- διαρραγείης: να σκάσεις
- ὄλοιο: να χαθείς
- πέμπειν ἐς κόρακα: στον κόρακα, άι στο διάβολο
- εἰς καφαλήν σου: στα μούτρα σου
- πολλὰ λαλεῖς: πολλά λες
- οὐδέν μοι μέλοι: δεν με μέλει καθόλου
- οὐκ ἂν ἀνὰ στόμ’ ἔχων: μην πιάνεις στο στόμα σου
- ἀποσκότισόν με: μη με σκοτίζεις, μη με ζαλίζεις
- μή μοι σύγχει: μη με συγχίζεις
- παθεῖν τὸν ἔρξαντα: ό,τι έκανες θα πάθεις
- ὡς λόγος: που λέει ο λόγος
- ἅπτεσθαι ξύλου: χτύπα ξύλο
- ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει: το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο
- ἐνόδιον συνάντημα, ὡς κακὸς οἰωνὸς: το κακό συναπάντημα
- τέμνοντες ὥσπερ… ταῖς θριξὶν: στην τρίχα
- δόσιν κακήν, κακῶν κακοῖς: κακήν κακώς
- τὸν πάθει μάθος: ο παθός μαθός
- ἐκεκράγεσαν αὐτοὺς: τους έκραξαν
- ὠὸν τίλλεις: μαδάς αυγό, κούρεψε τ' αυγό και πάρε το μαλλί του
- μὰψ: μάπας, ανόητος
- λέχριος: λεχρίτης, βρωμιάρης
- κακὴ κεφαλὴ: κακοκέφαλος, ξεροκέφαλος
- κάθαρμα: σκουπίδι, βρωμιάρης // άχρηστος
- βδέλυγμα: σίχαμα
- κεχηνὼς: ο χάχας
- κνώδαλον: ζώο που δαγκώνει // μτφ. άχρηστος και τιποτένιος
- πορδαλέος: κλανιάρης
- γάστρων: κοιλαράς
- κωθώνια: στρατιωτάκια (<κώθωνες=φτηνά ποτήρια στρατιωτών)
- μαλακίων: θηλυπρεπής, μαλθακός
- παχύνους (πληθ. παχύνοες): παχύδερμο, χοντροκέφαλος
- οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχολὴν ἄγω: δεν αδειάζω ούτε το αυτί μου να ξύσω
- τρέχουσιν τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες: φεύγουν με κατεβασμένα αυτιά
- τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθὼν: ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί
- καὶ παρ’ ἐχθροῖς ἄξιος θρήνων τυχεῖν: να σε κλαίνε κι οι εχθροί σου
- τριχὸς ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται: σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής
- τὴν αὑτοῦ σκιὰν δέδοικεν: φοβάται και τον ίσκιο του
- ἄχθος ἀρούρης: βάρος της γης
- τριχολογεῖν καὶ τρίχας ἀναλέγεσθαι: ασχολείσαι με τρίχες
- ἑαυτοὺς ἐξεθεάτρισαν: έγιναν θέατρο
- ὥστε ὑπτίους ὑπὸ τοῦ γέλωτος καταπεσεῖν: έπεσαν ανάσκελα από τα γέλια
- ἡ γλῶττα ἀνόστεος μέν, ὀστέα θραύει: η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει
- ἀβίωτον ζῶμεν βίον: βίος αβίωτος
- γάλα ὀρνίθων: του πουλιού το γάλα
- πέμπειν τὰς νόσους εἰς ὀρέων κεφαλὰς: στα όρη, στ’ άγρια βουνά
- ὄμφακές εἰσι: αγουρίδες είναι
- αἰτοῦμαι συγγνώμονα εἶναι: ζητώ συγγνώμην
- ὄλοιο: να χαθείς
- πέμπειν ἐς κόρακα: στον κόρακα, άι στο διάβολο
- εἰς καφαλήν σου: στα μούτρα σου
- πολλὰ λαλεῖς: πολλά λες
- οὐδέν μοι μέλοι: δεν με μέλει καθόλου
- οὐκ ἂν ἀνὰ στόμ’ ἔχων: μην πιάνεις στο στόμα σου
- ἀποσκότισόν με: μη με σκοτίζεις, μη με ζαλίζεις
- μή μοι σύγχει: μη με συγχίζεις
- παθεῖν τὸν ἔρξαντα: ό,τι έκανες θα πάθεις
- ὡς λόγος: που λέει ο λόγος
- ἅπτεσθαι ξύλου: χτύπα ξύλο
- ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει: το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο
- ἐνόδιον συνάντημα, ὡς κακὸς οἰωνὸς: το κακό συναπάντημα
- τέμνοντες ὥσπερ… ταῖς θριξὶν: στην τρίχα
- δόσιν κακήν, κακῶν κακοῖς: κακήν κακώς
- τὸν πάθει μάθος: ο παθός μαθός
- ἐκεκράγεσαν αὐτοὺς: τους έκραξαν
- ὠὸν τίλλεις: μαδάς αυγό, κούρεψε τ' αυγό και πάρε το μαλλί του
- μὰψ: μάπας, ανόητος
- λέχριος: λεχρίτης, βρωμιάρης
- κακὴ κεφαλὴ: κακοκέφαλος, ξεροκέφαλος
- κάθαρμα: σκουπίδι, βρωμιάρης // άχρηστος
- βδέλυγμα: σίχαμα
- κεχηνὼς: ο χάχας
- κνώδαλον: ζώο που δαγκώνει // μτφ. άχρηστος και τιποτένιος
- πορδαλέος: κλανιάρης
- γάστρων: κοιλαράς
- κωθώνια: στρατιωτάκια (<κώθωνες=φτηνά ποτήρια στρατιωτών)
- μαλακίων: θηλυπρεπής, μαλθακός
- παχύνους (πληθ. παχύνοες): παχύδερμο, χοντροκέφαλος
- οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχολὴν ἄγω: δεν αδειάζω ούτε το αυτί μου να ξύσω
- τρέχουσιν τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες: φεύγουν με κατεβασμένα αυτιά
- τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθὼν: ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί
- καὶ παρ’ ἐχθροῖς ἄξιος θρήνων τυχεῖν: να σε κλαίνε κι οι εχθροί σου
- τριχὸς ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται: σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής
- τὴν αὑτοῦ σκιὰν δέδοικεν: φοβάται και τον ίσκιο του
- ἄχθος ἀρούρης: βάρος της γης
- τριχολογεῖν καὶ τρίχας ἀναλέγεσθαι: ασχολείσαι με τρίχες
- ἑαυτοὺς ἐξεθεάτρισαν: έγιναν θέατρο
- ὥστε ὑπτίους ὑπὸ τοῦ γέλωτος καταπεσεῖν: έπεσαν ανάσκελα από τα γέλια
- ἡ γλῶττα ἀνόστεος μέν, ὀστέα θραύει: η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει
- ἀβίωτον ζῶμεν βίον: βίος αβίωτος
- γάλα ὀρνίθων: του πουλιού το γάλα
- πέμπειν τὰς νόσους εἰς ὀρέων κεφαλὰς: στα όρη, στ’ άγρια βουνά
- ὄμφακές εἰσι: αγουρίδες είναι
- αἰτοῦμαι συγγνώμονα εἶναι: ζητώ συγγνώμην
Θα σε βοηθήσει μελλοντικά. hellenicwisdom.blogspot.com
ΑπάντησηΔιαγραφή