Άγγελου Τερζάκη (1907-1978)
(Άγγελου Τερζάκη «Προσανατολισμός στον αιώνα», Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1996)
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΚΙΑ
Τετάρτη του Πάσχα είναι - ούτε Δευτέρα ούτε Τρίτη - οι υποχρεώσεις για πανηγυρισμούς, για ευχάριστα, πασχαλινά, αναστάσιμα, μπορούν και να έχουν κάπως υποχωρήσει. Προτού λοιπόν ξεμακρύνουμε οριστικά από τις γιορτές, ας ρίξουμε μια τελευταία ματιά κατά πίσω. Να ιδούμε πού σκαλώνει, τι τη συγκράτησε περισσότερο. Αυτό που θα τη συγκράτησε περισσότερο έχει και όλες τις πιθανότητες να είναι το πιο δυνατό «βίωμα» που μας πρόσφερε η ευωδιαστή παρένθεση των αγίων ημερών.
Μεγάλη Παρασκευή βράδυ. Σε μια άκρη της πλατείας που απλώνεται ολόγυρα σε κάποια από τις κεντρικές εκκλησίες της Αθήνας, ένα πιτσιρίκι, μια μπουκίτσα άνθρωπος, έχει στήσει το υπαίθριο «μαγαζί» του. Πουλάει κεράκια. Της δραχμής κεράκια, πάνω σ’ ένα στρωμένο χαρτί, γύρω και μέσα σ’ ένα κουτί χαρτονένιο. Ο μικρούλης διαλαλεί την πραμάτεια του με τη φωνή των παιδιών, που είναι δυνατή, επειδή είναι καθαρή.
Μεγάλη Παρασκευή βράδυ. Σε μια άκρη της πλατείας που απλώνεται ολόγυρα σε κάποια από τις κεντρικές εκκλησίες της Αθήνας, ένα πιτσιρίκι, μια μπουκίτσα άνθρωπος, έχει στήσει το υπαίθριο «μαγαζί» του. Πουλάει κεράκια. Της δραχμής κεράκια, πάνω σ’ ένα στρωμένο χαρτί, γύρω και μέσα σ’ ένα κουτί χαρτονένιο. Ο μικρούλης διαλαλεί την πραμάτεια του με τη φωνή των παιδιών, που είναι δυνατή, επειδή είναι καθαρή.
─ Πάρτε, πάρτε, πάρτε! Εδώ το φτηνό μαγαζί.
Γελάς, ή δεν γελάς καν, και περνάς. Αν το φέρει όμως η περίσταση και σταθείς ─ για να ιδείς που θα βγάλουν τον επιτάφιο, ας πούμε ─ τότε ξεκρίνεις λίγο - λίγο άλλα πράματα. Ξεκρίνεις πρώτα - πρώτα την περίεργη συνομοταξία έμβιων όντων, όπου ανήκει το παιδάκι με τα κεράκια. Δεν είναι το κανονικό παιδί τ’ αγοράκι των εφτά χρονών, όπως το άκουσες να προσδιορίζει αυτό το ίδιο την ηλικία του στην περαστική κυρία που το ρώτησε μια στιγμή παραξενεμένη. Είναι ένα πλασματάκι μ’ ελαττωματική διάπλαση, ρουφηγμένο από μέσα, στερημένο, ολοφάνερα λειψό στο ζύγι. Ένα κεφαλάκι χωμένο σαν περίτρομο ανάμεσα στους στενούς ώμους, δυο ποδαράκια λιωμένα, σκελετωμένα, μια ματιά υποταγμένη, άφεγγη, δειλιασμένη, που θέλει όμως να ζήσει, να μη σβήσει και πεταρίζει γύρω ανήσυχη. Το παιδάκι με τα κεράκια διαλαλεί την πραμάτεια του και σύγκαιρα παίζει μέσα στις χουφτίτσες του πέντ’ έξι δραχμές, δεκάρες, εικοσάρικα, την είσπραξη της βραδιάς. Έχει και ένα σουσαμένιο κουλούρι ακουμπισμένο πάνω στο στρατσόχαρτο της «βιτρίνας» του, που το πασπάλισε η σκόνη. Κάθε τόσο παίρνει το κουλούρι, το δαγκώνει με απληστία, με απόλαυση. Καταλαβαίνεις πως αυτή η λιχουδιά αντιπροσωπεύει μια ασυνήθιστη θυσία, που τη δικαιολογεί μόνο το εξαιρετικό της βραδιάς.
Ο μικρός κύκλος, που σχηματίστηκε κάποια στιγμή γύρω, σου υπέβαλε παρήγορες σκέψεις για την ευαισθησία των ανθρώπων. Ερωτήσεις τρυφερές ή χαϊδευτικά αστειευόμενες, εκφράσεις συμπάθειας, ματιές που ανταλλάσσονται ανάμεσα στους θεατές, γεμάτες νόημα, συμπόνια, ενισχύσεις πρόθυμες του αναιμικού ταμείου. Μια κυρία, ευνοημένη με φυσική ευφράδεια, σκάρωσε στα πεταχτά μια σύντομη διάλεξη φιλανθρωπικού περιεχομένου. Την απάγγειλε με ωραία πεποίθηση στους τυχαίους ακροατές της. Δεν έλειψε και ο περαστικός φωτορεπόρτερ, που απαθανάτισε δις το παιδάκι με τα κεράκια.
─ Πιο ψηλά το κεφάλι σου!...
─ Όχι, μην κοιτάς το φακό!...
─ Να κάνεις πως μετράς τα λεφτά σου.
─ Σκύψε, ντε!
─ Όχι, μη σκύβεις!
Ισάριθμοι αυτοσχέδιοι σκηνοθέτες ρύθμιζαν τη λήψη, και το μικρό είχε ζαλιστεί, δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει, ποιον ν’ ακούσει, συμμορφωνόταν με του καθενός το πρόσταγμα, με κάτι μικρά, σπασμωδικά τινάγματα λαβωμένου πουλιού. Τσιροπούλι άλλωστε ήταν πεσμένο εκεί στην άσφαλτο, στη σκόνη του δρόμου, να τσιμπολογήσει λίγα σουσαμάκια κι έπειτα να φύγει, να φτερακίσει, να το πιει στην απεραντοσύνη της η νύχτα της πρωτεύουσας, η μυρωμένη από λιβάνια και βιόλες.
Καχεξία όχι παθολογική. Μια άλλη καχεξία, φρικτή, της φτώχειας, κάτι παρακάτω, της αθλιότητας, αυτή είναι η εικόνα που σου παρουσίαζε το παιδί. Στο κορμάκι αυτό δεν είχαν κυκλοφορήσει βιταμίνες, χυμοί, υλικά αναγκαία για το κανονικό πλάσιμο ενός ανθρώπου. Και το ψωμί λειψό και το λάδι. Οι συμπονετικές κυράδες του φιλοθεάμονος κοινού πιάσανε να συζητούν για την απονιά των γονέων, που ρίξανε στο πεζοδρόμιο το έρημο παιδί να χτυπηθεί πρόωρα με τη ζωή, να βγάλει το ψωμί του για τη στοργή που θα του λείπει, για το χάδι που δεν θα γνώρισε ποτέ. Απόμειναν με τη μιλιά στο στόμα.
Κάπου από το σκοτάδι είχε ξεπροβάλει τώρα μια άλλη ύπαρξη που ζύγωσε στο παιδί να το εφοδιάσει με νέα κεράκια. Και η άλλη αυτή ύπαρξη τα έλεγε όλα άφωνα, με τη θωριά της, δε χρειαζόταν σχόλια κι επεξηγήσεις. Ένας ανθρωπάκος νέος ήταν, τρισάθλιος, λιωμένος κυριολεκτικά μέσα στ’ αποφόρια του, που έπλεχαν, κίτρινος σαν το κερί, λείψανο περιφερόμενο. Δυο μάτια του είχαν απομείνει μόνο ζωντανά, μαύρα, απελπισμένα μάτια. Ο πατέρας.
Τότε έγινε γύρω ασυναίσθητα μια σιωπή. Ας ελπίζουμε σιωπή σεβασμού. Ένας μονάχα, άνοστος, νόμισε πως κάτι θα διορθώσει: Πληροφόρησε τον άνθρωπο πως είχανε φωτογραφήσει το παιδί του, θα το βάζανε και στις εφημερίδες. Εκείνος αποκρίθηκε κοιτάζοντας στο κενό μ’ ένα απροσδιόριστο χαμόγελο:
─ Καλά κάνατε. Να βλέπουν τα χάλια τους...
Το είπε σχεδόν άφωνα, σαν μέσα του. Ήταν η μονολογική τάση του μαθημένου ν’ απευθύνεται στο κενό. Να τα βλέπουν τα χάλια ποιοι; Και να νιώσουν τι; Ο αοριστόλογος πληθυντικός ήταν και βαρύς από πρόθεση και τραγικός από επίγνωση ματαιοπονίας. Οι θεατές, βρίσκοντας τη σκηνή τώρα πια να παρατραβάει, άρχισαν να σκορπίζουν.
Ήρθε πάνω σ’ αυτά και η μάνα, μια γυναικούλα το ίδιο ζουριασμένη, πικραμένη, με τα ξεγοφιασμένα παπούτσια της, το ψιλό μαντίλι γύρω στο κεφάλι. Πούλαγε και αυτή κεράκια. Τους κοίταζες και τους δυο γονιούς κι αναρωτιόσουν πού τη βρήκαν τη δύναμη τα δυο τούτα ναυάγια να βγάλουν παιδί. Σε ποια ανθρωπότητα ανήκαν τα τρία τούτα πλάσματα; Ένα τέταρτο πλάσμα που τα ζύγωσε σε λίγο, πουλώντας κι εκείνο κεράκια ─ γνώριμος, φίλος, γείτονας, συγγενής του άντρα; ─ ολοκλήρωσε τον πίνακα. Ήταν η παράγκα, η πείνα, η ανεργία, η έσχατη εξαθλίωση, η πλάση εκείνη που δεν τη βλέπεις στο φως της ημέρας, στους συχναζόμενους δρόμους, ανάμεσα στο σύννεφο της κούρσας, της μακαριότητας, και που σου προξενεί έναν αθέλητο αποτροπιασμό, γιατί κατεβάζει την ανθρωπότητα στο σκουλήκι, την κοινωνία στον εφιάλτη, κάνει τη ζωή πληγή κακοφορμισμένη, μολυσμένη, θανάσιμη.
Ήρθε πάνω σ’ αυτά και η μάνα, μια γυναικούλα το ίδιο ζουριασμένη, πικραμένη, με τα ξεγοφιασμένα παπούτσια της, το ψιλό μαντίλι γύρω στο κεφάλι. Πούλαγε και αυτή κεράκια. Τους κοίταζες και τους δυο γονιούς κι αναρωτιόσουν πού τη βρήκαν τη δύναμη τα δυο τούτα ναυάγια να βγάλουν παιδί. Σε ποια ανθρωπότητα ανήκαν τα τρία τούτα πλάσματα; Ένα τέταρτο πλάσμα που τα ζύγωσε σε λίγο, πουλώντας κι εκείνο κεράκια ─ γνώριμος, φίλος, γείτονας, συγγενής του άντρα; ─ ολοκλήρωσε τον πίνακα. Ήταν η παράγκα, η πείνα, η ανεργία, η έσχατη εξαθλίωση, η πλάση εκείνη που δεν τη βλέπεις στο φως της ημέρας, στους συχναζόμενους δρόμους, ανάμεσα στο σύννεφο της κούρσας, της μακαριότητας, και που σου προξενεί έναν αθέλητο αποτροπιασμό, γιατί κατεβάζει την ανθρωπότητα στο σκουλήκι, την κοινωνία στον εφιάλτη, κάνει τη ζωή πληγή κακοφορμισμένη, μολυσμένη, θανάσιμη.
Στον αέρα χαμοπετούσε η Μεγάλη Παρασκευή, τ’ αρώματα της κρυφής άνοιξης, το πάθος του Λυτρωτή. Οι άνθρωποι ένιωθαν μια αόριστη διάθεση αγαθοεργίας. Την ανάγκη να δειχτούν καλύτεροι, να γίνουν καλύτεροι. Κάτι τέτοιες βραδιές, τα ηθικά παραγγέλματα κυκλοφορούν στον αέρα, τ’ αναπνέεις θέλοντας και μη. Τέτοια και η διάθεση των περαστικών που στάθηκαν γύρω στο αδικημένο παιδάκι, το συμπόνεσαν, το μικροσυνέτρεξαν. Και σκόρπισαν. Στα μάτια τους, καθώς έφευγαν, το έβλεπες πως κιόλας είχαν αρχίσει να ξεχνάνε. Ο νους τους γύριζε αλλού.
Έτσι είναι. Η συμπόνια μας, καλοπροαίρετη, παρήγορη, δεν έχει βάθος και συνέπεια. Η ανθρωπιά μας δεν είναι αρκετά δυνατή, για να οργανωθεί σε πράξη, ν’ αποσείσει το βάρος της κακής συνήθειας, ν’ αναθεωρήσει τη ζωή, τον κόσμο, να ξεσηκώσει τη συνείδηση, να φουσκώσει σε αγανάκτηση, σε δημιουργικό πάθος. Επιπόλαια είναι κι εξανεμίζεται.
Κι απορούμε ύστερα που ο κόσμος έχει γίνει άνω κάτω, παραξενευόμαστε που ζούμε δίχως τη γεύση του αύριο.
Δεν ξέρω, μπορεί, καθώς το λένε κάποιοι σοφοί, όλα να βρίσκονται οργανωμένα σοφά, ισορροπημένα κατά μια μυστική οικονομία, όλα να είναι καλά σ’ αυτόν εδώ, τον καλύτερο των κόσμων. Όμως εμένα κάτι μου λέει, αφέντη Χριστέ, πως, ενόσω τα ποδαράκια του παιδιού της Μεγάλης σου Παρασκευής θα είναι σαν τα κεράκια που πουλάει, άδικα ήρθες στον κόσμο - και άδικα σταυρώθηκες.
(Άγγελου Τερζάκη «Προσανατολισμός στον αιώνα», Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1996)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου