Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΟΤΗΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΟΤΗΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΚΟΡΝΑΡΟ - ΠΙΣΚΟΠΙΑ ΕΛΕΝΑ ΛΟΥΚΡΕΤΣΙΑ


Από το φίλο του blog μας και συγγραφέα Λεωνίδα Καρνάρο λάβαμε και αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1361 το παρακάτω κείμενο, που αναφέρεται με θαυμασμό σε μια εξαιρετική γυναικεία μορφή της επιφανούς οικογένειας Κορνάρο, την πρώτη γυναίκα στον κόσμο που κατάφερε το 1678 να αποκτήσει Διδακτορικό Δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Πάντοβα Ιταλίας, σπουδαίο κατόρθωμα, μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία του 17ου αιώνα…       
   
Γυναίκες του Κόσμου:
Ελένα Λουκρέτσια Κορνάρο - Πισκόπια (1646-1684)
Μια Σύντομη, Λαμπερή σαν Άστρο, Παρουσία
            
Ελένα Λουκρέτσια Κορνάρο-Πισκόπια (1646- 1684)

Πριν ξεκινήσω να μιλώ για μιαν ακόμα Γυναίκα, με το Γάμμα κεφαλαίο, πρέπει να πω, νόμισα πως είχα τελειώσει πια με τούτα τα άρθρα. Όχι, προς Θεού όχι, πως είχανε τελειώσει οι σημαντικές Γυναίκες του Κόσμου… […]

Και φυσικά, πριν ξεκινήσω με το κυρίως πρόσωπο του άρθρου, να κάνω μια κάπως εκτεταμένη εισαγωγή, στις οικογενειακές της ρίζες, που μετράν από το 1300 μ.Χ. περίπου και πρόκειται για ένα από τα μεγάλα τζάκια της εποχής. Κι αυτό, γιατί όπως μαντεύω, απ’ όσα διάβασα, είναι ένα άγνωστο κομμάτι ιστορίας σε πολύ κόσμο. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν και καλό μας ταξίδι.
 
Κατά καιρούς οι Φράγκοι βασιλείς παραχωρούσανε προνόμια στην παροικία των Βενετών εμπόρων στη μεγαλόνησο, καθώς και σε άλλες παροικίες ιταλικών πόλεων, όπως αυτή των Γενουατών. Οι δύο πόλεις-κράτη, λόγω του ανταγωνισμού που υπήρχε μεταξύ τους, έρχονταν σε αντιπαράθεση μέσω των παροικιών τους στο μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου, για την ίδια τη μεγαλόνησο. Η οικονομική διείσδυση και ο επεκτατισμός των δύο ναυτικών δυνάμεων σήμαινε ταυτοχρόνως και κατάχρηση προνομίων και παρέμβαση στα εσωτερικά του κράτους. Επίσης, οι χάρες που γίνονταν στους Φράγκους βασιλείς αποδεικνύονταν επικερδείς τόσο για τα δυο κράτη, όσο και για μερικούς υπηκόους τους. Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί ο Φεντερίκο Κορνάρο, του κλάδου της οικογένειας Κορνάρο, που αργότερα καθώς κι οι απόγονοί του έφεραν το επώνυμο Cornaro-Piscopia (Κορνάροι της Επισκοπής).

     Ο γενάρχης της οικογένειας, που έφερε δίπλα στο κυρίως επίθετό του ένα κυπριακό τοπωνύμιο, ήταν ο Federico Corner. O πολυσχιδής αυτός έμπορος και μέγας επιχειρηματίας της εποχής ήταν μέλος της αρχαίας και λαμπρής οικογένειας των Κορνάρο, που οι ρίζες της ανάγονται στη Ρώμη κι ήτανε γνωστοί με την επωνυμία Cornelii. Στην αρχή εγκατασταθήκανε στη Πάντοβα κι αργότερα στη πόλη των τενάγων (βάλτων) κοντά στο Λίντο.

     Κατά τον 14ο αιώνα, η εν λόγω οικογένεια μαρτυρείται ως μια πλούσια οικογένεια που τα μέλη της διαπρέπουν είτε ως έμποροι είτε καταλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στη Δημοκρατία της Βενετίας, χωρίς εξαίρεση ακόμη κι αυτού του ύπατου αξιώματος του δόγη. Συνολικά τέσσερις δόγηδες κατάγονταν από την επιφανή οικογένεια των Κορνάρο. Η οικογένεια Κορνάρο είχε ιδιόκτητα λαμπρά μέγαρα στη Βενετία και μέλη της υπήρξαν φεουδάρχες κι αφέντες στο Άργος και στο Ναύπλιο της Πελοποννήσου, στην Εύβοια (Negroponte), στη Κάρπαθο (Scarpanto), στη Δαλματία και στην Επισκοπή της Κύπρου.

     Ο κλάδος αυτός των Κορνάρο έλαβε την προσωνυμία Cornari-Piscopia, εις ανάμνηση της Επισκοπής της Κύπρου με τα εύφορα κτήματα, που ήτανε περιουσία τους. Οι σπουδαιότεροι κλάδοι της οικογένειας Κορνάρο είναι δύο, αυτός των Cornaro που κατείχανε την Επισκοπή και ο κλάδος των Κορνάρο από όπου γεννήθηκε αργότερα η βασίλισσα της Κύπρου, Αικατερίνη Κορνάρο. Ο τελευταίος αυτός κλάδος, λόγω της Αικατερίνης, είναι γνωστός με την επωνυμία Cornaro della Regina (Κορνάρο της Βασιλίσσης) ή Cornaro da Ca’Granda (Κορνάρο του Μεγάλου Οίκου).

     Ίσως η τύχη να μην ευνοούσε τόσο τον Φεντερίκο, αν δε συναντούσε το βασιλιά της Κύπρου Πέτρο Α’. Ο θρυλικός βασιλιάς κι ίσως ο σπουδαιότερος από τη δυναστεία των Λουζινιάν υπήρξε ένδοξος σταυροφόρος εναντίον του ισλάμ κι η φήμη κι η δόξα του φτάσανε στην Ευρώπη, ενώ η κυπριακή λαϊκή μούσα τον ύμνησε ως ρήγα της Ανατολής και βασιλιά της Δύσης. Όταν περιηγήθηκε στις χώρες της Ευρώπης για να οργανώσει μια νέα σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, ο δυτικός κόσμος τον υποδέχθηκε μ’ ενθουσιασμό και συναθροιζότανε για να τον θαυμάσει από κοντά.

     Ο πλούσιος Βενετός Φεντερίκο ―και μετέπειτα θεμελιωτής του κλάδου που είχε ως φέουδο την Επισκοπή― φιλοξένησε το βασιλιά της Κύπρου Πέτρο Α’ στο μέγαρό του στη Βενετία, που βρισκότανε στην ενορία του Αγίου Λουκά, στο Μεγάλο Κανάλι. Το μέγαρό του υπήρξε ένα από τα παλαιά και λαμπρά μέγαρα και ήταν οικοδομημένο, σύμφωνα με τους ειδικούς, σε βυζαντινή τεχνοτροπία. Ο Κορνάρο πρόσφερε λαμπρή φιλοξενία στο βασιλιά της Κύπρου, αλλά η γενναιοδωρία του προς αυτόν ήταν ακόμη πιο μεγάλη, αφού, επίσης, του παραχώρησε τεράστια δάνεια. Το ποσό που του δάνεισε ανερχότανε στο ύψος των 60.000 δουκάτων, γιατί ο βασιλιάς το ’χε ανάγκη για τις προετοιμασίες ενός νέου πολέμου κατά των απίστων. Ο βασιλιάς με τη σειρά του έχρισε τον Φεντερίκο Ιππότη του Τάγματος του Ξίφους, ένα τάγμα που εμπνευστής και ιδρυτής υπήρξε ο ίδιος ο βασιλιάς Πέτρος. Επίσης, του παραχώρησε την άδεια να φέρει το οικόσημο των Λουζινιάν μαζί με το έμβλημα του Τάγματος του Ξίφους, το οποίο έφερε το εύστοχο μότο: Εμμένειν τη αρετή (Pour loyaute maintenir). Ο Κορνάρο δεν παρέλειψε να χαράξει τα οικόσημα αυτά στην πρόσοψη του μεγάρου του. Σε αντάλλαγμα, ο βασιλιάς της Κύπρου του παραχώρησε την Επισκοπή με τις μεγάλες εύφορες εκτάσεις και τα πλούσια νερά της περιοχής, κυρίως αυτά του ποταμού Κούρρη. Με τον τρόπο αυτό άρχισε η συστηματική εκμετάλλευση των φυτειών ζαχαροκάλαμου που υπήρχαν εκεί κι απ’ όπου μετέπειτα τροφοδοτούσε τη Βενετία.

     Μετά τη δολοφονία του βασιλιά Πέτρου, ο Κορνάρος συνέχισε να έχει στενές σχέσεις με το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου. Το 1378 είχε μεσολαβήσει για το γάμο του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Β’ με τη Βαλεντίνα Βισκόντι (Valentina Visconti), θυγατέρα του δούκα του Μιλάνου. Η Βαλεντίνα, πριν μεταβεί στην Κύπρο, είχε φιλοξενηθεί, επίσης, από τον Φεντερίκο στο ανάκτορό του στη Βενετία. Ο γιος του Ιωάννης, όταν κατά καιρούς αντιμετώπιζε προβλήματα με τα φέουδά του στην Κύπρο, δηλαδή αυτό της Επισκοπής κι αυτό της Μόρφου, η Γαληνοτάτη, όπως σε όλες τις περιπτώσεις, με ιδιαίτερη φροντίδα υπερασπιζότανε τα συμφέροντα της οικογένειας Κορνάρο. Επίσης, η Γαληνοτάτη, μέσω των πρέσβεών της, επενέβαινε, ώστε να επέλθει κάποια λύση σχετικά με τις συγκρούσεις που αφορούσαν στα δικαιώματα άρδευσης της περιοχής της Επισκοπής, που κατείχε η οικογένεια Κορνάρο με τους ιππότες του Αγίου Ιωάννη, που διέμεναν στο γειτονικό Κολόσσι.

     Οι δεσμοί με το βασίλειο της Κύπρου γίνονται αργότερα ακόμη πιο στενοί, όταν ο γιος του Φεντερίκο, Πέτρος Κορνάρο, νυμφεύεται τη Μαρία (di Enghien) Λουζινιάν, πριγκίπισσα του Άργους και του Ναυπλίου στην Πελοπόννησο. Όταν λίγο μετά ο Πέτρος πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους, η Μαρία, με έγγραφο ημερομηνίας 12 Δεκέμβρη 1388, παραχωρούσε τις κτήσεις αυτές στη Γαληνοτάτη, με το φόβο ότι θα πέφτανε στην εξουσία των Οθωμανών. Η περίπτωση αυτή βέβαια ανακαλεί στη μνήμη μας τον επιδέξιο τρόπο με τον οποίον αργότερα οι Βενετοί είχανε περάσει στην εξουσία τους και το βασίλειο της Κύπρου από τα χέρια της Αικατερίνης Κορνάρο. Οι Cornari-Piscopia συνδέθηκαν στενά με την Κύπρο κι αφήσανε τα ίχνη τους κυρίως σ’ ό,τι έχει σχέση με την καλλιέργεια της ζάχαρης στην Επισκοπή Λεμεσού.

     Το κύριο κέντρο, με φυτείες ζαχαροκάλαμου και παραγωγή ζάχαρης, των Κορνάρο βρισκόταν στην Επισκοπή και μαρτυρείται από το 1365. Το 1494, όπως μας πληροφορεί μια πηγή, οι Κορνάρο είχανε προσλάβει για την καλλιέργεια και επεξεργασία της ζάχαρης γύρω στους 400 εργάτες, μεταξύ των οποίων, όπως λέγεται, και δούλους. Η απόκτηση της Επισκοπής από τον Φεντερίκο Κορνάρο εξασφάλισε σ’ αυτόν και την οικογένειά του ένα σημαντικό ρόλο στην κυπριακή παραγωγή και το εμπόριο ζάχαρης. Παρ’ όλο που κατά καιρούς οι σχέσεις της Γαληνοτάτης με τους Λουζινιάν ήτανε τεταμένες, ώστε σε διάφορες περιπτώσεις διέτασσε τους πολίτες της να εγκαταλείψουν τη νήσο, κατ’ εξαίρεση, όμως, επέτρεπε στους Κορνάρο να διατηρούν εκεί έναν πράκτορα και να συνεχίζουν να εξάγουνε τα προϊόντα των κτήσεών τους στη Βενετία. Άλλωστε οι αδελφοί Κορνάρο – Φεντερίκο, Φαντίνο και Μάρκο – ήδη από το 1360 ήτανε συνεταίροι σε οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες στην Κύπρο. Για την εκμετάλλευση της ζάχαρης που παραγότανε στις φυτείες της Επισκοπής, δαπάνησαν μεγάλα ποσά, τόσο για την επεξεργασία, όσο και για την παραγωγή της. Το διυλιστήριο ζάχαρης των Κορνάρο στην Επισκοπή, στην τοποθεσία Σεράγια, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι ένα μνημείο-κλειδί της ενετικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην Κύπρο.

     Ένα σωζόμενο σχέδιο του Καστέλο Ντα Πισκόπια, που προέρχεται απ’ το Κρατικό Αρχείο Βενετίας, αποτελεί το μοναδικό τεκμήριο που παρέχει πολύτιμες ενδείξεις για την εγκατάσταση αυτή των Κορνάρο. Το διυλιστήριο των Κορνάρο είναι μια βιομηχανική εγκατάσταση κτισμένη από Ενετούς ιδιοκτήτες σε λεβαντίνικο σχέδιο, γεγονός που μαρτυρεί ότι το κυπριακό αυτό μοντέλο επηρέασε τις βιομηχανικές κατασκευές στη Βενετία. Αυτό ίσως να δίνει εξήγηση στο γεγονός ότι η Βενετία ήταν μια από τις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που έκτισε τα δικά της διυλιστήρια, όπως μαρτυρεί η παρουσία διυλιστηρίων ζάχαρης (raffinatori di zucchero) πριν από το 1468, καθώς κι άλλα ευρήματα του 15ου και 16ου αιώνα, κοντά στη Βενετία.

     Οι πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές στην τοποθεσία Σεράγια της Επισκοπής, όπου βρίσκονται κατάλοιπα των ζαχαρόμυλων των Κορνάρο, έδειξαν ότι το σύμπλεγμα διαθέτει εγκαταστάσεις για το βράσιμο και το άλεσμα της ζάχαρης, αποθήκες κ.ά. Οι εγκαταστάσεις για το άλεσμα παρέχουν ενδείξεις για τη μηχανική διαδικασία με την οποία λειτουργούσαν αυτά τα υδροκίνητα μηχανήματα. Σε υπόγειο αψιδωτό θάλαμο στεγαζόταν ο τροχός που γύριζε τη μυλόπετρα στο ισόγειο. Υπάρχουν επίσης καλά διατηρημένες οι διπλές εστίες πάνω από τα καμίνια, όπου έβραζαν οι μεγάλοι χάλκινοι λέβητες με το χυμό από το ζαχαροκάλαμο. Η ύπαρξη μιας ορθογώνιας δεξαμενής, που χρησίμευε για το πλύσιμο των πήλινων καλουπιών για τη ζάχαρη, καθώς και το υδραγωγείο, αποτελούν άλλα αξιόλογα τμήματα του ζαχαρόμυλου των Κορνάρο.

     Αργότερα, όταν η Κύπρος πέρασε στην εξουσία της Γαληνοτάτης, οι Κορνάροι της Επισκοπής, απόγονοι του Φεντερίκο, είχαν αποκτήσει κι άλλα φέουδα στην Κύπρο εκτός από την Επισκοπή, όπως το χωριό Αντρολύκου της περιοχής της Χρυσοχούς, καθώς και την Αλεξανδρέττα, στην περιοχή της Αλεξανδρέττας. Ο οικισμός της Αλεξανδρέττας χάθηκε με την πάροδο των ετών και το τοπωνύμιο ξεχάστηκε, ενώ όλη η περιοχή κατά τα νεότερα χρόνια ονομάστηκε Τηλλυρία.

     Οι Κορνάροι, όπως για παράδειγμα ο Γαβριήλ Κορνάρος, φεουδάρχης της Αλεξανδρέττας, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο μετέπειτα δόγης Λεονάρδος Ντόνα αλλά κι άλλα βενετικά ανέκδοτα έγγραφα, είχε δημιουργήσει στην Αλεξανδρέττα ένα ναυπηγείο. Οι Κορνάροι προσπάθησαν ακόμη να εξορύξουν στην περιοχή Αφροδίσια της Αλεξανδρέττας κάποια πετρώματα με την ελπίδα ότι θα ήταν διαμάντια, αλλά δυστυχώς επρόκειτο για λίθους που έμοιαζαν απλώς.
     Ενδιαφέρουσα ωστόσο μαρτυρία είναι αυτή που διασώζει ο Μαρίνο Σανούτο o Νεότερος στα Ημερολόγιά του, για τη σχέση της εν λόγω οικογένειας με το βασιλιά Πέτρο της Κύπρου και γενικά με τη μεγαλόνησο. Η σύζυγος, γράφει, του Φαντίνο της Επισκοπής είχε ένα βαρύτιμο περιδέραιο, ωραιότατο και πλούσιο σε διακόσμηση, που κάποτε ανήκε στον βασιλιά της Κύπρου.

    Οι απόγονοι των Cornaro-Piscopia και συγκεκριμένα ο Τζιοβάνι Μπατίστα Κορνάρο (Giovanni Battista Cornaro) το 1680 απευθύνθηκε στο δόγη, προβάλλοντας διεκδικήσεις ως Cornaro-Piscopia, ώστε να έχει το δικαίωμα να φέρει τα διάσημα του Τάγματος του Ξίφους, που είχανε παραχωρηθεί από το βασιλιά Πέτρο στον πρόγονό του Federico Cornaro-Piscopia.

Κι εδώ αρχίζουμε να μπαίνουμε στο ενδιαφέρον κομμάτι μας, καθώς μια απόγονος των Κορνάρων της Επισκοπής μας κέρδισε την καρδιά. Αξίζει λοιπόν να αναφέρουμε ότι η θυγατέρα του Giovanni Battista, Ελένα Λουκρέτσια, μαζί με τη βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη υπήρξαν οι δυο πιο λαμπρές γυναικείες φυσιογνωμίες των δύο κλάδων αντίστοιχα της οικογένειας Κορνάρο. Η Ελένα Λουκρέτσια έμεινε γνωστή στην ιστορία ως επτάγλωσσο θαύμα γιατί γνώριζε επτά γλώσσες κι υπήρξε η πρώτη γυναίκα που είχε εκπονήσει διδακτορική διατριβή. Κι όχι μόνον αυτά!


Ήτανε «τέρας» μορφώσεως. Έλαβε Διδακτορικό στη φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο της Πάντοβα υπό την παρουσία χιλιάδων μελετητών. Το Πανεπιστήμιο έχει ένα μετάλλιο στη μνήμη της κι υπάρχει ακόμα ένα μαρμάρινο άγαλμα. Το κολέγιο Βάσαρ στη Νέα Υόρκη έχει ένα ζωγραφισμένο γυάλινο τζάμι, το οποίο αναπαριστά τα επιτεύγματά της. Μελέτησε λατινικά, ελληνικά, μουσική, θεολογία και μαθηματικά και τελικά έμαθε εβραϊκά, αραβικά, χαλδαίικα (νότιας Μεσοποταμίας), καθώς και γαλλικά, αγγλικά και ισπανικά. Μελέτησε φιλοσοφία και αστρονομία. Έχοντας μουσικό ταλέντο, όταν ήταν 17 ετών, μπορούσε να τραγουδήσει, να συνθέσει και να παίξει όργανα όπως βιολί, άρπα και πιάνο της εποχής, το αρπίχορδο. Ο πατέρας της μικρής έμεινε τελικά στην ιστορία, όχι για τα όσα πάλεψε μια ζωή, αλλά λόγω της θυγατέρας του. Η ζωή καμιά φορά έχει και χιούμορ… Αλλά βιαζόμαστε λιγάκι, γι’ αυτό ας πιάσουμε το νήμα της ιστορίας από την αρχή.


Κατ’ αρχήν να πω, πριν ξεκινήσω, πως στο 17ο αιώνα, που εκτυλίσσεται η ιστορία, οι ανώτερες σπουδές είναι απαγορευμένες για όλες τις γυναίκες, εκτός από εκείνες που ανήκανε στις υψηλές κοινωνικές τάξεις και σε μεγάλο βαθμό και για τους άντρες κιόλας. Είναι 5 Ιουνίου του σωτηρίου έτους 1646 μ.Χ., που έρχεται στον κόσμο ένα κοριτσάκι, που έμελλε να γράψει, στα λίγα χρόνια που έζησε, πιότερην ιστορία απ’ όση οι πρόγονοί της μαζί, ξοδεύοντας μάλιστα πολύ περισσότερο χρόνο, χρήμα και κόπους. Είμαστε στη Βενετία και το κοριτσάκι αυτό είναι η Ελένα Λουκρέτσια Κορνάρο Πισκόπια (Elena Lucrezia Cornaro Piscopia), γόνος όπως είδαμε μιας μεγάλης Βενετικής οικογένειας με οικόσημο, με ιστορία, με φέουδα και κύρος. Πατέρας της ο Τζιοβάνι Μπατίστα Κορνάρο Πισκόπια, Πληρεξούσιος του Σαν Μάρκο και πολύ αξιότιμος Βενετός. Μητέρα της είναι η Ζανέτα Τζιοβάνα Μπόνι (Zanetta Giovanna Boni), που πριν το γάμο της δεν ανήκε στα υψηλά στρώματα της κοινωνικής τάξης, κοινώς ήταν μια απλή κοπελίτσα, αλλά ο έρωτας δεν κοιτά τέτοια… Η μικρή είχε ακόμα δυο αδέλφια μεγαλύτερα, μιαν αδελφή μεγαλύτερη κι έναν αδερφό μικρότερο.


Μεγάλωσε σε μια μάλλον μοναχική ατμόσφαιρα, γεμάτη σπουδές, μάθηση κι επίγνωση του τι αντιπροσώπευε η ιστορία της οικογένειάς της. Η πιτσιρίκα, νωρίς-νωρίς για να μη χάνει χρόνο, στα επτά της κιόλας ξεκίνησε να διδάσκεται ξένες γλώσσες κλασικές και μη και… κρατηθείτε: Λατινικά, Αρχαία Ελληνικά και παράλληλα γραμματική και μουσική. Κι όλα αυτά από τον Πάστορα της οικογένειας, τον Πανιερώτατο Τζιαμπατίστα Φαμπρίς. Επιπροσθέτως, κι όταν μιλούσε επαρκώς τις δύο αυτές γλώσσες, ξεκινά Εβραϊκά, Ισπανικά, Γαλλικά, Αραβικά και Χαλδαίικα παρακαλώ, κι όταν κι αυτές γίνανε πλέον κτήμα της, της δώσανε παρατσούκλι το Επτάγλωσση Μαέστρος (Oraculum Septilingue). Αλλά δεν σταμάτησε εκεί, έδειξε τρομερή ικανότητα λογικής και συλλογιστικής κι ήτανε σπουδάστρια των επιστημών με ίδιες υψηλές επιδόσεις, όπως και στην εκμάθηση γλωσσών. Σπούδασε μαθηματικά και αστρονομία, καθώς και φιλοσοφία και θεολογία. Τα δυο τελευταία ήτανε και οι μεγάλες της αγάπες κι είχε και άλλους διδασκάλους: Τζον Βάλιερ Δρ Μπαρτολόττι, Αλεξάντερ Άντερσον και Λουίτζι Αμπρόζιο Γραντενίγκο, που αλληλοκαλύπτανε τα κενά και στα λοιπά μαθήματα.

                                                                        
Στα δεκαεννιά της ήδη ήταν η πιο γραμματιζούμενη και καλλιεργημένη γυναίκα στη Βενετία. Ο πατέρας της, βλέποντας πως το κορίτσι τα παίρνει τα γράμματα, την ενθάρρυνε ζωηρά κι όταν έγινε 25 ετών (1672) την έστειλε στο διακεκριμένο πανεπιστήμιο της εποχής, στην Πάντοβα, για να συνεχίσει (!!!) τις σπουδές της. Της αγόρασε κι ένα σπιτάκι κοντά στο Πανεπιστήμιο. Είχε αρχίσει να νοσεί, ξαφνικά, όμως, ως δια μαγείας, η αρρώστια μπήκε σε ύφεση, με το ξεκίνημα των σπουδών της. Λίγο μετά την είσοδο στο Πανεπιστήμιο, έγραψε στον πατέρα της:
     «Με τη χαρά των σπουδών, τον υγιεινό καθαρόν αέρα και την επιμελή φροντίδα των γιατρών, νιώθω δυνατότερη κι έτσι ελπίζω πως στο μέλλον θα καταφέρω να επιστρέψω στις σπουδές μου κι άρα να σώσω το όνομα του Οίκου μας από την αφάνεια και τη λήθη»!
     Η νεαρά, πρέπει να πω, ήτανε και βαθιά θρησκευόμενη, δεν γουστάριζε να μαζεύει πτυχία, γουστάριζε να μαθαίνει, είχε μια τεράστια πείνα για τις γνώσεις που προτιμούσε, αλλά ο μπαμπάς επέμεινε, γιατί, όπως της εξήγησε, έπρεπε ο κόσμος να αναγνωρίσει τις απίστευτες γνώσεις της, να τις πιστοποιήσει δηλαδή. Έτσι, τι να κάνει το κορίτσι, υπέκυψε στις πιέσεις του πατέρα κι όρμησε με ζήλο, και τέλος έδωσε εργασία για να πάρει το διδακτορικό της. Αυτό συνάντησε δυσκολίες κι ισχυρή αντίσταση, όταν υπέβαλε την εργασία, καθώς οι αξιωματούχοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αρνήθηκαν να δώσουνε διδακτορικό σε μια γυναίκα! (Ακόμα και μέχρι τις αρχές του 21ο αιώνα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν έβλεπε με καλό μάτι τις γυναίκες κληρικούς). Η Ελένα την ξανακαταθέτει με επιμονή του πατέρα της, την υποστηρίζει με ολάκερες παραγράφους από τα κείμενα του Αριστοτέλη, κι αυτή τη φορά η Εκκλησία υποχωρεί και της δίδει το Διδακτορικό για τη Φιλοσοφία! Μεγάλη δουλειά, κυρίες και κύριοι, το λέω και συγκινούμαι: σ’ έναν κόσμο αμιγώς αντρικό κι εχθρικό, έναν κόσμο καμιά εκατοστή χρόνια πριν τη μεγάλη Ντι Σατλέ που θα ‘τανε και πιο εύκολα, κατάφερε μια γυναίκα να γίνει η 1η που απέκτησε ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!!! Μάλιστα!
     «Ένα χρόνο πριν το διδακτορικό της (1677), έχουνε καταφθάσει ένα σωρό κόσμος εκλεκτός, για εκείνες τις ξακουστές πλέον συναντήσεις και συζητήσεις της. Έχει μαζευτεί ολάκερο το Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, μεγάλο μέρος της Γερουσίας αλλά και πολίτες της Βενετίας, και το θέμα είναι φιλοσοφικού περιεχομένου και γίνεται στα αρχαία ελληνικά και λατινικά. Απέναντί της βρίσκονται οι: Τζιοβάνι Γκραντενίγκο, Φάδερς Φ. Κάρο, Γ. Φιορέλο. Κι οι τρεις τους τη γνωρίζουνε καλά, τη σέβονται, είναι και γνώστες θαυμάσιοι του αντικειμένου, μα εκείνη με μιαν ήρεμη δύναμη ίσταται απέναντί τους, συνομιλώντας, επιχειρηματολογώντας, στηρίζοντας τις θέσεις και τις απόψεις της με μιαν ολύμπια ψυχραιμία. Αυτή η δημόσια συζήτηση ήτανε που έπαιξε το ρόλο της στη μετέπειτα απόκτηση του Διδακτορικού της. Αλλά σαν να τη βλέπει κανείς: Ήρεμη, με τη Σφραγίδα της Γνώσης,  το Φιλί του Θανάτου στο μέτωπο, τη Λάμψη της αγνής και καθάριας ψυχής, να μιλά, να απαντά και να καθηλώνει τους πάντες γύρω της»!

     Η Ιστορική αυτή Διδακτορική Εργασία για τη Φιλοσοφία ήτανε να γίνει στο Σαλόνι του Πανεπιστημίου της Πάντοβα, αλλά δεν ήτανε δυνατόν αυτό το σαλονάκι να χωρέσει τους επισκέπτες – αναγνώστες – θαυμαστές - περίεργους, έτσι μεταφέρθηκε στον Καθεδρικό της Αγίας Παρθένου στην Πάντοβα. Και τώρα προσέξετε παρακαλώ: Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του διδακτορικού της, η Ελένα εντυπωσίασε, εξέπληξε και… τρόμαξε τους εξεταστές της με τις λαμπρές απαντήσεις της τόσο, που κρίνανε πως η τεράστια γνώση της είχε υπερκαλύψει το μάθημα της Φιλοσοφίας. Στις 25 Ιούνη 1678, η Ελένα Λουκρέτσια Κορνάρο Πισκόπια λαμβάνει το πτυχίο της στη Φιλοσοφία κι ήτανε τότε 32 ετών! Επίσης, η Δρ Ελένα Κορνάρο, λαμβάνει επιπροσθέτως: το Δαχτυλίδι του Δόκτωρος, την Κάπα από Ερμίνα του Διδάκτορος της Φιλοσοφίας και το Δάφνινο Στέμμα των Ποιητών.


Αν θυμάστε όμως, είχα πει νωρίτερα πως είχε σπουδάσει και μουσική. Ε λοιπόν στα 17 της ήδη υπολογιζόταν ως εξπέρ μουσικός. Έτσι λοιπόν, κατά τη διάρκεια της ζωής της, πέρα από το ότι ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια γνώσης της Φιλοσοφίας, έκανε χτήμα της το αρπίχορδο, το κλαβίχορδο, την άρπα και το βιολί. Η κυριαρχία της και στο χώρο της μουσικής στεφανώθηκε από τα κομμάτια που συνέθεσε, αλλά επίσης είχε κι ωραία, καλλιεργημένη φωνή. Πριν απ’ αυτό όμως, όντας θρησκευόμενη, όπως προείπα, στα 11 της είχε δώσει κρυφά όρκον αγνότητας, όρκο που σεβάστηκε καθ’ όλη τη ζωή της και δεν τον πάτησε ποτέ.

                     
Η Δρ Κορνάρο έγινε εξέχον μέλος στις πιο ξακουστές Ακαδημίες της εποχής, δεχόταν επισκέψεις από διάφορους επιφανείς Φιλοσόφους απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου: κληρικοί, επιστήμονες, ευγενείς. Η Δρ Ελένα απολάμβανε τις συζητήσεις αυτές, έδινε διαλέξεις στη Θεολογία και παράλληλα συνέθετε μουσική. Κάποιοι ερευνητές λένε πως έγινε και Λέκτωρ των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, το 1678. Μέχρι σήμερα η Δρ Κορνάρο είναι ευρέως αναγνωρισμένη από όλους τους Λέκτορες και συγγραφείς.

     Όταν τέλειωσε λοιπόν με τα πτυχία, αφιέρωσε τη ζωή της στη φιλανθρωπία. Απέκτησε μιαν υψηλή θέση στην κοινωνία της Βενετίας, αρνήθηκε προτάσεις γάμου από σημαντικότατους ανθρώπους κι αντίθετα ντύθηκε το ράσο του Τάγματος των Βενεδικτίνων μοναχών. Στα υπόλοιπα επτά χρόνια που της έμελλε να ζήσει επικεντρώθηκε στο να διδάσκει και να υπηρετεί τους φτωχούς!


Η Μεγάλη αυτή Κυρία πέθανε σε ηλικία 38 ετών, στις 26 Ιούλη 1684. Ο θάνατός της πιστεύεται πως προήλθε από φυματίωση κι έφερε στην Πάντοβα μεγάλο πένθος. Μια αληθινά αξιοσημείωτη κυρία είχε πεθάνει! Αξίζει να πω πως γίνανε, πέραν της Πάντοβα, τελετές κηδείας και σε τρεις ακόμα πόλεις της Ιταλίας: Ρώμη, Σιέννα, Βενετία. Η τελευταία της επιθυμία ήτανε να θαφτεί στο κοιμητήρι της Βασιλικής της Αγίας Τζιουστίνα στην Πάντοβα κι όχι στο εξαίρετο μαυσωλείο που ανήκε στην οικογένειά της, και μάλιστα να ταφεί σαν απλή μοναχή με το ράσο των Βενεδικτίνων. Την επόμενη χρονιά (1685), στο ετήσιο μνημόσυνό της, το Πανεπιστήμιο της Πάντοβα δημιούργησε ένα μετάλλιο προς τιμήν της εξέχουσας σπουδάστριάς του.


Το 1895, η Ηγουμένη Ματίλντα Πάινσεντ (Mathilda Pynsent) του Αγγλικού τμήματος των Βενεδικτίνων Αδελφών άνοιξε τον τάφο της και τη μετέφερε για επαναταφή σε νέο φέρετρο, με νέα πλάκα που εξήρε τις αρετές της κι ανιστορούσε τη σύντομη ζωή της. Σήμερα, στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα υπάρχει το άγαλμά της, όπως επίσης σε γυάλινη απεικόνιση στο Πανεπιστήμιο Βάσαρ, στη Βιβλιοθήκη Τόμας, στις ΗΠΑ, που τη δείχνει κατά την παρουσίαση της εργασίας της στο αντίστοιχο της Πάντοβα και φτιάχτηκε το 1906. Στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ υπάρχει πορτρέτο της στον τοίχο της τάξης των Ιταλικών.

 
Κατά τη διάρκεια της ζωής της, έγραψε πολλά δοκίμια, διατριβές και λατρευτικές πραγματείες με φιλοσοφικά και θρησκευτικά θέματα. Επίσης ακαδημαϊκές μελέτες, μεταφράσεις και διάφορα άλλα άρθρα. Δημοσιευτήκανε στην Πάρμα μετά το θάνατό της, στα 1688, μα δυστυχώς ελάχιστα έχουνε διασωθεί κι αυτά είναι κυρίως επιστολές και κάποια ποιήματα. Το 1669 μετέφρασε από τα Ισπανικά το «Colloquio di Cristo nostro Redentore all’anima devota» (Dialogue between Christ Our Redeemer and a Devoted Soul – Διάλογος Μεταξύ Του Λυτρωτή Χριστού και Μιας Αφοσιωμένης Ψυχής) ένα βιβλίο από τον μοναχό Τζιοβάνι Λασπέρτζιο (Giovanni Laspergio). Το 1670 έγινε πρόεδρος της Ακαδημίας της Ειρήνης στη Βενετία. Σχεδόν ολάκερη η ακαδημαϊκή της συγγραφή έχει χαθεί κι όμως, παρά το τεράστιο της απώλειας αυτής, κανείς στον κόσμο δεν ξέχασε τη Δρ Ελένα Λουκρέτσια Κορνάρο Πισκόπια! Κι ούτε κι εμείς θα τη ξεχάσουμε… Δρ Ελένα Λουκρέτσια Κορνάρο Πισκόπια (βίντεο στα Ιταλικά).

Πηγή: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1361




Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

ΚΑΡΝΑΡΟΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ~ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Στοιχεία που μας έστειλε ο κ. Λεωνίδας Καρνάρος

 

Ο κύριος Λεωνίδας Καρνάρος, συγγραφέας, αναγνώστης και φίλος της ιστοσελίδας μας από την Ηλεία, κάτοικος Πάτρας, μας έστειλε τα παρακάτω στοιχεία για τρεις πρωτοπόρες Ελληνίδες και για τον ονομαστό για το κοινωνικό του έργο παπα-Στρατή της Λέσβου. Τον ευχαριστούμε για τα φιλικά του λόγια και το ενδιαφέρον του για όσα μας ενδιαφέρουν.    

 

Αγαπητή κα Μυρσίνη

Μαζί με τις ευχές μου σου στέλνω μερικές γυναίκες που διακρίθηκαν, καθόσον ξέρω ότι ενδιαφέρεσαι για το γυναικείο κίνημα.

Λεωνίδας Καρνάρος

 

ΑΠΕΒΙΩΣΑΝ

 

25/2/2015: Άννα Μπάγιου, ετών 101, η πρώτη Ελληνίδα ποδοσφαιρική παράγων, πρόεδρος του Ατρομήτου Αθηνών (1959-1961).

 

27/8/2015: Βάσω Θανασέκου, ετών 98, πολιτικός της Αριστεράς, βουλευτής με την Δημοκρατική Ένωση, όπου συμμετείχε η ΕΔΑ (1956). Η πρώτη βουλευτίνα της Αριστεράς στην Ελλάδα.

 

2/9/2015: Ευστράτιος Δήμου, ετών 57, γνωστότερος ως παπα-Στρατής, ιερωμένος με σπουδαίο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο στη Λέσβο, βραβευμένος μεταθανατίως από την Ακαδημία Αθηνών.

 

29/10/2015: Λούλη Ψυχούλη, ετών 72, η πρώτη Ελληνίδα αρχιμουσικός.

 

Πηγή: Από την ιστοσελίδα: Αυτοί που «έφυγαν» | Χρήστος Μιχαηλίδης.

 

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΔΗΜΑΡΧΟΣ

ΜΑΡΙΚΑ ΜΠΟΤΣΗ – ΤΣΑΠΑΛΙΡΑ
Η ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(1904 – 2006)

Έναν Ηλείο ερευνητή φιλοξενούμε σήμερα, τον Λεωνίδα Κ. Καρνάρο, συγγραφέα του βιβλίου «Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα, η Πρώτη Γυναίκα Δήμαρχος στην Ελλάδα 1944-1945», βιβλίο που αποτελεί σημαντική μαρτυρία για τους αγώνες των Ελληνίδων να κατακτήσουν δικαίωμα ψήφου και ισοτιμία. Διάβασε την ανάρτησή μας «Οι Πρώτες Ελληνίδες» και μας έστειλε πολύτιμες πληροφορίες και τα ονόματα τριών Ελληνίδων που αναδείχτηκαν Πρώτες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση: Μαρίκα Μπότση Τσαπαλίρα στην Αμαλιάδα (1944-1945), Βούλα Μάρκου-Σωτηροπούλου στη Δίρβη Ηλείας (1954) και Μαρία Καποδίστρια-Δεσύλλα στην Κέρκυρα (1956). Ευχαριστούμε τον κ. Καρνάρο και δημοσιεύουμε την ομιλία του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών για την πρώτη γυναίκα Δήμαρχο στην Ελλάδα, τη Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα, που διετέλεσε Δήμαρχος Αμαλιάδας από 11-12-1944 έως 22-3-1945. Με την ανάρτησή μας αυτή τιμούμε όλες τις Ελληνίδες και προτρέπουμε τους κατοίκους της Αμαλιάδας, αν δεν το έχουν κάνει μέχρι σήμερα, να δώσουν το όνομά της σε κεντρική οδό της πόλης τους. Για να διαβάζουν το όνομά της όσοι γνωρίζουν και να θυμούνται, για να ρωτούν όσοι δεν γνωρίζουν και να μαθαίνουν…   
          
clip_image002
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΡΝΑΡΟΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΒΡΑΔΙΝΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ Ν.Δ. ΕΛΛΑΔΟΣ
- 14/10/2013 -

ΜΑΡΙΚΑ ΜΠΟΤΣΗ – ΤΣΑΠΑΛΙΡΑ
Η ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΗΜΑΡΧΟΣ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
1944 – 1945
clip_image004


       Ο 20ός αιώνας ήταν η αρχή, το σκαλοπάτι, για τη γυναικεία χειραφέτηση. Στη διάρκειά του ξεκίνησε, καθιερώθηκε και επιβλήθηκε η εκπαίδευση του γυναικείου φύλου, απ’ την οποία βγήκαν οι επιστημόνισσες και τα δυναμικά εκείνα στελέχη που ώθησαν την ελληνική κοινωνία στην ανάπτυξη. Μετά από μακροχρόνιους αγώνες, κατάφεραν οι Ελληνίδες να κερδίσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και σιγά-σιγά να εκπορθούν ανδρικά κάστρα που για χιλιετίες θεωρούνταν ως αποκλειστικό τους προνόμιο.
       Μια από τις πρωτοπόρες, που εργάστηκε για την ανύψωση της γυναίκας, ήταν η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα, που η τύχη την έφερε να είναι η ΠΡΩΤΗ Γυναίκα Δήμαρχος στην Ελλάδα. Τη δύσκολη πορεία της Μαρίκας Μπότση-Τσαπαλίρα στην κλειστή και απαιτητική επαρχιακή κοινωνία της Αμαλιάδος θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.

 
ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗΣ

       Η γυναικεία χειραφέτηση είναι κατάκτηση του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και μάλιστα των τελευταίων δεκαετιών του. Για να φθάσει στα σημερινά της επίπεδα η ισότητα γυναικών και ανδρών, χρειάστηκαν σκληροί αγώνες από την πλευρά των Ελληνίδων, ώστε να ρίξουν τοίχους που είχαν υψωθεί γύρω τους τάχα για την... προστασία τους. Η ρήση του Εμμανουήλ Ροΐδη ότι «δύο είναι τα επαγγέλματα που αρμόζουν στις γυναίκες, το της νοικοκυράς και αυτό της εταίρας» αποτύπωνε τη στάση της τότε κοινωνίας απέναντι στο μισό πληθυσμό της χώρας μας.
       Παρά την εξύψωση της γυναίκας από τον Χριστιανισμό και την τοποθέτησή της σε ίση θέση με τον άνδρα, εντύπωση προκαλεί το δημοσίευμα της εφημερίδας «Φορολογούμενος» των Πατρών της 18-4-1875, που ανέφερε ότι «ἐθεάθησαν παρακολουθοῦσαι τὸν ἐπιτάφιον καὶ γυναῖκες, πρᾶγμα σχεδὸν παρ’ ἡμῖν πρωτοφανές». Είκοσι χρόνια αργότερα, για πρώτη φορά το Συμβούλιο της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών αποφάσισε να δεχθεί τη συμμετοχή και γυναικών στις εκδρομές που πραγματοποιούσε. Έτσι, την Κυριακή 4-6-1895, έγινε η πρώτη ιστορική εκδρομή και των δύο φύλων της Αχαϊκής πρωτεύουσας σιδηροδρομικώς για τη λουτρόπολη της Κυλλήνης.
       Πρωτοστάτης στη δημιουργία του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα και στην προώθηση των δικαιωμάτων της γυναίκας ήταν η Καλλιρρόη Σιγανού-Παρρέν. Εξέδωσε την «Εφημερίδα των Κυριών», την πρώτη γυναικεία εφημερίδα στην Ελλάδα (9-3-1887), στην οποία με θάρρος υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των γυναικών, αγωνίστηκε για τη χειραφέτησή τους και την πνευματική και κοινωνική τους εξύψωση. Δήλωνε χαρακτηριστικά: «Η χειραφέτηση της Ελληνίδος θα πραγματοποιηθή διά της εργασίας» (1887). Λίγο αργότερα θα γράψει: «Η σήμερον νοσηρά και αναιμική και υπό οργανικών παθήσεων προσβαλλομένη κόρη ή νέα γυνή, ως εκ του είδους της εργασίας και της καταχρήσεως των δυνάμεών της, ή δεν θα γίνη ποτέ μήτηρ ή θα κυοφορήση τέκνα μαρασμώδη και καχεκτικά, προορισμένα εις συνοικισμόν νοσοκομείων μάλλον ή στρατώνων» (1890). Από το 1894 άρχισε τις προσπάθειές της να πείσει την τότε Κυβέρνηση για την παραχώρηση ψήφου στις γυναίκες.
       Εκτός της Παρρέν και άλλες γυναίκες αγωνίστηκαν για την ανύψωση και χειραφέτηση των ομοφύλων τους. Η Μαρία Σβώλου, η Αύρα Θεοδωροπούλου, η Άννα Τριανταφυλλίδη, η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού και άλλες.
       Ούτε σκέψη για εκλογικά ή εργατικά δικαιώματα των γυναικών δεν υπήρχε μέχρι τότε. Σε εργατικό νομοσχέδιο του 1912 τοποθετούνταν οι γυναίκες μαζί με τους ανήλικους εργαζόμενους, για τον περιορισμό σε 10, των 14-16 ωρών εξαντλητικής ημερήσιας εργασίας. Η μητρότητα χρησιμοποιήθηκε ως βασικό επιχείρημα, προκειμένου να ληφθούν μέτρα προστασίας της υγείας των εργατριών.
       Σε δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» για τη θέση της εργάτριας, είναι εύγλωττη η συμπεριφορά των ανδρών εργατών απέναντι στις γυναίκες συναδέλφους τους: «Η θέση της εργάτριας είναι κατώτερη και εκεί που ούτε μια στιγμή θα ’πρεπε. Σε πολλά συνδικάτα, ακόμα ίσαμε σήμερα απαγορεύεται η εγγραφή εργατριών, σε άλλα δε, από τα πιο μεγάλα και τα πιο επαναστατικά, οι εργάτριες έχουν μόνο το “δικαίωμα” να πληρώνουν συνδρομή, χωρίς να εκλέγονται και χωρίς να εκλέγουν. Δεν έλειψαν ακόμα οι περιστάσεις που οι εργάτες πήραν ανοιχτά αντιδραστική στάση απέναντι των γυναικών, μη επιτρέποντας την εργασία της γυναίκας-εργάτριας στον κλάδο παραγωγής όπου αυτοί εργάζονταν, μονοπωλώντας την εργασία μόνο για τους άνδρες».
       Αλλά και στον δημόσιο τομέα η κατάσταση δεν ήταν ειδυλλιακή. Έντονες αντιδράσεις θα ακουστούν στη Βουλή, αφού κάθε τόσο κάποιος βουλευτής θα προτείνει την απόλυσή τους από όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, με κύριο επιχείρημα ότι με τα «καμώματά τους εμποδίζουν τους άνδρες να συγκεντρωθούν στη δουλειά τους», ότι είναι «επιπόλαιες» και ότι ενδιαφέρονται μόνο να «αποκατασταθούν».
       Τα αιτήματα των γυναικών ενίσχυσε και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ είναι η πρότερη ονομασία του ΚΚΕ), το οποίο στις εκλογές του 1920 ανάμεσα στα άλλα είχε και το σύνθημα: «Σφυρί, δρεπάνι και ψήφο στο φουστάνι».
       Έτσι είχαν τα πράγματα για τη θέση της Ελληνίδας, όταν το 1921 η Καλλιρρόη Παρρέν, συνεχίζοντας τις προσπάθειές της για την παραχώρηση του δικαιώματος της ψήφου, συγκέντρωσε υπογραφές και τις υπέβαλλε στην Κυβέρνηση. Ο τότε πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης είδε το θέμα ευνοϊκά. Εισηγήθηκε νομοσχεδίου για την ψήφο των γυναικών, το οποίο απορρίφθηκε με 87 ψήφους κατά και 77 υπέρ. Ο μικρός αριθμός των παρόντων (165) δείχνει πόσο λίγο σοβαρό θεωρούσαν το θέμα οι αντιπρόσωποι της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης. Μάλιστα ο βουλευτής Καβαλιεράτος είχε δηλώσει ότι «η παροχή ψήφου στις γυναίκες θα έφερνε ηθική εξαχρείωση».
       Στα 1930 είχε ωριμάσει η ιδέα που καρποφόρησε και οι Ελληνίδες με Νομοθετικό Διάταγμα απέκτησαν το δικαίωμα του εκλέγειν (όχι όμως και του εκλέγεσθαι) και μόνο για τις Δημοτικές εκλογές. Το δικαίωμα αυτό πρώτες το άσκησαν οι Θεσσαλονικιές στις επαναληπτικές δημοτικές εκλογές της πόλης τους τον Δεκέμβριο του 1930. Με αυτή την ψηφοφορία κάνουν την εμφάνισή τους οι γυναίκες στον πολιτικό στίβο, έναν ολόκληρο αιώνα μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους.
       Σε όλη την Ελλάδα ψήφισαν οι γυναίκες στις Δημοτικές εκλογές της 11-2-1934. Παρ’ όλο που περίμενε κανείς μαζική προσέλευση, ελάχιστες γυναίκες ψήφισαν, αφού οι αντιδράσεις ήσαν πολλές. Στην Πάτρα ψήφισαν μόνον 68 από τις μόλις 300 εγγεγραμμένες:
       Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο από το "Νεολόγο" με τίτλο:
«ΠΩΣ ΔΙΕΞΗΧΘΗΣΑΝ ΑΙ ΕΚΛΟΓΑΙ ΕΝ ΤΗ ΠΟΛΕΙ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ.
Η ΚΙΝΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ. Η ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ. Η ΤΑΞΙΣ.
       … Εις το τμήμα όπου ψηφίζουν αι γυναίκες (23ον, διασταύρωσις Λεωφόρου Γούναρη και Αγίου Γεωργίου) ο δικαστικός αντιπρόσωπος και τα μέλη της εφορευτικής κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Κάθε τόσο, σαν κομήτης, εμφανίζεται και από μία ψηφοφόρος... Κάποιος μάλιστα καλαμπουρίζων είπε και το εξής:
       - Βρε παιδιά, τι καθόμαστε. Εδώ, από τον πολύ συνωστισμό απειλούνται επεισόδια, σύρραξις. Τηλεφωνήστε στη διεύθυνσι αστυνομίας να διπλασιάση την δύναμή της!!».


  
ΜΑΡΙΚΑ ΜΠΟΤΣΗ – ΤΣΑΠΑΛΙΡΑ

       Το 1904, ή κατ’ άλλους το 1899, γεννήθηκε στην Αθήνα η Μαρίκα, το δεύτερο από τα επτά παιδιά (3 αγόρια και 4 κορίτσια) της οικογένειας Μπότση. Ο πατέρας της, ο Βασίλειος, ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής από το Βελημάχι της Αρκαδίας (με απώτερη καταγωγή από την Β. Ήπειρο). Η μητέρα της ήταν η Ανδρομάχη, το γένος Καβαλιεράτου από την Κεφαλονιά.
       Από τα αγόρια, ο Αθανάσιος (Νάσος) ήταν δημοσιογράφος και ιδιοκτήτης των εφημερίδων «Ακρόπολις» και «Απογευματινή». Στην εφημερίδα συμπαραστάτη είχε τον αδελφό του Διονύσιο, αξιωματικό του Ναυτικού. Ο Αργύρης έφθασε μέχρι του βαθμού του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών και διετέλεσε Νομάρχης Αχαΐας (από 5-5-1955 μέχρι 13-2-1963) καθώς και Αττικής και Εύβοιας.
       Από τα κορίτσια, η Τούλα είχε παντρευτεί τον Γεώργιο Βουτσινά, ιδιοκτήτη και εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις». Μετά τον θάνατο του Βουτσινά, η σύζυγός του κληρονόμησε τον τίτλο της εφημερίδας και τον μεταβίβασε στον αδελφό της Αθανάσιο, που εργαζόταν εκεί ως δημοσιογράφος. Αργότερα η Τούλα παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λεβίδη, τον Μέγα Αυλάρχη του Βασιλιά Παύλου. Η Χριστίνα παντρεύτηκε τον Γρηγόριο Παπαδάκη, μηχανικό στο Υπουργείο Γεωργίας, και η Πηνελόπη τον πρέσβη Δημήτριο Αβραμίδη.
       Τη Μαρία (Μαρίκα) τη συναντάμε το σχολικό έτος 1912-1913 να φοιτά στην Πέμπτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων!! Ναυπάκτου, γιατί τη χρονιά εκείνη ο πατέρας της είχε μετατεθεί στη Ναύπακτο. Η ίδρυση Αστικών Σχολείων και Διδασκαλείων Θηλέων θα ξεκινήσει το 1914. Στη συνέχεια, η οικογένεια περιπλανήθηκε σε πολλές πόλεις, λόγω της φύσης της εργασίας του πατέρα, και κατέληξε στην Αθήνα. Εκεί η Μαρίκα τελείωσε το Δημόσιο Γυμνάσιο και το 1920, μετά από εξετάσεις, εισάγεται στην Φαρμακευτική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τη χρονιά εκείνη σ’ όλα τα εξάμηνα της Φαρμακευτικής μαζί με τη Μπότση φοιτούσαν συνολικά 6 γυναίκες.
       Από φοιτήτρια οργανώθηκε στον Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών που είχαν ιδρύσει το 1919 η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού (πρόεδρος), η Πηνελόπη Χρηστάκου, η Μαρία Χατζημιχάλη, η Άννα Πετρίδου και η Πετρούλα Τζοβάρα.  Οι αρχές του Ομίλου, που ήταν καθαρά φεμινιστικές αλλά και πολιτικές, έδιναν μια άλλη διάσταση στο γυναικείο κίνημα. Ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Γυναικών ήταν η πιο πρωτοπόρα έκφραση του γυναικείου κινήματος. Στα αιτήματά του περιλαμβάνονταν το δικαίωμα της νόμιμης άμβλωσης, τα δωρεάν μαιευτήρια, η ισότητα στην οικογένεια, η ισότητα στην εργασία, η κατάργηση της διπλής ηθικής, η εισαγωγή των γυναικών στο δικαστικό κλάδο και άλλα.
       Η Μπότση υπήρξε δραστήριο μέλος του Ομίλου, με πολλές διαλέξεις κοινωνικού και μορφωτικού περιεχομένου καθώς και επιστημονικού (αλκοολισμός, ναρκωτικά, κ.λπ). Σε μια διάλεξη μάλιστα για την γυναικεία ψήφο, που έδωσε στην αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στα 1922, την τίμησε με την παρουσία του ο μεγάλος Αρκάς πολιτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου.
       Με την αποφοίτησή της στα 1924, θέλησε να διορισθεί ως φαρμακοποιός στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Την απέρριψαν εξαιτίας της δράσης της στον Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών. Η τότε κοινωνία είχε ταυτίσει τους Σοσιαλιστές με τους Κομμουνιστές, γιατί είχαν γίνει επικίνδυνοι με τις επαναστατικές τους ιδέες για το δημοκρατικό πολίτευμα. Για να μην μείνει λοιπόν χωρίς ασχολία (ήταν δύσκολο και να ανοίξει φαρμακείο αφού ως κλειστό επάγγελμα προϋπέθετε να έχει άδεια), έκανε εγγραφή στο Μικροβιολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου και πήρε το δίπλωμα της Μικροβιολόγου. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα Αστρονομίας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, παίρνοντας και από εκεί το αντίστοιχο πτυχίο. Κατόπιν έγινε μέλος του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων, αφού είχαν πολλούς κοινούς στόχους με τον Σοσιαλιστικό Όμιλο.
       Στα 1927 γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Τσαπαλίρα από την Αμαλιάδα, που σπούδαζε κι αυτός Φαρμακευτική στη Αθήνα. Η γνωριμία τους κατέληξε δυο χρόνια αργότερα, το 1929, σε γάμο που έγινε στην πρωτεύουσα.
       Η Μαρίκα έπεισε τον σύζυγό της να εγκατασταθούν στην Αμαλιάδα, παρ’ ότι αυτός δεν είχε τελειώσει τις σπουδές του. Ένα πτυχίο, το δικό της, ήταν αρκετό για να ανοίξουν φαρμακείο. Ήθελε να έλθει στην επαρχία μια ώρα αρχύτερα για να έχει το πεδίο ελεύθερο, μακριά από την υπόλοιπη οικογένειά της που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις δραστηριότητές της και προσπαθούσαν να την αποτρέψουν.


 
ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΜΑΛΙΑΔΟΣ

       Στα 1932, τρία μόλις χρόνια από την εγκατάστασή της στην Αμαλιάδα, η Μπότση ίδρυσε τον «Προοδευτικό Σύνδεσμο Γυναικών Αμαλιάδος». Η αναγνώριση του Συνδέσμου έγινε με την υπ’ αριθμ. 554/1932 απόφαση του Πρωτοδικείου Ηλείας. Ήταν το πρώτο γυναικείο σωματείο που ιδρύθηκε στην πόλη.
       Η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα έκανε την έναρξη της δραστηριότητας του Συνδέσμου με την ομιλία «Νοοτροπία της Εργαζόμενης Γυναίκας» στον κινηματογράφο «Πάνθεον» της Αμαλιάδας. Όσοι παρακολουθούσαν τις ομιλίες πλήρωναν ένα μικρό χρηματικό ποσό ως εισιτήριο, που πήγαινε για την ενίσχυση των σκοπών του Συνδέσμου, ο κυριότερος των οποίων ήταν τα συσσίτια των απόρων μαθητών του Δημοτικού Σχολείου τρεις φορές την εβδομάδα (Δευτέρα - Τετάρτη - Παρασκευή).
       Άλλες δραστηριότητες ήταν ο ετήσιος χορός, η ίδρυση Σχολής Ραπτικής για να μαθαίνουν τα κορίτσια μια τέχνη και η δημιουργία Δημοτικού Σχολείου μέσα στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Αμαλιάδας με δάσκαλο τον ιερέα του Ναού. Το σχολείο αυτό λειτούργησε σαν ιδιωτικό και σ’ αυτό φοιτούσαν παιδιά που μάζευαν οι ίδιες από τους δρόμους. Τα πρώην αλητάκια, εκτός από γράμματα, μάθαιναν και μια τέχνη για να ζήσουν και έγιναν καλοί και χρηστοί πολίτες.
       Η Αύρα Θεοδωροπούλου ήταν μία από τις πρωτοπόρες Ελληνίδες του γυναικείου κινήματος. Μεταξύ των δραστηριοτήτων της ήταν η δημιουργία του «Κυριακού Σχολείου Εργατριών» το 1911. Πάνω σ’ αυτό στηρίχθηκε και η Μπότση και μέσα από τον Σύνδεσμο Γυναικών ίδρυσε και λειτούργησε και στην Αμαλιάδα «Κυριακάτικα Σχολεία» για τα φτωχά παιδιά της πόλης.
       Η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα διετέλεσε μέχρι τέλους της ζωής του Συνδέσμου Πρόεδρός του, τιμώμενη από τα μέλη του για την πολυσχιδή της δράση.

 
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ

       Η Ιταλογερμανική κατοχή διέκοψε τη δράση του «Προοδευτικού Συνδέσμου Γυναικών Αμαλιάδος». Τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς έριξαν βαριά τη σκιά τους πάνω από τη μικρή πόλη. Ήρθε όμως στις 4 Σεπτεμβρίου του 1944 το ξημέρωμα της λευτεριάς για την Αμαλιάδα και ο βασανισμένος λαός ανέπνευσε και πάλι ελεύθερος έχοντας ελπίδες για καλύτερες μέρες.
       Αλλά οι καταστροφές και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι καταχτητές ήσαν ανυπολόγιστες. Κράτος δεν υπήρχε και σ’ αυτή την χαώδη κατάσταση, η Λαϊκή Επιτροπή Αυτοδιοίκησης Αμαλιάδας πήρε την εξουσία στα χέρια της. Ήταν μια 15μελής επιτροπή στην οποία αρχικά συμμετείχε και μια γυναίκα, η φαρμακοποιός Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα, που με το κοινωνικό της έργο είχε αγαθή εκτίμηση από την τοπική κοινωνία.
       Για δυο μήνες περίπου η πόλη ήταν χωρίς Δήμαρχο και βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση. Σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο, που η καθημερινή επιβίωση απορροφούσε κάθε ενέργεια, η Λαϊκή Επιτροπή τοποθέτησε τον γιατρό Θεόδωρο Οικονομόπουλο να αναλάβει Δήμαρχος. Η κατάσταση ήταν εξόχως ανησυχητική. Να πώς την περιγράφει η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα στο ημερολόγιό της:

  «Αν και είμαστε ελεύθεροι η περίοδος δεν είναι ομαλή. Μια χαώδης κατάστασις επικρατεί, ζωή δεν υπάρχει, οι έμποροι κρύβουν τα υφάσματα και τα παπούτσια κι ο λαός και μετά την απελευθέρωσή του εξακολουθεί να μένη πεινασμένος, γυμνός, ξυπόλυτος. Οι σταφιδοπαραγωγοί με τους σέμπρους των έχουν ριζικές διαφορές. Το πολύπλοκο αυτό ζήτημα έχει ανάγκη προσοχής και μελέτης να λυθή. Ο λαός εξακολουθεί να πεινά. Οι έμποροι δεν συμμορφούνται με τις οδηγίες της Λαϊκής Επιτροπής. Γίνεται συλλαλητήριο, σπάζουν τα μαγαζιά, αρπάζουν ό,τι βρουν, σκοτώνεται ένας. Ο Δήμαρχος λιποψυχεί και παραιτείται. Η Λαϊκή Επιτροπή εκλέγει άλλον»[1].

       Ο Θεόδωρος Οικονομόπουλος διετέλεσε Δήμαρχος Αμαλιάδας ένα μήνα ακριβώς και τον διαδέχθηκε ο συμβολαιογράφος Νικόλαος Χαλβατζιώτης. Η θητεία του νέου δημάρχου συνέπεσε με το ξεκίνημα του Εμφυλίου, τα Δεκεμβριανά. Στην Αμαλιάδα, οι Άγγλοι, για να προλάβουν αντίστοιχες ταραχές με αυτές της Αθήνας, συνέλαβαν τις αρχές του τόπου. Κατά την μεταφορά τους στον Πύργο, στις 6-12-1944, σκοτώνεται ο Διοικητής της Πολιτοφυλακής Αμαλιάδας Νίκος Κουμουνδούρος. Ο δήμαρχος τρομοκρατημένος κρύβεται και δεν ξαναπατά στο δημαρχείο, για να μην ξανασυλληφθεί.
       Η Λαϊκή Επιτροπή Αυτοδιοίκησης, που ανέλαβε την διοίκηση στην Αμαλιάδα μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, επρόσκειτο στον πολιτικό χώρο του Κομμουνιστικού κόμματος. Οι αντιπαλότητες (και δυστυχώς όχι μόνο ιδεολογικές), είχαν χωρίσει τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα, τα οποία επιδόθηκαν σ’ έναν αγώνα εξόντωσης των αντιπάλων. Όσοι φοβόντουσαν για την ζωή τους, για να σωθούν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, πηγαίνοντας λίγοι στον Πύργο, οι περισσότεροι όμως στην Πάτρα, όπου σαν πιο μεγάλη πόλη θα μπορούσαν να χαθούν τα ίχνη τους μέσα στην ανωνυμία του πλήθους. Πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την Πατρίδα. Ήταν δε τόσο μεγάλος ο αριθμός τους από όλες τις γύρω περιφέρειες που είχαν συρρεύσει στην Πάτρα, ώστε ο Διοικητής της εδώ Πολιτοφυλακής έβγαλε ανακοίνωση με την οποία απειλούσε για μέτρα εναντίον τους, ώστε να σταματήσει την καθημερινή αθρόα μετακίνησή τους.


 
ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΚΑ ΜΠΟΤΣΗ-ΤΣΑΠΑΛΙΡΑ

       Λόγω αυτής της ανώμαλης κατάστασης αλλά και της προηγηθείσας δολοφονίας του διοικητή της πολιτοφυλακής Αμαλιάδας από τους Άγγλους, κανένας δεν δεχόταν να αναλάβει τη θέση του Δημάρχου. Όλοι φοβόνταν, τα νέα από την Αθήνα έρχονταν τρομακτικά. Τη δύσκολη εκείνη στιγμή ο προεδρεύων της Λαϊκής Επιτροπής Αυτοδιοίκησης Αμαλιάδας Σάκης Ρετσινάς πρότεινε για δήμαρχο τη φαρμακοποιό Μαρία Μπότση-Τσαπαλίρα, και ομόφωνα όλοι δέχθηκαν και επευφημούσαν.
       Τη δύσκολη εκείνη στιγμή, η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα, με την αποδοχή της πρότασης, έβγαλε από το αδιέξοδο την πόλη και έγινε παράλληλα η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος στην ιστορία της Αμαλιάδας και στην Ελλάδα ολόκληρη.
       Στο διάστημα των 101 ημερών που παρέμεινε δήμαρχος στην Αμαλιάδα, για το τι έκανε, το χάος που παρέλαβε και τις ενέργειές της για να βάλει μια πρώτη τάξη στα πράγματα του Δήμου, δεν θα τα γνωρίζαμε, αν η ίδια, δυο μήνες μετά την παραίτησή της, δεν έδινε προς δημοσίευση το ημερολόγιο που κρατούσε όσο ήταν Δήμαρχος στην εφημερίδα «Ακρόπολις», που ιδιοκτήτης της ήταν, όπως προαναφέραμε, ο αδελφός της Νάσος Μπότσης. Η εφημερίδα σε δεκατρείς συνέχειες δημοσίευε μεγάλα αποσπάσματα κάθε ημέρα από το ημερολόγιο, αρχίζοντας από τις 22-5-1945 μέχρι τις 7-6-1945.
       Η αξία του ημερολογίου είναι ανεκτίμητη. Το λιγοστό διάστημα των δύο μηνών που μεσολάβησαν από την απομάκρυνσή της από τη Δημαρχία μέχρι τη δημοσίευσή του, το καθιστά αρκετά αξιόπιστο, αφού ήταν πρόσφατα τα γεγονότα και καυτά. Έτσι, λόγω της εγγύτητας της χρονικής στιγμής που διαδραματίστηκαν, θεωρείται ότι περιγράφει την πραγματικότητα, δεν έχει δηλαδή γραφτεί σε μεταγενέστερο χρόνο, ώστε μερικά γεγονότα να αποσιωπηθούν, να ωραιοποιηθούν ή και να χαλκευτούν ακόμη, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Η δημοσίευσή του άλλωστε θα απέτρεπε τις ανακρίβειες που θα συζητιόνταν στη μικρή κοινωνία της Αμαλιάδας.
       Αλλά ας αφήσουμε την ίδια να μας παρουσιάσει τα γεγονότα μέσα από το ημερολόγιό της που δημοσιεύθηκε με τον τίτλο:
«ΑΙ ΠΡΟΟΔΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΥ.
ΕΚΑΤΟΝ ΜΙΑ ΗΜΕΡΕΣ ΔΗΜΑΡΧΙΝΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑΔΑ.
ΜΕΡΙΚΑ ΦΥΛΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ κας ΤΣΑΠΑΛΙΡΑ»
(Αρχίζομεν από σήμερα τη δημοσίευση αποσπασμάτων από το Ημερολόγιον της πρώτης Ελληνίδος δημαρχίνας, της κυρίας Μαρίκας Τσαπαλίρα, που ήσκησε τα καθήκοντά της εις την Αμαλιάδα από τας 11 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της 22ας Μαρτίου 1945).

«Δεν είχα την τιμήν να ανήκω στην τάξιν των ηρωικών εκείνων γυναικών που προσέφεραν τόσα στον απελευθερωτικό αγώνα. Γι’ αυτό κι η έκπληξίς μου ήταν μεγάλη, όταν στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944 στο καφενείο της πλατείας που καθόμουνα άκουσα, ανάμεσα στην δεκαπενταμελή επιτροπή που εξέλεξε ο λαός διά βοής και το όνομά μου. Με ειδοποίησαν ότι έπρεπε αμέσως την άλλην ημέρα να πάω στο Δημαρχείο για συνεδρίασι. Είχαμε πολλά πράγματα να επιλύσουμε. Δύο σχεδόν μήνες η πόλις ήταν χωρίς δήμαρχο και βρισκόταν σε οικτρά κατάσταση.
      Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα τύχαινα μόνη μου ανάμεσα σε άνδρες για συνεδρίαση. Εν τούτοις αισθάνθηκα έντονη συγκίνησι όταν βρέθηκα ανάμεσά τους. Δεν ήξερα αν θα τα κατάφερνα κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου μήπως δεν κατορθώσω να μπω στο νόημα της διοικήσεως του Δήμου και μείνω από την αρχή ως το τέλος μια κούκλα άφωνη.
    Η πρώτη μας συνεδρίαση καταναλώθηκε σε ζητήματα υγιεινής, καθαριότητος της πόλεως, επισιτισμού και ασφαλείας. Ο καθένας προτείνει κι από μια γνώμη. Αλλά, Θεέ μου!... νομίζω ότι μπορώ να λάβω κι εγώ μέρος στη συζήτηση για τα μέτρα που χρειάζονται για την ανακούφισι του λαού. Παρ’ όλη την τρεμούλα μου, επεμβαίνω, βλέπω τους άνδρες να με παρακολουθούν, να με προσέχουν. Βρίσκομαι στο στοιχείον μου ως επιστήμονος και ως νοικοκυράς. Την τακτική του σπιτιού μου την μεταφέρω στο Δημαρχείο, αλλά σε πλατύτερα πλαίσια. Κατάλαβα ότι ο δήμος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μεγάλο νοικοκυριό. Οι άνδρες συζητούν τη γνώμη μου και τέλος την δέχονται ως ορθότερη. Αι συνεδριάσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Άφησαν τόσα ερείπια και καταστροφές πίσω των οι κατακτηταί, που έχουν άμεσον ανάγκην βοηθείας. Η επιτροπή μας πλουτίζεται και με δύο άλλες γυναίκες. Είναι κορίτσια του λαού που ξέρουν να συμπάσχουν μ’ αυτόν και να βρίσκουν ριζικό φάρμακο για να κλείσουν τις πληγές του».
         

Στην εφημερίδα «Ελεύθερη Αχαΐα» (όργανο του ΕΑΜ Νομού Αχαΐας), για την εκλογή της Τσαπαλίρα διαβάζουμε: «ΑΜΑΛΙΑΔΑ: Εκλέγηκε στην πόλη μας δημαρχίνα η συναγ. Μαρία Φότση, φαρμακοποιός» (αντί για Μπότση την αναφέρει Φότση). Οι άλλες πατρινές εφημερίδες δεν γράφουν τίποτε για το γεγονός, αφού η Μπότση είχε χαρακτηριστεί «αριστερή» και τα πολιτικά πάθη ήταν τότε σε έξαρση. Μάλιστα οι δεξιές εφημερίδες των Αθηνών, για να κόψουν την κυκλοφορία της επίσης δεξιάς «Ακρόπολις», έγραψαν εμπαθώς ότι: «Η αδελφή των Μπότση έγινε Δήμαρχος των Κομμουνιστών στην Αμαλιάδα. Να ποιους δεξιούς εκπροσωπεί η Ακρόπολις».

«11 Δεκεμβρίου. Συνεδρίασις θορυβώδης στο δημαρχείο. Δεν δέχεται κανείς για δήμαρχος. Όλοι φοβούνται. Τα νέα των Αθηνών μας έρχονται τρομακτικά. Το δημαρχείο κινδυνεύει και πάλιν να μείνη χωρίς δήμαρχο. Ποιος ξέρει τι μπορούσε να γίνη. Κακοποιά στοιχεία ίσως το κατελάμβαναν και προέβαιναν σε λεηλασίες και αντεκδικήσεις. Αυτή η σκέψις περνά από το μυαλό μου σαν με πρότειναν για δήμαρχο. Διστάζω, αι συνθήκαι δεν είναι ομαλές, υπάρχει κίνδυνος και γι’ αυτή τη ζωή μου. Αλλά για τους άνδρες ίσως ήσαν μεγαλύτεροι οι κίνδυνοι, παρά για μια γυναίκα.
Τι άδικο είναι να ζητάμε διαρκώς θυσίες απ’ αυτούς. Η τετράχρονη σκλαβιά πολλές εκατόμβες έφτιασε. Ο αγώνας αντιστάσεως εδημιούργησε πληθώρα μαρτύρων. Σκέπτομαι τα δυο μου αδέλφια που βρίσκονται ως όμηροι, ο Νάσος αιχμάλωτος στην Ιταλία κι ο Διονύσης στις φυλακές της Βιέννης όπου υπέφερε τα πάνδεινα. Μου έρχονται δάκρυα στα μάτια, δεν έχουμε ειδήσεις των, δεν ξέρουμε αν ζουν.
Αν δεν δεχθώ, μπορεί στο νέο δήμαρχο να συμβεί κανένα κακό, όπως στο διοικητή της πολιτοφυλακής. Αφήκε γυναίκα και παιδί. Κι αυτοί έχουν αδελφάδες, γυναίκες, παιδιά, μανάδες που θα πονέσουν, όπως πονώ κι εγώ τα αδέλφια μου. Μια μεγάλη συμπόνια γεμίζει την ψυχή μου. Οι γυναίκες ίσως με νιώθουν καλύτερα. Έπειτα ίσως μπορέσω να σβήσω τις έχθρες που θεριεύουν τριγύρω μας. Η αποστολή της γυναίκας είναι να καταπραΰνη τα μίση και τα πάθη και να σκορπίζη γύρω της καλοσύνη.
Η γυναίκα που διαιωνίζει τη ζωή, πρέπει να προσέχη όχι μονάχα να μη την αφαιρή αλλά και να θυσιάζεται για να την σώση. Είναι τόσο φυσικό να αγαπά και να συμπονή, όσο αφύσικο είναι να λερώνη την ψυχή της με το μίσος και να οπλίζη το χέρι της με το όπλο. Ίσως ως συμφιλιωτής πετύχω περισσότερα από έναν άνδρα. Κι έπειτα ίσως γίνω η αφορμή να πάρη και η γυναίκα στην Ελλάδα τη θέσι που της πρέπει. Δέχομαι με πλήρη συνείδησι των ευθυνών που αναλαμβάνω».

       Αίσθηση προκάλεσε στη μικρή κοινωνία της Αμαλιάδας ότι τη θέση του Δημάρχου την κατέλαβε γυναίκα. Όχι μόνο οι ξένοι αλλά ακόμα γνωστοί, συγγενείς και φίλοι, το δέχθηκαν με ειρωνεία. Υπήρξε όμως και μια μερίδα που είδε με κατανόηση την ανάληψη της Δημαρχίας από το λεγόμενο «ασθενές φύλο» και ενθάρρυνε τη νεαρή δήμαρχο (ήταν τότε 40 ετών).
       Στο Δημαρχείο συνάντησε μία μόνο υπάλληλο, την Ισμήνη-Κανέλλα Σοφιανού, μετέπειτα σύζυγο του εξ Αμαλιάδος συμβολαιογράφου Πειραιώς Αθανασίου Φούφα. Μόνον αυτή λοιπόν την 33χρονη τότε νεαρή γυναίκα συνάντησε η Μπότση και είναι αυτή που, όπως η ίδια γράφει, την στήριξε και την ενθάρρυνε:

«…Σα μπόμπα έπεσε στη πόλη η είδησις ότι έγινε Δήμαρχος μια γυναίκα. Το συζητούν, το σχολιάζουν, το κατακρίνουν. Δε μπορούν να το χωνέψουν. Οι συγγενείς, φίλοι και γνωστοί με υποδέχονται με ειρωνεία και με πικρόχολα λόγια. Εκπλήττομαι, δεν περίμενα αυτή την υποδοχή. Κυρία Δήμαρχος, αξιότιμος σεβαστή Δήμαρχος” μου λένε και με κοιτάζουν ειρωνικά. Αρχίζω να θυμώνω, να αγανακτώ και να τους απαντώ ανάλογα και ενώ η συγκίνησις με πνίγει. Αρχίζω να ντρέπομαι να βγω έξω. Στο Δημαρχείο πηγαίνω τροχάδην από κάτι στενά, για να μη με αντικρίσει άνθρωπος. Ένας φίλος γιατρός μου λέγει: Μη ντρέπεσαι. Εσύ περπάτα ίσα στο δρόμο σου και όποιος δεν θέλει να σε δει ας κρύβεται αυτός”. Αλλά και πάλι δεν μπορώ να ακολουθήσω την συμβουλή του.
Πηγαίνω δειλά στο Δημαρχείο. Δεν μπορώ να καθίσω στην καρέκλα του Δημάρχου αλλά ούτε και σε άλλο κάθισμα. Στέκομαι ορθή, ακουμπισμένη στο γραφείο με το κεφάλι κάτω σαν να έκανα ένα μεγάλο έγκλημα και περιμένω την καταδίκη μου. Αγωνία πνίγει την ψυχή μου. Είμαι έτοιμη να φύγω και να τρέξω να κρυφτώ κάπου μακριά. Τη στιγμή αυτή κτυπά η πόρτα. Μια υπάλληλος μου φέρνει το πρώτο έγγραφο να υπογράψω με την λέξη η Δήμαρχος από κάτω. Τα καημένα τα κορίτσια ενθουσιάστηκαν τόσο που είχαν ομόφυλό των Δήμαρχο, ώστε πάντα έβαζαν κάτω από τα έγγραφα τη λέξη Η Δήμαρχος, εν αντιθέσει προς τους άρρενες υπαλλήλους που επέμεναν να βάζουν Ο Δήμαρχος.
        Της λέγω τον πόνο μου και ότι είμαι έτοιμη να φύγω. Αυτή με ενθαρρύνει και μου λέγει ότι εμείς οι γυναίκες περιμέναμε χρόνια πολλά με αγώνες και με θυσίες πολλές για να δούμε αυτή την ημέρα και τώρα εσύ θέλεις να φύγεις; Πρόσεξε καλά, γιατί η γυναικεία ιστορία δεν θα σου το συγχωρήση ποτέ, να μας δίνεται ευκαιρία να πάρουμε τα δικαιώματά μας και εσύ να θέλεις να ξαναγυρίσουμε στα κάτεργα. Και ένα άλλο ακόμη: Τώρα γίνεται ένα πείραμα για τη γυναίκα. Πρόσεξε να επιτύχης”.
Μου δίνει το έγγραφο και βάζω την υπογραφή μου από κάτω φαρδιά - πλατειά. Απ’ αυτή τη στιγμή παίρνω με ζήλο τα καθήκοντά μου. Πηγαίνω στα διάφορα γραφεία να δω τους υπαλλήλους. Ανοίγω τη μια πόρτα, αδειανό το γραφείο. Ανοίγω την άλλη, επίσης. Σ’ όλα τα γραφεία δεν βρήκα ψυχή εκτός από την καλή κοπέλα που μου είπε τα σοφά λόγια. Την άλλη μέρα το ίδιο. Δεν είναι προκοπή. Δεν υπάρχει ούτε ένας υπάλληλος να εκδόση ούτε ένα πιστοποιητικό. Σηκώνομαι να πάω και βρίσκω τον κλητήρα. Του δίνω εντολή να καλέση όλους τους υπαλλήλους. Την άλλη μέρα όλοι μαζί μου λένε ότι καλά είναι τα λόγια μου, πως πρέπει να εξυπηρετήσουν το κοινό, αλλά κι αυτοί έχουν ανάγκες ζωτικότερες, πρέπει να βγάλουν το καρβέλι τους και να ζήσουν, που δεν τους το δίνει βέβαια το Δημαρχείο, αφού είχαν να πληρωθούν από το Μάη.
Έκανα έκκληση στα ανθρωπιστικά των αισθήματα αφού η πατρίδα μας είχε το ατύχημα να εμπλακή και σε αδελφοκτόνο πόλεμο. Είχαν υποχρέωση να μείνουν ακοίμητοι φρουροί στις θέσεις των για να εξυπηρετήσουν την ολότητα.
Και τους βρήκα πρόχειρο μέσον ανακουφίσεως των αναγκών τους. Έπαυσα τους εισπράχτορες του φόρου ελαίου και διόρισα υπαλλήλους του Δήμου χωρίς να παρεμποδίζεται και η Δημοτική υπηρεσία, και το ποσόν των 2 οκάδων ημερησίως που έπαιρναν το εμοιράζοντο με τους συναδέλφους των που ειργάζοντο στο Δημαρχείο και, αφού επληρώνονταν με μια οκά λάδι ο κάθε υπάλληλος, με μεγαλύτερη προθυμία εκτελούσαν την υπηρεσίαν και δεν τολμούσαν να απουσιάσουν, μια και δεν θα έπαιρναν την αποζημίωσίν τους. Από αυτή την μεριά τα πράγματα πηγαίνουν καλά, και οι υπάλληλοι με σέβονται, με εκτιμούν και με βοηθούν στο βαρύ έργον μου».
         
Πολλά τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα Δήμαρχος και όλα ζητούσαν επιτακτικά τη λύση τους. Η νέα γενιά, όπως κάθε νέα γενιά που είναι απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις της προηγούμενης, ήταν πιο συγκαταβατική και στήριζε τις επιλογές της Δημάρχου. Το περίεργο (αλλά όχι ανεξήγητο) είναι ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της Δημάρχου ήταν οι ίδιες οι γυναίκες - όχι όλες βέβαια -, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις καινοτομίες που προσπάθησε να εισαγάγει στο ζωτικό τους χώρο η Μπότση από το 1932 που ίδρυσε τον «Προοδευτικό Σύνδεσμο Γυναικών Αμαλιάδας».

«Αλλά έχω και να αντιμετωπίσω και σοβαρότερα ζητήματα. Απεργίες, συλλαλητήρια, μεταφορά τροφίμων, ηλεκτροφωτισμό, ανακούφιση του λαού από την πείνα και εξαθλίωση. Όλα αυτά τα προβλήματα με κρατούν νύχτα - μέρα άυπνη και ανήσυχη. Έπειτα δε με αφήνει ούτε στιγμή ήσυχη η κακογλωσσιά του κόσμου. Δυο ρεύματα δημιουργούνται: Τα χρυσά νιάτα που πιστεύουν ότι η γυναίκα όχι μονάχα μπορεί να συναγωνιστεί αξιόλογα τον άνδρα, αλλά σε πολλά δημόσια αξιώματα μπορεί και να τον ξεπεράση και αυτοί γίνονται οι θερμοί υποστηρικτές καθώς και οι άλλοι οι υγιώς σκεπτόμενοι άνθρωποι.
  Και η αντίθετη παράταξις. Από τη μια μεριά οι άνδρες οι εγωϊσταί, οι άνδρες οι υποκριταί και αφιλοσόφιτοι λογάδες που, ενώ τη γυναίκα την θεωρούν ικανή για τις μεγαλύτερες θυσίες, όταν έλθει η στιγμή της ηθικής ανταμοιβής, την παραμερίζουν για να καρπωθούν μονάχα αυτοί τα αγαθά. Και από την άλλη μεριά αυτές τούτες οι γυναίκες, ο μεγαλύτερός μου εχθρός. Γυναίκες φανφαρόνες, γυναίκες ετεροκίνητες, γυναίκες σχολαστικές, γυναίκες του χουζουριού που είναι ανίκανες να δουν την ζωή από την πραγματική της όψη. Αυτοί λοιπόν οι εχθροί μου με πολέμησαν με ασυγκράτητη λύσσα, μου κήρυξαν εξοντωτικό πόλεμο.
  Οι γυναίκες μου έκοψαν τις επισκέψεις και οι άνδρες τον χαιρετισμό. Δεν μπορούσαν να ανεχθούν γυναίκα Δήμαρχο γιατί κατεπατούντο τα από καταβολής κόσμου κυριαρχικά των δικαιώματα. Η εχθρότης των γυναικών χρονολογείται περισσότερο καιρό, από τότε που έγινα πρόεδρος του Συλλόγου Γυναικών.
  Την Πρωτοχρονιά, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου αποφάσισε να μοιράση γλυκίσματα σε όλα τα παιδιά της πόλεως και λίγα ρούχα σε όσα είχαν απόλυτη ανάγκη. Πόρους δεν είχαμε για περισσότερα. Μαζί με δυο δικηγόρους αποτελούσα την επιτροπή Βρεφοπαιδικού συσσιτίου. Παρακάλεσα τους εστιάρχας να κρατήσουν το Νέον Έτος ανοικτές τις εστίες και να με βοηθήσουν με τα δελτία για μοίρασμα των γλυκών που θα γινόταν στο Δημαρχείο. Τρεισήμισι χιλιάδες γλυκά είχαμε μαζέψει για να τα μοιράσουμε σε ισάριθμα παιδιά. Οι γυναίκες όχι μονάχα δε με βοήθησαν, αλλά και κατεσυκοφάντησαν την πρωτοβουλία μου».

          Η συκοφαντία είναι μια κακοήθεια που δυστυχώς έχει μεγάλη πέραση σε κάθε εποχή. Από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας στη φυλή μας αυτή η κακή συνήθεια έχει προκαλέσει πολλά δεινά. Στο τέλος βέβαια η αλήθεια πάντα λάμπει, αλλά μέχρι τότε, σαν το σαράκι κατατρώγει υπολήψεις και ζωές ακόμη. Σ’ αυτή τη δίνη της κακογλωσσιάς και της λάσπης δυστυχώς έριξαν και την Μπότση θέλοντας με τον τρόπο αυτό να την στιγματίσουν και να την αναγκάσουν να παραιτηθεί:

«Ο καιρός περνούσε. Ο κόσμος βλέπει ότι όχι μόνον δεν διοικώ άσχημα αλλά προσφέρω κι υπηρεσίας στην πόλη. Οι εχθροί μου όμως δεν βλέπουν με καλό μάτι την συμπάθεια αυτή και για να με εξοντώσουν καταφεύγουν σε ένα μέσο τρομερά ανήθικο και ταπεινό.
Ένα πρωί ξημερώνεται η πόλις ανάστατος. Έκλεψα την Εστία των Βρεφοπαιδικών συσσιτίων. Κουτιά τα μακαρόνια, κιβώτια οι κονσέρβες, κάρα τα συρτάρια. Το πρωί πήγα στο Δημαρχείο, δεν ήξερα τίποτα από τη φήμη που κυκλοφορούσε, μονάχα έβλεπα τους μεν άνδρες να με κοιτάζουν θριαμβευτικά, τις δε γυναίκες με μια λάμψη χαράς στα μάτια των. Σούσουρο μεγάλο γίνεται, δεν το πιστεύουν, αλλά είναι ορισμένοι που τους συμφέρει να γίνη πιστευτό. Αυτοί αγωνίζονται, ρητορεύουν στους δρόμους, στα καφενεία.
Στην αρχή εμβρόντητη δεν ήξερα τι να υποθέσω και πού να αποδώσω όλη αυτή την κακοήθεια. Κατόπιν έπεσα σε μεγάλη απελπισία. Την νύχτα ολόκληρη έμεινα άυπνη και, αφού τέλος δεν μπορούσα να χύσω άλλα δάκρυα, έμεινε ο πόνος μου βουβός και κλεισμένος. Μου μιλούσαν και δεν άκουγα. Έπρεπε να με σκουντήσουν για να με βγάλουν από την συλλογή. Οι οικείοι μου με παρηγορούσαν και μου έλεγαν ότι θα σταματήσουν όταν παραιτηθώ κι από Δήμαρχος κι από Μέλος της Επιτροπής Συσσιτίων. Ναι, αλλά τότε θα ενόμιζαν ότι με έδιωξαν ως ένοχον. Η απελπισία μου εγγίζει τα όρια της αλλοφροσύνης.
Μα γιατί, γιατί μου το κάνουν αυτό το κακό; Εγώ αφότου ήλθα στην Αμαλιάδα δεν κάνω τίποτα άλλο, παρά το καλό και με λόγια και με έργα. Εγώ δεν είπα ποτέ κακό λόγο για κανένα κι όταν έφτανε στα αφτιά μου κανένα κουτσομπολιό επαναστατούσε ο ανθρωπισμός μου και τους επέπληττα κι έλεγα ότι αυτό που κάνουν δεν είναι τίμιον. Γιατί λοιπόν εμέ να διασύρουν την υπόληψή μου με τόσον ελαφρά συνείδηση;
Την πόλη μας την διασχίζει ένα ξεροπόταμο, η Σοχιά. Τον χειμώνα όμως κατεβάζει τόσο νερό, που γίνεται πολύ επικίνδυνο. Ήταν Γενάρης, έκανε κρύο τρομερό και η Σοχιά ήταν γεμάτη θολό νερό που κυλούσε με ορμή. Εστάθηκα σ’ ένα γεφύρι. Πώς με είλκυσε αυτό το βρωμερό νερό λες κι ήταν μαγνήτης, μικρό ήταν το βήμα από τη ζωή ως το θάνατο, μια δρασκελιά κι έπειτα η νιρβάνα. Το νερό θα μου δρόσιζε και τα φλογισμένα μου μάγουλα και το κεφάλι μου. Αχ, το κεφάλι μου πώς πονάει, πάει να σπάση, λες και χιλιάδες σφυριά το κτυπάνε. Πριν πέσω στην ανυπαρξία, θα αισθανόμουνα μια στιγμιαία ανακούφιση στο πονεμένο μου κορμί. Τι ωραία που θα με παρέσυρε το ορμητικό νερό χωρίς να αφήση πίσω του κανένα ίχνος. Θα με έφερνε βαθειά-βαθειά στη θάλασσα. Προτιμούσα να με κατασπαράξουν οι καρχαρίες, θα ήσαν τα δαγκώματά τους πιο γλυκά από την κακογλωσσιά των ανθρώπων.
Οι σκέψεις μου αλληλοσυγκρούοντο κι εγροθοκοπούντο. Δεν μπορούσα να βαστάξω την ύβριν που μου απηύθυναν, συνδυασμένη με το ψέμα, αδιαφορούσα για τη ζωή μου. Την απολύτρωση μονάχα στο θάνατο θα την εύρισκα. Αλλά και πάλι ξεπροβάλλει από μέσα μου το γιατί όλο αυτό το κακό. Μετράω μια-μια τις ημέρες, έχω ακριβώς ένα μήνα Δήμαρχος. Εξετάζω τη συνείδησή μου, δεν βρίσκω να έχω κάμει τίποτα το ασυμβίβαστο με αυτήν, τίποτα που να με ελέγχη».

          Σαν κινηματογραφική ταινία περνούσαν από το μυαλό της πολλά στιγμιότυπα από τη μέχρι τότε ζωή της. Αν και είχε κάνει το καλό, ως ανταμοιβή εισέπραττε την αχαριστία. «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός από τον ευεργετηθέντα αχάριστο». Στο ημερολόγιό της απαριθμεί πολλές περιπτώσεις που η άσκηση της εξουσίας αν και έγινε με ισότητα και δικαιοσύνη για όλους, προκάλεσε πολλούς και θανάσιμους εχθρούς από τη μεριά αυτών που είδαν τα συμφέροντά τους να θίγονται:

«Αναλογίζομαι τι αγώνες κατέβαλα για να περιφρουρήσω τα λίγα φάρμακα των φτωχών. Όλοι ήθελαν να πάρουν, σαν νἄταν ψωμί. Κι όμως ήσαν τόσο λίγα, που μόνον όσοι είχαν απόλυτον ανάγκη έπρεπε να πάρουν. Δίδω αυστηρές οδηγίες στους γιατρούς των Λαϊκών Ιατρείων. Βαμβάκι, γάζες και ιώδιον στους τραυματίες και λεχώνες, σουλφαμίδες όσοι είχαν απόλυτον ανάγκη. Σχίζω συνταγές ευπόρων που καλά και σώνει θέλουν κι αυτοί μερίδιον. Όλοι αυτοί μπαίνουν στη στρατιά των εχθρών μου. Παύουν να με χαιρετούν. Υποφέρω γιατί δημιουργώ εχθρούς, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς ή πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου ή πρέπει να παραιτηθώ. Τότε εκατάλαβα πόσο σκληρόν και οδυνηρόν είναι το καθήκον.
Διώχνω μια γυναίκα που κάνει πάντα εμπόριο με τις ενέσεις του Δήμου. Γίνεται κι αυτή θανάσιμος εχθρός μου κι όμως την έχω ευεργετήσει πολλές φορές κι αυτή και τα παιδιά της. Τώρα δεν διστάζει με ένα χωνί να με συκοφαντή στους δρόμους.
Θυμάμαι τις παραμονές των Χριστουγέννων που εξεδηλώθηκε απεργία των φουρναραίων γιατί δεν τους έδινε ο Ερυθρός Σταυρός να μοιράζουν αυτοί τα άλευρα, αλλά τα έδινε στους μπακάληδες. Οι μπακάληδες πάλι απειλούσαν με συλλαλητήριο αν τους τα έπαιρναν. Και οι δυο έλεγαν ότι τους κόβεται το ψωμί τους. Τι αγώνες και τι ξενύχτια για να μπορέσω να τους συμβιβάσω και να μη μείνη η πόλις χωρίς ψωμί. Ένα πικρό χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη μου.
Θυμάμαι τα παιδάκια των συσσιτίων με τι χαρά τα έβλεπα στις Εστίες και πόσο με αγαπούσαν. Ήρχοντο πολύ πρωί για να πάρουν το γάλα του μωρού των, τα γυμνά των μέλη έτρεμαν από το κρύο. Τα έφερνα στη φωτιά κοντά στα καζάνια να ζεσταθούν. Τα εχάιδευα κι αυτά ετρίβοντο απάνω μου με ευχαρίστηση. Κι εγώ εκρύωνα, σηκωνόμουνα μόλις χάραζε, ήθελα να παρακολουθήσω μονάχη μου την καλή παρασκευή του γάλακτος. Μωρά ετρέφοντο μόνον μ’ αυτό το γάλα κι έπρεπε να προλάβω εντερικά και με μια καλή συμβουλή να διαφωτίσω τις μάνες. Τώρα κι αυτά θα είναι εχθροί μου. Μια κακία γεμίζει την ψυχή μου. Καλά να πάθω, αφού δεν άφηνα να πεθάνουν όλοι τους. Σηκώνω τους ώμους μου με αδιαφορία. Δεν βαριέσαι.
Επιχειρώ να βγάλω το βαρύ μου παλτό που ίσως να μου ήταν εμπόδιο στο ταξίδι που θα επιχειρούσα. Αλλά δεν θέλω να αφήσω τίποτα πίσω μου που να μου δημιουργήσει καινούργιο θόρυβο. Θέλω να εξαφανιστώ για πάντα ήσυχα. Το παλτό μου μένει μισοκρεμασμένο στους ώμους μου, όταν ξαφνικά το μάτι μου πέφτει σε μια όμορφη εικόνα. Πιο κάτω στην άκρη του ποταμού τρεις χήνες παίρνουν το λουτρό τους χωρίς να νοιάζονται για το κρύο. Βουτάνε το κεφάλι τους, τινάζουν τα φτερά τους που τα χρυσίζει ο ήλιος που ανατέλλει, πηδάνε εύθυμα και χαρούμενα. Τι ευτυχισμένες που είναι! Παίζουν αμέριμνα, δεν φοβούνται τίποτα. Ένα αλητόπαιδο, περνάει τρέχοντας και τους πετά μια πέτρα. Αυτές φεύγουν τρομαγμένες. Από τις φωνές των συνέρχομαι.
Ουφ, πώς αρέσει σ’ εμάς τους ανθρώπους να λερώνουμε τη ζωή μας με τις βρωμιές μας. Ναι, εγώ θα χαθώ, αδιαφορώ για τη ζωή μου, αλλά τότε ποιος θα αποκαταστήση την τιμή μου, που μου την έθιξαν τόσο αδιάντροπα; Έπρεπε λοιπόν να ζήσω για να κάμω παν ό,τι είναι δυνατόν για να καταθέσουν οι εναντίον μου βδελυρά, συκοφαντικά. Μήπως με τον χαμό μου θα έπαυε ο θόρυβος και θα επίστευαν την αθωότητά μου; Όχι βέβαια, απ’ εναντίας, θα επετείνετο και θα έλεγαν: Την κακομοίρα, την έτυπτε η συνείδησις για το έγκλημά της. Ο Θεός συγχωρέσ’ την... κολάστηκε...’’. Αυτός θα ήταν ο μόνος καλός λόγος. Α!, όλα κι όλα, πρέπει να είμαστε εν τάξει με την Θρησκεία.
Με τις σκέψεις αυτές, τα ναρκωμένα μου μέλη αρχίζουν να κινούνται και το χαμένο μου μυαλό αρχίζει να ξυπνά. Πηγαίνω αμέσως στον Πρόεδρον του Ερυθρού Σταυρού και του λέγω ότι δεν μπορώ να μένω έτσι ανυπεράσπιστη με μία φοβερά κατηγορία στην πλάτη μου. Αμέσως στέλνουμε έγγραφο στον Εισαγγελέα και τον παρακαλούμε να επέμβη. Ειδοποιούμε και το κοινόν ότι ο έλεγχος των βιβλίων μας είναι στη διάθεσή τους και τον λόγον τον έχει ο Εισαγγελεύς. Συγχρόνως υποβάλλω και την παραίτησίν μου. Τα άλλα δύο μέλη της Επιτροπής μου λέγουν ότι μαζί με εμέ θα παραιτηθούν και αυτά διότι εξ ίσου θίγονται. Δεν πρέπει όμως να επιμένω στην παραίτησί μου, γιατί δεν είναι σωστό τώρα στο τέλος να εγκαταλείψουμε τα παιδιά και μάλιστα σ’ αυτές τις ανώμαλες καταστάσεις.
Καλώ την Λαϊκή Επιτροπή σε συνεδρίαση. Όχι μονάχα δεν δέχονται την παραίτησή μου, αλλά με περιβάλλουν με πλήρη εμπιστοσύνη.
Είναι αρχές φθινοπώρου, περιμένουμε τους Άγγλους. Έχω περιποιηθή την πόλη, που λάμπει σαν σπίτι φρεσκοβαμμένο. Τα ορύγματα που είχαν ανοίξει οι Γερμανοί, τα σπουδαιότερα τα έχω επιχωματώσει. Τα δένδρα και τα παρτέρ των λεωφόρων είναι καθαρισμένα, κλαδεμένα και σκαμμένα. Ένας άνεμος νοικοκυροσύνης πνέει απάνω από την πόλη, που είχε χρόνια να τον ιδή. Κάθε (15) δεκαπέντε ημέρες έκανα καθαριότητα. Δεν είχαμε πόρους. Εννέα χιλιάδες (9.000) που μας είχαν στείλει για την καθαριότητα, μετά τα Δεκεμβριανά, μας απηγόρευσαν να τα θίξουμε και έμεναν κατατεθειμένα στην Τράπεζα.
Το Ταμείο του Δημαρχείου το βρήκαμε τελείως αδειανό. Είχαμε πολλές ανάγκες. Κάθε μήνα έπρεπε να πληρώσουμε για τα νόθα. Αι νοθοτρόφοι με απειλούσαν να μου τα φέρουν πίσω. Τα ποσά που τους έδινα ήταν ελάχιστα. Τι αγώνα για να τα διαθρέψουμε! Τροφοί δεν ευρίσκοντο, με την πείνα που υπήρχε δεν μπορούσαν να θηλάσουν τα δικά τους παιδιά. Τα τρέφουμε με γάλα του Ερυθρού Σταυρού τα καημένα. Το τρώνε χωρίς να ενοχλούνται από εντερικά, σαν να ξέρουν ότι απ’ αυτό εξαρτάται η ύπαρξή των».

          Στη συνέχεια του ημερολογίου της η Μπότση αναφέρεται στα πρώτα βήματα του Νοσοκομείου. Μας γνωρίζει πως η Εθνική Αλληλεγγύη δημιούργησε ένα αναρρωτήριο δέκα κρεβατιών και στη συνέχεια θέλησε να το δωρίσει στο Δήμο. Έτσι θα γινόταν πραγματικότητα το όνειρο δεκαετιών των Αμαλιαδιτών να αποκτήσουν νοσηλευτικό ίδρυμα:

«Νέος θόρυβος στην πόλη. Το κουτσομπολιό ξαναρχίζει. Μαζί με την παλιά κατηγορία μου αποδίδουν ότι θέλω να φάω και το λάδι. Οι καθώς πρέπει κυρίες αρχίζουν πάλιν να με διακωμωδούν. Το δικαστήριον ακόμη δεν έβγαλε την απόφασίν του. Θεέ μου! Πόσον αργεί. Αρχίζω πάλιν να γίνωμαι ανήσυχη και να περνώ νύχτες αγωνιώδεις. Κοιμούμαι ολίγον και πετάγομαι από τον ύπνο μου τρομαγμένη. Τα μαλλιά μου αρχίζουν να ασπρίζουν.
Μα τόσο λοιπόν αδειανή και στυγνή είναι η ψυχή αυτών των ανθρώπων και βλέπουν γύρω των με τόσο εγωισμό την ανθρώπινη δυστυχία, ώστε να καταπνίγουν κάθε αίσθημα ανθρώπινης συμπόνιας και αλληλεγγύης; Ηθική κατάπτωσις μαζί με ηθικήν αηδία αρχίζει να με καταλαμβάνη. Πολλοί φίλοι με παρηγορούν και μου λένε πως στον πρωτοπόρο αγώνα που κάνω, δεν μπορώ παρά να γίνω κι αντικείμενον επιθέσεως. Επέφερα μια κοινωνική αναστάτωση. Συντρίβω συνήθειες και θεσμούς ακατάλυτους. Μια κοινωνική επανάστασις δεν μπορεί να περάση στην ομαλότητα χωρίς να αφήση βαθιές πληγές.
Τέλος, παίρνω την απόφασιν. Αναλαμβάνω την ευθύνη και παραλαμβάνω μοναχή μου το Νοσοκομείο, από την Αλληλεγγύη, παρ’ όλη την επίθεσι των οικείων μου που μου υπεδείκνυον τας ευθύνας που πρόκειται να επωμισθώ. Δεν είχα πλέον καιρό. Από τον Πύργο μας ειδοποιούν να κρατήσουμε το Νοσοκομείο έστω και κλειστό, να στείλουμε δε ένα κατάλογο τι μας λείπει για να προικοδοτηθή από την UNRRA. Με μεγάλα βάσανα και αγώνες καταρτίζω μια εξαμελή επιτροπή υπό την προεδρίαν μου. Παίρνουμε μια νοσοκόμα, τοποθετούμε τον δημοτικό γιατρό ως διευθυντή που θα εκτελούσε και χρέη εξωτερικού γιατρού, το καθαρίζουμε, το φρεσκάρουμε και ανοίγουμε τις πόρτες στο κοινό. Το πρώτο βήμα είχε γίνει».

          Η κατηγορία που της είχαν εξαπολύσει ως λάσπη δεν είχε ακόμη ξεκαθαρίσει και σαν σαράκι την κατέτρωγε. «Πετροβολούν την καρυδιά που έχει τα καρύδια», γράφει. Και όλα αυτά έγιναν γιατί η κοινωνία δεν ήταν ακόμα έτοιμη να αποδεχθεί γυναίκα Δήμαρχο:

  «Τέλος εκδίδεται η απόφασις, επικυρωμένη στο Εφετείο Πατρών. Η κατηγορία πέφτει αφ’ εαυτής. Την δίδω στην δημοσιότητα. Καινούργιος θόρυβος. Επηρέασα τους δικαστές, ότι δεν έπρεπε να μου δώσουν την απόφαση. Μεταξύ αυτών ένας δικηγόρος πρωτοστατεί σε λόγια, ότι δεν έπρεπε να μου επιτρέψουν να φέρω την απόφαση στην δημοσιότητα. Ησυχάζω απ’ αυτή την πλευρά, αποδόθηκα στην κοινωνία λευκή. Βρίσκομαι εν αναμονή των αγγλικών και ελληνικών αρχών».

       Ήταν 22 Μαρτίου του 1945 και η αντίστροφη μέτρηση για τη Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα στην Δημαρχία είχε αρχίσει. Το Κράτος άρχισε σιγά-σιγά να οργανώνεται. Νέος Νομάρχης Ηλείας ανέλαβε τα καθήκοντά του και η Εθνοφυλακή πήρε στα χέρια της την διαφύλαξη της τάξης καταργώντας τις κατά τόπους Επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης. Η συμφωνία της Βάρκιζας άρχισε να υλοποιείται και στην επαρχία και έβαζε την αριστερά στο περιθώριο. Η παραμονή μιας γυναίκας στην Δημαρχία έπρεπε να λάβει τέλος, αφού η ελληνική νομοθεσία δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο. Η Μαρίκα Μπότση το γνώριζε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της.
       Η τελευταία της μέρα στη Δημαρχία συνοδεύτηκε με την άφιξη τμημάτων της Εθνοφυλακής στην Αμαλιάδα. «Λίγες μέρες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, έφτασαν στην Αμαλιάδα τα τμήματα τη Εθνοφρουράς. Αμέσως έκαμαν συλλήψεις», γράφει ο γνωστός Αμαλιαδίτης λογοτέχνης Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Η τελευταία υπογραφή της Μπότση ως Δημάρχου ήταν για δημοπρασία του νεοσύστατου Δημοτικού Νοσοκομείου. Την ίδια μέρα (22-3-1945), παρέδωσε την Δημαρχία στον επόμενο διορισμένο δήμαρχο Αριστομένη Παπαγιαννόπουλο…

«χωρίς μία δραχμή χρέος, αλλά και τα διασκορπισμένα πράγματα του Δήμου από τους Γερμανούς και Ιταλούς μάζεψα και ό,τι άλλο υλικό άφησαν φεύγοντας, διεφύλαξα».
         
       Αν και θα περίμενε κανείς μετά την παραίτησή της να σταματήσουν οι κατά της υπόληψής της κατηγορίες, αυτές εντάθηκαν, γιατί μερικοί δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι μια ΓΥΝΑΙΚΑ έγινε Δήμαρχος. Το θεωρούσαν υποτιμητικό που τους διοίκησε. Οι πληγές που της δημιούργησαν αυτές οι κακοήθειες, πλήγωσαν την ευαίσθητη ψυχή της και μήνες αργότερα από τα γεγονότα δε μπορούσε να τα ξεπεράσει:

    «Αυτό είναι το ημερολόγιον των 101 ημερών. Έκαμα την μεγάλη καμπή για να βρούμε οι γυναίκες το σωστό μας δρόμο. Οι άλλες που θα τον συνεχίσουν δεν θα συναντήσουν τα αγκάθια που με πλήγωσαν. Ακόμα πονώ γιατί οι πληγές μου είναι βαθιές και πρόσφατες και δεν μπορώ ακόμα να φέρω την ισορροπία στην ταραγμένη μου ψυχή. Ωστόσο, δεν μετανοώ γιατί στη σημαντικότερη καμπή της ιστορίας του πολιτισμού είχα την τύχη να ανοίξω τον πρωτοπόρο δρόμο στη γυναίκα και να σπάσω τις αλυσίδες και τα δεσμά της σκλαβιάς της.
Ήταν ιστορική ανάγκη για τον τόπο μας κι έπρεπε να γίνη, αφού η Ελληνίδα απεφοίτησε από το μεγάλο σχολειό του πολέμου και με το αίμα της έγραψε σελίδες υπέροχες και άφθαστες σε ηρωισμό και απόχτησε την πείρα και την ωριμότητα. Πρέπει πλέον να το νιώσουμε πως η αληθινή Ελευθερία και η πραγματική δικαιοσύνη είναι αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι μόνον όλων των λαών της γης αδιακρίτως γλώσσης ή θρησκείας, αλλά και αδιακρίτως φύλου. Δεν πρέπει πλέον να οπισθοχωρήσουμε, όπως το ποτάμι δεν ξαναγυρίζει στην κοίτη του. Το γλυκοχάραμα δεν πρέπει να το διαδεχθή το δειλινό και την ημέρα η νύχτα. Όπως ο ήλιος ανατέλλει για όλους, έτσι και η Λευτεριά και η δικαιοσύνη θα ανατείλη πλέον για όλον τον κόσμον και η ανθρωπότης μέσα στην ισότητα θα βρει τα μεγάλα της ιδανικά και πεπρωμένα.
Εγένετο τον Απρίλη του 1945»

       Μετά τις 101 μέρες της θητείας της, η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα επέστρεψε στην εργασία της, στο φαρμακείο που διατηρούσε. Το 1952 απεβίωσε ο σύζυγός της Παναγιώτης. Βαρύ το πλήγμα για την ίδια, μια και δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Κράτησε το φαρμακείο της μέχρι το 1956 και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε πλέον μόνιμα στην Αθήνα.
       Παραλίγο να πληρώσει με εξορία σε κάποιο ξερονήσι την εμπλοκή της στα κοινά. Όμως σωτήρια γι’ αυτήν ήταν η παρέμβαση των αδελφών της Νάσου και Σάκη Μπότση, που, εκτός των δικών τους παρεμβάσεων στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια, έβαλαν και δικηγόρο, ώστε να τακτοποιηθεί η υπόθεση χωρίς δυσάρεστα επακόλουθα για την αδελφή τους.
       Το 1957 ο τότε γυμνασιάρχης Ταγκαλάκης θέλησε να στήσει τη βιβλιοθήκη Αμαλιάδας. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν η συγκέντρωση βιβλίων, γι’ αυτό και απευθύνθηκε σε πολλούς, μεταξύ αυτών και στη Μπότση, η οποία ανταποκρίθηκε άμεσα αποστέλλοντάς του δεκάδες βιβλία που πήρε από τη βιβλιοθήκη του αδελφού της Νάσου Μπότση και είναι αυτά που του έστελναν οι συγγραφείς για να τα παρουσιάσει μέσα από τις φιλολογικές σελίδες της «Ακρόπολης».
       Έπρεπε να φτάσουμε στις 18 Απριλίου του 1956 για να δούμε την πρώτη εκλεγμένη πλέον γυναίκα Δήμαρχο στην Κέρκυρα, την  Μαρία Καποδίστρια-Δεσύλλα.
       Σήμερα οι γυναίκες ανεβαίνουν τα σκαλιά της εξουσίας με γοργό δρασκελισμό. Δήμαρχοι, βουλευτίνες, υπουργοί, αρχηγοί κομμάτων κ.λπ. είναι κάτι το συνηθισμένο. Απομένει η κατάληψη της θέσης του Πρωθυπουργού και του Ανώτατου Άρχοντα. Νομοτελειακά θα καταληφθούν και αυτές από την ανερχόμενη δύναμη, τις γυναίκες. Η δικαίωση για τη Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα για τις πίκρες και τους διασυρμούς που υπέστη, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το να βλέπει τις επιγόνους της να χειρίζονται (επάξια τις περισσότερες φορές) τις τύχες της Ελλάδας.
         
       Στα πλαίσια αυτής της βιογραφίας, είχα την ευκαιρία να συναντήσω τη Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα και να γνωρίσω από κοντά μια αρχοντική γυναίκα, που αμέσως κατακτούσε το συνομιλητή της με την ευγένεια και την καλοσύνη της. Για δεκαετίες ερχόταν συνήθως την Κυριακή προ του Δεκαπενταυγούστου στη Φραγκαβίλα και τελούσε ετήσιο μνημόσυνο στον άνδρα της και, άγνωστη πλέον μεταξύ αγνώστων, επέστρεφε στην Αθήνα. Οι ελάχιστοι φίλοι και συγγενείς της που κατοικούσαν στην Αθήνα δεν είχαν κάνει κάποια ενέργεια ώστε να γίνει γνωστή η ύπαρξή της και να τιμηθεί. Η ίδια από σεμνότητα ουδέποτε έθιξε το θέμα, σε σημείο μάλιστα που να αγνοούν τη δράση της και την τιμητική θέση που κατέχει στο πάνθεον των πρωτοπόρων Ελληνίδων ακόμη και στενότατοι συγγενείς της.
       Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αρκετοί ήσαν οι συμπολίτες της που παραβρέθηκαν σε διάφορες εκδηλώσεις, για να δώσουν περίσσευμα καρδιάς, τιμής και αγάπης στη γυναίκα που πρώτη αυτή στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Αμαλιάδα, είχε την τύχη να σύρει τον χορό των γυναικών Δημάρχων.
       Πλήρης ημερών σε ηλικία 102 (κατ’ άλλους 107) ετών, απεβίωσε στις 31-3-2006 και ετάφη την επομένη στην Αθήνα.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ Κ. ΚΑΡΝΑΡΟΣ

clip_image002[8]Ηλείος την καταγωγή (από τα Κρέστενα ο πατέρας του Κωνσταντίνος και από την Αμαλιάδα η μητέρα του Αγγελική, το γένος Θεοδώρου Φιλοπούλου), γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4-3-1960. Από το 1971 κατοικεί μόνιμα στην Πάτρα. Σπούδασε Κοινωνική Εργασία στα ΚΑΤΕΕ (ΤΕΙ) Πατρών. Από 28-3-1981 έως 28-3-1983 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Πολεμική Αεροπορία. Στη συνέχεια διορίστηκε υπάλληλος στο Υποθηκοφυλακείο Πατρών από 28-6-1983 μέχρι 5-12-1988. Στις 6-12-1988 ξεκινά μια νέα καριέρα στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ρίου Πατρών (ΠΓΝΠ) ως Κοινωνικός Λειτουργός και σ’ αυτή τη θέση έμεινε μέχρι το 2002. Από το 2002 μέχρι το 2008 διετέλεσε Υπεύθυνος Κατάρτισης του Κέντρου Επαγγελματικής Κατάρτισης (Κ.Ε.Κ.) του ΠΓΝΠ, από το 2008 έως το 2010 Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του ΠΓΝΠ και στη συνέχεια σε διάφορες άλλες θέσεις του Ιδρύματος [Αρχείο, Εθνικό Ίδρυμα Αναπήρων (Ε.Ι.Α.)], μέχρι τις 28-8-2012, οπότε μετά 30ετή ευδόκιμο υπηρεσία συνταξιοδοτήθηκε. Διετέλεσε σε πολλές περιόδους εκλεγμένο συνδικαλιστικό στέλεχος στο Δ.Σ. του Σωματείου Εργαζομένων του ΠΓΝΠ και την τελευταία εξαετία προ της συνταξιοδότησής του υπήρξε ένας εκ των δύο εκλεγμένων μελών του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του ΠΓΝΠ, βοηθώντας απ’ όλες τις θέσεις τους συναδέλφους του.
       Από τον Ιούλιο του 1992 είναι παντρεμένος με την Καρολίνα-Κωνσταντίνα Πάτση και έχουν αποκτήσει τρία αγόρια, τον Κωνσταντίνο, τον Αλέξιο-Σπυρίδωνα και τον Άγγελο.
       Ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται ιδιαίτερα στους νομούς Ηλείας, Αχαΐας και Ζακύνθου. Έργα του που έχουν εκδοθεί είναι:
1) "Ιστορία Υποθηκοφυλακείου Πατρών - Ιστορική Αναδρομή", Πάτρα 1989. Έπαινος της Αχαϊκής Εταιρείας Μελετών (Β΄ έκδοση του συγγραφέα, Πάτρα 1994).
2) "Ιστορία της Εθελοντικής Αιμοδοσίας στην Πάτρα", Έκδοση του περιοδικού "ΘΕΜΑΤΑ ΑΙΜΟΔΟΣΙΑΣ" του Π.Γ.Ν.Π., Πάτρα 1992.
3) "Ηλειακή Παροικία της Πάτρας", Α΄ έκδοση του Συλλόγου Ηλείων των Πατρών "Ο ΚΟΡΟΙΒΟΣ", Πάτρα 1992 (Β΄ έκδοση του συγγραφέα, Πάτρα 1994).
4) "Α΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία 800-323 π.Χ.", Πάτρα 1994.
5) "Η Χαλανδρίτσα και ο Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου", έκδοση του Ι.Ν. Αγ. Αθανασίου Χαλανδρίτσας, Πάτρα 1994.
6) "Αχαϊκή Βιβλιογραφία 1990-1994", Πάτρα 1995.
7) "Ψήγματα Ιστορίας για την Κρέστενα Ηλείας", Πάτρα 1996.
8) "Ιστορία του Εργατικού Κινήματος - Η Κυριακή Αργία και η εφαρμογή της στην Πάτρα", Πάτρα 1997. Έπαινος της Αχαϊκής Εταιρείας Μελετών.
9) "Ο Σολωμός κρινόμενος - Μία φιλολογική δίκη στην Πάτρα το 1928", Πάτρα 1998.
10) "Αμαλιάδα 1821-1914", εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2002.
11) "Ηλείοι πεσόντες κατά τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες 1897-1922", εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2002.
12) "Πεσόντες εκ Ζακύνθου κατά τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες 1897-1922", εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Ζάκυνθος 2002.
13) "Πρωτοδικείο Αμαλιάδας - Το ιστορικό της ίδρυσης, οι αγώνες για τη διατήρησή του και η συμβολή του Δικηγορικού Συλλόγου", έκδ. Δικηγορικού Συλλόγου Αμαλιάδας, Αμαλιάδα 2003.
14) "Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα. Η πρώτη Γυναίκα Δήμαρχος στην Αμαλιάδα και στην Ελλάδα 1944-1945", εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2005.
15) "Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αμαλιάδος – Στα όρια του μύθου", Αμαλιάδα 2005.
16) "Οι Ηλείοι της Αμερικής και του Καναδά", εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2007.
17) "Εμπορικός Σύλλογος Αμαλιάδος (1908–2008). Ξεφυλλίζοντας την ιστορία των 100 χρόνων του", έκδοση Εμπορικού Συλλόγου Αμαλιάδας, Αμαλιάδα 2009.
18) "Φάνης Τζανετόπουλος. Ο Αμαλιαδίτης που δόξασε την Ελλάδα", εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2009.
     Υπό έκδοση: "Πολιτική ιστορία της Αμαλιάδας (1821-2015) – Α΄ Δήμαρχοι", "Πολιτική ιστορία της Αμαλιάδας (1821-2015) – Β΄ Βουλευτές", "Κτηνοτροφική Έκθεση Αμαλιάδας (1912). – Εικόνες και γεγονότα από την Κτηνοτροφική Έκθεση, τους Ιππικούς Αγώνες, το Σταφιδικό Συνέδριο", "Το Χρονικό του Αμαλιαδίτικου Τύπου (1908-2015)".
Τακτικό Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος (από 19-11-1992). Μέλος του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων (από το 2003). Μέλος της συντακτικής επιτροπής του τριμηνιαίου επιστημονικού περιοδικού «ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ» (1991-2012) του Κέντρου Αιμοδοσίας του Π.Γ.Ν.Π. Υπεύθυνος σύνταξης του λογοτεχνικού περιοδικού «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ» του Σωματείου Εργαζομένων στο Π.Γ.Ν.Π. (1994-2001) και Διευθυντής Έκδοσης του ετήσιου τόμου «ΗΛΕΙΑΚΗ  ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ – ΗΛΕΙΑΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ» (2003-σήμερα). Έχει επιμεληθεί δεκάδες βιβλία, κυρίως των εκδόσεων «Βιβλιοπανόραμα», ενώ σε πολλά έχει γράψει την εισαγωγή.
Κείμενά του έχουν φιλοξενηθεί σε πολλές εφημερίδες της Πάτρας, της Αμαλιάδας, του Πύργου, της Κ. Αχαΐας, της Ζακύνθου κ.ά. και στα περιοδικά «Αιμοδοσία και Μετάγγιση», «Πολιτιστική Έκφραση», «Ηλειακή Πρωτοχρονιά–Ηλειακό Πανόραμα», «Αχαϊκά», «Ηλειακή Επιθεώρηση», «Ματιές και Μνήμες από την Ζάκυνθο», καθώς και στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Ηλειακτίδα» του Πανηλειακού Συλλόγου Νέας Υόρκης. Έχει λάβει μέρος σε συνέδρια με παρουσίαση ιστορικών θεμάτων.

♂=♀



[1] τα κείμενα με bold (μαύρα) γράμματα, είναι αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Μαρίκας Μπότση-Τσαπαλίρα, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα "Ακρόπολις" των Αθηνών από τις 22-5-1945 μέχρι τις 7-6-1945.