Αποκριές
Κόντογλου Φώτης
(Αϊβαλί 1895 – 1965 Αθήνα)
Οι Αποκριές κι οι Δώδεκα Θεοί
Τώρα με τις Αποκριές, ας πούμε κι εμείς κάποιο αποκριάτικο, να χαράξει τα’ αχείλι μας, ύστερ’ από τα τόσα σοβαρά και λυπηρά πράγματα που μας τριγυρίζουνε. Θα σας πω ό,τι θυμάμαι από τις Αποκριές της πατρίδας μου.
Τ’ Αϊβαλί ήτανε μια πολιτεία κάμποσο μεγάλη, γιατί είχε σαράντα χιλιάδες, όλο Έλληνες. Τούρκους ντόπιους δεν είχαμε, μονάχα όσοι ήτανε υπάλληλοι στο Διοικητήριο, στην Αστυνομία και στο Κουμέρκι, δηλαδή στο Τελωνείο. Οι κακόμοιροι ήτανε τόσο μαλακοί, που δεν τους λογάριαζε κανένας, και μιλούσανε στους Έλληνες σα να ’τανε αφεντικά τους.
Τις Αποκριές έπρεπε να ’σαι εκεί πέρα, να δεις Ελληνισμό! Εκατοστές φουστανελάδες, με φέρμελες και με γιαταγάνια, με βαρύτιμες κάπες, με ασημοκαπνισμένα άρματα, με χρυσοκέντητα γελέκα, με άτια αραβικά, στολισμένα με σέλες και με γκέμια ασημοπλουμισμένα.
Τη μέρα της Αποκριάς, όλη η πολιτεία αντιλαλούσε από τραγούδια κλέφτικα, σα να ’τανε στρατόπεδο. Στον Απάνω Μαχαλά είχε λημέρι ο Τζαβέλας με τα παλληκάρια του, στα Ταμπακαριά ο Μπότσαρης, στο Παζάρι ο Κολοκοτρώνης, στην Κάτω Χώρα ο Νικηταράς, στον Άγιο Νικόλα ο Θανάσης Διάκος, στον Προφήτ’ Ηλία ο Βλαχάβας, στον Παλιό Μπαξέ ο Καραϊσκάκης, στα Γκιόλια ο Αντρούτσος, στον Ποταμό ο Γεροδήμος, στο Καντηλί ο Φωταμάρας, στη Μητρόπολη ο Παύλος Μελάς, στ’ Αγγελή τον Γιαλό ο Μιαούλης, στου Πολύδωρου ο Κανάρης, κι άλλοι, ένα σωρό.
Άλλοι φορούσανε φέσια και μακριές φουστανέλες, καβαλαρέοι, άλλοι είχανε δεμένα τα μαλλιά τους με μαύρα μαντίλια και φορούσανε ντουλαμάδες, παλληκαρόπουλα που ήτανε σα βόλι το μάτι τους, με μαύρα κλωστρά γένεια. Πετούσανε τα γιαταγάνια στον αγέρα και τα πιάνανε χορεύοντας. Αλαλαγμός από πίσω τους, μικρά παιδιά ντυμένα φουστανελάκια, βλαχοπούλες, Σουλιωτοπούλες, παπάδες και διάκοι κι αναγνώστες, αρματωμένοι με πιστόλες, με σπαθιά, με τρομπόνια. Αφήνω τους θαλασσινούς, Υδραίους, Σπετσώτες, Αϊβαλιώτες.
Άλλοι πάλι ήτανε ντυμένοι αρχαίοι Έλληνες, Μακεδόνες, ο Μέγ΄-Αλέξαντρος, ο Θεμιστοκλής, ο Ευρυβιάδης, ο Αχιλλέας, ο Έχτορας, ο μάντις Τειρεσίας, ο Επαμεινώνδας, ο Πελοπίδας, ο Βελισσάριος κι άλλοι.
Όλοι τούτοι ήτανε διάφορες κομπανίες, και ξοδεύανε πολλά χρήματα «περί ονόρε». Παριστάνανε διάφορα έργα: «Το χρυσόμαλλον δέρας», «Πάταξον μεν, άκουσον δε», «Ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος», «Ο τυφλός Βελισσάριος», «Ο Τρωικός πόλεμος», «Ο Αραβικός πόλεμος».
Ήτανε κι άλλα αμέτρητα «παιχνίδια», όπως τα λέγανε. Τα ευρωπαϊκά ήτανε: «Το φρικτόν λάθος», «Τα δράματα εν Νισύρῳ», «Ο πόλεμος των Μπόερς», «Ο Ροβινσών»,«Ο Αγγλικός στόλος», «Ο Καζαμίας», «Ο Σαντεκλαίρ», κι ένα σωρό άλλα.
Στ’ αρχαία πρωτοστατούσε ο Μαλτζής, κοσμηματογράφος μερακλής καλλιτέχνης, που έκανε και τα «φόντα», τις ενδυμασίες, και τις μουτσούνες. Στα μοντέρνα πρωτοστατούσανε διάφοροι, ο Καταξηνός, ο Μπακλάς, ο Πρεβιδόρος κι άλλοι.
Οι «Δώδεκα Θεοί» ήτανε από τα πιο σπουδαία. Τα ρούχα τους ήτανε ραμμένα κατά τις ζωγραφιές του Ερωτόκριτου, ο θώρακας κι η περικεφαλαία που φορούσε ο Άρης, τα φουστάνια που φορούσανε οι θεές, όλα με γκραίκες (=μαίανδρους) στολισμένα. Οι μουτσούνες πολύ επιτυχημένες, σαν ζωντανές, ζωγραφισμένες από έναν σπουδαίον ζωγράφο, τον Γιώργη Αγραφιώτη, που πήρε βραβείο στο Βουκουρέστι.
Το πρωί κατά τις εννιά η ώρα, ξεκινούσανε από την Απάνω Χώρα, για να δώσουνε παράσταση στα καλά τα σπίτια.
Μπροστά από τη συνοδεία πηγαίνανε δυο αγγελούδια ως είκοσι χρονών, τυλιγμένα με γάζες, και βαστούσανε σε δυο κοντάρια την επιγραφή: «Οι Δώδεκα Θεοί». Από πίσω ερχόντανε οι θεοί, ο Δίας με την Ήρα, ο Άρης με την Αφροδίτη, ο Πλούτωνας με την Ευρυδίκη κι άλλοι. Παραπίσω ερχόντανε κάποιοι άλλοι αρχαίοι, αλλά ανθρώποι.
Σαν φτάνανε σ’ ένα σπίτι που θα παραστήνανε, οι υπηρέτες βάζανε σε ημικύκλιο τα θρονιά, για να καθίσουνε οι θεοί. Στη μέση καθότανε στον χρυσό θρόνο του ο Δίας, ένας άντρας θεόρατος, βαστώντας στο ’να χέρι το σκήπτρον και στ’ άλλο τον κεραυνό, και πατώντας απάνω σ’ έναν αϊτό μπαλσαμωμένον. Οι άλλοι, από δω κι από κει, με την τάξη τους.
Μ’ όλο που ήτανε όλοι οι θεοί αγράμματοι, και τα ρούχα και τα θρονιά και τα πέδιλα κι όσα βαστούσανε, ήτανε κανωμένα κατά τη φαντασία τους, μ’ όλα ταύτα είχανε κάποιο πράγμα αληθινό κι απροσποίητο, που δεν το βλέπεις στα καλά τα θέατρα, που τα ’χει μαρμαρώσει ο ακαδημαϊσμός.
Άξαφνα έβγαινε μπροστά στο συνέδριο ο Έρωτας, κι από την αντικρυνή μεριά ένας άνθρωπος αρχαίος, παλληκάρι ως εικοσιπέντε χρονών, με μουστάκι στριμμένο και μ’ έναν άσπρο μανδύα, που τον βαστούσε κλεισμένον με το χέρι του απάνω στο στήθος.
Ο άλλος, ο Έρωτας, φώναζε:
Εγώ είναι ο Έρωντας, με τα πτερά ες τεν ράχην,
οπού κρατώ στας χείρας μου σαγίτα και φαρμάκι!
Κι άλλα πολλά.
Ύστερα έβγαζε μια σαγίτα και την έβαζε στο δοξάρι, κι έκανε πως σημαδεύει τον Εραστή απάνω στην καρδιά, λέγοντας διάφορες καυχησιές, όλα τραγουδιστά.
Ύστερα έβγαζε μια σαγίτα και την έβαζε στο δοξάρι, κι έκανε πως σημαδεύει τον Εραστή απάνω στην καρδιά, λέγοντας διάφορες καυχησιές, όλα τραγουδιστά.
Ο Εραστής, μόλις τον εύρισκε, τάχα, η σαγίτα, άνοιγε γλήγορα τον μανδύα, που τον βαστούσε κλεισμένον, κι έπιανε την καρδιά του, σα να λιγοθυμούσε, και με τρόπο γύριζε απ’ όξω το ρούχο του, που ήτανε καταματωμένο με κόκκινα μελάνια, και κραύγαζε:
Μη με κτεπάς ες τεν πλεγήν!
Και άλλα τέτοια αρχαία ελληνικά.
Κι αφού έκανε τα παράπονά του για τη δοξαριά, κι ο Έρωτας έλεγε και κείνος τα δικά του, τους κρίνανε οι θεοί, κι ο Ζευς έβγαζε την απόφαση.
Σημείωσε πως κοίταζες τα χέρια του Έρωντα, κι ήτανε θαλασσοψημένα, «τα δε άκρα των ονύχων καταβεβρωμένα ταις κατά θάλατταν εργασίαις», γιατί ο Έρωντας ήτανε ο Πέτρος ο Κλόκας, ψαράς ως τριανταπέντε χρονών, και πίσω από τη γαλατένια μουτσούνα του Έρωντα κρυβότανε το μούτρο του, που ήτανε σαν το μαύρο κριάρι, από τα γένεια κι από τα μουστάκια. Ο δε εραστής ήτανε ο Γιάννης ο Μπραντούσκας, ταμπάκης το επάγγελμα, ως σαράντα χρονών, βλογιοκομμένος, ο καλούμενος Τρίφτης, από τις τρύπες της βλογιάς.
Στις πρώτες παραστάσεις, οι Δώδεκα Θεοί ήτανε σοβαροί, γιατί πίνανε μονάχα από μισό ποτήρι, όσο κι αν τους βιάζανε, για να βαστάνε «μεγαλοπρέπεια». Ίσαμε το μεσημέρι, τα πηγαίνανε καλά, κι οι θεατές παρακολουθούσανε με μεγάλη συγκίνηση την παράσταση.
Κατά το μεσημέρι κι ύστερα, φτάνανε στην Κάτω Χώρα, που βρισκόντανε οι μεγάλες οι ταβέρνες, που δεν τις φαντάζεται όποιος δεν είδε ταβέρνα αϊβαλιώτικη. Μεζέδες, του πουλιού το γάλα! Στρείδια, χταπόδια μελίχλωρα, μύδια, πίνες, κυδώνια, χτένια, καλαμάρια, χαβιάρια παντερμαλίδικα, κάπαρη, κρίταμα, κι από κρέατα ό,τι ζητήξει η καρδιά σου. Κι από κρασιά, ούζα, μαστίχα αϊβαλιώτικη, μοσχοβολούσε ο κόσμος.
Χασμωδία μεγάλη! Όλο παλληκαράδες, θαλασσινοί, στεριανοί, κοντραμπατζήδες. Ζεϊμπέκικα φασκιωμένα με κάτι κόκκινες ζωνάρες, παίζανε ζουρνάδες και κάτι νταβούλια σαν και κείνα που ’χε στο στρατό του ο Ταμερλάνος κι ο σουλτάν-Μεμέτης στην πολιορκία της Πόλης, ντουβ, ντουβ, ντουβ, αλαλαγμός και βουητό που σηκωνόντανε κι οι πεθαμένοι τρομαγμένοι! Άλλος χόρευε ζεϊμπέκικο με τα μαχαίρια και κόλλαγε τα μετζίτια στο κούτελο του Τούρκου, που έκενε τεμενά, και σήκωνε το ζουρνά ψηλά με τα μάγουλα φουσκωμένα, κι έβγαζε μια τσιρίδα που ήτανε να τρελαθεί άνθρωπος! Άλλος χόρευε καρσιλαμά, άλλος το πιγκί με δυο κάμες, άλλος τον Κιόρογλου, Ναβαθαία σωστή!
Όπου, φτάξανε κι οι Δώδεκα Θεοί, και γίνηκε θρίαμβος. Κρασιά, μεζέδες, ούζα!
«Θα τα κάνουμε γιάγουμα!»
«Όχι, κουμπάρε», έλεγε σοβαρά ο Δίας, «θα γίνουμε ρεζίλι παραπέρα! Μοναχά μια πιρουνιά κι ένα πιοτό!»
«Τι πιρουνιά, βρε, και ξεπιρουνιά; Θα τα κάνουμε ούλα Έλυμπο!»
Φασαρία, κακό μεγάλο!
Στην αρχή πίνανε οι θεοί καμιά δεκαριά ούζα, ως που ερχόντανε στο «τσακίρ κέφι». Από κει και πέρα, να ο ένας, να ο άλλος, γινόντανε τάπα στο μεθύσι.
Σε λίγο καταφτάνανε και κάποιοι άλλοι αρχαίοι Έλληνες, ο Μανώλης ο σαπουντζής, μια ανθρωπάρα σαν θηρίο, που παράσταινε «τον δίκαιον Αριστείδην», ο Ηλίας ο χαλβατζής, που παράσταινε «τον μάντιν Τειρεσίαν», ο καπετάν-Κωνσταντής, που ταξίδευε στη Μπραΐλα, και που παράσταινε «τον πτωχόν Φωκίωνα», κι ο Αλέκος ο βαρελτζής, που παράσταινε «την μητέρα των Γράκχων», με κάποιες άλλες αρχαίες, που σηκώνανε τις μουτσούνες κι είχανε κάτι μουστάκες σαν του Πετρόμπεγη.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, κι ο Ζευς έπιασε και χόρευε τον Κιόρογλου με δυο μαχαίρες να φοβάσαι. Η Αθηνά χόρευε ζεϊμπέκικο με τον Απόλλωνα, ο Ποσειδών χόρευε καρσιλαμά με την Αφροδίτη, κι η Ήρα, πριν σηκωθεί να χορέψει με τον Ήφαιστο, απίθωσε το μπαλσαμωμένο το παγώνι, που είχε κοντά της πάνω στο κεφάλι του Τούρκου που χτυπούσε το νταβούλι. Ο Ερμής μάλωσε με τον Έρωντα, κι έσπασε το κηρύκιο απάνω στο κεφάλι του!
Μ’ αυτό το χάλι, είχανε το κουράγιο να ξαναπαραστήσουνε. Σιάξανε όπως-όπως τις μουτσούνες, συνεφέρανε τα ρούχα τους, κι ετοιμαστήκανε να πάνε παραπέρα, κατά την Αγία Τριάδα.
«Βρε παιδιά», έλεγε ο Δίας, «ρεζίλι θα γίνουμε! Έχουμε ακόμα πολλά σπίτια να παραστήσουμε! Θα παραξηγηθούμε!»
Βγήκανε στο πλατύ σοκάκι, κι αγωνιζόντανε να βαστάξουνε «αξιοπρέπεια». Μα πηγαίνανε σαν γύφτικος γάμος, ένας ορτσάριζε από δω, άλλος σκαμπανέβαζε από κει, άλλος διπλάρωνε στον τοίχο, ο Ποσειδών αγαντάριζε απάνω στην τρίαινα.
Πήγανε λίγο παραπέρα, φτάξανε σ’ ένα πλουσιόσπιτο να παραστήσουνε. Ως να βάλουνε το θρόνο του Δία, είδανε και πάθανε.
Στο μεταξύ φάνηκε από τον άλλον δρόμο ο «Ολλανδικός στόλος», με ναύαρχο τον Κωστή, τον επιλεγόμενον Πατάτ’ Αρίδα, που έδινε διαταγές μ’ ένα χωνί, με το τρικαντό στο κεφάλι, απάνω στη γέφυρα της ναυαρχίδας.
Σε λίγο φάνηκε μιαν άλλη συνοδεία, τα «Δράματα ἐν Νισύρῳ», που είχανε σμίξει τα κεφάλαιά τους με τον «Ροβινσών», και παριστάνανε μαζί.
Στο μεταξύ οι θεατές δε στεκόντανε με το σέβας που είχανε πριν από το μεσημέρι στο Δωδεκάθεο. Οι πιο πολλοί θεοί παραμιλούσανε από το μεθύσι. Τις μουτσούνες τις είχανε φάγει, γιατί είχανε λιώσει γύρω στα στόματά τους από τα κρασιά κι από τα φαγιά. Της Αφροδίτης και της Άρτεμης τα μουστάκια βγαίνανε από την τρύπα της μουτσούνας, και μάλιστα η Αφροδίτη τα ’στριβε και σιγοτραγουδούσε απάνου στην παράσταση. Ο Έρωντας παράσταινε χωρίς μουτσούνα, ενώ ο Εραστής έστριβε τσιγάρο την ώρα που τον σημάδευε με το δοξάρι ο Έρωντας. Πεντάρα δεν έδινε κείνη την τραγική στιγμή!
Τότε γίνηκε ένας αλαλαγμός. Ο «Ολλανδικός στόλος» έπεσε απάνω στο Δωδεκάθεο, ενώ ο ναύαρχος Πατάτ’ Αρίδας φώναζε με τον τηλεβόα: «Εις τάξιν χειρισμού!». Ο Ροβινσώνας, με την ομπρέλα και το μουσκέτο εις τας χείρας, βρέθηκε καθισμένος απάνω στον φοβερό θρόνο του Διός, ενώ η ολλαντέζικη ναυαρχίδα μπατάρισε απάνω στο δωδεκάθεο, κι όπως ήτανε το αμπάρι σκεπασμένο με καραβόπανα, πεταχτήκανε όξω οι μηχανικοί κι οι φουΐστροι, βαστώντας στα χέρια τους πέντ’-έξι ραφτομηχανές του Σίγγερ, που τις γυρίζανε σαν ταξίδευε το θωρηχτό, για ν’ ακούγονται, τάχα, τα πιστόνια που δουλεύανε. Τα «Δράματα ἐν Νισύρῳ», ο «Ολλανδικός στόλος», ο «Ροβινσώνας Κρούσος» κι οι «Δώδεκα Θεοί» ανακατωθήκανε, γινήκανε ένα μίγμα, αλάμ ταρλάμ (=φύρδην μίγδην).
Οι θεατές, που βαστιόντανε με το ζόρι, αλαλάζανε, προ πάντων η μαρίδα κι η αλαναρία. Βροχηδόν σφεντονιστήκανε απάνω στους Δώδεκα Θεούς σάπια λεμόνια, κουτσόσκουπες, λαχανόριζες, ψόφιες γάτες, σάπιες πατάτες!
Την άλλη μέρα το πρωί, Καθαρή Δευτέρα, οι Δώδεκα Θεοί σιδερώνανε όπως-όπως τα ρούχα τους, μερεμετίζανε τις μουτσούνες, οι θεές παραγεμίζανε με καινούργια κουρέλια τα στήθια τους, και πηγαίνανε στου Παυλίδη να βγάλουνε φωτογραφία.
Τέτοιες φωτογραφίες αποκριάτικες έβλεπες λογιών-λογιών στους καφενέδες. Τις μουτσούνες τις είχανε σηκωμένες, κι έβλεπες κάθε θεό, ποιος ήτανε στ’ αληθινά. Ο Ζευς ήτανε ο Χαράλαμπος Παλιόβοδας, χασάπης, ο Ποσειδών ένας ζαχαροπλάστης λεγόμενος Μιχάλης Τηγανίτης, ο Ερμής ένας βαρκάρης ονομαζόμενος Γιάννης Σιδερής, η Ήρα ένας σιδεράς με κούρδικα μουστάκια λεγόμενος Μανώλης Ψύλλος, η Αθηνά ένας χαλβατζής ονομαζόμενος Αργύρης, η Αφροδίτη ένας καραβομαραγκός λεγόμενος Νικόλας Μπούμπας, με κάτι μουστάκια χοντρά και με κάτι τρίχες σαν ξυλόπροκες στα χέρια και στα ποδάρια του.
Όλη την Καθαρή Δευτέρα τρώγανε και πίνανε σε καμιά ακρογιαλιά ή σε κανένα νησί.
Τη νύχτα, γυρίζανε στ’ Αϊβαλί, αράζανε το καΐκι και τραβούσανε στα σπίτια τους σαν ξυλάρμενα καράβια. Ως να πάνε διακόσα πατήματα, γινότανε μεσάνυχτα. Περπατούσανε με τα χέρια ο ένας στον ώμο τ’ αλλουνού και τραγουδούσανε, σκνίπα στο μεθύσι:
Καλέ κοπέλα,
με την ομπρέλααα,
στο γάμο πάγω,
σαν θέλεις έλαααα!
Ταμ κούκου! Ταμ κούκου!
(Κόντογλου Φώτης, «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», εκδ. Αστήρ Παπαδημητρίου, Αθήνα 1983, σσ. 144-150)
Καλέ κοπέλα,
με την ομπρέλααα,
στο γάμο πάγω,
σαν θέλεις έλαααα!
Ταμ κούκου! Ταμ κούκου!
(Κόντογλου Φώτης, «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», εκδ. Αστήρ Παπαδημητρίου, Αθήνα 1983, σσ. 144-150)