Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΤΑΚΗΣ_ΕΠΕΤΕΙΟΙ ΚΑΙ «ΟΙΚΕΙΑ ΚΑΚΑ»

Από το συμπατριώτη μας δρ. Τάκη Χαραλ. Ιορδάνη, ο οποίος κατάγεται από την κωμόπολη Άντισσα της δυτικής Λέσβου, λάβαμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο emprosnet.gr:

                                                                                                                                                                                                                               

Επέτειοι και «οικεία κακά»

 

Δρ. Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης (Ph.D)

 

     Αυτά που συνηθίζει ο άνθρωπος να θυμάται απ’ το παρελθόν είναι τα καλά γι’ αυτόν γεγονότα και τα εορτάζει ως επετείους. Τούτο, είτε ως άτομο (γάμος, γέννηση παιδιού κ.λπ.) είτε ως σύνολο (απελευθέρωση από σκλαβιά, εθνικές επιτυχίες κ.λπ.). Τα γεγονότα που του προξενούν θλίψη προσπαθεί να τα απωθήσει στα τρίσβαθα του υποσυνείδητού του, ξεχνώντας τα. Τούτα στην αρχαιοελληνική γραμματεία φέρονται ως «οικεία κακά». Το ανασκάλεμα «οικείων κακών», τότε, επέφερε τιμωρία στον ανασκαλεύοντα αυτά. Θεωρώ ότι, όπως οι εθνικές επέτειοι δημιουργούν ψυχική ανάταση και υπερηφάνεια και δρουν ως παραδείγματα προς μίμηση, τα «οικεία κακά» μπορούν να δράσουν ως παραδείγματα προς αποφυγή της τυχόν επανάληψης παρομοίων γεγονότων.

     Η περίοδος του Φθινοπώρου έχει μεγάλες εθνικές επετείους, όπως το θρυλικό ΟΧΙ του ’40, τις ιστορικές νίκες των Βαλκανικών πολέμων, την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των νησιών μας. Εορτάζουμε στη Λέσβο στις 8 Νοεμβρίου την επέτειο της απελευθέρωσης, από το Ναύαρχο Κουντουριώτη και το θρυλικό «Αβέρωφ», της Μυτιλήνης, της νότιας Λέσβου και μέρους της ανατολικής, αν και η κεντρική, η βόρεια, η δυτική Λέσβος και μέρος της ανατολικής απελευθερώθηκαν την 8η Δεκεμβρίου 1912, μετά τη νικηφόρο μάχη του Κλαπάδου.

     Τούτες τις μέρες, ας θυμηθούμε πως συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια απ’ το τραγικό ιστορικό γεγονός για την Ελλάδα, την πείνα του 1941. «Οικείο κακό» μέγιστο, αφού εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν σ’ όλη τη χώρα, στην αποφράδα περίοδο της Γερμανοκατοχής. Κατά τον Ερυθρό Σταυρό, ο αριθμός των νεκρών από την πείνα μεταξύ 1941-1943 ανήλθε στις 250.000 περίπου. Εξ αυτών, μόνο για Αθήνα και Πειραιά, το φοβερό χειμώνα του ’41 οι από πείνα νεκροί ήταν περίπου 40.000. 

     Αυτής της τραγωδίας, φυσικά, δεν θα μπορούσε να είναι αμέτοχη η Λέσβος, όπως και τ’ άλλα νησιά μας. Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του Σάββα Κουφόπουλου (2006), (πρδκ. «Αντίλαλος της Βρίσας», τεύχ. 65, σελ. 37), οι θάνατοι απ’ την πείνα το μαρτυρικό αυτόν χειμώνα στα κεφαλοχώρια μας και την πρωτεύουσα ήταν: Μυτιλήνη 918, Αγιάσος 162, Μανταμάδος 62, Σκόπελος 171, Πλωμάρι 183, Πολυχνίτος 56, Αγία Παρασκευή 76, Ερεσός 9, Καλλονή 16, Μήθυμνα 59. Στη μακάβρια αυτή λίστα, απουσιάζει το κεφαλοχώρι, των 4.000 τότε κατοίκων, η Άντισσα.

     Και αν τα λαδοχώρια (Αγιάσος, Σκόπελος, Πλωμάρι) είχαν τόσους θανάτους από πείνα, αφού δεν διαθέτουν πεδινές εκτάσεις, η Καλλονή και η Αγία Παρασκευή, με τόσες χιλιάδες στρέμματα κάμπο, είχαν πολλούς σχετικά τέτοιους θανάτους, καταδεικνύοντας έτσι τη μεγάλη επιτυχία της Άντισσας, που δεν θρήνησε κανένα θάνατο από πείνα κατά τη Γερμανοκατοχή.

     Τούτο δεν είναι τυχαίο. Σύμφωνα με το δωδεκασέλιδο «ΑΝΤΙΣΣΑ», που εξέδωσε η ομώνυμη Κοινότητα, επ’ ευκαιρία της εκδήλωσης «ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΕΚΘΕΣΙΣ» της 16ης Ιουλίου 1939, τότε καλλιεργούνταν στην περιφέρειά της περί τα 25.000 στρέμματα με σιτηρά, αμπέλια, καπνά, σύκα, κουκιά, ρεβύθια, λαχανικά κ.ά. Η ετήσια παραγωγή αυτών (σε οκάδες) ήταν: σιτηρά 1.250.000, σταφύλια 125.000, καπνά 100.000, σύκα 25.000, κουκιά 50.000, ρεβύθια 20.000, λαχανικά 300.000, άλλα 60.000. Αυτός ο πλούτος της Αντισσαίας γης το 1939, μεγεθύνθηκε κατά την Κατοχή, αφού το φίλεργο και φιλόπονο των συγχωριανών μου έκανε κι αυτά τα ξεροτρόχαλα βουνά να σπέρνονται. Αναφέρω χαρακτηριστικά, κατά πως μου έλεγε προ καιρού συζητώντας σχετικά ο 95χρονος φίλος Φώτ. Θ. Βατούσης, ότι αυτός κι ο αδερφός του έσπειραν με τον κασμά το πετρώδες πλατό του κάβου της Πόχης. Αντίστοιχα παραδείγματα μου έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου για καλλιέργεια ομοίως πετρωδών πλαγιών ολόγυρα στα Λάψαρνα.

     Έτσι, με αυτόν τον πλούτο, κατά την επάρατο περίοδο της Γερμανοκατοχής, οι Αντισσαίοι μπόρεσαν να επιβιώσουν χωρίς, ευτυχώς, κανένα θάνατο από πείνα, τότε στην Άντισσα. Φυσικά, πέραν της εργατικότητας ενός εκάστου των Αντισσαίων, τούτο οφείλεται και στην καθοδήγηση. Πολιτική αλλά και επιστημονική. Αναφορικά με την πολιτική καθοδήγηση, ερανίζομαι τα σχετικώς αναφερόμενα στο βιβλίο του Πάν. Λ. Φραγκέλλη «Η ΑΝΤΙΣΣΑ», που γράφει ότι, ως επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά το 1936, ο κοινοτάρχης Γιάννης Φωτιάδης παύει να ασχολείται εμφανώς με την πολιτική. Και προσθέτει: «Βέβαια στο διάστημα αυτό (1936-1941) δεν έμεινε άπραγος, αλλά εξακολουθούσε να κινεί τα νήματα σ’ ότι έχει σχέση με την Άντισσα, με τους πολιτικούς του φίλους, όπως ο Βασίλειος Οικονομίδης που χρημάτισε πρόεδρος του χωριού από τον Ιούλιο του 1936 μέχρι τον Οκτώβριο του 1939. Η δραστηριότητά του συνεχίζεται και κατά το χρονικό διάστημα του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου και κατά την Γερμανοκατοχή…». 

     Όσον αφορά στην επιστημονική καθοδήγηση, στο προαναφερθέν φυλλάδιο «ΑΝΤΙΣΣΑ» του 1939 (κεφ. Διοίκηση και Διοικητικές αρχές της), διαβάζω: «… Ωσαύτως δε (είναι έδρα) και Κοινοτικού Γεωπόνου». Τούτος ήταν ο Αντώνης Αιγινήτης. Αυτός, μαζί με τους Γιάννη Φωτιάδη, Ηλία Αποστόλα, Κώστα Ταβερνάρη, Περ. Χατζημιχαλάκη και άλλους αποτέλεσαν τα βασικά στελέχη της Εθνικής Αντίστασης στην Άντισσα κατά την Γερμανοκατοχή.

     Η συμβολή Αιγινήτη και Φωτιάδη έκανε στο να περάσει σ’ όλους τους Αντισσαίους το μήνυμα να καλλιεργήσουν κάθε σπιθαμή της γης τους. Τούτο είχε το αποτέλεσμα να μεταμορφωθεί η Άντισσα σε σιτοβολώνα και, με τη σχετική «πολιτική Φωτιάδη» της «φορολόγησης» των παραγωγών σε είδος (σιτάρι, κριθάρι, κουκιά κ.ά.), κατορθώθηκε (παρέχοντας στους μη έχοντες ψωμί και άλλα είδη από τα συγκεντρωθέντα) να μην υπάρξει εκεί, ευτυχώς, κανένα θύμα πείνας, όπως δυστυχώς έγινε σ’ άλλα μέρη του νησιού. Ακόμη, πέραν των Αντισσαίων, πολλοί άλλοι Λέσβιοι και Μυτιληνιοί σώθηκαν, γιατί μπόρεσαν να φθάσουν στην Άντισσα, όπου τους περιέβαλαν με συμπόνια και στοργή, προσφέροντάς τους το σημαντικότερο, τροφή.

     Τόση ήταν η αποτελεσματικότητα του προγράμματος αυτού των αγροτικών καλλιεργειών στην Άντισσα τότε, που η εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ» στις 17/4/1979, επ’ ευκαιρία της προσπάθειας των Αντισσαίων να τιμηθεί ο Γιάννης Φωτιάδης με το στήσιμο της προτομής του στο χωριό, έγραψε σχετικά και μεταξύ άλλων γι’ αυτό ειδικά το θέμα, τονίζοντας: «Η συμβολή του στις ανάγκες ολόκληρου του νησιού στην περίοδο της χιτλερικής κατοχής ήταν τεράστια, γιατί ο Γιάννης Φωτιάδης οργάνωσε με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο τις γεωργικές καλλιέργειες, έτσι που η Άντισσα την εποχή εκείνη να γίνει ο σιτοβολώνας της Λέσβου. Εκεί εύρισκαν καταφύγιο οι πεινασμένοι του νησιού και πολλοί ήταν εκείνοι που κατέφυγαν με την ψυχή στο στόμα και βρήκαν τροφή, αγάπη και εστία». Έτσι, η Άντισσα δικαίως πήρε τότε το προσωνύμιο «Καναδάς».

     Τα «οικεία κακά» από την πείνα των Ελλήνων στη Γερμανοκατοχή, απόρροια της ατέλειωτης θηριωδίας των Χιτλερογερμανών, άφησαν σταμπαριστό το ίχνος τους στον ψυχισμό του λαού μας, αφού η λέξη Κατοχή συνειρμικά ταυτίζεται με την πείνα. Κλείνω, ευχόμενος τέτοια «οικεία κακά» ποτέ πια να μην ξαναβρούν τη ράτσα μας.

 

     Πηγές: http://lapsarniotis.blogspot.gr, Επέτειοι και «οικεία κακά» - emprosnet.gr.