Ποίημα Μυρσίνης Τσιμναδή-Ανδρονίκου
Ένα ποίημά της μου έδωσε τον Αύγουστο για δημοσίευση η
συγχωριανή μου Μυρσίνη Τσιμναδή-Ανδρονίκου, κόρη της αείμνηστης Ζαχαρώς
Τσιμναδή, που ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη και περνά τα καλοκαίρια της στο
Παλαιοχώρι.
Ο τίτλος του παραπέμπει στο διαχρονικό
πρόβλημα της ανάγκης φροντίδας των ηλικιωμένων, όταν ο χρόνος, η χηρεία κι η
ασθένεια τους στερούν τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις και τους κλείνουν σε στενά
περιθώρια δράσης. Όπως αναφέρει στον πρώτο στίχο του ποιήματός της, που είναι
γραμμένο σε δέκα δίστιχες δεκαπεντασύλλαβες στροφές, πηγή της έμπνευσής της
ήταν η ιστορία ενός άγνωστού της γέροντα, που όμως μας αφήνει να την φανταστούμε,
ίσως γιατί είναι πολύ συχνή στις μέρες μας, όπου δοκιμάζονται σκληρά ακόμα κι
οι πιο στενοί συγγενικοί δεσμοί.
Το περιεχόμενο του ποιήματος είναι έντονα
συμβουλευτικό, καθώς παρακινεί τους μεγάλους να προνοήσουν έγκαιρα για τα
γηρατειά τους, όσο έχουν δυνάμεις. Αξιοπρόσεκτο είναι πως αρχικά χρησιμοποιεί
γ΄ πρόσωπο μιλώντας γενικά για τον άνθρωπο, ενώ στην τέταρτη και στη δέκατη στροφή
το ύφος της γίνεται πιο προσωπικό, καθώς απευθύνεται σε β΄ ενικό πρόσωπο στο
γέροντα και τον προσφωνεί («κράτα,
γέροντα, τα περιουσιακά σου, γιατί μια μέρα θα βρεθείς στον δρόμο απ’ τα παιδιά
σου»), ενώ στην τελευταία στροφή μιλά στον καθένα μας χωριστά και μας
νουθετεί με έμφαση, με αρνητικό και καταφατικό λόγο («μην ξεχάσεις [τη συμβουλή μου]», «να την διαβάζεις», «προτού
γεράσεις»), επιθυμώντας να μας προστατεύσει από τα χειρότερα. Οι γέροντες
χρειάζονται σπίτι και περιποίηση, περιουσία και σύνταξη, συντροφιά και στοργή τονίζει
η Μυρσίνη, που με το ποίημά της εκφράζει ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο και
ανθρωπιά.
Περιγράφοντας τη σκληρή συμπεριφορά
παιδιών προς τους γέροντες γονείς τους, δεν επιδιώκει τόσο να τα καταγγείλει
άμεσα, όσο να τα ευαισθητοποιήσει, για να εκπληρώσουν το ιερό χρέος που έχουν
να προσφέρουν ανιδιοτελώς περιποίηση και στοργή στους γονείς τους, όταν
πλακώσουν τα γηρατειά. Στο στίχο 10, αναφέροντας με έμφαση ότι η σύνταξη είναι «ο φίλος ο καλύτερος» του γέρου, έμμεσα
απευθύνεται και στο Κράτος, που, όπως ορίζει το Σύνταγμά μας, έχει υποχρέωση να
εξασφαλίζει στους πολίτες το Δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Διαβάστε παρακάτω το ποίημα της ευαίσθητης
συμπατριώτισσάς μας, σκεφτείτε και διδαχτείτε…
Ο Γέρος
Μια ιστορία θα σας πω, που γνώρισα ένα γέρο,
εδάκρυσαν τα μάτια μου χωρίς να τον εξέρω.
Μια συμβουλή στον άνθρωπο γράφω προτού γεράσει,
να την διαβάζει πάντοτε, να μην την εξεχάσει.
Άμα γεράσει ο άνθρωπος, δεν τονε συμπαθούνε,
τον θάνατο παρακαλούν, να τον ξεφορτωθούνε.
Γι’ αυτό και κράτα, γέροντα, τα περιουσιακά σου,
γιατί μια μέρα θα βρεθείς στον δρόμο απ’ τα παιδιά σου.
Ο μεγαλύτερος εχθρός γίνεται το παιδί του,
κι ο φίλος ο καλύτερος είναι η σύνταξή του.
Άμα γεράσει ο άνθρωπος και δεν αυτοσυντηρείται,
καλύτερα ο θάνατος, παρά να τυραννείται.
Σε μια γωνιά τον βάζουνε τον φουκαρά τον γέρο
και για να τον κοιτάξουνε χρειάζεται συμφέρον.
Άμα γεράσει ο άνθρωπος και φεύγουν τα παιδιά του,
του είναι απαραίτητο να ’χει τη συντροφιά του.
Σαν φύγει ο ένας απ’ τους δυο, ο άλλος γίνεται κουρέλι,
ο ένας τον σπρώχνει από τη μια, κι ο άλλος δεν τον θέλει.
Τη συμβουλή μου ανάλυσα και μην τηνε ξεχάσεις,
να την διαβάζεις πάντοτε, αλλά προτού γεράσεις.
Μυρσίνη Τσιμναδή-Ανδρονίκου