Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ


ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΔΙΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
                       
Άγγελοι σε βαφτίσανε κι η Παναγιά νονά σου,
γι’ αυτό και σ’ ονομάσανε Μαρία τ’ όνομά σου.

Αν θέλεις, Παναγία μου, πάντα να σε δοξάζω,
ανάπαψε τους πόνους μου, να μην αναστενάζω.

Αρρώστησα και πάλεψα τρεις μήνες με το χάρο
και έταξα στην Παναγιά να ’γιάνω να σε πάρω.

Άρωμα βάλε στο λαιμό, στην Παναγιά λιβάνι,
να προσκυνήσω και στα δυο, βάλσαμο να με ’γιάνει.

Άσπρο μου τριαντάφυλλο, της Παναγιάς μετόχι,
το καμαροφρυδάκι σου άλλη καμιά δεν το ’χει.

Εγώ κι αν τον εσταύρωνα το γιο σου, Παναγιά μου,
τέτοια πληγή δεν μ’ άνοιγες επάνω στην καρδιά μου.

Θεέ, καλέ πατέρα μου, και Παναγιά γλυκιά μου,
να μην τα δώσεις αλλουνού τ’ αναστενάγματά μου.  

Νύφη μου, τ’ άνθη που φορείς τα είδαμε στην Τήνο
και τα φορούσε η Παναγιά στεφάνι ένα γύρω.  

Όποιος μας αποχώρισε, να λάβει αποχωρία
από τον τίμιο σταυρό κι από την Παναγία.  

Ποιος άγιος και ποια Παναγιά θα ’γιάνει την πληγή μου,
γιατί πολλά ετράβηξε για σένα το κορμί μου.   

Ποιος άγιος κάνει θαύματα, να πάω να προσκυνήσω,
ποια Παναγιά ’γιαίνει πληγές, να πάω να λειτουργήσω.

Την Παναγιά Αγιασώτισσα παρακαλώ για σένα,
να βοηθά η χάρη της, να ’σαι καλά στα ξένα.

Την Παναγιά Αγιασώτισσα την προσκυνώ για σένα,
να βοηθήσει η χάρη της, νά ’ρθεις από τα ξένα.

Της Παναγιάς της έταξα μιταξουτές κουρδέλις,
να φέρει την αγάπη μου μέσα σι πέντι μέρις.   

Το χελιδόνι που πετά, σα δεις και χαμηλώσει,
την Παναγιά παρακαλεί τη λευτεριά να δώσει.

Χρυσομαλλούσα Παναγιά, ολόχρυση κορώνα, 
εσύ με αλησμόνησες, 'γω σε θυμούμαι ακόμα.

Ω Βαγγελίστρα Παναγιά, έχε γερά τα ξένα,
γιατί εκεί μου βρίσκονται ματάκια ζαχαρένια.

Ω Παναγιά Αγιασώτισσα, έχε γερά τα ξένα,
γιατί εκεί μου βρίσκονται ματάκια αγαπημένα.

Ω Παναγιά Αγιασώτισσα, έμπα κι εσύ στη μέση,
να πάρω την αγάπη μου, γιατ' άλλη δεν μ' αρέσει. 

Ω Παναγιά Αγιασώτισσα, ζωγραφιστή μ' ακόνα,
εσύ κι αν με λησμόνησες, 'γω σε θυμούμαι ακόμα.
   
Ω Παναγιά Αγιασώτισσα και διπλοπαναγιά μου,
χωρίς κανένα φταίξιμο, να βρίσκω το μπελά μου.

Ω Παναγιά Αγιασώτισσα με τα εκατό καντήλια,
φέρε τα μάτια που ’χασα, να σου τα κάνω χίλια.

Ω Παναγιά Αγιασσώτισσα με το μονογενή σου,
στ’ ανδρόγυνο που έγινε να δώσεις την ευχή σου.

Ω Παναγιά Αγιασσώτισσα ρίξι νιρό τσι χιόνι,
να γιάνει την καρδούλα μου πὄχει καημοί τσι πόνοι.

Παναγιά μου, Παναγιά μου,
παρηγόρα την καρδιά μου (οκτάς).

Η δική μας Παναγιά


ΑΛΛΑ ΔΙΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Αντάμα με την Παναγιά να στέκεις ταίρι - ταίρι,
ποια να διαλέξει από τις δυο ούτε ο Θεός δεν ξέρει.

Κι ημείς καλά τα είπαμι κι ου Θιος καλά ας τα κάνει,
κι η Παναγιά η Δέσποινα να σας πουλιουχρουνάει.
                                (κάλαντα Φώτων στη Μυτιλήνη)

Όρκο ’κανα στην Παναγιά πλιά να μην τραγουδήσω,
για την καλή τη συντροφιά, τον όρκο θα πατήσω.

Όταν σε ιδούν τα μάτια μου στο μπαλκονάκι επάνω,
μου φαίνεσαι σαν παναγιά και το σταυρό μου κάνω.

Σου τάζω, Παναγία μου, μιαν ασημένια ζώση,
να μας συσμίξεις και τα δυο σε μια κρεβατοστρώση.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο,
μικρό-μικρό σου το ’δωσα, μεγάλο φέρε μού το.
Ε! νανά του, ε! νανά του,
έλα, Παναγιά, κοντά του. (νανούρισμα)   

Ω Παναγιά Αγιασώτισσα, ρίξε νερό και χιόνι,
να ’γιάνεις την καρδούλα μου, που ’χει καημό και πόνοι.

Ω Παναγιά μου Ντηνιακιά, με τα χρυσά καντήλια,
’γιάνε κι εμέ τον πόνο μου, να σου τα κάνω χίλια.

Ω Παναγιά μου Ντηνιακιά, με το πλατύ μεϊντάνι,
τη νιότη μου την έταξα στη χάρη σου κουλμπάνι.
    
Κι ένα δικό μου, για να μη σταματήσει η παράδοση:
                          
Ω  Βαγγελίστρα Παναγιά, με το χρυσό βαγγέλιο, 
’γιάνε μου τα χεράκια μου, να ξαναβρώ το γέλιο.


ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
           
- Ας μ’ αγαπά η Παναγιά κι ας με μισούν οι Άγιοι.
- Ήλθε η Παναγιά (15 Αυγούστου); Βάλτε ξύλα στη φωτιά.
- Μέσα Παναγιά! Έξω Παναγιά!
- Ούλοι οι Άγιοι σαν τη Δέσποινα είναι;
- Παναγιά μου Γρηγορούσα, στο λαιμό να σε φιλούσα.
- Τάξε στην Παναγιά κερί, στο διάβολο λιβάνι.



Μια προσευχή από τα χρόνια του σχολειού

Μαρτζώκη Στέφανου (Ζάκυνθος 1855 - 1913 Αθήνα)

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Γλυκό του κόσμου στήριγμα, καλή μου Παναγία,
που ακούς τη δέηση των παιδιών, αθάνατη Μαρία,
άκου και μας, που υψώνομε σ’ Εσέ την προσευχή μας,
         που απ’ την πιστή ψυχή μας
         βγαίνει για Σε θερμή.

Έχε, Κυρά, στη σκέπη Σου την πικραμένη χήρα,
στον πεινασμένο άνοιξε, Συ, σπλαχνικά τη θύρα,
δώσε του σκλάβου, Δέσποινα, ελεύθερη πατρίδα,
         του ναύτη την ελπίδα,
         που πλέει στην ξενιτιά.

Ευλόγησε τα ονείρατα του βρέφους, που κοιμάται.
Οδήγησε τα βήματα της κόρης, που φοβάται.
Στείλε δροσιά κι ανάπαυση στου αρρώστου το κλινάρι,
         έχε στη θεία Σου χάρη
         τα μαύρα τα φτωχά.

Τη μάνα παρηγόρησε, που ’χει παιδί στα ξένα,
και χύσε μιαν ακτίνα Σου για τον τυφλό, Παρθένα.
Κράτα το γάλα αμίαντο του βρέφους, που βυζαίνει,
         στρέψε στην οικουμένη
         το βλέμμα σπλαχνικό.

Ευλόγησε τα δάκρυα, καλή μας Παναγία,
όπου με πάθος χύνονται μπροστά στη δυστυχία.
Συγχώρεσε και φώτισε κι εκείνον, που πλανήθη,
         και χύσε του στα στήθη
         την πίστη τη γλυκιά.

Βόηθα και την Ελλάδα μας, την όμορφη Πατρίδα,
πάλι στον κόσμο δείξε την με σκήπτρο και χλαμύδα.
Κάμε να σφίξει ελεύθερα μες στη θερμή αγκαλιά της
         τα μαύρα τα παιδιά της,
         που κλαίνε στη σκλαβιά.

(Γ. Καλαματιανού, Θ. Γιαννόπουλου, Δ. Δούκα, Δ. Δεληπέτρου, Ν. Κοντόπουλου «Αναγνωστικό Ε΄ Δημοτικού», ΟΕΔΒ, Αθήνα 1964, σ. 22-23)


ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΜΥΡΣΙΝΗ Μ. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΑΣ

      Είχα τραγούδια να σας πω έναν τροβά γεμάτο,      
      μα ο τροβάς ετρύπησε και ’πέσαν όλα κάτω.
                                                                                              
     Ναι, άπειρα είναι τα τραγούδια του λαού μας, «αυτά τα αγριολούλουδα που φυτρώσανε απάνω στις καθαρές και βασανισμένες βραχόπετρες, οπού τις δέρνει ο πόνος, μα που φεγγοβολάνε σαν διαμάντια από τον ήλιο», όπως λέει ο έξοχος λαϊκός δημιουργός Φώτης Κόντογλου.
     Κι αν ο απλός Έλληνας δεν παρουσιάστηκε από τους ιστορικούς σαν πρωταγωνιστής στην Ιστορία, βρήκε έναν πιο άμεσο τρόπο, για να σφραγίσει τη Ζωή με την παρουσία του: το τραγούδι. Όλες οι εκδηλώσεις της ζωής βρήκαν το τραγούδι σαν μέσο έκφρασης: η γέννηση κι ο θάνατος τ’ ανθρώπου, η αγάπη και ο γάμος, η δουλειά και η διασκέδαση, ο χωρισμός και όλες οι ιστορικές περιπέτειες που συγκλόνισαν την εθνική ψυχή.
     Στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, στο Παλαιοχώρι Λέσβου, όπως και σε κάθε άλλο τόπο, θα βρούμε πολλά απ’ αυτά τα λαϊκά στιχουργήματα. Πιο πολύ όμως ακούγονται τα ερωτικά τραγούδια, κυρίως δίστιχα. Είναι γνωστή η ονομασία τους «παραπουν’τσοί» ή «πλωμαρίτικοι σκοποί». Στα πανηγύρια και στους γάμους, τη μέρα στους ελιώνες και τη νύχτα κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης, ο κάθε νιος εξομολογείται την αγάπη του με το γνωστό μακρόσυρτο και παραπονιάρικο σκοπό. Έτσι το ερωτικό τραγούδι αποτέλεσε στο παρελθόν μοναδικό μέσο ερωτικής επικοινωνίας μέσα στην κλειστή κοινωνία του χωριού μας.
                                
      Άστρο με άστρο πολεμά κι η Πούλια με τη δύση
      κι εγώ με το κορμάκι σου έχω μεγάλη κρίση.
                                                                                          
     Καυτά ξεχειλίζουν απ’ την καρδιά και γίνονται τραγούδι το ερωτικό πείσμα, ο πόνος του χωρισμού, οι κατάρες και τα παράπονα για μιαν αγάπη καταλυτική, πέρα κι απ’ το θάνατο.
                                    
      Τράβα μαχαίρι, χτύπα με, πρόσεξε την καρδιά μου,
      γιατί στη μέση βρίσκεσαι, μη λαβωθείς κοντά μου.
                                                                                    
     Τα παινέματα της ομορφιάς της αγαπημένης είναι από τα πιο συχνά θέματα των τραγουδιών της αγάπης.
                                                                        
      Σαράντα να τα μοιραστούν τα έμορφά σου κάλλη,
      όλες θα γίνουν όμορφες κι όμορφη θα ’σαι πάλι.
                                                                                                                   
     Στα νυφιάτικα τραγούδια βρίσκουμε πλήθος από τέτοια παινέματα της νύφης, του γαμπρού και του κουμπάρου.
                                                                                             
      Της νύφης το ματόκλαδο σαν κάμπος λουλουδίζει,
      σαν κύμα πάει κι έρχεται και γλυκοκυματίζει.
                                                                                                                           
      Γαμπρός είναι ο ήλιος και νύφη ’ναι η σελήνη
      και ο κουμπάρος ξακουστός μέσα στη Μυτιλήνη.
                                                                                                                     
     Αλλά η τρυφεράδα του νανουρίσματος ξεπερνά κάθε άλλο τραγούδι σε λυρισμό.
                                                                       
      Έλα, ύπνε, και πάρε το και πάνε στ’ς μπαχτσέδες
      και γέμισε τις τσέπες του ρόδα και μενεξέδες.
                                                                             
     Συχνή είναι στα τραγούδια μας και η σατιρική διάθεση και συχνά γίνεται έμμετρος αυτοσχέδιος διάλογος.
                                                           
      Η μάνα σ’ ήταν σκόρδου τσι τσύρ’ς ήταν κρουμμύδ’
      τσι συ απού ποιον ιπήρις τσι γίν’τσις καραφύλλ’;
                                                                                
     Πάνω απ’ όλα όμως, τα τραγούδια της ξενιτιάς συγκλονίζουν με τη δραματικότητά τους. Ο ζωντανός ο χωρισμός είναι, για τη μάνα κυρίως, ο πιο μεγάλος καημός. Στο αποχαιρετιστήριο γλέντι, την ώρα του ξεπροβοδίσματος, φίλοι και συγγενείς συνοδεύουν με το τραγούδι το κλάμα τους.
                                                                        
      Τώρα στον αποχωρισμό, πες μου κανα - δυο λόγια,
      να τα θυμούμαι, μάτια μου, να τα ’χω μοιρολόγια.
                                                                                                 
     Αληθινά συγκλονιστικό το παρακάτω δίστιχο που ακούγεται συχνά στο χωριό μας:
                                                                                                  
      Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμούμαι και λυπούμαι,
      όλα τ’ αηδόνια είν’ εδώ, μα το δικό μου πού ’ναι;                                                                                                                   
     Και βλέπουν τα πουλιά τη μάνα να στέλνει χαιρετίσματα στον ξενιτεμένο της γιο και τα παίρνουν, μαντήλι μυρωμένο, μαζί τους στην ξενιτιά. Κι ακούει η φουρτουνιασμένη θάλασσα τα παρακάλια της αγαπημένης του ναυτικού και γαληνεύει. Τα γράμματα φεύγουν γεμάτα από τέτοια στιχουργήματα, που γίνονται παρηγοριά και πόνος συνάμα γι’ αυτόν που τα παίρνει.
                                                                                                        
      Σαν έρθεις κι εύρεις λείψανα και κόκαλα στο χώμα,
      τα νεκροπούλια ρώτησε πως σ’ αγαπώ ακόμα.
                                                                                                                   
     Ο πόνος που προκαλεί ένας άλλος χωρισμός, ο θάνατος, μετουσιώθηκε σε μοιρολόι. Υποχρέωση των στενών συγγενών το μοιρολόγισμα, φέρνει στο νου ομηρικές σκηνές με το χορό και τον προεξάρχοντα.
                                                                                                           
      Τι να την κάνω τη ζωή μες στον απάνω κόσμο,
      αφ’ έχασα τα μάτια μου, αφ’ έχασα το φως μου;
                                                                                                                           
      Συνήθεια παλιά στο χωριό μας, που δεν έχει εκλείψει ακόμα, ήταν να γράφουν τέτοια τραγούδια πάνω στους τάφους.

     Σπανιότερα είναι τα περιστασιακά τραγούδια και οι παραλογές, όπως «Το «τραγούδι της Σούσας» και το «Κορίτσι κρυφοφίλητο», καθώς και τα γνωμικά τραγούδια, όπως το παρακάτω που το λένε στο χωριό μας πολύ συχνά:
           
      Ποτέ του τράγου το μαλλί δεν γίνεται μετάξι,
      κι αν τύχει και ποτέ γενεί, θα ’χει την ίδια τάξη.
                                                                
     Τα τραγούδια της δουλειάς κάνουν πιο ελαφρύ τον κόπο, τα κάλαντα και τα άλλα εορταστικά θρησκευτικά τραγούδια δίνουν ιδιαίτερο χρώμα στις γιορτές.
     Χαρακτηριστικό είναι το «Έρι πάλε», που τραγουδιέται τις Αποκριές από παρέες ανδρών, που γυρίζουν όλο το χωριό τραγουδώντας αγκαλιασμένοι και κάνοντας στάσεις σε κάθε γειτονιά, έξω από το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς ή της αδελφής. Τότε πρέπει να βγει η αρραβωνιαστικιά ή η αδελφή ή η μάνα ενός από τους γλεντιστές με το δίσκο, να κεράσει ούζα όλη την παρέα.
                                                                                       
      Ήθελα να ’ρθω το βράδυ, έρι πάλε,
      μ’ έπιασε ψιλή βροχή. (δις) 
      Το θεό παρακαλούσα, δυο μου μάτια,
      για να σ’ εύρω μοναχή. (δις)
                                                                                        
      Ούτε μοναχή σε βρήκα, έρι πάλε,
      ούτε με τη μάνα σου, (δις) 
      μόν’ σε βρήκα στο σεργιάνι, δυο μου μάτια,
      με τη φιλενάδα σου. (δις)
                                                                                               
      Γυαλί βαστάς, γυαλίζεσαι,
      όμορφα που στολίζεσαι. (τσάκισμα)
      Είσαι γυαλένιος μαστραπάς,
      κι όποιον να δεις τον αγαπάς. (τσάκισμα)
                                                                                                               
      Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα, έρι πάλε,
      θα τα κάνω φορεσιά, (δις)
      να τα βάλω να περάσω, γιούργια ρε πάλε,
      να σου κάψω την καρδιά. (δις)
                                                                                                                  
      Απ’ την Πλαγιά στον Τρύγουνα,
      αγάπησα μια Ρήγηνα,
      απ’ την Πλαγιά στου Παλιχώρ’,
      αγάπησα μια Πηνιλόπ’. (τσάκισμα)
                                                                                                                     
      Όπου δεις δυο κυπαρίσσια, δυο μου μάτια,
      και στη μέση δυο μηλιές (δις)
      εκεί μ’ έχουνε θαμμένο, έρι πάλε,
      κι έλα, φως μου, να με κλαις. (δις)
                                                                                                                           
      Λιριά, λιριά, λιριώτισσα
      κι απανωμαχαλιώτισσα.
      Λιριά, λιριά, λιριώνουμαι,
      για σένα παλαβώνουμαι. (τσάκισμα)
                                                   
      Θε να ταξιδέψω θέλω, έρι πάλε,
      στης Αττάλειας τα νερά (δις)
      με τα ψαριανά καράβια, έρι πάλε,
      να σε κλέψω μια βραδιά. (δις)
                                                                                          
      Γιαλό να πας, στεριά να ’ρθεις,       
      τα λόγια μου να θυμηθείς. (τσάκισμα)
                                             
     Η μουσική κι ο χορός συνδέονται οργανικά με τα τραγούδια μας, αλλά πολλά απ’ αυτά είναι καθιστικά. Ένας, ο πιο καλλίφωνος, αρχίζει το τραγούδι κι επαναλαμβάνουν οι άλλοι όλοι μαζί εναλλάξ. Οι υπερβολές, οι επαναλήψεις, οι εικόνες από τη φύση, ο εξαίσιος δεκαπεντασύλλαβος ιαμβικός συνήθως στίχος με τομή στην όγδοη συλλαβή, ο αργός «αμανερός» σκοπός, η ελευθερία στην εναλλαγή των στίχων, η ποικιλία της ποιητικής έκφρασης και ο έντονα συναισθηματικός τόνος γεμίζουν τα τραγούδια μας μουσικότητα.
     Αν ψάξουμε να βρούμε την προέλευσή τους, θα χαθούμε στα βάθη των αιώνων, σε εποχές που ο άνθρωπος είχε μοναδικό μέσο έκφρασης των συναισθημάτων του το τραγούδι. Θα διαπιστώσουμε ακόμα πως τα δημοτικά μας τραγούδια αντλούνται από την ίδια ποιητική πηγή, απ’ όπου άντλησε τα τραγούδια που τραγουδούσε με τις φίλες της η Σαπφώ, ο Τέρπανδρος και ο Αλκαίος τα δικά τους λυρικά τραγούδια. Αυτό δείχνει πόσο πλούσια είναι η λυρική, επώνυμη και ανώνυμη, ποιητική παράδοση της Λέσβου.
     Συγγενικές με τα ερωτικά τραγούδια μας είναι οι μαντινάδες της Κρήτης και τα κυπριακά ερωτικά τραγούδια, που από τα βυζαντινά χρόνια συγκεντρώνονταν σε συλλογές. Τέτοιες συλλογές τραγουδιών είχε παλιά κάθε νιος και κάθε νια στο χωριό μας.
     Τελευταία άφησα τα λιανοτράγουδα που περιέχουν παράπονα για την τύχη, ανάκατα με «τσακίσματα» σε οχτασύλλαβο στίχο, τις λεγόμενες «οχτάδες». Κι αυτό, γιατί δείχνουν όλη τη βιοθεωρία του Παλιοχωριανού.
                                                                                                   
      Ήλιε μ’, στα βασιλέματα πάρε κι εμέ μαζί σου,
      να πάγ’ να βρω την τύχη μου, να την εβλαστημήσω.
                                                                                                                   
      Τύχη μου, πανάθεμά σε,
      πάντα στο κακό μπροστά ’σαι. (τσάκισμα)                                                                                                                                              
     Τα καυτά προβλήματα της ζωής ξεσηκώνουν πυρκαγιές τους καημούς μέσα του.                                                                                                                                                                                        
      Όποιος φοβάται τη φωτιά, ας μην έλθει κοντά μου,
      γιατί θα τον εκάψουνε τ’ αναστενάγματά μου.
                                                        
     Έτσι, το κλάμα του γίνεται τραγούδι, που βγαίνει βαθιά απ’ την ευαίσθητη ψυχή του και δείχνει την «ανθρωπιά» του σ’ όλο της το μέγεθος.
                                                                                           
      Το μερακλίδικο πουλί χτίζει φωλιά και κλαίει,
      σαν την τελειώσει τη φωλιά, τα βάσανά του λέει.
                                        
     Το παρακάτω δίστιχο, σαν επίλογος, δείχνει ότι για τον Παλιοχωριανό μεράκι δεν είναι θρήνος και μεμψιμοιρία, αλλά αισιόδοξη θεώρηση της ζωής, παρ’ όλα τα βάσανά της. Γι’ αυτό και κλαίει τραγουδώντας!
                                                                                                 
      Ο που ’ναι νιος και δεν πετά με του βοριά τα νέφη,
      τι να την κάνει τη ζωή, στον κόσμο να την έχει;
                                
     Σημείωση: Το παραπάνω κείμενό μας έχει δημοσιευτεί στο 4ο τεύχος του περιοδικού “Τα Παλιοχωριανά” του Συλλόγου Παλαιοχωριτών Αθήνας “Η Μελίντα” (Οκτ.- Δεκ. 1981, σελ. 56-58).
ΜΥΡΣΙΝΗ Μ. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ

                
Ευχαριστούμε αυτούς που έφτιαξαν το βίντεο. Τραγουδούν Χρήστος Μουτζούρης ή “Μαρούλα” και Γιάννης Πόρτογλου ή “Κορωνής”Πηγή: http://www.youtube.com/watch?v=QveaRtM-w2M (Ανοίξτε και την υπερσύνδεση).