Από βιβλίο του Θανάση Παρασκευαΐδη (1914 - 2001)
Μάσκες
― Πού πλανιέσαι, σε χάσαμε, είπε ο Στέφανος στο Μιχάλη.
― Εγώ με την απελευτέρωση, το 1945, έφυγα στη Γαλλία. Γλύτωσα την κόλαση του εμφυλίου πολέμου που περάσατε εσείς. Πάντα όμως μάθαινα νέα σας. Δεν ξέρω αν κάνατε καλά ή άσχημα.
― Και τι έφτιαχνες εκεί;
― Έγινα ζωγράφος. Έφτιαχνα μάσκες ανθρώπινες. Πάνω σε πηλό που με ευκόλυνε να κάνω αυτό που ήθελα. Μάσκες ανθρώπινες. Μικρές και μεγάλες. Αντρίκιες και γυναίκειες. Ύστερα την κάθε μια την απίθωνα πάνω σε ανάλογα ταμπλώ. Με το πινέλο, με διάφορους χρωματισμούς, τραβούσα απάνω τους και στο φόντο του ταμπλώ περίεργα σχέδια. Να βρει μια ιδιαίτερη έκφραση η κάθε μάσκα.
Αυτό γίνονταν υποσυνείδητα. Σαν κάτι να κουνούσε το χέρι μου. Σα να ενεργούσε πάνω μου μια μυστική δύναμη. Αυτά τόνιζαν πιο πολύ αυτό που ήθελα να εκφράσω με τη μάσκα αυτή. Έμνισκε ακίνητη στη μέση του ταμπλώ. Άλλοτε μ’ ένα γέλιο ενός κούρου αρχαίου, βγαλμένου απ’ τα βάθη του Αιγαίου. Άλλοτες με κλαυσίγελο. Άλλοτες με αλλόφρονη φωνή. Ήταν μάσκες σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί στις παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων.
Για μερικές, που πουλιόνταν πιο ακριβά, διάλεγα κι ανάλογη μουσική πάνω σε ταινία στο μαγνητόφωνο. Να την παίζουν όταν την κοίταζαν.
Είχα μεγάλη επιτυχία. Έβγαλα πολλά λεφτά. Κι ακόμα βγάζω. Τράβηξε το κονιάκ που έφερε το γκαρσόν με ηδονή.
Και ξακολούθησε.
― Παίζω με τους ανθρώπους. Καθένας αναγνωρίζει το προσωπείο του, καθώς το αναζητά ανάμεσα σε πολλά. Το βρίσκει και το κοιτάζει με κομμένη την ανάσα. Σα να τον γδέρνω. Σαν τον Μαρσύα ο Απόλλωνας.
Προσπαθεί να είναι κρυφές οι ματιές του που ρίχνει πάνω στη μάσκα του.
Εγώ καταλαβαίνω. Δεν μιλώ. Ούτε άχνα απ’ το στόμα μου.
Ξέρω πως ο άνθρωπος που βρήκε τη μάσκα του δεν θα την αγοράσει. Φεύγει ένοχα μπροστά απ’ τη μάσκα του. Πλανιέται στη σάλα της έκθεσης και ξαφνικά στέκεται στη μάσκα που θα αγοράσει. Είναι η μάσκα που νομίζει πως εκφράζει αυτό που νομίζει πως μπορούσε να ήταν ή να γίνει. Το πρόσωπό του, το κορμί του, η ιδεολογία. Αυτό που εμποδίστηκε να γίνει απ’ τις κοινωνικές αναστολές. Η μάσκα εκφράζει, εκτός από τη νοσταλγία για μια άλλη ζωή, αυτόν τον διμέτωπο αγώνα της ζωής. Απ’ τη μια ν’ αγωνιζόμαστε να γίνουμε αυτό που θέλουμε. Απ’ την άλλη να μένουμε κρυμμένοι. Να μην ξέρουν οι άλλοι τι θέλουμε.
Εγώ κάνω χάζι. Την πληρώνει όσα-όσα. Την τυλίγω σε όμορφο χαρτί πολυτελείας. Την παίρνει και φεύγει. Πηγαίνει στο σπίτι του κουβαλώντας τον εαυτό του.
Σταμάτησε για λίγο να μιλά.
Ύστερα σ’ άλλον τόνο στη φωνή του, πιο σιγανό, συμπληρώνει σαν καινούργιος Μεφιστοφελής.
― Εγώ όμως ξέρω ότι όσο θα πλανιέται στη ζωή, όσες φορές κοιτάζει τη μάσκα και βλέπει τα σχέδια που δεν μπορεί να καταλάβει, όσες φορές ακούει τη μουσική, πάλι θα πλανιέται άπρακτος, γνωρίζοντας πως ποτέ δεν θα μπορέσει να φτάσει αυτό που φωνάζει η μάσκα που του πούλησα.
Ο Στέφανος ένιωσε τον πειρασμό να μιλήσει για τα εφτά τζιτζίκια που είχε φτιάσει με το κρυπτόγραμμα της νέας ζωής που είχαν απάνω τους και τώρα τον φώναζαν για αλλαγή. Μα κρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Ψιθύρισε μόνο με σιγανή φωνή.
― Τόσο ψόφιο πράγμα νομίζεις πως είναι ο άνθρωπος!
Ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταζε ώρα πολλή. Μέσα στο σκοτάδι, γυάλιζαν περίεργα. Σαν να διαψεύδονταν η ζωή του. Νόμιζε πως ο Στέφανος θα ξακολουθούσε την κουβέντα. Πως ήξερε κάτι παραπάνω απ’ αυτόν. Εκείνος όμως έμεινε βουβός κοιτάζοντάς τον.
― Η ανθρωπότητα, Στέφανε, σήμερα είναι μαύρη, άρχισε ο Μιχάλης. Ας αγωνιστήκαμε εμείς για τα πιο ακραία ιδανικά, κείνη την εποχή, που το νομίζαμε τόσο εύκολο για να τα πραγματώσουμε, ενώ κανείς δεν ήξερε την αλήθεια. Τα ιδανικά που αγωνιστήκαμε μένουν ίδια. Απόμακρα. Μας ειρωνεύονται απ’ τις άκρες αψηλών άπιαστων κλαδιών. Είναι αυταπάτες. Είναι το πουκάμισο της ωραίας Ελένης για το οποίο πολεμήσαμε.
Σημασία έχει το παιχνίδι που παίζει η σάρκα του ανθρώπου με τον χρόνο. Αυτά είναι τα όρια της ζωής του ανθρώπου. Γι’ αυτό εγώ στη ζωή έτρεξα για να κερδίσει το σώμα μου την έκφρασή του. Να βρω αυτό που από ένστικτο γύρευε η ύπαρξή μου…
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Λέσβιου συγγραφέα Θανάση Παρασκευαΐδη «Το μήνυμα του τζίτζικα», εικονογράφηση Χρίστου Θ. Παρασκευαΐδη, αυτοέκδοση, Μυτιλήνη 1987, σελ. 112-114)