Η ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ
ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ
Μαρίας Αχ.
Αναγνωστοπούλου
Από το Βάσο Βόμβα, γιο του συγγραφέα Γιαννακού Αλύτη-Βόμβα,
λάβαμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο της Μαρίας Αχ. Αναγνωστοπούλου. Ο
ίδιος το προλογίζει, γράφοντας τα εξής: «Το κείμενο τούτο της Μαρίας Αναγνωστοπούλου γράφτηκε
για να διαβαστεί στη μηδέποτε
πραγματοποιηθείσα στη Μυτιλήνη παρουσίαση του βιβλίου του Γιαννακού Αλύτη-Βόμβα “ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ” Ας διαβαστεί τώρα!»
***
Ο
αγαπητός Βάσος Βόμβας, με την έκδοση των κειμένων του Γιάννη Αλύτη-Βόμβα, τιμά
τη μνήμη του πατέρα του και συγχρόνως δίνει σε μας τους αναγνώστες την ευκαιρία
να γνωρίσουμε ένα σεμνό και ιδιαίτερα αξιόλογο, ιδιόμορφου τύπου,
καλλιτέχνη.
Σε
μένα έδωσε χαρά και συγκίνηση, γιατί με γύρισε πίσω στα νεανικά μου χρόνια, να
φέρνω στη μνήμη αξέχαστες εμπειρίες, που μου χάρισε η γνωριμία της συντροφιάς
εκείνων των ανθρώπων με την πνευματική καλλιέργεια, τα ποικίλα ενδιαφέροντα και
που, μ’ όλες τις ιδιορρυθμίες τους, τους έδενε μια άδολη και σταθερή για χρόνια
φιλία.
Ως
μόνη επιζώσα εκείνης της παρέας, θα ήθελα να περιγράψω με λίγα λόγια το
περιβάλλον, το κλίμα, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η συντροφιά
εκείνων των καλών και αγαπητών φίλων, στο επίκεντρο της οποίας ήταν ο Γιαννακός.
Η συντροφιά εκείνη υπήρξε το πεδίο δράσης και συνήθως η πηγή έμπνευσης, για
να εκδηλώνει το πηγαίο ταλέντο του.
Με
την παρέα ανταμώναμε σχεδόν κάθε βράδυ. Οικοδεσπότης στις βεγγέρες μας ο φιλόξενος Γεώργιος Αναγνωστόπουλος, ο εκνευριστικά λεπτολόγος όπως τον
πειράζαμε, και η Μάρθα, η ευγενική και καλοσυνάτη σύζυγός του. Απαραίτητοι στη
συντροφιά, στα χρόνια που ζούσαν στη Μυτιλήνη, ο "ποιητικός"
Όμηρος Πορτοκάλλης, ευαίσθητος και ρομαντικός, ο Βαγγέλης Καραγιάννης,
ιστοριοδίφης και Καβαφικός, ευγενής και λάτρης της φιλάρεσκης Δουλτσινέας του
της Λενιώς, η Λουλού Παπανικόλα με την περίτεχνη απλότητα, κατά το Γιαννακό, ο
Αχιλλέας μου, ο πράος θυμόσοφος, ο Κλεάνθης Παλαιολόγος, ο δάσκαλος και
γοητευτικός αφηγητής, ο Αντώνης Αράπογλου, γεροντοπαλίκαρο κατ’ επιλογήν, και
λίγο αργότερα ο αρχαιολόγος Ανδρέας Βαβρίτσας ο Μακεδών, σεμνότυφος και "αγαλματικός", όπως τον λέγαμε λόγω
επαγγέλματος. Η συντροφιά συμπληρώθηκε με την άφιξη του Μαρή, παλιού φίλου που
ξενιτεύτηκε για πολλά χρόνια και γύρισε να μείνει στην πατρίδα του τη Μυτιλήνη,
λάτρης της Σαπφικής ποίησης και του Ησιόδου. Και βέβαια ο Γιαννακός, ο μαέστρος
της παρέας, μ’ εκείνη την παιδιάστικη θαρρείς αφέλεια, να σχολιάζει, να
διακωμωδεί και να παραμορφώνει με τον δικό του υψηλού επιπέδου λόγο, χωρίς
κακόβουλη σκέψη, χωρίς κακεντρέχεια, να αφοπλίζει την ομήγυρη, ενώ στις όποιες
αθυροστομίες του να έρχεται η επέμβαση της Ειρήνης, της συνετής εκ Παμφίλων
συζύγου του, βάζοντας τέρμα στον οίστρο του μ’ εκείνο το «δε
σταματάς πια;».
Σαν
έκτακτη παρουσία ο μουσοτραφής Αράπης, ο ενεσιολόγος, παθιασμένος με τις όπερες
του Βέρντι, για να μας φλομώνει με τις άριές του. Ο Γιαννακός, με ανεπίτρεπτη
για την καλώς εννοουμένη ευγένεια παρέμβασή του, διέκοπτε τη μαγεία της άριας
και έκανε τη συντροφιά να ξεσπά σε γέλια ανακούφισης. Ως και η γάτα της
οικοδέσποινας δεν τον άντεξε και μια βραδιά, ενώ τραγουδούσε Ριγολέτο "φτερό
στον άνεμο", προφανώς εκνευρισμένη, όρμησε από την ανοιχτή πόρτα και τον
άρπαξε από το στόμα. Ευτυχώς χωρίς δυσάρεστα
αποτελέσματα.
Εκείνο
που επίσης θυμάμαι ήταν ότι στις κουβέντες μας δεν είχαν θέση τα κοινωνικά
κουτσομπολιά, ακόμα και η πολιτική, παρ’ όλο που το τραβούσε εκείνη η ταραχώδης
εποχή. Προτιμούσαμε να το αποφεύγουμε. Άλλωστε σεβαστή η άποψη του καθενός και
τα σχόλια περιττά. Οι κουβέντες μας γύρω σε θέματα γενικού ενδιαφέροντος και
ιδιαίτερα λογοτεχνικού. Είχαμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις, συχνά
προγραμματισμένες, κατά πρόταση του Μαρή. Καβάφη και Σικελιανό από τον
Καραγιάννη, Βάρναλη από το Γιαννακό, Ησίοδο από το Μαρή. Ο καθένας με τις
επιλογές του. Ο Βαβρίτσας σχεδίαζε τις κυριακάτικες εξορμήσεις μας σε
αρχαιολογικούς χώρους και η Μάρθα με την αγγελική φωνή της και το παίξιμό της
στο πιάνο, γλύκαινε την ατμόσφαιρα, προσφέροντάς μας στιγμές χαλάρωσης.
Ερχόταν
το καλοκαίρι και αλλάζαμε στέκι. Ο χώρος σύναξης το ζαχαροπλαστείο του Βαλάκη,
μετέπειτα Φωτίου, στην προκυμαία και η παρέα ξανοιγότανε τότε, μ’ εκείνους της
προσκολλήσεως, πάντα όμως ευπρόσδεκτους και
καλοδεχούμενους.
Επανέρχομαι
στις βεγγέρες που εκείνον τον καιρό ήταν τρόπος διασκέδασης, όπως άλλωστε και η
χαρτοπαιξία στη Λέσχη, αλλά και σε σπίτια και μάλιστα τα απογεύματα, που έγινε της μόδας ανάμεσα στις γυναικείες ιδιαίτερα συντροφιές. Προφανώς όμως να
υπήρχαν και άλλοι κύκλοι με ενδιαφέροντα ας πούμε λογοτεχνικά. Άλλες εποχές.
Τώρα
γίναμε σκλάβοι της τηλεόρασης, που σαν εργαλείο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας
αναμφισβήτητα προσφέρει πολλά. Η υπερβολική της χρήση ωστόσο, από την άλλη
μεριά, αποξενώνει και απομονώνει από τη συντροφικότητα. Ήρθε και το κινητό, που
η τεχνολογία επέβαλε ως άμεσο τρόπο επικοινωνίας αλλά τέτοιον που να ξεπερνά τα
όρια της χρήσης του. Και είναι λυπηρό να βλέπεις τους νέους, ακόμα και στις
παρέες τους, με ένα κινητό στο χέρι να επικοινωνούν, αλλά στην ουσία να
απομονώνονται. Και λέγω λυπηρό, γιατί έτσι χάνεται η ομορφιά, η ευχαρίστηση που
χαρίζει η κουβέντα και κυρίως ο διάλογος, αυτή η άμεση ανθρώπινη
επικοινωνία.
Μαρία Αχ.
Αναγνωστοπούλου
Νοέμβριος
του 2017
*Για τη ζωή και το συγγραφικό έργο του Γιάννη Αλύτη-Βόμβα διαβάστε στην ανάρτησή
μας http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2017/05/blog-post_21.html.