Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ Ε. ΞΕΝΟΦΩΝ

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2017

               

ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ Ο ΞΕΝΟΦΩΝ Ε. ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ

 

         

    «Λογοτέχνης μήνα Αυγούστου 2017» επιλέχτηκε ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης, Παλιοχωριανός απ’ την πλευρά του πατέρα του και Πλωμαρίτης από την πλευρά της μητέρας του. Ονομαστός δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, δημοσιογράφος συνεργάτης εφημερίδων και συγγραφέας έξι βιβλίων. Ως πρόεδρος της Λέσχης Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», η οποία ιδρύθηκε το έτος 1878, έχει κάνει σκοπό ζωής την ανάδειξη του έργου του Βενιαμίν Λέσβιου, λόγιου και αγωνιστή του Εικοσιένα. Παράλληλα, μαζί με άλλους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου, διοργανώνει πολιτιστικές εκδηλώσεις στην αίθουσα της Λέσχης.



ΖΩΗ

                             

     Γεννήθηκε στο Πλωμάρι Λέσβου το 1940 κι έζησε εκεί μέχρι την αποφοίτησή του από το εξατάξιο Γυμνάσιο. Είναι πρώτο παιδί του ονομαστού φιλόλογου Γυμνασιάρχη Στρατή Ξ. Μαυραγάνη από το Παλαιοχώρι και της Ευαγγελίας Αράπογλου από το Πλωμάρι. Μικρότερες αδελφές του η Γιόλα Μαυραγάνη-Λαγουμίδου και η Πηνελόπη Μαυραγάνη-Τσιπίδη. Είναι παντρεμένος με την εκπαιδευτικό Έφη Τσαπαρδώνη και πατέρας μίας κόρης και δύο γιων, που εξασκούν το δικηγορικό επάγγελμα στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νομικά στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος μέχρι τη  συνταξιοδότησή του το 2006.

     Από τα φοιτητικά του χρόνια έχει αναπτύξει πολύπλευρη κοινωνική δράση στη Θεσσαλονίκη και στο Πλωμάρι. Υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Διετέλεσε διευθυντής ραδιοφωνίας Β. Ελλάδος το 1989-1990 και δημοτικός σύμβουλος Καλαμαριάς 1979-1990.

     Δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Ακρόπολις», «Απογευματινή», «Αυγή», «Θεσσαλονίκη», «Καθημερινή» (έκδοση Θεσσαλονίκης), «Μακεδονία», «Το Βήμα». Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης. Στις λεσβιακές εφημερίδες «Εμπρός» και «Νέα της Λέσβου» γράφει τη στήλη «Αιρετικά». Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά «Ένεκεν», «Λεσβιακό Ημερολόγιο», «Τα Παλιοχωριανά», «Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι» και στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Fractal».

     Έχει πρωτοστατήσει στη συλλογική έκδοση του επετειακού λευκώματος «Λέσβος 1912-2012. Εκατό χρόνια ελευθερίας» από τη Λέσχη Πλωμαρίου "Βενιαμίν ο Λέσβιος" και στην παραγωγή του ντοκιμαντέρ «Η απελευθέρωση Λέσβου – Λήμνου το 1912», με συνεργασία Λέσχης Πλωμαρίου και ΕΡΤ3.

     Σημείωση: Η φωτογραφία του στην αρχή της ανάρτησής μας είναι από το βιογραφικό σημείωμα του βιβλίου «Ψάρι με κεφάλι και ουρά», με δική μας επεξεργασία.



ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ

     

     Έξι χαρτόδετα βιβλία, τέσσερις συλλογές διηγημάτων και δυο αφηγήματα μέχρι τώρα. Το 2009 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ο θείος μου ο Άγιος» (εκδόσεις ″Εμπρός″, Μυτιλήνη 2009, σελίδες 96). Δυο χρόνια μετά θα ακολουθήσει η δεύτερη συλλογή διηγημάτων, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ψάρι με κεφάλι και ουρά» (εκδόσεις ″Νησίδες″, εξώφυλλο Ελεονόρα Χαραλάμπους, Θεσσαλονίκη 2011, σελίδες 208, I.S.B.N.: 978-960-9488-08-2). Το τρίτο βιβλίο, συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Προς το παρόν υγιαίνω» (εκδ. ″Νησίδες″, επιμέλεια Βασίλης Τομανάς, εξώφυλλο Ελεονόρα Χαραλάμπους, Θεσσαλονίκη 2013, σελίδες 192, I.S.B.N.: 978-960-9488-37-2) θα τον καθιερώσει σαν έναν από τους ελάχιστους σημαντικούς ζώντες Πλωμαρίτες συγγραφείς. Θα ακολουθήσουν παρουσιάσεις των βιβλίων του κι επαινετικές κριτικές για το συγγραφικό έργο του, που εντάσσεται κυρίως στη βιωματική λογοτεχνία. Το 2014 δημοσίευσε την τέταρτη συλλογή διηγημάτων του, με τίτλο «Ανισαμιά» (εκδ. ″Νησίδες″, επιμέλεια Βασίλης Τομανάς, εξώφυλλο Ελεονόρα Χαραλάμπους, Θεσσαλονίκη 2014, σελίδες 184, I.S.B.N.: 978-960-9488-70-9). Το 2016, καθιερωμένος πια, εκδίδει το πέμπτο βιβλίο του, ένα αφήγημα με τίτλο «Το Ουζερί» (εκδ. ″Νησίδες″ και Λέσχη Πλωμαρίου ″Βενιαμίν ο Λέσβιος″, επιμέλεια Βασίλης Τομανάς, εξώφυλλο Ελεονόρα Χαραλάμπους, Θεσσαλονίκη 2016, σελίδες 104, I.S.B.N.: 978-618-5228-07-1). Τον Ιούλιο του 2017 κυκλοφορεί το έκτο βιβλίο του, αφήγημα με τίτλο «Εφτά και κάτι νύχτες» (εκδόσεις ″Νησίδες″, επιμέλεια Βασίλης Τομανάς, εξώφυλλο Ελεονόρα Χαραλάμπους, Θεσσαλονίκη 2017, σελίδες 196, I.S.B.N.: 978-618-5228-16-3).

                                          

clip_image001[41]

                                                                                                      

ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ

 

     Εξώφυλλα καλαίσθητα, με διακριτικά χρώματα, κομψά διακοσμητικά μοτίβα, εικονογράφηση σχετική με το περιεχόμενο των βιβλίων, πρωτότυποι τίτλοι, περίληψη στο οπισθόφυλλο, προσεγμένο κείμενο χωρίς τυπογραφικές αβλεψίες, ευανάγνωστες γραμματοσειρές 12΄, μέγεθος 17χ24 το πρώτο, 14χ20,5 τα επόμενα τέσσερα και 14χ21 το έκτο, κεφαλίδες και σελιδαρίθμηση στο πάνω μέρος της σελίδας, πληροφοριακά στοιχεία για την έκδοση σχεδόν πλήρη (θα θέλαμε και αναφορά σε όλους τους συντελεστές της παραγωγής του βιβλίου με καπιταλάκια στην τελευταία τυπογραφική σελίδα, τον λεγόμενο ″κολοφώνα″), καλαίσθητος σελιδοδείκτης, όλα προϊδεάζουν θετικά τον αναγνώστη που γνωρίζει πως το βιβλίο διαβάζεται με πολλούς τρόπους…

     Σημείωση: Πληροφορικά στοιχεία για καθένα χωριστά βιβλίο και αποσπάσματα θα βρείτε και στο τελευταίο μέρος αυτού του αφιερώματός μας στο συγγραφικό έργο του Ξενοφώντα Ε. Μαυραγάνη.


clip_image001[41]



ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ


Ο λογοτέχνης

 

     Πεζογράφος, συγγραφέας ηθογραφικών κυρίως και λιγότερων αστικών διηγημάτων, που άλλα μοιάζουν με χρονογραφήματα και άλλα είναι έργα βιωματικής λογοτεχνίας. Σε κάποια συνέντευξή του αναφέρει πως έχει γράψει και ποιήματα στα σχολικά του χρόνια. Μεγάλος πια, δημοσιογραφεί χρησιμοποιώντας λόγο «αιρετικό», έντονα κριτικό και συχνά καταγγελτικό. Με εφόδια το πηγαίο τάλαντο, κληρονομιά πατρική, τη γερή εγκύκλια μόρφωση, τη δημοσιογραφική εμπειρία, την πείρα ζωής  από τη δικηγορική καριέρα του και την ενθάρρυνση φίλων, θα τολμήσει το 2009 να δημοσιεύσει την πρώτη του συλλογή διηγημάτων. Ωστόσο, δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε πως ξεκίνησε να γράφει τα βιβλία του πάνω σε χαρτιά και τετράδια των σχολικών του χρόνων, πολλά χρόνια πριν από την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και την έκδοση του πρώτου βιβλίου, πως είχε φυλάξει στο υποσυνείδητο το όνειρό του να γίνει συγγραφέας σαν έλθει ο κατάλληλος καιρός. Τη συνταξιοδότησή του θα ακολουθήσει η επιστροφή και η δραστηριοποίησή του στη γενέτειρά του. Αφού ολοκλήρωσε τον κύκλο της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας,«σαν έτοιμος από καιρό», αρχίζει νέα πορεία στο χώρο της λογοτεχνίας.

     Στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου του, γράφει ότι τα κείμενά του «…περιέχουν λίγο μνήμες, βιώματα, νοσταλγία, ιστορίες, ακόμα και παραμύθια… για να μη σβήσουν εντελώς οι μνήμες». Μας θυμίζει το προοίμιο των Ιστοριών του Ηρόδοτου Αλικαρνασσέως, που κατέγραψε όσα ήθελε να μη σβηστούν από το χρόνο. «Ξενοφντος Πλωμαρίτου πόδεξις δε… » 

   


Θέματα και ήρωες

  

     Θέματα των διηγημάτων και αφηγημάτων του η καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων, περιστατικά από την οικογενειακή και προσωπική του ζωή, ιστορίες από το παρελθόν του νησιού μας, ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, η απριλιανή δικτατορία 1967-1974, η δουλειά και η σχόλη, τα πανηγύρια του τόπου κι οι χοροί, τα παιχνίδια των παιδιών στις εξοχές και στη θάλασσα, το χωριάτικο σπίτι και τα παραδοσιακά φαγητά, τα έθιμα και η μικροϊστορία της επαρχιώτικης μικροκοινωνίας, οι γάμοι και οι κηδείες, ο έρωτας κι ο χωρισμός, η φτώχια και η ορφάνια, η κατοχή και η πείνα, η μετανάστευση και ο νόστος, η νοσταλγία και οι επιστολές, η προσφυγιά και η ανεργία, οι κοινωνικοί αγώνες και οι διώξεις, η αρρώστια και ο θάνατος, η μοναξιά και τα γηρατειά, τα ναυάγια της θάλασσας και της ζωής, τα αστεία και τα σοβαρά της μικροκοινωνίας, ο βίος ενός Αγιορείτη μοναχού, προσωπογραφίες ανθρώπων, εικόνες και περιστατικά από παλιούς και σύγχρονους καιρούς.      

 

     Ήρωές του καθημερινοί άνθρωποι επαρχιώτες κι αστοί. Είναι συνήθως πραγματικά πρόσωπα, λίγοι οι φανταστικοί. Τα ονόματά τους πραγματικά ή σπανιότερα φανταστικά, τα παρατσούκλια τους ευρηματικά. Για τις γυναίκες διαλέγει παραδοσιακά λεσβιακά ονόματα: Αμερισούδα, Βάγια, Βλουτίνα, Γαρουφαλλιά, Γιασεμή, Διαμάντω, Μυρσίνη, Παλογού<Παλαιολογίνα, Πελαγία, Σουλτάνα, Χαρίκλεια και άλλα. Ας κάνουμε ένα προσκλητήριο. Πιο συγκεκριμένα:

     1. Ο ίδιος ο συγγραφέας και πρόσωπα της οικογένειάς του: ο ίδιος σε διάφορες ηλικίες ή με το ψευδώνυμο Λέσβανδρος, ο πατέρας του Στρατής Ξ. Μαυραγάνης κι η μητέρα του Ευαγγελία Α. Αράπογλου, η γιαγιά του Πηνελόπη Μαυραγάνη, ο παππούς Ξενοφών Π. Μαυραγάνης κι ο ανύπαντρος αδελφός του Κωστής Π. Μαυραγάνης, η θεία του Σουλτάνα Ξ.  Μαυραγάνη-Χατζηγιαννάκη και ο άνδρας της Πιττακός Χατζηγιαννάκης, ο θείος του Σπύρος Ξ. Μαυραγάνης, φαρμακοποιός στην Καλλονή, ο αγνοούμενος ετεροθαλής αδελφός του πατέρα του Παναγιώτης Ξ. Μαυραγάνης, που κατά τη γνώμη μου είναι ο πιο συμπαθητικός ήρωάς του, η θεία του πατέρα του Κάρμεν, οι αδελφές της γιαγιάς του Πηνελόπης Αμερισούδα και Βλουτίνα, οι δυο εξαδέλφες από το Παλαιοχώρι, οι δυο αδελφές του παιδιά, ο γαμπρός του Μιχάλης Τσιπίδης, τα τρία ξαδέλφια του κι η παρακόρη τους ~ η γιαγιά του Μαριόλα Αράπογλου, ο παππούς του Αντώνης Δ. Αράπογλου και η παρακόρη τους Γαρουφαλλιά, ο προπάππος του Δημήτριος Αράπογλου ή Μπουμπού και ο θείος του Δημήτρης Α. Αράπογλου, ο θείος του Άγιος Γεώργιος Πασγιάνος εκ Πλαγιάς, οι δυο εξαδέλφες της γιαγιάς του Μαριόλας από την Πλαγιά, το γένος Πασγιάνου, η εξαδέλφη της μητέρας του Μαρίκα, ακόμα και ο ιδιόκτητος όνος και ο Νωρ, το άσπρο κυνηγόσκυλό τους με τις μαύρες βούλες.  


     2. Συμπατριώτες του Πλωμαρίτες: ο καπτάν Μανώλης Πιτσιλαδής ο Ντας, ο αδελφός του καπτάν Τσάλης (Στρατής) και η μητέρα τους Μαριγώ, ο καπετάν Πέτρος κι ο φίλος του Βενιζέλος, ο καπετάν Δημήτρης Πούλιας, ο Γιακουμής-Ιάκωβος Γιαννίκος, δεκανέας από 1912-1922 και μετά το γυρισμό του τρελός του Πλωμαριού, ο άλλος τρελός του Πλωμαριού «Σαράντο πυροβόλησε», ο σαπωνοποιός Κίμων, ο γιατρός Ευστάθιος Αγιακάτσικας, ο γιατρός Φώτιος, ο φαρμακοποιός Μιλτιάδης, ο φιλοπαίγμων φαρμακοποιός κ. Στρατής, ο παπα-Θανάσης, τα «Καντνέλια»  (Κατίνα και Αμερισούδα), ο Νικόλας ο Άνεμος, η βρακοφορούσα Κακνίδ’ κι ο άντρας της Κωστής του Λαυράτσ’, του «Μπαουλέλ’» (Απόστολος Στεφανής), ο «Καβουρμάς» (Κώστας Βουλάς), η «Μπουλάδα» (Αριστείδης Κουντουρής), η ξενοδόχος Βασιλική, ο Αχιλλέας του Ουζερί, ο συμβολαιογράφος Ταξιάρχης, ο δικολάβος «Σοκάκας», ο δήμαρχος Γρηγόρης Τραγάκης, ο Δημήτρης «Μύτα» βουλευτής Πλωμαρίου, ο Κώστας το «Δυόμισι», ο κουρέας Στρατής Βερδούκας, ο Φόρης ο αφόρητος, ο υπέρβαρος Μητρέλος, ο Γιώργος ο δανδής, ο άεργος Μένιος, ο Αριστείδης ο «Ντιν Νταν», ο πανύψηλος Κώστας η «Τέμπλα», ο φερετροποιός Καραμανώλας, ο γυμνασιάρχης Στρατής, οι δασκάλες Κωνσταντία, Σουλτάνα και Ελένη, ο χωλός μουσικοδιδάσκαλος Βασιλάκης Καλδής, ο παγοποιός Φρίξος Μεταξάς, ο Ανδρόφιλος, ο εφημέριος του Αγίου Ισίδωρου παπα-Βασλέλ’ κι ο καντηλανάφτης και ψάλτης του Μανώλης Μαρσώνης, ο αρχιμανδρίτης πατήρ Θεόκλητος, ο Παναγιώτης Κοκκίνης το «Τσόκαρο», ο ψάλτης Παναγιώτης Τυροπώλης, η πλούσια κ. Χρύσα, ο καπετάν Κωνσταντής κι η κόρη του καπετάνισσα Πελαγία, ο Μιχάλης Γιαννίκος ή Πατεντάδος ή μεσιέ Πατέν, οι αντιστασιακοί Πλωμαρίτες ναυτικοί, η «Κουμπούρα» (Γιάννης Σκλαβούνος), ο «Χριστός», η «Ζαλίκα», ο «Μπουκαλίκ», η «Ταντίνα», ο «Γιαννακάς» του «Τσιφλίκ», η «Μπακουτίλια», οι «Αργιαλάδες» Αργύρης, Δημήτρης και Κυριάκος, ο βαρκάρης «Πιπιριά», οι εστιάτορες Παναγιώτης Καλδής και Καματηράς, ο καφετζής Βαγγέλης, ο παπουτσής μπαρμπα-Δημητρός Καρβούνης, ο λαδέμπορος Μήτσος (μανιώδης κυνηγός αλλεργικός στα πουλιά!!), ο ντελάλης μπαρμπα-Κωστής «Μπαμπούκ», η Φωτεινή κι ο Πετρής της, ο μικρός Τριαντάφυλλος με το ιπποδήλατο, η γιαγιά Βάγια, η γειτόνισσα Βατώ και πολλοί άλλοι.


     3. Συμπατριώτες του Παλιοχωριανοί: του Ρηνέλ’, ο Γιάννης Καματερός, ο Τζιμ Άλαμ-Ξενοφών Αλαμάγκος και η γυναίκα του, ο γραμματέας του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Παλαιοχωρίου Δημήτρης Καμπούρης, η Πηνελόπη κι ο Στρατής Σαββέλης (Χατζής) κι οι γιοι τους, ο Χρήστος και η Μαρία Σάββα-Μουχτούρη, ο Νίκος Ψαρρός (Κρικρό), ο Θωμάς Τσιμναδής, ο Καρρές-ψαράς Μελίντας, οι Μελανδινοί, ο παραγιός του Μελανδινού Στρατής, ο Γεώργιος Δ. Λαγουμίδης, ο Χριστόδουλος Μουχτούρης και η σύζυγός του Ρηνιώ, η προξενήτρα, ο παπα-Δημήτρης, οι μουσικοί Ποσειδώνας Καραβάς, Γανώσηδες και Παντελέληδες, η Διαμάντω, ο παπα-Ευστάθιος Μεταξής, ο πρόεδρος Παναγιώτης Μαλαμάς, ο θαλασσινός Στρατής, ο Χρήστος Γρ. Ξαφέλης, η δασκάλα Κατερίνα, η θεια Μαριγώ, η ξενιτεμένη στην Αυστραλία κόρη της Πέρσα, ο γιος κι η νύφη της στη Μελβούρνη Αυστραλίας, ο ξενιτεμένος στο Χαρτούμ γιος της Μανώλης και τα τρία μαύρα εγγονάκια της, ο Στάθης Ρούσσος κι ο πλούσιος εξάδελφός του Γιώργης Βουνάτσος, ο Χρήστος Ρούσσος και η ανεψιά του Σοφία, ο πολιτικός κρατούμενος Μαυραγάνης, ο Μητροπολίτης Χίου Χρυσόστομος (Ευστάθιος) Γιαλούρης και άλλοι ανώνυμοι.


4. Από άλλα χωριά και τη Μυτιλήνη: ο βιολιτζής Κωστής από το Μπουρό, οι Πλαγιώτες, οι γραφειοκράτες δημόσιοι υπάλληλοι της Μυτιλήνης, ο γιατρός Λιναρδής, ο κυνηγημένος Τίν’ς, παιδί-φάντασμα, γιος σκοτωμένου αντάρτη από την Αγιάσο κ.ά.


5.  Άλλοι ξενιτεμένοι πατριώτες ή ξένοι επισκέπτες: η Γιασεμή, η θεία Βαρβάρα, η Χαρίκλεια και η οικογένειά της, ο πατέρας του μικρού Τριαντάφυλλου Περικλής, ο τσιγκούνης υπέρπλουτος Βάνιας-Ιωάννης Αυτουσμής και η αδελφή του, ο Σέρβος Μίροσλαβ και η γυναίκα του Μυριάννα, ο πρόσφυγας Φαρχάν με το κομμένο πόδι, ο Ιταλός εραστής της Πελαγίας, οι Γάλλοι γυμνιστές.


6. Ο μοναχός Μιχαήλ στο Άγιο Όρος και τα πρόσωπα που σχετίστηκαν μαζί του στη νουβέλα «Αυτός και εκείνος» («Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 66-134).


7. Γνωστοί, φίλοι και συναγωνιστές από Θεσσαλονίκη και Αθήνα: ο Μίνως Αμαριώτης (ψευδώνυμο ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη), ο ποιητής Μάρκος Μέσκος και η παρέα τους, ο οικοδόμος Γιάννης ο «ημεροκάματος», η μεγαλοκοπέλα Παρθενόπη με το καρότσι της λαϊκής στη Θεσσαλονίκη, ο Γκιόργκι από την Τσεχοσλοβακία, γιος εκτοπισμένου Έλληνα δάσκαλου, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Αριστόβουλος Μάνεσης που απολύθηκε από την απριλιανή Χούντα, ο εικαστικός Βλάσης Κανιάρης στην Αθήνα, και άλλοι.  

 

     Συχνά επιλέγει πρόσωπα «αιρετικά», τύπους της μικρής κοινωνίας με ιδιαιτερότητες (Γιακουμής, Παναγιώτης Μαθιέλης «Μπούρδα Παναή Αμερικάνι», Γιάννης Καματερός κ.ά.), χωρίς ωστόσο να τους εκθέτει και να τους γελοιοποιεί. Τους περιγράφει με χιούμορ, τους κρίνει χωρίς να τους κατακρίνει, τους ψυχογραφεί, ζωγραφίζει με την πένα του τα πορτραίτα τους. Στο πέμπτο βιβλίο διακρίνουμε μια διαφοροποίηση: είναι λιγότερο διακριτικός και επιεικής με τους συμπατριώτες του και τα ένοχα μυστικά τους, πιο σαρκαστικός και αποκαλυπτικός. Ίσως γιατί θέλησε να καταγράψει πιστά την πραγματικότητα. Πάντως, κατά της ουζοποσίας δεν είναι!

     Οι ήρωές του είναι επώνυμοι ή ανώνυμοι, παιδιά ή ενήλικες, ντόπιοι ή πρόσφυγες, αγρότες δεμένοι με τη γη ή θαλασσοδαρμένοι ναυτικοί, βρακοφόρες και βρακοφόροι Λέσβιοι, τύποι εργαζόμενων όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, πολιτευτές ή ρασοφόροι, ψαράδες ή Πλωμαρίτες περατάρηδες με γκαζολίνες, αρχόντοι ή παρίες, Έλληνες μετανάστες εσωτερικού ή εξωτερικού, ονειροπόλοι αγωνιστές ή απογοητευμένοι απόμαχοι, τρελοί ή φρόνιμοι, ζωντανοί ή μακαρίτες. Δρουν ατομικά ή συλλογικά. Αντιμετωπίζουν με καρτερία τις δυσκολίες και τις αδικίες, τη φτώχια, τον πόλεμο, τη σκλαβιά, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Κάποιες φορές είναι πολιτικοποιημένοι, όπως και ο συγγραφέας, και πικραμένοι από τη ματαίωση των κοινωνικών επιδιώξεών τους. Πάσχουν αλλά αγωνίζονται. Είναι τραγικοί αλλά αξιοπρεπείς.

     Οι ήρωες του Ξενοφώντα Μαυραγάνη ίσως μοιάζουν λίγο με τις διαφορετικές όψεις του εαυτού μας σε ώρες γαλήνης ή τρικυμίας. Είναι εμείς και οι άλλοι, οι παλιοί και οι σύγχρονοι Έλληνες που ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο. Είναι ο διαχρονικός άνθρωπος.        



Χώρος και χρόνος


     Ο χώρος όπου κινούνται οι ήρωές του είναι το αγαπημένο του Πλωμάρι, κωμόπολη της νότιας Λέσβου και γενέτειρά του, με τα τοπωνύμια και τα κατατόπια του: το Αμμουδέλι, το Πρασκειό, τα σπίτια κι οι γειτονιές, οι ναοί και το νεκροταφείο, τα δυο εστιατόρια και το ουζερί, τα φαρμακεία και ο πλάτανος, η αγορά και η βρύση, τα γεφύρια και τα δυο ξενοδοχεία, το Αθανασιάδειο και η Λέσχη «Βενιαμίν ο Λέσβιος», ο φούρνος της Αβραντίνας και το μπακάλικο των Στεφανήδων (Τσιρνιτέλια), τα πεταλωτήρια και τα καφενεία του Μπουζουγάνη, του Παράγκ και του Βαγγέλη, το ρακαδιό του Μπαϊμπή και το ψιλικατζίδικο, το λιμάνι με τις γκαζολίνες και το Λιμενικό, το Αγρονομείο και η Χωροφυλακή, το χοροδιδασκαλείο Τσάκωνα και η Εθνική Τράπεζα, τα τρία Δημοτικά σχολεία και το Γυμνάσιο, το Ηρώο και το «Φωτο-Αστραπή» του Γιάννη Γκάγκαλη, ο Ταρσανάς και τα σαπωνοποιεία, ο ποταμός Σεδούντας, που το 1958 έκανε μεγάλη πλημμύρα με θύματα, οι υδρόμυλοί του και η περιοχή Άνθη, η παραλία και ο ναός του Αγίου Ισιδώρου, οι κήποι και τα ελαιοκτήματα, τα ελαιοτριβεία και οι αλευρόμυλοι, τα ντάμια και οι καρτσιλές, μια κωμόπολη γεμάτη κίνηση και ζωή.

     Επίσης, τα γύρω χωριά κι οι εξοχές της περιφέρειας Πλωμαρίου: το γειτονικό Παλαιοχώρι, η Μελίντα, η Κρυφτή, το Ραχίδι, ο Βαλανιάς, τα Φιλίππια, η Άμαξος, το Μεγαλοχώρι, το Ακράσι, η Πλαγιά, η Γέρα. Η Μυτιλήνη, πρωτεύουσα της Λέσβου, η Καλλονή, όπου ήταν φαρμακοποιός ο θείος του Σπύρος, με ένα όνομα το νησί Λέσβος κι η θάλασσα, που τόσο αγαπά ο Ξενοφών Μαυραγάνης.

     Η Θεσσαλονίκη, δεύτερη πατρίδα του συγγραφέα, και σπανιότερα άλλα μέρη της Ελλάδας (Άγιο Όρος, Αθήνα) και του εξωτερικού (Πάνορμος, Σμύρνη και Αϊβαλί στην Τουρκία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Αμερική, Γαλλία, Βέλγιο, Μαρόκο, Ν. Αφρική).

     Ο τόπος είναι αλληλένδετος με τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι ήρωές του βαδίζουν στα μέρη που έζησε και έδρασε ο ίδιος ο δημιουργός τους, γιατί πολλά διηγήματά του είναι αυτοβιογραφικά. Άλλωστε, στα διηγήματά του ξεχειλίζει η αγάπη για όλα τα μέρη όπου περπάτησε εκείνος ή οι ήρωές του, έτσι που οι διάφοροι τόποι να συνθέτουν μια οικουμενική πατρίδα.



     Ο χρόνος είναι κυρίως το παρελθόν, απώτερο και κοντινό, ο δέκατος ένατος αιώνας και ο εικοστός αιώνας, με τους σημαντικούς ιστορικούς σταθμούς του από την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912 μέχρι σήμερα, εποχή των μνημονίων και της διάψευσης του «ελληνικού ονείρου». Ειδικότερα η περίοδος από το 1940, έτος γέννησης του συγγραφέα, η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος, τα μετεμφυλιακά χρόνια, το 1952, έτος ίδρυσης ουζερί στο Πλωμάρι, η χούντα 1967-1974, οι δεκαετίες που θα ακολουθήσουν. Παρελθόν και παρόν. Η Ελλάδα του χθες και του σήμερα.

     Διακριτή είναι και η προσπάθειά του να καλύψει χρονικά όλο τον ετήσιο κύκλο των εποχών, με περιγραφές των μεγάλων εορτών και των εθιμικών εκδηλώσεων που τις συνοδεύουν. Άνοιξη: του Ευαγγελισμού 25 Μάρτη και η παρέλαση, η Πασχαλιά και το πανηγύρι της Παναγίας Κρυφτής τη Δευτέρα του Θωμά. Καλοκαίρι: τ’ Λ’τρουπιού με τον κλήδονα στις 24 Ιουνίου, της Παναγιάς στις 15 Αυγούστου και του Άη-Γιάννη στα Φ’λίππια στις 29 Αυγούστου. Φθινόπωρο: του Άη-Δημήτρη, η 28ηΟκτωβρίου και του Ταξιάρχη στις 8 Νοεμβρίου. Χειμώνας: Χριστούγεννα-χοιροσφάγια, φοινίκια και μπακλαβάδες, Πρωτοχρονιά με ποδαρικό και κάλαντα, τα Φώτα και το ρίξιμο του σταυρού στη θάλασσα, η γιορτή της Υπαπαντής στην Πλαγιά, Αποκριές με αρκούδις και καρναβάλια. Δουλειά και σχόλη, χαρές και βάσανα στον κύκλο της ζωής.      



Στόχοι λογοτεχνικοί και άλλοι

 

     Οι λογοτεχνικοί στόχοι ενός συγγραφέα είναι διάφοροι: να εκφραστεί μέσω του έντεχνου λόγου, να τέρψει, να συγκινήσει, να προβληματίσει, να μορφώσει, να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη, να πει τη δική του αλήθεια, να καταξιωθεί. Ο Ξενοφών Μαυραγάνης, κατά τη γνώμη μας και τη γνώμη πολλών κριτικών λογοτεχνίας, τους εξυπηρετεί με επιτυχία.

           

     Στα βιβλία του, εκτός από τους λογοτεχνικούς στόχους, φανεροί είναι και δυο άλλοι στόχοι: πρώτον να καταγράψει ιστορικά γεγονότα από το παρελθόν του τόπου του και δεύτερον να διασώσει λαογραφικά στοιχεία, τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις και τα παραδοσιακά τραγούδια, τη ντοπιολαλιά και τις ιδιαιτερότητες της καθημερινής επικοινωνίας, τις παραδοσιακές ασχολίες και τα επαγγέλματα, τα φυτά και τις φυσικές ομορφιές, τη ζωή γενικά και τη μικροϊστορία του τόπου του παλιά και σήμερα. Είναι ταυτόχρονα λογοτέχνης ηθογράφος, χρονογράφος και λαογράφος, έχοντας συνείδηση ότι το παλιό θα σβηστεί από τη μνήμη, αν δεν το καταγράψουμε κι αν δεν το φυλάξουμε με σεβασμό.

     Παράδειγμα της προσπάθειάς του αυτής είναι η ξεχωριστή επιμονή του να αναφέρει συχνά πολλά μαζί παραδοσιακά φαγητά και γλυκά, ακόμα και συνταγές με τόσες λεπτομέρειες, λες και στρώνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη το τραπέζι και τον καλεί να γευτεί τα λιτά αλλά νόστιμα φαγητά των μανάδων μας. Είναι κι αυτό έκφραση της βαθιάς αγάπης του για τον τόπο του, που τον τιμά με τη λογοτεχνική του πένα. Αλλά και ο λογοτεχνικός στόχος εξυπηρετείται, αφού ο μύθος, η πλοκή και η αφήγηση προβάλλονται με μεγαλύτερη επιτυχία σε ένα εμπλουτισμένο περιβάλλον. 

     Επιπλέον, αυτή η ενσυνείδητη παρεμβολή και ενσωμάτωση λαογραφικών στοιχείων και ιστορικών πληροφοριών (απελευθέρωση Λέσβου 1912, Κατοχή, μετεμφυλιακά χρόνια, μετανάστευση, συνδικαλιστικοί και κοινωνικοί αγώνες) στα έργα του, με δεδομένο το ότι η βιβλιογραφία για την περιοχή Πλωμαρίου είναι ελάχιστη, σποραδική έως ανύπαρκτη, αποκτά ιστορικό ενδιαφέρον και αξία. Έτσι, μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε «πλωμαριτογράφο» λογοτέχνη  και στο ερώτημα «είναι τα έργα του, εκτός από λογοτεχνία, ιστορική πηγή;» να απαντήσουμε με βεβαιότητα καταφατικά.



Αφηγηματικές αρετές


     Αφηγηματικές αρετές του η ζωντάνια και η παραστατικότητα της αφήγησης σε τρίτο ή πρώτο πρόσωπο, η πλούσια δημοτική γλώσσα με πλωμαρίτικους ιδιωματισμούς αλλά και τύπους της καθαρεύουσας, η ευχέρεια και η εκφραστικότητα στο λόγο, η περιγραφική ικανότητα, η «σκηνοθεσία» και ερμηνεία των γεγονότων, η επιτυχής ψυχογράφηση των ηρώων, ο κριτικός λόγος και το χιούμορ, που συχνά γίνεται σαρκασμός όταν θέλει να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα (π.χ. της Εκκλησίας), το απλό ύφος και η ειλικρίνεια, η παρατηρητικότητα και η ερευνητική διάθεση, η μετρημένη χρήση διαλόγων, η εκλεπτυσμένη επιλογή καλολογικών μέσων, η χρήση ποικίλων τεχνικών αφήγησης όπως η αναδρομή στο παρελθόν (φλας-μπακ) και ο εγκιβωτισμός, η ευαισθησία απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα και η συμπάθεια προς κάθε αδύναμο, φτωχό, ανάπηρο, πρόσφυγα, άνεργο, κάθε κατατρεγμένο, η αξιοποίηση του προσωπικού κώδικα αξιών μέσα στα αφηγήματά του, η γραφή υπό το πρίσμα δημοκρατικής ματιάς, η επιτυχής κλιμάκωση συναισθημάτων και δράσης, η γνήσια αγάπη για την παράδοση, η νοσταλγική διάθεση αλλά και ο ρεαλισμός, ο έλεγχος του τραγικού, η διαλεκτική και βιωματική σχέση του συγγραφέα με το έργο του.

     

clip_image001[41]

    

«ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΗ ΜΑΤΙΑ»


     Θα δούμε τα βιβλία του Ξενοφώντα Μαυραγάνη με μια «παλιοχωριανή  ματιά», με βάση κυρίως τις αναφορές του στο Παλαιοχώρι, που είναι η γενέτειρα του πατέρα του Στρατή. Και παρ’ ότι είναι φανερή η προτίμησή του στο Πλωμάρι, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, εξίσου γερή είναι και η παλιοχωριανή του ρίζα, ζωντανά τα βιώματα από την παιδική του ηλικία κι έκδηλος ο θαυμασμός για τους γλεντζέδες Παλιοχωριανούς.

    Παρακάτω καταγράφουμε όσα στοιχεία εντοπίσαμε στα έξι βιβλία α) για Παλαιοχώρι, γύρω μέρη και κτίρια, β) για πρόσωπα, γ) για πράγματα, έθιμα και γεγονότα, καθώς αποτελούν μέρος της ιστορίας του χωριού μας. 



Α) Αναφορές στο Παλαιοχώρι, τα γύρω μέρη και τα κτίρια:


1. Παλαιοχώρι. Ορεινό χωριό της επαρχίας Πλωμαρίου Λέσβου, με μικρά σπίτια, στενούς δρόμους, δυο θεόρατα πλατάνια και κοινοτικές βρύσες, τρία χιλιόμετρα από τη Μελίντα, χτισμένο σε πλαγιά και κρυμμένο από τα αρπακτικά βλέμματα των πειρατών. Οργανωμένη κοινότητα με γραμματέα, που, εκτός άλλων, συνέτασσε και επίσημα συμβόλαια αγοραπωλησίας. Οι κάτοικοι πολλοί, οι περισσότεροι αγράμματοι γεωργοί και κτηνοτρόφοι λόγω φτώχιας και τουρκοκρατίας, όμως εργατικοί, πολυτεχνίτες νοικοκύρηδες, γλεντζέδες, κοινωνικοί, φιλότιμοι και συμπονετικοί. Τα δέκα καφενεία της αγοράς ήταν τόποι συνάντησης και κοινωνικών εκδηλώσεων, η καρδιά του χωριού των ανοιχτόκαρδων Παλιοχωριανών. Σήμερα κλειστά παράθυρα και πόρτες με λουκέτα, ερειπωμένοι τοίχοι, έρημα καλντερίμια, εικόνα εγκατάλειψης που προκαλεί θλίψη σε όσους έχουν γνωρίσει το παλιό Παλαιοχώρι γεμάτο ζωή και ανθρώπους. Κυρίως σαν συναντούν χωριανούς με κλειστές καρδιές… («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 111, «Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 135, 136, 137, 139, 141, 142, «Το μέγα αμάρτημα», σελ. 150, 157, 160, «Τελευταία η καρδιά», σελ. 168, 170, 171, «Ωσεί παρών», σελ. 174, 179 ~ «Προς το παρόν υγιαίνω»: «Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 9, 16, 20, 22, «Μια πλώρη στο βουνό», σελ. 64 ~ «Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 45, 46, 47, 48, 50).


2. Αγορά Παλαιοχωρίου. Μια υποτυπώδης στενόμακρη πλατεία με έναν πλάτανο και τη βρύση του. Στα δέκα καφενεία της αγοράς το χειμώνα έβλεπες μόνο γέρους που δεν μπορούσαν πια να πάνε στο ελαιομάζεμα, αλλά το καλοκαίρι ήταν γεμάτα. Εκεί γίνονταν τα γλέντια γάμων, βαφτίσεων, εορτών και έκτακτα γλέντια στις μαξουλοχρονιές, αλλά κι οι καφέδες της παρηγοριάς για τους μακαρίτες. Ένα απ’ αυτά ήταν το γωνιακό καφενείο του Μαραγγέλη, όπου συνήθιζε να συχνάζει ο Χρήστος Ρούσσος («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 157-158 ~ «Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 37, 44).   


3. Ευαγγελίστρια Παλαιοχωρίου. Η επιβλητική εκκλησιά του χωριού, που κτίστηκε το 1864 επί τουρκοκρατίας κι, όπως γράφει ο συγγραφέας, «καθισμένη στο μπαΐρι, αγκάλιαζε όλα τα σπίτια και την περιοχή τους. Απλωμένα κάτω απ’ τα πόδια της θαρρείς». Είναι η πολιούχος Παλαιοχωρίου και γιορτάζει στις 25 Μαρτίου. Στο κεντρικό κλίτος, στο οποίο εισέρχεσαι από τη μεγάλη κεντρική πόρτα, μια μεγάλη φορητή εικόνα είναι αφιέρωμα της θείας Αμερισούδας, αδελφής της γιαγιάς του Πηνελόπης. Έχει αυλόγυρο, μία κεντρική σκάλα και δύο πλάγιες. Βασιλική όμοια με τον Άγιο Νικόλαο Πλωμαρίου αλλά λίγο μικρότερη, είναι καμάρι και παρηγοριά των Παλιοχωριανών («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 137, 141, «Το μέγα αμάρτημα», σελ. 153-154, 156, 160 «Ωσεί παρών», σελ. 181, «Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 36, 46, 76). 


4. Κοιμητήριο. Βρίσκεται δυτικά του χωριού, στη θέση «Αμπέλια», με κεντρική είσοδο και μία πλάγια κοντά στο παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ωσεί παρών», σελ. 174).

  

5. Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Παλαιοχωρίου. Ο συγγραφέας λέει ότι, παρά την καταβαράθρωση του συνεταιριστικού κινήματος, ο Συνεταιρισμός του Παλαιοχωρίου λειτουργεί με εξαιρετική αποδοτικότητα, με μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας αγορασμένα από το αποθεματικό του και συνεχώς αυξανόμενο κύρος, αφού, εκτός από τους συνεταίρους του, εξυπηρετεί και ελαιοπαραγωγούς άλλων χωριών. Μάλιστα τον ξεχωρίζει από τους άλλους συνεταιρισμούς της περιοχής, γράφοντας ότι «είναι ο μόνος ή περίπου ο μόνος που τίμησε τον σκοπό και τον λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε». Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του θεωρεί ότι οφείλεται στη  χρηστή διαχείριση του γραμματέα του Δημήτρη Π. Καμπούρη («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Η Συνεταιριστική Καταβαράθρωση», σελ. 80, 81, 83, 84 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 112, «Το μέγα αμάρτημα», σελ. 157, 159-160).

                                              

6. Ελαιοτριβείο Παπουτσάνη. Ένα από τα τρία ιδιωτικά ελαιοτριβεία που λειτουργούν σήμερα στην περιοχή Πλωμαρίου. Το παλιό εργοστάσιο στην αγορά του χωριού σήμερα έχει γίνει Πολιτιστικό Κέντρο κι έχει κτιστεί νέο στη Λαγκαδούρα («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Η Συνεταιριστική Καταβαράθρωση», σελ. 81).


7. Φιλόπτωχος Αδελφότητα Παλαιοχωρίου. Απλή αναφορά σε ένα διήγημά του, όπου αναφέρεται ότι στη Φιλόπτωχο έδιναν ό,τι χρήσιμο εύρισκαν όταν πέθαινε κάποιος άκληρος, όπως η χήρα Διαμάντω που πέθανε στο Ραχίδι την άνοιξη του 1975 («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Τελευταία η καρδιά», σελ. 170).  


8. Πατρικό σπίτι του στο Παλαιοχώρι. Στην αγορά του χωριού, με πλουμίδια στην πόρτα και σήμαντρο ένα χάλκινο χέρι, μια μικρή εξωτερική αυλή με γλάστρες και μια εσωτερική με ξύλα, μια κουζίνα στο ισόγειο με τζάκι, εσωτερική ξύλινη σκάλα με είκοσι σκαλιά που οδηγούσαν στα δυο δωμάτια του πάνω ορόφου κι ένα υποτυπώδες αποχωρητήριο στο υπόγειο. Κλειστό τον περισσότερο καιρό, αφού η οικογένεια κατοικούσε στο Πλωμάρι («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 150-153). 


9. Σπίτι της Μαντιδιούς. Σπίτι του παππού του, στη δυτική είσοδο-έξοδο του χωριού, που το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη για τα κιούπια του λαδιού και στάβλο για το γάιδαρο, τις κατσίκες και το σκύλο τους («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 150, 160).   

 

10. Το διώροφο «τ’ς αρχόγκσας». Το σπίτι της Μαρίας (της «Αμερικάνας») και του Ιωάννη Στεριανού στον Απάνω Μαχαλά, με τα γυριστά μπαλκόνια και το μεγάλο κήπο. Το είχαν κληροδοτήσει στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Παλαιοχωρίου «Ο Άγιος Νικόλαος», που το επισκεύασε και το έκανε αγροτικό ιατρείο Παλαιοχωρίου και δωρεάν κατοικία του εκάστοτε αγροτικού ιατρού του χωριού («Προς το παρόν υγιαίνω»/«Μια πλώρη στο βουνό», σ. 64).


11. Το σπίτι της δασκάλας. Το σπίτι της Κατερίνας (Στεριανού) Ζωγράφου, πάντα βαμμένο και περιποιημένο, βρίσκεται στη γωνία του πρώτου στενού πάνω από την πλατεία της αγοράς, στη μέση περίπου της μεγάλης σκάλας που ξεκινά από τη βρύση της αγοράς και οδηγεί προς τον Απάνω Μαχαλά («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 37).

                                   

12. «Ταράτσα». Μεγάλο καφενείο του Ιωάννου Λούπου στον Πέρα Μαχαλά, με όμορφο εξώστη, εξ ου και το όνομα. Βρίσκεται απέναντι από το σπίτι του Γιάννη Καματερού. Αργότερα μετονομάστηκε καφέ-μπαρ («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ωσεί παρών», σελ. 175, 178). 


13. Άνεμος. Εκεί, με την άδεια του τότε Προέδρου Κοινότητας Παλαιοχωρίου Παναγιώτη Μαλαμά, ο Γιάννης Καματερός έγραψε με τεράστια κόκκινα γράμματα πάνω σ’ έναν ασβεστωμένο τοίχο το εξής σύνθημα: "ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ ΔΕΝ ΘΑ ΔΕΧΘΕΙ ΠΟΤΕ ΠΥΡΗΝΙΚΑ. ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ. ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΟΥ" («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ωσεί παρών», σελ. 182). 


14. Μελίντα. Επίνειο του Παλαιοχωρίου, τρία χιλιόμετρα νότια του χωριού, όπου ο συγγραφέας και οι οικείοι του περνούν όμορφες διακοπές το καλοκαίρι. Το πιο χαρακτηριστικό φυσικό αξιοθέατο του όρμου της Μελίντας εκτός από την αμμουδιά και τη θάλασσα, είναι «τ’ Γουτζίλ’ του  Μάρμαρου», πανύψηλος βράχος γερά ριζωμένος στην άκρη της μελιντιανής ακτής, που γέρνει πάνω στη θάλασσα σχηματίζοντας μια φυσική προβλήτα μπροστά από το καφενείο του Ψαρρού. Έχει μια αμμουδερή παραλία δυο χιλιομέτρων περίπου, ελιές, ροδοδάφνες, ντάμια, ελαιόμυλο, μπαχτσέδες, πηγάδια, δυο-τρία καφενεία, εξωκκλήσια. Ένα ποταμάκι, ο Σιλαντάς, με το γεφύρι του κοντά στο εξοχικό των Μελανδινών, μια μικρή κοιλάδα στις όχθες του προς το Γεωργαλά, στους πρόποδες της Αγκαθερής. Ανατολικά τα Λιμενάρια και το Πλωμάρι, δυτικά η Παναγία Κρυφτή, τα Βατερά κι ο Άγιος Φωκάς. Σήμερα είναι πολυσύχναστο τουριστικό θέρετρο το καλοκαίρι («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Τ’ Λ’τρουπιού», σελ. 40-42 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 110, 111, 113, 114, «Ο γιος του μουχτάρη», σελ. 128, 130, 135, 136, 137-138, 141, 142, 143, «Ωσεί παρών», σελ. 174, 176, 178, 180, 181 ~ «Προς το παρόν υγιαίνω»/«Μια πλώρη στο βουνό», σελ. 61, 63 ~ «Ανισαμιά»: «Η ανισαμιά», σελ. 9, «Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 73). Στο πέμπτο βιβλίο αναφέρει ότι το ναυάγιο στο πανηγύρι της Κρυφτής τη Δευτέρα 10-5-1948 έγινε στο γυρισμό της γκαζολίνας του «Μπουκαλίκ», απέναντι από την ακτή της Μελίντας, ένα μίλι περίπου μακριά από το Πλωμάρι («Το Ουζερί», σελ. 19).


15. Άγιος Βλάσιος. Εξωκκλήσι της Μελίντας, διακόσια μέτρα από τη θάλασσα, κοντά στον αμαξιτό δρόμο. Εκεί πέρασαν τη νύχτα τους οι πέντε γιοι του μουχτάρη, ο Χριστόδουλος και τ’ αδέλφια του, σαν ήλθαν με τη  βάρκα τους στη Μελίντα φυγάδες από το Αϊβαλί την άνοιξη του 1880 («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 131).


16. Τα Λιμενάρια. Μικρός όρμος στην ανατολική άκρη της Μελίντας, όπου οι ψαράδες προφύλασσαν τις βάρκες τους («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 142).


17. Του Καραβιού. Παραθαλάσσια τοποθεσία, μεταξύ Μελίντας και Πλωμαρίου («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 143).


18. Η Αγκαθερή. Βουνό πάνω από τη Μελίντα, όπου η οικογένεια του καπετάν Μανώλη Πιτσιλαδή (Νταλή) έκτισε το εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης, για τη σωτηρία του Μανώλη και του πατέρα του Πέτρου στα χρόνια της Κατοχής, μετά από προφητικό όνειρο («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»:«Μελιτζάνες με σάλτσα», σελ. 66, «Ο γιος του μουχτάρη», σελ. 132).


19. Η Παναγία Κρυφτή και η ιαματική πηγή της. Παραθαλάσσια τοποθεσία έξι μίλια δυτικά του Πλωμαρίου, με ενδιάμεσο σταθμό τη Μελίντα. Εκεί βρίσκεται μέσα σε σπηλιά ένα γραφικό εξωκκλήσι της Παναγίας Κρυφτής, κελιά, μια γούρνα για το ιαματικό νερό, πανύψηλα βράχια και βαθιά νερά. Το πανηγύρι της γίνεται κάθε Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά. Κάθε Σεπτέμβρη, δεχόταν παλιά επισκέπτες που έκαναν μπάνια στην ιαματική πηγή με το καυτό νερό. Η Κρυφτή είναι τόπος χωρίς πόσιμο νερό, γι’ αυτό ο συγχωριανός μας Ξενοφών Αλαμάγκος, όταν θα έλθει από την Αμερική, θα χτίσει μια ωραία βρύση με νερό από τη Γαρνάβα, πέτρινη επένδυση και μια πλάκα που γράφει επάνω: «Ο Ξενοφών Αλαμάγκος εις μνήμην των γονέων αυτού» («Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 113, 114-115). Τα παλιά χρόνια, πλωμαρίτικες γκαζολίνες κουβαλούσαν από την Κρυφτή το ιαματικό νερό σε σιδερένια βαρέλια, εννιά μήνες το χρόνο, εφτά μέρες το μήνα, εξυπηρετώντας τους αρχόντους του Πλωμαριού, που έκαναν στην άνεση του σπιτιού τους τα θερμά ιαματικά τους λουτρά («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Οι φωτογραφίες», σελ. 27-28, «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 111, 112, 113, 114-115, «Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 141, «Ωσεί παρών», σελ. 181 ~ «Το Ουζερί», σελ. 15, 16, 19, 20, 22).


20. Η Γαρνάβα. Αγροτική περιοχή δυτικά του Παλαιοχωρίου, πάνω από την Παναγία Κρυφτή. Από τη βρύση της Γαρνάβας κατέβασαν νερό στην άνυδρη Κρυφτή, όπου έφτιαξαν βρύση, με έξοδα του Ξενοφώντα Αλαμάγκου, που, γύρω στα 1920, μικρό παιδί κουβαλούσε με σταμνί από τη Γαρνάβα νερό για τη γιαγιά του και τις άλλες γριές που έκαναν ιαματικά μπάνια στην Κρυφτή («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 111, 112, 113, 114).

  

21. Το Ραχίδι. Μικρό οροπέδιο πάνω από το Παλαιοχώρι, κατάφυτο από αμπέλια, συκιές και πεύκα. Τόπος εξοχής με πολλά ντάμια τα παλιά χρόνια, σήμερα έρημος. Μετά τον τρύγο, πατούσαν τα κρασοστάφυλα κι έφτιαχναν δικό τους γλυκόπιοτο κρασί, που συνόδευε τις χαρές τους. Εκεί βρίσκεται και το αμπέλι του, κληρονομιά από τον παππού του, που είχε χαράξει το μονόγραμμά του πάνω στη σκουριασμένη καγκελόπορτα. Σήμερα, μόνο κάθε Λαμπροδευτέρα αποκτά κίνηση και ζωή, όταν ανεβαίνουν οι Παλιοχωριανοί για να ψήσουν αρνιά και να γλεντήσουν. Παλαιότερα κουβαλούσαν στο Ραχίδι νερό από τα δυο πηγάδια και από τη βρύση του Βαλανιά. Τα τελευταία χρόνια έκαναν γεώτρηση κι έφεραν νερό από τη Σίντα. Έχει ηλεκτρικό, αλλά λείπουν οι κάτοικοι, ενώ το ένα καφενείο ανοίγει μόνο περιστασιακά, στο πανηγύρι του νεόκτιστου Αγίου Φανουρίου ή της Αγίας Τριάδας ή της Αγίας Παρασκευής («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 111, 112, «Ο γιος του μουχτάρη», σελ. 136, «Τελευταία η καρδιά», σελ. 163, 170, 171 ~ «Προς το παρόν υγιαίνω»/«Μια πλώρη στο βουνό», σελ. 64).  


22. Ο Βαλανιάς. Παλιός οικισμός βόρεια του Παλαιοχωρίου, κοντά στο Ραχίδι, γεμάτος αιωνόβιους πλατάνους. Τροφοδοτούσε με δροσερό νερό τους Ραχιδιώτες παραθεριστές, που το κουβαλούσαν σε σταμνιά με τα χέρια ή με τα γαϊδούρια. Επί τουρκοκρατίας είχε 120 οικίες, καφενείο, χασαπιό, ατσγκαναριό (σιδηρουργείο) μέσα στις τεράστιες κουφάλες των πλατάνων. Σήμερα είναι έρημος τόπος, με κατοίκους δυο κτηνοτρόφους κι ερείπια («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Οικίαι εκατόν είκοσι», σελ. 14-18, «Το μέγα αμάρτημα», σελ. 151, «Τελευταία η καρδιά», σελ. 163). 


23. Το Πρινοβούνι. Βουνό κοντά στο Ραχίδι, κατάφυτο από πρίνους («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 151). 


24. Τα Φ’λίππια<Φιλίππια. Τοποθεσία ανατολικά του Παλαιοχωρίου, όπου ήταν κτισμένο το εξωκκλήσι του Άι-Γιάννη κάτω από μεγάλο πεύκο, μέσα στο κτήμα του Δημητρίου Αράπογλου, Πλωμαρίτη προπάππου του συγγραφέα, που, εξαιτίας της αδιάκοπης γκρίνιας του, του έβγαλαν το παρατσούκλι «η Μπουμπού». Για το χτίσιμο του Άι-Γιάννη, που το πανηγύρι του γίνεται στις 29 Αυγούστου, γράφει: «…γύρω στα 1910, η συντεχνία αγωγιατών και μεταφορέων του ζήτησε 100 τ.μ. σ’ ένα πλάτωμα του κτήματός του να χτίσει τον Άι-Γιάννη, αυτός αρνήθηκε. Και γύρω στα μεσάνυχτα, ξύπνησε με φοβερούς πόνους σ’ όλο του το κορμί, γιατί λέει τον έδερνε ο Άγιος. Κι έστειλε ταχυδρόμο, να βρει τη συντεχνία, να ανακαλέσει το όχι. Κι έτσι χτίστηκε η εκκλησιά μέσα στο κτήμα μας» («Ο θείος μου ο Άγιος»: «Ο Δικός μας Άι Γιάννης», σελ. 23-26).


25. Η Άμαξος. Περιοχή της διαδρομής Παλαιοχώρι-Πλωμάρι, μετά τη Διακλάδωση και τον Άγιο Ευστάθιο. Έχει ένα καφενείο στη στροφή του αμαξιτού δρόμου και κτήματα με μπαχτσέδες («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ωσεί παρών», σελ. 174).  



Β) Αναφορές σε πρόσωπα:


1. Πηνελόπη Μαυραγάνη. Η Παλιοχωριανή γιαγιά του, μητέρα του πατέρα του, η οποία, όπως κι η Πλωμαρίτισσα γιαγιά του Μαριόλα Αράπογλου, διακρινόταν για την ευσέβειά της κι έλεγε τα «πατερημά» της μέχρι τα βαθειά της γηρατειά, χωρίς να καταλαβαίνει τα εκκλησιαστικά κείμενα. Είναι δυναμική και δουλευταρού και προσέχει σαν κέρβερος μην ξαναρχίσει το κάπνισμα ο άντρας της Ξενοφών («Ο θείος μου ο Άγιος»: «Η Ιερά Εμβάς», σελ. 9-10, «Άκαρπου ξύλου», σελ. 49, 50, 51-53, «Ο δρόμος είναι ίδιος», σελ. 68 ~ «Προς το παρόν υγιαίνω»/«Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 11, 13, 15-16, 25 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Οι φωτογραφίες», σ. 20).

   

2. Ξενοφών Π. Μαυραγάνης. Παππούς του συγγραφέα από το Παλαιοχώρι, σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Στρατή. Έχει άλλα τρία αδέλφια κι ένα γιο από την πρώτη του γυναίκα Ειρήνη, τον Παναγιώτη, που εργαζόταν στην Πάνορμο και χάθηκε στα βάθη της Τουρκίας. Παιδιά του από το δεύτερο γάμο του με την Πηνελόπη το 1902 ο φιλόλογος Στρατής, ο φαρμακοποιός Καλλονής Σπύρος και η Σουλτάνα, σύζυγος του Πλωμαρίτη Πιττακού Χατζηγιαννάκη. Ευκατάστατος νοικοκύρης, μπακάλης, παραγωγός ρακιού και μεσαίος ελαιοκτηματίας. Όταν ο γιος του Παναγιώτης κηρυχτεί σε αφάνεια, θα ταξιδέψει προς αναζήτησή του στην Πάνορμο και στην Κωνσταντινούπολή. Πολύ αργά όμως… («Ο θείος μου ο Άγιος»: «Άκαρπου ξύλου», σελ. 49, 50, 51, 53, «Ο δρόμος είναι ίδιος», σελ. 68 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Τελευταία η καρδιά», σελ. 163, 170  ~ «Προς το παρόν υγιαίνω»/«Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 9-28). 


3. Μπαρμπα-Κωστής Π. Μαυραγάνης. Αδελφός του παππού του Ξενοφώντα, ο μικρότερος από τα τέσσερα αδέλφια του. Ήταν ένας μικρόσωμος βρακοφόρος Παλιοχωριανός με γαλανά μάτια και σιγανή φωνή, ντροπαλός και ολιγαρκής, αναλφάβητος κι αχαμνός, αλλά εργατικός και φιλότιμος. Καλλιεργούσε ελιές και κηπευτικά, έκανε κάρβουνα, έβοσκε πρόβατα. Δεν έφυγε ποτέ από το χωριό κι έμεινε γεροντοπαλίκαρο, «άκαρπου ξύλου», όπως ο ίδιος χαρακτήριζε με ταπεινότητα τον εαυτό του. Η ζωή του πέρασε στη σκιά του δραστήριου αδελφού του Ξενοφώντα. Στα γεράματα βρήκε αποκούμπι στο ντάμι που του παραχώρησε πλάι στο δικό του. Ένιωθε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη και τρυφερότητα για τα εγγόνια του αδελφού του, που τους έφτιαχνε καραβάκια από φλούδες πεύκου και μουτσούνες από νεροκολοκύθες. Έφυγε από τη ζωή φθινόπωρο, λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τον έθαψαν στο μικρό νεκροταφείο κοντά στο εξοχικό τους («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Άκαρπου ξύλου», σελ. 49-53).


4. Στρατής Ξ. Μαυραγάνης. Πατέρας του συγγραφέα από το Παλαιοχώρι, ονομαστός φιλόλογος, γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Πλωμαρίου, άριστος και ευσυνείδητος παιδαγωγός. Σύζυγός του  και μητέρα του Ξενοφώντα, της Μαργιόλας και της Πηνελόπης η Πλωμαρίτισσα Ευαγγελία Α. Αράπογλου, για την οποία ο Ξενοφών γράφει σε πολλά σημεία των βιβλίων του με απέραντη αγάπη, θαυμασμό για την ομορφιά και τη νοικοκυροσύνη της και σεβασμό για τη σύνεση και την άοκνη προσφορά της στην οικογένεια. Στο διήγημα «Το μέγα αμάρτημα» (σελ. 150-162) του βιβλίου «Ψάρι με κεφάλι και ουρά» υπάρχει αφιέρωση: «Στη μητέρα μου». Φωτογραφία της θα βρείτε στη σελ. 172 του ίδιου βιβλίου.Η αγαπημένη του θεία Αμερισούδα, αδελφή της μητέρας του, του άφησε κληρονομιά ένα από τα καλύτερα κτήματά της κι ένα ασημόδετο κοράνι του έτους 1888 («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 154-156, 160-162 ~ «Ανισαμιά»/«Το σωτήριον έτος 2014», σελ. 117). Εργατικός και αξιοπρεπής, συμπλήρωνε το μισθό του με αγροτικές εργασίες στα οικογενειακά κτήματα και βοηθό το γάιδαρό του, δραστηριότητες για τις οποίες διώχτηκε στα μετακατοχικά και γεμάτα πολιτικά πάθη χρόνια («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Η Μορταντέλα», σελ. 17-18, «Άκαρπου ξύλου», σελ. 50 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 152, 156, 159, 161-162 ~ «Ανισαμιά»/«Πρωτοχρονιάτικο», σελ. 121, 131 ~ «Το Ουζερί», σελ. 77-79). Όταν κηρύχτηκε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Οκτώβρη του 1940, επιστρατεύτηκε, τοποθετήθηκε στην επιμελητεία Λέσβου στη Μυτιλήνη και αποστρατεύτηκε το Μάιο του 1941. Στην Κατοχή προσπαθούσε να συντηρήσει την οικογένειά του με ανταλλαγή ελαιολάδου. Κάπνιζε τσιγάρο, που το έκοψε κατά την Κατοχή, όταν ο μισθός του ως καθηγητής ήταν σε είδος και σε χαρτονομίσματα με μηδαμινή αξία, για να προμηθεύεται τρόφιμα για την οικογένειά του («Προς το παρόν υγιαίνω»/«Δέκα γράμματα της Κατοχής», σελ. 29, 30, 31-32). Ήταν κυνηγός κι είχε ένα εκπληκτικά όμορφο κι έξυπνο κυνηγόσκυλο, τον Νωρ, αλλά στη γερμανική Κατοχή αναγκάστηκε να παραχώσει το αγαπημένο του εμπροσθογεμές καναδικής κατασκευής δίκαννο στην εσωτερική χωμάτινη αυλή κάποιου αγροτικού σπιτιού τους, για να μην το παραδώσει στους Γερμανούς. Αν και το είχε καλά τυλιγμένο σε πανιά και γρασαρισμένο, όταν το ξέθαψε τέσσερα χρόνια μετά ήταν σκουριασμένο και με κατεστραμμένη τη δεξιά του κάννη («Ανισαμιά»/«Η ανισαμιά», σελ. 9). Αρκετούς μήνες του χρόνου έμεναν στο εξοχικό τους στον Άγιο Ισίδωρο κι ανεβοκατέβαιναν όταν άνοιγαν τα σχολειά. Στην εξοχή, όταν η οικογένεια απολάμβανε τα φεγγαρόλουστα βράδια, άρεσε στο Στρατή να τραγουδά το σκοπό «Χορ-χορ Αγά», αργό καθιστικό παραδοσιακό σκοπό ιδιαίτερα αγαπητό στη Λέσβο, που στην ουσία είναι απόσπασμα από την αρμένικη οπερέτα «Λεπλεμπιτζής Χορ-χορ Αγάς» [«Ο Κυρ-Γρηγόρης ο στραγαλάς», στίχοι ηθοποιού Τακβόρ Ναλιάν και μουσική Αρμένιου Ντικράν Τσουχατζιάν] («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Η Καρτσιλή», σελ. 13, 15). Η ονομαστική εορτή του ήταν στις 8 Νοεμβρίου, όπως συνηθίζεται στη Λέσβο να γιορτάζουν οι Στρατήδες την μέρα των «Ελευθερίων» του νησιού. Είχε καλές σχέσεις με τους γείτονές του στην εξοχή, οι οποίοι συζητούσαν μαζί του για όσα παράξενα γίνονταν, όπως η εκτόξευση του τεχνητού δορυφόρου «Σπούτνικ» γύρω από τη γη στις 5 Οκτωβρίου 1957 από τους Ρώσους. Ήταν ορθολογιστής κι ερμήνευε χωρίς θρησκοληψίες όσα συνέβαιναν στον κόσμο. Στο πρώτο βιβλίο ο συγγραφέας αναφέρει πως πατέρας του «δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος», το ίδιο και στο τέταρτο. Ωστόσο, δεν παρέλειπε να ανάβει πρώτα κερί στην Ευαγγελίστρια Παλαιοχωρίου όποτε πήγαινε στο χωριό του κι όταν έφευγε (διήγημα «Ο θείος μου ο Άγιος», σελ. 30 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 153-154, 156, 160 ~ «Ανισαμιά»/«Το σωτήριον έτος 2014», σελ. 115). Γύρω στο 1961 μετοίκησαν οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε Νομικά ο γιος του, σε πολυκατοικία γωνία Αγίας Σοφίας και Αγίου Δημητρίου, κοντά σε συγγενική τους οικογένεια. «Να προσέχεις»,  ήταν η συμβουλή του πατέρα και της μητέρας του συγγραφέα στο γιο τους κάθε φορά που αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω των πολιτικών του ιδεών («Ανισαμιά»/«Το σωτήριον έτος 2014», σελ. 114, 115, 116, 117, 118). Οι μαθητές του τον σέβονταν και τον προσφωνούσαν «δάσκαλε»∙ ένας απ’ αυτούς ήταν ο καπετάν Μανώλης Πιτσιλαδής, ο Νταλής, ο οποίος μετέφερε κάποτε το φοιτητή γιο του καθηγητή του στη Θεσσαλονίκη με το πλοίο του «Αγία Μαρίνα» («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Μελιτζάνες με σάλτσα», σελ. 58, 59, 60, 61, 65, «Ο Σπούτνικ», σελ. 69, 72, 73). Κάποιοι άλλοι που τους φέρθηκε με αυστηρότητα και τους απαγόρεψε να οπλοφορούν στο σχολείο τον στοχοποίησαν. Παρά τους περιορισμούς και τα πολιτικά πάθη, υπήρξαν περιπτώσεις που έδειξε ανθρωπιά και αλληλεγγύη προς τους αδύνατους, ξεπερνώντας τον φόβο διώξεων: Μία το φθινόπωρο του 1948, όταν, ταξιδεύοντας με το πλοίο «Αδρίας» για Αθήνα για αφαίρεση αμυγδαλών του γιου του, είδε σε φάλαγγα 44 δεμένων πολιτικών κρατουμένων το συγχωριανό φίλο και συνονόματό του Μαυραγάνη (Νίκο). Τον χαιρέτησε με αδιόρατο κούνημα χεριού κι αργότερα ζήτησε άδεια από τον μοίραρχο να μιλήσει στον κρατούμενο. Ήταν ένας κοντός αδύνατος Πλωμαρίτης, με γκρίζο κοστούμι και γραβάτα, φρεσκοξυρισμένος και καλοχτενισμένος. Έσφιξαν τα χέρια, φιλήθηκαν κι είπαν πολλά με τα μάτια. Τον πληροφόρησε ότι ήταν καταδικασμένος δις εις θάνατον κι ότι τον πήγαιναν στις φυλακές της Αίγινας και μετά για εκτέλεση. Τον παρηγόρησε λέγοντάς του ότι η καταδίκη του δεν ήταν παμψηφεί και μάλλον θα μετατρεπόταν σε ισόβια, ότι φίλοι του μαζεύουν γι’ αυτόν υπογραφές και χρήματα για δικηγόρους. Δεύτερη το Δεκέμβρη του 1949, όταν στο Πλωμάρι κρυβόταν ένα παιδί-φάντασμα, ο δεκάχρονος Τιν΄ς από την Αγιάσο, γιος αντάρτη που σκότωσαν οι εθνικόφρονες. Όταν ο εννιάχρονος γιος του Ξενοφών θα τον εντοπίσει στον «Κλίβανο» και θα ζητήσει από τον πατέρα του να φιλοξενήσουν τον μικρό φυγάδα στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι τους, ο Στρατής θα του το επιτρέψει, θα θελήσει να τον προστατέψει και θα του προσφέρει δώρο ένα πανταλόνι. Το πρωί της 2ας Ιανουαρίου 1950, ο διοικητής τον κάλεσε στη Χωροφυλακή και με επιτιμητικό τόνο τον πληροφόρησε ότι συνέλαβαν το παιδί. Ο αείμνηστος γυμνασιάρχης πάντα σκεφτόταν με θλίψη και οργή για τον εαυτό του πως δεν βρήκε τρόπο να φυγαδεύσει τον ορφανό Τιν, κι όχι για την πειθαρχική ποινή και την ποινική δίωξη που ακολούθησε… («Ανισαμιά»/«Πρωτοχρονιάτικο», σελ. 124-127, 127-131). 


5. Σπύρος Ξ. Μαυραγάνης. Γιος του Ξενοφώντα και της Πηνελόπης, αδελφός του Στρατή και της Σουλτάνας, θείος του συγγραφέα. Ήταν φαρμακοποιός και κατοικούσε στην Καλλονή Λέσβου. Ασχολούνταν και με αγροτικές εργασίες, όπως ο τρύγος του αμπελιού του («Ο θείος μου ο Άγιος»: «Άκαρπου ξύλου», σελ. 50-51, «Ο δρόμος είναι ίδιος», σελ. 68).


6. Σουλτάνα Ξ. Μαυραγάνη - Χατζηγιαννάκη. Κόρη του Ξενοφώντα και της Πηνελόπης Μαυραγάνη, σύζυγος του Πιττακού Χατζηγιαννάκη από το Πλωμάρι, άτεκνη θεία του συγγραφέα («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Άκαρπου ξύλου», σελ. 49, 50).


7. Παναγιώτης Ξ. Μαυραγάνης. Πρωτότοκος γιος του Ξενοφώντα Μαυραγάνη από τον πρώτο του γάμο με την Ειρήνη, κόρη του Νικολάου και της Αμερισούδας, ετεροθαλής αδελφός του Στρατή, του Σπύρου και της Σουλτάνας από το δεύτερο γάμο του πατέρα του με την Πηνελόπη. Γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι στις 17 Απριλίου 1898, στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Λέσβο. Το 1900 ορφάνεψε από μητέρα, όταν μια πυρκαγιά κατέκαψε το σπίτι τους. Φοίτησε στο Αρρεναγωγείο Παλαιοχωρίου και στο Ελληνικό Σχολείο Πλωμαρίου. Οι δάσκαλοί του μιλούσαν με θαυμασμό για την αγάπη του στα γράμματα και τις άριστες επιδόσεις του, ήταν κατά τη γνώμη τους «ευφυέστατος και φιλομαθέστατος». Μόλις τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο), δεκατριών ετών, ο πατέρας του του βρήκε εργασία στο υποκατάστημα της λεσβιακής εταιρείας «Ελαιολάδων και σαπώνων Π.Χ. Χατζηβασιλείου και Σία» στην Πάνορμο Τουρκίας. Το Σεπτέμβρη του 1911 ταξίδεψε με το ιδιόκτητο καΐκι «Πάνορμος» της εταιρείας Χατζηβασιλείου, υπακούοντας με σεβασμό στη θέληση του πατέρα του. Εκεί προσπαθεί να μάθει γαλλικά και λίγα τουρκικά, που θα του εξασφαλίσουν επαγγελματική πρόοδο. Με καρτερία και αξιοπρέπεια υπομένει τις δυσκολίες στην εργασία του ο μικρός μετανάστης, υποφέρει όμως από νοσταλγία για το αγαπημένο του Παλαιοχώρι κι επιθυμεί το γυρισμό. Όταν το 1912 η Λέσβος θα απελευθερωθεί από τους Τούρκους, ο Παναγιώτης αγωνιά για την πολιτική κατάστασή του: είναι οθωμανός υπήκοος ή Έλληνας; Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος που θα ξεσπάσει το 1914, θα αλλάξει δραματικά τη ζωή του.

     Κατά τη γνώμη μου, είναι ο πιο συμπαθής και τραγικός ήρωας του συγγραφέα, ένας αγνός και ανεξίκακος έφηβος, ορφανεμένος από μητέρα, που τον γνωρίζουμε από τις επιστολές που στέλνει στον πατέρα του από την Πάνορμο, όπου θα εργαστεί επί πενταετία. Τελευταίο γράμμα της 5ης Ιανουαρίου 1916. Χάθηκε 18 χρονών στα βάθη της Ανατολίας, όπου οδηγήθηκε ως στρατεύσιμος του τουρκικού στρατού («Προς το παρόν υγιαίνω»/Διήγημα «Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 9-28). 


8. Ειρήνη. Η πρώτη σύζυγος του Ξενοφώντα Μαυραγάνη, μητέρα του Παναγιώτη και κόρη του Νικολάου και της Αμερισούδας. Το 1900, τρία μόλις χρόνια παντρεμένη και μικρομάνα, πυρκαγιά κατέκαψε το σπιτικό της και την ίδια. Ήταν ευγενική ψυχή («Προς το παρόν υγιαίνω»/«Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 11).


9. Νικόλας και Αμερισούδα. Ο παππούς και η γιαγιά του Παναγιώτη Ξ. Μαυραγάνη, γονείς της μητέρας του Ειρήνης. Η γιαγιά του πέθανε αρχές του 1915 («Προς το παρόν υγιαίνω»/«Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 11, 16, 25, 26, 28). 


10. Δυο ξαδέλφες από Παλαιοχώρι. Παρούσες στην κηδεία του Κωστή Μαυραγάνη («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Άκαρπου ξύλου», σελ. 51 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 161). 


11. Θεία Αμερισούδα. Αδελφή της γιαγιάς του Πηνελόπης, αγαπημένη θεία του Στρατή Μαυραγάνη, που την επισκέπτονταν κάθε φορά που πήγαιναν στο Παλαιοχώρι. Αφιέρωμά της μια μεγάλη φορητή εικόνα στο κεντρικό κλίτος της Ευαγγελίστριας Παλαιοχωρίου. Όπως γράφει ο συγγραφέας στη σελ. 154, η μικροκαμωμένη βρακοφορούσα θεία Αμερισούδα, ισχνή και πάντα θλιμμένη, αποτελούσε γι’ αυτούς περίπου «μυθικό πρόσωπο». Μικροπαντρεμένη με εύπορο Πλωμαρίτη φραγκοράφτη, απέκτησε ένα κοριτσάκι με βαριά αγιάτρευτη αρρώστια. Απελπισμένη από την αδυναμία των γιατρών να το θεραπεύσουν, ακολούθησε τη συμβουλή μιας Τουρκάλας να πάει στο Σκόπελο Γέρας όπου είχε τζαμί, να διαβάσει ο Χότζας στο άρρωστο παιδί λόγια του κορανίου. Το παιδί πέθανε, έμαθε ο παπάς μετά την κηδεία το μυστικό της και την κατέκρινε για την πράξη της. Ούτε οι νηστείες ούτε οι παρακλήσεις ούτε τα αφιερώματα κατάφεραν να βγάλουν από την ψυχή της το βάρος της ενοχής. Βίωνε έναν ασίγαστο καημό, για το «μέγα αμάρτημα» που διέπραξε και προσπαθούσε να εξιλεωθεί. Λάτρευε τον ανεψιό της Στρατή και τον φίλευε με καλούδια όταν την επισκεπτόταν. Αυτόν κάλεσε ετοιμοθάνατη, σαν έπεσε στη στέρνα του κήπου της αρχές Μάρτη 1955. Του έδειξε με μια ματιά το μπαούλο, όπου είχε τη διαθήκη της κι ένα ασημόδετο Κοράνι στην αραβική, με ελληνική μετάφραση, έκδοση του 1888 «εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις». Άφησε γενική κληρονόμο την εκκλησία κι ένα από τα καλύτερα κτήματά της στον αγαπημένο της ανεψιό («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 154-157, 160-162). 


12. Θεία Βλουτίνα. Άλλη αδελφή της γιαγιάς του Πηνελόπης, που ζούσε στο Παλαιοχώρι και την επισκέπτονταν όταν πήγαιναν στο χωριό του πατέρα του στις χριστουγεννιάτικες διακοπές για να μαζέψουν τις ελιές ή σε άλλες περιστάσεις («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 157).   

 

13. Κάρμεν/Καρματζού. Εξαδέλφη του πατέρα του στο Παλαιοχώρι, «γνωστή για την αθυροστομία της και την έξω καρδιά ζωή της». Βαφτιστικό της ήταν το Καρματζού, επίθετο του παππού της που δεν είχε άρρενες απογόνους, τη φώναζαν όμως Κάρμεν από το παρουσιαστικό της που θύμιζε Σπανιόλα («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 157).   


14. Του Ρηνέλ’. Μια απλοϊκή δεκατετράχρονη κοπελίτσα από το χωριό Βούρκος-Σταυρός, που πήγε παρακόρη στο σπίτι της Σουλτάνας Μαυραγάνη-Χατζηγιαννάκη, αδελφής του πατέρα του χωρίς παιδιά, που μένει με τον άντρα της Πιττακό στο Πλωμάρι. Στέκεται έκθαμβη μπροστά στο ραδιόφωνο υγρής μπαταρίας MORPHY κι ακούει την κυριακάτικη λειτουργία κατάπληκτη. Μακάρι να άκουγαν η μάνα κι η γιαγιά της τη λειτουργία από ραδιόφωνο στο χωριό της που δεν έχει παπά. Σιγά-σιγά, του Ρηνέλ’ βγάζει απ’ το κεφάλι το μαντήλι, βάζει καινούργιο φόρεμα, αντικαθιστά τα τσόκαρα με παπούτσια φτιαγμένα από τον μπαρμπα-Δημητρό τον Καρβούνη και μαθαίνει ανάγνωση και γραφή από την κυρά της. Θαύμαζε κι απορούσε, τρόμαζε και κρυβόταν κάτω από το τραπέζι με όσα άγνωστα έβλεπε: το ηλεκτρικό φως, το μπάνιο στη μπανιέρα, το ράδιο. Του Ρηνέλ’ από το Βούρκο μεγάλωσε, έμαθε πολλά και έστελνε δώρα στη μάνα της με τη γκαζολίνα «τ’ς Ταντίνας». Τα αφεντικά της τη στεφάνωσαν οι ίδιοι με το συγγενή τους Γιώργο Γρ. Γανώση στο Παλαιοχώρι, έκανε τρία παιδιά, χήρεψε νωρίς και σήμερα ζει κοντά στην κόρη της Δέσποινα. Ωστόσο, η Ειρήνη Κουραχάνη-Γανώση, πολιτογραφημένη πια Παλιοχωριανή, ποτέ δεν έπαψε να βλέπει με απορία καθετί καινούργιο, όπως η δεκατετράχρονη κοπελίτσα πριν πάρα πολλά χρόνια («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Του Ρηνέλ’», σελ. 46-48).


15. Παλιοχωριανοί και Παλιοχωριανές-χορός. Άνδρες με παραδοσιακές νησιώτικες βράκες και γυναίκες βρακοφορούσες με υφαντά ρούχα, «λουκούμια» οι νέες, εργατικοί αλλά και γλεντζέδες. Με θαυμασμό γράφει πως είναι «οι καλύτεροι χορευτές της περιοχής». Αγαπούν τα γλέντια και τους χορούς του τόπου μας, συρτό, μπάλο, καρσιλαμά, απτάλικο, χασάπικο, ζεϊμπέκικο, το μπαμ, τα «ξλαρέλια». Ο «ανιγκασκός», ένα γρήγορο χασαποσέρβικο, αποτελεί το τέλος του κύκλου κάθε ομάδας χορευτών. Χορεύουν όλοι με φιγούρες και παιχνιδίσματα, από τα μικρά παιδιά μέχρι τους γέρους, εκφράζοντας με τη μουσική και το χορό τους καημούς και τις χαρές τους, το πάθος τους για ζωή. Ο χορός είναι γι’ αυτούς «μια διαρκής κουβέντα κι εξομολόγηση»  («Ο θείος μου ο Άγιος»: «Ο Δικός μας Άι-Γιάννης», σελ. 25 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 158).


16. Χρήστος Γρ. Ξαφέλης. Παλιοχωριανός αποστολέας επιστολής προς το «Γραφείο αιχμαλώτων» του Ερυθρού Σταυρού από το Παλαιοχώρι, που άλλοι λένε πως ήταν ένας από τους 49 κρατούμενους και μεταγόμενους κομμουνιστές που πνίγηκαν στο ναυάγιο της «Χιμάρας» τον Ιανουάριο του 1947, άλλοι πως έφυγε από το Παλαιοχώρι με την αγαπημένη του, «αλληλοαπαχθέντες» («Προς το παρόν υγιαίνω»/″Δέκα γράμματα της Κατοχής″, σελ. 50)


17. Ποσειδώνας (Δίβαρης) Καραβάς ή σκέτο Ποσειδώνας (Σμύρνη 1911 – Παλαιοχώρι 1914 – Αθήνα 1985). Ονομαστός βιολιτζής και τραγουδιστής από το Παλαιοχώρι, που εργάστηκε με μεγάλες ορχήστρες στην Αθήνα, στο «Ουζερί» Πλωμαρίου το 1953 και στην Αυστραλία από 1960 έως 1975  («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 158 ~ «Το Ουζερί», σελ. 93-96).


18. Παντελέληδες. Μουσικοί από το Παλαιοχώρι, τα αδέλφια Μανώλης, Βαγγέλης και Παναγιώτης, που έχουν αφήσει απογόνους μουσικούς («Το Ουζερί», σελ. 96). Ο ονομαστός για την τέχνη και την εντυπωσιακή του εμφάνιση Παναγιώτης Παντελέλης με την τούμπα του, χάλκινο πνευστό όργανο, έπαιξε μαζί με άλλους μουσικούς της περιοχής στο γάμο της κόρης του πλούσιου καπετάν Κωνσταντή Πελαγίας («Προς το παρόν υγιαίνω»/«Η καπετάνισσα», σελ. 161).


19. Γανώσηδες/τα Γανωσέλια. Μουσικοί από το Παλαιοχώρι, αδέλφια που έπαιζαν σαντούρι, βιολί, ούτι και κλαρίνο («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 136-137 ~ «Το Ουζερί», σελ. 96).


20. Καμπούρης Δημήτριος. Γιος του Παναγιώτη και της Σοφίας Βαμβά-Καμπούρη, Υπεύθυνος του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Παλαιοχωρίου. Τον επαινεί και θεωρεί ότι σ’ αυτόν οφείλεται η αποδοτική λειτουργία του Συνεταιρισμού, γιατί είναι «έντιμος, καθαρός κι απαλλαγμένος από κομματικές δουλείες». Όπως γράφει χαρακτηριστικά γι’ αυτόν, «στην περιοχή Πλωμαρίου σώζει την χαμένη τιμή του συνεταιριστικού κινήματος» («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Η Συνεταιριστική Καταβαράθρωση», σελ. 84). 


21. Γιάννης Καματερός. Παλιοχωριανός, γιος της χήρας Σουλτάνας Καματερού, αδελφός της Μαρίας και της Δημητρούλας. Η μόρφωσή του ήταν στοιχειώδης, ήταν όμως φιλομαθής, με γνώσεις από προσωπικά διαβάσματα και συναναστροφές. Ο γάμος του στη Μελίντα με τη συγχωριανή του Ευαγγελία Σκυβαλάκη διήρκεσε μόνο… τρεις μέρες. Χώρισαν, αλλά εξακολουθούσαν να βλέπονται και ν’ αγαπιούνται σε κρυφά ραντεβού. Διακριτικός ο Γιάννης, δεν ήθελε να μιλά γι’ αυτό. Ήταν άνθρωπος ανοιχτόκαρδος και κοινωνικός, ομιλητικός και φιλόξενος, κι έκανε εύκολα φιλίες με ντόπιους και ξένους, όπως η Χέλντα από τη Βιέννη. «Γεννημένος φτωχός, άρχοντας όμως στην καρδιά, πάντα ευθυτενής και ευλύγιστος, άριστος χορευτής, πιθανόν εραστής ωρίμων κυριών στη νεότητά του, πρόθυμος να εξυπηρετήσει φίλους και μη…», γράφει γι’ αυτόν ο συγγραφέας. Για πολλά χρόνια ήταν γενικός διαχειριστής κτημάτων πλούσιων συμπατριωτών εγκατεστημένων στην Αθήνα. Ήταν αφιλοκερδής και ολιγαρκής, αντίθετα με τη μεγάλη δίψα του για προβολή και δόξα. Καυχιόταν πως είχε κάνει ανάλιες, αλλά αρνιόταν να δείξει το σημάδι στη γάμπα του. Ήταν ευφάνταστος κι ευχάριστος αφηγητής ιστοριών αληθινών ή γεννημάτων της αχαλίνωτης φαντασίας του, που διασκέδαζαν κι έκαναν ευχάριστη την παρέα του. «Ακμαίος, πανταχού παρών, ένας ζων μύθος που πλαθόταν και μεταλλασσόταν κάθε φορά ανάλογα με την περίσταση. Το κύριο και θαυμαστό χαρακτηριστικό των αφηγήσεών του ήταν η αυτοπρόσωπη παρουσία του στην εξέλιξη των γεγονότων, ακόμα κι αν αυτά είχαν συμβεί πριν από εκατό ή διακόσια χρόνια», γράφει ο Ξενοφών στο διήγημα που αφιερώνει στο Μιχάλη Τσιπίδη, επιστήθιο φίλο και προμηθευτή ειδών ψαρέματος στον ατζαμή ψαρά Γιάννη, που του άρεσε να ψαρεύει στη Μελίντα παρέα με το φίλο του Θωμά.     

     Λιτοδίαιτος, όχι κρεατοφάγος, και λόγω οικονομικής στενότητας, θαυμάσιος όμως μάγειρας, που μπορούσε σε μια ώρα να ετοιμάσει όμορφα διακοσμημένες πιατέλες με νόστιμους θαλασσινούς μεζέδες, τυριά και λαχανικά. Σπεσιαλιτέ του η ομελέτα με κρεμμύδι, ντομάτα, πιπεριές και πατάτες τηγανιτές. Μια από τις φανταστικές ιστορίες που αφηγούνταν στους φίλους του ως αληθινές ήταν με τον Ωνάση: Κάποια μέρα του ’60, κατέπλευσε στη Μελίντα ο Ωνάσης με το πλοίο «Χριστίνα», έστειλε άνθρωπο με βενζινάκατο να βρει τον Καματερό, να αναλάβει μάγειρας του Ωνάση γιατί αρρώστησε ο δικός του μάγειρας. Η φήμη του είχε φτάσει ως την Αμερική! Ο Γιάννης δέχτηκε, με τον όρο να πάρει τα υλικά από το Παλαιοχώρι. Τόσο θα καταπλήξει τον Ωνάση με τα ωραία φαγητά και τις ιστορίες του ένα μήνα που γύριζαν στο νησί, ώστε και μετά την ανάρρωση του μάγειρά του θα του ζητήσει να τον πάρει μαζί του. Αυτός όμως αρνήθηκε, γιατί ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του.

     Ιδεολογικά έλεγε πως ήταν γνήσιος κομμουνιστής, φιλειρηνιστής και επαναστάτης. Έκφραση αυτών των ιδεών του ήταν το σύνθημα που έγραψε με τεράστια κόκκινα γράμματα σ’ έναν ασβεστωμένο τοίχο στον«Άνεμο», είσοδο του χωριού και τόπο περιπάτου, με την άδεια του ομοϊδεάτη φίλου του Προέδρου της Κοινότητας Παναγιώτη Μαλαμά: «ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ ΔΕΝ ΘΑ ΔΕΧΘΕΙ ΠΟΤΕ ΠΥΡΗΝΙΚΑ. ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ. ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΟΥ» !

     Ένα από τα μυστηριώδη στοιχεία της ζωής του Γιάννη ήταν το ″Μεγάλο  Βιβλίο″ που έλεγε πως έγραφε. Όταν κάποιος τον έφερνε σε δύσκολη θέση  ελέγχοντας την αλήθεια των αφηγήσεών του και μη βρίσκοντας κάποια αληθοφανή απάντηση, απαντούσε: «Όλα τα γράφω στο ″Μεγάλο Βιβλίο″». Το περιεχόμενό του θα αποκαλυπτόταν μετά το θάνατό του. Ο μόνος άνθρωπος που του είχε επιτρέψει να το δει ήταν ο φίλος του Ξενοφών Αλαμάγκος, που δεν ήξερε γράμματα! Το ″Μεγάλο Βιβλίο″ του Γιάννη δεν βρέθηκε ποτέ!

     Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Μιχαλέλειο Γηροκομείο Πλωμαρίου. Πέθανε στα ενενήντα του χρόνια το Φλεβάρη του 2010 και τάφηκε στο Παλαιοχώρι. Την εξόδιο ακολουθία έψαλε στην Ευαγγελίστρια ο ιερέας Μεταξής Ευστάθιος. Όσο ζούσε ο Γιάννης, πήγαινε συχνά στο νεκροταφείο, όπου, καθώς έλεγε σε όλους, έκτιζε ιδιόκτητο τάφο κοντά στην κεντρική είσοδο. Συχνά τον ακούγαμε στο χωριό να περιγράφει πώς θα είναι ο τάφος του. Χαρακτηριστικές λεπτομέρειες της εσωτερικής διακόσμησης η επένδυση με πλακίδια και το βιβλίο που είχε τοποθετήσει σε μια εσοχή, «για να τον συντροφεύει στην απέραντη μοναξιά του». Ούτε ο ιδιόκτητος τάφος του βρέθηκε! Τον έθαψαν στον πιο κοντινό στην είσοδο του νεκροταφείου φρεσκοσκαμμένο λάκκο. Τη μακαριά του έκαναν οι φίλοι του στο καφενείο «Ταράτσα», απέναντι από το σπίτι του. Επιστήθιοι φίλοι του ο Μιχάλης Τσιπίδης, ο συγγραφέας  και πολλοί άλλοι, όλοι παρόντες στην κηδεία του Γιάννη Καματερού. Ωστόσο, το καλύτερο μνημόσυνο για το Γιάννη είναι το διήγημα «Ωσεί παρών», γιατί θ’ αφήσει αθάνατο το όνομα ενός ανθρώπου που εύρισκε στη φαντασία παρηγοριά για την άχαρη ζωή («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 109-114, «Ωσεί παρών», σελ. 173-182).


22. Μεταξής Ευστάθιος. Ιερέας της Ευαγγελίστριας Παλαιοχωρίου επί πολλά χρόνια και σήμερα αρχιερατικός επίτροπος στον Άγιο Νικόλαο Πλωμαρίου. Έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία κατά την κηδεία του Γιάννη Καματερού το Φεβρουάριο 2010 («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ωσεί παρών», σελ. 174). 


23. Παναγιώτης Ι. Μαλαμάς. Κομμουνιστής Πρόεδρος της Κοινότητας Παλαιοχωρίου, φίλος κι ομοϊδεάτης του Γιάννη Καματερού, στον οποίο επέτρεψε να γράψει πάνω σε τοίχο στον «Άνεμο» ένα αντιπυρηνικό σύνθημα («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ωσεί παρών», σ. 182). 


24. Ξενοφών Αλαμάγκος (Τζιμ Άλαμ). Γιος του Παναγιώτη και της Ευδοξίας, Παλιοχωριανός απόδημος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, επιστήθιος φίλος του Γιάννη Καματερού. Παιδί 13 ετών, φτωχό κι αναλφάβητο, είχε ξενιτευτεί το 1925, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και βρήκε δουλειά λαντζιέρη στο υπόγειο ενός μεγάλου ρεστοράν, όπου, κάθε φορά που φώναζαν «τέλεφον», από τον πολύ θόρυβο, νόμιζε πως ακούει «Ξενοφών».  Γι’ αυτό μια μέρα ζήτησε να τον φωνάζουν «Τζιμ». Παντρεύτηκε Ελληνίδα γεννημένη στην Αμερική από γονείς που κατάγονταν από το Παλαιοχώρι κι απέκτησαν μια κόρη. Μετά από 50 χρόνια, θα κάνει για πρώτη φορά ταξίδι γυρισμού με την ΠΑΝ-ΑΜ, θα συνεχίσει με αεροταξί για τη Λέσβο λόγω απεργίας των υπαλλήλων της Ολυμπιακής και με ταξί στο Παλαιοχώρι, όπου θα τον υποδεχτεί, θα τον φιλοξενήσει, θα τον βοηθήσει να ξαναγνωρίσει το χωριό, να επισκευάσει το πατρικό και να καλλιεργήσει τα κτήματά του ο φιλόξενος Γιάννης Καματερός. Από τότε θα έρχεται κάθε χρόνο, από Πάσχα μέχρι αρχές χειμώνα, και θα απολαμβάνει τη διαμονή του στην πατρίδα. Η Μυρσίνα όμως, η γυναίκα του, δεν συμπαθούσε την Ελλάδα και δεν ήθελε να έλθει  στο χωριό, κάτι που ανάγκασε τον Ξενοφώντα να της γράψει κάποτε στο γράμμα με κεφαλαία γράμματα και παλιοχωριανή διάλεκτο: «ΑΡΑΜ ΕΡΚΣ ΤΣ’ ΑΡΑΜ ΔΕΝ ΕΡΚΣ» (Άραμ έρκς τσ’ άραμ δεν έρκς = θες έρχεσαι, θες όχι, εμένα δεν με νοιάζει καθόλου!). Αγαπημένα του μέρη το Ραχίδι, η Γαρνάβα, η Κρυφτή, όπου η γιαγιά του έκανε ιαματικά λουτρά και τον έστελναν να φέρει, ξυπόλυτος, νερό με το κουμάρι από τη Γαρνάβα. Γι’ αυτό, όταν θα δει ότι η Κρυφτή ακόμα δεν έχει νερό, θα χτίσει μια ωραία βρύση με νερό από τη Γαρνάβα, πέτρινη επένδυση και μια πλάκα που γράφει επάνω: «Ο Ξενοφών Αλαμάγκος εις μνήμην των γονέων αυτού». Από το γέρο ψαρά Καρέ θα αγοράσει και εξοχικό στη Μελίντα, ένα σπιτάκι πάνω στην αμμουδιά. Το 2004, ενενήντα δύο ετών, θα δωρίσει στη βαφτιστήρα του, σε φίλους και συγγενείς τα πράγματα και την περιουσία του και θ’ αποχαιρετήσει για πάντα το αγαπημένο του Παλαιοχώρι. Το 2006, ενενήντα τεσσάρων χρονών, θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή στην ξενιτιά («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 108-115, «Ωσεί παρών», σελ. 179).   


25. Γιαγιά Ξενοφώντα Αλαμάγκου και άλλες γριές. Γύρω στα 1920, κάνουν μπάνια στην ιαματική πηγή της Κρυφτής («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 112). 


26. Ψαρρός Νίκος (το Κρικρό). Επαγγελματίας ψαράς της Μελίντας, γιος του Γιάννη και της Περσεφόνης («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 111).


27. Τσιμναδής Θωμάς. Φίλος του Γιάννη Καματερού, ερασιτέχνης ψαράς («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 111, «Ωσεί παρών», σελ. 176, 177). 


28. Καρρές. Γέρος κάτοικος της Μελίντας, παλιός ψαράς, ο οποίος πούλησε στον Ξενοφώντα Αλαμάγκο το σπίτι του πάνω στο κύμα, δυο δωμάτια, κουζίνα και δέκα μέτρα μπαχτσέ («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 113).


29. Χριστόδουλος Μουχτάρης. Έλληνας χριστιανός από κάποιο χωριό κοντά στο Αϊβαλί, ένας από τους πέντε γιους Μικρασιάτη Έλληνα νοικοκύρη. Την άνοιξη του 1880, τα πέντε παλικάρια 16-21 ετών έφυγαν κρυφά με τη βάρκα τους, για να αποφύγουν τη στράτευση στον τουρκικό στρατό και τα τάγματα εργασίας. Προορισμός τους η Λέσβος, τουρκοκρατούμενη ακόμα. Το κύμα τους έβγαλε στη Μελίντα. Οι δυο μεγαλύτεροι έφυγαν με προορισμό την Αθήνα, οι άλλοι δυο για την πρωτεύουσα Μυτιλήνη. Ο Χριστόδουλος αποφάσισε να μείνει εκεί κι έφτιαξε καλαμένια καλύβα σε μια πεζούλα. Όταν συνάντησε ντόπιους από το Παλαιοχώρι, ανέλαβε να χτίσει το πηγάδι της Μελίντας. Έπειτα άνοιξε το πηγάδι του Μελανδινού, με αμοιβή  την ιδιοκτησία της πεζούλας, κι απέκτησε το παρατσούκλι «Η Ξτόλδους η Πγαδάς» και επίσημο επώνυμο "Μουχτάρης", επειδή ο πατέρας του ήταν μουχτάρης (εκλεγμένος πρόεδρος χωριού). Στην πεζούλα του θα ανακαλύψει ένα βόλι, μια μυλόπετρα κι ένα υπόγειο δωμάτιο δέκα επί δέκα μέτρα, με επένδυση από μπρουσουλιάνα (πορσελάνη) και πάγκους με πολλά μαξιλάρια γεμάτα λαθραίο τσιγαρόχαρτο. Ήταν η κρυφή στεγανή αποθήκη κοντραμπατζήδων, που στην Κατοχή θα γινόταν κρυψώνα πολλών παλικαριών που έφευγαν για τη Μέση Ανατολή, για να καταντήσει αργότερα τουαλέτα της ταβέρνας. Ο Χριστόδουλος θα αγαπήσει τη Ρηνιώ από το Παλαιοχώρι, θα στείλει προξενιά στον πατέρα της και θα παντρευτούν στην Ευαγγελίστρια Παλαιοχωρίου.Μέχρι το 1900 η καλύβα  θα γίνει χτιστό σπίτι και θα στεγάσει τα τέσσερα αγόρια και τα δυο κορίτσια τους. Όταν το φθινόπωρο του 1910 μια φουρτούνα θα καταστρέψει τη βάρκα του, θα φτιάξει μόνος του ένα καΐκι πάνω σε μισομόντελο ιστιοφόρο που του έδωσαν από τον ταρσανά οι Πλωμαρίτες καραβομαραγκοί Γιαμουγιάννηδες και θα σκαρώσει μια φάρσα στους Πλωμαρίτες, ότι τάχα είναι μηχανοκίνητο με κάρβουνο. Δυνατό κι εργατικό παλικάρι, φιλότιμος και αξιαγάπητος, μάστορας χτίστης, καλός βαρκάρης και ψαράς, μπαχτσεβάνης, πρόθυμος εργάτης στον ελαιόμυλο της Μελίντας, αργότερα καφετζής, καραβομαραγκός εφευρετικός και χωρατατζής, ένας χρυσοχέρης Μικρασιάτης Έλληνας, θα ριζώσει στη Μελίντα και θ’ αφήσει πολλούς απογόνους («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 128-143).   


30. Ρηνιώ. Η Παλιοχωριανή σύζυγος του Χριστόδουλου Μουχτούρη, γιου μουχτάρη από το Αϊβαλί. Ψηλή λεπτή κοπέλα, βρακοφορούσα λυγερή και όμορφη. Την αγάπησε ο Χριστόδουλος κι έστειλε στον πατέρα της προξενήτρα, ένα πανέρι ψάρια εκλεκτά και μια μπουκάλα ρακί. Η πρότασή του έγινε αμέσως δεκτή κι ο γάμος τους ευλογήθηκε την άνοιξη από τον παπα-Δημήτρη στην Ευαγγελίστρια Παλαιοχωρίου. Κατοικία τους η καλύβα στη Μελίντα, που μέχρι το 1900 ο εργατικός πολυτεχνίτης Χριστόδουλος θα τη μεταμορφώσει σε χτιστό σπίτι. Απέκτησαν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 141, 142).


31. Μουχτούρης Χρήστος και η σύζυγός του Μαρία Σάββα-Μουχτούρη. Ιδιοκτήτες καφενείου πλάι στο κύμα και ενοικιαζόμενων δωματίων στη Μελίντα Συγγενείς του Χριστόδουλου, διατηρούν το καφενείο στη Μελίντα κι έχουν μετατρέψει το πορσελάνινο υπόγειο των κοντραμπατζήδων σε… τουαλέτα! («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 111, 114, «Ο γιος του μουχτάρη», σελ. 140).


32. Παπα-Δημήτρης. Ιερέας Παλαιοχωρίου, που πάντρεψε τον Αϊβαλιώτη πρόσφυγα Χριστόδουλο Μουχτάρη με την Παλιοχωριανή Ρηνιώ στη Βαγγελίστρα, την εκκλησιά του Παλιοχωριού («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 141). 


33. Λαγουμτζήδες. Παλιά αρχοντική οικογένεια με κύρος και μεγάλη κτηματική περιουσία στη Μελίντα. Όταν ήλθαν σε αντίθεση με τους Μελανδινούς, πούλησαν τα κτήματά τους στο Παλαιοχώρι και στη Μελίντα και μετοίκησαν στο Πλωμάρι. Ο Γεώργιος Δ. Λαγουμίδης υπέγραψε ως πωλητής συμφωνητικό πώλησης πεζούλας στο Χριστόδουλο Μουχτάρη, εκεί που σήμερα βρίσκεται το καφενείο-ταβέρνα της Μαρίας και του Χρήστου Μουχτούρη («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σ. 138, 139).


34. Μελανδινοί. Παλιά οικογένεια Παλιοχωριανών αρχόντων-κτηματιών, με μεγάλο κτήμα στη Μελίντα πλάι στην αμμουδιά. Στο παραθαλάσσιο μονώροφο εξοχικό τους στη Μελίντα ο Χριστόδουλος Μουχτάρης άνοιξε πηγάδι μέσα στον κήπο το φθινόπωρο 1880. Γενναιόδωρος ο Μελανδινός, χάρισε στο Χριστόδουλο μια καινούργια φορεσιά, τσίπουρα για να κάνει ρακί και φρόντισε να του δώσει η Κοινότητα ταυτότητα με το όνομα Μουχτάρης και να υπογράψει συμφωνητικό αγοραπωλησίας της πεζούλας του. Ήταν ένα είδος δημογέροντα με κοινωνικό κύρος κι ο λόγος του περνούσε. Είχε παραγιούς κι αγαπούσε τα άλογα, που ήταν κύρια μεταφορικά μέσα όταν δεν υπήρχαν αμαξιτοί δρόμοι («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 137, 138-139, 141).


35. Στρατής. Παλιός παραγιός του Μελανδινού («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 138).


36. Σάββας και Στρατής. Οι δυο βοηθοί του Χριστόδουλου Μουχτάρη στη διάνοιξη του πηγαδιού της Μελίντας την άνοιξη του 1880 («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 134, 136).


37. Διαμάντω. Γειτόνισσα του συγγραφέα στο Ραχίδι, χήρα και άτεκνη,  εργατική και φιλόξενη, που ζει απομονωμένη αλλά ολιγαρκής και αυτάρκης. Είχε έλθει δεκαπεντάχρονη πρόσφυγας μαζί με την αδελφή της στα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής, καταδιωγμένη από τους Τούρκους. Παντρεύτηκε έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα κτηνοτρόφο και ζούσαν ολοχρονίς στο Ραχίδι μια ζωή κλειστή. Έμεινε χήρα νωρίς και συνέχισε τη μοναχική μονότονη ζωή της, που μόνο οι περαστικοί διέκοπταν κι ο ταχυδρόμος δυο-τρεις φορές το χρόνο, που της έφερνε κάρτα από την Αμερική, από τον ανιψιό της, γιο της πεθαμένης της αδελφής. Απλοϊκή κι αγράμματη καθώς ήταν, φύλαγε τις κάρτες πίσω από το μπαούλο κάτω από το εικόνισμα, χωρίς να τις ανοίξει ποτέ. Σαν γέρασε, τη βοηθούσαν δυο νέοι Παλιοχωριανοί, πηγαίνοντάς της κάθε εβδομάδα ό,τι είχε ανάγκη. Τη βρήκαν πεθαμένη πλάι στη γωνιά της την άνοιξη του 1975 και την έθαψαν στο Παλαιοχώρι. Στο μπαουλάκι κάτω από το εικόνισμα βρήκαν σαράντα κλειστούς φακέλους με τις κάρτες του ανιψιού της από την Αμερική. Και μέσα σαράντα εκατοδόλαρα… («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Τελευταία η καρδιά», σελ. 163-171).          


38. Στρατής ναυτικός. Ο ψηλός πενηνταπεντάρης ήταν πρώτος μηχανικός Εμπορικού Ναυτικού, πολλά χρόνια χήρος, με μια κόρη που έμενε στη Μυτιλήνη με τον άνδρα και τα δυο τους παιδιά. Μετά από σαράντα χρόνια στις θάλασσες -από δεκαπέντε χρονών-, άραξε στο σπίτι με τη φουντάνα πάνω στο βουνό το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου 1999. Η ανηψιά του από το χωριό είχε φροντίσει για τα απαραίτητα. Μακριά από τις φουρτούνες της θάλασσας, φροντίζει να επισκευάσει το σπίτι, να φτιάξει μια μεγάλη «σαν πλώρη» βεράντα, ν’ αναστήσει τα πατρικά κτήματα, να κάνει αίτηση για παροχή νερού, να ζήσει γαλήνια στη γενέθλια γη. Όταν τον Αύγουστο ο υδραυλικός του Δήμου πάει να του πει ότι η αίτησή του εγκρίθηκε, βρίσκει την καγκελόπορτα κλειδωμένη. Την άλλη Κυριακή θα γίνονταν τα σαράντα του… Παρ’ όλο που το όνομα του ήρωα είναι Στρατής και ο τόπος δεν κατονομάζεται, είναι φανερό πως το διήγημα είναι αφιερωμένο στον αείμνηστο Στάθη Γρ. Κουτλή, που για λίγο μόνο χάρηκε το σπίτι του στο Ραχίδι. Θύμα κι αυτός του καρκίνου, κι «ανεκτέλεστη» η λαχτάρα του για ζωή… («Προς το παρόν υγιαίνω»/«Μια πλώρη στο βουνό», σελ. 51-65).


39. Στρατής Σαββέλης (Χατζής), η σύζυγός του Πηνελόπη Γανώση-Σαββέλη κι οι γιοι τους. Οικογένεια Παλιοχωριανών κτηνοτρόφων μεγάλης ηλικίας, που ζούσαν στον ερημωμένο πια Βαλανιά, που τα παλιά χρόνια ήταν οικισμός με 120 οικίες. Ένα κηπάριο, είκοσι πρόβατα, τρία γουρούνια, δυο άλογα, δυο γαϊδούρια το βιος τους κι ένα ραδιόφωνο. Παράγουν οι ίδιοι όσα χρειάζονταν για τη διατροφή τους, ζώντας σε ντάμι χωρίς ηλεκτρικό, ύδρευση, τηλέφωνο και τηλεόραση, μόνο με ένα ραδιόφωνο να τους συνδέει με τον έξω κόσμο. Συντηρούνται τυροκομώντας το γάλα και πουλώντας τυριά. Ο ένας γιος στην Αυστραλία παντρεύτηκε ξένη και δεν έχουν γνωρίσει ποτέ τα εγγόνια τους. Είναι φιλόξενοι κι απολαμβάνουν την κουβέντα με τον επισκέπτη-συγγραφέα που διέκοψε για λίγο τη μοναξιά τους («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Οικίαι εκατόν είκοσι», σελ. 14-18, «Το μέγα αμάρτημα», σελ. 158).  


40. Δασκάλα Κατερίνα. Πρόκειται για την Αικατερίνη (Στεριανού) Ζωγράφου, κόρη του αγιογράφου Δημητρίου Στεριανού. Πάνω από 40 χρόνια δίδασκε στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιοχωρίου, του οποίου ήταν Διευθύντρια για πολλά χρόνια. Δεν είχε κάνει δική της οικογένεια, αλλά ως παιδαγωγός ήξερε από παιδιά. Ήταν αυστηρή, αλλά δίκαιη. Το σπίτι της, πάντα βαμμένο και περιποιημένο, βρισκόταν στη γωνία του πρώτου στενού στη σκάλα πάνω από την πλατεία της αγοράς («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 37, 43).


41. Θεια-Μαριγώ. Κόρη του Στάθη Ρούσσου, έμεινε το 1905 ορφανή από πατέρα, μαζί με τη χήρα μάνα και τα μικρότερα αδέλφια της Χρήστο και Μυρσίνα. Μικρούλα την έστειλε η μάνα της παρακόρη σ’ ένα αρχοντόσπιτο στο Πλωμάρι. Στο πρόσωπο της γιαγιάς Βάγιας των αφεντικών της, που την έμαθε να γράφει και να διαβάζει και της αφηγούνταν ιστορίες για το Πλωμάρι και την οικογένειά της, βρήκε καθοδήγηση, συμβουλή και βοήθεια. Κι όταν μεγάλη θα επισκέπτεται αργότερα τη γιαγιά Βάγια, εκείνη πάντα θα τη συμβουλεύει και θα τη ρωτά αν χρειάζεται κάτι. Παντρεύτηκε στο Παλαιοχώρι το Γρηγόρη κι, αφού απέκτησαν πρώτα τρία αγόρια, γεννήθηκε η Πέρσα, γεγονός που ο άντρας της καλοδέχτηκε με κεράσματα στο καφενείο, ενώ η μαμή την καλοτύχιζε λέγοντας: «Τυχερή. Βρήκες το ποτήρι το νερό. Κόρη απόκτησες», δηλαδή η κόρη σου θα σας φροντίζει και θα σας γηροκομήσει. Όμως η φτώχεια έστειλε στην ξενιτιά τρία της παιδιά, όπου παντρεύτηκαν κι έκαναν οικογένειες. Της στέλνουν δώρα και της τηλεφωνούν, αλλά κοντά της έχει μόνο τις φωτογραφίες τους. Ο ένας γιος κι η κόρη της πήγαν στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Ο Μανώλης, ξενιτεμένος στο Χαρτούμ της Αφρικής, πήρε μαύρη γυναίκα κι έχει τρία «αραπάκια». Το μικρότερο, ο Γιαννάκης, θα βρει τη λίρα όταν θα κόψει τη βασιλόπιτά της την Πρωτοχρονιά του 1980, ολομόναχη στο σπίτι της. Έχει το όνομα του τρίτου γιου της, του Γιάννη της, που μαθητής της τελευταίας τάξης Γυμνασίου τσακίστηκε πάνω στα βράχια του δρόμου Παλαιοχώρι-Μελίντα-Πλωμάρι πηγαίνοντας βιαστικός στο σχολειό τα χαράματα μιας σκοτεινής Δευτέρας με τα βιβλία κι έναν τροβά φαγώσιμα. Ήταν ένα εργατικό, ευγενικό και παράτολμο δεκαοχτάχρονο ξανθό παλικαράκι, πρόωρα κι άδικα χαμένο μετά την Κατοχή. Στη μνήμη του οι γονείς του έχτισαν ένα υπόστεγο στο δρόμο προς Πλωμάρι, καταφύγιο της Μαριγώς σε ώρες απελπισίας. Άλλος καημός ο αδελφός της Χρήστος, ιδεολόγος κομμουνιστής που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές κι εξορίες και κρυψώνες για τα πολιτικά του φρονήματα. Ανεψιά της, κόρη της αδελφής της Μυρσίνας, η Σοφία κι εξάδελφος του πατέρα της ο πλούσιος Γιώργης Βουνάτσος στο Μαρόκο. Μετά το θάνατο του άντρα της, περνά τις ώρες της μόνη με τις αναμνήσεις της, κοιτάζοντας τις φωτογραφίες των αγαπημένων της νεκρών κοντά στο εικονοστάσι και των ξενιτεμένων της, πλέκοντας με βελονάκι, διαβάζοντας τη «Φωνή του Κυρίου» και βλέποντας τηλεόραση. Νοικοκυρά καθώς είναι, θεοφοβούμενη και ολιγαρκής, ζει με αξιοπρέπεια και καρτερία. Η θεια Μαριγώ, χαροκαμένη και πικραμένη μάνα, χήρα κι αδελφή, ξεψύχησε στα ογδόντα της χρόνια, ολομόναχη πλάι στο παραγώνι της, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 1980, αφού έκοψε τη βασιλόπιτα και πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια της όλη της η ζωή. Ο συγγραφέας αφιερώνει σχεδόν εκατό σελίδες για να αφηγηθεί το βίο της Μαριγώς και τις ιστορίες της γιαγιάς Βάγιας για το Πλωμάρι… («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 36-105).

 

42. Βουνάτσος Γιώργης. Παλιοχωριανός μετανάστης στο Μαρόκο, εξάδελφος του πατέρα της Μαριγώς, που έφυγε από το Παλαιοχώρι φτωχό κι άπραγο παιδί, πήγε στο Αϊβαλί και στη Σμύρνη με καΐκι φορτωμένο σαπούνια και κατέληξε στην Καζαμπλάγκα, όπου πέτυχε να γίνει μεγάλος επιχειρηματίας, προμηθευτής της Λεγεώνας των Ξένων, που ήταν μονάδα κρούσης του γαλλικού στρατού στη Β. Αφρική. Ήταν ονομαστός για τα πλούτη του κι υπάρχει ακόμα η μαρμάρινη βρύση που χάρισε στο χωριό του. Ο αδελφός του Δημήτριος ήταν γιατρός κι έμενε σε τριώροφο σπίτι με κηπάριο στο Πλωμάρι. Όταν το 1910 επισκέφτηκε τη Λέσβο, η εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Μυτιλήνης έγραψε γι’ αυτόν στις 30 Σεπτεμβρίου, στη στήλη «Κοινωνική κίνησις»: «Αφίχθη εις Μυτιλήνην ο εις Καζαβλάγκαν του Μαρόκου εκ των προμηθευτών του γαλλικού στρατού κ. Π. Βουνάτσος, έγκριτος έμπορος εν Μαρόκω», γράφοντας λάθος το μικρό του όνομα. Στις 5 Νοεμβρίου 1913, στη στήλη «Γάμοι», η «Σάλπιγξ» γράφει: «Την παρελθούσαν Κυριακήν εν ευρεί κύκλω και εν μέσω συγγενών και φίλων ετελέσθησαν οι γάμοι του κατά πάντα αξιολόγου νέου κ. Γεωργίου Δ. Βουνάτσου, εκ Παλαιοχωρίου καταγομένου και εις Μαρόκον εμπορευομένου, μετά της διά πολλών προτερημάτων κεκοσμημένης δίδος Αικατερίνης Π. Αλατέλη. Εις τους ούτως αισίως συνδεθέντας διά του Υμεναίου ευχόμεθα τον βίον όλβιον και ευτυχή» («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 45-46, 80).


43. Ρούσσος Στάθης. Πατέρας του Χρήστου Ρούσσου, της Μαριγώς και της Μυρσίνας. Πήγε μετανάστης στο Μαρόκο κι εργαζόταν στις επιχειρήσεις του εξαδέλφου του Γιώργη Βουνάτσου. Αρχές του 1905 πέθανε ξαφνικά στο Μαρόκο κι άφησε γυναίκα και τρία ορφανά στο Παλαιοχώρι («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 44-45, 46).  


44. Ρούσσος Χρήστος. Γιος του Στάθη Ρούσσου, αδελφός της Μαριγώς και της Μυρσίνας και θείος της Σοφίας, ορφάνεψε από πατέρα δυόμισι χρονών.Η μάνα του τον έστειλε να μάθει γράμματα και σαντέλειωσε το δημοτικό μπάρκαρε αρχικά για Σμύρνη κι ύστερα για Αθήνα, παραγιός σε πλουσιόσπιτα. Ο εξάδελφος του πατέρα του πλούσιος επιχειρηματίας Γιώργης Βουνάτσος του πρότεινε να τον πάρει στην Καζαμπλάγκα βοηθό ή για κατάταξη στη Λεγεώνα των Ξένων, αλλά ο Χρήστος απέρριψε την πρόταση γιατί δεν ήθελε η μάνα του να πάει στο Μαρόκο. Στα είκοσί του χρόνια άνοιξε στο Παλαιοχώρι ψιλικατζίδικο, με κεφάλαιο του θείου του Γιώργη Βουνάτσου. Τότε άρχισε να μιλά για ισότητα, για δικαιώματα των εργαζομένων, για κομμουνισμό. Διάβαζε πολύ, πήγαινε με τα πόδια στο Πλωμάρι και στη Μυτιλήνη και προμηθευόταν βιβλία κι εφημερίδες. Το 1931, θα θεωρηθεί υποκινητής της απεργίας των εργατών που χτίζουν το Δημοτικό Σχολείο Παλαιοχωρίου και ζητούν καλύτερο μεροκάματο από τους εργολάβους. Είναι η πρώτη απεργία της περιφέρειας Πλωμαρίου. Για τιμωρία, θα τον στείλουν στην πρώτη του εξορία, με χειροπέδες κι ένα μπογαλάκι ρούχα, συνοδεία χωροφυλάκων. Επί Μεταξά κρυβόταν στο βουνό για να μην τον συλλάβουν κι η αδελφή του έλεγε πως ήταν στο Μαρόκο. Τα κατοπινά χρόνια θα τον πάνε από φυλακή σε φυλακή, από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, από εξορία σε εξορία. Όταν αποφυλακιζόταν, πάντα επέστρεφε στο Παλαιοχώρι, όπου συνήθιζε να κάθεται στο γωνιακό καφενείο του Μαραγγέλη στην Αγορά, έχοντας πάνω στο τραπέζι εφημερίδες και βιβλία, διαβάζοντας ή συζητώντας με συγχωριανούς. Ήταν ένας λιπόσαρκος πενηντάρης περίπου άνδρας με γυαλιά, αξιοπρόσεκτος και με περιποιημένα τα πολυφορεμένα ρούχα του. Δεν έπινε ποτέ αλκοόλ, μόνο καφέ και ροφήματα. Στη δικτατορία τον συνέλαβαν ξανά κι η ανεψιά του Σοφία αναγκάστηκε να κάψει τα βιβλία του σ’ ένα απόμερο λαγκάδι, από φόβο για την οικογένειά της. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 από το Παρθένι της Λέρου, όπου ήταν εξόριστος, θα εγκατασταθεί στην Αθήνα και θα συνεχίσει την πολιτική δράση του ενταγμένος στο ΚΚΕ-ΜΛ, έχοντας απογοητευθεί από το ΚΚΕ. Υπήρξε αμετανόητος ιδεολόγος σε όλη του τη ζωή κι ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο για όλους τους ανθρώπους («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 43-44, 46-51, 85).


45. Σοφία. Ανεψιά του Χρήστου Ρούσσου και της Μαριγώς, κόρη της αδελφής της Μυρσίνας. Το 1953-1954 ο θείος της Χρήστος, που τον έφεραν από τις φυλακές Αίγινας στη Μυτιλήνη για να δικαστεί, ζήτησε να του πάει  «ζμουτό ψουμί, γιαπράτσια, κουλουτσθουπτάρια, φνοίτσια» και μια εφημερίδα Αυγή. Τα κουβάλησε ποδαρόδρομο μέχρι το Πλωμάρι, μετά με λεωφορείο στη φυλακή Μυτιλήνης, αλλά δεν ήξερε τι ήταν η Αυγή. Όταν τελικά της έδωσε την εφημερίδα ο περιπτεράς και πήγε στη φυλακή κρατώντας την φανερά, ο φρουρός και ο αξιωματικός αγρίεψαν. Γι’ αυτήν ο θείος της ήταν άγιος άνθρωπος… Μόνο μια φορά, στα χρόνια της χούντας, σαν συνέλαβαν πάλι το θείο της, αναγκάστηκε να κάψει τα βιβλία του, για να προστατέψει την οικογένειά της («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 48-49, 50).


46. «Χαβαλές». Παρατσούκλι ρουφιάνου, χαφιέ που δεν δούλεψε ποτέ, αλλά γύριζε όλη μέρα στην αγορά μ’ ένα μακρύ σακάκι ριγμένο στους ώμους και συγκέντρωνε πληροφορίες για τους συγχωριανούς του. Περνούσε πολλές ώρες στην αστυνομία, κάρφωνε, συκοφαντούσε και κατέστρεφε ζωές. Όλοι τον φοβούνταν, τον σιχαίνονταν κι άλλαζαν δρόμο όταν τον έβλεπαν («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 85-86).


47. Μαυραγάνης (Νίκος). Πλωμαρίτης γεωπόνος, που έλκει την καταγωγή του από το Παλαιοχώρι και κατά την Κατοχή υπήρξε πρωτεργάτης της Αντίστασης κατά των Γερμανών στην περιφέρεια Πλωμαρίου. Στα χρόνια του εμφυλίου διώχτηκε για τις ιδέες του, φυλακίστηκε κι εξορίστηκε. Το φθινόπωρο του 1948, καταδικασμένος δις εις θάνατον, μεταφερόταν δεμένος με συνοδεία χωροφυλάκων στις φυλακές της Αίγινας με άλλους 43 Λέσβιους κρατούμενους. Στο ταξίδι για Αθήνα με το πλοίο «Αδρίας» συναντήθηκε με το συγχωριανό, φίλο και συνονόματό του γυμνασιάρχη Στρατή Ξ. Μαυραγάνη, ο οποίος πήγαινε τον εννιάχρονο γιο του για αφαίρεση αμυγδαλών. Ο γυμνασιάρχης ζήτησε από τον μοίραρχο και πήρε άδεια να μιλήσει στον κρατούμενο. Ήταν ένας κοντός αδύνατος Πλωμαρίτης, με γκρίζο κοστούμι και γραβάτα, φρεσκοξυρισμένος και καλοχτενισμένος. Έσφιξαν τα χέρια, φιλήθηκαν κι είπαν πολλά με τα μάτια. «Δις εις θάνατον, φυλακές της Αίγινας και μετά εκτέλεση», του είπε. Ο Στρατής τον παρηγόρησε λέγοντάς του ότι η καταδίκη του δεν ήταν παμψηφεί και μάλλον θα μετατρεπόταν σε ισόβια, ότι οι φίλοι του μαζεύουν γι’ αυτόν υπογραφές και χρήματα για δικηγόρους, έσφιξαν τα χέρια κι ο πατέρας του συγγραφέα, που παρακολουθούσε τη συνομιλία των δύο ανδρών, του ευχήθηκε «καλή αντάμωση» («Ανισαμιά»/«Πρωτοχρονιάτικο», σελ. 124-127).  


48. Χρυσόστομος (Ευστάθιος) Γιαλούρης, Μητροπολίτης Χίου (Παλαιοχώρι 1916 - Χίος 1979). Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ο Χρυσόστομος ήταν «πραγματικά γλυκύς και ανθρώπινος, πολύ διαφορετικός από τον συνήθη τύπο αρχιερέα-δεσπότη», παρηγορητικός, αξιοσέβαστος και αξιαγάπητος. Η μητέρα του Λέσβανδρου (συγγραφέα) έστειλε στο Χρυσόστομο γράμμα, ζητώντας του να βοηθήσει το στρατιώτη γιο της, κι εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως, στέλνοντάς του γράμμα με λόγια παρηγορητικά κι ενθαρρυντικά και εσωκλείοντας μία επιστολή για το μητροπολίτη του Κιλκίς Χαρίτωνα. Σε υποσημείωση της σελ. 53, αναφέρει ότι, παρ’ ότι δημοκρατικών πεποιθήσεων, εξελέγη μητροπολίτης Χίου από την αριστίνδην σύνοδο της Χούντας υπό τον Ιερώνυμο Κοτσώνη («Εφτά και κάτι νύχτες», σελ. 53).


49. Αγιακάτσικας Ευστάθιος. Πλωμαρίτης ιατρός, «πολύγλωσσος και ιδιαιτέρως γερμανομαθής». Ήταν πολλά χρόνια αγροτικός γιατρός στο Παλαιοχώρι και σε γειτονικά χωριά («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο πολυεκατομμυριούχος», σελ. 53).

   


Γ) Αναφορές σε πράγματα, έθιμα και γεγονότα:

 

1. «παλιοχωριανό τυρί». Ίσως δώρο κάποιας συγγένισσας ή συγχωριανής, καθώς είναι καθιερωμένο στο Παλαιοχώρι να δωρίζουν γαλακτοκομικά δικής τους παραγωγής: λαδοτύρια, μυζήθρες, τουλουμοτύρι, τραχανάδες. Όμορφη συνήθεια, που διατηρείται στη Λέσβο από τα χρόνια του Όμηρου, να προσφέρουμε χειροποίητα αποχαιρετιστήρια δώρα όταν έφευγε ένας επισκέπτης, γαλακτοκομικά, γλυκά κουταλιού που φυλάσσονταν στο γυαλοντούλαπο, το «γλυκοφυλακείο» όπως το λέει ο συγγραφέας, κεντήματα και πλεκτά εργόχειρα («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Η Μορταντέλα», σελ. 17 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Οικίαι εκατόν είκοσι», σελ. 17, 18, «Ο λάτρης των ωραίων», σελ. 85, 88, «Το μέγα αμάρτημα», σελ. 153, 156 ~ «Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 40).

            

2. «γάλα γαϊδούρας». Σύμφωνα με τη λαϊκή ιατρική, το γάλα γαϊδούρας ανακατεμένο με κατσικίσιο θεωρείται θρεπτικό και δυναμωτικό για παιδιά και ασθενείς («Προς το παρόν υγιαίνω»/″Δέκα γράμματα της Κατοχής″, σελ. 30).


3. Προξενήτρα/Προξενητής. Συνήθως, ο νέος έστελνε προξενιά στον πατέρα της κοπέλας –ο Χριστόδουλος Μουχτούρης έστειλε και ένα πανέρι εκλεκτά ψάρια και μια μπουκάλα ρακί. Η προξενήτρα, ανάλογα με το πρόσωπο και την περίπτωση, εκθείαζε τις αρετές του υποψήφιου γαμπρού/της υποψήφιας νύφης (καλοσύνη, ομορφιά, νοικοκυροσύνη, εργατικότητα, προίκα, νεότητα, καλαισθησία-μεράκι, ιδιαίτερα προσόντα κ.ά.). Πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του προξενιού έπαιζε η καταγωγή, η οικονομική κατάσταση και η εντιμότητα της οικογένειας του υποψήφιου/της υποψήφιας. Αν η απάντηση ήταν καταφατική, η προξενήτρα έτρεχε να αναγγείλει τα ευχάριστα, να πάρει το δώρο της και να κανονίσει πότε θα γίνει η συνάντηση των συμπεθέρων στο σπίτι της νύφης και «θα ρίξουν τα τουφέκια», δηλ. θα αναγγείλουν με τουφεκιές τον αρραβώνα στο χωριό. Αν ήταν αρνητική, έλεγαν ότι «μουτζούρωσαν την προξενήτρα», αν και συνήθως εύρισκαν ευγενικές δικαιολογίες άρνησης: «είναι μικρή/μικρός ακόμα…», «δεν έχουμε τώρα καιρό…», «δεν έχει ετοιμάσει τα προικιά της ακόμα…» κ.ά. παρόμοια, γιατί θεωρούνταν τιμή για την οικογένεια να ζητήσει κάποιος ένα μέλος της για γάμο. Συχνά η προξενήτρα, μετά την άρνηση, πρότεινε άλλο πρόσωπο και ξανάρχιζε τα πήγαινε-έλα! («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 141).


4. Μοιρολόγια. Πανάρχαια συνήθεια να λένε μοιρολόγια οι συγγένισσες και οι γειτόνισσες μετά το άλλαγμα και την πρόθεση του νεκρού στο σπίτι. Παρακάτω το μοιρολόι που είπε η θεια-Μαριγώ σαν έπαιρναν να θάψουν το γιο της Γιάννη, μαθητή τελευταίας τάξης Γυμνασίου, που γκρεμίστηκε στο δρόμο από Παλαιοχώρι προς Πλωμάρι, άγνωστο πώς, καθώς πήγαινε χαράματα Δευτέρας για το σχολείο («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 74):

 

            Ήθελα να ’μουν σάβανο,

            να ντύσω το κορμί σου,

            να γίνω το προσκέφαλο

            να γείρει η κεφαλή σου.

      

5. Η μακαριά. Αρχαία συνήθεια να παρακαθίζουν οι συγγενείς κι οι φίλοι σε τραπέζι μετά την κηδεία. Στο επικήδειο γεύμα τρώνε συνήθως ψάρι [Το κρέας απαγορεύεται, γιατί λένε πως είναι σαν να τρώνε το νεκρό] και μιλούν για τις αρετές του πεθαμένου, αναφέροντας περιστατικά από τη ζωή του, λόγια και πράξεις του. Νεκρόδειπνα κάνουν και σε άλλα μνημόσυνα προς τιμήν του νεκρού («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Το μέγα αμάρτημα», σελ. 161, «Ωσεί παρών», σελ. 175-182).


6. Ανάλιες. Παλιά συνήθεια των νέων στο χορό, ως ένδειξη παλικαριάς. Κίνητρα το πολύ πιοτό, η ένταση του χορού, το μεράκι, η επιθυμία να δείξουν στον περίγυρο την αντοχή και το θάρρος τους. Σαν ναρκωμένοι από την έκσταση του χορού και του πιοτού, μερακλωμένοι ίσως από κάποιον έρωτα ή καημό, τραβούσαν από το ζωνάρι της παραδοσιακής τους βράκας την κάμα και την έμπηγαν στη γάμπα καθώς χόρευαν. Και συνέχιζαν να χορεύουν. Έτρεχε κουρνέλι το αίμα, λαχταρούσαν οι αγαπημένοι, θαύμαζαν οι άλλοι, ξεθύμαινε η ένταση κι ο καημός, ακουγόταν το κάμωμα και τ’ όνομα του μερακλή πολύ μακριά. Κι έμενε η ουλή από τη μαχαιριά πάνω στη γάμπα, παράσημο ανδρείας κι ανάμνηση αποκοτιάς. Βέβαια, χωρίς να το γνωρίζουν, η αιμορραγία κατά κάποιον τρόπο τούς προστάτευε από το εγκεφαλικό. Σήμερα έχει σταματήσει αυτή η συνήθεια κι έχουν πεθάνει πια τα παλικάρια με τις ουλές από μαχαιριά στη γάμπα. Ίσως γιατί οι σημερινοί νέοι είναι πιο λογικοί, ίσως γιατί δεν υπάρχουν πια μερακλήδες αντρειωμένοι, να δείξουν πως αψηφούν τον πόνο και το θάνατο… («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ωσεί παρών», σελ. 180-181).


7. Ποδαρικό. Ευχετήρια τελετή του καινούργιου χρόνου με σκοπό υγεία, πλούτη, προφύλαξη, ευετηρία. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς μπαίνουν στο σπίτι με το δεξί, ρίχνουν από ένα κανάτι στο πάτωμα καθαρό νερό κρατώντας μια βαριά πέτρα, σπάνε ένα ρόδι πετώντας το κάτω κι απαγγέλλοντας τα παρακάτω λόγια. Στο τέλος κάνουν τρεις φορές το σταυρό τους και μαζεύουν τους σπόρους του ροδιού («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 37-38).

            «Καλημέρα τσι τ’ Αγιού Βασ’λιού.

            Γεια χαρά, καλή καρδιά

            τσι καλή αρχιχρουνιά.

            Σίδηρα πάνου, σίδηρα κάτου,

            σίδηρα γ-οι αθρώπ’ π’ είνι μέσα.

            Σα π’ τρέχ’ του νιρό,

            να τρέχουν τα μπιρικέτια μες στου σπίκ’ μας.

            Σα π’ βαρεί η πέτρα, να βαρεί η κισέ μας.

            Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπούν γ-οι ουχτροί μας.

                [ή: Σα π’  είνι γιμάτου του ρόδ’, να ’νι του σπίκ’ μας]

            Τσι τ’ χρόν’, τσι πάντα.»


8. Έθιμο Λαμπροδευτέρας: ψήσιμο αρνιού και γλέντι στο Ραχίδι. Συνήθεια που καθιερώθηκε πρώτα από φοιτητές και νέους του Παλαιοχωρίου στη δεκαετία του ’70 και γενικεύτηκε τα κατοπινά χρόνια («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 112).


9. Γιορτή Άη-Γιάννη Λ’τρουπιού. Στη Μελίντα και στο Παλαιοχώρι, 23/24 Ιουνίου, γίνεται γλέντι με χορούς, ολονύχτιες ουζοποσίες και φωτιές στα τρίστρατα. Την άλλη μέρα, στη γιορτή του Άη Γιάννη Λ’τρουπιού, ανοίγουν τον κλήδονα, απαγγέλλοντας διασκεδαστικά πιπεράτα στιχουργήματα («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Τ’ Λ’τρουπιού», σελ. 40-42 ~ «Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 141, «Ωσεί παρών», σελ. 181).


10. Άνοιξη –προ του Πάσχα– 1880: Άφιξη πέντε Ελλήνων, Χριστόδουλου και αδελφών του, στη Μελίντα. Έφυγαν κρυφά με τη βάρκα τους από το Αϊβαλί, για να αποφύγουν τη στράτευση στον τουρκικό στρατό και τα τάγματα εργασίας. Ο Χριστόδουλος θα μείνει και θα δημιουργήσει οικογένεια στη Μελίντα. Απόγονοί του σήμερα είναι οι Μουχτούρηδες («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 128-131).


11. Άνοιξη 1880: Διάνοιξη πηγαδιού Μελίντας. Ανοίχτηκε και χτίστηκε από τον Χριστόδουλο Μουχτάρη, με βοηθούς τον Στρατή και τον Σάββα από το Παλαιοχώρι («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 133-136).


12. Φθινόπωρο 1880: Διάνοιξη πηγαδιού Μελανδινού. Ανοίχτηκε και χτίστηκε από το Χριστόδουλο Μουχτάρη, με αντάλλαγμα την αγορά πεζούλας όπου ο Χριστόδουλος είχε χτίσει την καλύβα του («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 138-139).


13. 1900: Πυρκαγιά στο σπίτι του Ξενοφώντα Π. Μαυραγάνη και τραγικός θάνατος πρώτης συζύγου του Ειρήνης. Άφησε ορφανό τον μικρό γιο της Παναγιώτη. Έγινε τις ώρες που έλειπαν οι συγχωριανοί της στις ελιές κι ο άντρας της στο μπακάλικό του στην αγορά («Προς το παρόν υγιαίνω»/«Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 11).


14. Αρχές του 1905: Θάνατος Στάθη Ρούσσου. Πέθανε ξαφνικά στο Μαρόκο, όπου εργαζόταν στις επιχειρήσεις του εξαδέλφου του Γιώργη Βουνάτσου («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 44-45, 46).


15. Σεπτέμβρης του 1910: Επίσκεψη Γιώργη Βουνάτσου στη Λέσβο. Η εφημερίδα «Σάλπιγξ» Μυτιλήνης ανέφερε το γεγονός ως πρώτη είδηση στις 30 Σεπτεμβρίου, στη στήλη «Κοινωνική κίνησις» («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 46).  


16. 5 Νοεβρίου 1913: Αναγγελία γάμου Γιώργη Βουνάτσου και Αικατερίνης Π. Αλατέλη. Η εφημερίδα «Σάλπιγξ» Μυτιλήνης ανέφερε στη στήλη «Γάμοι» ότι ο γάμος τελέστηκε την προηγούμενη Κυριακή («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 46).


17. 1931: Πρώτη απεργία εργατών στην περιφέρεια Πλωμαρίου. Εποχή του Ιδιώνυμου που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση Βενιζέλου και ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Στο Παλαιοχώρι εργάτες χτίζουν το Δημοτικό Σχολείο, μεταξύ αυτών κι ο Χρήστος Ρούσσος, που θα θεωρηθεί υποκινητής της πρώτης εργατικής απεργίας στην περιφέρεια Πλωμαρίου. Αιτία το ότι οι εργολάβοι δεν τους έδιναν το σωστό μεροκάματο. Για τιμωρία, θα τον στείλουν στην πρώτη του εξορία, με χειροπέδες, ένα μπογαλάκι ρούχα και συνοδεία χωροφυλάκων («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 47-48).


18. 1940: Επιστράτευση Στρατή Ξ. Μαυραγάνη. Ως διανύων δεύτερη εφεδρεία, τοποθετήθηκε στα μετόπισθεν, στην επιμελητεία Λέσβου στη Μυτιλήνη. Το Μάιο του 1941, μετά την επιβολή των Γερμανών με τα όπλα, αποστρατεύτηκε κι επέστρεψε στο Πλωμάρι. Άρχιζε η Κατοχή (1941-1944) και η πείνα για τους σκλαβωμένους Έλληνες («Προς το παρόν υγιαίνω»/«Δέκα γράμματα της Κατοχής», σελ. 29, 30).  


19. Κατοχή: Μετάβαση Στρατή Ξ. Μαυραγάνη και φίλου του με τρεις γαϊδάρους στην Καλλονή. Πήγαν για να ανταλλάξουν τέσσερα τουλούμια λάδι με σιτηρά. Έκαναν τρεις μέρες να πάνε, επέστρεψαν εξαντλημένοι από την κούραση… Οι Γερμανοί, με όργανα εγκάθετους και χαφιέδες, έκλεβαν το ελαιόλαδο από τους ντόπιους, καθώς τους ανάγκαζαν να τους παραδίδουν μέρος της παραγωγής τους. Ονομαστός για τις θηριωδίες του κατά των ντόπιων και την καταδίωξη όσων πήγαιναν στη Χαλκιδική ή σε άλλα μέρη με βάρκες ήταν ο Ερρίκος ο Γερμανός, ένα είδος αστυνόμου της περιοχής («Προς το παρόν υγιαίνω»/«Δέκα γράμματα της Κατοχής», σελ. 30, 41, 48).           


20. Φθινόπωρο 1946: Κηδεία του μπαρμπα-Κωστή Π. Μαυραγάνη, ανύπαντρου αδελφού του παππού τους Ξενοφώντα, στο μικρό νεκροταφείο κοντά στο εξοχικό τους στη θάλασσα («Ο θείος μου ο Άγιος»/«Άκαρπου ξύλου», σελ. 49-53).                                       


21. Πανηγύρι Παναγίας Κρυφτής.  Γίνεται τη Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά, με αλογοδρομίες. Στις 10 Μαΐου 1948, στην επιστροφή μετά το όμορφο πανηγύρι, έγινε ναυάγιο της γκαζολίνας του «Μπουκαλίκ» απέναντι από την ακτή της Μελίντας, με νεκρούς μία γυναίκα και δύο άντρες («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»: «Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι», σελ. 113,  «Ο γιος του Μουχτάρη», σελ. 141, «Ωσεί παρών», σελ. 181 ~ «Το Ουζερί», σελ. 15-20, 22). Λαϊκή παράδοση Κρυφτής («Το Ουζερί», σελ. 16).


22. Φθινόπωρο 1948: Ταξίδι Στρατή και Ευαγγελίας Αράπογλου-Μαυραγάνη στην Αθήνα, για να κάνει εγχείρηση αμυγδαλών ο γιος τους Ξενοφώντας. Κατά την επιβίβασή τους στο μεταγωγικό του στρατού μετασκευασθέν σε επιβατικό πλοίο «Αδρίας», είδαν να επιβιβάζεται στο πλοίο φάλαγγα 44 Λέσβιων πολιτικών κρατουμένων, δεμένων μεταξύ τους και με συνοδεία οπλισμένων χωροφυλάκων. Μεταξύ αυτών κι ένας Πλωμαρίτης κρατούμενος, ο γεωπόνος Νίκος Μαυραγάνης, συνονόματος αλλά όχι συγγενής του Γυμνασιάρχη Μαυραγάνη («Ανισαμιά»/«Πρωτοχρονιάτικο», σελ. 124-127).       


23. Καταγγελία κατά Γυμνασιάρχη Στρατή Μαυραγάνη. Ο ειρηνοδίκης και ο αστυνόμος Πλωμαρίου έστειλαν καταγγελία στο γενικό επιθεωρητή, με την κατηγορία πως «μετερχόμενος το επάγγελμα του γεωργού, προσέβαλλε την ιδιότητα του εκπαιδευτικού λειτουργού, ταυτοχρόνως δε ημέλει τα διδακτικά του καθήκοντα». Ακολούθησε ΕΔΕ, εξέταση μαρτύρων, συγκέντρωση 500 υπογραφών συμπολιτών υπέρ του κι απαλλαγή του, με την παρατήρηση ότι «η χρήσις του όνου διά τας μετακινήσεις του ανωτέρω γυμνασιάρχου προσδίδει απαξίαν εις το αξίωμά του και δέον να αποφεύγεται». Παραδείγματα υψηλού ήθους του εξαιρετικού φιλολόγου, που του άρεσε να τον προσφωνούν «δάσκαλε», οι απαγορεύσεις παραβατικών συμπεριφορών μαθητών και δυο περιστατικά ανθρώπινης συμπεριφοράς προς την εκπρόθεσμη Ελένη Κ. στις εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο –μετέπειτα δασκάλα– και προς τον φοβισμένο Γιάννη Κοντέλλη –μετέπειτα λυκειάρχη– που τον ενθάρρυνε λέγοντάς του «μη φοβάσαι, κι εγώ από χωριό είμαι». Από το Παλαιοχώρι! («Το Ουζερί», σελ. 77-79).

 

24. 1953: Ο Ποσειδώνας Καραβάς τραγουδά στο «Ουζερί» μαζί με το Γιάννη Παπαϊωάννου. Το 1953, κάλεσαν να παίξει στο Ουζερί τον «θαυμάσιο δεξιοτέχνη βιολιστή, αλλά και εκπληκτικό τραγουδιστή» Ποσειδώνα Καραβά από το Παλαιοχώρι. Μαζί του έφερε τον Γιάννη Παπαϊωάννου, που τον φιλοξένησε στο σπίτι του στο «Πλατανέλι» («Το Ουζερί», σελ. 93-96). Παρακάτω ένα τραγούδι που τραγούδησε τότε ο Ποσειδώνας:

                                                     

           Όμορφος είναι ο ντουνιάς,

            μα δε μοιράζει δίκια,

            μοιάζει με κύμα που πετά

            σε μια μεριά τα φύκια.

                  

5. Μάρτης 1955: Κηδεία Αμερισούδας, θείας του Στρατή, αδελφής της μητέρας του Πηνελόπης, μετά από πτώση στο παγωμένο νερό της στέρνας του κήπου της. Άφησε γενική κληρονόμο την Ευαγγελίστρια Παλαιοχωρίου, ένα κτήμα κι ένα κοράνι στον αγαπημένο της ανεψιό («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Το μέγα αμάρτημα», σελ. 160-162).


26. 5 Οκτωβρίου 1957: Εκτόξευση τεχνητού δορυφόρου «Σπούτνικ» γύρω από τη Γη από τους Ρώσους. Στις 12 Απριλίου 1961: Οι Ρώσοι στέλνουν στο Διάστημα νέο δορυφόρο, με τον πρώτο αστροναύτη Γιούρι Γκαγκάριν. Οι απλοϊκοί άνθρωποι νομίζουν πως θα κάψει ο Θεός τον κόσμο! («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ο Σπούτνικ», σελ. 69-74, 74-75).


27. 1967: Επίσημη επίσκεψη χουντικού Στυλιανού Παττακού στη Λέσβο.  Όταν οι αντιπροσωπείες των Λεσβίων έθιξαν το ζήτημα της χαμηλής τιμής του λαδιού και της εκμετάλλευσης των αγροτών από τους εμπόρους, τους έδωσε τη συμβουλή «να ξεριζώσουν τις ελιές, αφού δεν τους συνέφεραν, και να φυτέψουν αμυγδαλιές»! («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 40-41).


28. 1980: Σύνταξη ΟΓΑ. 240 δραχμές («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ. 38). 


29. Βράδυ Πρωτοχρονιάς 1980: Θάνατος θεια-Μαριγώς. Πέθανε 80 ετών μπροστά στο παραγώνι του σπιτιού της («Ανισαμιά»/«Μια Πρωτοχρονιά», σελ.  105).


30. Φλεβάρης 2010: Κηδεία Γιάννη Καματερού. Πέθανε ενενήντα χρόνων περίπου και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Παλαιοχωρίου. Τη μακαριά του έκαναν οι φίλοι του στο καφενείο «Ταράτσα», απέναντι από το σπίτι του («Ψάρι με κεφάλι και ουρά»/«Ωσεί παρών», σελ. 173-182). 


     Βέβαια γεννάται το ερώτημα αν τα παραπάνω στοιχεία που καταγράψαμε για το Παλαιοχώρι και τους κατοίκους του είναι όλα πραγματικά ή προϊόν μυθοπλασίας του λογοτέχνη –σ’ αυτή την περίπτωση πόσα και ποια; Επίσης, θα θέλαμε να μάθουμε ποιες γραπτές ή προφορικές πηγές πληροφόρησης έχει χρησιμοποιήσει, εκτός από τις δικές του αναμνήσεις και τα κείμενα που αναφέρει στα βιβλία του, κι αν έχει κάνει έρευνα στα ληξιαρχικά βιβλία του χωριού μας. Μακάρι να γίνει αυτό σε κάποια συνέντευξή του ή στον πρόλογο κάποιου από τα επόμενα βιβλία του. Ακόμα, ευχόμαστε να γράψει κάποτε σε ξεχωριστό βιβλίο όσα γνωρίζει για το χωριό μας, ιστορικά στοιχεία και προσωπικές αναμνήσεις.

     Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως στο πρώτο του βιβλίο ο Ξενοφών Μαυραγάνης είναι «βαθιά Παλιοχωριανός και Πλωμαρίτης», κάτι που παρατηρούμε και στο δεύτερο, ενώ στο τρίτο και τέταρτο, καθιερωμένος συγγραφέας πια και πιο σίγουρος, είναι ο δημότης Θεσσαλονίκης που επιστρέφει καταξιωμένος στη γενέτειρα και γράφει για τον τόπο του, για τον εαυτό του και τους ανθρώπους που γνώρισε, ένας συνταξιούχος αστός. Στο πέμπτο βιβλίο του ξαναγυρίζει στο Πλωμάρι των εφηβικών του χρόνων, αγιάτρευτα «μεθυσμένος» από τις μνήμες. Στο έκτο βιβλίο του, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει στο νοσηρό κλίμα της δικτατορίας 1967-1974, που διήρκεσε «επτά και κάτι νύχτες», περιγράφοντας βιώματά του ως πολιτικοποιημένος φοιτητής και στρατιώτης με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Λέσβανδρος. Η Λέσβος κατέχει σημαντική θέση στο λογοτεχνικό έργο του Ξ. Μαυραγάνη.


clip_image001[41]


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ


     Μέχρι τώρα, έχουν γίνει πολλές παρουσιάσεις των βιβλίων του Ξενοφώντα Μαυραγάνη στη Λέσβο, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα. Η Λέσχη ″Βενιαμίν ο Λέσβιος″ (6/9/2009, 8/8/2013, 19/2/2017) στο Πλωμάρι, το θέατρο ΦΟΜ (23/1/2012), το αρχοντικό Γεωργιάδη (19/7/2013) και το Ουζερί ″Δίαυλος″ (19/4/2017) στη Μυτιλήνη, ο χώρος των εκδόσεων ″Νησίδες″, το Βιβλιοπωλείο ″Πρωτοπορία″ (25/11/2011, 29/3/2013), το Μορφωτικό Ίδρυμα της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης (16/1/2015) και η Αίθουσα της Εταιρίας Λογοτεχνών (3/2/2017) στη Θεσσαλονίκη είναι μερικοί από τους χώρους που φιλοξένησαν εκδηλώσεις παρουσίασης του συγγραφικού του έργου. Κριτικοί και ομιλητές, εκτός από τον ίδιο το συγγραφέα, ο φιλόλογος Νίκος Δέτσης, ο φιλόλογος κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Κόκορης, ο δημοσιογράφος συγγραφέας Απόστολος Λυκεσάς, ο ποιητής και συγγραφέας Θανάσης Γεωργιάδης, ο ποιητής και εκδότης του περιοδικού ″Ένεκεν″ Γιώργος Γιαννόπουλος, ο υπεύθυνος πολιτιστικών Περιφέρειας Γιάννης Τσαμπάνης, ο γιατρός-ερευνητής Μάκης Αξιώτης, ο συγγραφέας καθηγητής Φυσικής Αριστείδης Κυριαζής, η ποιήτρια Αλεξάνδρα Μυλωνά, ο ποιητής Γιάννης Καρατζόγλου, ο φιλόλογος-συγγραφέας Πέτρος Μπέσπαρης και άλλοι, η φιλόλογος Γεωργία Φράγκου, ο δάσκαλος Γιώργος Φωτεινός, ο Πλωμαρίτης Γιώργος Λαγουμίδης, ο ποιητής Τάκης Συρέλλης, ο Κώστας Αρτακιανός, ο αρχιτέκτονας Ηρακλής Πιτσιλαδής, η δημοσιογράφος Ανθή Πασγιάνου και άλλοι. Κείμενα διάβασαν η φιλόλογος Κορνηλία Κακάμπουρα και ο συγγραφέας. Μουσική έπαιξαν ο καθηγητής μουσικού λυκείου Θεσσαλονίκης Βασίλης Βέτσος, ο Θεόδωρος Φιρλίγγος, ο Γιώργος Καραγιάννης, παρέα πρώην «Μπουντρούμι» Μυτιλήνης, τραγούδι ο Σόλων Λέκκας.

     Μία από τις πρώτες παρουσιάσεις του βιβλίου του «Ψάρι με κεφάλι και  ουρά» έγινε το καλοκαίρι του 2011 στο Πολιτιστικό Κέντρο Παλαιοχωρίου Λέσβου (παλιό ελαιοτριβείο Παπουτσάνη), γεγονός πρωτόγνωρο και μοναδικό μέχρι σήμερα για το μικρό Παλαιοχώρι. Ομιλητές ο φιλόλογος Νίκος Δέτσης κι ο συγγραφέας, ακροατές συγχωριανοί και καλοκαιρινοί επισκέπτες. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την εκδήλωση και να αγοράσω τα βιβλία του για μένα και φίλους. Το ακροατήριο άκουσε σιωπηλό και προσεκτικό τους ομιλητές κι έκανε πολλά θετικά σχόλια μετά το τέλος της δίωρης εκδήλωσης, που διεξήχθη σε ζεστή ″οικογενειακή″ ατμόσφαιρα, αφού όλοι νιώθαμε περήφανοι για το συμπατριώτη μας συγγραφέα, που τίμησε τη γενέτειρα του πατέρα του κάνοντας ήρωες πολλών διηγημάτων του πρόσωπα από το παλιό Παλαιοχώρι. Ίσως κι ο ίδιος ο συγγραφέας να ένιωσε παρόμοια συναισθήματα… Στην επόμενη συνέντευξη που θα δώσει, παρακαλώ ρωτήστε τον!

     Αρκετά είναι και τα δημοσιεύματα σε έντυπες και ψηφιακές εκδόσεις εφημερίδων, περιοδικών και blogs, τα βίντεο στο YouTube και τα επαινετικά σχόλια άλλων λογοτεχνών και κριτικών λογοτεχνίας. Ξεχωρίσαμε τη θαυμάσια κριτική που δημοσίευσε στις 5/2/2017 σε αθηναϊκή εφημερίδα η Μαρία Μοίρα, αρχιτέκτονας που διδάσκει σε ΤΕΙ Αθήνας (βλέπε https://www.nissides.gr/greek/logotexnia/1.html). Ο Πλωμαρίτης συγγραφέας είναι πια γνωστός και καταξιωμένος.

             

clip_image001[41]



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗ


     Επειδή οι πιο «αρμόδιοι» να μιλήσουν για την αξία ενός λογοτέχνη είναι τα ίδια του τα έργα, παραθέτουμε παρακάτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα βιβλία του, που είναι από τα πιο ιδιαίτερα πλωμαρίτικα «σουβενίρ», για να πάρει μαζί του φεύγοντας από τη Λέσβο ένας επισκέπτης για τον εαυτό του ή χάρισμα για τους φίλους του. Τα περισσότερα έχουν επιλεγεί με κριτήριο τις αναφορές του στο Παλαιοχώρι και στους Παλιοχωριανούς.


    Το ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, με τίτλο «Ο θείος μου ο Άγιος» (εκδ. ″Εμπρός″, Μυτιλήνη 2009, σελ. 96), περιλαμβάνει προλογικό σημείωμα «Κάτι σαν πρόλογος» (σελ. 7) και 21 διηγήματα: «Η Ιερά Εμβάς» (σελ. 9-12), «Η Καρτσιλή»(σελ. 13-15), «Η Μορταντέλα» (σελ. 16-18), «Μπούρδα Παναή Αμερικάνι» (σελ. 19-22), «Ο Δικός μας Άη Γιάννης» (σελ. 23-27), «Ο θείος μου ο Άγιος» (σελ. 28-31), «Τότε ήταν Χριστούγεννα» (σελ. 32-35), «Ο καπτάν Μανώλης» (σελ. 36-39), «Τ’ Λ’τρουπιού» (σελ. 40-42), «Ταξίδι χωρίς γυρισμό» (σελ. 43-45), «Του Ρηνέλ’» (σελ. 46-48), «Άκαρπου ξύλου» (σελ. 49-53), «Του Κακνίδ’ τ’ Λαυρατσιού» (σελ. 54-57), «Αρκούδις χθες, Καρναβάλια σήμερα» (σελ. 58-61), «Η Γιακουμής» (σελ. 62-65), «Ο Δρόμος είναι ίδιος» (σελ. 66-69), «Τ’ Πέμπτ’ ή μια περιήγηση στη δημοσιοϋπαλληλική ανευθυνότητα» (σελ. 70-79), «Η Συνεταιριστική καταβαράθρωση» (σελ. 80-84), «Μίνως Αμαριώτης, ο δικός μας Μανώλης» (σελ. 85-88), «“Απελύθητε ως μη νομιμόφρων”» (σελ. 89-90), «Ό,τι θέλει ο λαός» (σελ. 91-93). Αφιέρωση βιβλίου: «Στην οικογένειά μου».  


