Πάει το παιδί στο σχολειό,
πάει κι η ψείρα.
(παροιμία)
ΨΕΙΡΟ
- ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
- Αλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες.
- Αλλού η ψείρα κι αλλού τα παιδιά της.
- Άμα δεν έχεις νύχια να
ξυστείς και να σε ξύσουν άλλοι, θα σε φάνε οι ψείρες.
- Αν δεν ψειριάσει, δεν ξύνεται.
- Αν έχεις νύχια, θα ξυστείς.
Αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες.
- Απλώνεις πέντε δάχτυλα και
βγάζεις δέκα ψείρες.
- Βάλε εργάτες το Μάρτη κι
άφησέ τους να ψειρίζονται.
- Βαρεί εκεί που σταλίζει η ψείρα.
- Για να διώξει τις ψείρες, έκαψε την καλύβα του.
- Γιόμισε η ενάτη λίρες κι ο
αντάρτης ψείρες.
- Δεν έχει πού να σταθεί ψείρα (για φαλακρό).
- Δεν ξέρει η ψείρα από φιρμάνια κι ο ψύλλος από
νόμους.
- Έβαλε την ψείρα να βαρέσει την καμπάνα.
- Έβαλε τον ψύλλο ταβουλάρη
(αρχειοφύλακα) και την ψείρα
καραμούζα (τσαμπούνα, ντουντούκα).
- Έβηξε η ψείρα κι έσπασε η πόρτα.
- Είδα κι απόειδα, αλλά
μουνουχισμένη ψείρα ποτέ μου δεν
είδα.
- Είδε η ψείρα αλώνι, περπατεί και καμαρώνει.
- Είδε ψείρα βρακωμένη.
- Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
- Έχει την ψείρα άρχοντα και τον ψύλλο επίσκοπο.
- Έχει την ψείρα πεθερά, τη μύγα για νοικοκυρά.
- Ζητάει δανεικά από την ψείρα.
- Ζητάει νεφρό από ψείρες (λεπτολογεί).
- Η φτείρα (ψείρα) εχόρτασεν και έξεβεν σην γιακά (ποντιακή).
- Η ψείρα θέλει απλυσιά κι η φτώχεια συγγένεια.
- Η ψείρα λέρα κρέμεται κι η λέρα καμαρώνει.
- Η ψείρα με φωνές δεν φεύγει.
- Η ψείρα όταν παραφάει βγαίνει στο γιακά (νεοπλουτισμός).
- Η ψείρα τρώει απ’ τ’ αφεντικό της.
- Καζάντησε η ψείρα μουνί και δεν ξέρει τι να το
κάνει.
- Και οι νύφες έχουνε ψείρες και οι γαμπροί ψύλλους.
- Κάλλιο ψείρα στο κορμί σου, παρά κακός άρχοντας στο σβέρκο σου.
- Κάλλιο ψείρα στον κόρφο σου, παρά πεθερά στον κόπο σου.
- Κάλλιο ψειριασμένος, παρά ατιμασμένος.
- Κάνει η ψείρα πέρασμα και η κόνιδα στράτα.
- Κατά τον σβέρκο και η ψείρα.
- Κοιτάει να γίνει νοικοκύρης
από σκατά ψείρας.
- Μια ψείρα εδώ, μια ψείρα
εκεί, μια ψείρα παραπέρα,
μου κάνανε την πλάτη μου σαν τρύπια
ταμπακέρα.
- Μόνο ψείρες προκόβουνε στο κεφάλι του.
- Μου κόλλησε σαν τη μουνόψειρα.
- Ξει (ξύνει) την κούτρα του, να
κατεβούν οι ψείρες.
- Ο γέρος έχει ψείρισμα και η γριά νοικοκύρεμα.
- Οι δικές μας οι ψείρες είναι στο κεφάλι, του Εβραίου
είναι στην καρδιά.
- Οι ψείρες ως τον Όλυμπο, κι εμείς στα πανηγύρια.
- Ο π' έχει ψείρα τσι μουρό, τι τουν θέλει του χουρό; (Λέσβου)
- Ο π' έχει ψείρα τσι μουρό, τι τουν θέλει του χουρό; (Λέσβου)
- Όποιος δεν έχει ψείρες, δεν ξέρει από ξύσιμο.
- Όποιος δεν έχει ψείρες, δεν ξύνεται.
- Όποιος έχει ψείρες, ψειρίζεται.
- Όπου κοιμούνται με σκυλιά,
ξυπνούνε με ψείρες.
- Όπου πάει ο άρχοντας, πάνε
κοντά κι οι ψείρες του.
- Όπου φτώχεια και ψείρα.
- Όσες οι ψείρες του φτωχού, τόσα τα βάσανά του.
- Όσοι ξύνουν τα κεφάλια τους
δεν έχουν όλοι ψείρες.
- Όταν χορτάσει η ψείρα, βγαίνει στο γιακά.
- Ούλοι αντάμα κι ο ψειριάρης χώρια.
- Ο φαλακρός ψείρες δεν έχει.
- Πάει το παιδί στο σχολειό,
πάει κι η ψείρα.
- Πρέπει να το ’χει η κούτρα
σου να κατεβάζεις ψείρες.
- Το ψι ψι ψείρα γίνεται.
- Του αντάρτη η πληρωμή
γένια, ψείρες, φυλακή.
- Φούντωσε η φτώχεια,
φούντωσε κι η ψείρα.
- Χαρά στην ψείρα που θα σταθεί σε διακονιάρη
σβέρκο.
ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
- Αφεντική ψείρα.
- Είναι ψείρας.
- Κάθεται σαν ψείρα ανάμεσα σε δυο νύχια.
- Μη τα πολυ-ψειρίζεις.
- Ξέρεις τι μουνόψειρα είναι αυτός; (κολλιτσίδας,
παράσιτος, ενοχλητικός)
- Σκάει σαν την ψείρα στη φωτιά.
- Ψείρα με ουρά!
ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΣ
Φθεῖρες καὶ Γεωργὸς
Μετάφραση:
Έναν γεωργό που όργωνε τον τσιμπούσαν συνέχεια ψείρες. κι αυτός, αφού παράτησε δυο φορές το άροτρο, καθάρισε τον κοντό χιτώνα του. Αλλ’ επειδή πάλι (τον) δάγκωναν, για να μην σταματά τη δουλειά πολλές φορές, έκαψε τον χιτωνίσκο του.
Κι εγώ συμβουλεύω αυτούς που δυο φορές
έχουν νικηθεί, την τρίτη φορά να μη χρειαστούν τη φωτιά (να μην αναγκαστούν να
βάλουν φωτιά).
ΔΗΜΩΔΕΣ ΑΣΜΑ ΛΕΣΒΟΥ
Ψείρα ζύμουνι τση κόν’δα
θηρμουλόγα
τσ’ η Ψιλόψυλλους πήγ’ ήναψι του φούρνου.
Ασπέθα πέταξι στου ψύλλου
τα πουδάρια,
φτάξιτι γιατροί, φτάξιτι παληκάρια,
για να σβήσιτι του ψύλλου τα πουδάρια.
(Σπ. Αναγνώστου «Λεσβιακά»)
ΑΙΝΙΓΜΑ
ΛΕΣΒΟΥ
Ανάμισα σι δυο βουνά
κόρη σφάζιτι.
Τι είναι; (αρίεψ η)
(Σπ. Αναγνώστου «Λεσβιακά», σελ. 201)
Ματσούο Μπασό (1644-1694)
Χαϊκού
Όλα πάνε…
μα έχω τις ψείρες
που βρήκα στο
καλοκαιρινό μου φόρεμα.
(Πηγή: «Χαϊκού και Σένριου. Γιαπωνέζικα τρίστιχα»,
μτφ. Σωκράτης Σκαρτσής, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1988, σελ. 24)
Παιδικό τραγούδι
Η ψείρα
Μια ψείρα εδώ, μια ψείρα εκεί, μια ψείρα παραπέρα
μου
κάναν το κεφάλι μου σαν τρύπια ταμπακέρα.
Τρουλαλά,
τρουλαλά, έχω δυο καρούμπαλα
το
ένα εδώ, το άλλο εκεί, το άλλο στην Αμερική.
Την πλένω με ζεστό νερό, την πλένω και με ΟΜΟ
μ'
αυτή η αφιλότιμη κάνει τον τροχονόμο.
Τρουλαλά,
τρουλαλά, έχω δυο καρούμπαλα
το
ένα εδώ, το άλλο εκεί, το άλλο στην Αμερική.
!!!
Γονείς,
ενημερωθείτε για τη φθειρίαση,
διαβάζοντας την ανάρτησή μας με τίτλο «ΨΕΙΡΕΣ»
στη διεύθυνση: http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2015/01/blog-post_51.html.