Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

ΚΥΡΙΑΖΗ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ «E- κα-γίτς! -Πλου-μάρ- κα-γίτς;»

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» Μυτιλήνης / Σάββατο 10/2/2018
                                                                                                                                                               
                                                                                                                                                  Κυριαζής Αριστείδης 
Νήσος Αιολίς Λέσβος, η δε χώρα Λεσβία
                     
                                      E καγίτς! Πλουμάρ καγίτς;
            
                                                                                            Δεκαπενθήμερες επισημάνσεις

     Από το Πλωμάρι διακρίνονται τα Ψαρά, η Χίος, οι Οινούσσες, η Ερυθραία και η Φώκαια των αρχαίων Ελλήνων, που έκτισαν στη Γαλλία τη Μασσαλία, στην Ισπανία το Εμπόριον, στην Κάτω Ιταλία την Ελέα, στην Κορσική την Αλαλία και στον Ελλήσποντο τη Λάμψακο, των οποίων τη δόξα ακολούθησαν οι Πλωμαρίτες που όργωσαν το Αιγαίο, τον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο για να εμπορευτούν φρουτώδες λάδι, αρωματικό σαπούνι και εύγευστο ούζο, με τα ιστιοφόρα καΐκια τους, για τα οποία καταγράφονται με συνεχόμενες προσφορές ιδιοκτητών τους στο κατάστιχο της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Μεγαλοχωρίου από το 1786.

Σχέδιο ιστιοφόρου  Αλαμάνα, από το βιβλίο του Γιώργου Γιαννουλέλλη «Τα καΐκια κι η αρματωσιά τους».  
                         
     Όπως γράφει ο Κώστας Δαμιανίδης στην εργασία «Η Ναυπηγική παράδοση στο Πλωμάρι», κατά τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο 1767-1774 μετείχαν στο πλευρό των Ρώσων καράβια από το Πλωμάρι, που είχε 29 πλοία το 1816, πάνω από 120 το 1890 και πάνω από 200 στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ υπήρχαν τέσσερα ναυπηγεία στον Ταρσανά Πλωμαρίου, του Δημήτρη Ιωάνν. Γιαμουγιάννη,του αδελφού του Γιώργου, του Γιαννάκη Λιόλιου και του καραβομαραγκού Κυριαζή, του παλαιότερου όλων,όπως ανέφερε σε συνέντευξή του ο Ιωάννης Δημ. Γιαμουγιάννης (Πολιτιστικές και Περιβαλλοντικές διαδρομές στο Πλωμάρι. Έκδοση 2014 του Πολιτιστικού Συλλόγου Πλωμαρίου "Το Πόλιον", σσ. 111, 113, 114, 121, 125).
      Προσθέτω ότι ο ναυπηγός Κυριαζής καταγράφεται στο Δημοτολόγιο Πλωμαρίου ως «Κυριαζής Ιωάννης του Δημητρίου και της Μαριγώς, γεννηθείς το 1837» και είναι ο Μαστρογιάννης Κυριαζής, του οποίου το ναυπηγείο βρισκόταν ακριβώς δυτικά του ναυπηγείου του Δημητρίου Ιωάνν. Γιαμουγιάννη, όπως προκύπτει από οθωμανικό έγγραφο αγοραπωλησίας στις 18-5-1895, το πρωτότυπο του οποίου κατέχει ο Δούκας Κων. Γιαμουγιάννης.
      Η παρακάτω ανεκδοτολογική διήγηση, που πρωτάκουσα πιτσιρικάς στην Αγκαθερή από τον Πλωμαρίτη πατέρα μου Στέλιο, δείχνει τη χιουμοριστική αυτοκριτική διάθεση των Πλωμαριτών, που δεν φοβούνται να περιγελάσουν ως και τον εαυτό τους, όταν διηγούνται με το απολαυστικό γλωσσικό τους ιδίωμα, τις περιπέτειές τους στις φουρτουνιασμένες θάλασσες.
     Εκεί κόντρα στου «πελάγου τα τελώνια», τα οποία υμνεί ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Θαλασσινό τριφύλλι», που «πριν ο ήλιος ανατείλει, το μαγεύουνε και βγαίνει», οι Πλωμαρίτες ναυτικοί στις ανταριασμένες θολές πανσέληνες νύχτες προτιμούσαν να παίζουν και να "κουβεντιάζουν" με τον ίσκιο τους, με το θολό και τρεμάμενο είδωλό τους, που φαινόταν μαζί με το φωτισμένο ιστιοφόρο καΐκι τους να καθρεφτίζεται στα αντικριστά θεόρατα κύματα, ρωτώντας καθαρά, συλλαβιστά και δυνατά:
                           
          «E- κα-γίτς! -Πλου-μάρ- κα-γίτς;»
                  
     Τότε, μέσα στη μοναξιά τους, άκουγαν την ηχώ των τεσσάρων τελευταίων συλλαβών, που ερχόταν ταλαιπωρημένη αχνά και όχι καθαρά ερωτηματικά, αλλά μάλλον καταφατικά, από το είδωλό τους στα απέναντι κύματα:«...Πλου-μάρ- κα-γίτς...».
      Δεν άκουγαν τις προηγούμενες τρεις συλλαβές, που χάνονταν εντελώς από την παρήχηση, μιας και χρειαζόταν περισσότερη απόσταση από τα κύματα για να ακουστεί όλη η φράση, 17 μέτρα για κάθε συλλαβή, οπότε, συμμορφούμενοι με τους κανόνες της ηχητικής, απηύθυναν το δεύτερο ερώτημα χρησιμοποιώντας τη φορά αυτή μόνο τέσσερις συλλαβές:
            
          «’Ντά- έχ’ς- μέ-σα;»
                
     Οπότε έπαιρναν από την ηχώ ως απάντηση, το πανομοιότυπο αλλά αχνό άκουσμα:«’Ντά- έχ’ς- μέ-σα...». Άκουσμα, που τους έδινε την ευκαιρία να συνεχίσουν τη "συζήτηση", απαντώντας δυνατά και γρήγορα με πέντε συλλαβές, τις οποίες προσπαθούσαν να τις πουν σαν να ήταν τέσσερις:
                     
          «Κ’τσά- τσ’ έναν- πα-πά!»
                        
     Χαμογελώντας θριαμβευτικά, άκουγαν αχνά την αναμενόμενη επανάληψη:«Κ’τσά- τσ’ έναν- πα-πά...».Επανάληψη, που επιβεβαίωνε την περιπαικτική διάθεση και θέληση να μη συμβιβαστούνμε το ότι ήταν μόνοι στα σκοτεινά πέλαγα καταμεσής στις φουρτούνες, αλλά αντίθετα "συνοδευόμενοι" από ένα πανομοιότυπο, ομοιοπαθές, φιλικό, αλληλέγγυο και κατά προτίμηση σταθερό πλωμαρίτικο ιστιοφόρο καΐκι, όπως την εικονιζόμενη "Αλαμάνα", μπορούσαν να τα καταφέρουν, παρά τις δυσκολίες που ξεκινούσαν από το ίδιο το Πλωμάρι, που μέχρι το 1928 δεν είχε ούτε λιμάνι!
     Το δυναμικό Πλωμάρι, για το οποίο η συνεχιζόμενη εγκατάλειψή του επιβάλλεται να αναθεωρηθεί, με την καθιέρωση Πύλης Εισόδου Πλωμαρίου και με την επανίδρυση του Δήμου του.
                                                                                      Αριστείδης Κυριαζής
                                                                                      aristeidis2007@gmail.com

* Εστάλη για δημοσίευση από το συγγραφέα. Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» Μυτιλήνης το Σάββατο 10/2/2018/ http://www.emprosnet.gr/apopseis/.

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝ_ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

     Ήταν όλοι εκεί. Στη μεγάλη αίθουσα της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, με την παρουσία πολλών Λεσβίων της Αθήνας, παρουσιάστηκε το βράδυ της Παρασκευής 9-2-2018 το πρόσφατο βιβλίο του Ξενοφώντα Ε. Μαυραγάνη «ΕΦΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΝΥΧΤΕΣ», των εκδόσεων ΝΗΣΙΔΕΣ Θεσσαλονίκης, που οι 196 σελίδες του μιλούν για την εφταετία της Χούντας, όπως την έζησε αυτός στη Θεσσαλονίκη και λίγο στο Πλωμάρι.

Δημήτρης Χαλαυτής, Κώστας Μανταίος, Ξενοφών Μαυραγάνης, Νίκος Κωνσταντόπουλος,
Ρηνιώ Κυριαζή και Χρήστος Χατζηπαναγιώτης

     Την εκδήλωση άνοιξε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Πλωμαριτών Αττικής "Βενιαμίν Λέσβιος" Δημήτρης Χαλαυτής, που αναφέρθηκε στη ζωή και στη δράση του Συνδέσμου, καθώς και στην αντίστοιχη δραστηριότητα της Λέσχης Πλωμαρίου "Βενιαμίν ο Λέσβιος", υπογραμμίζοντας πως και οι δύο σύλλογοι φέρουν το όνομα του Βενιαμίν Λεσβίου, πράγμα που δίνει περισσότερες ευκαιρίες για συνεργασία.


     Το Δημήτρη Χαλαυτή ακολούθησε ο Κώστας Μανταίος, που, ως πρόεδρος του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών, μίλησε για τη σχέση του με το συγγραφέα, τη γνωριμία τους, τη συνεργασία τους στο συνδικαλιστικό και τον πολιτιστικό τομέα της πανεπιστημιακής τους ζωής, τη συμμετοχή τους στους αγώνες της εποχής, την έκδοση της φοιτητικής εφημερίδας "ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ" και στην εν συνεχεία δράση τους κατά τη διάρκεια της Χούντας, εναντίον της. Αναφερόμενος στο βιβλίο, είπε πως είναι μια εξαίσια λογοτεχνική καταγραφή της εποχής της Χούντας στη Θεσσαλονίκη, μία ειλικρινής και έγκυρη μαρτυρία από έναν άνθρωπο που ήταν πάντοτε παρών και ποτέ δεν έλειψε από καμιά δημοκρατική και κοινωνική διεκδίκηση και αγώνα. Κλείνοντας, είπε πως το βιβλίο του Ξενοφώντα Μαυραγάνη θα πάρει τη θέση του στη βιβλιοθήκη του ΣΦΕΑ, ως μαρτυρία και απόδειξη των αγώνων κατά της τυραννικής δικτατορικής διακυβέρνησης.
     Με πραγματική συγκίνηση και αγάπη για το κείμενο ο Πλωμαρίτης με αγιασώτικες ρίζες διαπρεπής ηθοποιός Χρήστος Χατζηπαναγιώτης και η επίσης σπουδαία ηθοποιός, με πλωμαρίτικες ρίζες, Ρηνιώ Κυριαζή διάβασαν αποσπάσματα από το βιβλίο, δίνοντας μια αισθαντική γεύση αυτών που επρόκειτο να διαβάσουν οι αναγνώστες του.


     Τις τοποθετήσεις του για το βιβλίο και το συγγραφέα έδωσε ο δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ και δεσμώτης της Χούντας Νίκος Κωνσταντόπουλος, που είπε πως τον Μαυραγάνη τον γνώρισε το 1963, όταν προέδρευαν και οι δύο εναλλάξ της πιο σημαντικής επιτροπής του Δ΄ Πανσπουδαστικού Συνεδρίου, εκείνης της σύνταξης του καταστατικού χάρτη της ΕΦΕΕ, που συνήλθε στην Αθήνα ένα μήνα σχεδόν πριν τη δολοφονία του Λαμπράκη. Και ήταν η επιτροπή αυτή που στο προοίμιο των συμπερασμάτων της έδωσε τον περίφημο ορισμό ότι «Φοιτητής είναι νέος εργαζόμενος, διανοούμενος». Διαπιστώνοντας με εξαιρετική λύπη και απογοήτευση πως η ΕΦΕΕ σήμερα δεν υπάρχει, έχοντας συντριβεί στα σκληρά σαγόνια του ανελέητου κομματικού ανταγωνισμού. Στο σημείο μάλιστα αυτό πρόσφερε στον Μαυραγάνη μια φωτογραφία εκείνης της επιτροπής, όπου εικονίζονται με τον πρόσφατα χαμένο Κώστα Βεργόπουλο, αλλά και τους απόντες πια φιλόσοφο και διανοητή Παναγιώτη Κονδύλη, το γνωστό ψυχίατρο στο Παρίσι Γιάννη Παναγιώτου και άλλους που διέγραψαν φωτεινές πορείες στον ελληνικό ουρανό των επιστημών και των τεχνών.
     Προχωρώντας ο ομιλητής αναφέρθηκε με συγκίνηση στη δίκη της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ Θεσσαλονίκης, που περιγράφεται με λεπτομέρειες στο βιβλίο, της οποίας μέλη ήταν ο αδελφικός του φίλος Γιώργος Σιπητάνος, οι Στέλιος Νέστωρ, Άκης Μαλτσίδης, Σωτήρης Δέδες, Παύλος Ζάννας και Κώστας Πύρζας, αλλά και σε όλες τις δίκες που περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ο Ν. Κωνσταντόπουλος δεν παρέλειψε να σημειώσει πως στις μέρες μας το όνειρο και οι αγώνες της δικτατορικής και μεταδικτατορικής εποχής εξαργυρώνονται με την καθιέρωση μεταρρυθμίσεων που εισάγουν όλο το σχέδιο επιβολής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
     Στην εισήγησή του ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ επέμεινε στη συμβολή του συγγραφέα στους αγώνες της εποχής εκείνης, σημειώνοντας πως η αντίσταση κατά της Χούντας δεν ήταν καθολική και ενθυμούμενος με πικρία πως, όταν οι αντιστασιακοί στις φυλακές χάραζαν στίχους του στα μικροχειροτεχνήματα που έφτιαχναν, ο δημιουργός τους μέγας ποιητής αρνούνταν να βάλει την υπογραφή του σε κείμενο εναντίον της δικτατορίας.


     Τελευταίος, ιδιαίτερα συγκινημένος, πήρε τον λόγο ο συγγραφέας, που ευχαρίστησε θερμά όλους όσοι τον τίμησαν με την παρουσία τους, και ιδιαίτερα το συστρατιώτη του Μιχάλη Λογοθέτη, Λευκάδιο, γραφέα του Α2, που άνοιξε το φάκελο του συγγραφέα εν μέση Χούντα, αλλά και όλους τους άλλους, όπως το διαπρεπή δημοσιογράφο, ποιητή και συγγραφέα Παντελή Μπουκάλα, τον πρώην πρύτανη του ΕΜΠ Κώστα Μουτζούρη, τους πρώην προέδρους της ΟΛΣΑ Χριστόδουλο Τσακιρέλλη και Νεκτάριο Βακάλη, τους αρθρογράφους λεσβιακών εντύπων Άρη Κυριαζή, Γιάννη Χατζηβασιλείου, Γιώργο Ευαγγέλου, Μυρσίνη Βουνάτσου, Ντίνα Βάκκα, Τάκη Ιορδάνη, την αντιδήμαρχο πολιτισμού Βύρωνα Λεμονιά Κλωνάρη, τον πρώην νομικό σύμβουλο της ΕΣΗΕΑ Λάζαρο Μπελίτση, τον πρόεδρο του Παγγεραγωτικού Αθήνας Δημήτρη Πελεκάνο, τους γνωστούς Πλωμαρίτες των Αθηνών Δημήτρη και Ρένα Βουνάτσου, Γιάννη Λαγουμίδη, Βασίλη και Δήμητρα Λαγουτάρη, Στάθη και Κική Βαρτή, Νίκο και Πέρσα Δέτση, Μάρω Βουλαλά, Δημήτρη Χατζηβασιλείου, Ζωή Καραπατάκη, Βάσω Καμνορώκη, τους εξαδέλφους του Ξενοφώντα και Παναγιώτη Μαυραγάνη και Τόνια Αράπογλου και πάρα πολλούς άλλους που γέμισαν την αίθουσα της ΕΣΗΕΑ.
     Η βραδιά τέλειωσε, τι το φυσικότερο, με πλωμαρίτικο ούζο για το οποίο φρόντισαν ο πρόεδρος του Συνδέσμου Πλωμαριτών Δημήτρης Χαλαυτής και η σύζυγος του συγγραφέα Έφη Μαυραγάνη. Για τις φωτογραφίες φρόντισε ο Άρης Κυριαζής.

Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Χριστόδουλος Τσακιρέλλης, Ξενοφών Μαυραγάνης, Κώστας Μανταίος, Ρηνιώ Κυριαζή.

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

ΚΑΛΑΡΓΑΛΗ ~ ΠΑΣΠΑΤΗ «Ευτυχείς Αποκριάτικοι γάμοι του 1961»

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ       
Το έγραψε ο Γιάννης Πασπάτης στο βιβλίο του «Τα χωρατά μας», το δημοσίευσε ο Αριστείδης Καλάργαλης, μας το έστειλε ο Βάσος Βόμβας, εμείς το αναδημοσιεύουμε…


Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΤΑΚΗΣ ~ «Ποιος πληρώνει την ερήμωση της λεσβιακής υπαίθρου;»

Απόψεις / Αιολίας Λόγος / Τρίτη, 30 Ιανουαρίου 2018
 
Ποιος πληρώνει την ερήμωση της λεσβιακής υπαίθρου
                                                                                               Τάκης Ιορδάνης

Πέρυσι το καλοκαίρι, πήγαμε με τη σύζυγό μου στα Λάψαρνα, στην κούλα μας, να μαζέψουμε τ’ αμύγδαλα. Ήταν η πρώτη φορά από χρόνια που έμεινα εκεί τρεις-τέσσερις ώρες. Ώρες ατέλειωτης ησυχίας. Λαλιά ανθρώπου, ζώων φωνή, ακόμη και πουλιών τιτίβισμα ή κελάηδισμα δεν ακουγόταν. Ανατριχιαστική ηρεμία. Αισθανθήκαμε για τα καλά τι πάει να πει ερημιά. Το μόνο που ακουγόταν στο βάθος ήταν ένα μακρόσυρτο "σσσς" κάθε φορά που το κύμα της φουσκοθαλασσιάς του αυγουστιάτικου μελτεμιού έσπαγε κάτω, στην αμμουδιά. Ερήμωσης τυπική εικόνα!
     Όποτε πάω στο γενέθλιό μου τόπο, προβάλλουν ατυχώς μπροστά μου ολοένα εμφανέστερα και αγριότερα τα σημάδια της ερήμωσής του. Κυρίως στις εξοχές. Αλλά και στο χωριό τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Αναπόφευκτα ένα συναίσθημα βαθιάς θλίψης με καταπλακώνει. Βλέπω ανθρώπων κόπους, ιδρώτα και θυσίες να τις ισοπεδώνει ο φθοροποιός χρόνος, αφήνοντας αμείλικτος τα καταστροφικά του σημάδια.
     Στα Λάψαρνα, εκεί που παλιά περίσσευαν φωνές παιδιών, γέλια κοπελούδων, γρίνιες και καβγάδες, κλάματα βρεφών, των νέων η αψάδα, η χαρά, το τραγούδι, γενικά η ζωή, τώρα περισσεύει η απόλυτη σιωπή. Απ’ τις κούλες και τα ντάμια, που κάποτε ήταν πολύβουες κυψέλες ζωής, σήμερα «αναδύεται» νεκρική σιγή. Σχεδόν όλα αυτά τα κτίσματα έγιναν πια άμορφες χοβόλες πετρών, παλιοσάνιδων και μπάζων.
     Στα άλλοτε αγροτόσπιτα με δίπλα το φούρνο τους, στο ένα μετά το άλλο, οι μισογκρεμισμένοι τοίχοι, οι ξεχαρβαλωμένες κεραμοσκεπές και τα πορτοπαράθυρα τελικά σωριάζονται όλα σε μια άμορφη μάζα. Η συνεχώς χειροτερεύουσα αυτή εικόνα μού προκαλεί οδύνη ψυχής, δένοντάς μου το στομάχι «κόμπο».
     Εκεί που κάποτε ήταν το αλώνι, όπου κάθε καλοκαίρι αλωνίζονταν οι σιταρο-κριθαρο-θημωνιές και μετριόταν ο κόπος της χρονιάς της φαμίλιας, τώρα «ευδοκιμούν» αστιβιές, βάτα, μάραθα και άλλα. Εκεί που κάποτε το κελαριστό μικρορύακο πότιζε μπαξέδες, ζωοδότες ανθρώπων, τώρα ρουμάνια, αλυγαριές κ.ά., έχουν καπλαντίσει τον τόπο. Εκεί που κάποτε, απ’ του αυγερινού το φεγγοβόλημα και τη συνοδειά του κλεφτοφάναρου, τα καπνοχώραφα έπαιρναν ζωή ή στα σπαρμένα, μες στην κάψα του καλοκαιριού, το δρεπάνι και ο θεριστής γίνονταν ένα παλεύοντας για το ψωμί της χρονιάς, σήμερα ανθρώπου ανάσα δεν βγαίνει. Εκεί που κάποτε, γενικά, μοχθούσαν και ζούσαν άνθρωποι, σήμερα επικρατεί «άκρα του τάφου σιωπή».
     Σημάδι αδιάψευστο της ερήμωσης των εξοχών μας είναι η εξαφάνιση των μονοπατιών. Εκεί που άλλοτε, «κόβοντας δρόμο», περνούσαν καθημερινά άνθρωποι, σήμερα αγριόχορτα και θάμνοι τα έφραξαν, εξαφανίζοντάς τα. Ακόμη, εκεί που άλλοτε κάθε σπιθαμή γης καλλιεργούνταν ακόμη και με τον κασμά, σήμερα μένει ακαλλιέργητη ή πλημμελώς καλλιεργείται και τα κάθε λογής χόρτα έχουν «πνίξει» στην κυριολεξία τις εξοχές. Έτσι, φυσικά, ελλοχεύει μεγάλος κίνδυνος πυρκαγιάς κι, αν κάποτε ξεσπάσει, αλίμονο, θα ξεκινήσει απ’ του γιαλού το κύμα και θα φθάσει ως ψηλά στα κορφοβούνια, αφήνοντας αποκαΐδια.
     Τούτα όλα τα στενόκαρδα ατυχώς δεν συμβαίνουν μόνο στα Λάψαρνα ή σε άλλες εξοχές της Άντισσας. Το ίδιο συμβαίνει στις εξοχές του Σκαλοχωρίου, του Σιγρίου, του Μανταμάδου, του Πολιχνίτου και άλλων χωριών. Παντού, ατυχώς, στις λεσβιακές εξοχές.
     Μέσα στα χωριά, τα πράγματα μεγεθύνονται απ’ την ίδια την πραγματικότητα. Ακόμη και στους κεντρικούς δρόμους σειρές σπιτιών μένουν κλειστά, ακατοίκητα. Στα απόμερα, ακόμη χειρότερα. Σε κάθε σπίτι που ο τελευταίος ένοικός του φεύγει απ’ τη ζωή μπαίνει λουκέτο και λάμπα πια δεν ξανανάβει.
     Όλα αυτά τα στενάχωρα ξεκίνησαν αφότου «άνοιξαν οι σκάλες», όπως έλεγαν οι παλιοί, και άρχισε το φευγιό των νέων για τις υπερπόντιες νέες πατρίδες (Αυστραλία, Καναδά, κ.ά.) ή στις εξ αστυφιλίας νέες εστίες, κυρίως Αθήνα αλλά και Μυτιλήνη. Έτσι άδειασε η ύπαιθρός μας.
     Οι αριθμοί, που λένε πάντα την αλήθεια, μαρτυρούν την «κατηφόρα» του πληθυσμού μας. Από 126.924 άτομα (απογραφή 1951) συρρικνώθηκε στα 85.410 (εξ ων πάνω από 5.000 αλλοδαποί) στην του 2011. Δηλαδή, μέσα σε 60 χρόνια, το νησί έχασε περισσότερο του 1/3 του γηγενούς πληθυσμού του, όταν αντίστοιχα ο πληθυσμός της πρωτεύουσας έμεινε σταθερός (~35.000 άτομα). Τούτο σημαίνει ότι τα χωριά μας έχασαν 40.000-45.000 νέους, κατά βάση αγροτόπαιδες. Μοιραία όλα αυτά δημιουργούν θλίψη για την κατάντια της λεσβιακής υπαίθρου.
     Επειδή τίποτε δεν είναι τυχαίο, αναζητώντας τη ρίζα του κακού, εύκολα βρίσκεις ότι τούτο ξεκινά από το σχεδιασμό και προγραμματισμό της εξουσίας (ντόπιας, κυρίως της κεντρικής). Την περίοδο μετά τον πόλεμο (παγκόσμιο και εμφύλιο) δεν μπόρεσε η εξουσία, οι τότε διοικούντες/κυβερνώντες, να δημιουργήσουν συνθήκες παραμονής των νέων στις εστίες τους. Δεν δημιούργησαν τις απαιτούμενες υποδομές, που θα στήριζαν την ιδιωτική πρωτοβουλία για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Στη Λέσβο δεν έγινε ό,τι στη Δωδεκάνησο και στις Κυκλάδες, που στην ίδια περίοδο όχι μόνο κράτησαν, αλλά και αύξησαν τον πληθυσμό τους.
     Αλλά τι να περιμένεις, νοιάστηκε στ’ αλήθεια κανείς για τη Λέσβο από την απελευθέρωσή μας το 1912 ως τώρα, για να γίνουν τα απαιτούμενα, λιμάνια, δρόμοι, εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος, διεθνές αεροδρόμιο, φράγματα κ.λπ.; Ας είναι καλά όλοι οι κατά καιρούς εκλεγμένοι, δήμαρχοι, νομάρχες και κυρίως οι βουλευτές μας, που δεν διεκδίκησαν και δεν επέβαλαν στο Αθηνοκεντρικό δοβλέτι, έναν ολόκληρο αιώνα, να κάνει όλα αυτά που όφειλε στη Λέσβο. Αποτέλεσμα τελικό; Εγκατάλειψη, μιζέρια και ερήμωση.
     Αν, τέλος, συνυπολογιστούν η υπογεννητικότητα και η αυξανόμενη φυσική «φυγή» το μέλλον του Νησιού μας προβάλλει δυσοίωνο και ζοφερό. Η επάνοδος νέων στα χωριά μας φαντάζει πια «όνειρο θερινής νυκτός». Τι μέλλει γενέσθαι; Φοβούμαι πως απάντηση μπορούν να δώσουν μόνο… «κασσάνδρειες προβλέψεις»!

* Ο Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης (Ph.D.) είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Προβληματισμού και Παρέμβασης για την Ανάπτυξη της Λέσβου «Πιττακός ο Μυτιληναίος», πρώην διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων, πρώην πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Μεταλλειολόγων Μηχανικών.
 
** Το παραπάνω κείμενο εστάλη από τον συγγραφέα για δημοσίευση.

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΠΛΩΜΑΡΙΤΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΞΕΝ. ΜΑΥΡΑΓΑΝΗ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ Ε. ΜΑΥΡΑΓΑΝΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
«ΕΦΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΝΥΧΤΕΣ»
Εκδόσεις "Νησίδες", Θεσσαλονίκη 2017
            
Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΛΩΜΑΡΙΤΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ "ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ" 
ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΝΗΣΙΔΕΣ" ΣΑΣ ΚΑΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ 
"ΕΦΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΝΥΧΤΕΣ" ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ Ε. ΜΑΥΡΑΓΑΝΗ 

     Μία προσωπική βιωματική αποτύπωση της χουντικής περιόδου στη Θεσσαλονίκη, όπως την έζησε ένας χαρακτηρισμένος αριστερός, ως στρατιώτης και δημοσιογράφος, αποτελεί το βιβλίο του Ξενοφώντα Ε. Μαυραγάνη «ΕΦΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΝΥΧΤΕΣ», που παρουσιάζεται την Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου, στις 7.30΄ το βράδυ, στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ (Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθήνας, Ακαδημίας 20 και Βουκουρεστίου, 3ος όροφος).
     Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος, δικηγόρος, ο ηθοποιός Χρήστος Χατζηπαναγιώτης και ο συγγραφέας Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης, ενώ αποσπάσματα θα διαβάσει η ηθοποιός Ρηνιώ Κυριαζή. Χαιρετισμό θα απευθύνουν ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών Κώστας Μανταίος και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Πλωμαριτών Αττικής «Βενιαμίν ο Λέσβιος» Δημήτρης Χαλαυτής.


ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

ΜΝΗΜΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Ι. ΚΟΥΤΛΗ


ΜΝΗΜΗ
Παναγιώτου Ι. Κουτλή



      Στην τελευταία επίσκεψή μου στο Παλαιοχώρι, ο εξάδελφός μου Παναγιώτης Κουτλής του Καλδή μου έδωσε το γράμμα του θείου του Παναγιώτου Ι. Κουτλή [1], που σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στις 5 Ιανουαρίου 1941. Πατέρας του ο Ιωάννης Π. Κουτλής [2] και μητέρα του η Μαρία [3], το γένος Καλδή Καλδέλη, και αδελφή της η Αμερισούδα Καλδέλη - Καραμπάση [4], σύζυγος του Στυλιανού Καραμπάση και μητέρα της Μαρίας Καραμπάση - Αχειλαρά, της Βικτώριας και του Ευστρατίου. Παιδί πολύτεκνης ορφανής από πατέρα οικογένειας, ο Παναγιώτης (γενν. 1916) ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά: Παναγιώτης, Καλδής [5], Γρηγόριος (Γρηγόρα) [6], Αθηνά, Γεώργιος (Χαμούσα). Στο Παλαιοχώρι ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες στα οικογενειακά ελαιοκτήματα και διατηρούσε ένα παντοπωλείο στην αγορά, εκεί που σήμερα βρίσκεται το καφενείο της Αγάθης Χρυσάφη. Η κλάση του, του 1937, επιστρατεύτηκε νωρίς: βαθμός Στρατιώτης, 22ο Σύνταγμα Πεζικού, 5ος Λόχος. Μαζί του άλλοι τέσσερις συγχωριανοί του: ο εξάδελφός του Βασίλης (Κουτλής), ο Δημήτριος Χρυσάφης (Ξαφέλης), ο Γεώργιος Κουτλής και ο Παντελής Φλουκουράκης (Φουλκαράκης;) [7].
     Η επιστολή έχει παραλήπτη τον αδελφό του Καλδή και δεν είναι η πρώτη επικοινωνία τους, μάλλον δεύτερη ή τρίτη.


Η επιστολή.
30 / 10/ 1940
  «Ἀγαπιτέ μου Ἀδελφέ μου
    Καλδῆ χέρε.
    Ἱγίαν ἔχο, τό αὐτό ποθό καί διά ἐσᾶς πάντοτε.
    Γνόριζε Ἀδελφέ μου ὅτι ἔλαβα τό πιστοπιητικό καί τά λευτά ποῦ μού ἔστειλες ἀλά ὅλα μάταια δέν ξεύρω πιός τόν σέρνη, πιστεύω δέ νά τά μάθατε καί ἐσεῖς. Καί ὅσον εἰμπορῆς νά κυτάζης τό σπίτη, τά μάτια σου δέκα. Καρδιά ὅσο ἠμπορῆς, τόρα σέ θέλο καπετάνιο. Νά σοδιαστῆς ἀπό ψόνια καί νά κλῆς τό μαγαζῆ γρίγορα τό βράδη καί νά παρακολουθῆς τόν κάθε νοικοκύρη τή κάμνη, νά κάνης τά μάτια σου δέκα, μῆν τά πέρνης τά πράγματα ἐπιπόλεα, ἄν δῆς καί δέν ἠμπορῆς νά κουμαντάρης τῆ γριά καί τά ἀδέλφια μας νά τούς πάις στῆ θία μου Ἀμερισούδα καί ὅλα τά ψόνια τού σπιτιού καί τά λευτά νά τά πάις στή θεία μου ή νά τά ἔχης κρεμασμένα στό λεμό σου με λαγάρα. λιπόν Ἀδελφέ μου, θά σέ δῶ. καρδιά καί ἐσύ καί ἐγῶ. ἐμεῖς δέ ἤμαστε μαζῆ 5 πέντε ὁ Βασίλης ὁ ἐξάδελφος μου, ὁ Δημ. Ξαφέλης, ὁ Γεόρ. Κουτλῆς καί ὁ Φλουκουράκης Παντελῆς. κιμόμαστε ἀγκαλιά τό βράδυ καί ἔτση δέν χάνομε τή ψυχρεμία μας, παρηγορῆ ὁ ἔνας τόν ἄλο.
    Ἐάν ἡμπορέσης, κάμε ἔνα πακέτο τῆ φανέλα πού ἔχο τῆ ναυτικιά πού ἀγόρασα πέρυση καί στήλε την ταχηδρομικός.
    Ἀσπασμοῦς εἰς ὅλους τοῦς φίλους καί θείους μου, ἐξαδέλφες μου, ἐξάδελφό μου Παναγ. Γρ. Κουτλῆ [8] καί ὅση ἐροτοῦν διά ἐμένα.
    Σᾶς χερετό ὁ Ἀδελφός σας
Παναγιώτης Ι. Κουτλής
καί καλήν ἀντάμοση.»
             



 … καρδιά ὅσο ἠμπορῆς, τόρα σέ θέλο καπετάνιο… 
                         


… Ἀδελφέ μου, καρδιά καί ἐσύ καί ἐγῶ…

    

         … καί καλήν ἀντάμοση.


Αδελφικές παραινέσεις προς το μικρότερο αδελφό.    
     
     Η επιστολή του Παναγιώτη εκφράζει την αγωνία του προστάτη της οικογένειας για την τύχη τους. Είναι καιρός πολέμου, ώρα κινδύνου, κι αυτός βρίσκεται πολύ μακριά από το χωριό του, την Κοινότητα Παλαιοχωρίου Λέσβου. Το ρόλο του αρχηγού της ορφανεμένης από πατέρα οικογένειας αναλαμβάνει τώρα ο δεύτερος αδελφός, ο Καλδής. Μετά την τυπική αρχή της επιστολής «Υγείαν έχω, το αυτό επιθυμώ και διά εσάς πάντοτε», ενημερώνει τον αδελφό του ότι έλαβε το πιστοποιητικό και τα λεφτά που του έστειλε ο αδελφός του Καλδής. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι δεν είναι η πρώτη τους επικοινωνία, αφού η επιστράτευση είχε γίνει πριν από την 28η Οκτωβρίου 1940, λίγο μετά τον τορπιλισμό της "Έλλης" στο λιμάνι της Τήνου. Το πιστοποιητικό ίσως είναι Πιστοποιητικό Οικογενειακής Καταστάσεως, για να αποδείξει ότι είναι προστάτης οικογένειας. Δεν ελπίζει όμως για αποστράτευση, γι’ αυτό και λέει πως είναι «όλα μάταια». Με τη φράση «δεν ξεύρω ποιος τον σέρνει» δηλώνει την ανωμαλία και το πολεμικό κλίμα της αρχής του ελληνοϊταλικού πολέμου.
     Οι συμβουλές του θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες και σε μας, που διανύουμε καιρούς οικονομικής και πολιτικής κρίσης:
     
     1. «Να κοιτάζεις το σπίτι, τα μάτια σου δέκα». Με τη λέξη "σπίτι" εννοεί την οικογένεια, αλλά και την οικογενειακή περιουσία, το σπίτι, το μαγαζί και τα κτήματά τους.

     2. «Καρδιά όσο ημπορείς, τώρα σε θέλω καπετάνιο». Η λέξη "καρδιά" περικλείει όλα τα αναγκαία για τη δύσκολη ώρα συναισθήματα κουράγιο, θάρρος, δύναμη, σύνεση και η λέξη "καπετάνιος" την ανάλογη συμπεριφορά που υπαγορεύουν αυτά. Προσπαθεί να κεντρίσει το φιλότιμο του αδελφού του, παρακινώντας τον να κουμαντάρει το σπιτικό τους με υπευθυνότητα, όπως ο καλός ο καπετάνιος το καράβι του στη φουρτούνα (≈ πόλεμος). Γιατί μια απρόσμενη εθνική φουρτούνα ήταν και η κήρυξη πολέμου από τους Ιταλούς κατά της Ελλάδας, μετά το τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και το ΟΧΙ των Ελλήνων.

     3. «Να σοδιαστείς από ψώνια», τρόφιμα για την πολυμελή οικογένεια και εμπόρευμα για το παντοπωλείο. Συμβουλή να είναι προνοητικός.

       4. «Να κλείνεις το μαγαζί νωρίς το βράδυ», για ασφάλεια.

    5. «Να παρακολουθείς τι κάνει ο κάθε νοικοκύρης». Να ακολουθεί το παράδειγμα των συγχωριανών που έχουν σύνεση και εμπειρία ζωής. Η λέξη "νοικοκύρης" με τη θετική σημασία που τη χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα: "καλός νοικοκύρης". Η πιο χαρακτηριστική και αξιοπρόσεκτη συμβουλή: οι άπειροι νέοι πρέπει να μιμούνται τους έμπειρους και συνετούς μεγαλύτερους.

     6. «Τα μάτια σου δέκα, μην τα παίρνεις τα πράγματα επιπόλαια». Τον συμβουλεύει να είναι πολύ προσεκτικός, να εκτιμά με σοβαρότητα την κατάσταση και να ενεργεί με σωφροσύνη, χωρίς επιπολαιότητα. Η επανάληψη της φράσης "τα μάτια σου δέκα" δίνει ιδιαίτερο τόνο και έμφαση στα λόγια του μεγαλύτερου αδελφού.

     7. «Αν δεις και δεν μπορείς να κουμαντάρεις τη γριά και τα αδέλφια μας, να τους πας στη θεία μου Αμερισούδα και όλα τα ψώνια του σπιτιού και τα λεφτά να τα πας στη θεία μου ή να τα έχεις κρεμασμένα στο λαιμό σου με λαγάρα». Είναι ενδιαφέρον ότι ως πιο έμπιστο και ικανό συγγενικό πρόσωπο επιλέγει μία γυναίκα, τη θεία Αμερισούδα Καλδέλη - Καραμπάση, ίσως γιατί η χήρα μητέρα τους ήταν άρρωστη. Εναλλακτικά, τα χρήματα μπορεί να τα κρατά πάνω του, κρεμασμένα με λαγάρα από το λαιμό, όπως συνήθιζαν και συνηθίζουν ακόμα στο χωριό όταν ταξιδεύουν.

     8. «Λοιπόν, Αδελφέ μου, θα σε δω. Καρδιά και εσύ, καρδιά και εγώ». Επαναλαμβάνει την ενθάρρυνση με τη λέξη "καρδιά" (= θάρρος, κουράγιο) προς τον αδελφό του, αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό του. Εκείνος στο μέτωπο του πολέμου δίνει μάχες για την υπεράσπιση της Πατρίδας, ο Αδελφός του στο Παλαιοχώρι θα δώσει τη μάχη της επιβίωσης για λογαριασμό όλης της οικογένειας. Χρειάζονται  κι οι δυο δύναμη. Γιατί, αν είναι δύσκολα τα πράγματα στο χωριό, ακόμα πιο δύσκολα και επικίνδυνα είναι στο μέτωπο. Αν μπορούν να χωρέσουν σε μια λέξη οι ελπίδες και η αγωνία για το αύριο, η λέξη "καρδιά" αρκεί για να δηλώσει την ηθική, την ποιότητα της συμπεριφοράς, την αξιοπρέπεια και τη φιλοτιμία των δύο αδελφών.

     9. «Εμείς δε είμαστε μαζί πέντε… κοιμόμαστε αγκαλιά το βράδυ και έτσι δεν χάνομε την ψυχραιμία μας, παρηγορεί ο ένας τον άλλο». Πόσο παρηγορητικό και ενθαρρυντικό είναι να είναι ο συμπολεμιστής κοντά στο συμπολεμιστή, ο συνάνθρωπος πλάι στο συνάνθρωπο στις δύσκολες ώρες! Να ένα μεγάλο μάθημα ζωής...

     10. «Και καλήν αντάμωση». Τα τελευταία λόγια του Παναγιώτη, μετά τα χαιρετίσματα σε φίλους, συγγενείς και συγχωριανούς και την παραγγελία να του στείλει τη ναυτική φανέλα του ταχυδρομικώς. Όχι τυπικό τέλος επιστολής αλλά διακαής πόθος ψυχής. Η ευχή μοιάζει τραγική, αφού δεν θα εκπληρωθεί ποτέ.
     «Ἀσπασμοῦς εἰς λους τοῦς φίλους καί θείους μου, ἐξαδέλφες μου, ἐξάδελφό μου Παναγ. Γρ. Κουτλῆ καί ση ἐροτοῦν διά ἐμένα». Με διακριτικό τρόπο τα τελευταία λόγια, για να μην εκθέσει την κοπέλα που αγαπούσε [9]. Ο Παναγιώτης αγαπούσε μια νέα του χωριού, τη Μαρία. Πριν φύγει για τον πόλεμο, την αποχαιρέτησε με το παρακάτω δίστιχο τραγούδι, από τα πιο γνωστά ακόμα και σήμερα στο χωριό, δραματικά συγκινητικό, που συνήθως το έγραφαν οι γονείς στα γράμματα προς τα ξενιτεμένα τους παιδιά. Εδώ εκφράζει την αγάπη του νέου κι ίσως ένα προαίσθημα πως θα τους χωρίσει ο θάνατος, που όμως δεν ήταν ικανός να σβήσει τη μεγάλη αγάπη του: 
          
        «Σαν έρθεις κι εύρεις λείψανα και κόκαλα στο χώμα, 
          τα νεκροπούλια ρώτησε πως σ' αγαπώ ακόμα.»
         
     Οι τέσσερις συγχωριανοί συμπολεμιστές του γύρισαν μετά τη θύελλα στο Παλαιοχώρι κι αντάμωσαν τους δικούς τους. Ο Παναγιώτης δεν γύρισε ποτέ στο χωριό του. Σκοτώθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1941, στο πεδίο της μάχης στην τοποθεσία "Καλιβίτσι", άγαμος 25 ετών, προτού προλάβει να γεννήσει παιδιά. Άφησε το μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς στα ορφανά αδέλφια του και την τιμή της θυσίας του σ’ όλα τα Ελληνόπουλα. Κι ένα γράμμα από το μέτωπο με λόγια παραινετικά, που αντηχούν από το Σαράντα και συγκινούν και ενθαρρύνουν κι αναθερμαίνουν την καρδιά μας:

    «Καρδιά εμείς, καρδιά κι εσείς»
                  

Από αριστερά:
Παναγιώτης Μαρής, Ιωάννης Δεληγιάννης, Κωνσταντίνος Αληγιάννης, Παναγιώτης Ι. Κουτλής.

         


Ο επίλογος δυο μήνες μετά:
ΔΕΛΤΙΟΝ ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΟΣ (Αριθμ. Πρωτ. 91135)
«Ἔπεσεν ὑπὲρ Πατρίδος ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς Μάχης, Καλιβίτσι, 5 Ιανουαρίου 1941»

              
* Από λάθος γράφτηκε «Παλαιοχώρα», αντί «Παλαιοχώριον» ο τόπος καταγωγής.

            

     Χρόνια μετά, ο αδελφός του Καλδής έδωσε το όνομα του σκοτωμένου αδελφού του στο δεύτερο γιο του, τον Παναγιώτη, που μου έδωσε αυτή την επιστολή. Οι συγχωριανοί του, για να τον τιμήσουν, έχουν αναγράψει το όνομά του σε μαρμάρινη στήλη στο Ηρώο Πεσόντων [10], που βρίσκεται δίπλα στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιοχωρίου στη συνοικία «Πέρα Μαχαλάς», στην ανατολική είσοδο του χωριού:
  
ΕΠΕΣΑΝ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ
1940-49
ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ ΙΩΑΝ. ΔΗΜ.
ΚΟΝΤΟΠΟΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΣ Δ.
ΚΟΥΤΛΗΣ ΠΑΝ. ΙΩ.
ΜΑΪΣΤΡΕΛΗΣ ΙΩΑΝ. ΔΗΜ.
ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Μ.
ΤΣΙΜΝΑΔΗΣ ΕΥΣΤ. ΔΗΜ.

      
     Ας είναι αιωνία η μνήμη τους…




[1]Στο φύλλο 68, αύξων αριθμ. 4 του Μητρώου Αρρένων Παλαιοχωρίου γράφει ότι ο Παναγιώτης Παναγιώτης του Ιωάννου γεννήθηκε το 1916 στο Παλαιοχώρι. Στις παρατηρήσεις αναφέρεται: «Αποβιώσας διεγράφη με τη 20586/51/14-1-52 απόφαση της Νομαρχίας Λέσβου».
[2] Στο φύλλο 29, αύξων αριθμ. 3 του Μητρώου Αρρένων Παλαιοχωρίου αναγράφεται ότι ο Κουτλής Ιωάννης του Παναγιώτου γεννήθηκε το έτος 1887 στο Παλαιοχώρι Λέσβου. Στις παρατηρήσεις, αναφέρεται: «Αποβιώσας διεγράφη με τη 20586/51/14-1-52 απόφαση της Νομαρχίας Λέσβου». Επίσης, στο Βιβλίο Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου, τόμος Α΄, αύξων αριθμ. 31, έτους 1933, αναφέρεται ότι ο Ιωάννης Παν. Κουτλής, ετών 45, παντοπώλης, απεβίωσε στις 2-12-1933 στο Παλαιοχώρι από καρκινοειδή φυλλώματα κύστεως.
[3] Σε πρόσθετο φύλλο 18β του Βιβλίου Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου Κοινότητας Παλαιοχωρίου, τόμος  Β΄, αύξων αριθμ. 58, έτους 1942, αναγράφεται ότι η Μαρία, χήρα Ιωάννου Κουτλή, ετών 53, επαγγέλματος οικιακά, απεβίωσε στις 22-3-1942 από εγκεφαλική συμφόρηση.
[4] Στο Γ΄τόμο του Μητρώου Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου της Κοινότητας Παλαιοχωρίου Λέσβου αναγράφεται με α/α (3) 104 ο θάνατος της Αμερισούδας, χήρας Στυλιανού Καραμπάση, 92 ετών, επαγγέλματος οικιακά, στις 2-6-1960, από καρδιακή αδυναμία.
[5] Ο Καλδής Ι. Κουτλής γεννήθηκε το 1921 στο Παλαιοχώρι (Μητρώο Αρρένων Παλαιοχωρίου, φύλλο 73, αύξων αριθμ. 5).
[6] Ο Γρηγόρης Ι. Κουτλής γεννήθηκε το 1926 στο Παλαιοχώρι (Μητρώο Αρρένων Παλαιοχωρίου, φύλλο 78, αύξων αριθμ. 4).
[7] Γεννήθηκε το 1921 στο Παλαιοχώρι (Μητρώο Αρρένων Παλαιοχωρίου, φύλλο 68, αύξων αριθμ. 15, αναγράφεται ένας Φουλκαράκης Παντελής του Ιωάννου γεννήθηκε το 1916.
[8] Στο φύλλο 60, αύξων αριθμ. 6 του Μητρώου Αρρένων Παλαιοχωρίου αναφέρεται ότι ο Παναγιώτης Κουτλής του Γρηγορίου γεννήθηκε το 1908 στο Παλαιοχώρι Λέσβου.
[9] Αφού είχα αναρτήσει την επιστολή, μου τηλεφώνησε η ανεψιά του Μαρία Κουτλή - Πετρέλλη και μου έδωσε την πληροφορία αυτή, που την είχε ακούσει από τη μητέρα της Αθηνά, αδελφή του Παναγιώτη.  
[10] Βλέπε βιβλίο «Τα γλυπτά της Λέσβου» του Προκόπη Παπάλα, Μυτιλήνη 2012, σελ. 519 και πρδκ. «Παλιοχωριανά», Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος 2012, σελ. 4-6.

Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου
Αθήνα, 30 Ιανουαρίου 2018