Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΧΟΛΙΚΑ - ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΧΟΛΙΚΑ - ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΤΣΕΧΩΦ ΑΝΤΟΝ_“Ο ΒΑΝΚΑΣ”

Στις φίλες και στους φίλους από τη Ρωσία που διαβάζουν καθημερινά τη σελίδα μας αφιερώνουμε το διήγημα του Άντον Τσέχωφ «Ο Βάνκας», από την ενότητα «Η βιοπάλη» του σχολικού βιβλίου Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου. Το όνομα Βάνκας είναι χαϊδευτικό του Ιβάν και στα Ελληνικά σημαίνει Γιαννάκης. Τα παιδικά διηγήματα του Τσέχωφ αρέσουν πολύ στα Ελληνόπουλα, όπως και τα θεατρικά του έργα στους μεγάλους. Χαρείτε το διήγημα του αγαπημένου Ρώσου συγγραφέα μεταφρασμένο στην Ελληνική μας γλώσσα…

Άντον Τσέχωφ (1860-1904)
               clip_image001[6]    O Βάνκας      clip_image002[8]                            
     Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. Ο Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο ορφανό παιδί, που οι συνθήκες το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα. 
***
    Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:
     Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς. Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.
     O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.
     Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!
     Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.
     — Θα πάρετε λίγη πρέζα; λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.
     Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…
     Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…
     O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:
     Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα κι εγώ άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.
     Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…
     O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.
     Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.
     Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.
     Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.
     Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».
     Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:
     — Πιάσ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!
     O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.
clip_image004[12]
Η φωτογραφία της ζωγραφιάς του Φώτη Κόντογλου από το σχολικό βιβλίο
     Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού ‘δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.
      O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι.   Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση: 
Για τον παππού. Στο χωριό.
Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο: 
Κωσταντή Μακάριτς.
     Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.
     Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.
     Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.
     Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...
     
Άντον Τσέχωφ, “Διηγήματα”, μετάφραση Κυριάκος Σιμόπουλος, Εκδόσεις “Θεμέλιο”

  Ερωτήσεις
     1. Ποια συναισθήματα τρέφει ο Βάνκας για τον παππού του; Βρείτε τα σχετικά χωρία μέσα στο κείμενο.
     2. Συγκρίνετε τη ζωή του Βάνκα στη Μόσχα με εκείνη που ζούσε στο χωριό του. Ποιες διαφορές εντοπίζετε;
     3. Σκιαγραφήσετε το χαρακτήρα του μικρού βιοπαλαιστή, παραπέμποντας σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου.
    4. Σε ποιο σημείο του διηγήματος ο χρόνος της αφήγησης είναι παροντικός; Τι θέλει να πετύχει ο συγγραφέας με αυτή την επιλογή;
     5. Ποια συναισθήματα σας προκαλεί το τέλος του διηγήματος;
   Διαθεματικές εργασίες
    α. Μελετήσετε το κείμενο της «Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού» (Νόμος 2101, ΦΕΚ 192/2-12-1992) και παρουσιάσετε τα κυριότερα σημεία του στην τάξη. Σχολιάστε ιδιαίτερα το άρθρο 32, το οποίο αναφέρεται στην παιδική εργασία.
   β. Αναζητήστε στο διαδίκτυο το ελληνικό τμήμα της UNICEF (www.Unicef.gr) και βρείτε υλικό σχετικό με το παιδί και τα δικαιώματά του. Συζητήστε γι’ αυτά μέσα στην τάξη.           
                                    ‘Αντον Τσέχωφ (Ρωσία 1860 – 1904 Γερμανία)
Κορυφαίος Pώσος συγγραφέας, γεννήθηκε το 1860 στη νότια Ρωσία και πέθανε το 1904 στη Γερμανία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια με μεγάλες στερήσεις και σπούδασε γιατρός στη Μόσχα. Στη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε χιουμοριστικά κείμενα σε περιοδικά για λόγους βιοπορισμού, τα οποία υπέγραφε με ψευδώνυμα. Αν και προσβλήθηκε από φυματίωση και υπέφερε όλη του τη ζωή, δε δίστασε να εγκατασταθεί σε ένα χωριό της Oυκρανίας για να βοηθήσει τους κατοίκους που είχαν πληγεί από την ξηρασία, προσφέροντας ως γιατρός κοινωνικό έργο. Παράλληλα, δε σταμάτησε να ασχολείται με το γράψιμο. Έγραψε περίφημα διηγήματα (Στην εξορία, O θάλαμος 6), νουβέλες (O μαύρος μοναχός, Το βασίλειο των γυναικών) και θεατρικά έργα (O γλάρος, O θείος Βάνιας, Oι τρεις αδερφές, O βυσσινόκηπος).
Τσέχωφ Άντον (1860 – 1904): Βρες από το βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα (σελ. 194) τα παρακάτω:
-Πατρίδα του: ………………………………………………………………………………………
-Επάγγελμα: ………………………………………………………………………………………..
-Τίτλοι έργων του: ………………………………………………………………………………..
                 
Είδος κειμένου: Είναι πεζό, διήγημα.
-Θέμα: …………………………………………………………………………………………………
-Xρόνος:…………………………………………………………………………………………….…
-Τόπος:…………………………………………………………………………………………………   
 
-Πρόσωπα: (με σειρά σπουδαιότητας):
1) ……………………………       7) ……………………………      13) ……………………………
2) ……………………………       8) ……………………………      14) ……………………………
3) ……………………………       9) ……………………………      15) ……………………………
4) ……………………………      10) ……………………………     16) ……………………………
5) ……………………………      11) ……………………………     17) ……………………………
6) ……………………………      12) ……………………………     18) ……………………………
                                                     

Άγνωστες λέξεις: (Χρησιμοποίησε τις παρακάτω λέξεις και μάθε να αφηγείσαι την ιστορία του Βάνκα Ζούκοφ)
-ρεαλισμός (ο, ουσ.) = πραγματοκρατία // πιστή αναπαράσταση ή αντιμετώπιση της πραγματικότητας όπως είναι.
-κάλφας (ο, ουσ.) = μαθητευόμενος τεχνίτης σε ράφτη ή τσαγκάρη // παραγιός.
-όρθρος (ο, ουσ.) = χαράματα, χαραυγή // εκκλησ. ακολουθία πρωινών ωρών, πριν τη θεία λειτουργία.
-κοντυλοφόρος (ο, ουσ.) = ξύλινο στέλεχος, όπου προσαρμόζεται η πένα γραφής // γραφίδα.
-καλαπόδι (το, ουσ.) = ξύλινο ομοίωμα ποδιού, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παπουτσιών.
-τελάρο (το, ουσ.) = πλαίσιο παραθύρου, περβάζι.
-σβέλτος (επίθ.) = ευκίνητος, γρήγορος, ταχύς.
-μπιρμπίλιζαν (ρ.) = παιχνίδιζαν ζωηρά.
-γυροβολιά (η, ουσ., από το γυροβολώ = περιφέρομαι) = περιστροφή, γύρισμα.
*ροκάνα (η, ουσ.) = είδος ξύλινου κρόταλου, που παράγει ξερό και δυνατό ήχο. στην παλιά Ρωσία οι νυχτοφύλακες των τσιφλικιών έπρεπε να βροντολογούν όλη νύχτα τη ροκάνα, για να φεύγουν οι κλέφτες και να ξέρουν τα αφεντικά ότι δεν κοιμούνται.
-μπέσα (η, ουσ.) = εμπιστοσύνη, πίστη, λόγος τιμής.
-ταπεινοφροσύνη (η, ουσ.) = σεμνότητα, ταπεινότητα.
-Ιησουίτης: μοναχός του καθολικού τάγματος “Εταιρεία του Ιησού” // εδώ: υποκριτής, δόλιος.
-αγναντεύω (ρ.) = αντικρίζω από μακριά, ατενίζω.
-ζωνάρι/ζουνάρι (το, ουσ.) = μακρόστενη λουρίδα από ύφασμα ή δέρμα, που δένουμε γύρω από τη μέση // ζώνη.
-ταμπάκος (ο, ουσ., ισπαν.) = σκόνη από φύλλα καπνού, που την αναρροφούν με τη μύτη// λεπτοκομμένος καπνός.
-ταμπακιέρα (η, ουσ.) = καπνοθήκη // τσιγαροθήκη. 
-πρέζα (η, ουσ.) = μικρή ποσότητα από σκόνη καπνού.
-πάχνη (η, ουσ.) = λεπτή παγωμένη δροσιά.
-στοίβα (η, ουσ.) = σωρός.
-λαμπυρίζω (ρ.) = ακτινοβολώ σαν λαμπυρίδα (= πυγολαμπίδα).
-καλαμάρι (το, ουσ.) = το μελανοδοχείο (καλαμαράς = λόγιος).
-βότκα (η, ουσ.) = δυνατό αλκοολούχο ρωσικό ποτό.
-τουρσί (το, ουσ., τουρκ. λ.) = λαχανικά σε άρμη ή ξύδι.
-κουρκούτι (το, ουσ.) = βρασμένος χυλός από αλεύρι.
-περιδρομιάζω (ρ.) = τρώω πολύ, καταβροχθίζω.
*γουλιανός: ψάρι των γλυκών νερών.
-οκά (η, ουσ., τούρκικη λ.) = μονάδα μέτρησης βάρους ίση με 400 δράμια (= 1282 γραμμάρια).
-ρούβλι (το, ουσ.) = ρωσικό νόμισμα --- *καπίκι (το) = νόμισμα, που ισοδυναμούσε με το 1/100 του ρουβλιού.
-χασάπικο (το, ουσ.) = τόπος εργασίας του χασάπη, κρεοπωλείο.
-τσαλαπετεινός (ο, ουσ.) = το πουλί έποπας, αγριοπετεινός.
-κασέλα (η, ουσ., ιταλ. λ.) = σεντούκι, κάσα.
-τριζοβολώ (ρ.) = τρίζω δυνατά.
-καρτερώ (ρ.) = περιμένω υπομονετικά.
*τρικέρης (ο, ουσ.) = τρικέρατος, με τρία κέρατα (χαρακτηρισμός του διαβόλου).
-καντρίλιες (οι, ουσ.) = είδος ευρωπαϊκού χορού.
-ψυχογιός (ο, ουσ.) = μικρός υπάλληλος καταστήματος // θετός γιος.
-κασκέτο (το, ουσ., ιταλ. λ.) = πηλήκιο // είδος καπέλου με γείσο.
*τρόικα (η, ουσ.) = ρωσικό έλκυθρο, που το σέρνουν τρία άλογα.
-πατάρι (το, ουσ.) = εξέδρα // μισοπάτωμα σε σπίτι ή κατάστημα // Στη Ρωσία, οι μουζίκοι δεν κοιμούνταν σε κρεβάτι, αλλά σε ένα είδος παταριού από τούβλα ή πέτρες, που το χρησιμοποιούσαν και για κάθισμα.
-νουβέλα (η, ουσ.) = πεζό λογοτεχνικό έργο μεγαλύτερο από διήγημα και μικρότερο από μυθιστόρημα.

                                                                                                                                    Καλό διάβασμα!
Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου.


Ακούστε τον Ανδρέα Χατζηδήμου να διαβάζει το διήγημα:
https://www.youtube.com/watch?v=jpRQ_Srpo7g



Σάββατο 13 Απριλίου 2013

ΔΕΙΓΜΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄

Έξι δείγματα διαγωνίσματος στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, για μαθητές/μαθήτριες Α΄ Γυμνασίου. Άλλα τρία σε άλλες αναρτήσεις μας.
                            
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
                                                                   
- Δίνεται φωτοτυπημένο κείμενο (ολόκληρο ή απόσπασμα ενός μεγάλου κειμένου ή σπανιότερα δύο μικρά κείμενα) και τέσσερις ερωτήσεις, οι οποίες μπορούν να περιέχουν δύο υποερωτήματα α και β.  
- Στη φωτοτυπία σημειώνετε μόνο το όνομά σας και την παραδίνετε στο τέλος μαζί με την κόλλα σας. Οι απαντήσεις στην κόλλα αναφοράς. Μπορείτε να ζητήσετε και δεύτερη κόλλα, αν γεμίσετε την 1η. Καλό είναι να χρησιμοποιήσετε την 4η σελίδα της κόλλας σας ως πρόχειρο, αφού γράψετε τη λ. "ΠΡΟΧΕΙΡΟ". Πάρετε μαζί σας μολύβι με σβήστρα, μικρό χάρακα, 2 μπλε στυλό με παχιά μύτη και ένα μαύρο στυλό για τους πλαγιότιτλους και τα πιο σημαντικά σημεία.   
- Κάθε ερώτηση είναι ισοδύναμη με τις άλλες και βαθμολογείται με 5 μονάδες (4ερωτ. επί 5μον=20. Τα υποερωτήματα α και β από 2,5 μονάδες.). Αν παραλείψετε να απαντήσετε σε μία ερώτηση, αυτόματα χάνετε 5 μονάδες. Προσοχή! 4 μονάδες από το είκοσι είναι για την ορθογραφία και την εικόνα του γραπτού (γράμματα, περιθώρια, πλαγιότιτλοι, πίνακες, σχέδια κ.ά.). Γράψετε με επιμέλεια, για να μη χαθούν οι 4 μονάδες. Αν έχετε ταλέντο στη ζωγραφική, μπορείτε να ζωγραφίσετε κάτι σχετικό με τις ερωτήσεις.  
- Κάνετε παραπομπές σε χωρία του κειμένου, για να είναι πλήρως αιτιολογημένες οι απαντήσεις σας. Βάζετε σε εισαγωγικά τα χωρία από το κείμενο και αναφέρετε σε ποια σελίδα ή σε ποιο στίχο βρίσκονται. 
- Προσοχή! Μην καταδεχτείτε να αντιγράψετε. Ο βαθμός μας δίνει χαρά, μόνο όταν είναι καρπός τίμιου αγώνα. Άλλωστε, σύμφωνα με διάταγμα του Υπουργείου Παιδείας, μειώνεται η διαγωγή σε όποιου συλληφθεί να αντιγράφει σε κάποιο μάθημα ή αν βρεθεί πάνω του "σκονάκι" που περιέχει απαντήσεις σχετικές με τα θέματα.  
- Εφαρμόσετε πιστά τις οδηγίες του καθηγητή σας και... "Καλή Τύχη"!  

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΜΑЇΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
ΤΑΞΗ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
*********************************************************************************
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Ψαραύτη Λίτσας “ Ο Κ ω ν σ τ α ν τ ή ς ” (σελ. 165 - 166)
deco_leftO Κωνσταντήςdeco_right
     «O Κωνσταντής» ανήκει στα διηγήματα του βιβλίου Η εκδίκηση των μανιταριών (1999). Στη συλλογή αυτή η Λίτσα Ψαραύτη πραγματεύεται με ευαισθησία θέματα ιστορικής μνήμης, κοινωνικού ενδιαφέροντος και οικολογικού περιεχομένου. Η αγωνία για το μέλλον των σημερινών παιδιών και η κοινωνική ευαισθητοποίηση είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του έργου της. Στο διήγημα, ο ομώνυμος ήρωας, ένα Αλβανάκι που αγωνίζεται για το ψωμί του στα φανάρια των δρόμων, βρίσκει στοργή και αγάπη στο πρόσωπο μιας μοναχικής γυναίκας.
 
    Μόλις το φανάρι γινόταν πράσινο και τ’ αυτοκίνητα χιμούσαν, το παιδί έτρεχε στον κάθετο δρόμο. Πλησίαζε το τζάμι του οδηγού με την πραμάτεια στα χέρια του, χαρτομάντιλα, σαπούνια, στιλό, η κυρία Δέσποινα δεν μπορούσε να διακρίνει τι πουλούσε το παιδί, η απόσταση από τη διασταύρωση των φαναριών ως το ισόγειο διαμέρισμά της ήταν αρκετή. Μερικοί οδηγοί άνοιγαν το παράθυρο και του ’διναν το κατιτί τους κι αμέσως έκλειναν το τζάμι βιαστικά για να γλιτώσουν από την ενοχλητική παρουσία του αγοριού παρά για ν’ αποφύγουν τη σιγανή βροχή που έπεφτε από το πρωί.
     Το παιδί κοιτούσε λαίμαργα τις σακούλες των σούπερ μάρκετ στα πίσω καθίσματα, τα κουτιά με τα παιχνίδια, τα κόκκινα βελουδένια αβγά, τα σοκολατένια λαγουδάκια κι αυτό το βλέμμα προξενούσε αμηχανία και δυσαρέσκεια στους οδηγούς.
     Μεγάλο Σάββατο, κρύο και βροχερό, κι η κυρία Δέσποινα ξεχνούσε τη μοναξιά της κοιτώντας την κίνηση του δρόμου. Το αγόρι ήταν καινούριο στην πιάτσα των φαναριών, ως χθες ζητιάνευαν τσιγγάνες με μωρά στην αγκαλιά. Ξανθούλικο και λιγνό, φορούσε μπλουζάκι καλοκαιρινό, Αλβανάκι θα ήταν σίγουρα, κοντά στα δώδεκα.
     Βράδιασε, άναψαν τα φώτα, το κρύο κι η βροχή δυνάμωσαν, αραίωσε κι η κίνηση στους δρόμους. Το αγόρι μάζεψε την πραμάτεια του και πήρε την οδό Αγίου Δημητρίου. Όταν έφτασε στον αριθμό 12 χώθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας για να προφυλαχτεί από τη δυνατή βροχή.
     Η κυρία Δέσποινα άνοιξε την πόρτα του ισογείου και είδε το αγόρι να κάθεται στα σκαλιά — μετρούσε την είσπραξη της μέρας, πενηντάρικα και λίγα κατοστάρικα. Η καρδιά της λαχτάρησε. Το παιδί ήταν ίδιος ο Αντωνάκης, ο εγγονός της. Είχε τα ίδια ξανθά μαλλιά, τα ίδια καταγάλανα μάτια, μόνο το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και κακοπαθημένο, του Αντωνάκη δεν του έλειπε τίποτα εκεί πέρα στην πλούσια Βαλτιμόρη που ζούσε με τους γονείς του.
     — Έλα μέσα να ζεσταθείς…, του είπε η γυναίκα.
     Το παιδί την κοίταξε καχύποπτα και ψυχρά, ποιος ξέρει τι είχαν δει τα μάτια του ολημερίς στο δρόμο και πόσα είχε διδαχτεί από τη «φιλανθρωπία» των ανθρώπων. Θες όμως το καλοσυνάτο πρόσωπο της κυρίας Δέσποινας, η μυρωδιά της μαγειρίτσας, αλλά κυρίως η ζεστασιά που έβγαινε από το διαμέρισμα παραμέρισαν τους φόβους και τους δισταγμούς του.
     — Πώς σε λένε; το ρώτησε.
     — Κώτσο, δηλαδή Κωνσταντή…
     — Κι από πού είσαι, Κωνσταντή;
     — Από την Αλβανία, από το Μπεράτι…
     — Κι οι γονείς σου;
     — Τους μάζεψαν την περασμένη βδομάδα οι κλούβες της Αστυνομίας και τους έστειλαν πίσω στην Αλβανία.
     — Κι εσύ πού μένεις τώρα;
     — Όπου να ’ναι… Στις οικοδομές, στα παγκάκια του Ηλεκτρικού…
     — Πεινάς;
     — Έφαγα ένα κουλούρι το πρωί αλλά τώρα πεινάω…
     — Πήγαινε στο μπάνιο να πλυθείς, θα σου φέρω ρούχα ν' αλλάξεις κι ύστερα θα σου βάλω να φας…
     Άνοιξε η κυρία Δέσποινα την ντουλάπα και βρήκε εσώρουχα, μια αθλητική φόρμα, παπούτσια. O Αντωνάκης σε κάθε ταξίδι άφηνε στο σπίτι της γιαγιάς όσα ρούχα δε χωρούσαν στις βαλίτσες του. Ύστερα, η γυναίκα έφερε στο τραπέζι ψωμί, χαλβά, ελιές, ταραμοσαλάτα, φρούτα.
     O Κωνσταντής, αφού πλύθηκε, ντύθηκε, κάθισε στο τραπέζι και δεν άφησε ούτε ψίχουλο. Χορτασμένος και ζεσταμένος βολεύτηκε στον καναπέ, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Νανουρισμένος από τη μουσική έγειρε στα μαξιλάρια και τον πήρε ο ύπνος. Σε λίγο χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας. Η κυρία Δέσποινα πήρε τη λαμπάδα της κι έκλεισε πίσω της την πόρτα σιγανά για να μην ξυπνήσει τον Κωνσταντή. Η βροχή είχε σταματήσει, το φεγγάρι, ασημένιο, κυνηγιόταν με τα σύννεφα στον ουρανό.
     — Χριστός Ανέστη…, έψαλε ο παπάς κι η κυρία Δέσποινα για πρώτη φορά δεν κάθισε ως το τέλος της λειτουργίας. Βιαζόταν να γυρίσει σπίτι της, να τσουγκρίσει τα κόκκινα αυγά με τον Κωνσταντή, να φάνε μαζί τη μαγειρίτσα…
Λίτσα Ψαραύτη, Η εκδίκηση των μανιταριών, Εκδόσεις “ Άγκυρα” 
(Το κείμενο από το σχολικό βιβλίο)

   Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ:  
      1. Σε ποιο χρόνο διαλέγει η συγγραφέας να τοποθετήσει την ιστορία της και γιατί;    
      2. Ποια προβλήματα αντιμετώπιζε ο Κωνσταντής; Αναφέρετέ τα ονομαστικά ένα-ένα σε μια στήλη.
   3. Κρίνετε τον Κωνσταντή, με βάση τον τρόπο που προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του.
   4. Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές διακρίνετε στη ζωή της κυρίας Δέσποινας και του Κωνσταντή;   
    5. Για ποιους λόγους η κυρία Δέσποινα άνοιξε το σπίτι και την καρδιά της σ’ ένα ξένο παιδί, το  δωδεκάχρονο Κωνσταντή. Τι την έκανε να τον εμπιστευτεί τόσο, ώστε να τον αφήσει μόνο στο σπίτι της και να πάει στην εκκλησία; Εσείς τι θα κάνατε, αν βρισκόσασταν στη θέση της; 
  6. Ποιες πληροφορίες δίνει ο Κωνσταντής για τον εαυτό του στην κυρία Δέσποινα; Απαριθμήστε τις.
    7. Τι πετυχαίνει η συγγραφέας με το διάλογο; Γιατί οι ερωταποκρίσεις είναι σύντομες;
  8. Χαρακτηρίσετε την κυρία Δέσποινα από τα λόγια και τη συμπεριφορά της, αιτιολογώντας τον κάθε χαρακτηρισμό με παραπομπές στο κείμενο.
    9. Περιγράψετε την εικόνα της πρώτης παραγράφου. Τι είδους είναι η εικόνα και τι θέλει να δείξει με αυτήν η συγγραφέας;
  10. Βρείτε άλλες εικόνες, αναφέρετε το είδος τους και το ρόλο που παίζουν στο διήγημα.  
  11. Βρείτε επίθετα και μετοχές που χαρακτηρίζουν τον Κωσταντή.
  12. Βρείτε λέξεις ή φράσεις που περιέχουν τα συναισθήματα του μικρού Κωνσταντή και γράψετε πλάι σε καθεμιά το συναίσθημα, π.χ. “καχύποπτα”: καχυποψία, διστακτικότητα, επιφυλακτικότητα, φόβος.
  13. Η φράση “Χριστός Ανέστη” μήπως, εκτός από την κυριολεκτική της σημασία, έχει και μεταφορική; Ποια είναι αυτή;
 14. Το κείμενο της Λίτσας Ψαραύτη είναι ένα κοινωνικό διήγημα. Ποια κοινωνικά προβλήματα θίγει και ποιο απ’ αυτά θεωρείς πιο σημαντικό και επίκαιρο;  
  15. Ποια είναι η γνώμη σου και τι προτείνεις για την αντιμετώπιση αυτών των κοινωνικών προβλημάτων;
      
Γ. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ:
    1. Να γραφεί το νόημα του διηγήματος σε 10 σειρές περίπου και σε γ΄ πρόσωπο.
                                                                       
    2. Ποια προβλήματα αντιμετώπιζε ο Κωνσταντής; Αναφέρετέ τα ονομαστικά ένα-ένα σε μία στήλη κι έπειτα κρίνετε τον Κωνσταντή, με βάση τον τρόπο που προσπαθούσε να τα αντιμετωπίσει.
                                                                             
    3. Για ποιους λόγους η κυρία Δέσποινα άνοιξε το σπίτι και την καρδιά της σ’ ένα ξένο παιδί, το δωδεκάχρονο Κωνσταντή; Χαρακτηρίστε την από τα λόγια και τη συμπεριφορά της, αιτιολογώντας κάθε χαρακτηρισμό.
                                                                                        
    4. Περιγράψετε την εικόνα της πρώτης παραγράφου και γράψετε τι θέλει να δείξει με αυτήν η συγγραφέας.
                                                                                                                                                                             
    • Σημείωση: Να απαντήσετε (πάνω στην κόλλα που σας έχει δοθεί) σε όλα τα ερωτήματα, με προσοχή, επιμέλεια και καλά γράμματα. Διάρκεια εξέτασης: 2 ώρες.
                                                                                                   
******************************************************************************************
                                                                                                             
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Κύπρου Χρυσάνθη “17 του Νοέμβρη 1973” (σελ. 86 - 87)
Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
    1. Να γραφεί το νόημα του ποιήματος σε 10 σειρές περίπου.
                                                                                                                     
    2. Ποια ευχή εκφράζει ο ποιητής στην τελευταία στροφή του ποιήματος και πώς σχετίζεται αυτή με τη θυσία των φοιτητών;
                                                    
    3. “Για τον αγώνα και τη λευτεριά” / “για την πολύπαθη πατρίδα”! (στίχ. 20-21). Να αναλυθούν οι παραπάνω στίχοι.
                  
    4. Τι σχήμα λόγου υπάρχει σε καθένα από τα παρακάτω χωρία (ονομαστικά):
        “στην πλατιά λεωφόρο με τα γυμνά δέντρα” (στίχ. 1-2): …………………………………….……………………..
        στάζει τ’ αγιάζι μέσα μας” (στίχ. 8): ………………………………………………………………………………….
        “τυραγνοπατημένη πόλη” (στίχ. 9): ……………………………………………………………………………………
        “πεθαίνει η νύχτα η φονική” (στίχ. 14): ……………………………………………………………………………….
        “να ξεχυθεί ποτάμι ξέφρενο η πνοή” (στίχ. 28-29): ………………………………………………………………….
    
        • Σημείωση: Να απαντήσετε (πάνω στην κόλλα που σας έχει δοθεί) σε όλα τα ερωτήματα, με προσοχή, επιμέλεια και καλά γράμματα.
 
******************************************************************************************************
 
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Βλαχογιάννη Γιάννη “ Η Έ ξ ο δ ο ” (σελ. 74 - 75)
Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
    1. Σε ποιο ιστορικό γεγονός και ποια πρόσωπα αναφέρεται το διήγημα και ποιες πληροφορίες μάς δίνει γι’ αυτά;
      
    2. Να περιγράψετε τη συναισθηματική κατάσταση της μάνας, αιτιολογώντας την απάντησή σας.
                      
    3. Να αναλύσετε νοηματικά τη φράση της πείνας το θεριό είναι ανίκητο.
                                       
    4. Τι σχήμα λόγου υπάρχει σε καθένα από τα παρακάτω αποσπάσματα (ονομαστικά):
        “της αρρώστιας η οργή… θέρισαν κάθε δικό της, γύρω της”: ……………………………………………..   
        “Έρημη η χήρα, έρημη με την Ανθή την κόρη της”: …………………………………………………………
        “Τη φύλαγε σαν άγιο λείψανο, τόσον καιρό”: ………………………………………………………………..
        “κι εκεί που πλάκωσε το κύμα το τρανό”: …………………………………………………………………….
        “Τότε ξύπνησε της θυγατέρας ο καημός μες στην καρδιά της”: ……………………………………………   
                         
        • Σημείωση: Να απαντήσετε (πάνω στην κόλλα που σας έχει δοθεί) σε όλα τα ερωτήματα, με προσοχή, επιμέλεια και καλά γράμματα.

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Ίταλο Καλβίνο Μανιτάρια στην πόλη ” (σελ. 12 - 14)
Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
    1. Να γράψετε περιληπτικά το νόημα (σε 10 σειρές περίπου) και σε γ΄ πρόσωπο.
 
    2α. Ποια είναι τα πρόσωπα του κειμένου; (ονομαστικά)
            
    2β. Σε ποιο πρόσωπο γίνεται η αφήγηση και τι πετυχαίνει ο συγγραφέας με την εναλλαγή διαλόγου και αφήγησης;
                  
    3. Να αντιγράψετε τα παρακάτω χωρία (αποσπάσματα από το κείμενο) και να γράψετε ονομαστικά τι σχήμα λόγου υπάρχει στο καθένα:
        α. “…πινακίδες, σηματοδότες, βιτρίνες, φωτεινές επιγραφές, αφίσες…”: ………………………………………
       β. “…στα πόδια των δέντρων, ξεπρόβαλλαν…”: …….…………………………………………………………….
       γ. “…εκείνα τα γυαλιά του που ξεψάχνιζαν την άσφαλτο των δρόμων…”: ………………….………………….
       δ. “…και ανέπνευσε τη μυρωδιά της βρεγμένης σκόνης…”: ……………………………………………………..
       ε. “…Για μια στιγμή σχεδόν κοκάλωσε από οργή…”: ……………………….……………………………………..
                                                                                            
    4. Να περιγράψετε τα συναισθήματα του Μαρκοβάλντο. Από ποιες φάσεις περνάει η διάθεση του ήρωα; Αιτιολογήσετε την απάντησή σας.                          

      Σημείωση: Να απαντήσετε σε όλα τα ερωτήματα στην κόλλα σας. Διάρκεια εξέτασης: 2 ώρες.   
*******************************************************************************
    Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Διδώς Σωτηρίου “Ταξίδι χωρίς επιστροφή” (σελ. 136 - 138)                       
    Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
         1. Να γράψετε περιληπτικά το νόημα (σε 10 σειρές περίπου).   
       2. Χωρίσετε το κείμενο σε ενότητες και γράψετε ένα λακωνικό τίτλο σε καθεμιά.                                                
      3α. Ποιος είναι ο αφηγητής και σε ποιο πρόσωπο γίνεται η αφήγηση; Αναφέρετε ένα χωρίο - απόσπασμα από το κείμενο, ως παράδειγμα.                   
      3β. Να αντιγράψετε τα παρακάτω χωρία (αποσπάσματα) και να γράψετε ονομαστικά τι σχήμα λόγου υπάρχει στο καθένα:
٠“η θεία μου έμεινε εκεί στη θέση της, απολιθωμένη, άβουλη, νεκρή”: ……………..…
٠“μπήκε φως, αέρας και ήλιος μέσα στη μικρή ψυχή μου που πνιγότανε”: …….……………  
٠ “καθώς αγκομαχούσε το τρενάκι του Μπουτζά”: ………………….…
٠ “Γιατί να καίγονται πάλι τα σπίτια τους και τα σπαρτά τους και οι ελπίδες τους;”: ……………  
٠ “…και τα σταχτιά σύννεφα στην καρδιά”: ……………………….…….    
       4. “Μέσα μου πάλευε… και γιατί;”: Ποια αντιφατικά συναισθήματα πλημμυρίζουν την ψυχή της ηρωίδας και τι είδους χαρακτήρα αποκαλύπτουν; 
      Σημείωση: Να απαντήσετε σε όλα τα ερωτήματα στην κόλλα σας. Διάρκεια εξέτασης: 2 ώρες.   
                                            
*****************************************************************

       Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Μυριβήλη Στράτη  “Η λιτανεία” (σελ. 57 - 60)
                          
       Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
             1. Να γραφεί περιληπτικά το νόημα σε 10 σειρές περίπου (σε γ΄ πρόσωπο).
             2. Απαντήσετε ονομαστικά στα παρακάτω ερωτήματα:
                              
                 Πρόβλημα: ………………………………………………………………………….
                         
                 Αιτία του: ……………………………………………………………………………

                 Τρόπος λύσης: ………………………………………………………………………
                                                                         
                 Πότε; …………………………………………………………………………………

                 Πού; ………………………………………………………………………………….

                 Πρόσωπα: ……………………………………………………………………………
                  …………………………………………………………………………………………
                  …………………………………………………………………………………………

                 Τελετουργικές εκδηλώσεις:
                   α) …………………………………………  
                   β) …………………………………………
                   γ) …………………………………………  
                   δ) …………………………………………
                   ε) …………………………………………
                  στ) ………………………………………..

             3. Ποια συναισθήματα κατέχουν την ψυχή ανδρών και γυναικών και πώς τα εκφράζουν;                                                                                                                                                                                                                                                                        
        4. Αναλύσετε τη σύνθετη παρομοίωση που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, για να δώσει παραστατικά την εικόνα της λιτανείας. Τι θέλει να πετύχει να δείξει με αυτήν ο Μυριβήλης;
 *
                Απαντήσετε ονομαστικά στα παρακάτω ερωτήματα:
                •Πρόβλημα: Λειψυδρία ---  συνέπεια: μεγάλη ξηρασία.
   
                Αιτία του: Αμαρτίες ανθρώπων (θεολογική ερμηνεία).

                Τρόπος λύσης: λιτανεία (= θρησκευτική πομπή, με σκοπό την ικεσία προς το Θεό).
  
                Πότε;  Μια Κυριακή του Νοέμβρη, λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.

                Πού;  Στον ελιώνα, στην περιοχή “Ομαλά”, έξω από το χωριό Μουριά της Λέσβου.

              Πρόσωπα: Κάτοικοι χωριού Μουριάς (Συκαμιάς) Λέσβου: οι δύο παπάδες, παλικάρια με εικονίσματα και λάβαρα, αγόρια με εξαπτέρυγα και φανάρια, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, γέροι και γριές, όλοι αγρότες και ψαράδες από τη Σκάλα Συκαμιάς, ικέτες που δέονται στο Θεό να στείλει τη βροχή.
       
               Τελετουργικές εκδηλώσεις:
                 α) Θρησκευτική πομπή (λιτανεία).  
                 β) Αγιασμός και ραντισμός ελαιώνων.  
                 γ) Δέηση για βροχή από τους παπάδες.
                            δ) Ικεσίες – παρακλήσεις – προσευχές χριστιανών.
                 ε) Γονυκλισίες, εκδηλώσεις ταπείνωσης, σταυροκοπήματα.
                στ) Θυμιάματα.  
                                                                                                               "ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ"
                Διαβάστε επίσης σε άλλες αναρτήσεις μας ερωτήσεις για:
                1. Νίκου Καζαντζάκη "Η Νέα Παιδαγωγική" (5-4-2013).
                2. Παραμύθι "Το πιο γλυκό ψωμί" (6-4-2013). 
                3. Άντον Τσέχοφ "Ο Βάνκας" (14-4-2013).
                4. Δημοτικά τραγούδια (Μάης 2013).