Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ-ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ-ΦΩΤΩΝ

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑclip_image002[9]ΕΘΙΜΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ, ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΦΩΤΩΝ
                                                               
     Δεκέμβριος. Το λιομάζωμα βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Γρήγορος ο ρυθμός της τέμπλας, βιαστικοί και φευγαλέοι οι χαιρετισμοί στο δρόμο. Όμως, όσο κι αν επείγουν οι δουλειές, οι Παλιοχωριανοί βρίσκουν χρόνο για να κάνουν τις απαραίτητες ετοιμασίες για τις γιορτές του Δωδεκαήμερου. Το βράδυ, μια βροχερή ημέρα, δίνουν την ευκαιρία στις νοικοκυρές να ασβεστώσουν και να στολίσουν το σπίτι με τα υφαντά πατόχραμα, τα χειροκέντητα χαλάκια και τα σκαλόπανα. Τα νεότερα μέλη της οικογένειας στολίζουν το δέντρο, ένα μεγάλο κλαρί από πεύκο, με βαμβάκι για χιόνι, κουκουνάρες (κουκτζέλις) τυλιγμένες σε χρυσόχαρτα, μπαλόνια και μικρά διακοσμητικά αντικείμενα.
     Κάτι τέτοιες μέρες πάνε κι έρχονται τα ταψιά γεμάτα κουραμπιέδες και φοινίκια στο φούρνο του Μαυραγάνη, παλιότερα και στο φούρνο του μακαρίτη πια Γρηγόρη Σαββέλη, που τον πούλησε στον επίσης μακαρίτη Μήτσο Αθανασέλη. Οι άνδρες στην αγορά απολαμβάνουν προκαταβολικά τις λαχταριστές μυρωδιές, καθώς ζητούν από τις «πολύ γνωστές» τους πειραχτικά μερίδιο από τα γλυκά. Στους δρόμους του χωριού συχνή είναι η εικόνα γυναικών, που κουβαλούν γλυκά στην πεθερά και τη μητέρα τους πάνω σε δίσκους σκεπασμένους με φλουσένιες και δαντελένιες πετσέτες. Δεν ξεχνούν ακόμα να φιλέψουν αυτούς που έχουν πένθος και να στείλουν σε φτωχούς χριστόψωμα, φοινίκια, λαδοτύρι, κρέας βοδινό (όχι χοιρινό), αμακιές και άλλα, «για συχώριο των νεκρών συγγενών» αλλά και από αλληλεγγύη. 
     Χαρακτηριστική δραστηριότητα των ημερών τα χοιροσφάγια. Όσοι έθρεφαν γουρουνάκια, τα σφάζουν οι ίδιοι ή ο κρεοπώλης, τα ζεματούν για να τα ξετριχιάσουν, παστώνουν με αλάτι το λίπος και κάνουν τα «λουριά» (λαρδί), ζεματούν τα έντερα και κάνουν «αμακιές», χοντρά χειροποίητα λουκάνικα με κιμά και αρωματικά, που τα κρεμούν από το ταβάνι και τα τρώνε τους χειμερινούς μήνες. Όσοι έχουν χιονίστρες στα χέρια και στα πόδια, τα βουτούν σε ζεστό αίμα που τρέχει από το λαιμό του γουρουνιού, για να γιάνουν. Αλλά και οι άλλοι συνήθιζαν να βουτούν τα πόδια και τα χέρια τους στο αίμα, για να μην ξεπαγιάζουν. Συνηθίζεται ακόμα να βγάζουν «στο ικάντο» (λαχειοφόρο) κεφαλάκια ή άλλα φαγώσιμα, που κάποιος τυχερός θα τα κερδίσει.     
     Οι νοικοκύρηδες «πατώνουν τους δρόμους» κυριολεκτικά, κουβαλώντας χοιρινά κρέατα, κόκκινο κρασί, νεράντζια, κάθε είδους φαγώσιμο, για να ’ναι πλούσιο το γιορταστικό χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Τα παιδιά φιλούν το χέρι του νονού, των παππούδων, των γιαγιάδων, των θείων και των γονιών τους, ζητούν συγχώρεση γιατί θα μεταλάβουν την επομένη και παίρνουν φιλοδωρήματα. Η νηστεία της Σαρακοστής τηρείται με ευλάβεια από μικρούς και μεγάλους, που γεμάτοι προσμονή περιμένουν να απολαύσουν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
   
ΧΡΙΣΤΟΥclip_image002[11]ΓΕΝΝΑ
  
     Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο παπάς και τα παιδιά του Δημοτικού ψέλνουν στην αγορά του χωριού ή στο σχολειό χριστουγεννιάτικα κάλαντα και τραγούδια, μπροστά σ’ ένα δένδρο στολισμένο με μπαλόνια. «Καλήν εσπέραν, άρχοντες…» τραγουδούν με τις γλυκές φωνούλες τους τα παιδιά κι αγιάζουν οι καρδιές από κατάνυξη κι ελπίδα για ένα νιογέννητο κι αγνό κόσμο.

Κάλαντα Χριστουγέννων
                  
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.


Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.


Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.


Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις»,
και τούτο άξιον εστί, η των ποιμένων πίστις.


Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.


Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ, με πόθο ερωτούσι,
πού εγεννήθη ο Χριστός, να πάν’ να τον ευρούσι…

     Ανήμερα τα Χριστούγεννα πάνε στην εκκλησία πολύ πρωί. Χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες απ’ το ψηλό καμπαναριό της «Ευαγγελίστριας», της μεγαλόπρεπης εκκλησιάς του Παλαιοχωρίου, που λαμποκοπά με όλους τους πολυελαίους της αναμμένους. Θα μεταλάβουν και θα νιώσουν χαρά κι αγάπη.
     Μόλις απολειτουργήσει κι ανταλλάξουν ευχές με τους συγχωριανούς, κατεβαίνουν και ψήνουν στο τζάκι χοιρινό κρέας. Όλοι οι «π’καρήδες» (καπνοδόχοι) καπνίζουν από τα χοιρινά, που, νοστιμισμένα με χυμό νεραντζιού και κρασί, ευφραίνουν την οικογένεια. Η σαρανταήμερη νηστεία που είχε προηγηθεί κάνει πιο νόστιμο το χριστουγεννιάτικο φαγητό. Άλλοτε, που οι φορές που έτρωγαν κρέας δεν ξεπερνούσαν τα δάχτυλα του ενός χεριού το χρόνο, οι περίεργοι κοίταζαν ποιος «π’καρής» δεν κάπνιζε και ποιος κάπνιζε πολύ κι έβγαζαν τα ανάλογα συμπεράσματα για την οικονομική κατάσταση των συγχωριανών τους. Επίσης, τρώνε χοιρινό με σέλινο, παστό χοιρινό λίπος-λαρδί, που το λένε «λουρί», και «αμακιές», χειροποίητα χοντρά λουκάνικα που τα φτιάχνουν αυτές τις μέρες. Στο Παλαιοχώρι δεν συνηθίζουν να τρώνε γεμιστή γαλοπούλα.     
     Πιο γιορταστική είναι η ατμόσφαιρα στα καφενεία, όπου το κρασί, το κονιάκ και το ούζο καταναλώνονται σε τόσο μεγάλες ποσότητες, που έλεγαν παλιότερα πως έπρεπε το κρασί να τρέξει από το τεζιάκι μέχρι την πόρτα. Η ατμόσφαιρα γίνεται πραγματικά διονυσιακή στο βραδινό γλέντι, οπότε ο χορός και το τραγούδι τραντάζουν τα καφενεία και τους δρόμους μέχρι το πρωί. Όσοι έχουν την ονομαστική τους εορτή κερνούν κι οι φίλοι τους εύχονται και τους τραβούν τ’ αυτί, συνήθεια που ποτέ δεν κατάλαβα τη σημασία της.  
     Τα παλιά χρόνια, την επαύριο των Χριστουγέννων πήγαιναν στη Λαγκαδούρα κι έβαζαν στο σημάδι πετεινό, που τον κέρδιζε όποιος μπορούσε να τον πετύχει. Το παλιό «Ηρώο» προσφερόταν για παιχνίδια ή αθλήματα ή γλέντι των νέων, συνήθειες που έχουν τις ρίζες τους στα αρχαιοελληνικά χρόνια.  

Αυτές οι μέρες δεν είναι μόνο θρησκευτικές γιορτές. φέρνουν το χωριανό πιο κοντά στο συγχωριανό του. Μαζί με το Χριστό, ξαναγεννιέται κι η καρδιά του ανθρώπου. Οι παλιές λύπες και κακίες σβήνονται και «καθαρός», σαν «νιογέννητος», κάνει μια καινούργια, πιο σωστή, αρχή. «Πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε…», θα τραγουδήσουν τα παιδιά σε λίγες μέρες.  

     Εορτάζουν στις 25 Δεκεμβρίου: Χριστίνα, Χριστιάνα, Κριστιάνα, Χρύσα, Χρυσούλα, Χρυσή, Χρύση, Χρυσηίς, Χρίστα, Κρίστα, Κρίστη, Χρυσαυγή, Χρυσαλία, Χρυσταλλία, Χρυστάλλα, Χριστόλη, Εμμανουέλα, Μανουέλα, Έμμα, Μανωλία, Μανώλα, Βηθλεέμ ― Χρήστος, Χρίστος, Εμμανουήλ, Μανουήλ, Μανώλης, Μανόλης, Μανώλας, Μανωλιός, Μάνος, Μανούσος, Μανουσάκης, Γάσπαρ, Γάσπαρος, Μπαλτάσαρ, Μελχιώρ.
   

ΠΡΩΤΟclip_image004[4]ΧΡΟΝΙΑ

     Δεύτερος σταθμός του εορταστικού Δωδεκαήμερου η Πρωτοχρονιά, πρώτη μέρα του χρόνου κι εορτή του Μεγάλου Βασιλείου. Την παραμονή θα κρεμάσουν πάνω στην εξώπορτα ένα κλωνάρι ελιάς με πολλές ελιές για ευκαρπία, ένα κλαδί λισσό (κισσό), «για να λυσσάξουν τα καλά», ένα κλωνάρι βατσ’νιά, «για να κολλούν οι γαμπροί κι οι νύφες», αν το σπίτι έχει ανύπαντρες νέες ή νέους, κι ένα κλωνάρι συκιάς, όταν το σπίτι έχει ξενιτεμένο. Πρέπει τα κλωνάρια αυτά να μην κοπούν από κτήμα γρουσούζη, για να μην πάρουν τη γουρσουζιά του. Διαλέγουν κλωνάρια από κτήμα καλού και ευκατάστατου ανθρώπου, για να μπουν τα πλούτη και η καλοσύνη και στο δικό τους σπιτικό.   
     Η προσμονή μικρών και μεγάλων μέχρι να φτάσουν τα μεσάνυχτα είναι μεγάλη. Βέβαια η νοικοκυρά δεν σταματά τις ετοιμασίες. Σε περίοπτη θέση η βασιλόπιτα, με την τυχερή «παράδα» τυλιγμένη σε βαγιόφυλλο, με ένα σταυρό πάνω κι άλλα πλουμιά καμωμένα με ζύμη.   

     Το κόψιμο της βασιλόπιτας, με την έλευση του νέου χρόνου στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, αποτελεί πραγματική οικογενειακή ιεροτελεστία. Ο πατέρας, αφού τη σταυρώσει τρεις φορές, αρχίζει να την κόβει σε φέτες: «τ’ Χριστού, τ’ς Παναγιάς, τ’ Άγιου Βασίλ’ , τ’ σπ’κιού, τ’ς μπακής, τ’ πατέρα, τ’ς μάνας...» και όλων των άλλων μελών της οικογένειας κατά ηλικία, παρόντων και μη. Δεν παραλείπουν να κόψουν και το κομμάτι των κτημάτων, των ζώων του σπιτιού και τέλος του φτωχού, που φροντίζουν να το δώσουν σε κάποιον φτωχό την άλλη μέρα ή να το αφήσουν στη βρύση. Ο τυχερός που θα βρει «κ’ παράδα» πρέπει να κοιμηθεί «σκ’ μπακή, μέσα στ’ άχυρα», για να σκορπίσει η τύχη του στην αποθήκη με τα γεννήματα (εμπατή>μπακή) και να είναι γεμάτη όλη τη χρονιά. Το τυχερό νόμισμα το βάζει στο εικόνισμα ή στο πορτοφόλι του και το κρατά όλο το χρόνο, για να του φέρνει γούρι. Για να μην κλαίνε τα μικρά παιδιά, αν δεν βρουν τον παρά, οι γονείς τους τρυπώνουν κρυφά στο κομμάτι τους ένα νόμισμα, την «τρυπουκήρα». Τα κομμάτια του Χριστού, της Παναγιάς και του Αγίου Βασιλείου τα φυλάγουν για το ποδαρικό. Το κομμάτι των ζώων το ταΐζουν στα οικόσιτα ζώα τους, γιατί «θα περάσει το βράδυ ο Άγιος Βασίλης, θα ρωτήσει τα ζώα αν έφαγαν κι αυτά από την πίτα του και θα τα ευλογήσει»

     Παραδοσιακό έθιμο είναι και το χαρτοπαίγνιο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μετά το οικογενειακό φαγοπότι. Το παιχνίδι της βραδιάς είναι - ποιο άλλο; - "η τριανταμία". Απλό, διασκεδαστικό και σύντομο, αναδεικνύει πολύ γρήγορα τους τυχερούς και τους άτυχους! Μικροί και μεγάλοι δοκιμάζουν την τύχη τους αυτή τη μαγική νύχτα, που αλλάζει ο χρόνος κι όλοι ευχόμαστε ν' αλλάξει και η ζωή μας προς το καλύτερο.     

     Τα παλιά χρόνια, οι μπουρούδες των τριών ελαιοτριβείων του χωριού (Ελαιουργικού Συνεταιρισμού, Μαρίας Παπουτσάνη, Γιώργου Παπουτσάνη) σφυρίζανε πολλή ώρα, αποχαιρετώντας τον παλιό χρόνο. 

     Γραφικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς το ποδαρικό, εξακολουθεί να επιζεί. Χαράματα η νοικοκυρά ή ο νοικοκύρης ή ο τυχερός που βρήκε το νόμισμα πηγαίνει αμίλητος στη βρύση της γειτονιάς κι αφήνει εκεί ένα φοινίκι κι ένα κομμάτι βασιλόπιτα, συνήθως το κομμάτι του Αγίου Βασιλείου, «για να το φάει ο Άγιος Βασίλης όταν θα περάσει», ή το κομμάτι του φτωχού (πρβλ. «το τάισμα της βρύσης»), που πιστεύουν ότι είναι καλό όταν το φάει κάποιος. Παίρνει το «αμίλητο νερό» και γυρίζει χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Μπαίνει στο σπίτι με το δεξί πόδι και, κρατώντας το σταμνί με το «αμίλητο νερό», ένα σιδερένιο αντικείμενο, μια πέτρα μαλλιαρή κι ένα ρόδι, κάνει ευχές για υγεία, πλούτη, ευκαρπία:
     «Καλημέρα, τσι τ’ Αγιού Βασ’λιού. Γεια χαρά, καλή χρουνιά τσι καλή Προυτουχρουνιά.»
     Πιάνει το σιδερένιο αντικείμενο και λέει:
     «Σίδηρου πάνου, σίδηρου κάτου, σίδηρου τσι γοι αθρώπ’ π’ είνι μέσα στου σπίκ’.»
     Προχωρώντας προς τη μέση της αυλής, εύχεται: 
     «Σα π’ βαρούν τα σίδηρα, να βαρεί η κισέ μας» (το πορτοφόλι μας) και ρίχνει κάτω το σιδερένιο αντικείμενο.
     Χύνει το «αμίλητο νερό» κάτω και στις γωνιές κι εύχεται:
     «Σα π’ σκουρπά του νιρό, να σκουρπίσ’ του μπιρικέτ’ μέσα στου σπίκ’ μας» ή «Σα π’ σκουρπά του νιρό, να σκουρπίσουν τα καλά μέσα στου σπίκ’μας».  
      Κρατά μια πέτρα και λέει:
     «Σα π’ βαρεί η πέτρα, να βαρεί η κισέ τ’ νοικουκύρ’».
      Το είχαν σε καλό να είναι η πέτρα μαλλιαρή και να εύχονται:
     «Σαν που ’νι ντυμέν’ η πέτρα, να είνι τσι του σπίκ’ μας ντ’μένου».
     Μετά βάζει κάτω την πέτρα, σηκώνει το ρόδι ψηλά, το πετά με δύναμη κάτω και, καθώς σπάει και σκορπά, λέει:    
     «Σα π’ είνι του ρόδ’ γιμάτου, να είνι τσι του σπίκ’ μας γιμάτου» ή «Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπούν τα καλά μέσα στου σπίκ’ μας».
      Και συμπληρώνει:  
      «Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπίσουν ούλ’ οι οχτροί μας».
      Παρ’ όλο που το τελετουργικό είναι τυπικό, η διατύπωση, η σειρά και το περιεχόμενο των ευχών είναι πιο ελεύθερα και σχετικά με τις ιδιαίτερες ανάγκες και επιθυμίες της οικογένειας. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι κάποιο παιδί στο Παλαιοχώρι έκανε την παρακάτω ευχή: «Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπίσουμι ούλ’ απού του σπίκ’ μας». Και – από σύμπτωση; – τα περισσότερα αδέλφια ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία.
     Τους σπόρους από το ρόδι θα τους δώσουν να τους φάνε οι κότες, για να γεννούν πολλά αυγά.
     «Ποδαρικό» κάνει επίσης ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Πρέπει να είναι καλοπόδαρος, γουρλής κι ανοιχτόκαρδος, για να πάει ο χρόνος καλά. Το ’χουν σε καλό να τους κάνει ποδαρικό ένα αμφιθαλές αγοράκι, που ζουν δηλαδή κι οι δυο γονείς του.   

     Έπειτα βάζουν τα σκολιανά τους ρούχα και πάνε στην εκκλησία. Φροντίζουν να φορέσουν κάτι καινούργιο, «για να μην τους κατουρήσει ο Καινούργιος Χρόνος». Την Πρωτοχρονιά λένε «Καλημέρα» όλη μέρα. Αποφεύγουν όμως να κάνουν επισκέψεις σε σπίτια, γιατί μπορεί να θεωρηθούν γρουσούζηδες και κατσικοπόδαροι. Κι έτσι, το τράβηγμα του αυτιού των Βασίληδων που γιορτάζουν γίνεται στους δρόμους, που αντηχούν από τις ευχές: «Τσι τ’ χρόν’», «Χρόνια Πουλλά». Οι εορτάζοντες κερνούν τους φίλους τους στο καφενείο, που είναι γεμάτο, αφού κανείς δεν πηγαίνει στα κτήματα αυτή τη μέρα.
     Επίσης, καλό είναι, αν δουν άσπρο αρνί, γιατί θα είναι «άσπρος» ο χρόνος γι’ αυτούς. Το αντίθετο, αν δουν μαύρο αρνί. Πιστεύουν ακόμα πως, αν είναι γουρλής ο πρώτος που θα δουν το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο χρόνος θα είναι γουρλίδικος. Αν δουν άτυχο ή γουρσούζη, ο χρόνος θα είναι κακός. Την Πρωτοχρονιά δεν δίνουν έξω από το σπίτι διάφορα αντικείμενα, δεν δανείζουν χρήματα και δεν εξοφλούν χρέη, για να μη φεύγουν έξω τα καλά της οικογένειας. Προσπαθούν να μην μαλώσουν, για να πάει καλά ο χρόνος. Γενικά κάνουν ό,τι καλό θα ήθελαν να γίνεται όλο το χρόνο κι αποφεύγουν ό,τι δεν επιθυμούν να τους συμβεί. Η μέρα αυτή είναι άγια και μαγική κι ελπιδοφόρα.
     Στο μεσημεριανό τραπέζι είναι μαζεμένη όλη η οικογένεια. Αν έχουν ξενιτεμένο ή ναυτικό ή στρατιώτη, τον θυμούνται και πίνουν στην υγειά του με δάκρυα συγκίνησης. Τα ψίχουλα του μεσημεριανού τραπεζιού τα μαζεύουν, για να τα σκορπίσουν στα κτήματα μαζί με τον αγιασμό των Φώτων. Όσες οικογένειες έχουν πένθος δεν κάνουν εορταστικές ετοιμασίες. Οι συγχωριανοί όμως δεν παραλείπουν να στείλουν γλυκά ή άλλα φαγώσιμα σε πενθούντες, σε μοναχικούς γέροντες, σε πολύ φτωχούς.  
     Δεν υπάρχει κάποιο ειδικό φαγητό για τη μέρα αυτή, αλλά συνηθίζουν τη σούπα βοδινού, χοιρινό σελινάτο, λαχανοντολμάδες ή ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και αυγολέμονο,  κρέας ψητό ή λεμονάτο. Η φτώχεια, μόνιμη σύντροφος των αγροτών, δεν εμπόδιζε τους Παλιοχωριανούς να φάνε «σαν άρχοντες» τη μέρα τούτη, να καλωσορίσουν με γλέντι τον Καινούργιο Χρόνο, να πιουν, να τραγουδήσουν, να χορέψουν μέχρι το πρωί. Αυτό το χαρακτηριστικό, που διακρίνει όλους σχεδόν τους Έλληνες, κάνει τους ξένους ν’ απορούν, ακόμα και να κατηγορούν τον εργατικό ελληνικό λαό...          
     Το πρωί όλοι πάνε στην εκκλησία, εκτός βέβαια απ’ αυτούς που το έριξαν στο τζόγο, «για το καλό του χρόνου». Μετά τον εκκλησιασμό, παρέες παιδιών, μ’ ένα καλάθι στο χέρι, χτυπούν τις πόρτες και ψέλνουν «τουν Άγιου Βασίλ’», τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα δηλαδή. Η σπιτονοικοκυρά τους δίνει χρήματα, μελωμένα φοινίκια, πορτοκάλια, καρύδια και παλιότερα σύκα, που τα έκρυβαν «για να μην τα κατουρήσουν οι καλικάντζαροι».  

   Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
    
   Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά,
   κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.

   Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνευματικός,
   στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.

   Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται
   από την Καισαρεία, συ ’σαι αρχόντισσα κυρία.

   Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαροπλάστη ζυμωτή,
   χαρτί και καλαμάρι, δες κι εμέ το παλικάρι.

   Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα μου την έλεγε,
   και το χαρτί ομίλει, άσπρε μου χρυσέ μου κρίνε.

― Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και δεν μας καταδέχεσαι
    και πόθεν κατεβαίνεις και δεν μας απαντέχεις.

― Από τη μάνα μ’ έρχομαι, εγώ σας καταδέχομαι
    και στο σκολειό πηγαίνω, δεν μου λέτε τι να λέω.
 
― Κι αφού ηξεύρεις γράμματα, πόσες φορές με κλάματα,
    πες μας την αλφαβήτα, πώς τα πέρναγες τη νύχτα.

― Εγώ γράμματα εμάθαινα και να σας πω τι πάθαινα,
    τραγούδια δεν ηξεύρω, αντικρύ μου να σας εύρω.

― Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε τον πόνο σου να πεις,
   κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.

   Χλουρό ραβδί, ψηλό ραβδί, πότε στην πόρτα της να βγει,
   χλουρά βλαστάρια επέτα, ροδοκόκκινη βιολέτα.

   Κι απάνω στα βλαστάρια της και στα περικλωνάρια της
   πέρδικες κελαηδούσαν, λες και μας καλοκαρδούσαν.

   Δεν ήσαν μόνο πέρδικες, γαρυφαλλιές λεβέντικες,
   μόν’ και περιστεράκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.

   Κατέβηκε η πέρδικα, που περπατά λεβέντικα,
   να βρέξει τα φτερά της, γιατί τόση σκληρότης;

   Και βρέχει τον αφέντη μας, Βασίλη το λεβέντη μας
   τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.

   Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
   κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.

   Σένα σου πρέπει, αφέντη μου, καρέγλα καρυδένια,
   για ν’ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.

   Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε και της κυράς μας.
   Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά καμαροφρύδα,

   όταν σειστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου,
   ρόδα οι στράτες γεμίζουνε απ’ την περπατησιά σου.

   Αν έχεις γιο στα γράμματα και ψέλνει στο ψαλτήρι,
   να δώσει ο Θιος κι η Παναγιά να βάλει πετραχήλι.

   Αν έχεις κόρην έμορφη, γραμματικός τη θέλει,
   αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύει.

   Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα,
   γυρεύει και τη θάλασσα, μ’ όλα της τα καράβια.

   Αν έχεις δούλα έμορφη, βάλε να μας κεράσει,
   βγάλε καρύδια, κάστανα, βγάλε και πορτοκάλια,
   βγάλε και το γλυκό κρασί, να πιουν τα παλικάρια.

                                                      Και του χρόνου.

   Τότε ακούγεται στους δρόμους και το σατιρικό:
   «Αρχιμηνιά κι αρχιχρουνιά, δό’ μ’ του φ’νίτσι μ’ τσ’ έχου δ’λειά
   να παγαίνου σ’ Καρουλιά, να φουρτώσου κουπριά.
   Τρα-λα-λά τρα-λα-λά και εις έτη πολλά.»

     Παλιά οι κοπέλες πήγαιναν βόλτα στη «Βίγλα» ή στη «Φούσα» δυτικά του χωριού, απ’ όπου αντικρίζεις τη Μελίντα, επίνειο του Παλαιοχωρίου, και πέρα μακριά τη Χίο και τα παράλια της Ιωνίας. Το απόγευμα πάλι βόλτα στον «Άνεμο», λίγο πιο πέρα από το σχολειό, στον αμαξιτό δρόμο προς «Διακλάδωση». Το βράδυ το γλέντι επαναλαμβάνεται στα καφενεία, με την ονομαστή «Πλαγιώκ’σα» μουσική ή Παλιοχωριανούς μουσικούς: τον αείμνηστο ακορντεονίστα τραγουδιστή Παντελή Ι. Σκυβαλάκη, «τα Παντελέλια» Μανώλη, Βαγγέλη και Παναγιώτη, το Γιώργο και το Δημήτρη Γανώση, τον Ποσειδώνα Καραβά, τους δυο γιους και τον εγγονό του, τον Ηλία Ανδρόνικο σήμερα και άλλους.      

     Εορτάζουν την 1η Ιανουαρίου: Βασιλική, Βασιλεία, Βασιλίνα, Βάσια, Βάσω, Βασούλα, Βασιλικούλα, Βίκυ, Βίλη ― Βασίλειος, Βασίλης, Βάσος, Βασίλας, Βασιλάκης, Μπίλης.


Οι Καλικάντζαροι

   Από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα λένε πως ανεβαίνουν από τα έγκατα της γης οι καλικάντζαροι, τριγυρνούν τις νύχτες στα τρίστρατα, στους μύλους, στα ποτάμια, μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, πειράζουν και κάνουν κακό στους ανθρώπους, που φοβούνται να κυκλοφορήσουν τη νύχτα και κρατούν συνεχώς αναμμένο το τζάκι, για να τους κρατούν μακριά. Είναι δαιμονικά μαυριδερά όντα με μακριές ουρές, γαμψά νύχια τραγίσια ή γαϊδουρινά πόδια, που άλλοι τους συσχετίζουν με τους αρχαίους σατύρους και τον Πάνα, άλλοι πιστεύουν πως είναι οι «Κήρες», δαιμονοποιημένες ψυχές πεθαμένων. Στο Διαδίκτυο σήμερα μπορείτε να βρείτε και πιο ακραίες θεωρίες: πως είναι πλάσματα που κατοικούν στα έγκατα της γης ή ακόμα και εξωγήινοι! 

  Διαβάστε περισσότερα για τους καλικαντζάρους στην ανάρτησή μας «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ-ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ» (21-12-2013):

                                                         
clip_image002[13]
                             
Εικόνα από Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1961.



ΤΑ ΦΩΤΑ, ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

     Από την επόμενη μέρα η δουλειά ξαναρχίζει με περισσότερο κέφι και μια μικρή διακοπή τα Φώτα στις 6 Ιανουαρίου, ημέρα που εορτάζεται η βάφτιση του Χριστού στα τριάντα του χρόνια στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη το Βαπτιστή, η ταυτόχρονη φανέρωση της Αγίας Τριάδας, η κατάδυση του Σταυρού και ο αγιασμός των υδάτων. Τα πρωτοχριστιανικά χρόνια τη μέρα αυτή γιορταζόταν και η γέννηση του Χριστού, που αργότερα μεταφέρθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, για να πολεμηθεί η γιορτή του θεού Μίθρα - Ήλιου που τελούνταν εκείνη τη μέρα στη Ρώμη.
     Εορτάζουν στις 6 Ιανουαρίου: Ουρανία, Ράνια, Φωτεινή, Φανή, Φάνη, Φάνια, Φένια, Φανούλα, Φώτω, Φωτούλα, Φώτα, Φωτή, Φωτίκα, Φωτίκω, Φαίη, Φώφη, Θεοφανία, Θεοφανώ, Θεανώ, Θεώνη, Θεοπούλα, Θεόπη, Γιορντάνα, Περιστέρα ― Φώτιος, Φώτης, Φωτής, Φωτεινός, Θεοφάνης, Φάνης, Ιορδάνης, Γιορντάνης, Δάνης.

     Την παραμονή των Φώτων 5 Ιανουαρίου, ημέρα νηστείας, γίνεται ο «Μικρός Αγιασμός», που κρατιέται όλο το χρόνο σαν πανάκεια για κάθε κακό και σαν απολυμαντικό για τα σκεύη που «μουρνταρεύτηκαν» κατά λάθος. Λέγεται «Μικρός Αγιασμός», γιατί η ακολουθία του είναι συντομότερη από του «Μεγάλου Αγιασμού» κατά την εορτή των Θεοφανείων την επόμενη μέρα. Όταν γυρίσουν στο σπίτι, όλη η οικογένεια που νήστεψε θα πιει αγιασμό και θα ραντίσουν το σπίτι, για τους καλικατζάρους και τα μυρμήγκια. Επίσης, αγιασμό θα ρίξουν στα χωράφια και τα αμπέλια, ψέλνοντας το «Ἐν Ἰορδάνῃ».    
 
     Και την ημέρα των Φώτων όλοι φροντίζουν να έχουν μαζί τους ένα κανάτι, για να πάρουν το «Μεγάλο Αγιασμό». Στο προαύλιο της εκκλησίας τοποθετείται η κολυμπήθρα με τον αγιασμό, όπου ρίχνουν το σταυρό-σύμβολο του σώματος του Χριστού, αφού το Παλαιοχώρι δεν είναι παραθαλάσσιο. Μερικές φορές τον ρίχνουν στο συντριβάνι της εκκλησιάς. Μόλις ο παπάς πει το «ν ορδάν…», γίνεται σκοτωμός, καθώς όλοι προσπαθούν να γεμίσουν πρώτοι το κανάτι τους. Παιδιά, θυμάμαι, περιμέναμε να ακουστεί το «…κα τ Πνεμα ν εδει περιστερς…», για να αφήσει ελεύθερο ο Στρατής Μαϊστρέλης το λευκό περιστέρι που κρατούσε κρυμμένο στο σακάκι του.
     Το «Μεγάλο Αγιασμό» τον πίνουν όσοι νήστεψαν και τον χύνουν στις γωνιές του σπιτιού μαζί με στάχτη, στα κατώγια, στους σταύλους και στα χτήματα με τα λιόδεντρα, για να ξορκίσουν το κακό και να διώξουν τους καλικαντζάρους. Από την ώρα που θα αγιαστούν τα νερά, τελειώνουν και τα δρίματα, που διαρκούν από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα. Όλο το Δωδεκαήμερο, όσο διαρκούν τα δρίματα, δεν πλύνουν, γιατί θα λιώσουν τα ρούχα. Δεν λούζονται, γιατί θα ασπρίσουν και θα πέσουν τα μαλλιά τους. Αν είναι ανάγκη να πλύνουν κάτι, πρέπει να ρίξουν ένα μεταλλικό καρφί στο νερό που βράζει. Δεν υφαίνουν, δεν ράβουν, δεν μπαλώνουν αυτές τις άγιες μέρες.   

     Μετά τον εκκλησιασμό, ακολουθεί ο «φωτισμός των σπιτιών» από τον ιερέα του χωριού, που γυρίζει σε όλα τα σπίτια και τα ραντίζει με την αγιαστούρα του, ένα ματσάκι βασιλικό και το Σταυρό. Οι νοικοκυρές κάθονται στην πόρτα του σπιτιού τους ντυμένες με τα καλά τους και περιμένουν τον παπά να πει «τον Ιορδάνη», να «φωτίσει» και ν’ αγιάσει το σπίτι. Ρωτούν η μια την άλλη από ποια γειτονιά άρχισε εφέτος ο παπάς να φωτίζει τα σπίτια κι, όταν δοθεί το σύνθημα πως πλησιάζει, όλες τρέχουν επάνω και παίρνουν στα χέρια το δισκάκι με το κέρασμα του παπά – φοινίκι ή κουραμπιέ και κονιάκ συνήθως – και ένα νόμισμα, που το ρίχνουν στο μπακίρι με τον αγιασμό που κρατά ο καντηλανάφτης. Όλες επιμένουν να κεραστεί οπωσδήποτε, γι’ αυτό παλιότερα τύχαινε καμιά φορά να μεθύσει ο παπάς, πριν ακόμα «φωτίσει» τα μισά σπίτια του χωριού, και τότε οι ψαλμωδίες συνοδεύονταν από πιπεράτα πειράγματα!

     Απολυτίκιον Φώτων     

    «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, 
      ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις .
      τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει Σοι,
      ἀγαπητόν Σε Υἱὸν ὀνομάζουσα .
      καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς
      ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές.
      Ὁ ἐπιφανείς Χριστὲ ὁ Θεὸς
      καὶ τὸν κόσμον φωτίσας, δόξα Σοι.»

     Ο ιερέας, με ένα κλωνάρι βασιλικό, ραντίζει με αγιασμό όλους τους χώρους του σπιτιού κι όλα τα μέλη της οικογένειας φιλούν το σταυρό και το χέρι του. Η νοικοκυρά κερνά τον παπά και τον καντηλανάφτη, ρίχνει το νόμισμα στο μπακίρι, φοινίκια και καρύδια στο καλάθι που κρατά ο καντηλανάφτης.
     Ο παρακάτω αστείος έμμετρος διάλογος του παπά με το μικρό Γιάννη, που ακούγεται τα Φώτα στα χωριά της Λέσβου, αποτελεί έμμεση σάτιρα για τα κέρδη που αποκόμιζε εκείνη τη μέρα ο ιερέας του χωριού, από τα οποία ένα πολύ μικρό μέρος έδινε στον καντηλανάφτη:

   – «Εν Ιορδάνη…», πού είν’ η μάνα σου, βρε Γιάννη;
   – Στη βρύση πάει και πλένει…
   – Ω, την κατηραμένη, τέτοια μέρα που βρήκε για να πλένει.
   – Πάρ’, παπά, ένα τάληρου.
   – Ας είναι ευλογημένη, πολλά είχε και πήγε να τα πλένει!
   
     Τα κάλαντα των Φώτων δεν πολυσυνηθίζονται στο Παλαιοχώρι. Λίγες μόνο παρέες παιδιών γυρίζουν στα σπίτια και ψέλνουν τα γνωστά πανελληνίως κάλαντα, που αναφέρονται στη βάφτιση του Υιού του Θεού και στον καθαγιασμό της γης και των ανθρώπων.   

  Κάλαντα Φώτων

   Σήμερα είν’ τα Φώτα κι οι φωτισμοί,
   και χαρά μεγάλη κι οι αγιασμοί.
   Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
   κάθετ’ η Παναγία με το Χριστό.
   Λίβανο βαστάει, κεριά κρατεί
   και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί.
   Άγιε Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή,
   έλα να βαφτίσεις θεού παιδί,
   ν’ αγιαστούν οι κάμποι και τα βουνά,
   ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.

     Έθιμα όλα αυτά που, αν και τα επαναλαμβάνουμε κάθε χρονιά, μας φαίνονται κάθε φορά όλο και πιο όμορφα και γραφικά. Με τη γιορτή των Φώτων κλείνει ο κύκλος του εορταστικού Δωδεκαήμερου. Αλλά και η 7η Ιανουαρίου, εορτή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, θεωρείται σημαντική, καθώς εορτάζει το παρεκκλήσι που βρίσκεται στον περίβολο της «Ευαγγελίστριας» Παλαιοχωρίου. 

ΕΥΧΟΜΑΙ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΥΓΕΙΑ – ΧΑΡΑ – ΠΡΟΟΔΟ – ΠΛΟΥΤΗ – ΕΙΡΗΝΗ – ΕΥΤΥΧΙΑ – ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ  
clip_image002[15]
                                                      ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ


Σχετική και η ανάρτησή μας με τίτλο "ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ" στο: http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2013/12/blog-post_21.html.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
              
1. Βικιπαίδεια: http://el.wikipedia.org/
2. Βουνάτσου Μυρσίνης «Έθιμα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων», πρδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 1ο, Αθήνα, Ιαν.- Φεβρ.- Μάρτ. 1981, σελ. 12-13.
3. Επισκόπου Ταλαντίου Παντελεήμονος «Μικρόν Ευχολόγιον», Εκδοτικός οίκος Βασιλείου Σαλίβερου, Αθήνα, σελ. 7-26. 
4. Μαυραγάνη Π. Γιάννη «Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου. Παράδοση – Ιστορία – Η Ζωή και τα Έθιμα», Αθήνα 1995, σελ. 207, 228-232, 243-244.
5. Νικήτα Παναγιώτη «Λεσβιακό Μηνολόγιο» στα «Λεσβιακά», τόμος Α΄, τεύχος Α΄, Μυτιλήνη 2001, σελ. 23-30, 155-157, 191-192, 210-211, 216, 219, 221, 224, 227, 238-239, 253, 264.
6. Περιοδικό «Τα Παλιοχωριανά» Συλλόγου Παλαιοχωριτών Αθήνας «Η Μελίντα», τ. Α΄ (σελ. 12-13, 246-247), Β΄ (σελ. 614, 715, 971).
7. Χατζόγλου - Μπλάνη Πόπης «Τραγούδια από την παράδοση της Λέσβου», Εταιρία Αιολικών Μελετών, Αθήνα 2005, σελ. 131, 134-136, 144.