Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

ΡΑΦΑΗΛ Ν. ΧΡΥΣΑΦΗΣ

   ΡΑΦΑΗΛ Ν. ΧΡΥΣΑΦΗΣ (1990 - 2016)
                                                                                                                         
Καμιά φορά ο θάνατος χαράζει το σημάδι του πριν ακόμα γεννηθεί κάποιος. Μια μικρή διορία του δίνει, όσο μια ανάσα, κι έπειτα του κόβει τη χαρά της ζωής. Πώς να μην απελπιστεί επομένως ο άνθρωπος που θέλει να ζήσει υγιής και ν’ απολαύσει τις χαρές της ζωής, όταν απ’ τη γέννησή του γνωρίζει πως πρέπει ν’ αγωνίζεται καθημερινά για να διατηρήσει το δικαίωμα να ζει;
Ο Ραφαήλ, γιος του συγχωριανού μας Νικόλα Εμμ. Χρυσάφη και της Χριστίνας Φεργαδιώτου-Χρυσάφη, γεννήθηκε το 1990 στο Παλαιοχώρι. Τον βάφτισαν Ραφαήλ, για να είναι προστάτης του ο Άγιος Ραφαήλ. Παιδί καλοσυνάτο, ήσυχο και αξιαγάπητο, πάλευε με τη μάστιγα της μεσογειακής αναιμίας από τότε που γεννήθηκε. Στα είκοσι έξι χρόνια της ολιγόχρονης ζωής του έκανε πολλούς φίλους στο Παλαιοχώρι και στο Πλωμάρι, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Αγάπησε πολύ το χωριό, γι’ αυτό κι όταν πλησίαζε το τέλος του οι φίλοι του τον έφεραν στο Παλαιοχώρι και τον γύρισαν σ’ όλες τις γειτονιές, να το δει για τελευταία φορά.
Άραγε, οι εικόνες αγαπημένων προσώπων και τόπων μάς ακολουθούν στον άλλο κόσμο ή σβήνονται σε σκοτάδι ανυπαρξίας; Ποτέ δεν θα μάθουμε όσο είμαστε ζωντανοί. Μόνο να θρηνούμε μπορούμε για τον αποχωρισμό από τον αγαπημένο νεκρό, σαν την Αγάθη Χρυσάφη, γιαγιά του Ραφαήλ, που έκανε τον πόνο της μοιρολόι και καταγγελία του Χάρου που της στέρησε το αγαπημένο της εγγόνι…

Όλα για το Ραφαήλ Ν. Χρυσάφη
από τη γιαγιά του Αγάθη Εμμ. Χρυσάφη                                                                                                                             
Σ’ αυτό το μνήμα το βουβό, τ’ αραχνιασμένο χώμα,
πώς, Ραφαήλ, εθάφτηκες απίστευτό ’ναι ακόμα.

Περνώ, φωνάζω, δεν μ’ ακούς και μόνη ψιθυρίζω,
πάνω στα έρημα βουνά σαν τα πουλιά γυρίζω.

Μάταιο είναι να σε βρω, να σε σφιχταγκαλιάσω,
ο Χάρος μας εχώρισε, μάνα, πατέρα κι αδελφές
και την καλή γιαγιά σου.

Πάντα με τ’ αχ βραδιάζομαι και με το βαχ κοιμούμαι,
μερόνυχτα, αγάπη μου, εσένα συλλογούμαι.

Σε σήκωναν και σ’ έβαζαν στην πόρτα του σπιτιού σου,
μόλις σε βάλαν καταγής, έχασες τη ζωή σου.

Όλοι οι περίφημοι γιατροί χαθήκανε για σένα,
που ’γιαίνανε κρυφές πληγές και σπλάχνα πληγωμένα.

Ούτε γιατροί σε γιάτρεψαν, ούτε οι Αγιοί βοηθούνε,
ο Χάρος ήταν ο γιατρός, δεν θα σε ξαναδούμε.

Έρημη πλάκα σκέπασε το άμοιρο κορμί σου
και δεν μπορείς να ξαναδείς ούτε και τους γονείς σου.

Το άχαρο κορμάκι σου, το όμορφό σου σώμα
θα το χαρεί η μαύρη γη, το νεκρικό το χώμα.

Χάρε, πώς απεφάσισες και πήρες τέτοιο σώμα
και το ’βαλες στη μαύρη γη, και θα το φά’ το χώμα;

Ο τάφος δεν σου ταίριαζε, τ’ αραχνιασμένο μνήμα,
που βάλαν το κορμάκι σου σ’ αυτή την ηλικία.

Οι φίλοι σου σε αγαπούν, έρχονται κάθε βράδυ,
σήκω και κάθισε μαζί και φύγε απ’ το σκοτάδι.

Και η μανούλα σου η χρυσή κι οι δυο οι αδελφές σου
πηγαίνουν κι έρχονται συχνά, ίσως σε ξαναδούνε.

Και η γιαγιά σου η καλή, μαζί με τον μπαμπά σου
πηγαίνουν κι έρχονται μαζί, να τ’ς έχεις συντροφιά σου.

Ρίξε το χώμα απ’ τη μια, την πλάκα απ’ την άλλη
και σήκω και περπάτησε, σαν που ’σουν παλικάρι.

Χάρε σκληρέ και άπονε, έκανες αδικία
και πήρες το κορμάκι του σε τέτοια ηλικία.

Ορφάνεψα και έμεινα σαν το νερό στ’ αυλάκι,
όπου στερεύει το νερό και μένουν πέτρες κι άμμοι.

Ο Χάρος ήταν ο γιατρός κι ο τάφος ησυχία,
ο ζωντανός ο χωρισμός είναι απελπισία.

Ο χωρισμός κι ο θάνατος είναι το ίδιο πράμα,
μηδέ βοτάνια πιάνουνε, μηδέ τ’ Αγιών το τάμα.

Τραγούδι κάνω τον καημό, τον πόνο σου να σβήσω,
γιατί το ξρω δεν μπορώ πίσω να σε γυρίσω.

     Πάντα θα σε θυμόμαστε, η γιαγιά σου Αγάθη