   

            

Εξώφυλλο πρώτου βιβλίου. Στο οπισθόφυλλο μωσαϊκό Πλαγιάς.


 Κάτι σαν πρόλογος


     «Χρόνια τώρα, από τότε που κατάλαβα ή δεν κατάλαβα τον κόσμο, χαράζω λέξεις σε λευκά χαρτιά. Κείμενα εφήμερα, αφού για εφημερίδες προορίζονται, κομμάτια που την άλλη μέρα ίσως ξεχνιούνται.

     Η δημοσιογραφία εξάλλου, που την αγάπησα, είναι αυτό: Η καταγραφή και αποτύπωση του σήμερα. Ίσως και η ανάλυσή του.

     Καμιά φορά όμως ο γραφιάς ξεφεύγει. Προς κάποια άλλα πράγματα. Που μπορεί να περιέχουν λίγο μνήμες, βιώματα, νοσταλγία, ιστορίες, ακόμα και παραμύθια.

     Κάποιοι φίλοι, που είχαν την υπομονή να διαβάζουν τα γραψίματά μου στη στήλη «Αιρετικά» του «ΕΜΠΡΟΣ», με παρακίνησαν να μαζέψω μερικά απ’ αυτά σ’ ένα τομίδιο. Τκανα διαλέγοντας όσα θυμίζουν παλιό, καμιά φορά και σύγχρονο Πλωμάρι. Για να μη σβήσουν εντελώς οι μνήμες


(″Κάτι σαν πρόλογος″, από το βιβλίο «Ο θείος μου ο Άγιος», σελ. 7)


*****


[ Παλιοχωριανός χορός ]


     «…Το γλέντι άρχιζε από βραδύς και συνέχιζε ως αργά το απόγευμα της μέρας της χάρης του [Άη-Γιάννης στα «Φιλίππια»], με μια μικρή διακοπή βέβαια, για τη λειτουργία. Λαλούσε το βιολί του Κωστή από το Μπουρό, που τώρα το κάναν Νεοχώρι, μιλούσαν στις καρδιές τα σαντούρια και τα τρομπόνια, που άστραφταν στον ήλιο. Χορό οι Παλιοχωριανοί κι οι Παλιοχωριανές, οι καλύτεροι χορευτές της περιοχής.     Στο νύχι″, χόρευαν το ″μπαμ″, το δημοφιλή αισθησιακό καρσιλαμά, γρήγορο, όλο τσαλίμια και τσακίσματα, λες και το κορμί τους ήταν κλαδί λυγαριάς που οδηγούσε το ρυθμό, όχι τον ακολουθούσε. Ή τον βαρύ κι ασήκωτο απτάλικο, ν’ αναστενάζει η γης κάτω απ’ τα πόδια τους…»   


(″Ο Δικός μας Άη Γιάννης″, από το βιβλίο «Ο θείος μου ο Άγιος», σελ. 25)


*****


[ Η κηδεία του καπτάν Μανώλη ]


    «…Οι μέρες περνούσαν και τα μαντάτα δεν ήταν καλά. Ώσπου έσκασε η μεγάλη είδηση. Τον καπτάν Μανώλη τον έφερναν νεκρό. Και θα τον κήδευαν την άλλη μέρα.

    Ανοίχτηκε το σπίτι, τρέξανε οι γειτόνισσες να σκουπίσουν, να σφουγγαρίσουν, να στρώσουν τα χαλιά, να σκεπάσουν τους καθρέφτες με τούλια, να υποδεχθεί τον άρχοντα, τον καπετάνιο, τον αφέντη του σπιτιού.

     Από την ώρα που τον έφεραν και τον απόθεσαν καταμεσής στο σαλόνι του σπιτιού, μέσα στην νεκρόκασά του, άρχισε να μαζεύεται ο κόσμος να τον αποχαιρετήσει και να παρηγορήσει την χαροκαμένη κυρά Μαριγώ, οι φίλοι του είχαν αρχίσει τα ρακιά μπροστά στο σπίτι του.

     Και μέσα στη σιγή που επικρατούσε ένας-ένας σαν μοιρολόι, άρχιζε να τραγουδά, στον πλωμαρίτικο σκοπό, τουν παραπουνκό, ένα τετράστιχο για το θάνατο, τη φιλία, τον άλλο κόσμο.

                        

           Ήλιε μου, στα βασιλέματα σ’

            πάρε κι εμέ μαζί σου,

            γιατί στον κόσμο άλλο πια

            δεν ημπορώ να ζήσω.

  

     Κι όταν τελείωνε ο πρώτος, παίρνανε το τραγούδι όλοι μαζί, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Αυτός κι αν ήταν θρήνος.

     Κι όταν ήρθαν οι παπάδες, κανένας ψάλτης δεν έψαλε, κανένα δάκρυ, τουλάχιστον φανερά, δεν κύλησε, κανένας λυγμός δεν ακούστηκε. Έφθασαν οι μουσικάντηδες, βιολί, σαντούρι και κλαρίνο. Μπροστά το σεντούκι, πίσω η μουσική, και τον πήγανε στο νεκροταφείο. Οι παπάδες δεν ήξεραν τι ακριβώς χρειάζονταν, αλλά, να μη χάσουν τα τυχερά, κατάπιαν το θυμό τους κι ακολούθησαν. Έτσι διάταξε να κάνουν την κηδεία του ο καπτάν Μανώλης, πριν κλείσει τα μάτια.

     Μια κηδεία αντρίκια, λεβέντικη, που τον οδήγησε στον τάφο, όπως ακριβώς αυτός κουμαντάρησε την ζωή του.»


(″Ο Καπτάν Μανώλης″, από το βιβλίο «Ο θείος μου ο Άγιος», σελ. 38-39)


*****


 Του Ρηνέλ’


     «…Τα ζούσε όλ’ αυτά του Ρηνέλ’, θα ’ταν στα δεκατέσσερά της τότε, μάθαινε, θαύμαζε και απορούσε. Και καμιά φορά τρόμαζε. Όταν είδε για πρώτη φορά στη ζωή της ένα δυνατό φως να κρέμεται απ’ το ταβάνι, ν’ ανάβει και να σβήνει με το γύρισμα ενός μαύρου κουμπιού, τρύπωσε κάτω απ’ το τραπέζι και δεν έλεγε να βγει. Ή όταν η κυρά της την έβαλε σ’ ένα δωμάτιο, που είχε μια μεγάλη μαντεμένια βαθιά σκάφη κι από πάνω μια βρύση έτρεχε καυτό νερό, πραγματικά τρόμαξε. Πώς γινόνταν όλ’ αυτά και πώς θα ’μπαινε εκεί μέσα, όπως τη γέννησε η μάνα της, να λουστεί και να πλυθεί. Κι όμως όλα τα ’μαθε κι όλα τα κατάλαβε. Αυτό που δεν μπόρεσε να χωνέψει ήταν αυτό το έρμο το κουτί με τα κουμπιά, και τις κίτρινες, κόκκινες και μπλε γραμμές, που κάθε Κυριακή έλεγε όλη τη λειτουργία, με παπάδες και ψαλτάδες, να τους ακούς και ν’ αναγαλλιάζει η ψυχή σου. Κι όλο ρωτούσε και ξαναρωτούσε.

     – Γιατί, κυρία, δεν παίρνουν ένα τέτοιο και στο Βούρκο; Να το βάλουνε πάνω στην Αγιά Τράπεζα, να λέει τη λειτουργία τις Κυριακές, τους χαιρετισμούς τη Σαρακοστή, τα εγκώμια τη Μεγάλη Παρασκευή, να τ’ ακούνε και να κάνουν το σταυρό τους η μάνα μου κι η γιαγιά μου, κι έχουν την εκκλησιά κλειδωμένη;

     Είδε κι έπαθε η κυρά της να την πείσει να εγκαταλείψει το ραδιόφωνο και να πηγαίνει καμιά φορά και στην εκκλησία…»


(″Του Ρηνέλ’″, από το βιβλίο «Ο θείος μου ο Άγιος», σελ. 47)


[Σημείωση: Του Ρηνέλ’ από το Βούρκο είναι η Ειρήνη Γ. Γανώση, το γένος Κουραχάνη, χήρα Γεωργίου Γρ. Γανώση, μητέρα του Γρηγόρη και του Δημήτρη Γανώση και της Δέσποινας Γανώση-Παυλίδου, που σήμερα ζει στο Παλαιοχώρι. Πριν παντρευτεί, εργάστηκε ως παρακόρη στο σπίτι της Σουλτάνας Μαυραγάνη - Χατζηγιαννάκη, συζύγου του Πλωμαρίτη Πιττακού Χατζηγιαννάκη και θείας του Ξενοφώντα.]


*****


 Του Κακνίδ’ τ’ Λαυρατσιού


     «…Κάποια φορά χρειάστηκε, στα τελευταία χρόνια της ζωής της, να πάει του Κακνίδ’ στην πρωτεύουσα. Ήταν Ιούλιος, τη φιλοξενούσε μια Πλωμαρίτισσα, και τη συντρόφεψε στον Προφήτη Ηλία της Καστέλας, που γιόρταζε. Εκεί έγινε αξιοθέατο με την τεράστια βράκα της, τη μαντίλα της και τη χοντρή κοτσίδα. Ενοχλήθηκε του Κακνίδ’ και δεν άντεξε. Γυρίζοντας προς τον γυναικείο πληθυσμό, που φορούσε κοντές φούστες, ίσως και μίνι, τις αποπήρε.

     “Κι μι λουγιάζιτι, μουρή αφουρσμένις; Έν αντριπόστι σεις, π’ φαίνιτι του μ’νί σας;”

     Χρόνια έχει, που του Κακνίδ’ έχει βυθιστεί στον αιώνιο ύπνο. Το σπίτι της, η αυλή της, η «καθσιά» της, έχουν γίνει μπαρ, ρεστοράν και καφέ, όπου καθημερινά διακινούνται χρηματικά ποσά, που δεν θα μπορούσε να τα δει ούτε στο καλύτερο όνειρό της.»


(″Του Κακνίδ’ τ’ Λαυρατσιού″, από το βιβλίο «Ο θείος μου ο Άγιος», σελ. 57)

      

*****


[ Παλαιοχώρι – Καλλονή ]


     «…Στο εσωτερικό του οχήματος οι επιβάτες και προπαντός οι γυναίκες, ευάλωτες στην έντονη μυρωδιά της βενζίνης, αλλά και στο συνεχές ταρακούνημα, μισοζαλισμένες, αφήνονταν στα άβολα και σκληρά καθίσματα του λεωφορείου, προστατεύοντας την μύτη τους, με την άκρη του τσεμπεριούτους και κρατώντας σφιχτά ένα κομμάτι λεμονιού, μπροστά στα ρουθούνια τους. Οι πολύ αταξίδευτες έκαναν και εμετούς, δημιουργώντας καταστάσεις ταξιδιού αφόρητες. Αξέχαστο μου μένει το μαρτύριο της γιαγιάς μου Πηνελόπης Μαυραγάνη, που είχε γιο φαρμακοποιό, «ξενιτεμένο» στην Καλλονή και, προκειμένου να τον επισκεφθεί, τραβούσε του «λιναριού τα πάθη». Πλωμάρι – Μυτιλήνη – Καλλονή, ήταν κάτι αβάσταχτο. Έφτανε πτώμα. Αντίθετα με τον παππού μου, τον Ξενοφώντα, που κατέβαινε απ’ το λεωφορείο στα Χάνια, σωστό παλικαράκι…»


(″Ο Δρόμος είναι ίδιος″, από το βιβλίο «Ο θείος μου ο Άγιος», σελ. 68)

 

*****


[ Άγιος Γεώργιος Πασγιάνος εκ Πλαγιάς ]


     Ο τίτλος του βιβλίου «Ο θείος μου ο Άγιος», όπως και το ομότιτλο διήγημα των σελ. 28-35, αναφέρονται στο Νεομάρτυρα Άγιο Γεώργιο Πασγιάνο, θείο της γιαγιάς του Μαριόλας, το γένος Γεωργίου Πασγιάνου. Η αγιοποίηση και καθιέρωση της εορτής του στις 14 Φεβρουαρίου έγινε μετά το 1965. Αναζητήσαμε στοιχεία γι’ αυτόν και σας τα παραθέτουμε παρακάτω:    

     Πρόκειται για το νεοφανή Άγιο Γεώργιο Πασγιάνο ή Παϊζάνο (+1693), ο οποίος γεννήθηκε στην Πλαγιά Λέσβου, χωριό της περιφέρειας Πλωμαρίου. Ήταν ράπτης στο επάγγελμα και μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Φεβρουαρίου 1693, επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει. Απότμημα από το ιερό λείψανό του βρίσκεται στη Μονή Λειμώνος Λέσβου. Παρενθετικά, αναφέρουμε παρακάτω το απολυτίκιο του Αγίου.

  

 


ΤΗ ΙΔ΄ (14η) ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Μνήμη το Νεομάρτυρος γίου Γεωργίου το Πασγιάνου (+1693) το κ Πλαγις περιφερείας Πλωμαρίου τς νήσου Λέσβου.


πολυτίκιον. χος πλ. α΄. Τν συνάναρχον Λόγον.


πληθς τν Λεσβίων τέρπου κα χόρευε, κα τν πάμφωτον μνήμην τοΝεομάρτυρος Γεωργίου, το στερρο πλίτου τίμησον, τι ν χρόνοις χαλεπος  ναθλήσας καρτερς νίκησε τν βελίαρ, κα νν ν πόλ πρεσβεύει πρ τν πίστει γεραιρόντων ατόν.


Δόξα. χος δ΄. Ταχ προκατάλαβε.


Λέσβος εφραίνεται σ πανηγύρει φαιδρς κα δει όρτια σματα μέλπουσα τος θλους σου, γιε. Σ γρ Νεομαρτύρων τ χορεί συνήφθης, αματι κα βασάνοις ναθλήσας γενναίως, Γεώργιε παμμάκαρ, πρ τς πίστεως.



clip_image001[41]



     Το ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ του, με τον πρωτότυπο τίτλο «Ψάρι με κεφάλι και ουρά» (εκδόσεις ″Νησίδες″, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 208), περιλαμβάνει 25 διηγήματα: «Η ρίζα του γιασεμιού» (σελ. 9-13), «Οικίαι εκατόν είκοσι» (σελ. 14-18), «Οι φωτογραφίες» (σελ. 19-29), «Ψάρι με κεφάλι και ουρά» (σελ. 30-39), «Ο Έλληνας» (σελ. 40-47), «Ο πολυεκατομμυριούχος» (σελ. 48-54), «Ο οικοδεσπότης άλλαξε» (σελ. 55-57), «Μελιτζάνες με σάλτσα» (σελ. 58-67), «Ο Σπούτνικ» (σελ. 68-75), «Στου Βελγίου τις στοές» (σελ. 76-80), «Ο λάτρης των ωραίων» (σελ. 81-89), «Πολλά τα κρίματά σου» (σελ. 90-95), «Η άλλη ζωή της Φωτεινής» (σελ. 96-103), «Ήρθα για δουλειά» (σελ. 104-107), «Νέα Υόρκη-Παλαιοχώρι» (σελ. 108-115), «Πατρίδα» (σελ. 116-127), «Ο γιος του Μουχτάρη» (σελ. 128-143), «Ήταν μια Μεγάλη Βρετανία» (σελ. 144-149), «Το μέγα αμάρτημα» (σελ. 150-162), «Τελευταία η καρδιά» (σελ. 163-172), «Ωσεί παρών» (σελ. 173-182), «Το τελευταίο Ζάσταβα» (σελ. 183-189), «Πρόταση εξαγοράς» (σελ. 190-194), «Εφιάλτης» (σελ. 195-199), «Ετών εβδομήντα» (σελ. 200-204). Αφιέρωση βιβλίου: «Στην Έφη, τη σύντροφό μου».

 

clip_image008        


Εξώφυλλο, οπισθόφυλλο και σελιδοδείκτης 2ου βιβλίου, φιλοτεχνημένα από την Ε. Χαραλάμπους.



[ Ιαματικό νερό Παναγίας Κρυφτής ]


     «…κι η τεράστια μπανιέρα του παππού έγινε καταφύγιο αδέσποτων γατιών. Πραγματικά τεράστια, κατάλευκη εμαγιέ, με λουλουδάκια γαλάζια στις εξωτερικές της πλευρές, που κάθε πρωί γέμιζε με καυτό νερό, απ’ την πηγή της Παναγιάς της Κρυφτής, έξι μίλια από το λιμάνι, που το κουβαλούσαν σε σιδερένια βαρελάκια οι χαμάληδες ταξιδεύοντας γι’ αυτό με τις γκαζολίνες εννιά μήνες το χρόνο, εφτά μέρες το μήνα, εξυπηρετώντας όλους τους αρχόντους του χωριού, που έκαναν στην άνεση του σπιτιού τους τα θερμά ιαματικά τους λουτρά…»


(″Οι φωτογραφίες″, από το βιβλίο «Ψάρι με κεφάλι και ουρά», σελ. 27-28)


*****


[ Άραμ έρκς τσ’ άραμ δεν έρκς ]


     «…Στο αεροδρόμιο της Μυτιλήνης ψυχή ζώσα. Ούτε ταξί να περιμένει, ούτε λεωφορείο. Ήταν και αργά. Αρχές Μαΐου κι η μέρα είχε ανοίξει για καλά. Ρώτησε την αστυνομία, βρήκε ταξί, αμέσως Παλιοχώρι, ο ταξιτζής στραβομουτσούνιασε, αλλ’ άμα κατάλαβε ότι ο θείος απ’ την Αμερική δε θα έκανε παζάρια, φόρτωσε τα μπαγκάζια μουρμουρίζοντας για το βάρος τους και ξεκίνησε. Είχε ο Τζιμ-Ξενοφών έναν αριθμό τηλεφώνου, που, αν θυμόταν καλά, ήταν του φίλου του Γιάννη. Σταμάτησαν σ’ ένα περίπτερο στη Μυτιλήνη, σχημάτισε τον αριθμό, του απάντησε μια νυσταγμένη φωνή. Ο Γιάννης είχε γείρει κιόλας στο κρεβάτι. Αν θα τον περιμένει; Τι λόγος. Ήρθε απ’ την άλλη άκρη του κόσμου κι αυτός θα κοιμόταν;

     Λίγο μετά τις δέκα το βράδυ, το ταξί τον κατέβαζε στην πόρτα του Γιάννη. Χειραψία, χτύπημα στην πλάτη και δάκρυ που κυλούσε χωρίς να φαίνεται μέσα στο σκοτάδι. Όταν ο Ξενοφών έφευγε από το χωριό το 1925, ο Γιάννης ο Καματερός ήταν μωρό στην κούνια. Δε γνωριζόντουσαν.  Αλλά κάποιος φίλος εις τον φίλον έγραψε, και ο Αμερικάνος με τον Παλιοχωριανό γνωρίστηκαν από μακριά.

     Ανέβηκαν την εξωτερική σκαλίτσα, αφήνοντας το μπαούλο και τις βαλίτσες στο κατώγι, και μπήκαν στο «αρχοντικό» του Γιάννη. Παρ’ όλο που ήξερε για την απεργία, έλπιζε κι ήταν έτοιμος. Ψαρόσουπα για το καλωσόρισες και ψάρια βραστά με λαχανικά και μαγιονέζα. Ο Γιάννης δεν έτρωγε κρέας. Ελιές και τυρί χωριάτικο συμπλήρωναν το δείπνο.

     Ξημέρωσε, ήπιανε καφέ και γάλα κατσικίσιο. Μισόν αιώνα είχε να το γευθεί ο Ξενοφών. Σε λίγο κατηφόριζαν για τη Μελίντα, με τα πόδια. Τα καφενεία και τα μπακάλικα της αγοράς ήταν ακόμα κλειστά. Με τα λίγο παρεφθαρμένα ελληνικά του ο Τζιμ, που ξανάγινε Ξενοφών, θυμόταν κι έλεγε. Τη Μελίντα, την Κρυφτή, τη Γαρνάβα. Τα κολύμπια, τα σύκα τον Αύγουστο, τα σταφύλια απ’ το Ραχίδι τον Σεπτέμβρη. Για πότε βρέθηκαν στης Μαρίας το καφενείο κανείς τους δεν το κατάλαβε. Πάλι καφέ δίπλα στο κύμα, μοσχοβολούσε η πλάση, πασχαλιές, αβαγιανούς, λεμονανθούς. 

     Κι ένα χαλί κόκκινο οι κλώσες, οι παπαρούνες να πούμε, κεντημένες με τις άσπρες μαργαρίτες. Μαζεύτηκαν κι οι άλλοι γύρω. Ο Χρήστος, ο Νίκος το Κρικρό, ο Θωμάς. Ο Ξενοφών ρωτούσε. Θυμόταν ονόματα της νεότητάς του. Όλοι πεθαμένοι. Αλλά βρήκαν την άκρη. Βρήκαν και το πατρικό του στο χωριό. Ρημαγμένο. Η στέγη, όμως, κρατούσε ακόμα. Την άλλη μέρα στο Πλωμάρι θα γύρευε μηχανικό για την επισκευή του σπιτιού. «Θα στοιχίσει», του είπαν. «Και τι δούλευα πενήντα χρόνια στο Αμέρικα». Κουβέντα στην κουβέντα, φτάσανε και στ’ όνομα. «Πώς, βρε παιδί μου, από Ξενοφών, Τζιμ;»

     «Άμα έφτασα εκεί, χωρίς διαβατήριο, χωρίς τίποτα, μου ’πε ένας χωριανός μου. “Εσύ πρέπει να δουλεύεις κάπου που να μη σε βλέπει άνθρωπος”. Και με πήγε σ’ ένα ρεστοράν μεγάλο, όσο η πλατεία του Παλιοχωριού. Με κατεβάσανε τρεις σκάλες κάτω και μ’ έβαλαν σε μια μεγάλη γούρνα μπροστά, να πλένω πιάτα. Αυγή πήγαινα, νύχτα έφευγα. Ήλιο δεν έβλεπα. Φωνές, χτυπήματα πιάτων, νερά που τρέχανε, πόρτες που ανοιγοκλείνανε. Κάθε τρεις και λίγο άκουγα τ’ όνομά μου, Ξενοφών, Ξενοφών. Έτρεχα σαν παλαβός. “Νο Ξενοφών”, μου λέγανε “τέλεφον”. Βαρέθηκα πια και μια μέρα τους λέω “My name is Jim, no Xenofon” και γλίτωσα.»  

     Μέχρι το Σεπτέμβριο, οπότε γύρισε στην Αμερική, το σπίτι ήταν έτοιμο. «Κούκλα το έκανα, για να έρθεις και συ», λέει στη γυναίκα του. «Άμα δε βάλεις φρίζερ και μασίν, εγώ δεν έρχομαι», του ανακοίνωσε εκείνη.  

     Πέρασαν τα Χριστούγεννα, πλησίαζε η Πρωτοχρονιά, το μυαλό του Ξενοφώντα στο Παλαιοχώρι. Είχε μαξούλι φέτος κι έπρεπε να μαζευτούν οι ελιές. Βέβαια, δεν είχε κτήματα και πολλές ρίζες, αλλά τρία κομμάτια τα βρήκε, του τα δείξανε οι χωριανοί. Ρουμάνια. Τα ψευτοκαθάρισε, τα συμμάζεψε, έπρεπε να τα μαζέψει. Κι οι μέρες περνούσαν. Τρεις Ιανουαρίου, πάλι με την ΡΑΝ-ΑΜ Νέα Υόρκη - Αθήνα κι από κει Μυτιλήνη. Όλα εν τάξει. Το ταξί τον περίμενε, μπαγκάζια πολλά δεν είχε, έβαλε το κλειδί στην πόρτα και κάθισε στο σαλονάκι του σπιτιού του. Την άλλη μέρα στο καφενείο βρήκανε τους εργάτες, έγινε ο «ταϊφάς», κι άρχισε το μάζεμα. Σε δέκα μέρες είχε τελειώσει. Αλέσανε τις ελιές στον συνεταιρισμό. Μια ζωή είχε να αισθανθεί αυτό το υπέροχο άρωμα της αλεσμένης ελιάς και τη θεσπέσια γεύση του ζεστού ελαιόλαδου. Κάθισε μερικές μέρες ακόμα και στις αρχές Φεβρουαρίου γύρισε στη γυναίκα του.

     Το Πάσχα έπεφτε τη χρονιά εκείνη λίγο αργά. Μέσα Μαΐου. Έφτασε ακριβώς τη Μεγάλη Τρίτη. Το χάρηκε. Το γλέντησε με την ψυχή του. Μέχρι και στο Ραχίδι πήγε τη Δευτέρα του Πάσχα και χόρεψε. Αλλά το μυαλό του στην Κρυφτή και στη Γαρνάβα. Θυμόταν, λέει, που πήγαιναν η γιαγιά του και κάτι άλλες γριές στην Παναγία την Κρυφτή να κάνουνε ζεστά μπάνια στη μικρή γούρνα, δίπλα στη θάλασσα, όπου το νερό έτρεχε καυτό. Κι ύστερα βγαίνανε τυλιγμένες σε σεντόνια ή πετσέτες και κάθονταν στον μικρό αυλόγυρο της εκκλησιάς, που ύστερα οι παπάδες την κάνανε μεγάλη και φανερή, για να αυγαταίνουν τα τυχερά τους. Κι εκεί που λιαζότανε…

     «Άντι, βρε Ξινουφέλ’, π’ είσι καλό μουρό, πάνι σ’ Γαρνάβα, α μας φέρ’ς ένα κμαρέλ’ νιρό.»

     Κι αυτός ο καημένος κι άλλα παιδιά μαζί τραβούσαν τον ανήφορο, μέσα στο κάμα, μια ώρα και παραπάνω δρόμος, να φέρουνε το κουμάρι το νερό. Χωρίς παπούτσια εννοείται, 1920 ήταν…

     Ήρθε η Δευτέρα μετά του Θωμά, και μαζί μ’ όλο το χωριό έφτασε πρωί-πρωί στην Κρυφτή. Δεν ήταν βέβαια αυτό που θυμότανε η εκκλησιά, αλλά τέλος πάντων. Πήγε και στα κελιά, πήγε και στη γούρνα, λίγο την είχαν μεγαλώσει, ας είναι.

     «Νερό; Από πού πίνουν νερό;» ρώτησε.

    «Κουβαλητό, όπως τότε».

     Θύμωσε ή πικράθηκε ο Ξενοφών, κανείς δεν ξέρει. Κουβέντιασε με το φίλο του τον Γιάννη, που είχε τις λύσεις για όλα τα θέματα. Σε δυο μήνες είχε κατεβεί το νερό απ’ τη Γαρνάβα στην Κρυφτή. Έφτιαξε και μια ωραία βρύση με πέτρινη επένδυση, γράψανε στην πλάκα επάνω ″Ο Ξενοφών Αλαμάγκος εις μνήμην των γονέων αυτού″. Δόξα σοι ο Θεός. Κανένας πια δεν θα χρειαστεί να πάει με τα πόδια στη Γαρνάβα, να κουβαλήσει νερό.

     Περνούσε ο καιρός, Πλωμάρι-Παλαιοχώρι είχε κάνει ο Ξενοφών τη διαδρομή Νέα Υόρκη-Μυτιλήνη.

     Κάθε μέρα, όμως, Παλαιοχώρι-Μελίντα το καλοκαίρι, τον κούραζε. Βέβαια, έμεναν και κάποιες μέρες σ’ ένα εξοχικό, που ’χε τα κλειδιά του ο Γιάννης. Όμως άλλο το δικό σου. Κουβέντα στην κουβέντα, έρχεται ο γέρος ο Καρές, παλιός ψαράς της Μελίντας.

     «Πουλάω το δικό μου», λέει.

     Πάνω στο κύμα, δυο δωμάτια και κουζίνα, και δέκα μέτρα μπαχτσέ, να φυτεύεις και καμιά ντομάτα. Τ’ αγόρασε. Άντε πάλι μαστόρια, να το σιάξει, να το βάψει, να το κάνει του γούστου του.

     Τότε ήταν που έγραψε στην κυρά του στην Αμερική. «Έβαλα και μασίν και φριζέρ, αγόρασα και σπίτι πάνω στη θάλασσα», κι αυτή απάντησε: «Εμένα οι γονιοί μου έφυγαν απ’ το Παλιοχώρι για μια καλύτερη ζωή. Δεν θα γυρίσω πίσω». Και τότε ο Ξενοφών, που είχε αποβάλει εντελώς τον Τζιμ, απάντησε με μεγάλα γράμματα, που τα έγραψε ο Γιάννης, κι αυτός τα εξήγησε παρακάτω στα αγγλικά: ″ΑΡΑΜ ΕΡΚΣ ΤΣ’ ΑΡΑΜ ΔΕΝ ΕΡΚΣ″, τουτέστιν, θες έρχεσαι, θες όχι, εμένα δεν με νοιάζει καθόλου! Μεγάλη κουβέντα, που όλοι οι άνδρες θα ήθελαν να την πουν μια φορά στη ζωή τους…»                   


(″Νέα Υόρκη - Παλαιοχώρι″, από το βιβλίο «Ψάρι με κεφάλι και ουρά», σελ. 110-114)

 

*****


[ Εγώ θα μείνω εδώ ]


     «…Τα πράγματα μέρα με τη μέρα δυσκόλευαν, αφού τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν στον ουρανό και το μεγάλο Ανατολικό ζήτημα, όπως επίσημα ονομαζόταν η απόφαση των Ευρωπαίων να διαμελίσουν την Τουρκία, είχε ήδη ανοίξει. Και κοντά στα άλλα κι η έχθρα με τη Ρωσία έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα.

     Οι δρόμοι ήταν δύο για την ελληνική οικογένεια με τους πέντε γιους. Ή να περιμένει την εξέλιξη των πραγμάτων ή να τα εκβιάσει. Προτίμησε το δεύτερο. Έτσι, ένα ανοιξιάτικο βράδυ, λίγο πριν το Πάσχα του 1880, τα πέντε παλικάρια μπήκαν στη βάρκα, να πάνε, όπως συχνά έκαναν, για ψάρεμα κι ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Λίγα ρούχα, ελιές, ψωμί, ένα κασκαβάλι τυρί, καμωμένο απ’ τα χέρια της μάνας τους, δυο κουμάρια νερό αποτελούσαν τα εφόδιά τους.

     Κι ύστερα, πόσο απείχε το νησί η Λέσβος, το Midili όπως το έλεγαν οι Τούρκοι, απ’ το χωριό τους; [Αϊβαλί] Έξι ως εφτά μίλια. Με λάδι τη θάλασσα και τέσσερα κουπιά σε χέρια ανδρειωμένα, το πολύ να ήθελαν πέντε ώρες. Και ξεκίνησαν. Η απόλυτη ηρεμία κυριαρχούσε σε μια θάλασσα που δεν εμφάνιζε ούτε μια ρυτίδα. Όμως τι τα θέλεις. Χωρίς χάρτη και πυξίδα, χωρίς ναυτικές γνώσεις, ούτε καν οδηγίες από κάποιον, οι ώρες περνούσαν και στεριά δεν φαινόταν. Κι ας έφεγγε το φεγγάρι κι ας κρατούσαν ίσια τη ρότα για απέναντι, όπως τους φαινόταν. Κοντά στα ξημερώματα κι όταν πια είχαν απελπιστεί πως θα ’φταναν απέναντι, ξεχώρισαν μια κορυφογραμμή να διαγράφεται στην αλαφριά ομίχλη.     

     Ίσα κι αγάντα στα τέσσερα κουπιά, δώσανε φτερά στη βάρκα, που καμιά ώρα αργότερα ήρθε και κάθισε στην αμμουδιά, δίπλα στον θεόρατο βράχο, που αργότερα έμαθαν το όνομά του. Ήταν ″τ’ Γουτζίλ’ του μάρμαρου″.

     Κατά το μεσημέρι άνοιξαν ένας-ένας τα μάτια τους, ζεσταμένοι απ’ τον ανοιξιάτικο ήλιο κι έριξαν μια ματιά γύρω τους να δουν πού βρίσκονται. Ν’ αναγνωρίσουν τον χώρο. Μερικά σπιτάκια ριγμένα εδώ κι εκεί, σε μια παραλία δυο χιλιομέτρων περίπου, που την όριζαν απ’ τη μια ο βράχος στη ρίζα του οποίου βρήκαν απάγκιο κι από την άλλη μια βουνοκορφή που κατηφόριζε κι η άκρη της βυθιζόταν στο γιαλό. Κι όλη η περιοχή βαμμένη το σταχτοπράσινο χρώμα της ελιάς που κυριαρχούσε και στο χωριό τους. Τρακόσια μέτρα προς την ανατολή ένα ποταμάκι χάριζε τα λιγοστά νερά του στη θάλασσα. Και πιο μέσα η μικρή κοιλάδα που έζωνε την κοίτη του, ώσπου χανόταν στη στενωσιά του βουνού, μπαχτσέδες με λαχανικά, πορτοκαλιές, συκιές, καρυδιές καταπράσινες και δροσερές.

     Κι όπως η άνοιξη ήταν στη δόξα της, η γη, κεντημένη με κόκκινες παπαρούνες, λευκές και κίτρινες μαργαρίτες και εκατομμύρια μικρά χαμομήλια, ανθισμένες ρίγανες, μάγευε το μάτι και ζάλιζε το μυαλό με τις μεθυστικές μυρωδιές που ανέδιδε.

     Έφαγαν τις λίγες μπουκιές ψωμιού που τους είχε περισσέψει και κάθισαν να πάρουν τις αποφάσεις τους.

     “Εγώ θα μείνω εδώ”, είπε ο Χριστόδουλος, μαγεμένος από την ομορφιά που απλωνόταν γύρω του. “Εδώ θα ρίξω άγκυρα”…»   


(″Ο γιος του Μουχτάρη″, από το βιβλίο «Ψάρι με κεφάλι και ουρά», σελ. 129-131)


*****


[ Στο Παλαιοχώρι για το λιομάζωμα ]


     «…Εκεί τελείωναν οι κοινωνικές μας υποχρεώσεις κι άρχιζε η δουλειά για την οποία βασικώς είχαμε έλθει. Το λιομάζωμα.

     Τα γυναικόπαιδα κάναμε την πρώτη μέρα μια περαντζάδα από το κοντινότερο στο χωριό κτήμα για μια γεύση της δουλειάς και τις επόμενες τις καταναλώναμε σε παιχνίδια, διαβάσματα και περιηγήσεις.

     Επισκεπτόμασταν τα δυο ελαιοτριβεία του χωριού, το κλειστό λόγω διακοπών σχολειό και, κυρίως, κάναμε χάζι στα καφενεία τα παρατεταγμένα απ’ τις δυο μεριές του κεντρικού δρόμου, που εκεί κάτω από το σπίτι μας ήταν κάπως φαρδύτερος σχηματίζοντας μια υποτυπώδη πλατεία. Με τον πλάτανο και τη βρύση του. Δέκα καφενεία σ’ ένα χώρο 500-600 τετραγωνικών ήταν πολλά, αλλά και πολύς ο κόσμος του Παλαιοχωρίου τότε. Το χειμώνα τις καρέκλες τους ζέσταιναν μόνο οι γέροι, που δεν μπορούσαν πια να πηγαίνουν στις ελιές, πίνοντας ένα ευωδιαστό ρόφημα, από δεντρολίβανο, μυρίσι, τσάι του βουνού και κανέλα, αλλά τις άλλες εποχές δεν έβρισκες θέση να καθίσεις.

     Εκεί γινόντουσαν τα γλέντια των γάμων και των βαφτίσεων, εκεί και οι καφέδες της παρηγοριάς για όλους όσοι εγκατέλειπαν τα γήινα, για το μαύρο και ανεξερεύνητο άγνωστο.

     Αρκετές φορές και το χειμώνα, ιδίως σε μαξουλοχρονιές, στήνονταν τα όργανα κι έπαιζαν μέχρι το πρωί, με το βιολί του μεγάλου Ποσειδώνα Καραβά να προεξάρχει και να πρωταγωνιστεί. Να σε ξεσηκώνει να χορέψεις, να μιλήσεις με τη μουσική, να πεις τα ντέρτια σου και τις χαρές σου.

     Γιατί αυτός ήταν ο χορός για τους Παλιοχωριανούς. Μια διαρκής κουβέντα κι εξομολόγηση. Κάθε πάτημα, κάθε κίνηση, κάθε χτύπημα του ποδιού, συνέθετε ένα μικρό ποίημα. Από τον τοπικό συρτό, τα ″ξύλα″ ή ″ξλαρέλια″, στον μπάλο, το μπαμ, τον καρσιλαμά, τον απτάλικο, τον χασάπικο, ως τον ″ανιγκασκό″, έναν γρήγορο σκοπό της κατηγορίας χασαποσέρβικο, που αποτελούσε το τέλος του κύκλου κάθε ομάδας χορευτών.  

     Εκεί χορεύανε και χορεύουνε όλοι. Απ’ τα παιδιά, που μόλις μπορούσανε να σχεδιάζουν τις φιγούρες και τα παιχνιδίσματα, μέχρι τους γέρους, που ίσια-ίσια κινούσανε τα πόδια τους.

     Ακόμα κι ο βουβός του χωριού, που δεν είχε ποτέ ακούσει μια νότα, έμπαινε μόνος στην πίστα και, παρακολουθώντας τις δοξαριές του βιολιού και τα χτυπήματα του σαντουριού, έβγαζε όλον τον καημό του στον χορό. Εκεί να δεις ζεϊμπέκικο και καρσιλαμά, να μη πιστεύεις πως ο χορευτής δεν είχε ακούσει ποτέ του μουσική… […]


     Τελευταία μέρα, και την περνούσαμε στο ελαιοτριβείο του συνεταιρισμού. Βγάζανε οι εργάτες από την παράγκα μας τις μαζεμένες ελιές, τις ζυγίζανε, τις πλένανε και τις ρίχνανε στα "βόλια". Δυο τεράστιους κυλίνδρους από πέτρα που, στηριγμένοι στον ίδιο άξονα, γύριζαν με τη βοήθεια ενός μεγάλου σιδερένιου μοχλού και συνθλίβανε τις ελιές. Για να  τρέξει στα "πολύμνια" [=μικρές δεξαμενές, όπου συγκεντρωνόταν το λάδι] μετά από έξι με εφτά ώρες επεξεργασίας, κι αφού περνούσε απ’ τα "μπασκιά" [=πιεστήρια που συμπίεζαν τους σάκους με τον ελαιοπολτό] με τους μισόγυμνους, λόγω ζέστης, εργάτες, να πιέζουν μ’ όλη τη δύναμή τους με τις "μανέλες" [=μακριά λεπτά ξύλα, με τα οποία οι εργάτες βοηθούσαν από τα πλάγια την έκθλιψη του ελαιολάδου] τον ελαιοπολτό, το μοσχομυριστό και αχνιστό φρέσκο λάδι, που μάζευαν οι εργάτες με ειδικούς "μαστραπάδες" [=μεγάλα μεταλλικά κανάτια], όπου έπλεε, πάνω στο επίσης καυτό νερό. Μετρούσε την οξύτητα ο υπεύθυνος του συνεταιρισμού, έβγαζε και την απόδοση του φετινού μαξουλιού και ήμασταν έτοιμοι. Κι η μάνα άνοιγε την καλαθούνα με τα φοινίκια, τους κουραμπιέδες, τους μπακλαβάδες, στις πολύ καλές χρονιές και τα μπουκάλια με το κονιάκ, να πιουν οι εργάτες και οι άλλοι που περίμεναν τη σειρά τους, να ευχηθούν πολλά μπερεκέτια την επόμενη φορά.

     Η σοδειά είχε εξασφαλιστεί. Μερικές εκατοντάδες οκάδες θα περίσσευαν για να πουληθούν, ενισχύοντας τον αναιμικό μισθό του δημοσίου υπαλλήλου.

     Αποθηκεύαμε το λάδι "στ’ς Μαντιδιούς", παίρνοντας μαζί μας και δυο-τρία τουλούμια, φορτώναμε τα ζώα και, μ’ ένα κερί στη Βαγγελίστρα κι ένα «και του χρόνου» στη θεια Αμερισούδα που σίγουρα δεν το ευχότανε στον εαυτό της, παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής.»     


(″Το μέγα αμάρτημα″, από το βιβλίο «Ψάρι με κεφάλι και ουρά», σελ. 157-158, 159-160)


*****


[ Ανάλιες ]


     «…Έφτου όμως π’ τρόμαξι κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ήταν όταν του είπα για τις ″ανάλιες″. Διακόσιες φορές να την έλεγε ο Γιάννης (Καματερός), διακόσιες παραλλαγές είχε.

     Χορεύαμε, που λες, στα πανηγύρια, όλα τα παλικάρια, ώρες ατελείωτες. Στης Κρυφτής, του Ευαγγελισμού για την Παναγιά μας τη Βαγγελίστρα, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, ″τ’  Λτουρπιού″. Κι από το πολύ ρακί και το χορό δεν ξέραμε πού βρισκόμαστε. Ζούσαμε σε μια νάρκη, μια έκσταση. Κι εκεί πάνω στο πολύ μεράκι τραβούσαμε την κάμα και την περνούσαμε στη γάμπα μας. Και ο χορός χορός. Κι ας έτρεχε το αίμα κουρνέλι. Θαύμασε ο Ωνάσης και με ρώτησε αν το ’κανα κι εγώ. Σήκωσα το πανταλόνι μου κι η μαχαιριά φαινόταν ακόμα, κι ας πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε […]. Παρ’ όλα, όμως, τα παρακάλια της παρέας, ποτέ δεν έδειξε τη γάμπα του ο Γιάννης. Κι ούτε που έμπαινε στη θάλασσα για μπάνιο, να μπορέσουν να δούνε τη μαχαιριά της αντρειοσύνης…»    


(«Ψάρι με κεφάλι και ουρά», ″Ωσεί παρών″, σελ. 180-181)



clip_image001[41]



      Το ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ του, με τίτλο «Προς το παρόν υγιαίνω» (εκδ. ″Νησίδες″, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 192), κατά τη γνώμη μου, είναι το καλύτερο από τα πέντε βιβλία του, το πιο ώριμο, και από άποψη θεματολογίας και γιατί χρησιμοποιεί με επιτυχία σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές και γιατί καλύπτει χρονικά ολόκληρο τον εικοστό αιώνα, με άξονες τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα: απελευθέρωση Λέσβου το 1912 και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918), μικρασιατική καταστροφή 1922, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Κατοχή (1940-1944), μετά Εμφύλιος πόλεμος (1947-1949), Δικτατορία (1967-1973) και μεταπολίτευση. Περιλαμβάνει 10 διηγήματα: «Προς το παρόν υγιαίνω» (σελ. 9-28), «Δέκα γράμματα της Κατοχής» (σελ. 29-51), «Μία πλώρη στο βουνό» (σελ. 52-65), «Αυτός και εκείνος» (σελ. 66-134),«Αποστασία» (σελ. 135-142), «Το ιπποδήλατο» (σελ. 143-154), «Η καπετάνισσα»(σελ. 155-164), «Τα Χριστούγεννα του Άνεμου» (σελ. 165-172), «Η συνάντηση» (σελ. 173-177), «Ανατροπή» (σελ. 178-190). Το αφιερώνει κι αυτό «στην Έφη, τη σύντροφό του».

  

   


Εξώφυλλο και οπισθόφυλλο του 3ου βιβλίου, φιλοτεχνημένο από την Ελεονόρα Χαραλάμπους.


[ Το χωρίον μας δεν σβήνεται από την καρδίαν μου… ]


     «…Δύσκολες μέρες για τον μικρό, άμαθο κι απροστάτευτο″μετανάστη″. Που έγιναν ακόμα πιο δύσκολες εκείνο το τελευταίο δίμηνο του 1912. Γι’ αυτό και στις 31 Δεκεμβρίου του 1912 απευθύνει έκκληση, στον πατέρα του κυρίως:

    “…και ως εκ τούτου μεγάλως ανησυχώ δι’ υμάς. Γράψατέ μοι δε ωσαύτως και περί των συμβάντων εν Πλωμαρίω και Παλαιοχωρίω κατά την κατάληψιν της νήσου, διότι, καθώς ανέγνωσα εις εφημερίδα της Κωνσταντινουπόλεως, αι αρχαί κατελύθησαν δύο ημέρας πριν να έλθη πολεμικόν σκάφος, προσέτι δε θρυλείται ότι επήλθε μεγάλη υπερτίμησις των τροφίμων, ένεκα όλων τούτων μεγάλως ανησυχώ δι’ υμάς και σπεύσατε να μοι γράψητε. Εγώ, δε, υγιαίνω. Ενταύθα οι Τούρκοι ευρίσκονται εις το ζενίθ του φανατισμού των, ενώ τα βουλγαρικά στρατεύματα ευρίσκονται προ της Κωνσταντινουπόλεως και αίρουσι νίκας επί νικών.”

     Κι αφού εκφράσει την ανησυχίαν του και την αγωνία του ο Παναγιώτης, δεν ξεχνά να στείλει ″ασπασμούς εις την μητέρα και τους αδελφούς, καθώς ιδιαιτέρους ασπασμούς εις τον πάππον μου Νικόλαον και την μανήν μου″.

     Ο απόηχος των γεγονότων, που συγκλόνισαν και απελευθέρωσαν τη Λέσβο τον Νοέμβριο του 1912, φθάνει στην Πάνορμο. Αλλά ο Παναγιώτης δεν αρκείται σ’ αυτό. Θέλει να ζήσει τις στιγμές, να τον συνεπάρει ο ενθουσιασμός, να τον λυγίσει η συγκίνηση, να ζητωκραυγάσει, να βγει στους δρόμους. Κι επειδή αυτό είναι αδύνατο, ζητά να νιώσει από τα δημοσιεύματα των ελληνικών, των λεσβιακών εφημερίδων, να αισθανθεί το ρίγος, την ανάταση που η αναγκαστική ξενιτιά τον έκανε να χάσει.

     Αγωνιά ο Παναγιώτης, πονάει, χαίρεται, αλλά ταυτόχρονα διερωτάται για το μέλλον. Είναι τώρα ένας Οθωμανός υπήκοος ελληνικής καταγωγής και χριστιανός ορθόδοξος στην τουρκική Πάνορμο, την ώρα που οι γονείς του και τ’ αδέρφια του έχουν καταστεί Έλληνες μετά την ενσωμάτωση της πατρίδας τους στην ελληνική επικράτεια. Μ’ αυτόν, όμως, τι γίνεται; Πώς διαγράφεται η περαιτέρω πορεία του; Πότε θα μπορέσει κι αυτός να εκστομίσει την ποθητή φράση: ″Είμαι Έλληνας″; […]


     …Ελπίζει ο Παναγιώτης, όπως ήλπιζαν και όλοι οι Έλληνες της οθωμανικής ακόμα επικράτειας, πως ο απελευθερωτικός πόλεμος θα συνεχίζονταν και πέρα από τα όρια της ευρωπαϊκής χώρας και ο άνεμος της ελευθερίας θα φυσούσε και στις δικές τους περιοχές. Πώς να γνωρίζει, πώς να κατανοήσει ο δεκαπεντάχρονος ξεριζωμένος τα πολιτικά παιχνίδια, τα σκοτεινά παρασκήνια και τις ίντριγκες των ελληνικών και διεθνών συμφερόντων;

     Και, για να αλλάξει θέμα, αν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, προσθέτει: “Όσον αφορά την εργασίαν, άνευ τουρκικής γλώσσης αδυνατείς να πράξεις τι, διότι η πόλις είναι τουρκική, οι δε χριστιανοί πελάται μας είναι πολύ ολίγοι. Εφέτος δε κατεσκευάσθη και σιδηροδρομική γραμμή μετά της Σμύρνης.”

     Γεγονός που, μετά τη δημιουργία του μεγάλου λιμανιού στις αρχές της δεκαετίας του 1900, κατέστησε την Πάνορμο το μεγαλύτερο λιμάνι των Δαρδανελίων και επίνειο του Μπαλού Κεσέρ.

     “Η πόλις έχει πολλούς μεγάλους, ή μάλλον τεραστίους δρόμους, εντελώς ευθείς, που τέμνονται μεταξύ των και, άμα κάθεσαι εις την αρχήν ενός από αυτούς, εις την περιοχήν του λιμένος, βλέπεις τα πάντα μέχρι το τέλος αυτού, πέραν του κέντρου της πόλεως. Όλοι έχουν δένδρα ένθεν και ένθεν και αι τουλάχιστον διώροφοι οικίαι περιβάλλονται υπό υψηλών μανδροτοίχων, προφανώς διά την ασφάλειάν των. Όλα αυτά, μου λέγουν, εγένοντο μετά την πυρκαϊάν του α875, κατά την οποίαν εκάη ολόκληρος η πόλις, και μάλιστα με πολλούς νεκρούς. Κυκλοφορούν πολλοί αραμπάδες και επιβατικαί άμαξαι. Λέγουν κάποιοι ότι κυκλοφορούν και αυτοκίνητα, ολίγα βεβαίως, αλλά εγώ δεν είδον εισέτι. Άλλωστε, ολίγον ή ελάχιστα εξέρχομαι της κατοικίας μου. Και όσον περισσότερο μαθαίνω την πόλιν, σκέπτομαι πόσο μικρόν, συγκρινόμενον με αυτήν, είναι το Παλαιοχώριον. Μικρά σπίτια, στενοί και σκολιοί δρόμοι, ανύπαρκτος σχεδόν πλατεία. Παρ’ όλα ταύτα, το χωρίον μας δεν σβήνεται από την καρδίαν μου.” […]

   

     …Η δική του μοίρα και πορεία θα συνεχιζόταν στα βάθη της Ανατολίας, όπου, σύμφωνα με ασαφείς πληροφορίες, οδηγήθηκε ως στρατεύσιμος του τουρκικού στρατού, στον οποίο ανήκε σύμφωνα με τα διεθνή θέσμια. Αφού ουδέποτε κατέστη πολίτης της πατρίδας…»


(Διήγημα ″Προς το παρόν υγιαίνω″, από το ομώνυμο βιβλίο του «Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 16-17, 19-20, 28)


*****


[ Χρήστος Γρηγορίου Ξαφέλλης,Παλαιοχώριον Πλωμαρίου Μυτιλήνης ]


     «…Οι φάκελοι είναι πολλοί, αλλά πολλά από τα ονόματα των επιστολογράφων χάνονται στο βάθος του χρόνου.

     Υπάρχει όμως κι ένα όνομα επιστολογράφου που χάθηκε πραγματικά. Χρήστος Γρηγορίου Ξαφέλλης, Παλαιοχώριον Πλωμαρίου Μυτιλήνης. Απευθύνεται στο ″Γραφείο αιχμαλώτων″ του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, αναζητώντας άγνωστο ποιον. Κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί κάτι  γι’ αυτόν. Μόνο πως κάποιος συνονόματος και συγχωριανός του πνίγηκε στο ναυάγιο της ″Χιμάρας″, τον Ιανουάριο του 1947 στα παγωμένα νερά της Αδριατικής, κανείς όμως δεν θέλει να πει ή δεν θυμάται, αν ήταν ανάμεσα στους 49 κρατούμενους και μεταγόμενους κομμουνιστές που πνίγηκαν δεμένοι ή τέλειωσε τη ζωή του στην αγκαλιά της αγαπημένης του, με την οποία έφυγαν, όπως λένε όσοι δεν τον συμπαθούσαν, ″αλληλοαπαχθέντες″ από το χωριό τους το Παλαιοχώρι.»


(″Δέκα γράμματα της Κατοχής″, από το βιβλίο «Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 50)



[Σημείωση: Το πολύνεκρο ναυάγιο του ατμόπλοιου «Χιμάρα», πρώην γερμανικού «Χέρθα», έγινε στις 19 Ιανουαρίου 1947, στα νερά του νότιου Ευβοϊκού κόλπου, ανάμεσα στην Αγία Μαρίνα και τα Νέα Στύρα. Ταξίδευε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα. Πνίγηκαν 383 επιβάτες, ανάμεσά τους πολλά γυναικόπαιδα και 70 πολιτικοί κρατούμενοι που ταξίδευαν δεμένοι, με συνοδεία χωροφυλάκων. Το πλοίο βυθίστηκε γρήγορα κι έμεινε στην ιστορία ως «ο Τιτανικός της ελληνικής ακτοπλοΐας».] 


*****


[ Το κάψιμο των καμινιών ]


«…Ξυπόλυτος και στο κάψιμο των καμινιών, κι ας πατούσε πολλές φορές τα αναμμένα κάρβουνα. Μ’ ένα αχαμνό γαϊδουράκι, δανεικό από έναν ξάδερφό του, που έτσι κι αλλιώς το χρειαζόταν μόνο στο μάζεμα της ελιάς, κουβαλούσε υπομονετικά εβδομάδες ολόκληρες, αρχίζοντας από την άνοιξη, τις ασβεστόπετρες και τα λιόξυλα, που κάνουν πολύ καλό κάρβουνο. Όχι καλύτερο απ’ τα πρινάρια, αλλά αυτά θέλανε πολλή δουλειά και εργαλεία για να τα κόψεις, κι ο Άνεμος, έξω από ένα τσεκούρι κι ένα μικρό πριόνι, δεν διέθετε. Έτσι λοιπόν μάζευε λιόξυλα που έμεναν στα κτήματα μετά το κλάδεμα, άχρηστα για τους αφεντάδες, και τα κουβαλούσε στον τόπο του καμινιού του. Ήταν βέβαια και φορές που οι ιδιοκτήτες των κτημάτων τού ζητούσαν αντάλλαγμα και συμφωνούσαν τελικά να πάρουν ένα-δυο τσουβάλια κάρβουνα, ανάλογα με την ποσότητα ξύλων που θα παραχωρούσαν. Ήταν μάστορας ο Άνεμος στο στήσιμο και στο κάψιμο των καμινιών. Σ’ ένα μικρό πλάτωμα, δίπλα στο δρόμο, που κανείς δεν ήξερε ποιανού ήταν, είχε στήσει τα καμίνια του. Ένα ασβεστοκάμινο κι ένα για ξυλοκάρβουνα. Τοποθετούσε με τέχνη και λεπτομέρεια τα ξύλα της ελιάς που είχε σωρούς γύρω του, κι έχτιζε ένα μικρό βουναλάκι, δυο μέτρα ύψος το πολύ. Κι απάνω του έστρωνε μπόλικα ″πιφκατσίγινα″, πευκοβελόνες δηλαδή, που τις σκέπαζε με χώμα. Πολύ, τόσο όσο να μη φαίνεται πως αυτός ο μικρός χωμάτινος λόφος έκρυβε άλλα υλικά από κάτω του. Έξι ή οχτώ τρύπες, ανάλογα με τον όγκο του λόφου, στο κάτω μέρος του, που εφάπτονταν με τη γη, και μια στην κορυφή, σαν καπνοδόχος, κι όλα ήταν έτοιμα. Αργά το βράδυ, όταν η κάψα του καλοκαιριού ξεθύμαινε, έβαζε φωτιά σ’ όλες τις τρύπες της βάσης κι άρχιζε η διαδικασία της μετατροπής των ξύλων σε κάρβουνο. Κάθε λίγο, αυτός ήξερε και, παρακολουθώντας άγρυπνος την πορεία της εσωτερικής φωτιάς, έκλεινε μια-μια τις τρύπες, ώστε να λιγοστεύει ο αέρας και να βγαίνει το καλύτερο κάρβουνο.

     Δέκα μέτρα πιο πέρα το ασβεστοκάμινο του Άνεμου, σαν ένας μεγάλος στρογγυλός φούρνος μπηγμένος στη γη, που το εσωτερικό του το έχτιζε πέτρα την πέτρα, με προσοχή για να μη μένει πόντος ακάλυπτος, κι όταν έφτανε στο επίπεδο του εδάφους, σχημάτιζε έναν τρούλο, κλείνοντας το άνοιγμα με μόνο μια μικρή τρύπα στην κορυφή. Κι ύστερα άναβε φωτιά στο στόμιο του καμινιού, τροφοδοτώντας την συνεχώς με κλαριά και, πιο σπάνια, με πυρήνα από τα εργοστάσια της περιοχής. Δυο εικοσιτετράωρα περίπου κρατούσε το κάψιμο, ώσπου οι πέτρες γίνονταν άσπρες κάτασπρες σαν βαμβάκι, και τότε ο Νικόλας ο Άνεμος έσβηνε τη φωτιά κι έκλεινε το στόμιο, μέχρι να κρυώσει ο ασβέστης και να ξεφορτώσει το καμίνι.

     Δυο καμίνια το χρόνο όλο κι όλο το εισόδημα του Άνεμου, να ζήσει με τη γυναίκα του το Ρηνιώ και τα δυο παιδιά τους. Ούτε ένα λιόδεντρο, στο νησί της ελιάς, για το λάδι της χρονιάς τους, ούτε εκατό μέτρα γης να φυτεύουν κανένα λαχανικό, να ενισχύουν το τραπέζι τους…»              


(″Τα Χριστούγεννα του Άνεμου″, από το βιβλίο «Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 166-167)


*****


[ Την κερδίσαμε ή την χάσαμε τη ζωή μας; ]


      «…Χαθήκαμε για άλλη μια φορά. Άλλες πια οι συνθήκες, άλλη η ζωή, άλλα τα χρόνια. Οι αγώνες, όμως, συνεχίζονταν. Τον καιρό της γνωριμίας μας, στην πρώτη γραμμή τους ήταν η εξασφάλιση του ψωμιού, της μόρφωσης και της ελευθερίας μας. Ακόμα και η προστασία της σωματικής μας ακεραιότητας απ’ τους τραμπούκους του παρακράτους. Και θυμηθήκαμε το βράδυ εκείνο που, σε μια επίθεση των Εκοφιτών, με κάλυψε με το δυνατό και γυμνασμένο του σώμα από το σύννεφο της κλωτσιάς και της μπουνιάς που με απειλούσε. Τώρα ήταν το ″βάθεμα και το πλάτεμα″ της Δημοκρατίας. Πανεπιστήμια για όλους, διεύρυνση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, αύξηση των ″ημεροκάματων″, επιμήκυνση του ελεύθερου χρόνου.

     Όλα αυτά πέρασαν ταινία κινηματογραφική, σε δέκατα δευτερολέπτου, μέσα στο μυαλό μου. Τώρα που βρισκόμουνα πάλι με πλήθος ανθρώπων που απαιτούσαν και διεκδικούσαν. Όχι πια παροχές και κατακτήσεις. Όχι πια λιγότερες ώρες εργασίας με το ίδιο ″ημεροκάματο″, όχι το 35ωρο την εβδομάδα. Τα αιτήματα και οι ανάγκες άλλαξαν. Και συνοψίζονταν σε μια φράση: ″Μη κατεδαφίζετε ό,τι κερδίσαμε″, ″Μη μας περιορίζετε τα δικαιώματά μας″, ″Μη μας στερείτε το μεροκάματό μας″.

     Οργισμένος λαός γέμιζε με γοργούς ρυθμούς την πλατεία. Απολυμένοι εργάτες, υπάλληλοι, μανάδες με τα μωρά στην αγκαλιά που έχασαν τις άδειες και τα επιδόματά τους, ανάπηροι που τους έκοψαν τη δυνατότητα όχι να ζήσουν αλλά απλά να φάνε, μωρά των νηπιαγωγείων και των δημοτικών που δεν τους πρόσφεραν πια το μεσημεριανό τους. Μαύρη απελπισία.

     Το βαρύ, δουλεμένο, κουρασμένο χέρι ήταν ακόμα στον ώμο μου. Οι ματιές μας εισχώρησαν βαθιά η μια στην άλλη, συναντώντας τα κατάβαθα της ψυχής μας. Σφίξαμε για μια ακόμα φορά τα χέρια. Με δύναμη, με ζέση, με σημασία. Κρουνοί δακρύων θα μπορούσαν να πεταχτούν από τα μάτια μας, πράγμα που όμως δεν συνέβη, γιατί μας έμαθαν πως οι άνδρες ή, αν θέλεις, οι αγωνιστές δεν κλαίνε. Δεν υποτάσσονται. Μόνο παλεύουν. Κι όταν ακόμα δεν βλέπουν φως και διέξοδο. Σταθήκαμε έτσι άφωνοι, ξαφνιασμένοι, αμήχανοι, την ώρα που το πλήθος επαναλάμβανε όλο και πιο δυνατά, με όλο και πιο μεγάλο πάθος τα συνθήματα. Πλησιάσαμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε. Μια αχνή, άψυχη σχεδόν φωνή, να μην την ακούσει άλλος, βγήκε από το στόμα του Γιάννη του ″ημεροκάματου″:

    – Και τώρα, τι θα πούμε στα εγγόνια μας, σύντροφε; Την κερδίσαμε ή την χάσαμε τη ζωή μας;»       


(″Η συνάντηση″, από το βιβλίο «Προς το παρόν υγιαίνω», σελ. 176-177)



clip_image001[41]



     Το ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ του, με τίτλο «Ανισαμιά» (εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 184), περιλαμβάνει δεκατέσσερα διηγήματα, που τα περισσότερα κάνουν αναφορά και καταγγελία σε παλιά και σύγχρονα προβλήματα, «πληγές» της ελληνικής κοινωνίας: 1) «Ανισαμιά» (σελ. 9-11), 2) «Το καρότσι» (σελ. 12-28), 3) «Η λαϊκή της Παρθενόπης» (σελ. 29-35), 4) «Μια Πρωτοχρονιά» (σελ. 36-105), 5) «Ο σύντροφος» (σελ. 106-112), 6) «Το σωτήριον έτος 2014» (σελ. 113-118), 7) «Πρωτοχρονιάτικο» (σελ. 119-131), 8) «Ένα μικρό τρακτέρ» (σελ. 132-145), 9) «Η κακιά αρρώστια» (σελ. 146-159), 10) «Ο ανεμιστήρας» (σελ. 160-163), 11) «Κλείσαμε οριστικώς» (σελ. 164-168), 12) «Ο σκαντζόχοιρος» (σελ. 169-173), 13) «Για ένα ευρώ» (σελ. 174-175), 14) «Υπόνοιες εγκλήματος» (σελ. 176-181). Αφιέρωση βιβλίου: «Στον πατέρα μου ΣΤΡΑΤΗ που με δίδαξε να διαβάζω, στη μητέρα μου ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ που μου έμαθε να αφηγούμαι».

  

  

Εξώφυλλο και οπισθόφυλλο του 4ου βιβλίου. Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι από το αρχείο της εταιρίας των 

″Ανωνύμων″, της συλλογής της οικογένειας Δημήτρη Γεωργοπούλου.



     Ένα απλό ανθρώπινο περιστατικό, μια τραγωδία με «από μηχανής θεό» αλλά χωρίς «κάθαρση», περιγράφεται στο διήγημα «Για ένα ευρώ», που διαλέξαμε από το βιβλίο «Ανισαμιά». Μια μικρομάνα και το πεντάχρονο κοριτσάκι της, η ταμίας του σούπερ μάρκετ κι η ουρά των πελατών, ένας πελάτης που δίνει λύση στο ζήτημα και… «πρωταγωνίστρια» μια σοκολάτα που στοιχίζει 1 ευρώ. Σκηνές συνηθισμένες στην Ελλάδα της κρίσης. Τι γίνεται, όταν μια μάνα δεν έχει 1 ευρώ ν’ αγοράσει μια σοκολάτα στο μικρό παιδί της; Κι όμως, ο ελληνικός λαός έχει ακόμα φιλότιμο και αξιοπρέπεια… 

          

ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΥΡΩ

    

     Περπατούσε με δειλά αβέβαια βήματα, σπρώχνοντας το καρότσι με την πεντάχρονη κορούλα της να σιγοτραγουδά ένα τραγούδι δικής της έμπνευσης, που η μόνη λέξη που ξεχώριζες καθαρά ήταν σοκολάτα.

     Μικροκαμωμένη και πολύ νέα, που μόνο για μάνα δεν μπορούσες να την πάρεις, πλησίαζε το ειδικό ταμείο του σούπερ-μάρκετ «μέχρι δέκα τεμάχια» έγραφε η πινακίδα, με επιφυλακτικότητα και φόβο θα μπορούσες να πεις, παραχωρώντας συνεχώς τη θέση της σ’ όσες, βασικά γυναίκες, προσέρχονταν βιαστικές μ’ ένα ή δύο πακέτα στο χέρι.

     Παρ’ όλο που δικαιωματικά, λόγω παιδιού, μπορούσε να εξυπηρετηθεί εκτός σειράς, έδειχνε να μη βιάζεται να τελειώνει τη διαδικασία του ταμείου.

     Φτάνοντας κάποια στιγμή στην ταμία κι αρχίζοντας να τοποθετεί τα ελάχιστα ψώνια της μπροστά στην ταμειακή μηχανή, έσκυψε ψιθυρίζοντάς της κάτι δειλά. Κι αυτή, μες στη βαβούρα της δουλειάς και στη σκοτούρα της – Παρασκευή απόγευμα βλέπεις – την ανάγκασε να επαναλάβει δυνατά τη φράση: «Μέχρι δέκα οκτώ ευρώ, παρακαλώ», γυρίζοντας ενστικτωδώς να δει και να καταλάβει πόσοι απ’ αυτούς που σχημάτιζαν την ουρά άκουσαν την παράκλησή της.

     Η όλη διαδικασία σε τρία σχεδόν λεπτά είχε τελειώσει, κι η ταμίας φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «δεκαεπτά και δέκα». Είχαν τα ελάχιστα ψώνια της, εκτός από μια σοκολατίτσα του ενός ευρώ, που δε χωρούσε στο πλαφόν των δεκαοκτώ ευρώ, ενώ το κοριτσάκι συνέχιζε ανυποψίαστο το τραγούδι του.

     Έβγαλε το πορτοφολάκι της η μάνα, το αναποδογύρισε, έψαξε νευρικά όλες τις τσέπες της, δεν βρήκε ούτε μια δεκάρα παραπάνω.

    «Μήπως μπορούμε να κάνουμε μια αλλαγή; Την περιμένει πώς και πώς τη σοκολάτα της».

     «Δεν γίνονται αυτά, κυρία μου, με τόσο κόσμο να περιμένει στα ταμεία», ήρθε η ανάλγητη απάντηση της υπαλλήλου.

     Κόκκινη από ντροπή, αμηχανία και απελπισία η μικρούλα μάνα απίθωσε τα δεκαοκτώ ευρώ της στο ταμείο, μαζεύοντας τα πληρωμένα ψώνια κι αφήνοντας τη σοκολάτα, που θα ξαναγύριζε στο ράφι περιμένοντας τον επόμενο αγοραστή.

     Αλλά τότε το κοριτσάκι, που είχε συνθέσει ολόκληρο τραγούδι για το αντικείμενο του πόθου του, έβγαλε μια κραυγή που αναστάτωσε όλο το μαγαζί:

     «Ξέχασες τη σοκολάτα μου».

     «Όχι, μανούλα μου, δεν την ξέχασα. Πάμε στο σπίτι να φάμε και θα σου εξηγήσω», τόλμησε να της πει.

     «Θέλω τη σοκολάτα μου, ψεύτρα μαμά», ούρλιαζε το κοριτσάκι, με τα μάτια κατακόκκινα, έτοιμα να μεταβληθούν σε κρουνούς δακρύων.

     «Δεν είμαι ψεύτρα, κορίτσι μου, έλα πάμε να φύγουμε», προσπαθούσε να εξηγήσει στο μωρό, ενώ η ουρά μεγάλωνε και η υπάλληλος απειλητική την πίεζε ή να πάρει τα ψώνια ή να τ’ αφήσει και να φύγει.

     Η κατάσταση εξελισσόταν σε εκρηκτική, όταν ένας ηλικιωμένος – ίσως παππούς – βγαίνοντας απ’ τη σειρά του, θέλησε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση.

     «Για ένα ευρώ διαφορά όλη αυτή η αναστάτωση; Δώστε στην κυρία τα ψώνια της με τη σοκολάτα και χρεώστε την οφειλή της στον δικό μου λογαριασμό», είπε προτείνοντας τα δυο γιαούρτια κι ένα μπουκάλι γάλα που κρατούσε.

     Βγαίνοντας δυο λεπτά αργότερα απ’ το σούπερ-μάρκετ, είδε στο διπλανό σκαλοπάτι δυο κοριτσίστικες φιγούρες αγκαλιασμένες σφιχτά να κλαίνε με ασταμάτητα αναφιλητά με το παιδικό καροτσάκι με τη σοκολάτα και τα ελάχιστα άλλα ψώνια δίπλα τους.


(Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης, «Ανισαμιά», εκδόσεις Νησίδες, σελ. 174-175)


clip_image001[41]



     Το ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ του, με τίτλο «Το Ουζερί» (εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 104), είναι ένα κείμενο 96 σελίδων, χωρίς υπότιτλους, αφήγημα για το παλιό Πλωμάρι, με αφόρμηση το άνοιγμα μαγαζιού με το όνομα «Το Ουζερί» στη γενέτειρα του συγγραφέα, αρχές Φεβρουαρίου του 1952.


  

 

Εξώφυλλο και οπισθόφυλλο του 5ου βιβλίου, στο χρώμα του νερωμένου ούζου. Στο εξώφυλλο, σε ετικέτα φιάλης ούζου, απεικονίζεται η γκαζολίνα του Βαγγέλη Λαγουτάρη, από τη συλλογή του Γιάννη Λαγουτάρη.



[ Ναυάγιο Δευτέρας 10 Μαΐου 1948, γιορτή Παναγίας Κρυφτής ]


     «…Μπορεί να είναι αλήθεια ο ισχυρισμός κάποιων, πως σ’ αυτήν την όχι καλή σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους της μικρής μας πόλης και στη θάλασσα οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η ναυτική τραγωδία, για τα μέτρα του τόπου μας, που συνέβη τη Δευτέρα 10 Μαΐου του 1948. Ο δικός μας μικρός «Τιτανικός», που στοίχισε τη ζωή σε μια νέα γυναίκα και δυο άντρες, προξενώντας τον τρόμο σε δεκάδες ανθρώπους και μετατρέποντας μια μέρα πανηγυριού και χαράς σε μέρα οδύνης και θανάτου.


     Τίποτα δεν προμήνυε την καταστροφή. Ο καιρός θαυμάσιος, μέρες ενός μυρωμένου Μαΐου που, γεμάτος χαμομήλια, μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, παπαρούνες και ανεμώνες, τις περίφημες κλώσες κόκκινες, κρίνους και σαλγκίμια [γλυσίνες] ανακατεμένα με τις μεθυστικές μυρωδιές των λεμονανθών, μας οδηγούσε στο καλοκαίρι. Από τις επτά το πρωί άρχισαν να γεμίζουν οι γκαζολίνες, τα μικρά μηχανοκίνητα καϊκάκια, με κόσμο που πήγαινε να προσκυνήσει την Παναγιά Κρυφτή στη γιορτή της τη Δευτέρα του Θωμά, κάθε χρόνο για εκατοντάδες χρόνια, που κανείς ποτέ δεν τα είχε μετρήσει. Κουρνιασμένη η Παναγιά σε μια φυσική εσοχή του βράχου, ούτε πενήντα μέτρα από τη θάλασσα, που άλλοτε έδερνε κι άλλοτε φιλούσε τα απότομα αλλού γκρίζα κι αλλού καφετιά πετρώματα που την περιτριγύριζαν. Δυο εικονίσματα, μια λιλιπούτεια Αγιατράπεζα, ένα καντήλι κι ο χώρος ίσα-ίσα να χωράει ο παπάς που λειτουργούσε. Το αυτοσχέδιο μανουάλι, μπροστά ακριβώς στην, ας την πούμε, πόρτα, λύγιζε απ’ το βάρος των κεριών και των λαμπάδων που έσπευδαν ν’ ανάψουν στη χάρη της.

     Τα νερά μπροστά της, κλεισμένα από παντού με βράχια ψηλά κι απότομα, σχημάτιζαν μια μικρή λιμνούλα, ήρεμη και ασφαλή τον περισσότερο καιρό. Στα δεξιά κι εκεί που τα βράχια σχημάτιζαν μια μικρή σχισμή, μόλις να περνά ένας άνθρωπος σκυφτός, ανάβλυζε καυτό νερό από τα καλύτερα ιαματικά του νησιού, που τα διέθετε όχι απλώς σε αφθονία, αλλά σε υπερεπάρκεια.

     Είχανε να λένε για την Κρυφτή, πως, σε χρόνια πολύ παλιά, μια κοπέλα όμορφη σαν τα κρύα τα νερά τράβηξε την προσοχή και την ερωτική όρεξη ενός Τούρκου αγά, που τη θέλησε για το χαρέμι του. Αυτή,  όμως, αρνήθηκε κι έφυγε απ’ το χωριό, για να γλιτώσει την αρπαγή, παίρνοντας όρη και βουνά, χωρίς να ξέρει πού θα τη βγάλει ο δρόμος. Κι αυτός την έβγαλε σ’ αυτήν τη γωνιά, την άγρια κι απότομη κατηφοριά, κι εκεί που κοίταζε απεγνωσμένα τη θάλασσα, ως μόνο δρόμο διαφυγής, άνοιξε ο βράχος και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Σ’ αυτήν τη γούβα, λοιπόν, τη λαξεμένη στον βράχο ήταν το εκκλησάκι αφιερωμένο στη χάρη της Παναγιάς, με δυο-τρία εικονίσματα κι ίσα-ίσα να χωράει όρθιος ο παπάς που έψαλλε τη λειτουργία. Γύρω-γύρω καφετιά και γκρίζα άγρια και κοφτερά βράχια, πρινάρια και φωλιές αγριοπερίστερων και θαλασσοπουλιών. Την ποδιά της Παναγιάς έγλειφε η θάλασσα, με τα βράχια να σχηματίζουν έναν μικρό παραμυθένιο όρμο, λίμνη θα έλεγες, τις μέρες της νηνεμίας, αλλά επικίνδυνα απλησίαστο τον χειμώνα με τις φοβερές και ακατάπαυστες νοτιές του. Που δεν άφηναν τίποτα όρθιο όταν φυσούσαν. Γι’ αυτό και τα πρινάρια και οι λιγοστές αδύναμες και λυμφατικές ελιές έγερναν προς τη μεριά της στεριάς σαν γέρικα κορμιά που δεν άντεχαν να σταθούν όρθια.

     Αυτήν τη μαγιάτικη μαγεμένη μέρα σηκώθηκαν αυγή-αυγή οι πανηγυριστές και γέμισαν τις γκαζολίνες που θα ’καναν το δρομολόγιο προς τον ορμίσκο της Παναγιάς Κρυφτής. Οι γκαζολίνες, μικρά καϊκάκια ή μεγάλες βάρκες που μπορούσαν να χωρέσουν καμιά εικοσαριά άτομα, βία εικοσιπέντε, εφοδιασμένες με πετρελαιομηχανές ντήζελ, πραγματοποιούσαν μικρά ταξίδια στους γιαλούς της περιοχής μας μεταφέροντας εμπορεύματα και ανθρώπους, αφού σε πολλές παραθαλάσσιες περιοχές δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα προσέγγισης παρά μόνον από τη θάλασσα. Οι πιο γνωστές γκαζολίνες ήταν της «Ταντίνας», του «Χριστού», του «Μπουκαλίκ», αλλά υπήρχαν και τα λίγο μεγαλύτερα σκάφη, πάντα με μηχανή, που πήγαιναν στα γύρω νησιά, ακόμα και στην Καβάλα ή στη Θεσσαλονίκη. Ανήκαν στην «Κουμπούρα», την «Μπακουτίλια», τη «Ζαλίκα», τον «Γιαννακά» το «Τσιφλίκ». Γνωστοί όλοι οι καπεταναίοι με τα παρατσούκλια τους, που ουσιαστικά είχαν επικαλύψει τα ονόματά τους. […]

  

      Και μετά τη λειτουργία και τη δοξολόγηση της «Κρυφτής», οι πανηγυριστές, φορτωμένοι αγριολούλουδα και μοσχομυριστά κομμάτια άρτου και κόλλυβα, ξαναμπήκαν στις γκαζολίνες για τον γυρισμό. Όμως η απόλυτη μπουνάτσα, που δεν άφηνε ούτ’ ένα κυματάκι να ξεφύγει ούτε για να φιλήσει την ακτή, ξεγέλασε βαρκάρηδες και προσκυνητές που βιαζόντουσαν –γιατί άραγε;– να γυρίσουν στα σπίτια τους. Κι έτσι, χωρίς κανείς να το καταλάβει, η γκαζολίνα του «Μπουκαλίκ», μάλλον επιδέξιου και θαλασσοπνιγμένου βαρκάρη, παραγέμισε με κόσμο, που στριμώχτηκε όπου μπόρεσε να βρει μια σταλιά σανίδι. Ξεκόλλησε η γκαζολίνα απ’ τον βράχο της Κρυφτής βάζοντας πλώρη για το λιμάνι, όπου έμελλε να φτάσει. Ένα σχεδόν μίλι μακρύτερα, ακριβώς απέναντι απ’ την ακτή της Μελίντας, κάποιος θα σηκώθηκε, κάποιος θα μετακινήθηκε, και προκάλεσε το κακό. Το μπατάρισμα της βάρκας προς τα αριστερά και το άδειασμα των επιβατών της στη θάλασσα. Πάνω από πενήντα άνθρωποι, οι πιο πολλοί γυναίκες και παιδιά που δεν ήξεραν να κολυμπούν, βρέθηκαν στο παγωμένο ακόμα νερό να αγωνίζονται –πώς άραγε;– να σωθούν. Έτρεξαν οι βαρκάρηδες με τα κουπιά, ήρθαν οι ναυτοπρόσκοποι με τη μικρή σκούνα τους, μάζεψαν όσους μπορούσαν. Κράτησε, όμως, η θάλασσα το μερδικό της. Μια γυναίκα –μάνα– και δυο άντρες που προσπάθησαν να σώσουν τις γυναίκες τους. Κι έμειναν εκεί. Ο ένας πιασμένος από την άγκυρα της βάρκας που κύλησε, κι άλλος εξαντλημένος απ’ την προσπάθεια. Κι ήταν μεγάλος ο θρήνος κι η απορία –γιατί, Παναγία μου;–, όταν ξάπλωσαν τα νεκρά κορμιά τους στην άκρη του λιμανιού, πρόχειρα σκεπασμένα με ό,τι υφασμάτινο βρέθηκε, ώσπου να έρθει ο γιατρός να υπογράψει τα πιστοποιητικά θανάτου. Οι πάνδημες –όπως συνηθίζεται– κηδείες της επόμενης μέρας κάλυψαν με λουλούδια και δάκρυα τους αφανείς νεκρούς, αναθέτοντας στην Παναγία την Κρυφτή να αποκαλύψει και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της τραγωδίας. Αφού οι αρμόδιες αρχές απέδωσαν τον πνιγμό στο θέλημα του Θεού.»


(Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης, «Το Ουζερί», εκδόσεις Νησίδες, αποσπάσματα, σελ. 15-17, 19-20)


*****


[ Επίλογος ]


     «…Κι η ζωή κυλούσε με τις δεκαετίες να διαδέχονται η μια την άλλη. 1960, 1970, 1980 και βάλε.

     Τα χωριά και οι μικρές πόλεις άδειαζαν συστηματικά. Όσα παιδιά δεν έφευγαν στις χώρες της μακρινής ξενιτιάς, έπαιρναν τον δρόμο για τη Αθήνα ως εργάτες ή ως φοιτητές. Κάποιοι λίγοι, ως φοιτητές αποκλειστικά, κατέληγαν στη Θεσσαλονίκη. Και οι δυο ομάδες εσωτερικών μεταναστών δεν ξαναγύρισαν σχεδόν ποτέ στον γενέθλιο τόπο. Με εξαίρεση πολύ λίγους, που επέστρεφαν ως καθηγητές και δάσκαλοι ή διαφόρων κατηγοριών δημόσιοι υπάλληλοι και ελάχιστοι ως ελεύθεροι επαγγελματίες.

     Η ζωή μίκραινε και στένευε, χωρίς διεξόδους, προοπτικές, σχεδιασμό και φαντασία.

     Οι δώδεκα σαμπουλχανάδες συμπυκνώθηκαν σ’ ένα μουσείο σαπωνοποιίας.

     Από τα δέκα ελαιοτριβεία έμειναν μόνο μερικά φουγάρα, που καταρρέουν ένα-ένα.

     Η βιομηχανική παραγωγή συμπτύχθηκε μόνο στο ούζο.

     Τα σχολεία συρρικνώθηκαν, οι μουσικάντηδες πέθαναν χωρίς διαδόχους ή εγκαταστάθηκαν σε γειτονιές της Αθήνας, πιστεύοντας ουτοπικά πως εκεί έστηναν μια νέα πατρίδα, τα παπουτσίδικα και τα ραφεία εξαφανίστηκαν, το Ουζερί έκλεισε κι οι πρωταγωνιστές του ξενιτεύτηκαν.

     Ακόμα και τα φέρετρα έρχονταν από την Αθήνα, πολλές φορές με τους νεκρούς συμπολίτες μας μέσα τους, που πραγματοποιούσαν το τελευταίο τους ταξίδι εναποθέτοντας το νεκρό πια σώμα τους στην πατρίδα που αγάπησαν με πάθος, αλλά δεν την χάρηκαν.»


(Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης, «Το Ουζερί», εκδόσεις Νησίδες, σελ. 101-102)


clip_image001[41]



     Το ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ του, με τίτλο «Εφτά και κάτι νύχτες» (εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 196), είναι αφήγημα σε τρίτο πρόσωπο, με πολιτικό περιεχόμενο, που παραπέμπει στην επταετή δικτατορία των συνταγματαρχών 1967-1974, έτσι όπως τη βίωσε ο κύριος ήρωας, ο στρατιώτης "Λέσβανδρος Κ." (Ξενοφών Μαυραγάνης), δημοσιογράφος και δικηγόρος υπερασπιστής αγωνιστών του αντιδικτατορικού αγώνα. Κατά τη γνώμη μας, αν και το όνομα του ήρωα παραπέμπει στον τόπο καταγωγής του συγγραφέα, στοιχείο σημαντικό της ταυτότητάς του ως προσώπου και λογοτέχνη, θα ήταν καλύτερο το αποτέλεσμα αν διατηρούσε το πραγματικό του όνομα –εξίσου αρχαιοελληνικό και ιδεολογικά φορτισμένο–, αφού είναι καταφανές ότι περιγράφει προσωπικά και οικογενειακά βιώματα. Έτσι θα εξυπηρετούσε καλύτερα τους στόχους του να δώσει το ιδεολογικό του στίγμα, να αποδώσει το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα και τα ήθη που επικρατούσαν στο στρατό λίγο πριν και κατά την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία, να εκδόσει ένα έργο-ντοκουμέντο, μια προσωπική μαρτυρία, όπου διά της περιγραφής του ατομικού θα διαφαινόταν το γενικό [Σημείωση: Το όνομα Λέσβανδρος το αναφέρει μαζί με άλλα αρχαιοελληνικά και στο βιβλίο του «Ανισαμιά», στη σελ. 88 του διηγήματος «Μια Πρωτοχρονιά»].

     Σ’ αυτό το βιβλίο η λογοτεχνία υποχωρεί μπροστά στον δημοσιογραφικό – απομνημονευματικό – πολιτικό λόγο. Αντιγράφουμε από το οπισθόφυλλο την περίληψη:


     «Μερικούς μήνες πριν από την απριλιανή δικτατορία του 1967, ένας λοιπός οπλίτης φθάνει σε στρατόπεδο της Λαμίας, για να ζήσει από πρώτο χέρι, έξω από τις γνωστές συνθήκες μιας στρατιωτικής θητείας, και όσες άλλες συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός του ως Β, δηλαδή υπόπτων σκέψεων και διαθέσεων.

     Στα δυο χρόνια που ακολουθούν θα μετάσχει στην “εθνική επανάσταση” της 21ης Απριλίου, θα πληροφορηθεί μέσα από τη λαθραία ανάγνωση του φακέλου του την εθνοπροδοτική δράση του και στη συνέχεια, ως δημοσιογράφος πλέον, θα ζήσει την κοινωνική και πολιτική ζωή της δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη, διαπιστώνοντας τελικά πόσο λίγοι έως ελάχιστοι ήσαν όσοι έδωσαν εκ του συστάδην τη μάχη εναντίον της. Σημειώνοντας και τις εκκωφαντικές απουσίες. Θα παρακολουθήσει και θα περιγράψει τις δίκες των αντιστασιακών και θα αξιωθεί να δει τιμώμενους από την Πολιτεία όλους ή σχεδόν όλους, όσοι στήριξαν ή βοήθησαν τη δικτατορία.

     Παρακολουθεί και καταγράφει τις διεργασίες στον φοιτητικό χώρο, τις μέσω της Τέχνης αντιστασιακές εκδηλώσεις, τη συμμετοχή του λαού στη σύνταξη του πρώτου χουντικού συντάγματος του 1968, τις εσωτερικές αντιθέσεις του εσμού του παρακράτους, που φθάνει να αυτοκαταγγέλλεται κατονομάζοντας τον δολοφόνο του Γρηγόρη Λαμπράκη. Αποδίδοντάς τον οι μεν στους δε.

     Στις ιστορίες που συνθέτουν το μυθιστορηματικό χρονικό της εφτάχρονης δικτατορίας λίγες είναι αυτές που δικαιώνουν τον αγώνα των λίγων, εκλεκτών, όμως, αντιπάλων της. Εμμένοντας, παρ’ όλ’ αυτά, σε όσα στη νεότητά του ασπάστηκε, παραμένοντας πάντα λοιπός οπλίτης.»

   

     Το βιβλίο γράφτηκε για τα πενήντα χρόνια από την επιβολή της χούντας το 1967 στην Ελλάδα και το αφιερώνει σε δύο αντιστασιακούς του αντιδικτατορικού αγώνα, που έδρασαν στη Θεσσαλονίκη: «Στη μνήμη του Θωμά Βασιλειάδη και του Μιχάλη Σπυριδάκη και σ’ όσους πάλεψαν με πίστη, χωρίς να εξαργυρώσουν».

  

  


Εξώφυλλο του 6ου βιβλίου, φιλοτεχνημένο από την Ελεονόρα Χαραλάμπους, σε τόνους υπόλευκου, φαιού και μαύρου χρώματος. Ο τίτλος με κεφαλαία γράμματα σε χρώμα «μπλε της αεροπορίας». Το εμπροσθόφυλλο είναι αφαιρετική απεικόνιση προσώπων από τη φωτογραφία των σελ. 82-83. Με φαιόγκριζο χρώμα σχηματίζεται το πουλί της χούντας πάνω στη φωτογραφία. Στο οπισθόφυλλο περίληψη του βιβλίου σε 17 σειρές.


[ Επιστολή Χρυσόστομου Γιαλούρη, Μητροπολίτη Χίου ]

 

      «Ένα μεσημέρι ο ταχυδρόμος της μονάδας τού έφερε έναν βαρύ τετράγωνο φάκελο. Αποστολέας: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΧΙΟΥ. Κατάλαβε αμέσως. Η μητέρα του, πολύ φίλη και ίσως συγγενής του μητροπολίτη Χίου Χρυσόστομου, του έστειλε γράμμα ζητώντας τη βοήθειά του, προκειμένου να λυτρωθεί ο μοναχογιός της από τα υποτιθέμενα βασανιστήρια που του επιφύλασσε ο στρατός. Κι ο Χρυσόστομος, πραγματικά γλυκύς και ανθρώπινος, πολύ διαφορετικός από τον συνήθη τύπο ιερέα-δεσπότη, ανταποκρίθηκε αμέσως. Του έγραψε λόγια παρηγορίας και ενθάρρυνσης, εσωκλείοντας και μια επιστολή προς τον συλλειτουργό του, μητροπολίτη Χαρίτωνα του Κιλκίς. Ποτέ δεν είχε καλές σχέσεις με την Εκκλησία και τους ανθρώπους της, αλλά τον Χρυσόστομο τον εκτιμούσε, τον σεβόταν και τον αγαπούσε. Θες λόγω της στενής τους σχέσης, θες για την προσήλωσή του στους δημοκρατικούς θεσμούς, αν και τα μπέρδεψε λίγο, δεχόμενος την αρχιερατική μίτρα από τους εγκάθετους της Χούντας, πάντως είδε θετικά την επιστολή. Κι ένα πρωί, παίρνοντας ειδική άδεια απ’ τον διοικητή του, κατευθύνθηκε στη μητρόπολη, όπου κατά τα κρατούντα χειροφίλησε τον σεβασμιότατο. Που, αφού διάβασε την επιστολή με εμβρίθεια, όπως άλλωστε έδειχνε, τον ρώτησε:

     “Είσαι καλός στις μερσεντές; Όλο προβλήματα μου δημιουργεί η δικιά μου.ˮ

     “Μα δεν είμαι τεχνίτης. Νομικός είμαι. Δεν σας το έγραψε ο Χρυσόστομος;ˮ

     “Ο σεβασμιότατος θέλεις να πεις.ˮ

     “Ναι, δεν σας το έγραψε;ˮ

     “Ίσως, δεν το πρόσεξα.ˮ

     Κι αφού δέχτηκε ακόμα ένα χειροφίλημα ο άγιος Κιλκίς και του ενεχείρισε ένα εκκλησιαστικό ημερολόγιο, να μη χάνει τις μέρες του, του έδειξε την έξοδο. Όχι πως την είχε ανάγκη, αλλά η εκ Θεού βοήθεια, όπως τουλάχιστον την οραματιζόταν η μάνα του, δεν ήρθε ποτέ.»   

  

(Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης, «Εφτά και κάτι νύχτες», εκδόσεις Νησίδες, σελ. 53-54)


clip_image001[29]clip_image001[30]

clip_image001[32]clip_image001[33]


     Κλείνοντας το αφιέρωμά μας αυτό στον Πλωμαρίτη συγγραφέα, θα είχαμε να προσθέσουμε και κάτι άλλο: Η δημοσίευση των έξι βιβλίων του Ξενοφώντα Ε. Μαυραγάνη έδωσε πνοή στη μαραμένη και παραμελημένη επαρχία της νότιας Λέσβου και βρήκε αρκετούς μιμητές, οι οποίοι καταγράφουν και διασώζουν, γράφουν και προβάλλουν τις φυσικές ομορφιές και την ιστορία του τόπου, τα ήθη και τη ζωή των ανθρώπων που έζησαν στο παρελθόν και δρουν στο παρόν. Πνευματική αναζωογόνηση σε καιρούς κρίσης…

     Τα βιβλία του Ξενοφώντα Ε. Μαυραγάνη μπορείτε να τα βρείτε σε βιβλιοπωλεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λέσβου. Στο Πλωμάρι μπορείτε να τα ζητήσετε στη Λέσχη Πλωμαρίου “Βενιαμίν ο Λέσβιος”, στον πρώτο όροφο κεντρικού κτιρίου της προκυμαίας, πλάι στο καφενείο “Αθανασιάδειο”. Στη Μυτιλήνη από το βιβλιοπωλείο “Book and Art” (Κομνηνάκη 5 – Τ.Κ. 811 00 – Τηλ: 22510-37.961). Ηλεκτρονικές παραγγελίες για αποστολή με αντικαταβολή γίνονται σε ιστοσελίδες βιβλιοπωλείων. Η τιμή τους είναι προσιτή, για να μπορεί κάθε Λέσβιος να έχει στη βιβλιοθήκη του βιβλία που αντλούν τα θέματά τους από τον τόπο μας και κάνουν ήρωες των ιστοριών τους πραγματικά πρόσωπα, που έζησαν ή ζουν ακόμα στην επαρχία Πλωμαρίου.



 2009 ~  2011 ~  2013 ~  2014 ~  2016 ~  2017


     Συγχαίρουμε τον άξιο συμπατριώτη μας συγγραφέα και του ευχόμαστε να είναι πάντα δυνατός, δημιουργικός και δραστήριος.

Βουνάτσου Μυρσίνη

9 Αυγούστου 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου