Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

2 Απριλίου: Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου
Γενέθλια Δανού συγγραφέα παραμυθιών Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

     Η μέρα των γενεθλίων του Δανού παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Οντένσε Δανίας 2 Απρ. 1805 – Κοπεγχάγη 4 Αυγ. 1875) έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου. Από το 1835 έως το 1873 θα γράψει 168 παραμύθια, μεταξύ των οποίων «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Ο μολυβένιος στρατιώτης», «Η καινούργια φορεσιά του Αυτοκράτορα», «Η τοσοδούλα», «Το ασχημόπαπο», «Η μικρή γοργόνα», «Η βασίλισσα του χιονιού»,«Τα κόκκινα παπούτσια», «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», και πολλά άλλα θαυμάσια παραμύθια, που έχουν κάνει διάσημο σ’ όλο τον κόσμο τον Άντερσεν.
     Από το 1833-1857, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έκανε πολλά ταξίδια με έξοδα του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου ΣΤ΄ σε χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής και κατέγραψε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του στο βιβλίο του «Το Παζάρι ενός ποιητή». Το Μάρτιο του 1841 ταξίδεψε στην Ελλάδα και στις 2 Απριλίου πέρασε τα γενέθλιά του στην Ακρόπολη, όπου ανέβαινε κάθε μέρα. Επισκέφτηκε ακόμα το Θησείο, το Φάληρο, τον Κολωνό, το Δαφνί, την Πεντέλη και χωριά των Μεσογείων. Στο βιβλίο «Οδοιπορικό στην Ελλάδα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εστία», περιγράφει λεπτομερώς τη διαμονή του στην Αθήνα. Στα χωριά που επισκεπτόταν ζητούσε να του αφηγηθούν ελληνικά λαϊκά παραμύθια.
     Διαβάστε παρακάτω το ελληνικό παραμύθι «Οι εννιά αγριόκυκνοι και η ωραία Ελένη», από τον Α΄ τόμο «Ελληνικά λαϊκά παραμύθια» του Κώστα Καφαντάρη (εκδόσεις "Ποταμός", Αθήνα 2005, σελ. 575-577), που είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το παραμύθι του Άντερσεν «Οι αγριόκυκνοι», όπου η ηρωίδα λέγεται Ελίζα και τα αδέλφια της είναι ένδεκα. Οι βιογράφοι του Άντερσεν τοποθετούν την πρώτη δημοσίευση του παραμυθιού το 1838, λίγα χρόνια πριν το ταξίδι του Άντερσεν στην Ελλάδα. Αποτελεί λοιπόν ζήτημα προς διερεύνηση η σχέση του παραμυθιού του Δανού παραμυθιογράφου με το ελληνικό παραμύθι, που είναι εξίσου όμορφο και συγκινητικό κι αποτελεί ύμνο στην αδελφική αγάπη.


Ελληνικό λαϊκό παραμύθι

Οι εννιά αγριόκυκνοι και η ωραία Ελένη

     Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια βασίλισσα και είχε εννιά γιους και μια κοπέλα. Επέθανε η βασίλισσα κι έμειναν τα παιδιά ορφανά. Επαντρεύτηκε ο βασιλιάς και πήρε άλλη γυναίκα πολύ κακή και δεν ημπορούσε να βλέπει τα παιδιά. Μια μέρα επήγε στη βασίλισσα μια γριά και της είπε να μαγέψει τα παιδιά, να γενούνε πουλιά, και τα εμάγεψε και έγιναν εννιά όμορφοι αγριόκυκνοι. Όλη μέρα εγύριζαν στον κόσμο. Το βράδυ επήγαιναν σπίτι. Η βασίλισσα άμα τα ’βλεπε, ήθελε ναν τα χαλάσει.
     Μια μέρα οι κύκνοι επλέξανε ένα στρώμα από ψαθί και εβάλανε μέσα την αδρεφή τους και φύγανε μακριά. Ο ένας επήγαινε πάντα απάνου από την κοπέλα να της κάνει ίσκιο με τα φτερά του, να μην την καίει ο ήλιος. Επήγαιναν, επήγαιναν απάνου από την θάλασσα. Ελιγώσανε και κάτσανε να ξεκουραστούνε σ’ ένα μικρό νησάκι. Τόσο μικρό ήταν αυτό το νησάκι, που τους έπαιρνε με το στανιό τον ένα απάνου στον άλλονε. Επεράσανε εκεί τη νύχτα και την άλλη αυγή εσηκωθήκανε, επήραν το στρώμα από τις τέσσερες άκρες με τις μύτες τους και εφύγανε. Επήγαιναν, επήγαιναν, εφτάσανε σ’ ένα άγριο μέρος. «Εδώ», είπανε, «είναι καλά να κάτσουμε». Εκάτσανε κι αρχίσανε να γυρεύουν κατοικία. Ευρήκανε μια σπηλιά κοντά στο βουνό, που ήτανε γιομάτη αγκάθια. Τήνε παστρέψανε και εβάλανε την όμορφη Ελένη, να κάθεται μέσα. Εκείνοι όλη μέρα εγυρίζανε στο γύρο γύρο και φροντίζανε να πηγαίνουν φαΐ στην αδρεφή τους. Η όμορφη Ελένη επερνούσε πολύ ωραία, αλλά η λύπη της ήτανε που δεν ημπορούσε να σώσει τους αδρεφούς της και να τους κάμει πάλι ανθρώπους. Μια μέρα που εκοιμότανε, είδε στον ύπνο της μια γριά και βάσταε το χέρι της μια τσουκνίδα, που είχε κομπία και της λέει: «Θέλεις να σώσεις τους αδρεφούς σου; Εδώ το γύρο στη σπηλιά είναι πολλή τσουκνίδα να βγει. Να μαζώξεις και ναν τήνε πατήσεις ξυπόλητη και ναν τη κάμεις κλωνά και μ’ αυτή να κάμεις εννιά φορέματα, ναν τα φορέσουνε οι αδερφοί σου κι έτσι θα τους γλιτώσεις. Αλλ’ άκουσε να σου ειπώ. Δε θα μιλήσεις καθόλου, γιατί α μιλήσεις, εχάθηκες. Θα πεθάνουν τ’ αδρέφια σου». Και της δίνει μια με την τσουκνίδα κι έφυγε. Κι από τον πόνο η Ελένη εξύπνησε κι άρχισε τη δουλειά της. Εβγήκε, εμάζωξε ένα σωρό τσουκνίδες κι άρχισε ναν τα πατεί με τα πόδια της κι από της τσουκνίδας τ’ αγκάθια τα χέρια και τα πόδια της εκάμανε πονίδια. Το βράδυ επήγανε τ’ αδρέφια της και την είδανε που εδούλευε, της μίλησαν και εκείνη δεν τους μίλησε, κι αρχινήσανε να κλαίνε και τα δάκρυα τους, που επέφτανε απάνω στα πονίδια της, της περνάγανε.
     Μια μέρα το βασιλόπουλο με τους δούλους του επήγε στο κυνήγι. Τα σκυλιά του βασιλιά επήγανε στη σπηλιά, που ήτανε η Ελένη, κι αρχίσανε ν’ αλυχτάνε. Ο βασιλιάς επήγε κοντά και βλέπει μια σπηλιά. Μπαίνει μέσα και τι να ιδεί; Μια όμορφη κόρη να εργάζεται. Της μίλησε και αυτή δεν του μίλησε. Τότες ο βασιλιάς είπε με το νου του: «Θα είναι μουγκή!». Αλλά τόσο όμορφη ήτανε, που είπε στους δούλους ναν τήνε πάρουνε στο παλάτι. Τήνε πήρανε και τήνε πήγαν στο παλάτι. Επήρε η Ελένη τη δουλειά της, τα φορέματα που είχε φτιασμένα, και την κλωστή, που είχε μαζωμένη. Άμα τήνε πήγανε στου βασιλιά το παλάτι, τήνε βάλανε να κάτσει σε μια κάμερα, που ήτανε κατά το περιβόλι. Εκείνη άρχισε πάλι τη δουλειά της. Έβγαινε τη νύχτα και μάζωνε τσουκνίδες και τις έκανε κλωνά και όλη μέρα εδούλευε. Ένα βράδυ την είδε μια γριά, που εμάζωνε τσουκνίδα, και πάει στον βασιλέα και του λέει: «Η γυναίκα σου είναι μάισσα. Βγαίνει τη νύχτα και κάνει μάγια στο φεγγάρι με τα χόρτα». Ο βασιλέας δεν το πίστεψε. «Ένα βράδυ θαν την παραμονέψω», είπε ο βασιλέας. Κι αλήθεια την είδε να μαζώνει τα χόρτα. Τήνε πήρε και την έβαλε στη φυλακή και την άλλη μέρα διάταξε να την κάψουν. Εκείνη ήθελε να τελειώσει δυο φορέματα ακόμη. Όλη τη νύχτα δούλευε. Τα ποντίκια τη βοηθούσανε. Της ετοίμαζαν την κλωνά και της την έδιναν στο χέρι. Την άλλη μέρα άρχισαν να διαλαλούνε στη χώρα: «Ο θάνατος της μάισσας». Το ακούσανε και τ’ αδρέφια της και εκινήσανε κι εκείνα να πάνε να δούνε το θάνατο της μάισσας. Ετοιμάσανε στην πλατεία, που ήθελε να σφάξουν τη μάισσα, δυο σωρούς ξύλα για ναν τηνε κάψουν. Τήνε πήρανε την άλλη μέρα και τήνε πήγαιναν. Εμαζωχτήκανε κόσμος και κοσμάκης να την ιδεί. Εκείνη επήρε μαζί της και τα φορέματα.
     Άμα τήνε πήγανε εκεί, άκουσαν μια μεγάλη βουή να έρχεται από μακριά. Κοιτάζουνε και τι να ιδούνε; Εννιά αγριόκυκνους να ’ρχουνται. Επήγανε και κάτσανε κοντά στο μέρος, που ήθελε να σφάξουν τη μάισσα. Εκείνη, μόλις τους είδε, επήγε και πέταξε απάνου στ’ αδρέφια της τα ρούχα, που είχε κάμει, και τα πουλιά έγιναν άνθρωποι όπως πρώτα. Εκείνη έπειτα εμίλησε και είπε όλη την ιστορία που πέρασε, για να σώσει τ’ αδρέφια της. Τα ξύλα που είχαν, για ναν τήνε κάψουν, έγιναν τριανταφυλλιές, που μοσχοβολούσαν σε ούλο το μέρος. Τότες επήρε κι ο βασιλιάς την Ελένη και τους αδρεφούς της και επήγαν στο παλάτι και εζήσανε ευτυχισμένοι.

(Καφαντάρη Κώστα «Ελληνικά λαϊκά παραμύθια», Βιβλίο Α΄, εκδ. "Ποταμός", Αθήνα 2005, σ. 575-577)


Γονείς,

μη στερείτε από τα παιδιά σας την πνευματική τροφή από τα βιβλία. Διαλέγετε όμως σωστά βιβλία, όπως διαλέγετε υγιεινά τρόφιμα. 

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΡΑΜΥΘΙ - Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Ένα Διαδραστικό Παραμύθι

     Το παραμύθι, ως παιδαγωγικό μέσο, διδάσκει το παιδί με τρόπο ευχάριστο, χωρίς διδακτισμό, και μπορεί να αντικαταστήσει θαυμάσια τις συμβουλές, που συχνά προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις από το νεαρό άτομο.
     Στο παρακάτω παραμύθι, που διαλέξαμε από ένα εικονογραφημένο φυλλάδιο με πέντε παραμύθια των Τατάρων και σας συστήνουμε να το αγοράσετε για τα παιδιά σας, η έγνοια του φτωχού πατέρα για τον αγαπημένο γιο, η διαθήκη-τρεις εντολές που του αφήνει, η πιστή τήρηση των εντολών του νεκρού πατέρα από τον καλό γιο, η φιλόξενη διάθεση, η βοήθεια του σεβάσμιου ξένου στην ερμηνεία των λόγων του πατέρα, ο σεβασμός προς τους γείτονες και την εθιμοτυπία του χαιρετισμού, η εργατικότητα, η αλληλεγγύη, η χαρά της προσφοράς και της αντιπροσφοράς, η εκτίμηση των άλλων, τα «κέρδη» της σωστής συμπεριφοράς κι η αξία των απλών πραγμάτων στη ζωή μας είναι διδάγματα που μπαίνουν στη συνείδηση του μικρού παιδιού και ριζώνουν και δίνουν καλούς καρπούς…        
                  
Η ΔΙΑΘΗΚΗ
                                                                        
     Σ’ ένα χωριό ζούσε κάποτε ένας φτωχός γέροντας που είχε ένα γιο, τον Αχμέτ. Σαν ήρθε η ώρα του γέροντα να πεθάνει, φώναξε κοντά του το γιο του.
     «Γιόκα μου», του είπε, «θέλω πριν πεθάνω να σου αφήσω μια διαθήκη.»
     Παραξενεύτηκε ο γιος.
    Τι διαθήκη, σκέφτηκε, μπορεί να μου αφήσει ο φτωχός μου πατέρας, αφού σ’ ολόκληρη τη ζωή του δούλευε χωρίς σταματημό, μα περιουσία δεν απόκτησε;    
     Και ο γέροντας αναστέναξε και είπε:
     «Θέλω σε κάθε ένα από τα γειτονικά χωριά να έχεις ένα σπίτι.»
     Τα λόγια αυτά έκαναν τον Αχμέτ πιο αμήχανο.
    Τι σπίτια, σκέφτηκε, αφού κι αυτό που ζούμε τώρα, μέχρι αύριο μπορεί να έχει γκρεμιστεί;
     Και συνέχισε ο γέροντας:
    «Μη βιάζεσαι να χαιρετήσεις πρώτος τους ανθρώπους, άφησε να σε χαιρετήσουν εκείνοι πρώτα. Τότε θα βγάζεις εσύ το καπέλο σου και θα χαιρετάς.»
    Σκέφτηκε ο γιος: Πολύ άσχημα είναι ο φτωχός ο πατέρας μου. Πώς μπορώ να κάνω αυτά που μου λέει; Από την πρώτη κιόλας μέρα θα με παραμερίσουν όλοι οι γείτονες και θα με πούνε άξεστο.
     Ο γέροντας έπιασε το χέρι του γιου του.
    «Κι η τελευταία μου εντολή», είπε, «είναι να τρως πάντα καλό και νόστιμο φαγητό…»
     Ήθελε κάτι ακόμα να προσθέσει, δεν πρόλαβε όμως, γιατί ξεψύχησε.
     Έκλαψε ο Αχμέτ, θρήνησε, όμως η δουλειά δεν περιμένει. Ήρθε η ώρα να πάει στο χωράφι, να οργώσει και να σβαρνίσει. Έζεψε την κοκαλιάρικη φοράδα του και ξεκίνησε. Κοιτάζει στο δρόμο, περπατούν άνθρωποι. Κανείς δεν είναι ξένος, όλοι τον γνωρίζουν από μικρό παιδί, όλους πρέπει να τους χαιρετήσει πρώτος. Και η διαθήκη του πατέρα; Κι αυτήν δεν πρέπει να την παραβεί. Γύρισε ο Αχμέτ στο σπίτι, κάθισε στο τραπέζι και μονολογούσε:
     «Και τι ετοιμάστηκα να πάω στο χωράφι; Ο πατέρας πρώτ’ απ’ όλα μου έδωσε εντολή να φροντίσω να έχω ένα σπίτι σε κάθε χωριό.»    
     Τότε βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί ήθελε να φάει. Βρήκε ο Αχμέτ ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί. Καθώς όμως ετοιμαζόταν να το δαγκώσει, θυμήθηκε ότι ο πατέρας του τον πρόσταξε να τρώει νόστιμο φαγητό, κι αυτό το ψωμί ήταν το μισό από άχυρο.
     Ήρθε κιόλας το βράδυ, και ο Αχμέτ όλο και συλλογιζόταν πώς να ζήσει από εδώ κι εμπρός. Ξάφνου άκουσε πως κάποιος χτυπούσε το παράθυρο. Άνοιξε και στο σπίτι μπήκε ένας ξένος, σκονισμένος απ’ την κορφή ως τα νύχια απ’ το πολύ περπάτημα και μ’ έναν άδειο ντορβά περασμένο στους ώμους.
     «Πέρασε, καλέ μου άνθρωπε», του λέει ο Αχμέτ, «καλώς όρισες. Το τζάκι μου είναι πάντα αναμμένο. Όμως μόνο κέρασμα μη μου ζητήσεις: εκτός απ’ αυτήν τη μπαγιάτικη κόρα ψωμί, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο σπίτι.»
     «Γιατί συμβαίνει αυτό;» ρωτάει ο ξένος.
     «Ζω με την ευλογία του πατέρα μου», απαντάει ο Αχμέτ. «Όμως κι αυτήν την κόρα δεν πρέπει να τη δαγκώσω. Ο πατέρας είπε στη διαθήκη του να τρώω καλό και νόστιμο φαγητό. Και στο χωράφι δεν πρέπει να πηγαίνω. Ο πατέρας με πρόσταξε να μη χαιρετάω κανέναν πρώτος, όμως δεν μπορείς να προσπερνάς όλους τους καλούς ανθρώπους, ούτε να τους αποφεύγεις. Και πώς να πάω στο χωράφι, αφού πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να φροντίσω να αποκτήσω ένα σπίτι σε κάθε χωριό;»
     Χαμογέλασε ο ξένος.
     «Καλός άνθρωπος ήταν ο πατέρας σου», είπε, «έξυπνος άνθρωπος. Κι εσύ είσαι γιος αφοσιωμένος κι αντάξιος του πατέρα σου. Όμως δεν κατάλαβες τι ήθελε να πει. Άκουσε τι θα σου πω: ξάπλωσε τώρα να κοιμηθείς, και το πρωί σήκω τα χαράματα και πήγαινε στο χωράφι. Για τα υπόλοιπα μη στενοχωριέσαι. Όλα θά ’ρθουν από μόνα τους.»
      Δεν είχαν ακόμα σβήσει τ’ άστρα κι ο Αχμέτ ήταν κιόλας στο πόδι. Με μεγάλη προσοχή βγήκε απ’ την αυλόπορτα. Κοιτάζει, δεν ήταν κανείς. Προχωράει λίγο, κανείς. Είχε κιόλας αφήσει πίσω του το χωριό δίχως να συναντήσει κανέναν. Χάρηκε ο Αχμέτ. Ή ήμουν τυχερός, σκέφτηκε, ή ξύπνησα πρώτος απ’ όλους στο χωριό. Πρέπει και αύριο να κάνω το ίδιο.
     Μέχρι το μεσημέρι όργωσε το χωραφάκι του, το σβάρνισε, έσπειρε το σπόρο. Ένιωσε ακόμα πιο χαρούμενος. Ήθελε να ξαπλώσει σε μιαν άκρη να ξαποστάσει λιγάκι, όμως είδε πως ερχόταν προς το μέρος του ένας άνθρωπος. Φοβήθηκε ο Αχμέτ. Τώρα οπωσδήποτε θ’ αναγκαστώ να χαιρετήσω πρώτος! Και ήθελε κάπου να κρυφτεί. Πού όμως; Ο άνθρωπος έβγαλε ο ίδιος το καπέλο του.
     «Γεια σου», λέει, «πολύ όμορφα δουλεύεις. Εμένα όμως ψόφησε το άλογό μου. Τώρα και το χωραφάκι μου δεν οργώθηκε, κι ο σπόρος έμεινε άσπαρτος κι όπως φαίνεται και τα παιδάκια μου θα μείνουν όλο το χειμώνα χωρίς ψωμί.»
     «Δεν θα γίνει αυτό», λέει ο Αχμέτ. «Πού είναι το χωράφι σου;»
     «Να το εκεί, πέρα απ’ το δρόμο, κοντά στο γειτονικό χωριό.» Τράβηξαν κατά ’κει.
     Ο ήλιος έγερνε στη δύση, όταν ο Αχμέτ με τον καινούργιο του φίλο έριξαν στη γη τους τελευταίους σπόρους και σκούπισαν επιτέλους τον ιδρώτα τους.
     «Πώς να σ’ ευχαριστήσω;» αναρωτιόταν ο φίλος. «Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις έτσι, Αχμέτ. Πάμε στο σπίτι μου. Μα τι λέω! Από σήμερα το σπίτι μου είναι και δικό σου. Οι πόρτες του θα είναι πάντα ανοιχτές για σένα.»
     «Σήμερα δεν μπορώ», λέει ο Αχμέτ, «πρέπει να προφτάσω να γυρίσω στο χωριό πριν σκοτεινιάσει. Όμως τώρα έχω στο χωριό σας ένα σπίτι κι αυτό είναι που μετράει.»
     «Τότε κάνε μου τη χάρη και πάρε αυτή την πίτα για το δρόμο. Είναι φτιαγμένη από τους ίδιους σπόρους, από το ίδιο στάρι που σπείραμε σήμερα.»
     Γύρισε ο Αχμέτ στο σπίτι. Κάθισε στο τραπέζι. Άρχισε να μασά την πίτα και να θυμάται τη διαθήκη του πατέρα του. Θυμήθηκε τότε και τη συμβουλή του ξένου. Κι η πίτα, μετά από μια τόσο κουραστική μέρα, πόσο νόστιμη του φάνηκε, πιο γλυκιά κι από μέλι!    
     Κι έτσι από εκείνη τη μέρα πρώτος πήγαινε στο χωράφι ο Αχμέτ και τελευταίος γυρνούσε στο χωριό. Κι ο κόσμος όλα τα προσέχει κι αγαπά τους καλούς κι εργατικούς. Ο καθένας χαιρόταν να χαιρετάει τον Αχμέτ, να τον ρωτάει για την υγεία του.

(«Το χρυσό άρμα. Λαϊκά Παραμύθια των Τατάρων», αφήγηση Β. Μπογιαρίνοφ, εικονογράφηση Μ. Μάγιοφις, μτφ. Πέρσας Ντούπη, Εκδ. «Μαλίς» (Μόσχα) και «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1989, σ. 7-10)
           
        
Εικόνα Μ. Μάγιοφις, "Το χρυσό άρμα. Λαϊκά παραμύθια των Τατάρων".



ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:


• Αφηγηθείτε με δικά σας λόγια το παραμύθι και βρείτε τις επιμέρους σκηνές που το απαρτίζουν. 
                                                                      
Η ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ: ΤΡΕΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ

1η εντολή: «Θέλω σε κάθε ένα από τα γειτονικά χωριά να έχεις ένα σπίτι.»

2η εντολή: «Μη βιάζεσαι να χαιρετήσεις πρώτος τους ανθρώπους, άφησε να σε χαιρετήσουν εκείνοι πρώτα.»
                            
3η εντολή: «Να τρως πάντα καλό και νόστιμο φαγητό.»
                                              
• Παιδιά, εσείς καταλάβατε τι πραγματικά εννοούσε ο πατέρας του Αχμέτ;

• Σκεφτείτε τρεις συμβουλές που σας δίνει συχνά ο δικός σας πατέρας και τρεις συμβουλές της μητέρας σας (σύνολο 6). Τις τηρείτε, όπως ο Αχμέτ, ή όχι; 
           
ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ:

1η συμβουλή: «.......................................................................................................................»

2η συμβουλή: «........................................................................................................»

3η συμβουλή: «........................................................................................................»


ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ:

1η συμβουλή: «.......................................................................................................................»

2η συμβουλή: «........................................................................................................»

3η συμβουλή: «........................................................................................................»

• Διαβάστε χωριστά καθεμιά από τις τρεις συμβουλές του πατέρα και της μητέρας σας και σκεφτείτε για ποιο λόγο σας δίνουν αυτή τη συμβουλή;  

Φτιάξτε ένα δικό σας παραμύθι, όπου ο Αχμέτ δεν θα τηρούσε τις εντολές του πατέρα του. Η συνέχεια και το μήνυμα του παραμυθιού δικά σας...  
       
• Ποιο επάγγελμα κάνει ο Αχμέτ και τι γνωρίζετε εσείς γι' αυτό; Καταγράψετε ονομαστικά σύγχρονα επαγγέλματα που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τις ασχολίες του.

• Βρείτε στο χάρτη πού ζουν οι Τάταροι και, με βάση όσα γράφει το παραμύθι, φανταστείτε τι είδους άνθρωποι είναι. 

• Ποιες ανθρώπινες αξίες προβάλλονται στο παραμύθι αυτό; Ποια θεωρείτε εσείς σημαντικότερη και γιατί; 

• Ποιες οι επαγγελματικές αξίες των ηρώων του παραμυθιού; Βρείτε μέσα στο παραμύθι χαρακτηριστικές φράσεις που τις περιέχουν. 
   
• Ποιος ο ρόλος του γέροντα ξένου; Πώς τον υποδέχτηκε ο Αχμέτ; Μπορείτε να βρείτε ένα ανάλογο παράδειγμα από τα σχολικά μαθήματά σας, όπου ένας νέος υποδέχεται με παρόμοιο τρόπο έναν ξένο στο σπίτι του, του εμπιστεύεται τα προβλήματά του κι ακούει τις συμβουλές του; 
          
• Μπορείτε να αναφέρετε ένα περιστατικό από τη ζωή σας, όπου ένας ξένος σας έδωσε συμβουλές; Εσείς πώς αντιδράσατε; 

• Με ποια λόγια και πράξεις ανταπέδωσε ο αγρότης που τον βοήθησε ο Αχμέτ τη χάρη που του έκανε; Πώς τον χαρακτηρίζετε; 
   
• Κάνετε ένα λακωνικό χαρακτηρισμό του Αχμέτ με επίθετα ή σύντομες φράσεις, π.χ. αφοσιωμένος γιος (ονομαστικά).
                
   Ο Αχμέτ ήταν:

   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….
   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….
   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….
   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….    
        
• Τι κέρδισε ο Αχμέτ, με το να τηρήσει πιστά τις συμβουλές του νεκρού πατέρα του; Βρείτε σε ποιο σημείο του παραμυθιού αναφέρονται τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του.  

• Βρείτε μέσα στο παραμύθι πώς χαιρετούν οι Τάταροι και ρωτήσετε τους γονείς σας τι ορίζουν οι καλοί τρόποι στην Ελλάδα για το χαιρετισμό.

Εσείς πώς χαιρετάτε τους μεγαλύτερους και τους συνομήλικούς σας; Τηρείτε ή όχι κάποιους κανόνες καλής συμπεριφοράς, για να δείξετε σεβασμό και ευγένεια προς τους άλλους, ή νομίζετε πως είναι περιττοί; Συζητήσετε το θέμα με τους φίλους σας, για να μάθετε και τη δική τους γνώμη. 

Υποδυθείτε τα πρόσωπα του παραμυθιού (Πατέρας, Αχμέτ, Γέροντας επισκέπτης, Τάταρος αγρότης, Γείτονες) και "παίξετε" το παραμύθι στο σχολείο ή στο σπίτι με τους γονείς, τα αδέλφια και τους φίλους σας.  

• Το ξέρετε ότι ο Αχμέτ εορτάζει στις 24 Δεκεμβρίου, του Αγίου Αχμέτ του Κάλφα, του Νεομάρτυρα, που πρώτα ήταν μουσουλμάνος αξιωματούχος, έγινε Χριστιανός και μαρτύρησε για τη χριστιανική του πίστη το 1682 στην Κωνσταντινούπολη;  

• Πλάι στις παρακάτω λέξεις από το κείμενο να γράψετε τις αντίθετές τους (αντώνυμα). Δείτε πρώτα ποια σημασία έχει η κάθε λέξη στο παραμύθι και χρησιμοποιήσετε ένα λεξικό, για να βρείτε την ακριβώς αντίθετη λέξη:
 - αμήχανος # 
 - να γκρεμιστεί # 
 - άξεστος # 
 - πάντα #
 - νόστιμο # 
 - παραβαίνω # 
 - μπαγιάτικο # 
 - ευλογία # 
 - αφοσιωμένος # 
 - αντάξιος # 
 - τυχερός # 
 - άσπαρτος # 
 - εργατικός #  

Μάθετε για τη διαδικασία παρασκευής ψωμιού, από τη σπορά μέχρι το ζύμωμα και το ψήσιμο. Σας συνιστώ να επισκεφτείτε χώρους, όπου μαθαίνουν τα παιδιά πώς φτιάχνεται το παραδοσιακό ψωμί, τα ζυμαρικά κ.ά. (π.χ. τα "Μυλέλια" στη Γέρα Λέσβου και στον Άγιο Στέφανο Αττικής ή αλλού). 

Ζητήσετε από το φούρναρη της γειτονιάς σας να σας μιλήσει για το επάγγελμά του και να σας επιτρέψει να παρακολουθήσετε το ζύμωμα και το ψήσιμο ψωμιού στο φούρνο του. Μόνο που πρέπει να ξυπνήσετε στις πέντε τα χαράματα!

• Καταγράψετε μια παραδοσιακή συνταγή για ψωμί, κάνετε φωτοτυπίες και μοιράστε την στους συμμαθητές σας ή στείλτε την στην τοπική εφημερίδα για δημοσίευση. 

• Ζυμώστε με τη γιαγιά ή τη μητέρα ή τον πατέρα σας στην κουζίνα του σπιτιού σας μια πίτα κι απολαύστε την, όταν ψηθεί! Μην παραλείψετε να δώσετε ένα κομμάτι σε ένα γέροντα ή μια γερόντισσα της γειτονιάς σας.

• Αν σας φαίνονται δύσκολες οι παραπάνω δραστηριότητες, ζωγραφίστε μια σκηνή από το παραμύθι! 

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ, ΠΑΙΔΙΑ!

                                                                                  
ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
(Μοιράζεται στους μαθητές για το προσωπικό τους αρχείο)
                                                                                       
Ακούστε ένα απόσπασμα από τον…
                                                                                              
«Προφήτη» του Χαλίλ Γκιμπράν
Μιλά για τη Δουλειά...
  
     Μετά ένας γεωργός είπε: «Μίλησέ μας για τη Δουλειά».
     Κι εκείνος απάντησε, λέγοντας:
     «Δουλεύετε, για να συμβαδίζετε με τη γη και την ψυχή της γης.
     Γιατί το να είσαι άεργος σημαίνει να είσαι ξένος με τις εποχές, και να βγαίνεις έξω από την πορεία της ζωής, που βαδίζει μεγαλόπρεπα και περήφανα αλλά και με υποταγή προς το άπειρο.
     Όταν δουλεύετε, είστε μια φλογέρα που μέσα από την καρδιά της ο ψίθυρος των ωρών μετατρέπεται σε μελωδία.
     Ποιος από σας θα ήθελε να είναι ένα καλάμι, βουβό και άφωνο, όταν όλα τ’ άλλα τραγουδούν μαζί ενωμένα;
     Από πάντα σας έλεγαν ότι η δουλειά είναι κατάρα κι ο μόχθος δυστυχία.
    Αλλά εγώ σας λέω ότι, όταν δουλεύετε, πραγματοποιείτε ένα μέρος από το πιο μακρινό όνειρο της γης, που ανατέθηκε σε σας όταν το όνειρο αυτό γεννήθηκε.  
     Κι όταν ζείτε με τη δουλειά, αγαπάτε πραγματικά τη ζωή.
     Κι όταν αγαπάτε τη ζωή μέσα από το μόχθο της δουλειάς, σημαίνει ότι επικοινωνείτε με το πιο κρυφό μυστικό της ζωής.

     Αλλά αν μέσα στον πόνο σας ονομάζετε τη γέννηση πόνο και τη συντήρηση της σάρκας μια κατάρα, που είναι γραμμένη στο μέτωπό σας, τότε σας απαντώ ότι τίποτ’ άλλο εκτός από τον ιδρώτα του μετώπου σας δε θα σβήσει αυτό που είναι γραμμένο.

     Σας έχουν ακόμα πει πως η ζωή είναι σκοτάδι, και μέσα στην απελπισία σας επαναλαμβάνετε σαν ηχώ αυτό που ειπώθηκε από τον απελπισμένο.
     Κι εγώ λέω ότι η ζωή είναι πραγματικά σκοτάδι, εάν δεν υπάρχει πάθος.
     Και κάθε πάθος είναι τυφλό, εάν δεν υπάρχει γνώση.
     Και κάθε γνώση είναι μάταιη, εάν δεν υπάρχει δουλειά.
     Και κάθε δουλειά είναι άδεια, εάν δεν υπάρχει αγάπη.
     Και όταν δουλεύετε με αγάπη, ενώνεστε με τον εαυτό σας, ο ένας με τον άλλο, και με το Θεό. 

     Και τι σημαίνει να δουλεύεις με αγάπη;
     Σημαίνει να υφαίνεις το ύφασμα με κλωστές που τραβάς από την καρδιά σου, σα να ’ταν να φορέσει το ύφασμα αυτό η αγαπημένη σου ψυχή.
     Σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι με στοργή, σα να ’ταν να κατοικήσει στο σπίτι αυτό η αγαπημένη σου ψυχή.
     Σημαίνει να σπέρνεις σπόρους με τρυφερότητα και να μαζεύεις τη σοδειά με χαρά, σα να ’ταν να φάει τον καρπό η αγαπημένη σου ψυχή.
     Σημαίνει να δίνεις σ’ όλα τα πράγματα το δικό σου νόημα με μια ανάσα από το πνεύμα σου.
     Και να ξέρεις ότι όλοι οι ευλογημένοι νεκροί στέκονται γύρω σου και σε κοιτάζουν.
                                                     
     Πολλές φορές σας άκουσα να λέτε, σα να μιλούσατε στον ύπνο σας, “Αυτός που δουλεύει το μάρμαρο, και βρίσκει την έκφραση της ψυχής του στην πέτρα, είναι ανώτερος από αυτόν που οργώνει τη γη.
     Κι αυτός που πιάνει τα χρώματα του ουράνιου τόξου και τα βάζει πάνω σ’ ένα πανί με ανθρώπινες μορφές, αξίζει περισσότερο απ’ αυτόν που φτιάχνει σαντάλια για τα πόδια μας.”
     Αλλά εγώ λέω, όχι στον ύπνο μου, αλλά ολόξυπνος στο καταμεσήμερο, ότι ο άνεμος δεν τραγουδά πιο γλυκά στις γιγάντιες βαλανιδιές απ’ ό,τι στο πιο μικρό και ταπεινό χορτάρι.
     Και μεγάλος είναι μόνο που μετατρέπει τη φωνή του ανέμου σε τραγούδι που το κάνει πιο γλυκό με την αγάπη του.
     
      Η Δουλειά είναι αγάπη φανερωμένη.
     Κι αν δεν μπορείτε να δουλεύετε με αγάπη παρά μόνο με αηδία, καλύτερα να παρατήσετε τη δουλειά σας και να καθίσετε στην πύλη του ναού και να παίρνετε ελεημοσύνες από εκείνους που δουλεύουν με χαρά.
     Γιατί αν ψήσεις το ψωμί με αδιαφορία, ψήνεις ένα πικρό ψωμί, που δε χορταίνει παρά τη μισή μόνο πείνα του ανθρώπου.
     Κι αν αγαναχτείς με το πάτημα των σταφυλιών, η αγανάχτησή σου στάζει δηλητήριο στο κρασί.
     Κι αν τραγουδάς σαν τους αγγέλους, και δεν αγαπάς το τραγούδι, βουλώνεις τα αυτιά του ανθρώπου στις φωνές της μέρας και τις φωνές της νύχτας.» 
(Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν «Ο Προφήτης» , μτφ. Ευ. Γράψα, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974, σελ. 42-45.)

Χαλίλ Γκιμπράν (Μπεχάρι Λιβάνου 1883 - Νέα Υόρκη1931) ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης. Γεννήθηκε στο Μπεχάρι του  Λιβάνου στις 6 Ιανουαρίου 1883. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και καλλιεργημένη, ιδιαίτερα η μητέρα του, η οποία είχε ξεχωριστό ταλέντο στη μουσική. Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι, με δάσκαλο τον Αύγουστο Ροντέν. Τα σχέδια και οι πίνακές του εκτέθηκαν σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου. Τα πρώτα λογοτεχνικά έργα του ήταν θεατρικά και πεζοτράγουδα γραμμένα στην αραβική γλώσσα. Εγκαταστάθηκε στις  Ηνωμένες Πολιτείες κι αργότερα άρχισε να γράφει στην αγγλική γλώσσα. Η ποίησή του μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Στις 22 Αυγούστου 1931 πέθανε στη Νέα Υόρκη από κίρρωση του ήπατος, σε ηλικία 48 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε τον Ιούλιο του 1931 για να ταφεί σύμφωνα με τη θέλησή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Έργα του: «Επαναστατημένα Πνεύματα» (1908), «Σπασμένα Φτερά» (1912), «Δάκρυ και Χαμόγελο» (1914), «Η Λιτανεία» (1918), «Ο Τρελός» (1918), «Ο Πρόδρομος» (1920), «Ο Προφήτης» (1923), «Άμμος και Αφρός» (1926), «Ιησούς ο Γιος του Ανθρώπου» (1928). Έργα που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του: «Οι Θεοί της Γης» (1931), «Ο Περιπλανώμενος» (1932), «Ο Κήπος του Προφήτη» (1933), «Ο Λάζαρος κι ο Αγαπημένος του» (1933).
                                                                                                                
(Πηγές: Βιβλίο Χαλίλ Γκιμπράν «Ο Προφήτης» εκδόσεων Μπουκουμάνη, και Βικιπαίδεια.)

ΑΠΟ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΦΙΛΟΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Ο πραγματικός φίλος
    
     Ένας πατέρας είχε έναν ακριβογιό κι ήθελε να του μάθει όλα τα τερτίπια του κόσμου και τα καλά και τα κακά, να γνωρίσει το ντουνιά, που λέμε. Κάποια μέρα, λοιπόν, του είπε:
     − Πάρε λεφτά να ταξιδέψτε, να γνωρίσεις τον κόσμο και να πιάσεις φίλους καλούς, γιε μου.
     Έφυγε λοιπόν ο γιος και σε πολύ καιρό γύρισε και μολογούσε για χώρες και χωριά που γνώρισε και για φιλίες που στέριωσε. Κι έλεγε και ξανάλεγε στο γέροντα πως είχε φίλους γκαρδιακούς, που για χατίρι του ήταν έτοιμοι να πέσουν και στη φωτιά.
     Ο γέροντας κουνούσε το κεφάλι σκεφτικός κάθε φορά που τ’ άκουε κι απ’ τα πολλά του λέει κάποια μέρα:
     − Άκουσε, γιε μου, να σου πω! Θα δοκιμάσουμε τους φίλους σου, που τόσο παινεύεις, και να πώς θα γίνει.  θα βάλουμε στο σακούλι ένα κεφάλι από τραγί και θα πάρουμε με την αράδα τους φίλους σου. Θα λέμε πως σκοτώσαμε άνθρωπο και πρέπει να μας βοηθήσουν να χώσουμε κάπου το σακούλι με το κεφάλι.
     Έτσι έκαμαν, πήρανε σβάρνα τις πόρτες των φίλων, μα κείνοι σαν άκουαν μαντάλωναν πόρτες και παραθύρια κι η φιλία ξεχνιόταν.
     Σαν απόκαμαν να γυροφέρνουν, λέει ο γέροντας:
     − Πάμε τώρα σ’ ένα δικό μου παλιόφιλο.
     Νύχτα βαρούν την πόρτα, βγαίνει ο βλάμης κι αμέσως τους μπάζει μέσα.
     − Το και το, του λέει ο γέροντας, και τώρα βόηθα μας!
     − Ελάτε μαζί μου, λέει εκείνος, χωρίς να ρωτήσει τι και πώς.
     Μια και δυο σκάβει στον κήπο του, χώνει το σακούλι και φυτεύει και σκόρδα από πάνω.
     Σε λίγο καιρό λέει, πάλι, ο πατέρας:
     − Ακόμα δεν είδες τίποτε, μόνο κάμε λίγη υπομονή.
     Σηκώνεται λοιπόν και πάει στις Αρχές και κάνει καταγγελία πως, τάχα, ο φίλος του ήταν ένοχος για έγκλημα! Πιάνουνε το φίλο κι εκεί μπροστά ξαναλέει τα ψέματά του. Εκείνος τον ακούει, νιώθει στενοχώρια και φαρμάκι στην καρδιά, μα μόνο μια κουβέντα γυρίζει και του λέει:
     − Χαλάλι σου, ωρέ φίλε, όμως εγώ τα σκόρδα δεν τα βγάζω!
     Ήθελε να πει πως ό,τι και να γένει δεν θα φανερώσει ποτέ το μεγάλο μυστικό.
     Τότε ο γέροντας φανέρωσε την αλήθεια, είπε γιατί το ’καμε κι έτσι έδωσε μάθημα στο γιο του, να μάθει τι θα πει φίλος γκαρδιακός και μπιστεμένος.
(Από τη Συλλογή του Γεράσιμου Παπατρέχα «Ακαρνανικά παραμύθια», Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2003, σελ. 43-45)
 
    * Για προβληματισμό: Αλήθεια, εσείς τι θα κάνατε;…

ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Ο μισός φίλος
      Είχε έναν πατέρα κι είχε ένα γιο. Έλεγε ο γιος στον πατέρα: «Έχω τρεις φίλους καλούς, τον τάδε και τον τάδε και τον τάδε». Κουνούσε ο πατέρας το κεφάλι. «Εγώ έχω μισό φίλο, όχι ολόκληρο». Δεν τον πίστευε το παιδί. «Πώς το λες αυτό;». «Θέλεις να τους δοκιμάσουμε;». Πιάνουν και σφάζουν ένα κατσίκι, νύχτα, χρίζονται με αίματα, το βάζουν σ’ ένα σακί, τάχα πως σκότωσαν  άνθρωπο και χτυπάνε την πόρτα του πρώτου φίλου. Χτυπάνε, τους ανοίγει, και του λένε το και το. Μόλις τ’ ακούει εκείνος, τους κλείνει κατάμουτρα την πόρτα. Δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει, ούτε να ξέρει. Πάνε στο δεύτερο φίλο, χτυπάνε την πόρτα. «Ποιος είναι;». «Εμείς». Ανοίγει την πόρτα, τον παίρνουν παράμερα και του λένε το και το: «Έχουμε άνθρωπο σκοτωμένο στο σακί, να μας βοηθήσεις να τον κρύψουμε». Κοιτάει αυτός τριγύρω. «Το καλό που σας θέλω, λέει, να τον πάρετε και να φύγετε κι εγώ ούτε είδα, ούτε ξέρω. Γρήγορα, μην έρθει η γυναίκα μου και σας δει και βάλει τις φωνές».
     Παίρνουν το σακί και φεύγουν. Πάνε στο σπίτι του άλλου φίλου. Χτυπάνε την πόρτα. Τους ανοίγει αγουροξυπνημένος εκείνος. Του λένε για το σκοτωμένο που είχαν τάχα στο σακί. Τα ίδια και χειρότερα αυτός, μονάχα που δεν έτρεξε στην αστυνομία.
     Πάνε και στο φίλο του πατέρα του. Χτυπάνε την πόρτα και τους ανοίγει. Του λένε για το σακί και το σκοτωμένο. «Σσσστ», τους λέει αυτός. «Πάμε στο στάβλο». Πάνε στο στάβλο, παίρνουν τσάπες και φτυάρια, πάνε στον κήπο, εκεί που είχε φυτεμένα μαρουλάκια. Σκάβουν και οι τρεις ένα λάκκο και παραχώνουν το σακί. Πιάνει ο φίλος και ξαναφυτεύει τα μαρουλάκια από πάνω όπως τα είχε πριν.
     Όταν τέλειωσαν, τους πάει ξανά στο στάβλο, ανάβει φωτιά, πλένει τα ρούχα τους, τα στεγνώνει κι αφού τα ξαναφόρεσαν τους έστειλε στο καλό και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
     Την άλλη μέρα, αφού γύρισαν από τη δουλειά, ο πατέρας ανέβηκε στο καφενείο. Όταν γύρισε, βρήκε το γιο να σκέφτεται ακόμα, γιατί ο πατέρας του υπολόγιζε για μισό έναν τέτοιο φίλο. Το είδε σκεφτικό και τον ρώτησε: «Τι έγινε;». «Τι σου έλεγα;», λέει ο πατέρας. «Κι αυτός ακόμα που τόσα έκανε χτες το βράδυ, όταν συναντηθήκαμε πάνω στο καφενείο, ξέρεις τι μου είπε μπροστά σε όλους; Πως τα μαρουλάκια του πάνω από ’κει που θάψαμε το σακί, του φάνηκαν σήμερα σαν μαραμένα. Γι’ αυτό σου λέω μισός φίλος είναι, ακόμα κι αυτός».
 
(Από τo βιβλίο του Μιχάλη Δελησάββα «Λαογραφικά Μάκρης και Λιβισίου Λυκίας Μ. Ασίας», Εκδόσεις “Δρόμων”, Αθήνα 2002, σελ. 184)
 
* Για προβληματισμό: Εσείς ξέρετε πόσους πραγματικούς φίλους έχετε;

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΠΑΡΑΜΥΘΙ - ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ

ΛΑЇΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
clip_image002[4]            Το πιο γλυκό ψωμί        
                                                                                                                    
     Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά - σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λιμπιζόταν να φάει. ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.
     Οπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;» «Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!...».
     Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».
     Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Ούτε κι ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρωμούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
     «Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε. «Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
     «Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!»

     Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λεγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
     Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Ούτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.
     Την άλλη μέρα, πρωί - πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει: «Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περισσότερα από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
      Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει, «τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος». Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
     Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. Ο βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
     Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις από ’δώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει».
     Ο βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά, που μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!
   
(«Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου», ενότητα «Λαογραφικά», σελ. 18)
Σημείωση: Αυτό το όμορφο διδακτικό παραμύθι το αφηγήθηκε η Ανθή Ζαχαράτου από την Κεφαλλονιά και δημοσιεύτηκε στη «Βασική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων Ζαχαρόπουλος, με επιμέλεια Δημήτρη Λουκάτου και τίτλο «Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα». 
clip_image002   Για μαθητές / μαθήτριες Α΄ Γυμνασίου
                          
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 
1η. Να γραφεί περιληπτικά το νόημα (σε 10 σειρές περίπου και σε γ΄ πρόσωπο).
                                                                                                                                                                       
2η. Βρείτε τα λόγια του σοφού γέροντα που περιέχουν το βασικό δίδαγμα του παραμυθιού και διατυπώσετέ το με δύο τρόπους:  α) καταφατικά (Πρέπει να ………..) και β) αποφατικά (Δεν πρέπει να ………….).
                                                                                             
Φράση κειμένου που περιέχει το βασικό δίδαγμα:
……………………………………………………………………………………………………………………
…………………………………………………………………………………………………………………… 
                
Το δίδαγμα καταφατικά:
“Πρέπει να …………………………………………………………………………………………………..” 
                                                                                                                                                                                  
Το δίδαγμα αποφατικά:
“Δεν πρέπει να ……………………………………………………………………………………………..”
                                                                                                                                                                         
3η. Κρίνετε το βασιλιά από τα λόγια και τη συμπεριφορά του και χαρακτηρίστε τον ως άνθρωπο και ως αρχηγό, αιτιολογώντας κάθε χαρακτηρισμό και κάνοντας παραπομπές στο κείμενο.
                                                                                                 
4η. Ποια, κατά τη γνώμη σας, είναι η πιο όμορφη και πιο σημαντική εικόνα του παραμυθιού και γιατί;


                                                                                                                              
                  clip_image0024   
    ΠΕΙΝΥΣΑΜΕ… 
  
      Μια ιστορία δικιά μου της Κατοχής.
     Έχω γεννηθεί το 1931. Η μητέρα μου πέθανε τέλη του 1939. Μέσα στην πείνα, ορφανά τέσσερα παιδιά δεν είχαμε ψωμί, πεινούσαμε. Καμιά φορά τρώγαμε λίγη κουρκούτα, ελιές και χόρτα. Πεινούσαμε...
     Μέναμε μοναχά με τον πατέρα μας. Η πιο μεγάλη αδελφή μου Ευθυμία ήτανε δεκατριών χρονών. Τα άλλα αδέλφια μου ήταν πιο μικρά από εμένα, η αδελφή μου η μικρή ήταν τριών χρονών, ο αδελφός μου επτά.
     Λοιπόν πεινούσαμε πολύ. Ψωμί δεν είχαμε. Λοιπόν, πώς τα κατάφερε ο πατέρας μας και μπόρεσε, ύστερα από μήνες δίχως ψωμί, και πήρε λίγο αλεύρι κι έκανε τρία ψωμιά. Τι χαρά ήταν αυτή! Σκέψου να έχομε ψωμάκι, να χορεύουμε, να τραγουδάμε, που θα φάμε ψωμάκι!
     Πήραμε τα ψωμιά από το φούρνο. Τα έβαλε ο πατέρας μου σε ένα ράφι ψηλά, να μας δίνει λίγο - λίγο με το φαγητό, τα χόρτα. Αφού σταύρωσε το ψωμί και μας έκοψε από ένα κομμάτι, το άλλο στο ράφι, λίγο - λίγο, να το έχομε και για τις άλλες μέρες. Εγώ ούτε που το χόρτασα το ψωμάκι, δυο μπουκονιές…
     Την επαύριο έφυγε ο πατέρας μας στη δουλειά του. Το δωμάτιο είχε πόρτα και, όταν άνοιγε ο τσιρτσιβές1, δεν είχε τζάμια. Τα κατόρθωσα κι ανέβηκα στην πόρτα, στον τσιρτσιβέ, κι έφτασα το ράφι και δάγκωνα γύρω - γύρω τα ψωμιά με τα δόντια μου, σαν γάτα. Έδωσα στα αδέλφια μου, έφαγα κι εγώ, φάγαμε ψωμάκι όλο χαρά…
     Το βράδυ όμως το Δικαστήριο. Ήρθε η ώρα να φάμε και πρώτα - πρώτα να κάνομε προσευχή. Πιάνει ο πατέρας μου το ψωμί, δαγκαμένο.
     ─ “Για, την παλιόγατα την έρημη! Λυπήθηκα να δώσω στα παιδιά μου ψωμί και η παλιόγατα μου το μαγάρισε…”, είπε.
     Με προσοχή το καθάρισε, έπιασε και τα άλλα, ο καημένος έκλαιγε από τον καημό του.
     ─ “Θα την πιάσω, να τη σκοτώσω τη γάτα”, έλεγε.
     Τρώγαμε επάνω σε σουφρά2, είχαμε μεσάλα, όπως τη λέγαμε. Αφού φάγαμε και πήγα να τινάξω τη μεσάλα3, μάζεψα και τα ψιχουλάκια, να τα φάμε όλοι μαζί. Ο πατέρας μας τότε μας αντελήφθηκε. Μας ρώτησε, μας καλόπιασε, είπαμε την αλήθεια. Και μας έβαλε να πούμε “ήμαρτον” στην Παναγία και σε εκείνον.
     Φιλήσαμε το χέρι του και δεν ξαναπιάσαμε ψωμί χωρίς την άδειά του.
     Παλαιοχώρι4 1994                                                                                  Σοφία Βαμβά - Καμπούρη
_______________
1. τσιρτσιβές (ο, τουρκ. cerceve): ξύλινο πλαίσιο πόρτας ή παραθυριού, με τζάμια.
2. σουφράς (ο, τουρκ. sofra): χαμηλό τραπέζι φαγητού.
3. μεσάλα (η, μεσν. μεσάλιον <λατ. mensalium<mensa = τραπέζι): μεγάλη τετράγωνη πετσέτα, ως τραπεζομάντηλο φαγητού.
4. Την παραπάνω ιστορία η Σοφία την έδωσε το 1994 γραπτή στη Μυρσίνη Βουνάτσου. Η Σοφία είναι χήρα του καλοσυνάτου, μακαρίτη πια, Παναγιώτη Καμπούρη και μητέρα τριών παιδιών, της Μαρίας, της Ειρήνης και του Δημήτρη, γραμματέα του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Παλαιοχωρίου. Πατέρας της ήταν ο Παναγιώτης Βαμβάς και αδέλφια της η μακαρίτισσα Ευθυμία, μετέπειτα σύζυγος Παναγιώτη Ι. Μαλαμά, ο Μανώλης, που ξενιτεύτηκε και πέθανε στην Αμερική, και η Βασιλική, που μετοίκησε στην Αθήνα. Η Σοφία και τ’ αδέλφια της άντεξαν στην πείνα και σήμερα μπορεί να περιγράφει με απλότητα τις πιο δραματικές στιγμές των παιδικών της χρόνων. Εμείς δημοσιεύουμε αυτή την ιστορία χωρίς σχόλια, στη μνήμη όσων δεν άντεξαν, με μια προτροπή για τους ζωντανούς: Να θυμόμαστε.
                         
clip_image002[4]
   
Πάνου Κοντέλλη “Ζωγραφιές του Παλιού Καιρού” 
Κατάντια
     Να φάμε! Αν σήμερα βρεθεί κάτι, πάει καλά. Κερδίσαμε τη μέρα. Τι θα γίνει όμως αύριο; Μεθαύριο; Τι θα βρούμε να φάμε; Αυτό το πρόβλημα κυριαρχεί.
     Το μέλλον; Δεν υπάρχει θέση στη σκέψη μας για το μέλλον, όταν και το σήμερα ακόμα είναι αβέβαιο.
     Πόσο μακρινή φαίνεται η εποχή που η φαντασία σου δε χωρούσε τα όνειρά σου, και πίστευες πως έφτανε ν’ ανοίξεις τα χέρια σου για ν’ αγκαλιάσεις όλον τον κόσμο! Να κάνεις δικό σου όλον τον κόσμο. Σπουδές…! Στην Αθήνα. Στη Γερμανία. Ιστορικός – Αρχαιολόγος! Ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο: Ινδία, Αίγυπτος, Σκανδιναβία!
     Θυμάσαι ακόμα τα νορβηγικά φιόρντ;
     Όλα είναι μακρινά κι άπιαστα τώρα.
     Να φάμε! Να φάμε! Πεθαίνουμε αύριο.
     Πώς προσγειωθήκαμε τόσο ανώμαλα! Τόσο γρήγορα!
     Πώς καταντήσαμε έτσι!
 (σελ. 203)
Το πρώτο ψωμί
  
     Το λίγο κριθάρι που είχαμε σπείρει, βρήκε καλλιεργημένο έδαφος και φούντωσε. Είχαμε αμπέλι σ’ αυτόν τον τόπο και το βγάλαμε γιατί το αφάνισε η φυλλοξήρα. Ξεχορταριάσαμε το σπαρτό με το τσαπί μια-δυο φορές, και, όπως ήταν αραιοσπαρμένο σε αυλάκια, του κάναμε και καμπόσα ποτίσματα. Έφτασε να ψηλώσει ενάμιση μέτρο κι απάνω, κι η κάθε ρίζα είχε και δέκα και είκοσι “αδέρφια”. Όλος ο σπαρμένος τόπος ήταν μια μεγάλη βούρτσα.
      ―Του κ’θάρ, έλεγε η μάνα μου, μες σ’ ντου Μάη γίνιτη.
     Νωρίς - νωρίς άρχισε να κιτρινίζει, και κάθε μέρα έβγαζα από ένα στάχυ δυο-τρία σπειριά και τ’ άνοιγα. Μέρα με τη μέρα έπηζε το γαλακτώδες περιεχόμενο, κι έγινε κάποτε στερεό, αν και μαλακό ακόμα.
     ― Μάνα, να θερίσουμε λίγο, να κάνουμε ένα ψωμί;
     ― Πού να θιρίσουμι, βρε μουρό μ’; Γάλα ένη ακόμα.
     ― Θ’ ανάψουμε το φούρνο να το ξεράνουμε και να τ’ αλέσουμε.
     Είδε τη λαχτάρα μου και υποχώρησε.
     Πήγαμε με το Νίκο και βγάλαμε αστβές για να κάψουμε το φούρνο, κι ύστερα θερίσαμε το πιο γινωμένο, καμιά εικοσαριά τετραγωνικά. Βοηθήσαμε τη μάνα να κάψει το φούρνο και ρίξαμε μέσα τα κιτρινισμένα στάχυα, που τα ’χαμε βάλει σε δυο μεγάλους ταβάδες. Δεν έπρεπε να μείνουν πολλή ώρα, για να μην καρβουνιάσουν. Τα μαδήσαμε ύστερα, και τ’ αλέσαμε στο χερόμυλο.
     Επειδή ήταν φουρνιασμένο, αλεθόταν δύσκολα, και τελικά βγήκε ένα αλεύρι σαν χοντρό σιμιγδάλι. Το κοσκίνισε η μάνα μου κι είδαμε πως έφτανε για ένα μικρό ψωμί. Τ’ αποκοσκινίδια, δηλαδή τα πιο χοντρά κομματάκια που δεν περνούσαν απ’ το κόσκινο, τα καθάρισε αργότερα, τα έβρασε με λίγο γάλα και μας έκανε “ρυζόγαλο”
     Ανάψαμε τώρα το φούρνο κανονικά γι’ αυτό το μοναδικό ψωμάκι, το φουρνίσαμε, κι όλη η οικογένεια σταθήκαμε και περιμέναμε. Είχαμε να φάμε ψωμί πάνω από έξι μήνες. Το χοντραλεσμένο αλεύρι φούσκωσε με το ζύμωμα και το φούρνισμα, κι έγινε ένα φουσκωτό ροδοκόκκινο, λαχταριστό ημισφαιρικό ψωμί. Το βλέπαμε σαν κάτι πολύτιμο, και σα σύμβολο ελπίδας και διαβεβαίωσης ότι θα ζήσουμε.
     Δεν ξανάφαγα, ούτε θα ξαναφάω, πιο γλυκό ψωμί στη ζωή μου.
     Ήταν η τελευταία μέρα του Μάη 1942.
(σελ. 204-205)
Σημείωση: Ο Πάνος Ι. Κοντέλλης, όπως γράφει στο βιβλίο του (Έκδοση Νότης Α. Ρεπάνης, Αθήνα 1998), γεννήθηκε στο Μεσότοπο Λέσβου το 1924, από πατέρα πρόσφυγα Αϊβαλιώτη και μητέρα Μεσοτοπίτισσα. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ασχολήθηκε με το θεατρικό σενάριο και τη λαογραφία κι έλαβε σημαντικές τιμητικές διακρίσεις. Έργα του: το μονόπρακτο “Στο βωμό της ελευθερίας” (1957”), η ηθογραφική κωμωδία “Παντρολογήματα” (1980), ιστορικά - λαογραφικά - ηθογραφικά με τίτλο “Ο κόσμος ο μικρός” (1985 και 1989), θεατρικά σε ντοπιολαλιά και το αυτοβιογραφικό “Ζωγραφιές του παλιού καιρού” (1998). Είναι ένας από τους πιο γνωστούς Λέσβιους συγγραφείς.
                                                                       
                              
clip_image002[4]
Μίλτου Σαχτούρη
                                    clip_image002[4]                                Το ψωμί
        
                                                      
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί1, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό.
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό.
Κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό2.
-----------------------
1. ψωμί: υλικά αγαθά
2. ουρανός: πνευματικά αγαθά

Wheat
                                                                                                                                                                                                                                  
            
Σημείωση: Ο Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) είναι διακεκριμένος Έλληνας μεταπολεμικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά καταγόταν από την ιστορική υδραίικη οικογένεια των Σαχτούρηδων. Γράφτηκε στη Νομική, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές για να αφιερωθεί στην ποίηση. Εμφανίστηκε το 1944 στο περιοδικό "Νέα Γράμματα". Έργα του: "Η Λησμονημένη" (1945), "Παραλογαίς" (1948), "Με το πρόσωπο στον τοίχο" (1952), "Όταν σας μιλώ" (1956), "Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο" (1958), "Ο περίπατος" (1960), "Τα στίγματα" (1962), "Σφραγίδα ή Η όγδοη Σελήνη" (1964), "Το Σκεύος" (1971), "Ποιήματα 1945-1971" (1977), "Χρωμοτραύματα" (1980), "Εκτοπλάσματα" (1986), "Καταβύθιση" (1990), "Έκτοτε" (1996), "Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια" (1998), "Ποιήματα 1980-1998" (2002). Έχει τιμηθεί με τρία κρατικά βραβεία. 


****
Μια ανατολίτικη ιστορία

                                  Η σοφία του Χότζα

     Μια μέρα ο Ναστραδίν Χότζας ρώτησε το γιο του: 
      Δε μου λες, βρε χαϊβάνι, έφαγες ποτέ σου ζαχαρένιο ψωμί;
     Ο γιος του έγλυφε τα χείλη του και απάντησε: 
      Όχι, πατέρα.
      Μπρε μπουνταλά, φώναξε, το φα που τρως κάθε μέρα τι είναι;
      Εκείνο που τρώω κάθε μέρα είναι ξερό ψωμί! απάντησε ο γιος του.
     Τότε ο Χότζας του είπε:
      Υπάρχει, βρε κουτέ, πιο γλυκό απ' το ξερό ψωμί, όταν μάλιστα είναι βουτηγμένο στην πιο ορεχτική σάλτσα; 
      Στην σάλτσα; 
      Ναι, μπρε, στην σάλτσα. Δεν καταλαβαίνεις τι σου μιλάω; 
     Ο μικρός γούρλωσε τα μάτια του.
      Ποια είναι αυτή η σάλτσα, πατέρα; ρώτησε με απορία.
     Κι ο Χότζας του αποκρίθηκε: 
      Η πείνα, βρε μπουνταλά!...      


ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΨΩΜΙ

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

- Άκουγε σκάφη και φούσκωνε προζύμι.
- Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
- Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών’ και μαγαρίζουν.
- Άλλος σπέρνει, άλλος θερίζει.
- Άνθρωπος που δεν πεινάει, τι θα πει ψωμί δεν ξέρει.
- Αν τινάξει ο μυλωνάς τα ρούχα του, θα κάνει πίτα και κουλούρια.
- Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί;
- Βάλε αλεύρι, κάμε πίτα.
- Δεν τρώει το ψωμί χαράμι.
- Δώσε στο φτωχό ψωμί και λειτουργιά μην κάνεις.
- Έβγαλε κι η Ελευσίνα στάρι.
- Εγώ σ’ έχτισα, φούρνε μου, εγώ θα σε γκρεμίσω.
- Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το π…ί σου.
- Εμείς ψωμί δεν έχουμε, κι η γάτα πίτα σέρνει.
- Εμείς ψωμί δεν έχουμε και τα σκυλιά μας πίτες τρώνε.
- Ζυμώσαμε εννιά και χρωστούμε δέκα.
- Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
- Η γριά δόντια δεν είχε κι ήθελε και παξιμάδια.
- Η ελπίδα είναι το ψωμί των φτωχών.
- Θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
- Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα.
- Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά γλέντι με μελαγχολία.
- Κούφια στάχυα και κούφια κεφάλια στέκουν όρθια.
- Με το ψωμί όλες οι συμφορές είναι γλυκές.
- Μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι.
- Ξένο ψωμί ήταν που ’τρωγε, δικό του το μαχαίρι.
- Ο λόγος σου μ’ εχόρτασε και το ψωμί σου φά’ το.
- Όλο το αυγό στην πίτα.
- Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.
- Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει.
- Όποιος έχει το καρβέλι, κρατάει και το μαχαίρι.
- Όποιος έχει ψωμί και λάδι δεν είναι φτωχός.
- O που ’χει λάδι και ψωμί και ξύλα στοιβαγμένα κι έχει και κόρην όμορφη, τα σπίτια του σασμένα, ας μπαινοβγαίνει κι ας γελά, στην παρασθιά ας καθίζει, και τοτεσάς ο Κύριος ας βρέχει κι ας χιονίζει.
- Όταν κοιμάται ο γιόκας μας, ψωμί δεν μας γυρεύει.
- Ό,τι έσπειρες θα θερίσεις.
- Ο χορτάτος λέει ψωμί κι ο νηστικός ψωμάκι.
- Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μέσ’ στην πίτα.
- Πιο πολύ ψωμί τρώγεται με το μέλι, παρά με το ξίδι.
- Πίτα έχω, έγνοια έχω, κι ας τη φάνε να ξενοιάσω.
- Πότε πίτα και φλασκί, πότε πίτα μοναχή.
- Πρώτα θεμέλια του σπιτιού, ψωμί, κρασί και λάδι.
- Στον κόσμο σήμερα υπάρχει περισσότερη πείνα για αγάπη, παρά για ψωμί.
- Στον κόσμο υπάρχουν περισσότεροι τρελοί από φρατζόλες.
- Τα λόγια σου με χόρτασαν και το ψωμί σου φά’ το.
- Τη βγάζω με ψωμί κι ελιά  [ζω φτωχικά, με ιδιαίτερη λιτότητα].
- Του διακονιάρη καρβέλια δώσ’ του. Τις στράτες τις ξέρει.
- Το ψωμί τα δάκρυα δένει, το ψωμί τα σταματάει.
- Φέρε το ψωμί να φάμε, κι άσ’ τους άλλους να πεινάνε.
- Ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη.


ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ:
  
- Βγάζει το ψωμί του.
- Έφαγε τα ψωμιά του.
- Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι.
- Κάνει το σκατό του παξιμάδι.
- Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε.
- Λίγα είναι τα ψωμιά του.
- Μυρωμένο ψωμί δεν έφαγε (δεν ησύχασε, δεν πέρασε ήρεμη οικογενειακή ζωή).
- Περνάω με ψωμί κι ελιά.
- Τα ’χει φάει τα ψωμιά του.
- Τον πέταξε σαν την τρίχα από το ζυμάρι.
- Φάγαμε ψωμί κι αλάτι μαζί.

  Διαβάστε και το κείμενο του Αθανασίου Παλιούρα "Για ένα καρβέλι ψωμί" σε άλλη ανάρτησή μας, στο http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2013/11/blog-post.html.

  Με σεβασμό στους Έλληνες που στερήθηκαν το ψωμί, χωρίς να χάσουν την ανθρωπιά τους, Μυρσίνη Βουνάτσου.