Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΧΡ. ΓΙΑΝΝΗ_ΑΞΕΣΚΟΛΙΣΤΟΣ Ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΑΞΕΣΚΟΛΙΣΤΟΣ Ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ

 

Χρόνια και χρόνια βολόδερνε στα ξένα ο Σταμάτης Αλετράς, ο Καρυώτης. Είχε μισέψει από τον τόπο του, όταν έκανε το στρατιωτικό του που βάσταξε δυο χρόνια. Η αποδημία του ήταν υποχρεωτική, υπαγορευμένη από την αναδουλειά, από την ανέχεια και από τον κομματικό κατατρεγμό της μετεμφυλιακής νοσηρότητας. Η πατρική του φαμίλια, βλέπετε, ήταν δημοκρατική και στιγματισμένη, αφού ο πρωτότοκος αδερφός είχε βγει για λίγο στο αντάρτικο κι έκανε εξορία μαζί με τόσα άλλα «μιάσματα».

Ο Σταμάτης περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη και καταπιάστηκε με βαριές δουλειές, ώσπου να στεριώσει τη δέστρα της ζήσης του στην ξενιτιά, να βρει το ταίρι του, ν’ αποχτήσει παιδιά και πολυφίλητα εγγόνια. Ήταν έντιμος άνθρωπος, δουλευτής από τους πρώτους και θερμός υποστηρικτής κάθε φιλότιμης προσπάθειας της ομογένειας. Μπορεί να έφυγε κυνηγημένος και πικραμένος, μπορεί να ένιωθε αποπαίδι, διατηρούσε όμως μέσα του άσβεστη την αγάπη για τη μικρή του πατρίδα, για το χωριό του.

Συχνά-πυκνά ο Σταμάτης ερχόταν στον τόπο του, για να δει τους συγγενείς, τους φίλους, τους χωριανούς του. Είχε απιθώσει στη λησμονιά τις κακότητες και τις βαναυσότητες του παρελθόντος κι αισθανόταν απέναντι σε όλους αγάπη, βαθιά ψυχική συμπάθεια. Εκείνο όμως που δεν μπόρεσε ν’ απολησμονήσει ως το γέρμα του βίου του ήταν οι τραυματικές εμπειρίες των παιδικών του χρόνων, όταν ήταν μαθητής της τετάρτης του δημοτικού. Δημιουργός τους το σχολείο γενικά της αλλοτινής εποχής, η αυταρχική συμπεριφορά των περισσότερων εκπαιδευτικών και κατ’ εξοχήν του δασκάλου της τάξης.

Ο δάσκαλος αυτός ήταν καλής προαίρεσης άνθρωπος, έτρεφε αγάπη για τους μαθητές, διέθετε αρκετά γνωστικά εφόδια αλλά και θεωρητική παιδαγωγική κατάρτιση, η οποία εναρμονιζόταν με τις αυταρχικές και ανελεύθερες απόψεις του μεσοπολέμου. Τα εκπαιδευτήρια όλων των βαθμίδων ακολουθούσαν τις αρχές του κυβερνητικού μοντέλου. Οι παλιομοδίτικες αντιλήψεις «ο μη δαρείς ου παιδεύεται» και «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» ήταν αποδεκτές όχι μόνο από τους εκπαιδευτικούς αλλά και από τους εκπαιδευόμενους. Έτσι είναι, έτσι τα βρήκαμε και δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά. Ο ισχυρός κατά κανόνα επιβάλλει τη θέλησή του με τη βία, ενώ ο αδύνατος επιβιώνει με την υπακοή, με την ευπείθεια, με τη δήλωση, με την αποκήρυξη των πολιτικών του ιδεών. Ο Σταμάτης ήταν παιδί ζωηρό, αγαπητό, ξυπνό και κάποτε απείθαρχο. Ανήκε σε πολυμελή ευυπόληπτη οικογένεια με περιορισμένα οικονομικά μέσα. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι απλοί και ολιγογράμματοι και ως εκ τούτου ανεπαρκείς και αναποτελεσματικοί. Ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται σκληρά, για να μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν στα τόσα έξοδα. Ο πατέρας ήταν επιδέξιος τεχνίτης και είχε εργαστήρι, στο οποίο έφτιαχνε λογής-λογής κόσκινα, «σταρ’κά», καλμπούρια, φίμωτρα, αλλά και ποντικοπαγίδες. Η μάνα, αγιασμένη γυναίκα, είχε τη λάτρα του σπιτιού, αλλά δούλευε και στον αργαλειό και στα λίγα κτήματά τους, ένα σωθύρι και δυο μικρά λιοστάσια, που ήταν προικώα.

Ο Σταμάτης και τ’ άλλα παιδιά ήταν υπό την επίβλεψη και την επιμέλεια των γονέων τους. Στα μαθήματα όμως δεν ήταν εύκολο να τον ελέγξουν, να τον καθοδηγήσουν. Οι γραμματικές τους γνώσεις ήταν ελάχιστες, γιατί παλαιότερα οι άνθρωποι και προπαντός οι γυναίκες δε μάθαιναν γράμματα. Το πνευματικό επίπεδο ήταν πολύ χαμηλό, οι ελευθερίες περιορισμένες και τα δικαιώματα περικομμένα. Ως εκ τούτου υστερούσε, παρ’ όλο που δεν ήταν κουτός, και αυτό δυσχέραινε ολοένα και περισσότερο την επικοινωνία και τις σχέσεις του με το δάσκαλο, ο οποίος τον απομόνωσε στο τελευταίο θρανίο, δίκην αγριμιού. Υπήρχαν και περιπτώσεις, κατά τις οποίες δάσκαλοι αντιμετώπιζαν τους μαθητές τους με κοινωνικά και κάποτε με κομματικά ακόμη και οικονομικά κριτήρια, αν τύχαινε να είναι σημαιοφόροι της άρχουσας τάξης ή φανατικοί οπαδοί κάποιας πολιτικής ιδεολογίας. Τα παιδιά τα φτωχά, τα κακοντυμένα, τα βρόμικα, τα άπλυτα, τα άνιφτα, ήταν συνήθως στο στόχαστρο.

Πέρα από την απομόνωση ο Σταμάτης αντιμετώπιζε καθημερινά και άλλα προβλήματα, όπως συνέβαινε και με αρκετούς άλλους συμμαθητές του. Οι τιμωρίες ήταν ποικίλες, ανάλογες με τα παραπτώματα, μικρά ή μεγάλα. Μια από δαύτες ήταν το χτύπημα στην παλάμη με καρεκλόξυλο ή με βέργα, με βίτσα. Με βέργες συνήθως προμήθευαν το δάσκαλο αγροτόπαιδα, τα οποία ήθελαν να έχουν καλύτερη μεταχείριση. Σε κάποιες άλλες χώρες μάλιστα ο δάσκαλος μπορούσε να τις αγοράσει σε δέσμη και από βιβλιοπωλεία που ειδικεύονταν στην εμπορία σχολικών ειδών. Ποινές επίσης ήταν τα χαστούκια, η ορθοστασία με ένα πόδι, καταπώς κάνει ο πελεκάνος, η πολλαπλή αντιγραφή, αλλά και άλλες, σύμφωνες με το μένος και με την ευρηματικότητα του τιμωρού εκπαιδευτικού.

Κανά δυο φορές ο δάσκαλος κάλεσε τον πατέρα του Σταμάτη, για να τον ενημερώσει για την πορεία της προόδου, για τις αδυναμίες, αλλά και για κάποιες ζαβολιές και αταξίες, χαρακτηριστικές της παιδικής ηλικίας. Η κατάσταση όμως, αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε και οι ποινές προέρχονταν τώρα και από τις δύο πλευρές. Ο πατέρας υιοθέτησε τη δυσαρέσκεια του δασκάλου και άρχισε και αυτός τις επιθέσεις, τις απειλές, χωρίς να είναι σε θέση να βοηθήσει με άλλον τρόπο.

Ο Σταμάτης ως παιδί βρισκόταν καθημερινά στη μέγγενη και κανένας δεν ήταν σε θέση να τον βοηθήσει ουσιαστικά. Το αυτοσυναίσθημά του, δηλαδή η αυτοεκτίμησή του, είχε κλονιστεί αρκετά, όπως ήταν φυσικό. Δεν είχε πια την αλλοτινή αυτοπεποίθηση, αμφέβαλλε για τις δυνατότητές του, για το μυαλό του, αφού μπούφο τον ανέβαζαν, μπούφο τον κατέβαζαν. Και για τους συμμαθητές του, όχι για όλους φυσικά, άρχισε να έχει κακή γνώμη, αφού κάποιοι τον υποτιμούσαν και τον υποβάθμιζαν. Ένας μάλιστα σπασίκλας, παρ’ όλο που ήταν συμμαζεμένο παιδί, τον κατέδινε για τα καμώματά του στο σχολείο στους δικούς του. Οι μόνες που του συμπαραστέκονταν ήταν οι αδερφές του, μαθήτριες και αυτές, που τον λυπούνταν και τον κάλυπταν.

Μια μέρα ο Σταμάτης, πιεσμένος αρκετά στην τάξη από το δάσκαλο, αντέδρασε άσχημα αντιμιλώντας. Αυτό ήταν το καταληκτήριο μάθημα. Ο δάσκαλος, ακολουθώντας τη γνωστή σωφρονιστική τακτική, τον έδειρε και τον έβαλε τιμωρία στη γωνία της αίθουσας. Ήταν άνοιξη και όλα τα παιδιά, όπως ήταν φυσικό, είχαν ζωηρέψει περισσότερο. Συμμερίζονταν και αυτά τον παλμό της αναγεννώμενης φύσης, η οποία είχε καταπονηθεί από το βαρύ χειμώνα, με τους θυελλώδεις ανέμους, τις βροχές, τα χιόνια και τις παγωνιές.

Όταν ο επιστάτης χτύπησε το κουδούνι, όλα τα παιδιά σαν σκλαβωμένα χίμηξαν στο προαύλιο, για να χαρούν, έστω και για λίγα λεπτά, την πολυπόθητη ελευθερία. Είναι, βλέπετε, το διάλειμμα ένα από τα καλύτερα και τα πιο ευπρόσδεκτα μαθήματα. Μαζί και ο ταπεινωμένος για πολλοστή φορά Σταμάτης. Βγαίνοντας είχε πάρει μαζί και το τρουβάδι του, δηλαδή την πάνινη χειροποίητη τσάντα του, έχοντας αποφασίσει ν’ αποδράσει από το κολαστήριό του, βγαίνοντας απ’ την αυλόπορτα, αν ήταν αφύλαχτη, ή διαφεύγοντας την προσοχή του κέρβερου πορτιέρη. Εν εναντία περιπτώσει θα κρυβόταν στα αναγκαία και από εκεί θα σκαρφάλωνε στο μαντρότοιχο και θα το έσκαζε. Γι’ αυτόν τ’ ανδραγαθήματα αυτά ήταν παιχνιδάκι. Πόσες και πόσες φορές δεν ανέβηκε σαν αίλουρος στις παρακείμενες κατραδιές, για να γευθεί μούρα στον καιρό τους;

Επιλέγοντας την τελευταία περίπτωση ο αποφασισμένος Σταμάτης, τα κατάφερε μια χαρά. Ακολουθώντας το διερχόμενο δρόμο, έφτασε σε μια αλάνα, που την είχαν ως γήπεδο κι έπαιζαν ποδόσφαιρο οι νέοι. Από εκεί, κατηφορίζοντας από τα «ράχτα» προς το λαγκάδι, έφτασε σύντομα στο πατρικό του, για ν’ ανακοινώσει την αμετάκλητη απόφασή του πως δε θα πάει πια στο σχολειό, γιατί δεν το μπορεί, δεν το αντέχει. Βρήκε τον πατέρα του στο εργαστήρι του, ενώ η μάνα του συγύριζε, ως συνήθως, στο σπίτι.

Ο μαστρο-Αρχοντής ξαφνιάστηκε και στενοχωρέθηκε, όταν είδε το γιο του σε αυτή την κατάσταση, να κλαίει και να χτυπιέται, λέγοντας πεισματικά πως δεν πρόκειται να ξαναπάει στο σχολειό, αφού ο δάσκαλος δεν τον ήθελε, τον χτυπούσε, τον τιμωρούσε, τον εξευτέλιζε καθημερινά και, όπως φαινόταν, θα τον άφηνε ως «κατμά» στην ίδια τάξη και θα πλάκωνε τ’ αβγά, όπως συνήθιζαν να λένε τότε. Προσπάθησε με ήπιο τρόπο να τον ηρεμήσει, να τον καθησυχάσει και να τον μεταπείσει, ώστε να επιστρέψει στο σχολειό. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και η μητέρα του η Κουζνή, η οποία άκουσε τα κλάματα και ήρθε να δει τι συμβαίνει. Ο Σταμάτης ήταν αμετάπειστος. Έκλαιγε γοερά, διαμαρτυρόταν, απειλούσε. Οι γονείς τα χρειάστηκαν. Φοβούμενοι μήπως το παιδί τους προβεί σε καμιά ενέργεια απελπισίας, αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν μαζί του, ελπίζοντας πως με τον καιρό μπορούσε ν’ αλλάξει γνώμη. Μάταια όμως. Ο δραπέτης του σχολειού παρέμενε αμετακίνητος στη θέλησή του.

Ο πατέρας πήρε το γιο του στο εργαστήρι, για να μάθει σιγά-σιγά την τέχνη του και να τον διαδεχτεί, αν και δεν το πίστευε. Η εργασία του είχε πέραση στο μεγαλοχώρι, όπου ζούσαν, γιατί δεν υπήρχε και δεύτερος τεχνίτης. Το είχε μονοπώλιο και μάλιστα έστελνε χρήσιμα κατασκευάσματα και στα γειτονικά χωριά και πιο πέρα από αυτά. Ο Σταμάτης όμως δεν ήταν φτιαγμένος να περάσει τη ζωή του κλεισμένος σ’ ένα εργαστήρι, όπως αυτό του πατέρα του. Ήθελε ελευθερία, ανοιχτούς ορίζοντες. Δούλεψε ως εργάτης γης, ως «πουργός» χτιστάδων και ξεροτροχαλάδων, ως σερβιτόρος, ακόμη και ως ανθρακωρύχος. Στο τέλος έφυγε με το υπερωκεάνιο «Πατρίς» σε μακρινή ήπειρο, όπου δραστηριοποιήθηκε κι έδωσε πολλά δείγματα της αξιοσύνης του. Εδώ τον βρήκαν τα γερατειά και από εδώ πλήρης ημερών έκανε τη στερνή του απόδραση προς το επέκεινα…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ*

 

(Πηγή: πρδκ. «Αγιάσος» Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών, τεύχος 236, σελ. 28-29, Μάρτης - Απρίλης 2020)

 

Γιάννης Χρ. Χατζηβασιλείου

*Ο Γιάννης Χρ. Χατζηβασιλείου είναι συνταξιούχος φιλόλογος, πρώην Σύμβουλος φιλολόγων, ερευνητής και συγγραφέας πάμπολλων κειμένων. Τα τελευταία χρόνια καταγίνεται με τη λογοτεχνία, γράφοντας διηγήματα με ήρωες παλιούς Αγιασώτες κυρίως. Είναι μόνιμος Διευθυντής - Αρχισυντάκτης του διμηνιαίου περιοδικού «Αγιάσος» του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών, που, κατά τη γνώμη μας, είναι το πλουσιότερο σε ύλη και ωραιότερο σε εμφάνιση περιοδικό Λεσβιακού συλλόγου. Η αδιάκοπη από το 1980 επιτυχής κυκλοφορία του πρδκ. οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στις ακάματες προσπάθειές του. Τον ευχαριστούμε που μας επέτρεψε να αναρτήσουμε διηγήματά του.

*Κοινωνικό διήγημα. Θίγει ζητήματα της παλιότερης ζωής, που μας προβληματίζουν και σήμερα: το παλιό αυταρχικό σχολείο, ο αναλφαβητισμός, η βία, η σχολική διαρροή, τα πολιτικά πάθη, ο ρατσισμός, η ανέχεια, η ανεργία, η ξενιτιά. Τραυματικές εμπειρίες κι αγώνες για επιβίωση… Αξεσκόλιστος ο Σταμάτης, χωρίς απολυτήριο δημοτικού. Η πληγή της τετάρτης δημοτικού αιμορραγεί πάντα…