Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΖΑΔΕΛΗ: ΔΥΟ ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΟΙ ΡΙΜΑΔΟΡΟΙ

Παντελής και Πηνελόπη Γανώση - Ζαδέλη
Δυο Παλιοχωριανοί ριμαδόροι

     Ζευγάρι στη ζωή ο Παντελής Ζαδέλης κι η γυναίκα του Πηνελόπη, το γένος Γεωργίου και Μεταξωτής Γανώση, εκτός από την κοινή πορεία τους στη ζωή έχουν ένα κοινό χάρισμα: πηγαίο ποιητικό ταλέντο να δημιουργούν δίστιχα τραγούδια, να τα απαγγέλλουν και να αφηγούνται με γλαφυρό τρόπο μια ιστορία σχετική με κάθε τραγούδι. Ποιος το είπε κάποτε σε ποιον, για ποιο λόγο, σε ποιο μέρος και πότε. Ταλέντο μάλλον κληρονομημένο από τους γονείς τους, αν θυμηθούμε πως σε άλλη ανάρτησή μας έχουμε δημοσιεύσει τραγούδια της μητέρας της Πηνελόπης. Μαζί τους στις καθίστρες στα σκαλιά των σπιτιών τους η εξαδέλφη τους Ειρήνη κι η κόρη της Δέσποινα, εξίσου ικανές στο να φτιάχνουν δίστιχα τραγούδια, «στιχάκια» όπως συνηθίζουμε να τα λέμε στο Παλαιοχώρι.
     Με υποδέχτηκαν με χαρά, ως παλιά γειτόνισσα, μ’ ένα τραγούδι για το όνομά μου «Μυρσίνη χρυσοπράσινη…». Μ’ έβαλαν να καθίσω κοντά τους κι άρχισαν να μιλούν και να απαγγέλλουν στιχάκια, ένα ο Παντελής, ένα η Πηνελόπη. Η Ειρήνη προσπαθούσε να θυμηθεί ένα τραγούδι. Ήξεραν ότι μου αρέσει να τα καταγράφω και συναγωνίζονταν να βρουν τα πιο ταιριαστά. Η Δέσποινα τους παρακινούσε να τα επαναλαμβάνουν, για να προλαβαίνω να τα γράφω. Ανοιχτές καρδιές, ανοιχτά σπίτια, φιλίες που κρατούν ολόκληρη ζωή. Σαν συναντιούνται αγαπημένα πρόσωπα, ο λόγος είναι σαν το μέλι, μας γλυκαίνει και μας ευχαριστεί μέχρι τα κατάβαθα της ύπαρξής μας. Διαλεκτική σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο θα ονόμαζα τη βραδινή υπαίθρια συνομιλία μας… Διαβάστε μερικά στιχάκια τους παρακάτω.                        

Το καλωσόρισμα…

ΠΑΝΤΕΛΗΣ:
Μυρσίνη χρυσοπράσινη, της εκκλησιάς στολίδι,
χωρίς εσέ δεν γίνεται κανένα πανηγύρι.

Η φιλοφρόνηση... Το δίστιχο δεν είναι μόνο ερωτικό, λέγεται και για να δηλώσει χαρά για το συναπάντημα και λύπη για τον αποχωρισμό φίλων εξαιτίας της μετανάστευσης.   

ΠΗΝΕΛΟΠΗ:
Τέσσερα φύλλα έχ’ η καρδιά, τα δυο τα ’χεις παρμένα,
τ’ άλλα τα δυο μου τ’ άφησες κι εκείνα μαραμένα.

Μια ιστορία για έναν υπερδραστήριο ερωτιάρη συγχωριανό μας — «ονόματα δεν λέμε» — που ζήτησε κάποτε από τον Παντελή να του φτιάξει ένα στιχάκι. Το Χωριό είναι το γειτονικό Μεγαλοχώρι ανατολικά του Παλαιοχωρίου και προς τη δύση η Δρώτα.   

ΠΑΝΤΕΛΗΣ:
Αγάπη είχα στου Χουριό, αγάπη και στη Δρώτα,
ιγώ μι τσ’ έχου τσι του νου μ’ τσι πού να πάγω πρώτα;

Η Πηνελόπη απαγγέλλει ένα πολύ γνωστό στο χωριό μας παραπονετικό τραγούδι, που λέγεται σε διάφορες περιστάσεις κι εκφράζει με αντιφατικό τρόπο επιθυμία να μην χαθεί με το θάνατο ούτε με εξωτερικές εκδηλώσεις όπως το κλάμα η αγάπη.    

ΠΗΝΕΛΟΠΗ:
Σαν αποθάνω, μάτια μου, δεν θέλω να δακρύσεις,
θέλω στα μαύρα να ντυθείς και λύπη να κρατήσεις.

Και το παρακάτω το συνέθεσε ο Παντελής για το μερακλή συγχωριανό μας που ζητά να υμνηθεί η ερωτική του δεινότητα. Από διακριτικότητα ο Παντελής δεν αναφέρει το όνομά του. Διαφορετικά, η ευθυμία θα καταντούσε κουτσομπολιό… 

ΠΑΝΤΕΛΗΣ:
Πριν αγαπούσα λεύτερες και αρραβωνιασμένες,
τώρα θ’ αρχίσω ν’ αγαπώ χήρες και παντρεμένες.

Οι γυναίκες στο Παλαιοχώρι έχουν προτίμηση στα παραπονετικά τραγούδια. Θέμα τους η ζωή και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Ποίηση προσωπική, καημοί της ζωής, το παρελθόν και το παρόν σε αέναη αντιπαράθεση, με κοινό στοιχείο τις δυσκολίες και τον αδιάκοπο αγώνα να τις ξεπεράσουμε με κουράγιο και υπομονή.    

ΠΗΝΕΛΟΠΗ:
Τα παλαιά μου βάρσανα περάσαν ένα-ένα,
τα τωρινά είναι σκληρά και δεν τα γράφει η πένα.

Μα κι ο Παντελής θα μιλήσει για τα σοβαρά της ζωής, για το κουράγιο, για τις λίγες χαρές και τις πολλές πίκρες, που μια καρδιά είναι λίγη να τις αντέξει:   

ΠΑΝΤΕΛΗΣ:
Ήθελα να ’χω δυο καρδιές, η μια κοντά στην άλλη,
μικρή να είναι για χαρές, για πίκρες πιο μεγάλη.

Σπουδή πάνω στο ίδιο θέμα: τα παλαιά βάσανα πέρασαν, τα τωρινά είναι πολλά, σκληρά κι επικίνδυνα σαν φίδια φαρμακερά. Πώς να αντέξει ο άνθρωπος τόσα πάθη; Οι Παλιοχωριανοί, αντί ν’ απελπιστούν, κάνουν το θρήνο τους τραγούδι.   

ΠΗΝΕΛΟΠΗ:
Τα περσινά μου βάσανα περάσανε και πάνε,
τα τωρινά γενήκανε φίδια για να με φάνε.

Η θλιβερή διάθεση και το παράπονο θυμίζουν στη Δέσποινα ένα τραγούδι της Σοφίας Λούπου, θείας του άντρα της από τα Παράκοιλα. Η Δέσποινα το έγραψε στο τετράδιο με τα στιχάκια:    

ΣΟΦΙΑ ΛΟΥΠΟΥ (διαβάζει η ΔΕΣΠΟΙΝΑ από τετράδιο):
Θέλω να είμαι σε βουνό και δάσος να μην έχει,
θέλω αέρας να φυσά κι ο ουρανός να βρέχει.

Η Πηνελόπη επιμένει. Ζωγραφίζει την εικόνα της μέσα στο τραγούδι της, να γυρίζει πίσω στα παλιά και να βλέπει σκοτάδι, θολές αναμνήσεις από τη φτώχεια και τον πόλεμο. Στρέφει μετά τη ματιά της μπροστά κι αντικρίζει μαυρίλα, εξαθλίωση, φόβους, γηρατειά. Εξομολόγηση κι αξιολόγηση ζωής σε τρία δίστιχα στιχάκια…      

ΠΗΝΕΛΟΠΗ:
Γυρίζω βλέπω τα παλιά, είναι σκοτεινιασμένα,
κοιτάζω και τα τωρινά, μαύρα κι αραχνιασμένα.

Με τη σειρά του ο Παντελής κάνει έναν σύντομο απολογισμό της ζωής του μέσα στα στενά όρια του χωριού, δηλώνοντας με εμφαντικό τρόπο, με δυο αρνήσεις «ούτε… ούτε…», τη στέρηση των απαραίτητων για την ευτυχία. Η αιτία βρίσκεται στο β΄ ημιστίχιο του δεύτερου στίχου. Προσωπικός ο απολογισμός σε πρώτο ενικό πρόσωπο, γι’ αυτό χρησιμοποιεί την παλιοχωριανή διάλεκτο.    

ΠΑΝΤΕΛΗΣ:
Ούλ’ τη ζουή μ’ πέρασα ιγώ στου Παλιχώρ’,
ούτι τ’ αχείλι μ’ γέλασι ούτι του πουρτουφόλ’.

Από το ατομικό στο γενικό. Δεν είναι μόνο τα προσωπικά βάσανα που προκαλούν λύπη στον ευαίσθητο άνθρωπο, μα και ο κοινωνικός περίγυρος, ο κόσμος που έχει αλλάξει. Οι καιροί και οι δυσκολίες αλλάζουν το χαρακτήρα και τις σχέσεις των ανθρώπων, ματαιώνοντας το όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο.       

ΠΗΝΕΛΟΠΗ:
Τον κόσμο το σημερινό τον βλέπω και λυπούμαι,
δεν είναι σαν τα πρωτινά, οπού τον ενθυμούμαι.

Κι ο Παντελής συμφωνεί και φιλοσοφεί σαν σύγχρονος Αίσωπος με τις αλληγορίες για το παιχνίδι του ανθρώπου-λύκου με το συνάνθρωπο-αρνί και του αρπακτικού ανθρώπου-γερακιού με το συνάνθρωπο-αηδόνι. Δυστυχισμένοι χρόνοι για τους αδύναμους και τους άκακους. Καιροί, που μόνο με θλιμμένα παραπονετικά τραγούδια, σαν τ’ αηδονιού το λυπητερό κελάηδισμα τη νύχτα, μπορούμε να τους περιγράψουμε...      

ΠΑΝΤΕΛΗΣ:
Έτσι τα φέραν οι καιροί, δυστυχισμένοι χρόνοι,
να παίζει ο λύκος με τ’ αρνί, γεράκι με τ’ αηδόνι.

     Δεν χρειάστηκε η Πηνελόπη κι ο Παντελής να μιλήσουν για τη ζωή τους με μεμψίμοιρες περιγραφές. Τα είπαν όλα με τα τραγούδια τους, με στιχάκια που βοηθούν τον άνθρωπο να εκφράσει στο συνάνθρωπο τα παράπονα της ζωής του με αξιοπρέπεια και ν' αντλήσει δύναμη από τον ίδιο του τον εαυτό. Κι ήξεραν ότι κατανόησα πλήρως πώς είναι και πώς αισθάνονται. Αν δεν καλούσε τους αγαπητούς φίλους η νύχτα σε λυτρωτικό ύπνο κι αν δεν έπρεπε να τους πω αντίο, ο διάλογος σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι το πρωί.
     Καλή αντάμωση. Άραγε, θα συναντηθούμε το επόμενο καλοκαίρι;
 
Μυρσίνη Βουνάτσου
Παλαιοχώρι Λέσβου, 31 Αυγούστου 2016

ΑΓΑΘΗ ΕΜΜ. ΧΡΥΣΑΦΗ ~ ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ ΑΣΜΑΤΩΝ


ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ ΑΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΓΑΘΗΣ ΕΜΜ. ΧΡΥΣΑΦΗ

Παλιά συνήθεια στο Παλαιοχώρι Λέσβου γυναίκες και άνδρες να γράφουν σε τετράδιο δίστιχα λαϊκά τραγούδια του τόπου. Άλλωστε τα παλιά χρόνια στο χωριό μας συχνή ήταν η επικοινωνία με στιχάκια, συνήθως γνωμικά ή παραπονετικά. Τα γράμματα προς τους ξενιτεμένους και τους στρατευμένους τέλειωναν με τραγούδια της ξενιτιάς και του αποχωρισμού. Μερικές φορές, οι ερωτευμένοι νέοι και νέες έστελναν έμμετρα γράμματα στο αγαπημένο πρόσωπο, δικής τους έμπνευσης ή ανωνύμων δημιουργών. Τις νύχτες τραγουδούσαν τον έρωτά τους κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης τους. Τη μέρα αντηχούσαν οι εξοχές από τα τραγούδια των πιο καλλίφωνων, που ήταν ονομαστοί στο χωριό. Όσοι και όσες είχαν ποιητικό ταλέντο συνέθεταν τραγούδια για τον εαυτό τους ή κατά παραγγελίαν, κι έτσι δημιουργήθηκαν αυτές οι συλλογές σε τετράδια. Στην κλειστή κοινωνία του χωριού το τραγούδι ήταν μοναδικό μέσο επικοινωνίας, με αποδέκτες τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και όλους τους άλλους. Για κάθε περίσταση, για τη χαρά ή τη λύπη, υπήρχαν και τα κατάλληλα τραγούδια. Αποτελούν λοιπόν πολύτιμες πηγές της τοπικής μικροϊστορίας μας, γιατί απηχούν τα συναισθήματα των παλιών Παλιοχωριανών και γιατί σήμερα έχουν σχεδόν πάψει να ακούγονται στο Παλαιοχώρι.          
    
Δημοσιεύουμε παρακάτω ολόκληρο το «Τετράδιον Ασμάτων» της Αγάθης χήρας Εμμ. Χρυσάφη, με τις ευχαριστίες μας γιατί μας επέτρεψε να το αντιγράψουμε το καλοκαίρι του 2016 και την παράκληση προς τους συγχωριανούς μας, αν έχουν στα χέρια τους κάποιο τετράδιο, να το διασώσουν και να γνωστοποιήσουν το περιεχόμενό του.




******




ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΔΙΔΑΧΗ ΓΙΑ ΤΑ ΨΗΦΙΑ ΤΗΣ ΑΛΦΑΒΗΤΑΣ

Άλφα: Αρχή του κόσμου
Βήτα: Βασιλεύει ο Κύριος
Γάμα: Γεννάται ο Ιησούς
Δέλτα: Δι’ αγγέλων έρχεται
Έψιλον: Έρχεται ο Ιησούς
Ζήτα: Ζητούν τον Ιησού
Ήτα: Ήλιος εσκοτίστη
Θήτα: Θεοτόκος τον εγέννησε
 Ιώτα: Ιωάννης τον εβάπτισε
Κάπα: Κάλαμον του έδωσαν
Λάμδα: Λαοί τον περικύκλωσαν
Μι: Μυριάδες τον εφύλαγον
Νι: Νύκτα τον έπιασαν
Ξι: Ξύδι τον επότισαν
Όμικρον: Ο Πιλάτος τον ερώτησε
Πι: Ποίος είσαι συ;
Ρο: Ρωμαίος είμαι εγώ
Σίγμα: Σαμαρείτης είσαι συ
Ταυ: Τάφο του άνοιξαν
Ύψιλον: Υψηλά τον εκρέμασαν
Φι: Φυλακή τον έβαλαν
Χι: Χολή τον επότισαν
Ψι: Ψάλλοντας και λέγοντας
Ωμέγα: Ω, χαρά στων Ιουδαίων και χαρά εις των Εβραίων




ΕΥΧΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Με τα λουλούδια πάντοτε έχεις και τη γιορτή σου,
σου εύχομαι παντοτινά η Παναγιά μαζί σου.

Για τη γιορτή σου εύχομαι λουλούδια να ανθίζουν
και ρόδα εις τους δρόμους σου τα χρόνια να σκορπίζουν.

Ρόδα και τριαντάφυλλα θα ράνω στη γιορτή σου,
σου εύχομαι Χρόνια Πολλά κι ό,τι ποθεί η ψυχή σου.

Μες σε βασιλικό μπαχτσέ θα πάγ’ να σεργιανίσω,
να κόψω τριαντάφυλλα, να στείλω στη γιορτή σου.



ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ

Κοιμήσου, αγάπη μου γλυκιά, κι εγώ σε νανουρίζω
και την κουνίτσα σου κουνώ και σε γλυκοκοιμίζω.

Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα καλά σου,
στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου.

Έλα, ύπνε, και πάρε το και πάνε κοίμισέ το,
μικρό-μικρό σου το ’φερα, μεγάλο γύρισέ του.

Κοιμήσου, αγάπη μου γλυκιά, κι εγώ σε καμαρώνω,
στην Παναγιά και στο Χριστό, εκεί σ’ αφιερώνω.

Νάνι νάνι νάνι νάνι
το παιδάκι μου να κάνει.

Χαϊδεύω τα μαλλάκια σου και σε γλυκοκοιμίζω
και την κουνίτσα σου κουνώ, σε γλυκονανουρίζω.

Νανουρίσματα σου κάνω
κι απ’ το νου μου δεν σε βγάνω.

Ξύπνα, που δεν εχόρτασες τον ύπνο και κοιμάσαι,
γιατί ο ύπνος ο πολύς μαραίνει και χαλά σε.

Νάνι νάνι νάνι νάνι
το μωρό μου για να κάνει.

Κοιμήσου με την Παναγιά και με τον Άγιο Γιάννη,
με τον αφέντη το Χριστό, όπου πονείς να ’γιάνει.

Κοιμήσου με τη ζάχαρη και πλύσου με το μέλι
και πλύσου με τ’ ανθόνερο, που πλύνονται γ-οι αγγέλοι.



ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Αδύνατό ’ναι να καεί κερί και να μη στάξει,
αγάπη να θεμελιωθεί, χωρίς ν’ αναστενάξει.

Έρωτα, πανάθεμά σε, τρισκατάρατε σκληρέ,
που των νέων τις καρδιές τους τις λαβώνεις, πονηρέ.

Όσα φιλάκια μου ’δωσες, ψυχή μου, να θυμάσαι,
να γίνουν τριαντάφυλλα και πάνω να κοιμάσαι.

Μια τρίχα απ’ τα μαλλάκια σου τα μάτια μου θα ράψω,
όρκο θα κάνω στο θεό άλλον δεν θα κοιτάξω.

Κομμάτιασέ την την καρδιά, μα μόνο συλλογίσου
κάθε κομμάτι της καρδιάς είναι καρδιά δική σου.

Να ’ν’ το κρίμα στο λαιμό σου,
θα πεθάνω απ’ τον καημό σου. (οκτάδα)

Δεν σ’ εγκαλώ σε δικαστή, να ’σαι φυλακισμένο,
μόνο σ’ αφήνω στο θεό, για να σε δω καμένο.

Όταν περνάς καμιά φορά απ’ τα νεκροταφεία,
μην λυπηθείς που ’μαι νεκρό, γιατί ’σαι συ η αιτία. 

Με μάγεψες και σ’ αγαπώ, δεν ξέρω την αιτία,
αγάπα με κι εσύ, σκληρέ, γιατί ’ναι αμαρτία.

Συ μ’ έμαθες πώς αγαπούν, πώς πίνουν, πώς γλεντούνε,
μάθε με τώρα δυο καρδιές πώς ζουν σαν χωριστούνε.

Ω δέντρο μου περήφανο, με τον ανθό πο κάνεις
ένα στεφάνι πλέξε μου, στη γη όταν με βάλεις.

Μέσα στο νου μου περπατάς, μέσα στο φως μου τρέχεις
και μέσα στην καρδούλα μου κυπαρισσάκι στέκεις.

Μέσα στο νου μου περπατάς και μες στο νου μου τρέχεις
και μέσα στην καρδούλα μου κυπαρισσάκι στέκεις.

Για ρώτησέ το να σου πει κείνο το λουλουδάκι
πόσες φορές τα χείλη μου πίνουν για σε φαρμάκι.

Στοχάσου, φως μου, τα πουλιά σαν κελαϊδούν τι λένε,
τη λύπη μας γνωρίσανε, το χωρισμό μας κλαίνε.

Γλυκοχαράζ’ αυγερινός, τ’ αηδόνια κελαϊδούνε
και μένα κλαίν’ τα μάτια μου, γιατί σε υστερούμαι.

Όλα τα δέντρα το πρωί τον ήλιο καρτερούνε,
μα μένα κλαίν’ τα μάτια μου, γιατί σε υστερούμαι.

Σκίσε, καρδιά μου, για να βγουν αηδόνια να λαλούνε,
να πάνε στην αγάπη μου, να την παρηγορούνε.

Μη μ’ απεθάνεις, ουρανέ, και με σκεπάσουν χώμα,
να δω τα μάτια π’ αγαπώ, να πω κανα δυο λόγια.

Να ’ξερα πόσο μ’ αγαπάς, τόσο να σ’ αγαπήσω,
μην σ’ αγαπήσω πιο πολύ και πέσω κι αρρωστήσω.

Ώσπου να ζω θα σ’ αγαπώ, κι αν τύχει και πεθάνω,
θα σε ζητήσω για σταυρό στον τάφο μου επάνω.

Σαν αποθάνω, βάλτε μου στον τάφο μου μυρσίνη
και πείτε στην αγάπη μου πως πέθανα για κείνη.

Σαν αποθάνω, βάλτε μου στον τάφο μου σημάδι,
στο πρόσωπό μου γιασεμί, στα χείλη μου φαρμάκι.

Σαν δεις και με περάσουνε τέσσερα παλικάρια,
τότες θα κλαις, θα δέρνεσαι με πέτρες, με λιθάρια.

Στον τάφο σου, στο μνήμα σου, θα ρίξω το κορμί μου,
γιατί ήσουνα, αγάπη μου, παρηγοριά δική μου.

Για δες πώς με κατάντησες το χάρο να φωνάζω,
να πάρει το κορμάκι μου, να μην αναστενάζω.

Μου κλέψανε τα δίχτυα, Παρασκευούλα μου,
που τα ’χα απλωμένα πά’ στη βαρκούλα μου.

Άραγες μ’ αγαπάς κι εσύ, άραγες με θυμάσαι,
νεκρό να μ’ ονειρεύεσαι τη νύχτα που κοιμάσαι.

Ώχου, και να γυρίζανε τα πρωτινά μου χρόνια,
να περπατήσω στα στενά, καρδιές να κάψω ακόμα.

Την Παναγιά παρακαλώ γρήγορα να πεθάνω,
ελπίζω εις την μαύρη γη τον πόνο μου να ’γιάνω.

Θέλω στον τάφο μου κερί ν’ ανάβει σε μιαν άκρη,
να με θυμάσαι, αγάπη μου, να χύνεις μαύρο δάκρυ.

Θα χύνεις μαύρα δάκρυα, θα με θυμάσαι ακόμα,
όταν το δόλιο μου κορμί θάψουν βαθιά στο χώμα.

Τα κόκκινα χειλάκια σου στολίζουν το κορμί σου,
θαρρείς πως τα ζωγράφισε άγγελος παραδείσου.

Σαν μάθεις πως απόθανα, μη λυπηθείς, πουλί μου,
μόνο να κλαις που δεν θα βρεις καρδιά σαν τη δική μου.

Μαύρα θα βάλω να φορώ σαν του κοράκου ρούχα,
γιατί με απεχώρισαν απ’ την αγάπη που ’χα.

Μ’ αρνήστηκες και δεν ρωτάς αν είμαι πεθαμένο
ή ζωντανό σε βάσανα είμαι περιπλεγμένο.

Εσύ οπού με πλήγωσες, έλα να με γιατρέψεις,
γιατί θα μπω στη μαύρη γη, να βγεις να με γυρέψεις.

Δεν θα με βρεις, θα ’ναι αργά, κόκαλα θα ’χω γίνει,
τότε θα κλαις, θα δέρνεσαι, κι ό,τι σου μέλει ας γίνει.

Έλα μια μέρα να σε δω και πάλι φύγε πίσω,
σ’ αγάπησα τόσο πολύ, λίγη ζωή θα ζήσω.

Πάντα με τ’ αχ βραδιάζομαι και με το βαχ κοιμούμαι,
μερόνυχτα στην κλίνη μου εσένα συλλογούμαι.

Φαρμάκωσές μου την καρδιά και δεν μπορώ να ’γιάνω,
έλα, πουλί μου, να σε δω, γιατί θε να πεθάνω.

Πεθαίνω εξαιτίας σου, στον άδη κατεβαίνω,
στο φοβερό κριτήριο εκεί σε περιμένω.

Νεκρό κι αν είμαι, μίλησε, για σένα θ’ ανασάνω,
ως και τα σαβανόρουχα κομμάτια θα τα κάνω.

Αφού εσύ με έφερες σε τέτοια απελπισία,
ας με χαρεί η μαύρη γης και τα νεκροταφεία.

Σαν νεκρωθεί το σώμα μου και στολιστεί ο τάφος,
τότε κι εμέ θα γιατρευτεί και το δικό μου πάθος.

Περνάς και δεν με χαιρετάς, πες μου τι σου ’χω κάνει,
γι’ αυτό το αποφάσισα το νεκρικό στεφάνι.

Πώς να ’συχάσει το κορμί, να μην αναστενάζει,
η μοναξιά με έφαγε κι είν’ η ζωή μου μαύρη.

Άκουσε, φως μου, τα πουλιά σαν κελαηδούν τι λένε,
τη λύπη μας κατάλαβαν, το χωρισμό μας κλαίνε.

Αυτό το αχ με έφαγε, το βαχ θε να με λιώσει
και η δική σου απονιά θε να με θανατώσει.

Σαν αποθάνω, μάτια μου, δεν θέλω να δακρύσεις,
αφού σε τούτο το ντουνιά δεν θες να μου μιλήσεις.

Θέλω να γίνω ξέπονο, μ’ ελάφια να κοιμούμαι,
την απονιά σου, μάτια μου, να μην τη συλλογούμαι.

Τα μάτια μου δεν ξέρανε τα δάκρυα πώς τρέχουν
και τώρα που σε γνώρισα μέρα και νύχτα βρέχουν.

Άραγες θε ν’ αξιωθώ στην κλίνη σου να γείρω
και στα γλυκά χειλάκια σου απάντηση να δίνω.

Ως πότε θα μου λες το ναι και τ’ όχι θα ’ναι πάντα
με το μαχαίρι στην καρδιά και να μου λες ταγιάντα.

Τη μάνα σου τη μάγισσα κρασί θα την ποτίσω,
να πέσει ν’ αποκοιμηθεί, να ’ρθω να σε φιλήσω.

Μην το πιστέψεις, μάτια μου, η δάφνη να γλυκάνει
ούτε και η αγάπη μας ποτέ για να πεθάνει.

Κουράστηκα μες στη ζωή και θέλω να πεθάνω,
αφού εσύ δεν μ’ αγαπάς, τι θες να ζω να κάνω;

Για να σωθώ απ’ το θάνατο, πρέπει να μ’ αγαπήσεις,
πρέπει να κλίνεις προς εμέ, αν θέλεις να με ζήσεις.

Τώρα που χάνω τη ζωή, κοιτάς να με γλιτώσεις,
αν ήθελες πρωτύτερα, μπορούσες να με σώσεις.

Όποιος σε πάρει δεν θα δει ποτέ χαρά μαζί σου,
γιατί ο δικός μου έρωτας θα λιώσει το κορμί σου.
     
Σαν τούτο ’δώ το λούλουδο, έτσι κι εγώ ανθούσα
και μέσα στην καρδούλα μου πιστά σε αγαπούσα.

Όταν θα δεις τα μάτια μου για πάντα να τα κλείσω,
τότε μονάχα πίστεψε πως θα σε λησμονήσω.
 
Αν τύχει και με αρνηστείς καμιά φορά, πουλί μου,
στείλε το χάρο να με βρει, να πάρει την ψυχή μου.
     
Χώμα κι αν γίνει το κορμί, θα σου παραπονούμαι,
γιατί στον κόσμο τη χαρά για σένα  τη στερούμαι. 

Είχα καρδιά που ήτανε με άνθη στολισμένη,
μα σαν αγάπησα εσέ, μαράθηκε η καημένη.

Εσένα όταν είδανε τα μάτια τα δικά μου,
αμέσως σε αγάπησα, γλυκιά παρηγοριά μου.

Τέσσερα φύλλα έχ’ η καρδιά, τα δυο τα ’χεις παρμένα,
τ’ άλλα τα δυο μου άφησες κι εκείνα μαραμένα.

Πληγές αφήνει ο χωρισμός εις του κορμιού τα μέρη,
δεν τις γιατρεύει ο γιατρός, μόν’ ο Θεός αν θέλει.

Είναι πικρός ο χωρισμός ψυχών αγαπημένων
κι είναι γλυκιά η αντάμωση των αποχωρισμένων.

Τα γράμματά μου στο χαρτί σε διπλοχαιρετούνε,
σαν δεν μπορούν τα μάτια μου να ’ρθούνε να σε δούνε.

Μέσα στα φύλλα της καρδιάς, στη φλέγα τη μεγάλη,
έβαλα και ζωγράφισα τ’ αγγελικά σου κάλλη.

Συχνά στενάζω και πονώ, αγάπη μου, για σένα
και βρίσκονται τα μάτια μου πάντοτε δακρυσμένα.

Θάλασσα δίχως κύματα, καράβι δίχως σκόνη,
αγάπη δίχως πείσματα ποτέ δεν τελειώνει.

Θάλασσα, π’ όλα τα νερά και τα ποτάμια πίνεις,
πιες τα δικά μου δάκρυα, πλατύτερη να γίνεις.

Κι όταν θα δεις να έρχεται η κοπελιά η δικιά μου,
πες της ότι επλάτυνες από τα δάκρυά μου.

Εκάθισα και μάζευα του κόσμου τα λουλούδια,
να σου τα στείλω, αγάπη μου, μαζί με μια καρδούλα.

Με άνθη την εστόλισα, για να σου την εστείλω,
να βάλω μέσα δάκρυα για σένανε που χύνω.

Γράφω και γράφω, αγάπη μου, μα τελειωμό δεν έχω,
είναι πολλά τα βάσανα μες στην καρδιά που έχω.

Σαν αποθάνω και θαφτώ και είμαι μακριά σου,
θα περιμένω απ’ τους νεκρούς τα χαιρετίσματά σου.



ΚΑΤΑΡΑ ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗΣ
Η τρομερή κατάρα

Ήλθε η ώρα η καλή ν’ ακούσεις με λαχτάρα
από τα βάθη της καρδιάς την τρομερή κατάρα.
Θα καταρούμαι, άσπλαχνε, όσο καιρό κι αν ζήσεις,
ποτέ σου να μην αισθανθείς, αγάπη να μη γνωρίσεις.
Τα στέφανα του γάμου σου ποτές να μην φορέσεις,
κι αν τα φορέσεις, άσπλαχνε, με δάκρυα να τα βρέξεις.
Όσες με φίλησες φορές και μου ’πες για δική σου,
τόσες πληγές αγιάτρευτες να βγάλεις στο κορμί σου.
Και όταν βγάλεις τις πληγές, δεν θέλω να πεθάνεις,
να καταλάβεις και να δεις το άδικο που κάνεις
και να ουρλιάζεις με πληγές, μα όχι να πεθάνεις.
Εφτά λινά πουκάμισα φυτίλια να τα βάλεις
και σαν δεν φτάξουνε αυτά, να βάλεις και βαμβάκι,
να καταλάβεις και να δεις στον κόσμο την αγάπη.
Σαν δεν σου φτάσουνε κι αυτά, να πάρεις την ποδιά μου,
οπού ’κλαιγα και σκούπιζα τα μαύρα δάκρυά μου.
Κι όσες φορές μ’ αγγίζανε τα έρημά σου χέρια,
να σου τα κόψουν οι γιατροί με δίκοπα μαχαίρια.
Να μη σ’ τα κόψουνε εδώ, γιατί νιώθω τον πόνο,
μόνο στη μαύρη θάλασσα και στον επάνω κόσμο.
Σαν σκύλος να ριλιάζεσαι και σαν τρελός να τρέχεις,
ούτε μια ώρα, μια στιγμή, ανάπαψη να έχεις.
Αφροί να τρέχουν, άπιστε, απ’ το πικρό σου στόμα,
όπως το φίδι σέρνεται, να σέρνεσαι στο χώμα.
Κι εγώ να είμαι δίπλα σου και δεν θα σε λυπάμαι,
εσύ θα λες «συγχώρα με», κι εγώ θα καταράμαι
να μπαινοβγαίνουν οι γιατροί μέσα στην κάμαρά σου
και να πετούν τα φάρμακα απ’ τα παράθυρά σου.
Μαύρη να δω την πόρτα σου, παπάδες στην αυλή σου,
στα ολόμαυρα τη μάνα σου, να κλαίει το κορμί σου.



ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΡΡΑΒΩΝΑ ΚΑΙ ΓΑΜΟΥ

Ξύπνα, νυφούλα, κι άνοιξε, κι ήρθανε οι γονείς σου,
ήρθαν και τα πεθερικά, να δώσουν την ευχή τους.

Ξύπνα, λεβεντοπέρδικα, κι άνοιξε τα φτερά σου,
να πεταχτεί ο άγγελος, που ’χεις στην αγκαλιά σου.

Άσπρο μου γαρυφαλλάκι, ποιος σε φύτεψε στη γη,
κι έσκυψα να σε μυρίσω, και μου πήρες την πνοή.

Νύφη, καμπάνα φράγκισσα, δεσποτικό ρολόι,
που σε σημαίνουν στη Φραγκιά κι ακούγεσαι στην Πόλη.

Ω νυφούλα μ’, να γεράσεις
και να μην κακοπεράσεις.

Σαν μυρσινιά στολίστηκες μέρσινα το χειμώνα
και πήρες την αγάπη σου με τα γλυκά σου λόγια.

Τριαντάφυλλα ξεφυλλίσετε,
νύφη, γαμπρό στολίσετε.

Τα μάτια σ’ είναι γκιουλ μπαχτσές, τα φρύδια σου κορδόνι,
το μπόγι σου ’ναι λεμονιά, που κελαηδεί τ’ αηδόνι.

Νύφη μου, τ’ άνθη που φορείς τα είδαμε στην Τήνο
και τα φορούσε η Παναγιά στεφάνι ένα-γύρω.

Σήκω, νύφη, και φίλησε της μάνας σου το ταίρι,
γιατί θα πας στην εκκλησιά, να κάνεις άλλο ταίρι.



ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

Στην ξενιτιά κι αν βρίσκεσαι, ο νους μου ’ναι κοντά σου
και πάνω στ’ αχειλάκι μου είναι το όνομά σου.

Τη θάλασσα την αλμυρή θα τηνε μαρμαρώσω,
να κάνω σιδηρόδρομο, να ’ρθω να σ’ ανταμώσω.

Παρακαλώ σε, θάλασσα, μην κάνεις τόσο ρέμα,
έχω κι εγώ στην ξενιτιά δυο μάτια ζαχαρένια.

Γλυκοχαράζ’ αυγερινός, τ’ αηδόνια κελαϊδούνε
και μένα κλαίν’ τα μάτια μου, γιατί εσέ στερούμαι.

Για στείλε, φως μου, μια γραφή με του Βοριά την αδελφή,
στέλνω κι εγώ με τη Νοτιά, να ’χεις κι εσύ παρηγοριά.

Με τα πουλιά της έρημος στείλε μου τη γραφή σου
κι εγώ πάλι, αγάπη μου, θα σου τη στείλω πίσω.

Σου στέλνω χαιρετίσματα βαγιόφυλλα ανθισμένα
κι απάνω στα βαγιόφυλλα τα πάθη μου γραμμένα.

Σκίσε, καρδιά μου, για να βγουν αηδόνια να λαλούνε,
να πάνε στην αγάπη μου, να την παρηγορούνε.

Μη μ’ απεθάνεις, ουρανέ, και με σκεπάσουν χώμα,
να δω τα μάτια π’ αγαπώ, να πω κανα δυο λόγια.

Της θάλασσας τα κύματα τα ρώτησα ένα-ένα
και μου ’πανε πως βρίσκεσαι στα έρημα τα ξένα.

Ο ζωντανός ο χωρισμός είναι για τα θηρία,
όχι γι’ ανθρώπινες καρδιές, γιατί είναι αμαρτία.

Ο ζωντανός ο χωρισμός είναι καθάριος χάρος,
αφού τον λάβαμε τα δυο, ας μην τον λάβει άλλος.

Ζουμπούλια, μην ανοίξετε, πέρασε ο καιρός σας,
φύγαν τα μάτια π’ αγαπώ, χάσετε τον ανθό σας.

Κλαίω και κλαίνε τα βουνά, οι κάμποι αντιλαλούνε,
άραγε τα ματάκια μου θε να σε ξαναδούνε;

Έχω ελπίδα στο Θεό να ξανανταμωθούμε,
τα δυο για να καθίσουμε, τους πόνους μας να πούμε.

Πληγές αφήνει ο χωρισμός εις του κορμιού τα μέρη,
δεν τις γιατρεύει ο γιατρός, μόν’ ο Θεός αν θέλει.

Τα γράμματά μου στο χαρτί σε διπλοχαιρετούνε,
σαν δεν μπορούν τα μάτια μου να ’ρθούνε να σε δούνε.

Είναι πικρός ο χωρισμός ψυχών αγαπημένων
κι είναι γλυκιά η αντάμωση των αποχωρισμένων.

Σου στέλνω μια επιστολή με δυο περιστεράκια,
το ένα φέρνει τους καημούς, το άλλο τα φαρμάκια.

Ψηλά βουνά και πράσινα, δέντρα μου φουντωμένα,
στείλετε την αγάπη μου ή πάρετε και μένα.

Ο θάνατος είναι γιατρός, ο τάφος ησυχία,
ο ζωντανός ο χωρισμός είναι απελπισία.

Χαρά στη μοίρα σας, βουνά, χαρά στο ριζικό σας,
όπου δεν περιμένετε ποτέ το χωρισμό σας. 

Αγάπη μου, όσο μακριά κι αν βρίσκεσαι στα ξένα,
ο νους μου και η σκέψη μου είναι κοντά σε σένα.

Όταν το συλλογίζομαι πως βρίσκεσαι στα ξένα,
σταλαματιές – σταλαματιές στάζει η καρδιά μου αίμα.

Τα συννεφάκια τ’ ουρανού ρώτησε να σου πούνε
πώς κλαίνε τα ματάκια μου, όταν σε θυμηθούνε.

Φεύγω, αγάπη μου γλυκιά, έλα να σε φιλήσω,
να πάρεις το φιλάκι μου, ωσότου να γυρίσω.

Όταν θα πάρεις τη γραφή, μάτια, γλυκά μου μάτια,
όλα δω μέσα θα βρεθούν, πόνοι και τα φαρμάκια.

Γράμμα σου στέλνω, αγάπη μου, δεν θέλω να δακρύσεις,
μόνο μια χάρη σου ζητώ, να μη με λησμονήσεις.

Γράμμα στα χέρια που θα πας, κάτσε κουβέντιασέ τα,
αν σε ρωτήσουνε για με, τα βάσανά μου πες τα.

Δεν γράφω για να κλάψετε ούτε και να χαρείτε,
έγραψα να διαβάσετε και να με θυμηθείτε.

Μονάχο μου που κάθομαι και γράφω αυτό το γράμμα,
με πήρε το παράπονο και άρχισα το κλάμα.

Μην κλαις, αγάπη μου γλυκιά, που λείπω από κοντά σου,
χιλιάδες μάνες βρίσκονται στη θέση τη δικιά σου.

Να ’ξερες πως ζωγράφισα επάνω σ’ ένα φύλλο
την πονεμένη μου καρδιά, για να σου τηνε στείλω.

Ενόμιζα η ξενιτιά πως ήτανε παιχνίδι,
μα κείνη είναι θάνατος, φαρμακεμένο φίδι.

Σαν που βαρούν τα σίδερα, βαρούνε και τα ξένα
κι ο ζωντανός ο χωρισμός κρυφός καημός για μένα.

Σαν το νεκρό κατάντησα με χείλι μαραμένο
στην έρημη την ξενιτιά, όπου μακράν σου μένω.

Πάντα τον ήλιο ερωτώ κάθε πρωί που βγαίνει
και τον διπλοπαρακαλώ χαμπάρι να μου φέρει.

Και μ’ απαντούν γ-οι ακτίνες του γιατί ’σαι λυπημένη,
πάντα με μαύρα δάκρυα και με καρδιά καμένη.

Στα μακρινά κι αν βρίσκεσαι, ο νους μου ’ναι μαζί σου
και περπατώ για μέλλον μου πάντα με την ευχή σου.

Πλαγιάζω για να κοιμηθώ, τα μάτια μου δεν κλειούνε
κι άυπνη ξημερώνομαι, γιατί σένα στερούμαι.

Αφότου ανεχώρησα κι έφυγα από μπρος σου,
τ’ αχείλι μου μαράθηκε και κλαίγω τον καημό σου.

Αφότου ανεχώρησα κι έφυγα από κοντά σου,
ο νους μου έμεινε αυτού, για συντροφιά δικιά σου.



ΠΑΡΑΠΟΝΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Για δες φωτιά, για δες καπνό, απ’ την καρδιά μου βγαίνει,
από τα στήθια μου περνά και πάλι πίσω μπαίνει.

Δεν θέλω ήλιο να θωρώ και άνθρωπο να βλέπω,
θέλω σε σπήλιο σκοτεινό τα πάθη μου να λέγω.

Τι μ’ έπλασες το δυστυχή στον κόσμο για σημάδι,
Χριστέ μου, για λυπήσου με και βάλε με στον άδη.

Παράμερα τον τάφο μου, να μην τονε πατήσουν
κι ανθρώπου μάτια άσπλαχνα να μην τον αντικρίσουν.

Το μερακλίδικο πουλί χτίζει φωλιά και κλαίει
και όταν χτίσει τη φωλιά τα βάσανά του λέει.

Δεν θέλω να με κλάψετε, να μοιριολογηθείτε,
να ρθείτε εις τον τάφο μου, τραγούδια να μου πείτε.

Φαρμάκι δώστε μου να πιω, να εύρω ησυχία,
γιατί σε μένα έτυχε μεγάλη αδικία.

Έβγα, ψυχή, απ’ το σώμα μου, μην στέκεις αμανάτι,
κι ο χάρος σου το ’τοίμασε το νεκρικό κρεβάτι.

Βασανισμένο μου κορμί, τυραννισμένη νιότη,
πάντα θα σε παιδεύουνε οι δίγνωμοι ανθρώποι.

Βλέπω τον κόσμο χαίρεται, καίγεται η καρδιά μου
και λέω πώς δικάστηκε η τύχη η δικιά μου.

Θα ’χω ελπίδα στο Θεό, κι ας είμαι απελπισμένο,
να ’γιάνει το κορμάκι μου το καταπληγωμένο.

Βλέπεις στον κόσμο περπατώ, θαρρείς ζωή πως έχω,
γνώριζε, αχ πουλάκι μου, πως για σημάδι στέκω.

Σκίσετε την καρδούλα μου με κρητικό μαχαίρι,
να δείτε μες στα σπλάχνα μου τι μαύρο φίδι έχει.

Εγώ ’μαι κείνο το πουλί, οπού το λέν’ κανάρι,
που ’ν’ τα φτερά του κίτρινα, μέσα η καρδιά του μαύρη.

Ώχου βαριαναστέναξα και θάμπωσαν τ’ αστέρια
κι όλοι οι νεκροί σηκώθηκαν με σταυρωμένα χέρια.

Βαριά που αναστέναξα και θάμπωσαν τ’ αστέρια
κι όλοι οι νεκροί σηκώθηκαν με σταυρωμένα χέρια.

Χριστέ μου, πες τον τόπο μου, να πάγ’ να καθαρίσω
τον τόπο τον παντοτινό, όπου θα κατοικήσω.

Σαν περπατώ, παραμιλώ, σαν στέκω, νου δεν έχω,
σαν μου μιλούν, παραμιλώ απ’ τους καημούς που έχω.

Σαν περπατώ, παραμιλώ, σαν στέκω, κάνω κρίση,
η τύχη μου η άθλια πώς μ’ έχει καταντήσει.

Γελάστηκα και πάτησα σε πέτρα ραγισμένη
και τώρα θε να την περνώ τη νιότη μου θλιμμένη.

Αν δεν φωνάξω αχ και βαχ και δεν αναστενάξω,
αδύνατό ’ναι την καρδιά να την κατασυχάσω.

Ντουνιά μου, ποιος σε κέρδισε και ποιος θα σε κερδίσει,
αφού δεν ξέρει άνθρωπος σε πού θα καταντήσει.

Ήμουνα νιος τραγουδιστής, τώρα γερνώ και πάω,
χαιρόστε, αηδόνια, τις δροσιές κι εγώ θε να πεθάνω.

Πως θα πεθάνω ξέρω το, δε βγάζω τη χρονιά μου,
χαιρόστε, αηδόνια, τις δροσιές, πάρετε τη λαλιά μου.

Ήθελ’ αηδόνι να ’μουνα σε ανθισμένους κλώνους,
να τραγουδήσω και να πω τα βάσανα, τους πόνους.

Καρδιά μου μερακλίδισσα, σίδερο βουλωμένη,
στον κόσμο ’σαι χαρούμενη, σε μένα λυπημένη.

Καρδιά μου, γίνε φυλακή και καταδίκασέ με,
βάλε φωτιά και κάψε με και πάλι γλίτωσέ με.

Τη μέρα κλαίω σαν πουλί, τη νύχτα σαν παγώνι,
σα θυμηθώ τα πρωτινά, το αίμα μου παγώνει.

Κορμί μου μερακλίδικο, και πώς εκαταστάθεις,
σαν τ’ αγιοκέρι έλιωσες και τώρα τι θα πάθεις.

Καρδιά μου μερακλίδισσα, και πώς εκαταστάθεις,
δεν φτάνει πόσα τράβηξες, ακόμα τι θα πάθεις.

Στέκομαι και παρατηρώ κι ατή μου το θαυμάζω
πώς δεν ραζουν θα βουνά, όταν αναστενάζω.

Όλα τα δέντρα ανθίζουνε, το ’να με τ’ άλλο δένει,
μα μένα η καρδούλα μου στέκεται λυπημένη.

Τον άμμο της ακρογιαλιάς, που τον βαρά το κύμα,
έτσι με δέρνει η τύχη μου, θεέ μου δεν είναι κρίμα;

Δεν το ’λπιζα για να περνώ τέτοια ζωή αθλία,
να ’χω καημούς σαν τα βουνά, εχθρούς σαν τα θηρία.

Χριστέ μου, τι μου έδωσες τέτοια ζωή αθλία,
να ’χω καημούς σαν τα βουνά, εχθρούς σαν τα θηρία.

Αχείλι, γλώσσα και καρδιά, τα βάσανά σας λέτε,
κι εσείς ματάκια θλιβερά αρχίσετε να κλαίτε.

Μάτια μου, τι καρτερείτε, για να ξαναδείτε φως,
έρημό ’ναι το κορμί μου και δεν βρίσκεται γιατρός.

Πά’ στο δεξί το χέρι μου χτυπώ την κεφαλή μου
και σκέπτομαι τα βάσανα που έχει το κορμί μου.

Αφού ’μουν κακορίζικος, μάνα μου, τι μ’ εγέννας,
τα πάθη οπού τράβηξα δεν τα ’παθε κανένας.

Τ’ αστέρια τρεμοσβήνουνε, γ-η αυγή γλυκοχαράζει,
και μένα το κορμάκι μου το τρώει το μαράζι.

Ασίκικα θα τραγουδώ, δερβίσικα θα κλαίω,
δερβίσικα θα περπατώ, τους πόνους μου να λέω.

Αυτόν τον ψεύτη το ντουνιά πώς θα τονε περέβρω,
γιατί σε κάθε άνθρωπο πώς να φερθώ δεν ξέρω.

Νεκρό ’μουν κι αναστήθηκα κι ήρθα να προσκυνήσω,
στον Άγιο τάφο του Χριστού θέλω να λειτουργήσω.

Έχει καρδιές που χαίρονται, έχει καρδιές που κλαίνε,
έχει ματάκια θλιβερά, πονούν μα δεν το λένε.

Θέλω να εύρω μερακλή, να πω τα βάσανά μου,
να μην πεθάνω ξαφνικά και μείνουν στην καρδιά μου.

Ο μερακλής ο άνθρωπος κάλλιο να μη γεννιέται,
τον κατατρέχουν βάσανα κι άδικα τυραγνιέται.

Ώρες μου φέρνει ο λογισμός, ώρες μου φέρνει γνώση,
θα πάρω δίπλα τα βουνά, κι όπου με ξημερώσει.

Σ’ ένα ποτάμι πέρασα και μου ’πε τ’ αηδονάκι
σώπα, βρε μερακλή, μην κλαις κι έχω κι εγώ μεράκι.

Μένα μου το ’παν δυο πουλιά, δυο μαύρα χελιδόνια,
πως θα υποφέρω βάρσανα τα τωρινά μου χρόνια.

Ώχου, και πώς κατάντησα, σαν το πουλί τ’ αηδόνι,
να ’χω τους κάμπους συντροφιά και τα βουνά γειτόνοι.

Στο νεκρικό κρεβάτι μου, οπού ’μαι ξαπλωμένη,
μόνο το χάρο καρτερώ κάθε λεπτό για να ’ρτει.

Να πάρει το κορμάκι μου, να μην αναστενάζω,
απ’ όταν εγεννήθηκα, μαύρη ζωή περνάω.

Τι να την κάνω τη ζωή μαύρη κι αραχνιασμένη,
αφού σε τούτο το ντουνιά δεν είμαι ευτυχισμένη.

Πλαγιάζω για να κοιμηθώ στην έρημή μου κλίνη,
η συλλογή τα μάτια μου να κλείσω δεν μ’ αφήνει.

Σκάσε, καρδιά μου, πλάνταξε, γίνε χίλια κομμάτια,
εκείνα που δεν ήλπιζες είδαν τα δυο μου μάτια.

Μαράθηκε η καρδούλα μου, σαν του γιαλού το φύκιο,
κι όπου να πω τον πόνο μου, λένε δεν έχω δίκιο.

Κλαίω απαρηγόρητα και τα βουνά ραζω,
απ’ όταν εγεννήθηκα, αγάπη δεν γνωρίζω.

Μαύρη ζωή ’ναι που περνώ εδώ σ’ αυτή την πλάση,
δεν θέλει τ’ αχειλάκι μου λεπτό για να γελάσει.

Βλέπω τον κόσμο χαίρεται, εγώ ’μαι λυπημένο
και από όλους τους δικούς πάντα λησμονημένο.

Στου χάρου τη λαβωματιά βοτάνια δεν χωρούνε
ούτε γιατροί ’γιατρεύουνε ούτ’ Άγιοι βοηθούνε.

Σ’ ένα δεντρί ακούμπησα, να πω τα βάσανά μου,
χλωρό ’ταν και ξεράθηκε από τα δάκρυά μου.

Το άχαρο κορμάκι μου, το άθλιό μου σώμα
ας το χαρεί η μαύρη γη, το νεκρικό το χώμα.

Της τύχης μου τα βάσανα πώς θα τα υποφέρω,
με δίκασαν να περπατώ πάντα συλλογισμένο.

Το σώμα μου το νοίκιασα βασανοκατοικία,
να κατοικούν οι λέοντες, τα άγρια θηρία.

Το αχ το ατελείωτο σε μένα θα τελειώσει
και τ’ άθλιο κορμάκι μου στα βάσανα θα λιώσει.

Βάσανα, πίκρες και καημοί, αφήστε με να ζήσω,
μια ώρα δώστε μου χαρά, προτού να ξεψυχήσω.

Στο νεκρικό προσκέφαλο, στης γης το μαύρο χώμα,
κι αν βάλουν το κορμάκι μου, θ’ αναστενάζω ακόμα.
 
Όταν αναστενάζω ’γω, σκληρές καρδιές ραζουν,
μάτια γλυκά βουρκώνουνε κι αρχίζουν να δακρύζουν.

Τα μάτια μου στερέψανε, δεν έχουν άλλο δάκρυ,
γιατί οι δικοί με πέταξαν στης λησμονιάς την άκρη.

Μια μάνα είναι στο ντουνιά για όλους μας καμάρι,
μένα με λησμονήσανε, προτού χάρος με πάρει.

Όλοι με ελησμόνησαν, δεν λένε καλημέρα,
μάνα γλυκά ν’ αντιλαλούν τη νύχτα και τη μέρα.

Τη μάνα ελησμόνησαν, δεν θέλουν να με δούνε,
με ξένους παρασύρθηκαν και μένα αδικούνε.

Κόλλησε τ’ αχειλάκι μου το πάνω με το κάτω,
ούτε το αχ μπορώ να πω ούτε το βαχ να βγάλω.

Πόδια μου, για ξαπλώσετε, χέρια μου, σταυρωθείτε,
ματάκια μου, για κλείσετε, στη μαύρη γης θα μπείτε.

Έλα να δεις το μνήμα μου το καταραχνιασμένο
και γέμισέ το δάκρυα, πάντα εκεί θα μένω.

Κόκαλα το κορμάκι μου σιγά-σιγά θα γίνει
και θα με λησμονήσουνε όλοι, δικοί και φίλοι.

Όταν με βάλουν εις την γη και με σκεπάσουν χώμα,
τότε να κλαις, να δέρνεσαι, να με θυμάσαι αιώνια.

Μάνα γλυκιά ν’ αντιλαλείς πιο δυνατά ακόμα,
όσο και αν με μίσησες, λησμόνησέ τα όλα.

Έλα, οπού ’μαι ζωντανή, ν’ αλλάξουμε δυο λόγια,
γιατί θα μπω στη μαύρη γη και θα ’ναι αργά πια τώρα.

Θεέ μου, γιατί μ’ έπλασες, αφού δεν είχα μοίρα
και περπατώ στα σκοτεινά και κλαίω νύχτα μέρα.

Κλαίω κρυφά, γιατί κανείς δεν θέλω να το μάθει
πως έχω αγιάτρευτη πληγή μες στης καρδιάς τα βάθη.

Πονόμετρο δεν βρίσκεται, που να μετρά τον πόνο,
τονε μετρούν και τον γροικούν όσοι τον έχουν μόνο.

Πόνος και πόθος βάλθηκαν τα δυο για να πεθάνω,
στον πόνο βρήκα γιατρειά, στον πόθο τι να κάνω;

Ο πόνος είναι στην καρδιά, το αχ είναι στο στόμα
και το χτικιό για γλέντισμα, να κείτομαι στο στρώμα.

Αφού κακό δεν έκανα, γιατί με κατατρέχουν,
τρέχουν τα μάτια μου βροχή, τα σωθικά μου βρέχουν.

Ο κόσμος είναι άδικος, όλο καταδικάζει,
και τους αφήνω στο Θεό, που ξέρει να δικάζει.

Στο φοβερό κριτήριο, Θεέ μου, να τους δικάσεις
και τη φτωχή μου την καρδιά να την καθησυχάσεις.

Χαράς την τύχη σας, βουνά, που χάρο δεν φοβάστε,
έλιωσε το κορμάκι μου, εσείς δεν με λυπάστε.

Εμείς κι αν αποθάνουμε, ως και τα κόκαλά μας
χρυσά πουλάκια θα γενούν, να κλαίν’ τα βάσανά μας.

Ποτέ μου δεν το ήλπιζα να ’ρθω σ’ αυτή τη στάση,
να μην αφήνει η καρδιά τ’ αχείλι να γελάσει.

Γιατί να κλαίν’ τα μάτια μου, να θλίβεται η ψυχή μου
και πάντα μες στα βάσανα να μένει το κορμί μου;

Πάντα με θλίψη περπατώ, πάντα ’μαι λυπημένη,
γιατί στον κόσμο για χαρά δεν είμαι γεννημένη.

Δεν βρήκα μέρα ήσυχη και Κυριακή ν’ αλλάξω
και μια βραδιά να κοιμηθώ, να μην αναστενάξω.



ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Αλλιώς γεννιέται ο άνθρωπος, αλλιώς τον κάνει η τύχη,
τον επροικίζει βάσανα, κείνα που δεν ελπίζει.

Σήκωσε πλάκα του νεκρού, να δεις τι χάλι έχει,
ο πλούσιος και ο φτωχός την ίδια μοίρα έχει.

Η αγάπη ’ναι βελόνα και κεντάει τα αγόρια.
Η αγάπη ’ναι καρφίτσα και κεντάει τα κορίτσια.

Ποτέ ορφανό δεν χαίρεται, χίλια κι αν βασιλέψει,
κι αν ευτυχήσει μια και δυο, πεντάρφανο θα είναι.

Ο που ’νιος ας χαίρεται, γιατί περνά ο καιρός του,
όσο τα συλλογίζεται, πληθύνει ο καημός του.

Πολλά παράδικα θωρεί ο ήλιος την ημέρα,
σαν το φεγγάρι την αυγή με τον κρυόν αγέρα.

Μόνο μέσα στη μαύρη γη κακία δεν χωράει,
χώμα θα γίνει το κορμί, τ’ αχείλι δεν μιλάει.

Μόν’ τα βουνά θα μείνουνε στον κόσμο κληρονόμοι
κι απάνω στα δεντρόφυλλα θε να γραφτούνε πόνοι.

Στη μαύρη γη χρωστώ κορμί, στο χάρο την ψυχή μου,
σ’ αυτόν τον ψεύτη το ντουνιά την τωρινή ζωή μου.

Στον ψεύτη κόσμο γ-οι ομορφιές παντοτινά δεν ζούνε,
μαραίνονται και σβήνονται, φθείρονται και περνούνε.


 
  Παλιοχωριανό Μοιρολόι 
                   
  ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟЇ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
   από την Αγάθη Χρυσάφη
                                                        
  Καλό ’ναι τ’ άγιος ο Θεός, καλό είναι κι ας το πούμε,
  όποιος το λέει σώνεται, όποιος τ’ ακού’ αγιάζει
  και όποιος το αφουγκραστεί σ’ Παράδεισο θα πάει,     
  σ’ Παράδεισο κι σκ’ εκκλησιά και στ’ άγια μοναστήρια.
  Εκεί που κάτ’ η Παναγιά μόνη και μοναχή της                       [5]
  την προσευχή της έκανε για το μονογενή της,
  ακού’ βροντές, ακού’ αστραπές και ταραχές μεγάλες.
  Βγαίνει στην πόρτα της να δει, να δει τη γειτονιά της, 
  βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
  και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτημένο.                      [10]
  Βλέπει το Γιάννη να ’ρχεται κλαμένο, βουρκωμένο,
  κλαμένο και βρουχάμενο και παραπονεμένο,
  βαστά και στο χεράκι του μαντήλι ματωμένο
  και στ’ άλλο το χεράκι του μαλλιά απ’ την κεφαλή του.
Τι έχεις, Γιάννη, κι έρχεσαι κλαμένος, βουρκωμένος,             [15]
   κλαμένος και βρουχάμενος και παραπονεμένος;
  Ο δάσκαλός σου σ’ έδειρε ή το χαρτί σου εχάσες;
Ο δάσκαλος δεν μ’ έδειρε ούτε χαρτί μου ’χάσα.
  Δεν έχω στόμα να σου πω, μιλιά να σου μιλήσω
  ούτε η καρδιά μου το βαστά να σου τ’ ομολογήσω.                  [20]
Για κάνε στόμα, πες μου το, μιλιά και μίλησέ μου,
  για κάνε σίδερο καρδιά και ομολόγησέ μου.
Το δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι,
  οι άνομοι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.
  Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον δέσαν.                   [25] 
  Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε κι ελιγώθει.
  Τρία σταμνιά ροδόσταμο και τέσσερα του μόσχου
  και πέντε το ανθόνερο, ώσπου να συνεφέρει.
  Και όταν εσυνέφερε, αυτό το λόγο λέγει:
Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριάμ και του Προδρόμου η μάνα,    [30] 
  και του Λαζάρου γη αδελφή, να πάμ’ όλες αντάμα,
  να πάμε να τον εύρουμε, προτού τον εσταυρώσουν,
  προτού τον βάλουν στα καρφιά και μου τον θανατώσουν.
  Παίρνουνε δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
  και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’ ένα τσομπανάκι.                  [35]   
Ώρα καλή σου, τσόμπανε.  Καλώς την άγια μάνα.
Μην είδες, γιε μ’, του γιόκα μου και το μονογενή μου;
Βλέπεις εκείνο το βουνό το καταραχνιασμένο,
  που ’ν’ από μέσα σκοτεινό κι απέξω ανταριασμένο;
  Εκεί πάνω τον έχουνε το γιο σου σταυρωμένο.                        [40]
  Σαν πεύκο τον εστήσανε και τον επελεκούνε
  και τ’ αποπελεκούδια του στην κάμινο πετούνε
  κι βγάζαν γηρανιό καπνό και κόκκινη φωτίτσα
  και των Οβραίων οι θωριές εροδοκοκκινίζαν.
Τα δέκα χίλια να γενούν, τα χίλια δυο χιλιάδες                      [45]
   τ’ άλλα τα περισσότερα χίλιες μελιγουνάδες,
  τα πέντε δέκα να γινούν, τα εκατό διακόσια,
  τ’ άλλα τα περισσότερα να γίνουν άλλα τόσα.
  Παίρνουνε δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
  και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’ ένα μαστουράκι.                  [50]
—Ώρα καλή σου, μάστουρα, μαζί με τα παιδιά σου,
  μαζί με τη γυναίκα σου και με τη φαμελιά σου.
  Θα σε ρωτήσω, μάστουρα, τι ’ναι αυτά που κάνεις;
Το μη σε μέλει μη ρωτάς τι ’ναι αυτά που κάνω.
Μένα μου μέλει να ρωτώ, έχω καημό μεγάλο.                         [55]
Βριγιοί μου παραγγείλανε καρφιά να τους εκάνω.
  Μου παραγγείλαν τέσσερα, μα ’γώ τα κάνω πέντε.
Σαν παραγγείλαν τέσσερα, γιατί τα κάνεις πέντε;
Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια,
   το πέμπτο το φαρμακερό θα βάλουν στα τζιγέρια.                   [60]
  Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε κι ελιγώθει.
  Σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχου
  και πέντε το ανθόνερο, ώσπου να συνεφέρει.
  Και όταν εσυνέφερε, αυτό το λόγο λέει:
Βρε ατσίγγανε και βρε χαρτσιά και βρε καταραμένε,               [65]
  αφού σου είπαν τέσσερα, γιατί τα κάνεις πέντε;
  Άντε βρε παλιατσίγγανε, εσύ κι η φαμελιά σου,
  ξύλα να βάζεις στη φωτιά, αχλιά ποτές μην κάνεις,
  παρά μες στο πουγκάκι σου ποτέ να μην ’ποτάξεις,
  πουκάμισο στη ράχη σου ποτές να μην αλλάξεις,                    [70]
  ψωμί πά’ στο τραπέζι σου ποτές να μη χορτάσεις,
  χώρα σε χώρα να γυρνάς, ποτές χωριό μην κάνεις.  
  Παίρνουν το δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
  και το στρατί τις έβγαλε μπρος στου ληστού την πόρτα.        
  Βλέπει την πόρτα σφαλιστή και το κλειδί παρμένο                   [75]
  και το παραθυράκι του σφιχτά παραντωμένο.
Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου,
  να βρέξω τ’ αχειλάκι μου νερό με το βαμβάκι.  
  Κι η πόρτα απ’ το φόβο της άνοιξε μοναχή της.                
  Θωρεί δεξιά, θωρεί ζερβά, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.                   [80]
Μην είδες, γιε μ’, του γιόκα μου και σε το δάσκαλό σου;
Βλέπεις εκείνον το γυμνό και τον ανεμαλλιάρη,
  οπού φορά στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι,
  οπού φορά στη μέση του αβάτινο ζωνάρι.                           
Βριγιοί μου, σας παρακαλώ, πάψετε το θυμό σας,                    [85]
  κι εγώ απ’ το γένος σας κρατώ κι απ’ το πατρικό σας.
   Βριγιοί μου, σας παρακαλώ, κάνετε ελεημοσύνη,
  να τον εκατεβάσετε με την ταπεινοσύνη.
  Σταυρέ μου, για χαμήλωσε, γιε μου κατέβα κάτω,
  να σε φιλώ στο μάγουλο, ώσπου να σε χορτάσω.                       [90]
Άιντε, Μαριάμ μου, διάβαινε και διάφορο μην έχεις.         
Γιόκα μου, δεν σε γέννησα, πώς δεν με λέγεις μάνα
  και δεν εκοιλοπόνεσα και τράβηξα μεγάλα;
  Οπού ’χα κούνιες αργυρές, σχοινιά μαλαματένια,
  είχα και σε κουνούσανε οι δώδεκα παρθένες;                          [95] 
Άιντε, μανούλα μ’, στο καλό και στην καλή σου ώρα         
  κι ο δρόμος σου να σου  φανεί τριαντάφυλλα και ρόδα.
Πού ’ναι γκρεμός να γκρεμνιστώ, φωτιά να πέσ’ απάνω,
  πού ’ναι κι άδικος θάνατος, να πέσω να πεθάνω.
Εσύ, μάνα μ’, σαν γκρεμνιστείς, γκρεμνιέται όλος ο κόσμος,        [100]
  γκρεμνιούνται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,   
  γκρεμνιούνται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
  Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
  και κάνε μια παρηγοριά, να κ’ εύρ’ όλος ο κόσμος,
  να κ’ εύρουν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,           [105]
  να κ’ εύρουν κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
  Άιντε, μανούλα μ’, διάβαινε και διάφορο δεν έχεις,
  μόνο το Μέγα Σάββατο τότες να μ’ απαντέχεις.
  Σαν κράξουνε οι πετεινοί και ψάλλουν οι παπάδες,
  τότε, μάνα μ’, μ’ απάντεχε με κάτασπρες λαμπάδες.                 [110]
  
clip_image006[4]
~ Καλή Σαρακοστή και Καλή Ανάσταση ~



ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΚΑΙ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

Σ’ αυτό το μνήμα το βουβό, τ’ αραχνιασμένο χώμα,
πώς, [όνομα νεκρού/νεκρής], εθάφτηκες απίστευτό ’ναι ακόμα.

Περνώ, φωνάζω, δεν μ’ ακούς και μόνη ψιθυρίζω,
πάνω στα έρημα βουνά σαν τα πουλιά γυρίζω.

Το άχαρο κορμάκι σου, το όμορφό σου σώμα
θα το χαρεί η μαύρη γη, το νεκρικό το χώμα.

Όλοι οι περίφημοι γιατροί χαθήκανε για σένα,
που ’γιαίνανε κρυφές πληγές και σπλάχνα πληγωμένα.

Ρίξε το χώμα απ’ τη μια, στην άλλη το λιθάρι
και σήκω και περπάτησε, σαν που ’σουν παλικάρι.

Οι φίλοι σου σε αγαπούν, έρχονται κάθε βράδυ,
σήκω και κάθισε μαζί και φύγε απ’ το σκοτάδι.

Ρίξε το χώμα απ’ τη μια, την πλάκα απ’ την άλλη
και σήκω και περπάτησε, σαν που ’σουν παλικάρι.

Ο χωρισμός κι ο θάνατος είναι το ίδιο πράμα,
μήδε βοτάνια πιάνουνε, μήδε Αγιών το τάμα.

Έχασες τις ελπίδες σου, πάει κι η συντροφιά σου,
δεν έχεις άλλο σύντροφο, μόνο τα δάκρυά σου.

Έλα δυο λόγια να σου πω, χαρά θα το γνωρίσω,
δώσ’ μου και το χεράκι σου, να σ’ αποχαιρετήσω.

Τραγούδι κάνω τον καημό, τον πόνο σου να σβήσω,
γιατί το ξέρω δεν μπορώ πίσω να σε γυρίσω.

Για τους δικούς σου δεν θα πω δυο λόγια πικραμένα,
έφυγες και μας άφησες σαν φύλλα μαραμένα.

Έρημη πλάκα σκέπασε το άμοιρο κορμί σου
και δεν μπορείς να ξαναδείς ούτε και τους γονείς σου.

Ο τάφος δεν σου ταίριαζε, τ’ αραχνιασμένο μνήμα,
που βάλαν το κορμάκι σου σ’ αυτή την ηλικία.

Ούτε γιατροί σε γιάτρεψαν, ούτε οι Αγιοί βοηθούνε,
ο Χάρος ήταν ο γιατρός, δεν θα σε ξαναδούμε.

Χάρε, πώς απεφάσισες κι έκανες αδικία
και πήρες το κορμάκι του σε τέτοια ηλικία;

Ο Χάρος ήταν ο γιατρός κι ο τάφος ησυχία,
ο ζωντανός ο χωρισμός ήταν απελπισία.

Ο ζωντανός ο χωρισμός είναι για τα θηρία,
όχι γι’ ανθρώπινες καρδιές, γιατί ’ναι αμαρτία.

Χάρε, πώς απεφάσισες και πήρες τέτοιο σώμα
και το ’βαλες στη μαύρη γη, και θα το φα’ το χώμα;

Χάρε σκληρέ και άπονε, έκανες αδικία
και πήρες το κορμάκι του σε τέτοια ηλικία.

Σήκωσε πλάκα του νεκρού, να δεις ανθρώπου χάλι,
πού θε να καταντήσουνε τα πλούτη και τα κάλλη.

Ορφάνεψα και έμεινα σαν το νερό στ’ αυλάκι,
όπου στερεύει το νερό και μένουν πέτρες κι άμμοι.

Στου Χάρου τη λαβωματιά βοτάνια δεν χωρούνε
ούτε γιατροί σε γιάτρεψαν ούτε οι Αγιοί βοηθούνε.

Σαν απεθάνω και ταφώ και είσαι μακριά μου,
θε να σου πούνε οι νεκροί τα χαιρετίσματά μου.

Πόδια μου, για ξαπλώσετε, χέρια μου, σταυρωθείτε,
ματάκια μου να κλείσετε, στη μαύρη γη θα μπείτε.

Ας έπεφτα στα μάρμαρα κι ας πλάγιαζα στο χώμα,
ας είχα τη μανούλα μου ακόμα δύο χρόνια.



ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ

Όλα για το Ραφαήλ Ν. Χρυσάφη
από τη γιαγιά του Αγάθη Εμμ. Χρυσάφη

Σ’ αυτό το μνήμα το βουβό, τ’ αραχνιασμένο χώμα,
πώς, Ραφαήλ, εθάφτηκες απίστευτό ’ναι ακόμα.

Περνώ, φωνάζω, δεν μ’ ακούς και μόνη ψιθυρίζω,
πάνω στα έρημα βουνά σαν τα πουλιά γυρίζω.

Μάταιο είναι να σε βρω, να σε σφιχταγκαλιάσω,
ο Χάρος μας εχώρισε, μάνα, πατέρα κι αδελφές
και την καλή γιαγιά σου.
         
Πάντα με τ’ αχ βραδιάζομαι και με το βαχ κοιμούμαι,
μερόνυχτα, αγάπη μου, εσένα συλλογούμαι.

Το άχαρο κορμάκι σου, το όμορφό σου σώμα
θα το χαρεί η μαύρη γη, το νεκρικό το χώμα.

Όλοι οι περίφημοι γιατροί χαθήκανε για σένα,
που ’γιαίνανε κρυφές πληγές και σπλάχνα πληγωμένα.

Ρίξε το χώμα απ’ τη μια, στην άλλη το λιθάρι
και σήκω και περπάτησε, σαν που ’σουν παλικάρι.

Οι φίλοι σου σε αγαπούν, έρχονται κάθε βράδυ,
σήκω και κάθισε μαζί και φύγε απ’ το σκοτάδι.

Και η μανούλα σου η χρυσή κι οι δυο οι αδελφές σου
πηγαίνουν κι έρχονται συχνά, ίσως σε ξαναδούνε.

Και η γιαγιά σου η καλή, μαζί με τον μπαμπά σου
πηγαίνουν κι έρχονται μαζί, να τ’ς έχεις συντροφιά σου.

Ρίξε το χώμα απ’ τη μια, την πλάκα απ’ την άλλη
και σήκω και περπάτησε, σαν που ’σουν παλικάρι.

Ο χωρισμός κι ο θάνατος είναι το ίδιο πράμα,
μήδε βοτάνια πιάνουνε, μήδε Αγιών το τάμα.

Έχασες τις ελπίδες σου, πάει κι η συντροφιά σου,
δεν έχεις άλλο σύντροφο, μόνο τα δάκρυά σου.

Έλα δυο λόγια να σου πω, χαρά θα το γνωρίσω,
δώσ’ μου και το χεράκι σου, να σ’ αποχαιρετήσω.

Τραγούδι κάνω τον καημό, τον πόνο σου να σβήσω,
γιατί το ξέρω δεν μπορώ πίσω να σε γυρίσω.

Για τους δικούς δεν θα πω δυο λόγια πικραμένα,
έφυγες και μας άφησες σαν φύλλα μαραμένα.

Έρημη πλάκα σκέπασε το άμοιρο κορμί σου
και δεν μπορείς να ξαναδείς ούτε και τους γονείς σου.

Ο τάφος δεν σου ταίριαζε, τ’ αραχνιασμένο μνήμα,
που βάλαν το κορμάκι σου σ’ αυτή την ηλικία.

Σε σήκωναν και σ’ έβαζαν στην πόρτα του σπιτιού σου,
μόλις σε βάλαν καταγής, έχασες τη ζωή σου.

Ούτε γιατροί σε γιάτρεψαν, ούτε οι Αγιοί βοηθούνε,
ο Χάρος ήταν ο γιατρός, δεν θα σε ξαναδούμε.

Χάρε, πώς απεφάσισες κι έκανες αδικία
και πήρες το κορμάκι του σε τέτοια ηλικία;

Ο Χάρος ήταν ο γιατρός κι ο τάφος ησυχία,
ο ζωντανός ο χωρισμός ήταν απελπισία.

Ο ζωντανός ο χωρισμός είναι για τα θηρία,
όχι γι’ ανθρώπινες καρδιές, γιατί ’ναι αμαρτία.

Χάρε, πώς απεφάσισες και πήρες τέτοιο σώμα
και το ’βαλες στη μαύρη γη, και θα το φα’ το χώμα;

Χάρε σκληρέ και άπονε, έκανες αδικία
και πήρες το κορμάκι του σε τέτοια ηλικία.

Σήκωσε πλάκα του νεκρού, να δεις μέσα τι χάλι,
πού θε να καταντήσουνε τα πλούτη και τα κάλλη.

Ορφάνεψα και έμεινα σαν το νερό στ’ αυλάκι,
όπου στερεύει το νερό και μένουν πέτρες κι άμμοι.

Κλαίω και κλαίνε τα βουνά, οι κάμποι αντιλαλούνε,
άραγες τα ματάκια μου θε να σε ξαναδούνε;

Στου Χάρου τη λαβωματιά βοτάνια δεν χωρούνε
ούτε γιατροί σε γιάτρεψαν ούτε οι Αγιοί βοηθούνε.

Σαν απεθάνω και ταφώ και είσαι μακριά μου,
θε να σου πούνε οι νεκροί τα χαιρετίσματά μου.

Πόδια μου, για ξαπλώσετε, χέρια μου, σταυρωθείτε,
ματάκια μου να κλείσετε, στη μαύρη γη θα μπείτε.
Πάντα θα σε θυμόμαστε, η γιαγιά σου Αγάθη



ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΘΗ ΚΟΥΤΛΗ-ΧΡΥΣΑΦΗ
 
      Εις το νεκροταφείο

— Φτωχή γερόντισσα, γιατί σαν πέρδικα μαδιέσαι,
    για ποιον πονείς, ποιος σου ’καψε τη μαύρη σου καρδούλα,
    για ποιον στα μαύρα ντύθηκες, πες μου, καλή γριούλα.

— Αχ, τι να πω η έρημη, στον κόσμο μοναχή μου;
    Τέσσερα μου ’δωσε ο θεός ατίμητα διαμάντια,
    τέσσερα τριαντάφυλλα, με μόσχο ποτισμένα.
    Με τα φιλιά τ’ ανάθρεψα, τ’ ανάστησα με χάδια
    και παλικάρια τα ’κανα, αλίμονο σε μένα.
    Ήταν αετοί στη λεβεντιά, ήταν στα κάλλη κρίνα,
    τα ’βλεπα κι αναγάλλιαζε η δύστυχη καρδιά μου
    και σήμερα, λαχτάρα μου, πού είναι τα παιδιά μου;
    Λογάριαζα στα χέρια τους τα μάτια μου να κλείσω,
    μα τα ’θαψα η άμοιρη, μεγάλη συμφορά μου.
    «Αν τους αγγέλους τ’ ουρανού πήγε να βρει η ψυχή σας,
    αγαπημένα μου παιδιά, να ’χετε την ευχή μου
    και λίγο τόπο κάνετε στη μάνα σας τη μαύρη»,
    είπε και έμεινε στη γη χλωμή σαν πεθαμένη,
    σαν το πουλί σπαρτάριζε, που ο κυνηγός πληγώνει.
    Έκλαψε κι αναστέναζε στην πλάκα των γερμένη,
    αλλ’ όμως δεν απέθανε, η λύπη δεν σκοτώνει.
  
 

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Σου στέλνω μια επιστολή με δυο περιστεράκια,
το ένα φέρνει τους καημούς, το άλλο τα φαρμάκια.

Σιγά-σιγά με προσοχή άνοιξε το χαρτί μου
και μέσα, φως μου, θα βρεθεί ο βίος, η ζωή μου.

Σιγά-σιγά με προσοχή άνοιξε το παρόν μου
και αν σ’ αρέσει διάβασε τον βίο το δικό μου.

Θέλει λιγάκι προσοχή και μαστοριά μεγάλη
να την ανοίξεις να τη δεις και να την κλείσεις πάλι.

Κι αν εύκολα ηδυνηθείς εσύ να τη σφαλίσεις,
τότε θα είσαι άξιος εμένα ν’ αγαπήσεις.

Σε τέσσερα την έκανα, για να σου τηνε στείλω,
να βάλω μέσα δάκρυα για σένανε που χύνω.

Σε τέσσερα τη δίπλωσα, για να σου τηνε στείλω,
να καταλάβεις και να δεις τα δάκρυα που χύνω.

Το πρώτο φύλλο άνοιξε, να δεις τα γράμματά μου,
το τρίτο και το τέταρτο, να δεις και την καρδιά μου.

Όπως το τριαντάφυλλο που θέλεις να τ’ ανοίξεις,
πρόσεξε την καρδούλα μου, να μην μου την ξεσχίσεις.

Όταν ανοίξεις το χαρτί, μάτια, γλυκά μου μάτια,
θα γίνει η καρδούλα μου σε τέσσερα κομμάτια.

Για διάβασε το γράμμα μου και σαν τ’ αποτελειώσεις,
αν έχεις ευχαρίστηση, έλα να μ’ ανταμώσεις.

Δέξου, φως μου, ενθύμιο καρδούλα πληγωμένη
και με σατα περαστή στη μέση χωρισμένη.

Πάρε καρδιά ζωγραφιστή, καρδούλα δίχως αίμα,
για κοίτα την πώς σχίζεται, αγάπη μου, για σένα.

Βλέπεις πόσο θανάσιμα την έχεις πια πληγώσει,
άραγε θα το θυμηθείς φαρμάκι να της δώσεις;

Είχα καρδιά γαρύφαλλο, με άνθη στολισμένη
και τώρα εκατάντησε να στέκει μαραμένη.

Μέσα από την καρδούλα μου ένα σπαθί περνάει
και ένα φίδι φοβερό το αίμα μου ρουφάει.

Όσο περνάει ο καιρός, το φίδι μεγαλώνει,
περικυκλώνει την καρδιά και το κορμί μου λιώνει.

Όσο περνάει ο καιρός, το φίδι μεγαλώνει
και μένα την καρδούλα μου την τρώει και τη λιώνει.

Ποιος πληγωμένο έγιανε, να ’χω κι εγώ ελπίδα,
τις μαχαιριές που μου ’δωσες μες στης καρδιάς τα φύλλα.

Είναι πηγή του έρωτος τα δυο σου μαύρα μάτια,
που κάναν την καρδούλα μου, σαράντα δυο κομμάτια.

Λιγνό κυπαρισσάκι μου, γείρε και βγάλε αγέρα,
να κελαηδήσουν τα πουλιά, να ξημερώσει η μέρα.

Ήσουν μικρό, εις το σχολειό επήγαινες ακόμα,
οπού μου άνοιξες πληγές αγιάτρευτες στο σώμα.

Επλήγωσές μου την καρδιά μ’ ένα χαμόγελό σου
και τώρα δεν γιατρεύεται, κι είναι κακό δικό σου.

Εγώ εσέ, μικρούλα μου, αν δεν σε αποκτήσω,
θα πάρω δηλητήριο ή θα αυτοκτονήσω.

Σ’ αγάπησα και νόμιζα πως θά ’βρω τη χαρά μου,
και όμως μεγαλώσανε οι πόνοι στην καρδιά μου.

Μ’ αυτό το δηλητήριο, που το κρατώ στο χέρι,
σ’ αφήνω γεια, αγάπη μου, αν δεν σε κάνω ταίρι.

Το πίνω και σ’ αφήνω γεια, στον άδη κατεβαίνω,
στο φοβερό κριτήριο, εκεί σε περιμένω.

Λιγνό κυπαρισσάκι μου, δροσιά του λογισμού μου,
μέρα και νύχτα και αυγή δεν βγαίνεις απ’ το νου μου.

Ιδού λοιπόν ο τάφος μου, γονάτισε και κλάψε
και τ’ άθλιο κορμάκι μου σαν σου μιλήσει πάψε.

Σκέψου και μετανόησε, μην κάνεις αδικία,
ψυχή θα δώσεις στο θεό, μην κάνεις αμαρτία.

Ο τάφος είναι έτοιμος, μα η ψυχή δεν βγαίνει,
δυο λόγια απ’ τ’ αχειλάκι σου στέκει και περιμένει.

Εγώ για το χατίρι σου στον τάφο κατεβαίνω,
στο φοβερό κριτήριο, εκεί σε περιμένω.

Στο φοβερό κριτήριο, εκεί σε περιμένω,
να έρθεις, φως μου, να με βρεις νεκροταφιασμένο.

Θέλω τον τάφο μου ανοιχτό, να ’ρχονται να θρηνούνε,
να δούνε πώς πεθαίνουνε όσοι βαριαγαπούνε.

Βλέπεις το λούλουδο αυτό, έτσι κι εγώ ανθούσα
και με καρδιά ολόχρυση γελούσα και γλεντούσα.

Το γιασεμί στην πόρτα σου θ’ ανθίσει και θα δέσει
και το λιγνό κορμάκι σου στα χέρια μου θα πέσει.

Ώσπου να ζω θα σ’ αγαπώ, κι αν τύχει και πεθάνω,
θα σε ζητήσω για σταυρό στον τάφο μου επάνω.

Ψηλά βουνά και πράσινα, δέντρα μου φουντωμένα,
στείλετε την αγάπη μου ή πάρετε και μένα.
  
Αυτά τα λίγα, αγάπη μου, γράφω σ’ αυτό το γράμμα,
μα δεν βαστά η καρδούλα μου τον πόνο και το κλάμα.

Ο θάνατος είναι γιατρός, ο τάφος ησυχία,
ο ζωντανός ο χωρισμός είναι απελπισία.

Χαρά στη μοίρα σας, βουνά, χαρά στο ριζικό σας,
όπου δεν περιμένετε ποτέ το χωρισμό σας.  

Ρόδα κρατώ, ρόδα πουλώ και ρόδα αγοράζω,
για σένα, αγάπη μου γλυκιά, όλα τα θυσιάζω.

Ρόδα και τριαντάφυλλα και τ’ ουρανού τα κάλλη,
εσένα πρωταγάπησα, δεν θ’ αγαπήσω άλλη.

Ρόδο εσύ, ρόδο κι εγώ, μαζί θα φυτευτούμε,
θ’ ανοίξουν οι αγκάλες μας, να σφιχταγκαλιαστούμε.

Εγνώρισε κι άλλες πολλές κοπέλες η καρδιά μου,
μόνο εσένα αγάπησα, γλυκιά παρηγοριά μου.

Στον κόσμο σε αγάπησα, άλλη δεν θ’ αγαπήσω
και αν εσύ με αρνηστείς, μονάχος μου θα ζήσω.

Αν μ’ αρνηστείς καμιά φορά, θα κλάψεις λυπημένα,
γιατί το πρώτο το φιλί το έδωσες σε μένα.

Δεν το ’λπιζα εις τη ζωή έτσι να καταντήσω,
για το δικό σου έρωτα, χαρά να μη γνωρίσω.

Έρωτας και εγωισμός ποτέ δεν συντροφιάζουν,
καρδιές π’ αγαπηθήκανε πάντα θ’ αναστενάζουν.

Αγάπη μου, το χωρισμό άλλο δεν τον αντέχω,
γιατί στη δόλια μου καρδιά μεγάλο πόνο έχω.

Αγάπη μου, όσο μακριά κι αν βρίσκεσαι στα ξένα,
ο νους μου και η σκέψη μου είναι κοντά σε σένα.

Αν δεις, φως μου, τα σύννεφα και είναι μαυρισμένα,
είναι δικά μου δάκρυα και τα ’χω σκορπισμένα.

Όταν το συλλογίζομαι πως βρίσκεσαι στα ξένα,
σταλαματιές - σταλαματιές στάζει η καρδιά μου αίμα.

Τα συννεφάκια τ’ ουρανού ρώτησε να σου πούνε
πώς κλαίνε τα ματάκια μου, όταν σε θυμηθούνε.

Όρκο έκανα στην Παναγιά να μη σε λησμονήσω,
αφού εσύ δεν μ’ αγαπάς, στην ερημιά θα ζήσω.

Ζήσε εσύ κι ευτύχησε κι εγώ ας ξεψυχήσω
και πως για σένα χάθηκα κρυφό θα το κρατήσω.

Μου ’δωσες το δικαίωμα εγώ να σ’ αγαπήσω,
τώρα κοιτάς να μ’ αρνηθείς, και σαν κερί θα σβήσω.

Άνοιξε την καρδούλα μου με συρματένια τρίχα,
να δεις εσύ, αγάπη μου, σε ποια μεριά σε είχα.

Ένα πουλί επέταξε και χαμηλοπετούσε
και βρήκε την αγάπη μου στην πόρτα και κεντούσε.

Και το πουλί που πέταγε ήρθε να σου μιλήσει,
οπού το έστειλα εγώ, να σε παρηγορήσει.

Βλέπεις εκείνο το πουλί που τρώει το σταφύλι,
έτσι και την καρδούλα μου την τρώει μαύρο φίδι.

Αγάπη μου, σαν με πλήγωσες, δεν σου παραπονούμαι,
μόνο μια χάρη σου ζητώ να μην ξεχωριστούμε.

Φεύγω, αγάπη μου  γλυκιά, έλα να σε φιλήσω
και σου ζητώ συγχώρεση, προτού να ξεψυχήσω.

Φεύγω, αγάπη μου γλυκιά, έλα να σε φιλήσω,
να πάρεις το φιλάκι μου, ωσότου να γυρίσω.

Εσένα μόνο αγάπησα σε όλη τη ζωή μου
κι ούτε ποτέ θα το σκεφτώ να σ’ αρνηστώ, μικρή μου.

Πολλοί στον κόσμο αγαπούν, μα όχι σαν κι εμένα,
που τη χαρά μου έχασα παντοτινά για σένα.

Καρδιά οπού πληγώθηκε από αγάπης πόνο
με τη χαρά δεν ημπορεί να ζήσει πια στον κόσμο.

Έσβησε, πάει η χαρά, τελείωσε για μένα
το όνειρο που ήλπιζα αγάπη μου για σένα.

Με πόνο πιάνω το χαρτί, με βάρσανα την πένα,
τα πάθη της καρδούλας μου να γράψω ένα-ένα.

Ο ζωντανός ο χωρισμός είναι για τα θηρία,
όχι γι’ ανθρώπινες καρδιές, γιατί ’ναι αμαρτία.

Να γράψω ήθελα πολλά, μα η καρδιά δεν βάζει,
πολύ σε συλλογίζεται και βαριαναστενάζει.

Κόσμος διαβαίνει κι έρχεται, άλλος περνά και πάει,
μα μένα η καρδούλα μου εσένα λαχταράει.

Όποιος μ’ ακού’ και τραγουδώ, λέει δεν έχω πόνο,
μα εγώ με τα τραγούδια μου τον πόνο ξελαφρώνω.

Όταν σε βλέπω να ’ρχεσαι από μεγάλο δρόμο,
όλα τ’ αηδόνια κελαηδούν κι εγώ σε καμαρώνω.

Όταν θα πάρεις τη γραφή, μάτια, γλυκά μου μάτια,
όλα δω μέσα θα βρεθούν, πόνοι και τα φαρμάκια.

Γράμμα σου στέλνω, αγάπη μου, δεν θέλω να δακρύσεις,
μόνο μια χάρη σου ζητώ, να μη με λησμονήσεις.

Γράμμα στα χέρια που θα πας, κάτσε κουβέντιασέ τα,
αν σε ρωτήσουνε για με, τα βάσανά μου πες τα.

Αν θα σκεφτείς καμιά φορά να αρνηθείς εμένα,
να μην ξεχάσεις όλα αυτά που ’χουμε μιλημένα.

Δώσε μου μιαν υπόσχεση, να ξέρω τι θα γίνω,
να μην πηγαίνουν άδικα τα δάκρυα που χύνω.

Μια χάρη μόνο από σε θέλω να μου την τάξεις,
το πονεμένο γράμμα μου ποτέ να μην πετάξεις.

Όμορφα είναι τα βουνά που την αυγή δροσιάζουν,
χαρά σ’ εκείνες τις καρδιές που δεν αναστενάζουν.
     
Θέλεις να δεις αν σ’ αγαπώ, κρυφά καθένας το ’χει,
εγώ δεν είπα ακόμα ναι κι εσύ δεν είπες όχι.

Εσένα μόνο αγάπησα στην τωρινή ζωή μου
κι ούτε ποτέ δεν θα σκεφτώ να σ’ αρνηστώ, μικρή μου.

Σιγά-σιγά, με προσοχή, άνοιξε να γνωρίσεις
τον πόνο της καρδούλας μου να τονε ξεχωρίσεις.

Δεν θέλω εις τον τάφο μου άνθη να ευωδίζουν,
μόν’ θέλω τα ματάκια σου να ’ρχονται να δακρύζουν.

Δεν γράφω για να κλάψετε ούτε και να χαρείτε,
έγραψα να διαβάσετε και να με θυμηθείτε.

Με στεναγμό αρχίνισα και με χαρά τελειώνω,
γιατί αυτό που επιθυμώ βλέπω να κατορθώνω.

Δεν θέλω εις τον τάφο μου λουλούδια να στολίζεις,
γιατί συχνά με δάκρυα θά ’ρθεις να τα ποτίζεις.

Μιλάς και άνθη πέφτουνε, γελάς και πέφτουν ρόδα,
τ’ αγγελικό σου το κορμί σ’ άλλη καμιά δεν το ’δα.

Ποιος κρίνος ωραιότατος σου ’δωσε την ασπράδα
και ποια μηλιά ροδομηλιά τη ροδοκοκκινάδα;

Ξύπνα διαμαντοπέρδικα, ήρθα στη γειτονιά σου,
χρυσή κορδέλα έφερα, να δέσεις τα μαλλιά σου.

Με αγαπάς και σ’ αγαπώ, για κοίταξέ με πρώτα,
τα δυο μου χείλη μη ρωτάς, τα δυο μου μάτια ρώτα.

Μονάχο μου που κάθομαι και γράφω αυτό το γράμμα,
με πήρε το παράπονο και άρχισα το κλάμα.

Για κοίταξε το γράμμα μου το παραπονεμένο,
έτσ’ είν’ και το κορμάκι μου πολύ βασανισμένο.

Δεν γράφω για να κλάψετε ούτε και να χαρείτε,
έγραψα να διαβάσετε και να με θυμηθείτε.

Σου χάρισα ειλικρινά αίμα απ’ την καρδιά μου,
γιατί ποτέ δεν σε ξεχνώ, γλυκιά παρηγοριά μου.

Θυμάσαι, αγάπη μου γλυκιά, τα ’χαμε κουβεντιάσει
και μου ’λεγες, αν μ’ αρνηθείς, ο κόσμος θα χαλάσει.

Τα άστρα μου το είπανε πως θα σε αγαπήσω,
δάκρυα από τα μάτια μου σαν ποταμούς θα χύσω.

Μία τσιγγάνα μου ’χε πει πως θα με αγαπήσεις
και το φτωχό κορμάκι μου σκληρά θα τυραγνήσεις.

Αλλού μοιράζεις τη χαρά, αλλού την ευτυχία
και μένα αφήνεις έρημο μέσα στη δυστυχία.

Σκέψου μονάχα μια στιγμή και το δικό μου πόνο,
μ’ έκανε η αγάπη σου σιγά-σιγά να λιώνω.

Μ’ έκανε η αγάπη σου να καταντήσω πτώμα
και μία μέρα θα βρεθώ νεκρό στο μαύρο χώμα.

Σου στέλνω χαιρετίσματα, πουλί μ’ αγαπημένο,
την ευτυχία δώσε μου, που χρόνια περιμένω.

Έλιωσες το κορμάκι μου, κοίτα πώς έχω γίνει
και η καρδιά σου δεν πονά και άλλους πόνους δίνει.

Ωσάν νεκρή που κείτεται στης μαύρης γης το χώμα,
έτσι κι εμέ κατήντησε το άθλιό μου σώμα.

Πιστά θα μένω, αγάπη μου, πάντα στον έρωτά σου,
γιατί θωρώ ότι πιστά πονά για με η καρδιά σου.

Τη μεγαλύτερη χαρά βρίσκω στον έρωτά σου,
γι’ αυτό θα μένω πάντοτε πιστά στην αγκαλιά σου.

Αφότου σε αγάπησα, έχασα τη χαρά μου
και μ’ άνοιξες κρυφή πληγή μέσα στα σωθικά μου.

Ό,τι κι αν πάθω στη ζωή, ποτές δεν μετανιώνω,
γιατί το πρώτο το φιλί μου το ’δωσες με πόνο.

Τέσσερα φύλλα έχ’ η καρδιά, μου τα ’κανες κομμάτια
με τις ματιές που μου ’δωσαν τα δυο σου μαύρα μάτια.

Φως μου, δεν με λυπήθηκες έτσι να με πληγώσεις
και στο κορμί μου βάσανα τόσο πολλά να δώσεις.

Σκέψου, μικρό μου, στη ζωή τα έχουμε περάσει
και τώρα η καρδούλα σου θέλει να με ξεχάσει.

Θα μένω πάντοτε πιστά στην ιδική σου αγάπη
κι εγώ για σένα πως πονώ κανείς δεν θα το μάθει.

Όταν θα νιώσεις τι τραβά για σένα το κορμί μου,
τότες μόνο θα πάψουνε οι αναστεναγμοί μου.

Όταν στον Άδη κατεβώ και το κορμί μου κλείσουν,
τότε κι εγώ, αγάπη μου, θε να σε λησμονήσω.

Άραγες θα το λυπηθείς το κουρασμένο σώμα,
όταν θα το σκεπάσουνε στο μαυρισμένο χώμα;

Θέλω κερί στον τάφο μου, ποτές του να μη σβήνει
κι όποιος περνά να το κοιτά και δάκρυα να χύνει.

Τα μάτια μου με δάκρυα θα σ’ αποχαιρετήσουν
την τελευταία μου στιγμή, όταν για πάντα κλείσουν.

Μην κλαις, αγάπη μου γλυκιά, που λείπω από κοντά σου,
χιλιάδες μάνες βρίσκονται στη θέση τη δικιά σου.

Εδώ ’ναι το κορμάκι μου στη μηχανή βγαλμένο,
όταν θα μπω στη μαύρη γη, ενθύμιο θα μένω.

Να ’ξερες πως ζωγράφισα πάνω σε ένα φύλλο
την πονεμένη μου καρδιά, για να σου τηνε στείλω.

Όλος ο κόσμος με μισεί, μα δε μισώ κανέναν,
γιατί ζωή προσωρινή είναι για τον καθένα.

Ο χωρισμός σου μ’ άφησε μες στην καρδιά μαράζι,
μοιάζω με μάνα που ’χασε παιδί κι αναστενάζει.

Σ’ αγάπησα, πουλάκι μου, ίσως και ησυχάσω,
μα βλέπω πως κατάντησα τα νιάτα μου να χάσω.

Πάντα θα είμαι δυστυχής, αφού το θέλει η μοίρα,
όλες τις πίκρες του ντουνιά κληρονομιά τις πήρα.

Δεν έχω άλλα δάκρυα, αγάπη μου, να κλάψω,
μνήμα θα κάνω τη ζωή, το σώμα μου να θάψω.

Στον ψεύτη κόσμο γ-οι ομορφιές παντοτινά δεν ζούνε,
μαραίνονται και σβήνονται, φθείρονται και περνούνε.

Σαν το ζητιάνο έρχομαι στην πόρτα σου και στέκω,
να μ’ ελεήσεις δεν ζητώ, μονάχα να σε βλέπω.

Δεν θέλω απ’ την αγάπη μας άλλος κανείς να πάρει
ούτε ο ίδιος ο θεός να κάνει τέτοια χάρη.

Εχάρισά σου την καρδιά, τη βάση του κορμιού μου,
μα συ δεν φχαριστήθηκες, επήρες και το νου μου.

Στον άδη που ’ναι οι νεκροί κι εκεί θα σε ζητήσω,
αν δεν μπορέσω στη ζωή για να σε αποκτήσω.

Τύχη μου, με κατάντησες σαν δέντρο μαραμένο,
που δεν ελπίζει πια ποτέ ν’ ανθίσει το καημένο.

Με το Θεό θε να κριθείς, τύχη καταραμένη,
στη θέση όπου μ’ έφερες, τι άλλο πια σου μένει;

Κανείς να μην αξιωθεί στον τόπο μου να έρθει,
γιατί ’ναι ανυπόφερτο το ιδικό μου ντέρτι.

Στη θέση όπου βρίσκομαι δεν το ’λπιζα να έλθω,
σαν το κερί να καίγομαι, κάτω στη γη να πέφτω.

Ώχου, και πώς κατάντησα, σαν δέντρο μαραμένο
που ρίχνει τ’ άνθη καταγής σαν να’ ναι διψασμένο.

Τα δάκρυα κατήντησαν να πνίξουν το κορμί μου,
γιατί ’ναι ανυπόφερτη η τωρινή ζωή μου.

Όλοι οι καημοί γιατρεύονται, μα μένα η πληγή μου
είναι κρυφή κι αγιάτρευτη και φθείρει τη ζωή μου.

Και τα πουλάκια που πετούν κι εκείνα ’ναι θλιμμένα,
πάψανε και δεν κελαηδούν για μένα τα καημένα.

Όταν γυρίσω και σε δω, νεκρό ’ναι το κορμί μου,
σαν να μην έχει πια ψυχή και παύουν οι παλμοί μου.

Δος μου ένα θάρρος, μάτια μου, εσύ ’σαι η ζωή μου,
να ’ρθει στο σώμα μου η ψυχή και η αναπνοή μου.

Θέλω με τρόπο, μάτια μου, κάτι να σε ρωτήσω,
βγαίνει φωνή στα χείλη μου και πάλι φεύγει πίσω.

Σκέπτομαι διπλοσκέπτομαι με τι τρόπο ν’ ανοίξω
τα μαραμένα χείλη μου, φως μου, να σου μιλήσω.

Το θάρρος με παρακινεί, φως μου, να σου μιλήσω,
συγγνώμην σε παρακαλώ με τι τρόπο ν’ αρχίσω.

Αν μ’ αγαπάς ειλικρινά, καθώς κι εγώ εσένα,
ορκίσου στην αγάπη μας και στο Χριστό για μένα.

Άνοιξε το χειλάκι σου, δυο λόγια να μιλήσεις,
την πληγωμένη μου καρδιά να την παρηγορήσεις.

Δος μου μια χάρη στη ζωή, παρηγοριά γυρεύω,
βγάλε με απ’ τα βάσανα, για σένα κινδυνεύω.

Φως μου, μια χάρη σου ζητώ, λυπήσου με, πουλί μου,
μη με παιδεύεις άδικα και φθείρεις τη ζωή μου.

Δεν ήταν να μη γεννηθώ, κόσμο να μη γνωρίσω,
στον έρωτά σου το σκληρό θ’ αδικοθανατίσω.

Πού ’ναι η πρώτη υπόσχεση, όταν σε πρωτοείδα,
και μ’ έκανες το δυστυχή ν’ αφήσω την ελπίδα.

Με τα γλυκά τα λόγια σου και τα καμώματά σου,
με γέλασες, αγάπη μου, κι ήρθα στον έρωτά σου.

Πού ’ναι οι όρκοι που ’κανες, τα λόγια που μιλούσες,
νόμιζα ήμουν ευτυχής κι εσύ με απατούσες.

Ποιος άλλος εγεννήθηκε να ’χει τα βάσανά μου,
να μου ’χουν στο προσκέφαλο τα νεκροσέντονά μου.

Όλοι οι περίφημοι γιατροί χαθήκανε για μένα,
που ’γιαίνανε κρυφές πληγές και σπλάχνα πληγωμένα.

Όλοι οι περίφημοι γιατροί στέκουν ολόγυρά μου
κι έχουν το στήθος μου ανοιχτό και βλέπουν την καρδιά μου.

Όλοι οι περίφημοι γιατροί κι οι μάγοι συναχτήκαν,
να κάνουνε συμβούλιο, τα πάθη μου δεν βρήκαν.

Όλοι οι περίφημοι γιατροί κι οι μάγοι προσπαθούνε
να σχίσουν την καρδούλα μου, τα πάθη μου να βρούνε.

Σαν το δεντρί μαράθηκα κι έπεσε ο ανθός μου,
γιατί έχασα το μέλλον μου κι όλο με τρώει ο καημός μου.

Το έρημο κορμάκι μου ο κόσμος το θαυμάζει
πώς δεν ανάβει να καεί, όταν αναστενάζει.

Όλος ο κόσμος με μισεί κι η μάνα που μ’ εγέννα
κι η γη κάνει παράπονο, που την πατώ για μένα.

Στη θέση όπου βρίσκομαι, τι να ελπίζω ακόμα,
αφού ο κόσμος με μισεί και τ’ άψυχο το χώμα.

Το πληγωμένο στήθος μου αίμα από δάκρυ βρέχω
και ζωντανό αν βρίσκομαι, αυτό δεν το κατέχω.

Όλα τα δέντρα ανθίζουνε και τα πουλιά λαλούνε,
μα μένα στην καρδούλα μου βοτάνια δεν χωρούνε.

Πολλές πληγές γιατρεύονται, πολλοί καημοί περνούνε,
μα μένα τα ματάκια μου κάθε στιγμή θρηνούνε.

Θεέ μου, γιατί με έπλασες, αφού μέλλον δεν είχα
και μ’ άφησες στα σκοτεινά να κλαίω μέρα-νύχτα.

Ήμαρτον, Θε’ μου, πάψε πια, λυπήσου το κορμί μου
και πάρε την ψυχούλα μου, να πάψουν οι καημοί μου.

Ω Θεέ μου, πάψε πια, λυπήσου το κορμί μου
και πάρε την ψυχούλα μου, να πάψουν οι καημοί μου.

Δικό σου πλάσμα ’μαι κι εγώ, μη με παιδεύεις, Θεέ μου,
που δεν εχάρηκα ποτέ στον κόσμο αυτό ποτέ μου.

Στην τωρινή μου την πληγή γιατροί δεν εισχωρούνε,
στη θέση όπου βρίσκομαι και στους καημούς οπού ’μαι.

Στη θέση όπου βρίσκομαι γιατροί δεν πλησιάζουν,
περίλυποι στην κλίνη μου στέκουν και με κοιτάζουν.

Κάνω να κλάψω, δεν μπορώ, ν’ αναστενάξω ανάβει
φλόγα κρυφή στα σπλάχνα μου και το κορμί μου καύει.

Όλος ο κόσμος βρίσκεται για με συλλογισμένος,
ως κι ο ουρανός με τ’ άστρα του κι αυτός είναι θλιμμένος.

Ω ουρανέ με τ’ άστρα σου, με το μαβί σου χρώμα,
πέσε ριτσά (παρακάλεσε) στην τύχη μου, μη με παιδεύει ακόμα.

Στη θέση όπου βρίσκομαι η πέτρα να μην έρτει,
γιατί ’ναι ανυπόφερτο το ιδικό μου ντέρτι.

Στην πληγωμένη μου καρδιά δεν εισχωρεί βοτάνι,
σ’ όλο τον κόσμο ωφελεί, εμένα δεν με πιάνει.

Χύσετε, μάτια μ’, δάκρυα, να τρέξουν στην καρδιά μου,
ίσως και σβήσει η φωτιά που ’χω στα σωθικά μου.

Δάκρυα πια δεν μου ’μειναν, να κλάψω να δροσίσω
την πληγωμένη μου καρδιά, τη φλόγα της να σβήσω.

Τώρα που ’βγε η ψυχούλα μου, ό,τι κι αν θέλεις κάνε,
δώσε και το κορμάκι μου στα φίδια να το φάνε.

Φθείρω, λυπούμαι και πονώ κι όλο κρυφά δακρύζω,
τα πάθη που ’χω στην καρδιά μόνη μου τα γνωρίζω.

Αφότου εγεννήθηκα στην τωρινή την πλάση,
δεν άνοιξε τ’ αχείλι μου ποτέ του να γελάσει.

Βουνά, παραμερίσετε, κι είμαι σ’ απελπισία,
να μην ανάψετε φωτιά κι είμαι εγώ αιτία.

Τα δάκρυά μου συντροφιά τα ’χω παντοτινά μου
κι τ’ αχ προικιό στα χείλη μου και φλόγα στην καρδιά μου.

Το αχ είναι το μέλλον μου και οι καημοί χαρά μου
και μόνη μου παρηγοριά τα μαύρα δάκρυά μου.

Ο ζωντανός ο χωρισμός υποφερμό δεν έχει,
αφού η τύχη με μισεί, ο χάρος μ’ απαντέχει. 

Πάρτε, βουνά, τα πάθη μου, γιατί ’μαι απελπισμένος,
σεις χάρο δεν προσμένετε, καθώς εγώ ο καημένος.

Στη θέση όπου βρίσκομαι, ο κόσμος με θαυμάζει
και τα πουλάκια θλίβονται κι η γη αναστενάζει.

Τον τωρινό μου τον καημό άλλοι να μην τον δούνε
ούτε τα άψυχα βουνά να τον αξιωθούνε.

Η θέση όπου βρίσκομαι είναι παραλυμένη
και η ψυχή στο σώμα μου δεν ξέρω πια αν μένει.

Τα τωρινά μου βάσανα είναι φωτιά κι ανάβουν
και τα βουνά που ’ν’ άψυχα δεν θέλω να τα λάβουν.

Τα τωρινά μου βάσανα άλλοι να μην τα δούνε,
γιατί θ’ ανάψουνε φωτιά κι αδίκως θα καούνε.

Τι ανυπόφερτος καημός είναι αυτός για μένα,
να καταντήσω σα νεκρός με χέρια σταυρωμένα.

Τη συμφορά μου άνθρωπος να μην την αποκτήσει,
πέτρα να είναι άψυχη, κι εκείνη θα ρασει.

Θα πάψω να ελπίζω πια κι ό,τι μου μέλλει ας γένω,
αφού η τύχη με μισεί, τι μέλλον να προσμένω;

Σαν το δεντρί με μάρανες, τύχη καταραμένη,
που πέφτουνε τα φύλλα του και μόνο ξύλο μένει.
  
Σαν το δεντρί μαράθηκα, έπεσε ο ανθός μου
κι έπαψα να ελπίζω πια κι όλο με τρώ’ ο καημός μου.

Το άνθος της νεότης μου το έφθειρα για σένα
κι ελπίδα πια δεν έμεινε στον κόσμο αυτό για μένα.

Ποτές μου δεν το ήλπιζα στη θέση αυτή να έλθω,
σαν το κερί να καίγομαι, κάτω στη γη να πέφτω.

Ποιος έχει τούτον τον καημό, την τωρινή πληγή μου,
σαν το κερί σιγά-σιγά να λιώνει το κορμί μου.

Ποιος άλλος εγεννήθηκε να ’χει τα βάσανά μου,
ως και τα άψυχα βουνά κλαίνε τη συμφορά μου.

Ποιος έχει τούτον τον καημό, αυτά τα βάσανά μου,
οπού κοντεύω να πνιγώ μέσα στα δάκρυά μου.

Ενόμιζα η ξενιτιά πως ήτανε παιχνίδι,
μα κείνη είναι θάνατος, φαρμακεμένο φίδι.

Σαν που βαρούν τα σίδερα, βαρούνε και τα ξένα
κι ο ζωντανός ο χωρισμός κρυφός καημός για μένα.

Ποτές μου δεν εχάρηκα όπως χαρούνε άλλοι,
πάντα ’χω στην καρδούλα μου μια πυρκαγιά μεγάλη.

Αφότου εγεννήθηκα, πάντα ’μαι λυπημένο,
πάντα ’χω μαύρη την καρδιά κι αχείλι μαραμένο.

Απελπισμένο περπατώ, κι αν ο Θεός θελήσει,
εκείνος μόνο δύναται τη φλόγα μου να σβήσει.

Ήλπιζα κι απελπίστηκα κι είμαι δυστυχισμένο
και έριξα τους κλώνους μου σαν δέντρο μαραμένο.

Καταραμένη τύχη μου, συ ’σαι καταστροφή μου,
απώλεσες τη νιότη μου και τη γλυκιά ζωή μου.

Τον πόνο έχω συλλογή, τρόμο τα βάσανά μου
και για νερό στα χείλη μου έχω τα δάκρυά μου.

Όταν διπλοσυλλογιστώ τη γλυκοσυντροφιά σου,
στον ύπνο μου παραμιλώ και λέω τ’ όνομά σου.

Σαν το νεκρό κατάντησα με χείλι μαραμένο
στην έρημη την ξενιτιά, όπου μακράν σου μένω.

Πάντα τον ήλιο ερωτώ κάθε πρωί που βγαίνει
και τον διπλοπαρακαλώ χαμπάρι να μου φέρει.

Και μ’ απαντούν γ-οι ακτίνες του γιατί ’σαι λυπημένη,
πάντα με μαύρα δάκρυα και με καρδιά καμένη.

Στα μακρινά κι αν βρίσκεσαι, ο νους μου ’ναι μαζί σου
και περπατώ για μέλλον μου πάντα με την ευχή σου.

Πλαγιάζω για να κοιμηθώ, τα μάτια μου δεν κλειούνε
κι άυπνη ξημερώνομαι, γιατί σένα στερούμαι.

Αφότου ενεχώρησα κι έφυγα από μπρος σου,
τ’ αχείλι μου μαράθηκε και κλαίγω τον καημό σου.

Αφότου ανεχώρησα κι έφυγα από κοντά σου,
ο νους μου έμεινε αυτού, για συντροφιά δικιά σου.

Κρυφή φωτιά ’χω στην καρδιά και καίει και καπνίζει
και καίει το κορμάκι μου κι έπαψε να ελπίζει.

Ώχου, και πώς κατάντησε το έρημο κορμί μου,
σαν το κερί να καίγεται, να φθείρει τη ζωή μου.

Τύχη, μη με παιδεύεις πια, κάνε μ’ αυτή τη χάρη,
αφού βλέπεις πως καρτερώ το χάρο να με πάρει.

Έλα, χάρε, και πάρε το το έρημό μου σώμα,
μη βασανίζεται άδικα με την ψυχή στο στόμα.
   
Έλα, χάρε, και πάρε το το έρημο κορμί μου,
εσύ ’σαι ο μόνος ο γιατρός, να γιάνεις την πληγή μου.

Πού είσαι, χάρε, πρόφτασε, σε σένα ’χω το θάρρος,
εσύ’ σαι ο μόνος ο γιατρός, στον κόσμο δεν είν’ άλλος.

Ποιος άλλος καταστάθηκε στον κόσμο σαν και μένα
να’ χει ψυχή στο σώμα του και χέρια σταυρωμένα.

Το αχ έχω για μέλλον μου, την πίκρα για χαρά μου
κι ελπίδα μου παντοτινή τα μαύρα δάκρυά μου.

Ώχου, πώς με κατάντησαν οι τωρινοί καημοί μου,
δεν ξέρω αν απόθανα ή στέκει η ψυχή μου.

Θαυμάζω πώς κατήντησε το έρημό μου σώμα,
δεν ξέρω αν απόθανα ή ζωντανό ’μαι ακόμα.

Θεέ μου, τι μου έδωσες τέτοια ζωή θλιμμένη,
βάσανα ανυπόφερτα, χρόνοι δυστυχισμένοι.

Ως κι ο θεός μ’ αρνήθηκε, η γη με κατατρέχει,
ως κι ο ουρανός με τ’ άστρα του μαζί μου μάχη έχει.

Όλος ο κόσμος με μισεί κι η μάνα που μ’ εγέννα
ως κι ο ουρανός με τ’ άστρα του στράφτει βροντά για μένα.

Μια ώρα δεν εχάρηκα στον κόσμο η καημένη,
αφότου εγεννήθηκα, πάντα ’μαι λυπημένη.

Ώχου, και πώς κατάντησα η παραπονεμένη,
να ’χω ψυχή στο σώμα μου και να ’μαι νεκρωμένη.

Καλύτερα να ήμουνα πέτρα στης γης το χώμα,
παρά να στέκω ζωντανό στον κόσμο αυτόν ακόμα.

Καλύτερα να ήμουνα μέσα στον μαύρο άδη,
παρά που είμαι ζωντανή και στέκω για σημάδι.

Θεέ μου, για λυπήσου με και βάλε με στον άδη,
τι μ’ έπλασες το δυστυχή στον κόσμο για σημάδι.

Καλύτερα να μ’ έκανες άψυχη πέτρα, θέ’ μου,
παρά που μου ’δωσες ψυχή και δεν χαρώ ποτέ μου.

Όλος ο κόσμος θλίβεται κι ο ουρανός ακόμη
να βλέπει το κορμάκι μου σαν το κερί να λιώνει.

Ώχου, και πώς κατήντησα σαν τους νεκρούς στο χώμα
κι η άπονη γ-η τύχη μου με βασανίζει ακόμα.

Όλος ο κόσμος απορεί στη θέση όπου μένω,
να ’χω στο σώμα μου ψυχή και να ’μαι νεκρωμένο.

Σαν το κερί με φθείρανε οι τωρινοί καημοί μου
και δεν γνωρίζω η ψυχή αν στέκει στο κορμί μου.

Φλόγα βγαίν’ απ’ τα σπλάχνα μου, όταν αναστενάξω,
τα δάση με παρηγορούν, μην τύχει και τα κάψω.

Όλος ο κόσμος με μισεί, ως και η γη ακόμα,
της δίνω βάρος που πατά το έρημό μου σώμα.

Τύχη μου, για σπλαχνίσου με και μη με βαρσανίζεις,
αφότου εγεννήθηκα, φαρμάκι με ποτίζεις.

Ώχου, και πώς κατάντησα σαν ψάρι να σπαράζω,
σαν το κερί να καίγομαι, μαύρο καπνό να βγάζω.
   
Στον κόσμο πριν να γεννηθώ έτσι ήταν το γραφτό μου,
να ’χω τα βάσανα προικιό, το αχ για σύντροφό μου.

Στον κόσμο πριν να γεννηθώ με είχε δικασμένο
η τύχη μου η άπονη μες στους καημούς να μένω.

Τύχη μου, πια το έλιωσες το έρημό μου σώμα,
αφού το χάρο καρτερώ, με τυραγνείς ακόμα.

Τα πάθη μου όταν τα πω κι ο ουρανός βουρκώνει,
κάνει να βρέξει δεν μπορεί, τα νέφη του μαλώνει.

Στράφτει, βροντά και κεραυνούς ρίχνει να κατακάψει
την τύχη μου την άπονη, που δεν θέλει να πάψει.

Τύχη μου, σε παρακαλώ πες μου μαζί μου τι έχεις,
τι σου ’φταιξα ο δυστυχής κι όλο με κατατρέχεις.

Ήμαρτον πια, λυπήσου με, σπλαχνίσου με λιγάκι,
πάψε να με ποτίζεις πια κάθε στιγμή φαρμάκι.  

Λυπήσου με και πάψε πια, λιγάκι ν’ ανασάνω,
μια ώρα να χαρώ κι εγώ στον κόσμο τον απάνω.

Τύχη μου, τι σου έφταιξα, φίδι φαρμακωμένο,
και μ’ άφησες το δυστυχή σαν δέντρο μαραμένο.

Αφού η τύχη με μισεί στον κόσμο τον επάνω,
τώρα δεν τη φοβούμαι πια, ό,τι κι αν θέλω κάνω.

Τη νύχτα έχω συνοδειά για όνομα δικό σου
και τα πικρά χαράματα, να κλαίω τον καημό σου.

Θαυμάζω πώς μ’ αρνήστηκες, ποια είναι η αιτία,
μη μ’ απελπίζεις, μάτια μου, γιατί ’ναι αμαρτία.

Αν σου ’φταιξα ο δυστυχής χωρίς να εννοήσω,
συμπάθησέ με, μάτια μου, και άφες με πια να ζήσω.

Διπλή συγγνώμη σου ζητώ, έλεος περιμένω,
γίνε γιατρός και ’γιάνε με τώρα που κινδυνεύω.

Πρόφτασε, φως μου, σώσε με κι ο χάρος πλησιάζει
κι η γ-άπονη η τύχη μου τα σάβανα ’τοιμάζει.

Μ’ ένα σου βλέμμα δύνεσαι εσύ όταν θελήσεις
το χάρο απ’ την κλίνη μου πίσω να τον γυρίσεις.

Θυμήσου, φως μου, μια στιγμή με της αυγής την Πούλια
που γλυκοκουβεντιάζαμε κι ανοίγαν τα ζουμπούλια.

Θέλω να πω τον πόνο μου, μα από πού ν’ αρχίσω,
ποιες πίκρες μου πρώτα να πω και ποιες ν’ αφήσω πίσω.

Θέλω να πω τον πόνο μου, μα πάλι μετανιώνω,
να μην ακούσουν άνθρωποι πχουν κι εκείνοι πόνο.

Θέλω να πω τον πόνο μου, το στόμα δεν ανοίγει,
τα μάτια μου βουρκώνουνε κι ο στεναγμός με πνίγει.

Θέλω ν’ ανέβω σε βουνό, τον πόνο μου να κλάψω,
να μην μ’ ακούσει άνθρωπος σαν βαριαναστενάξω.

Θέλω ν’ ανέβω σε βουνό, εκεί να μένω μόνη,
ίσως εκεί να γιατρευτούν και οι δικοί μου πόνοι.

Σ’ ένα βουνό θα ανεβώ, εκεί πάνω θ’ αράξω,
τα βάσανα που πέρασα τραγούδια να τα γράψω.

Τα χιόνια στα ψηλά βουνά μόνο βροχή τα λιώνει
και μένα το κορμάκι μου οι πίκρες και οι πόνοι.

Αυτά τα άψυχα βουνά ο χάρος δεν τα παίρνει
κι αυτά αναστενάζουνε, σαν ο καιρός τα δέρνει.

Αν πει κανείς πως η ζωή χαρές μου έχει δώσει,
ας ξέρει πως θα ’ρθει καιρός όλα να τα πληρώσει.

Στην τωρινή μου την πληγή βοτάνια δεν χωρούνε,
μόνο που βασανίζομαι κι άδικα τυραννιούμαι.

Θεέ μου, γιατί δεν με έκανες πέτρα στης γης τα βάθη,
να μην με τρών’ τα βάσανα, πίκρες, καημοί και πάθη.

Απ’ τα πολλά μου δάκρυα ποτάμια σχηματίζουν,
τα σύννεφα παίρνουν νερό και τα βουνά δροσίζουν.

Σύννεφα, χαμηλώσετε, πάρτε τα δάκρυά μου
κι εσείς, βουνά μου άψυχα, τη μαύρη συμφορά μου.

Θάλασσα, δάση και βουνά, κλάψετε το κορμί μου,
που έλιωσα ο δυστυχής, δεν βγαίνει η ψυχή μου.

Ω ουρανέ με τ’ άστρα σου και γης με όλα τ’ άνθη,
ποιος άλλος εγεννήθηκε να έχει τόσα πάθη;

Όλος ο κόσμος χαίρεται, μα εγώ ’μαι λυπημένο,
αφότου εγεννήθηκα, σ’ αυτή τη θέση μένω.
    
Άχου, και πώς κατάντησα σα δέντρο μαραμένο,
που πέφτουνε τα φύλλα του, σαν να ’ναι διψασμένο.

Έτσι το θέλει η τύχη μου να ’μαι σ’ αυτή τη στάση,
να μην μπορεί τ’ αχείλι μου ποτέ του να γελάσει.

Δεν έχει άλλη συμφορά ωσάν την ιδική μου,
σιγά-σιγά σαν το κερί να λιώνει το κορμί μου.

Φωτιά βγαίν’ απ’ τα σπλάχνα μου, όταν αναστενάξω,
τα δάση με παρηγορούν, φοβούνται μην τα κάψω.

Θάλασσα, δάση και βουνά κλαίνε τη συμφορά μου
και τα πουλάκια κελαηδούν και λέν’ τα βάσανά μου.

Ποιος άλλος έχει βάσανα σαν τα δικά μου πάθη,
να ’χει πληγές αγιάτρευτες μες στης καρδιάς τα βάθη.

Πλησίασε στην κλίνη μου, γλυκό μου καναράκι
και βρέξε τ’ αχειλάκι μου, να δροσιστεί λιγάκι.

Εσύ ’σαι ο μόνος ο γιατρός που ’γιαίνεις λαβωμένα,
για πρόφτασε, ματάκια μου, και σώσε με και μένα.

Εσύ ανοίγεις τις πληγές, αν θέλεις τις γιατρεύεις,
αν θέλεις χάρος γίνεσαι και την ψυχή μου παίρνεις.

Διστάζω, αγάπη μου γλυκιά, τρέμω να σου μιλήσω,
πώς να σε μεταχειριστώ, μη σε κακοκαρδίσω.

Διστάζω, αγάπη μου γλυκιά, ν’ ανοίξω την καρδιά μου,
να κατοικήσει ο έρωτας χωρίς την άδειά μου.

Μην ’μπιστευτείς τον έρωτα χωρίς να μάθεις γνώμη,
γιατί ’μπιστεύτηκα κι εγώ και με παιδεύει ακόμα.

Φως μου, σε διπλοχαιρετώ κι υπόχρεα θα μένω,
στη θέση όπου μ’ έφερες και στους καημούς που μένω.

Μέσα στο δρόμο, μάτια μου, όταν με συναντήσεις,
θα είναι μόνη μου χαρά, όταν με χαιρετήσεις.

Θυμήσου με στο όνειρο, πως μ’ αγαπάς, μικρό μου,
και πώς κρυφομιλούσαμε κι έλεγα τον καημό μου.

Για πες μου τι σου έφταιξα και φθείρεις τη ζωή μου,
στη θέση όπου μ’ έφερες, πάρε και την ψυχή μου.

Εσύ μου άναψες φωτά και καίγεις το κορμί μου
και περιμένω, αγάπη μου, πότε θα βγει η ψυχή μου.

Αφού δεν ήσουν ικανός, γιατί να μ’ αγαπήσεις,
γιατί με παρακίνησες και τώρα να μ’ αφήσεις.

Μη λησμονάς καμιά φορά, συ ’σαι παρηγοριά μου,
στέλνε μου χαιρετίσματα, να σβήσεις τη φωτιά μου,

Πέρνα κι εσύ καμιά φορά και ρώτα με, πουλί μου,
αν έγιανε ο πόνος μου, αν έκλεισε η πληγή μου.

Πότε μου ’γιαίνεις την πληγή και πότε τη φουντώνεις
και πότε με τα λόγια σου τα σωθικά μου λιώνεις.

Κάνεις στον άδη να με πας, μα δεν αποφασίζεις,
θυμάσαι την αγάπη μας κι όλο κρυφά δακρύζεις.

Πονόμετρο δεν βρίσκεται που να μετρά τον πόνο,
τονε γροικούν και τον μετρούν όσοι τον ξέρουν μόνο.

Ματάκια μου, για κλείσετε, χέρια μου, σταυρωθείτε,
πόδια μου, για ξαπλώσετε, στη μαύρη γη θα μπείτε.

Σαν της Καρίνης το νερό, που τρέχει ρέμα-ρέμα,
έτσι και τα ματάκια μου τρέχουνε νύχτα-μέρα.

Όπου και να με θάψουνε, ποτές μην πλησιάσεις,
γιατί φοβάμαι πως κι εκεί φωτιά θα μου ανάψεις.

Μόν’ τα βουνά θα μείνουνε στον κόσμο κληρονόμοι
και πάνω στα δεντρόφυλλα θε να γραφούνε πόνοι.

Τι όφελος τέτοια ζωή με μαραμένο σώμα,
καλύτερα στη μαύρη γη, με τους νεκρούς στο χώμα.

Όταν στερέψει ολοτελώς το αχ απ’ την καρδιά μου,
τότε κι εγώ θα σ’ αρνηστώ, γλυκιά παρηγοριά μου.

Ο ποταμός τρέχει νερό κι η θάλασσα το πίνει,
λιώνει κι εμέ η νιότη μου σιγά-σιγά και σβήνει.

Τύχη σκληρή, τι θέλεις πια άλλο από εμένα,
στα τωρινά με νίκησες κι όχι στα περασμένα.

Τα βουρκωμένα σύννεφα περνούνε και διαβαίνουν,
μα τα δικά μου βάσανα πά’ στο κορμί μου μένουν.

Ώχου, και να ’ταν βολετό τα στήθια μου ν’ ανοίξω,
να βοτανίσω τις πληγές, τα πάθη μη με πνίξουν.

Το φεγγαράκι το λαμπρό το ρώτησα με πόνο
κι εκείνο μ’ απεκρίθηκε ελπίδα να ’χω μόνο.

Έχω πολλά παράπονα, μα δεν τα λέει το στόμα,
τα κρύβω μέσα στην καρδιά, για να τα φά’ το χώμα.

Σαν αποθάνω και θαφτώ και είμαι μακριά σου,
θα περιμένω απ’ τους νεκρούς τα χαιρετίσματά σου.