Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ Ε. ΞΕΝΟΦΩΝ ~ ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τρία ποιήματα – του Ξενοφώντα Ε. Μαυραγάνη

                     

Η ΕΚ ΘΑΝΑΤΟΥ ΖΩΗ

 

Σ’ αυτή την ατέρμονη καμπύλη,

που την είπαν ορίζοντα,

για να ορίζει τα όνειρά μας,

σ’ αυτήν

που τις καυτές βραδιές των καλοκαιριών,

παίρνει ένα χρώμα αιματί,

κόκκινο σαν ρόδι ανοιχτό,

σαν αιμορροούσα πληγή,

σ’ αυτήν κρέμονται ζωές,

αλλά και θάνατοι, πολλοί θάνατοι.

Πού να μετράς τώρα

πατεράδες και παππούδες,

μανάδες και γλυκομίλητες γιαγιάδες.

Θάνατοι που μας γέννησαν,

στριμωγμένοι στην ατέρμονη καμπύλη του ορίζοντα,

χτισμένοι μέσα μας άρρηκτα,

με την Τέχνη των αρχαίων τεκτόνων,

που θηλυκώνανε πέτρα την πέτρα

και την είπαν έτσι απλά λεσβιακή τεχνική,

μη αφήνοντας ποτέ να λυθούν οι τοίχοι,

έτσι που ποτέ δεν μπορούν να λυθούν

οι αγάπες, οι ρίζες, οι αγκαλιές,

οι θάνατοι με τις ζωές,

που αέναα, αναπαράγονται.

 

 

ΒΑΦΤΙΣΗ

 

Πού να ’ξερα μωρό μου.

Μήπως κι εσύ το γνώριζες;

Τόση αμαρτία χωμένη στην ψυχούλα σου.

«Έξελθε και αναχώρησον

από του πλάσματος τούτου

συν πάση τη δυνάμει και τοις αγγέλοις σου»,

κραύγαζε ο λειτουργός του υψίστου,

κι εσύ με χάρη

κλωτσούσες τη φυλλάδα του,

την ώρα που έτρεχε απ’ τα ματάκια σου,

όλος ο χλευασμός του κόσμου.

Πού να ’ξερες,

πως το λευκό πουκαμισάκι σου,

ήταν η πανοπλία

«σφραγισθέντος νεολέκτου στρατιώτου»

και σ’ έστελναν να πολεμήσεις,

εχθρούς που θα στους μάθαιναν στο μέλλον.

Φταις όμως κι εσύ,

που τα γαλάζια χαρούμενα ματάκια σου,

δε σταματήσαν να γελάνε

και να περιγελάνε,

ακόμα κι όταν σε σπρώχνανε

στα λαδωμένα νερά.

Πού να σκεφθείς κι εσύ,

πως η μάνα σου σε γέννησε

«παμπόνηρον, ακάθαρτον και μιαρόν

και εβδελυγμένον, αλλότριον πνεύμα».

Εσύ ήρθες στον κόσμο

να ζήσεις

κι όχι να τυλιχτείς το σάβανο των σεσωσμένων.

 

 

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΗΧΩΝ

 

Ένα κορίτσι σε μαύρο φόντο,

με μια κόκκινη γραμμή ελπίδας στα χείλη,

ταξιδεύει μες στην απόλυτη σιωπή,

καθώς το λεωφορείο αγκομαχά,

από στάση σε στάση.

Μες στην απόλυτη θανατερή σιωπή,

 διασωληνωμένο

με cd player και κινητό,

στα δυο αυτιά του.

Με μάτια άδεια

δεν ονειρεύεται, δε στοχάζεται

μόνο πορεύεται

μες στην απόλυτη σκοτεινή σιωπή

των βάρβαρων ήχων,

που ξεσκίζουν το είναι του.

 

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ,

file:///C:/Users/MB/Downloads/%CE%A4%CF%81%CE%AF%CE%B1%20%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1%20%E2%80%93%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%9E%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%86%CF%8E%CE%BD%CF%84%CE%B1%20%CE%95.%20%CE%9C%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CE%B7%20%E2%80%93%20frear.html]