ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Ο πραγματικός φίλος
Ένας πατέρας είχε έναν ακριβογιό κι ήθελε να του μάθει όλα τα τερτίπια του κόσμου και τα καλά και τα κακά, να γνωρίσει το ντουνιά, που λέμε. Κάποια μέρα, λοιπόν, του είπε:
− Πάρε λεφτά να ταξιδέψτε, να γνωρίσεις τον κόσμο και να πιάσεις φίλους καλούς, γιε μου.
Έφυγε λοιπόν ο γιος και σε πολύ καιρό γύρισε και μολογούσε για χώρες και χωριά που γνώρισε και για φιλίες που στέριωσε. Κι έλεγε και ξανάλεγε στο γέροντα πως είχε φίλους γκαρδιακούς, που για χατίρι του ήταν έτοιμοι να πέσουν και στη φωτιά.
Ο γέροντας κουνούσε το κεφάλι σκεφτικός κάθε φορά που τ’ άκουε κι απ’ τα πολλά του λέει κάποια μέρα:
− Άκουσε, γιε μου, να σου πω! Θα δοκιμάσουμε τους φίλους σου, που τόσο παινεύεις, και να πώς θα γίνει. θα βάλουμε στο σακούλι ένα κεφάλι από τραγί και θα πάρουμε με την αράδα τους φίλους σου. Θα λέμε πως σκοτώσαμε άνθρωπο και πρέπει να μας βοηθήσουν να χώσουμε κάπου το σακούλι με το κεφάλι.
Έτσι έκαμαν, πήρανε σβάρνα τις πόρτες των φίλων, μα κείνοι σαν άκουαν μαντάλωναν πόρτες και παραθύρια κι η φιλία ξεχνιόταν.
Σαν απόκαμαν να γυροφέρνουν, λέει ο γέροντας:
− Πάμε τώρα σ’ ένα δικό μου παλιόφιλο.
Νύχτα βαρούν την πόρτα, βγαίνει ο βλάμης κι αμέσως τους μπάζει μέσα.
− Το και το, του λέει ο γέροντας, και τώρα βόηθα μας!
− Ελάτε μαζί μου, λέει εκείνος, χωρίς να ρωτήσει τι και πώς.
Μια και δυο σκάβει στον κήπο του, χώνει το σακούλι και φυτεύει και σκόρδα από πάνω.
Σε λίγο καιρό λέει, πάλι, ο πατέρας:
− Ακόμα δεν είδες τίποτε, μόνο κάμε λίγη υπομονή.
Σηκώνεται λοιπόν και πάει στις Αρχές και κάνει καταγγελία πως, τάχα, ο φίλος του ήταν ένοχος για έγκλημα! Πιάνουνε το φίλο κι εκεί μπροστά ξαναλέει τα ψέματά του. Εκείνος τον ακούει, νιώθει στενοχώρια και φαρμάκι στην καρδιά, μα μόνο μια κουβέντα γυρίζει και του λέει:
− Χαλάλι σου, ωρέ φίλε, όμως εγώ τα σκόρδα δεν τα βγάζω!
Ήθελε να πει πως ό,τι και να γένει δεν θα φανερώσει ποτέ το μεγάλο μυστικό.
Τότε ο γέροντας φανέρωσε την αλήθεια, είπε γιατί το ’καμε κι έτσι έδωσε μάθημα στο γιο του, να μάθει τι θα πει φίλος γκαρδιακός και μπιστεμένος.
(Από τη Συλλογή του Γεράσιμου Παπατρέχα «Ακαρνανικά παραμύθια», Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2003, σελ. 43-45)
* Για προβληματισμό: Αλήθεια, εσείς τι θα κάνατε;…
Ο μισός φίλος
Είχε έναν πατέρα κι είχε ένα γιο. Έλεγε ο γιος στον πατέρα: «Έχω τρεις φίλους καλούς, τον τάδε και τον τάδε και τον τάδε». Κουνούσε ο πατέρας το κεφάλι. «Εγώ έχω μισό φίλο, όχι ολόκληρο». Δεν τον πίστευε το παιδί. «Πώς το λες αυτό;». «Θέλεις να τους δοκιμάσουμε;». Πιάνουν και σφάζουν ένα κατσίκι, νύχτα, χρίζονται με αίματα, το βάζουν σ’ ένα σακί, τάχα πως σκότωσαν άνθρωπο και χτυπάνε την πόρτα του πρώτου φίλου. Χτυπάνε, τους ανοίγει, και του λένε το και το. Μόλις τ’ ακούει εκείνος, τους κλείνει κατάμουτρα την πόρτα. Δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει, ούτε να ξέρει. Πάνε στο δεύτερο φίλο, χτυπάνε την πόρτα. «Ποιος είναι;». «Εμείς». Ανοίγει την πόρτα, τον παίρνουν παράμερα και του λένε το και το: «Έχουμε άνθρωπο σκοτωμένο στο σακί, να μας βοηθήσεις να τον κρύψουμε». Κοιτάει αυτός τριγύρω. «Το καλό που σας θέλω, λέει, να τον πάρετε και να φύγετε κι εγώ ούτε είδα, ούτε ξέρω. Γρήγορα, μην έρθει η γυναίκα μου και σας δει και βάλει τις φωνές».
Παίρνουν το σακί και φεύγουν. Πάνε στο σπίτι του άλλου φίλου. Χτυπάνε την πόρτα. Τους ανοίγει αγουροξυπνημένος εκείνος. Του λένε για το σκοτωμένο που είχαν τάχα στο σακί. Τα ίδια και χειρότερα αυτός, μονάχα που δεν έτρεξε στην αστυνομία.
Πάνε και στο φίλο του πατέρα του. Χτυπάνε την πόρτα και τους ανοίγει. Του λένε για το σακί και το σκοτωμένο. «Σσσστ», τους λέει αυτός. «Πάμε στο στάβλο». Πάνε στο στάβλο, παίρνουν τσάπες και φτυάρια, πάνε στον κήπο, εκεί που είχε φυτεμένα μαρουλάκια. Σκάβουν και οι τρεις ένα λάκκο και παραχώνουν το σακί. Πιάνει ο φίλος και ξαναφυτεύει τα μαρουλάκια από πάνω όπως τα είχε πριν.
Όταν τέλειωσαν, τους πάει ξανά στο στάβλο, ανάβει φωτιά, πλένει τα ρούχα τους, τα στεγνώνει κι αφού τα ξαναφόρεσαν τους έστειλε στο καλό και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Την άλλη μέρα, αφού γύρισαν από τη δουλειά, ο πατέρας ανέβηκε στο καφενείο. Όταν γύρισε, βρήκε το γιο να σκέφτεται ακόμα, γιατί ο πατέρας του υπολόγιζε για μισό έναν τέτοιο φίλο. Το είδε σκεφτικό και τον ρώτησε: «Τι έγινε;». «Τι σου έλεγα;», λέει ο πατέρας. «Κι αυτός ακόμα που τόσα έκανε χτες το βράδυ, όταν συναντηθήκαμε πάνω στο καφενείο, ξέρεις τι μου είπε μπροστά σε όλους; Πως τα μαρουλάκια του πάνω από ’κει που θάψαμε το σακί, του φάνηκαν σήμερα σαν μαραμένα. Γι’ αυτό σου λέω μισός φίλος είναι, ακόμα κι αυτός».
(Από τo βιβλίο του Μιχάλη Δελησάββα «Λαογραφικά Μάκρης και Λιβισίου Λυκίας Μ. Ασίας», Εκδόσεις “Δρόμων”, Αθήνα 2002, σελ. 184)
* Για προβληματισμό: Εσείς ξέρετε πόσους πραγματικούς φίλους έχετε;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου