Πάνου Κοντέλλη «Ζωγραφιές του Παλιού Καιρού»
Κατάντια
Να φάμε! Αν σήμερα βρεθεί κάτι, πάει καλά. Κερδίσαμε
τη μέρα. Τι θα γίνει όμως αύριο; Μεθαύριο; Τι θα βρούμε να φάμε; Αυτό το
πρόβλημα κυριαρχεί.
Το μέλλον; Δεν υπάρχει θέση
στη σκέψη μας για το μέλλον, όταν και το σήμερα ακόμα είναι αβέβαιο.
Πόσο μακρινή φαίνεται η
εποχή που η φαντασία σου δε χωρούσε τα όνειρά σου, και πίστευες πως έφτανε ν’
ανοίξεις τα χέρια σου για ν’ αγκαλιάσεις όλον τον κόσμο! Να κάνεις δικό σου
όλον τον κόσμο. Σπουδές…! Στην Αθήνα. Στη Γερμανία. Ιστορικός – Αρχαιολόγος!
Ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο: Ινδία, Αίγυπτος, Σκανδιναβία!
Θυμάσαι ακόμα τα νορβηγικά
φιόρντ;
Όλα είναι μακρινά κι
άπιαστα τώρα.
Να φάμε! Να φάμε!
Πεθαίνουμε αύριο.
Πώς προσγειωθήκαμε τόσο
ανώμαλα! Τόσο γρήγορα!
Πώς καταντήσαμε έτσι!
(σελ. 203)
Το πρώτο ψωμί
Το λίγο κριθάρι που είχαμε σπείρει βρήκε
καλλιεργημένο έδαφος και φούντωσε. Είχαμε αμπέλι σ’ αυτόν τον τόπο και το
βγάλαμε, γιατί το αφάνισε η φυλλοξήρα. Ξεχορταριάσαμε το σπαρτό με το τσαπί
μια-δυο φορές, και, όπως ήταν αραιοσπαρμένο σε αυλάκια, του κάναμε και καμπόσα
ποτίσματα. Έφτασε να ψηλώσει ενάμιση μέτρο κι απάνω, κι η κάθε ρίζα είχε και
δέκα και είκοσι “αδέρφια”. Όλος ο σπαρμένος τόπος ήταν μια μεγάλη
βούρτσα.
―Του κ’θάρ, έλεγε η
μάνα μου, μες σ’ ντου Μάη γίνιτη.
Νωρίς-νωρίς άρχισε να
κιτρινίζει, και κάθε μέρα έβγαζα από ένα στάχυ δυο-τρία σπειριά και τ’ άνοιγα.
Μέρα με τη μέρα έπηζε το γαλακτώδες περιεχόμενο, κι έγινε κάποτε στερεό, αν και
μαλακό ακόμα.
― Μάνα, να
θερίσουμε λίγο, να κάνουμε ένα ψωμί;
― Πού να θιρίσουμι,
βρε μουρό μ’; Γάλα ένη ακόμα.
― Θ’ ανάψουμε το
φούρνο να το ξεράνουμε και να τ’ αλέσουμε.
Είδε τη λαχτάρα μου και
υποχώρησε.
Πήγαμε με το Νίκο και
βγάλαμε αστ’βές για να κάψουμε το φούρνο, κι ύστερα θερίσαμε το πιο γινωμένο, καμιά
εικοσαριά τετραγωνικά. Βοηθήσαμε τη μάνα να κάψει το φούρνο και ρίξαμε μέσα τα
κιτρινισμένα στάχυα, που τα ’χαμε βάλει σε δυο μεγάλους ταβάδες. Δεν έπρεπε να
μείνουν πολλή ώρα, για να μην καρβουνιάσουν. Τα μαδήσαμε ύστερα και τ’ αλέσαμε
στο χερόμυλο.
Επειδή ήταν φουρνιασμένο,
αλεθόταν δύσκολα, και τελικά βγήκε ένα αλεύρι σαν χοντρό σιμιγδάλι. Το
κοσκίνισε η μάνα μου κι είδαμε πως έφτανε για ένα μικρό ψωμί. Τ’ αποκοσκινίδια,
δηλαδή τα πιο χοντρά κομματάκια που δεν περνούσαν απ’ το κόσκινο, τα καθάρισε
αργότερα, τα έβρασε με λίγο γάλα και μας έκανε “ρυζόγαλο”…
Ανάψαμε τώρα το φούρνο
κανονικά γι’ αυτό το μοναδικό ψωμάκι, το φουρνίσαμε, κι όλη η οικογένεια
σταθήκαμε και περιμέναμε. Είχαμε να φάμε ψωμί πάνω από έξι μήνες. Το
χοντραλεσμένο αλεύρι φούσκωσε με το ζύμωμα και το φούρνισμα, κι έγινε ένα
φουσκωτό ροδοκόκκινο, λαχταριστό ημισφαιρικό ψωμί. Το βλέπαμε σαν κάτι
πολύτιμο, και σα σύμβολο ελπίδας και διαβεβαίωσης ότι θα ζήσουμε.
Δεν ξανάφαγα, ούτε θα
ξαναφάω, πιο γλυκό ψωμί στη ζωή μου.
Ήταν η τελευταία μέρα του
Μάη 1942.
(σελ. 204-205)
____________________
*Ο Πάνος Ι. Κοντέλλης, Λέσβιος συγγραφέας. Όπως γράφει στο βιβλίο του (Έκδοση Νότης Α. Ρεπάνης, Αθήνα 1998), γεννήθηκε στο Μεσότοπο Λέσβου το 1924, από πατέρα πρόσφυγα Αϊβαλιώτη και μητέρα Μεσοτοπίτισσα. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ασχολήθηκε με το θεατρικό σενάριο και τη λαογραφία κι έλαβε σημαντικές τιμητικές διακρίσεις. Έργα του: το μονόπρακτο «Στο βωμό της ελευθερίας» (1957), η ηθογραφική κωμωδία «Παντρολογήματα» (1980), ιστορικά-λαογραφικά-ηθογραφικά με τίτλο «Ο κόσμος ο μικρός» (1985, 1989), το αυτοβιογραφικό «Ζωγραφιές του παλιού καιρού» (1998) και θεατρικά σε ντοπιολαλιά. Είναι ένας από τους πιο γνωστούς Λέσβιους συγγραφείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου