Βηλαράς Ιωάννης (1771-1823)
|
Το ποίημα αναφέρεται σ’ ένα παλαιό πρόβλημα του ελληνικού κόσμου, το ξενιτεμό, ιδιαίτερα συνηθισμένο σε μερικές περιοχές (π.χ. την Ήπειρο), λόγω ιστορικών, οικονομικών και άλλων συνθηκών. O Ιωάννης Βηλαράς έζησε στα Γιάννενα την εποχή του Αλή πασά και ήρθε σε επαφή με τους λαϊκούς ανθρώπους και τη δημοτική ποίηση, όπου το θέμα της ξενιτιάς είναι κυρίαρχο.
Πουλάκι ξένο,
ξενιτεμένο,
πουλί χαμένο,
πού να σταθώ;
Πού να καθίσω
να ξενυχτίσω,
να μη χαθώ;
Βραδιάζ’ η μέρα,
σκοτάδι παίρει,
και δίχως ταίρι
πού να σταθώ;
Πού να φωλιάσω,
σε ξένο δάσο
να μη χαθώ;
Η μέρα φεύγει.
Η νύχτα βιάζει
να ησυχάζει
κάθε πουλί.
Εγώ στενάζω,
το ταίρι κράζω,
ξένο πουλί.
Κοιτάζω τ’ άλλα
πουλιά ζευγάρι
αυτήν τη χάρη
δεν έχω πλια.
Νύχτα με δέρει
με δίχως ταίρι,
χωρίς φωλιά.
Γυρίζω να ’βρω
πού να καθίσω
να ξενυχτήσω
καν μοναχό.
Κάθε κλαράκι
βαστάει πουλάκι
ζευγαρωτό.
Δεν με γρωνίζουν,
κι εδώ με διώχνουνκι εκεί μ’ αμπώχνουν.
Πού να σταθώ;
Αχ, πώς να γένω,
πού να πηγαίνω,
να μη χαθώ;
Λυγάν οι κλάδοι,
τα φύλλα σειούνται,
γλυκοτσιμπιούνται
τ’ άλλα πουλιά.
Κι εγώ το ξένο
το πικραμένο,
χωρίς φωλιά.
Από ’να σ’ άλλο
πετάω δενδράκι,
να βρω κλαράκι
για να σταθώ,
για ν’ ακουμπήσω,
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ.
Απορριμμένο
σε άγρι’ αγκάθια
πικρά μου πάθια
και ξενιτιές,
θρηνώντας μένω,
κι εκεί διαβαίνω
κακές νυχτιές.
(Λίνου Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τόμος 4, Εκδόσεις «Δωδώνη»)
*παίρει: παίρνει *βιάζει: πιέζει *κράζω: φωνάζω, καλώ *πλια: πια, πλέον *δέρει: δέρνει *γρωνίζουν: γνωρίζουν *αμπώχνουν: διώχνουν, απωθούν *οι κλάδοι: τα κλαδιά *απορριμμένο: παρατημένο, πεταμένο *πάθια: πάθη, συμφορές
Πηγή: Σχολικό βιβλίο «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου