ή λαϊκά τραγούδια, χορούς και γλέντια. Προέρχεται από το τούρκικο -κατ' άλλους αραβικό- παραπονιάρικο επιφώνημα «yalan-dünya», που σημαίνει «ψεύτικε κόσμε, ψεύτη ντουνιά». Συνήθως παραλείπεται η δεύτερη λέξη και παραμένει μόνο το πρώτο yalan = γιάλα (άντε γιάλα-γιάλα). Συχνά συνδυάζεται με το συνηθέστερο «αμάν» (αμάν γιάλα). Πηγή: https://www.slang.gr/definition/18519-giala.
[2] Τα παραπάνω χριστουγεννιάτικα διηγήματα μας έστειλε με e-mail ο συμπατριώτης μας Βάσος Ι. Βόμβας.

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ~ «Δύο παραλείψεις του Ελληνικού στρατού στη Λέσβο το 1912»


Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» Μυτιλήνης
http://www.emprosnet.gr/apopseis/i-lesvos-den-apeleftherothike-se-mia-mera-to-1912


Νήσος Αιολίς Λέσβος, η δε χώρα Λεσβία

Δύο παραλείψεις του ελληνικού στρατού στη Λέσβο το 1912
Δεκαπενθήμερες επισημάνσεις

Γράφει ο Αριστείδης Κυριαζής
     
     Η απελευθέρωση της Λέσβου το 1912, από τον τουρκικό ζυγό των 450 χρόνων, δεν έγινε σε μια μέρα. Χρειάστηκε να περάσει ο φοβερός και τρομερός ενάμιση μήνας, που ο λαός σοφά τον ονόμασε "Τα Φόβια", από την απελευθέρωση της Μυτιλήνης και του Πλωμαρίου στις 8 Νοεμβρίου, μέχρι να απελευθερωθεί τελευταία η Ανεμώτια στις 24 Δεκεμβρίου.
     Στις 8 Νοεμβρίου, ο ελληνικός στόλος αποβίβασε στην πρωτεύουσα Μυτιλήνη 1.600 Έλληνες άνδρες, που την απελευθέρωσαν αναγκάζοντας τους 400 στρατιώτες της τουρκικής φρουράς να την εγκαταλείψουν χωρίς μάχη και να διαφύγουν προς το αμιγώς μουσουλμανικό χωριό της βόρειας Λέσβου, τον Κλαπάδο. Ο ελληνικός στρατός στρατοπέδευσε για ένα μήνα στη Μυτιλήνη, παραλείποντας να κυνηγήσει τη φοβισμένη, ασύντακτη και άτακτη τουρκική φρουρά, με αποτέλεσμα ο Τούρκος φρούραρχος Γκανή Μπέης να ανασυνταχθεί, συγκεντρώνοντας 2.000 Τούρκους στρατιώτες και αντάρτες, που τρομοκρατούσαν τα περισσότερα χωριά της Λέσβου.


          Στις 8 Δεκεμβρίου, μετά την τετραήμερη μάχη του Κλαπάδου, ο νικητής ελληνικός στρατός αντί, όπως στοιχειωδώς στρατιωτικά όφειλε, να εγκαταστήσει αποσπάσματα στα χωριά για να παραδώσουν οι τοπικές τουρκικές αρχές την εξουσία και να διασφαλισθεί η προστασία, ασφάλεια και ηρεμία των κατοίκων της ενδοχώρας, αντί να μεριμνήσει στη σύλληψη εκείνων των Τούρκων ανταρτών, που παρά την παράδοση του τουρκικού στρατού επέμεναν να τρομοκρατούν τα χωριά της κεντρο-βορειο-δυτικής Λέσβου, επέστρεψε αυθημερόν στην πρωτεύουσα επαναλαμβάνοντας την παράλειψη της 8ης Νοεμβρίου.

                       

Στις 16 Δεκεμβρίου, οκτώ μέρες μετά τη μάχη του Κλαπάδου η εφημερίδα "Σάλπιγξ" σημείωσε: «Γράφουσιν ἡμῖν ἐξ Ἐρεσσοῦ ὅτι περὶ τοὺς 100 Τοῦρκοι ἄτακτοι συλλαβόντες τὸν κ. Γαληνὸν Κοῦκκον ἐξεβίασαν αὐτὸν ὅπως τοῖς δώσῃ περὶ τὰς 100 λίρας. Μετὰ τοῦτο κατασχόντες τὸ ἱστιοφόρον του ἀπέπλευσαν ἀφοῦ ἐτρομοκράτησαν τὴν περιφέρειαν. Ἡ Διοίκησις ἀποστέλει εἰς Μόλυβον καὶ Σίγριον τὴν ἀκταιωρὸν "Ἄκτιον" μετ' ἰσχυροῦ ἀγήματος ἵνα καταλάβῃ τὸ Σίγριον καὶ ἀποκαταστήσῃ τὴν τάξιν. Ἀποστέλλονται 900 ὁπλῖται καὶ πεζοναῦται ὑπὸ 4 ἀξιωματικοὺς τοὺς κ.κ. Δρίτσαν,Σαραντόπουλον, Ἐγγλέζον καὶ Σκοπελίτην. Θὰ ἀφεθῶσιν φρουραὶ εἰς Πλωμάριον, Πολυχνίτον, Καλλονήν, Μόλυβον, Σίγριον, Ἐρεσσόν, Θερμήν, Μανδαμάδον καὶ Ἁγίαν Μαρίναν. Οἱ τέως ἐκτελοῦντες ἀστυνομικὰ καθήκοντα πολῖται ἀπηλλάγησαν τῶν καθηκόντων των.».       


Το επίτακτο ατμόπλοιο «Αντζουλέττα».
                         

          Στους 900 οπλίτες και πεζοναύτες, που μοίρασε σταδιακά σε πολλά χωριά το επίτακτο ατμόπλοιο "Αντζουλέττα" από τις 16 μέχρι και τις 24 Δεκεμβρίου, παρέδωσαν οι τοπικές τουρκικές αρχές την εξουσία, δεκαέξι μέρες μετά τη μάχη του Κλαπάδου και ενάμιση μήνα από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μυτιλήνη.                   

      Ενδεικτικά παραθέτω ένα απόσπασμα της εφημερίδας "Λαϊκὸς Ἀγὼν" στις 19-12-1912: «Η ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΩΝ ΠΟΛΕΩΝ. Τὴν παρελθοῦσαν Κυριακὴν (16 Δεκεμβρίου) τὸ ἀτμόπλοιον "Ἀντζουλέττα" τοῦ Γιαννουλάτου παραλαβὸν ἐντεῦθεν ἰσχυρὰν δύναμιν πεζικοῦ καὶ πεζοναυτῶν καὶ συνοδευόμενον ὑπὸ τῆς θωρακοβάριδος "Ἀκτίου" ἔφθασε τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας πρὸ τοῦ Μολύβου. Ἐκεῖ ἀπεβίβασε δύο λόχους πεζικοῦ καὶ διμοιρίαν πεζοναυτῶν ὑπὸ τὸν Λοχαγὸν κ. Σαραντόπουλον. Ἡ πόλις σύμπασα ἐν ἐξάλλῳ ἐνθουσιασμῷ ὑπεδέχθη τὴν ἀποβίβασιν τοῦ στρατοῦ μας […]. Ἡ "Ἀντζουλέττα" συνοδευομένη πάντοτε ὑπὸ τοῦ "Ἀκτίου" μετέβη εἶτα καὶ ἀπεβίβασε περὶ τοὺς 50 πεζοναύτας ὑπὸ τὸν ἀνθυποπλοίαρχον κ. Ἐγγλέζον εἰς τὴν καθαρῶς Τουρκικὴν κωμόπολιν Σίγριον, οὗτινος ὁ τέως μουδίρης τοῦρκος προσῆλθεν ἀμέσως καὶ παρέδωκε τὴν πόλιν ὑπὸ τὰς ζητωκραυγὰς "Ζήτω τὸ Ἕλληνες" τῶν Τούρκων. Καὶ οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ Σιγρίου ἀνεπετάσθη ὑπερήφανη ἡ Κυανόλευκος. Ἀπόσπασμα ἕτερον ὑπὸ ὑπαξιωματικὸν διηυθύνθη πρὸς τὴν Ἐρεσσὸν τὴν ὁποίαν ἐπίσης κατέλαβε».
      Για την απελευθέρωση της Ερεσού, ο τότε Ερέσιος γιατρός Δημήτριος Λουκίδης έγραψε:«Ο Ελληνικός στρατός χωρίς να προχωρήση προς απελευθέρωσιν του ΒΔ τμήματος της νήσου επανέκαμψεν εις την πρωτεύουσαν [...]. Την αλησμόνητον ημέραν της 17ης Δεκεμβρίου 1912 απεβιβάσθη τέλος εις την παραλίαν της Ερεσού ο απελευθερωτικός στρατός, άγημα εκ τριακοσίων (300) πεζοναυτών υπό τας διαταγάς του Ν. Ιγγλέση, Πλωτάρχου του Β. Ναυτικού και βοηθόν του τον Γ. Μελετόπουλον, ανθ/χαγόν του Πεζικού. Η Δημογεροντία της Ερεσού με τον προεστώτα Θεμ. Χαβαράνην μοι ανέθηκε να προσφωνήσω τους Ελευθερωτάς» (Ιστορικά σημειώματα περί Ερεσού της Λέσβου. 1955, σ. 78).                

Αριστείδης Κυριαζής
aristeidis2007@gmail.com
         

*Σημείωση: Εστάλη για δημοσίευση από το συγγραφέα. Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» Μυτιλήνης το Σάββατο 16/12/2017: http://www.emprosnet.gr/apopseis/dyo-paraleipseis-tou-ellinikoy-stratoy-sti-lesvo-to-1912.