Ο Θάνος J και η Μαρίζα J διαλέγουν για τους μικρούς μας φίλους…
…παραμύθια για την ευχή της μάνας
ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ
Η ευχή της μάνας
Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια, ζούσε μια γυναίκα που είχε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες και έναν γιο. Ο πατέρας τους πέθανε, όταν αυτά ήταν πολύ μικρά και η μάνα τους για να τα ζήσει δούλευε σε διάφορες δουλειές, γιατί ήταν πολύ φτωχιά.
Μεγάλωσε και τα τέσσερα παιδιά και τα πάντρεψε, αλλά όλα έμεναν μακριά. Από την κούραση και από την ταλαιπωρία αρρώστησε και δεν μπορούσε πια να δουλέψει. Και έπεσε στο κρεβάτι πολύ βαριά. Οι γείτονες δεν την έβλεπαν να πηγαίνει στην ξένη δουλειά και ανησύχησαν. Πήγε το πρωί μία γειτόνισσα για να δει τι είχε και δεν πήγε στη δουλειά και την βρήκε στο κρεβάτι πολύ άρρωστη.
— Έλα, γειτόνισσα, να πας να φωνάξεις την πρώτη μου κόρη να έρθει, που τη χρειάζομαι.
Πάει τότε η γειτόνισσα στην πρώτη κόρη και τις λέει να πάει στην μάνα της που είναι πολύ άρρωστη. Εκείνη δεν δέχτηκε να πάει, γιατί έπλενε και είχε τα ρούχα μέσα στη σκάφη.
— Δεν μπορώ να πάω να την δω, γιατί πλένω.
Όταν πήγε η γειτόνισσα και της είπε ότι η κόρη σου δεν μπορεί να έρθει γιατί έχει τα ρούχα μέσα στην σκάφη και πλένει, η άρρωστη μάνα αναστέναξε, δάκρυσε και της είπε:
— Σου εύχομαι, κόρη μου, η σκάφη να γίνει το σπίτι σου και να το σέρνεις όπου πας στα όρη και στα βουνά, όλη σου τη ζωή.
Από τότε η κόρη της έγινε χελώνα.
Τότε, έστειλε τη γειτόνισσα στη δεύτερη κόρη. Κι αυτή όμως βρήκε δικαιολογία ότι ύφαινε.
— Δεν μπορώ να έρθω γιατί έχω στον αργαλειό το νήμα.
Τότε πάλι η μάνα δάκρυσε και την καταράστηκε.
— Άντε κόρη μου, να υφαίνεις μέρα νύχτα και σταματημό να μην έχεις. Να σου χαλάνε οι άνθρωποι τα υφαντά και να σε κυνηγούν παντού.
Κι από τότε έγινε η αράχνη.
Μετά την έστειλε στο γιο της, μα κι εκείνος αρνήθηκε.
— Πες της μάνας μου ότι δεν μπορώ να έρθω, γιατί βάζω στους τοίχους αστυβές [=άγριους θάμνους με σκληρά αγκάθια], για να μην μου τους χαλούν.
Τότε η μάνα αναστέναξε πάλι και του είπε:
— Να έχεις την κατάρα μου κι οι αστυβές να γίνουν αγκάθια στο σώμα σου και να γυρίζεις σαν την άδικη κατάρα.
Από τότε έγινε ο σκαντζόχοιρος.
Τότε θυμήθηκε τη μικρή της κόρη και η γειτόνισσα πήγε και σ’ αυτή.
Όταν είδε την γειτόνισσα να πηγαίνει στο σπίτι της τόσο πρωί, απόρησε.
— Καλώς την, της είπε. Πώς είναι και ήρθες τέτοια ώρα;
Η γειτόνισσα της είπε ότι την γύρευε η μάνα της, που είναι πολύ άρρωστη. Η κόρη της εκείνη τη στιγμή ζύμωνε κι είχε το ζυμάρι μέσα στη σκάφη. Παράτησε όμως το ζύμωμα κι, όπως ήταν με τη ζύμη στα χέρια, έτρεξε στη μάνα της. Ούτε που ήθελε να πλυθεί, για πιο γρήγορα.
Όταν την είδε η μάνα της, της λέει.
— Γιατί, κόρη μου, είναι τα χέρια σου με τις ζύμες;
— Ζύμωνα, μάνα, κι έτρεξα να δω τι έχεις.
Τότε η μάνα της την αγκάλιασε, τη φίλησε και της λέει.
— Να έχεις την ευχή μου, κόρη μου! Να πετάς από λουλούδι σε λουλούδι, να μαζεύεις το μέλι από τα λουλούδια, να φέρνεις την γλυκασιά. Να είσαι χρήσιμη στον κόσμο. Το ζυμάρι που είναι στα χέρια σου να γίνεται κερί, για τις εκκλησίες. Χωρίς εσένα και το κερί σου, να μην μπορεί να λειτουργήσει ο παπάς.
Έτσι έγινε η μέλισσα.
Γι’ αυτό και η παροιμία λέει:
«Ευχή γονέα έπαρε και στο βουνό ανέβα».
(Πηγή: Αφήγηση της Ειρήνης Χριστοδούλου από τη Λέρο, ετών 80, τον Ιανουάριο του 2003, http://dim-ag-marin-lerou.dod.sch.gr/selides/el/com-ellin1.htm)
ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μέλισσα, χελώνα, αράχνη και σκαντζόχοιρος
Ήταν κάποτε μια μάνα που είχε τρεις κόρες κι ένα γιο. Χήρα έμεινε από νωρίς κι έτσι η καημένη ανάθρεψε τα παιδιά της μοναχή της.
Σαν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί η πρώτη της κόρη, τη ζήτησε ένα παλικάρι καλοφτιαγμένο και καλόκαρδο, μα ήταν το χωριό του μακριά, ίσαμε δυο μέρες δρόμο με το γαϊδαράκο, εκείνη την εποχή, που η μάνα η καψερή τρόμαξε!
— Πώς θα έρχεσαι, κόρη μου, να με βλέπεις όταν σε χρειάζομαι;
— Θα έρχομαι, μάνα. Στέλνε εσύ να με φωνάζουν κι εγώ θα παρατώ ό,τι κι αν κάνω και θα σου έρχομαι.
— Την ευχή μου, λέει κι η μάνα και το κορίτσι φεύγει.
Περνάει ο καιρός και ζητάνε και τη δεύτερη κόρη σε γάμο μ’ ένα παλικάρι που ήτανε και το δικό του χωριό μακριά.
— Μη στεναχωριέσαι, μανούλα μου, λέει κι αυτή. Όταν υπάρχει ανάγκη, εγώ θα έρχομαι πάντα.
Ησύχασε πάλι η μάνα κι έδωσε την ευχή της και στην άλλη της κόρη.
Μα ύστερα από κάμποσο καιρό ήρθε κι η σειρά του παλικαριού.
— Μάνα, λέει κι ο γιος, εδώ στο χωριό δουλειές δεν έχει. Να φύγω πρέπει για την πόλη, να προσπαθήσω εκεί να βρω καλύτερη τύχη.
Η μάνα η καημένη ούτε που ήθελε να ακούσει τέτοιο πράγμα.
— Αχ, παιδί μου! Πού θα μας αφήσεις εμένα και την αδερφή σου τη μικρή; Και πώς θα αφήσεις τον τόπο σου; Ένα κομμάτι ψωμί το βγάζουμε κι εδώ με άνεση και καλά να είμαστε, να έχουμε την υγειά μας. Άμα μου φύγεις κι εσύ, εγώ η έρημη ποιον θα έχω για στήριγμα;
— Μη σκας, μάνα, και την πήρα την απόφαση μου! Κι έπειτα δεν είναι τόσο μακριά η πολιτεία! Άμα μου μηνύσεις πως συντρέχει λόγος σοβαρός, εγώ αμέσως θα τρέξω! Θα σε φροντίσω, μάνα, όπως με φρόντιζες κι εσύ τόσα χρόνια. Μη στεναχωριέσαι.
Έτσι έφυγε κι ο γιος κι έμεινε η μάνα με τη μικρή κόρη. Ένα πονετικό κορίτσι, που φρόντιζε στοργικά τη μητέρα της κι, όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, διάλεξε ένα παλικάρι που το σπίτι του ήταν στο χωριό, για να μπορεί να φροντίζει και τη μάνα της όποτε τη χρειαζόταν.
Κύλησαν τα χρόνια κι η μάνα γέρασε και δύσκολα τα έφερνε βόλτα μοναχή της. Άνοιξη ήτανε και θέλησε να βάλει πλύση στα χαλιά και στα σκουτιά του σπιτιού, δουλειά δύσκολη, γιατί έπρεπε να κατέβει να τα πλύνει στο ποτάμι. Έστειλε τότε να φωνάξουν τη μεγάλη κόρη, που ήταν γυναίκα δυνατή, να τη βοηθήσει. Μα αυτός που πήγε το μήνυμα γύρισε με τούτη την απάντηση:
— Να πεις της μάνας δεν αδειάζω τώρα. Πλένω κι εγώ κι άμα τελειώσω και μπορέσω.
Πικράθηκε η γριούλα, σαν άκουσε τα λόγια της κόρης.
— Ε, και δε μένει με τη σκάφη της, αφού την αγαπάει πιότερο, είπε.
Τότε γύρισε η σκάφη και κόλλησε στην πλάτη της κοπέλας κι άλλαξε αυτή και γίνηκε... η χελώνα!
Στέλνει τότε και στη δεύτερη κόρη μήνυμα η γριά για βοήθεια.
— Ουφ! κάνει κι αυτή. Τώρα έχω το υφαντό στη μέση. Να υφάνω το πανί μου, να τελειώσω τη δουλειά μου και βλέπουμε.
— Καλά..., είπε η μάνα πάλι, ας μείνει με το υφαντό της όσο θέλει τότε.
Μα πιάστηκαν πάλι τα λόγια της κι η κοπέλα άλλαξε και γίνηκε... αράχνη, κι από τότε πραγματικά όλο υφαίνει τον ιστό της κι όλο της τον χαλάνε.
Πέρασε ο καιρός, ήρθε ο χειμώνας κι άρχισε βαρύς, κι η γριούλα δεν τα έβγαζε πέρα. Φώναξε το γιο της.
— Έλα, γιε μου, του μήνυσε. Ξύλα έχω για κόψιμο, το σπίτι θέλει επισκευές για να βγάλω το χειμώνα.
Αλλά ήρθε το μήνυμα ακόμα πιο σκληρό:
— Πού να τρέχω εγώ τώρα στο χωριό. Πνίγομαι στη δουλειά. Τώρα άρχισα το φράχτη γύρω από το σπίτι, μέχρι να τελειώσω... Ας πάρει κάποιον από το χωριό να τη βοηθήσει.
Όταν τ’ άκουσε η μάνα όλα αυτά, δάκρυσε.
— Ε! είπε μοναχά, αφού αγαπά το φράχτη του πιότερο από τη μάνα του!
Κι εκεί που μαστόρευε ο γιος, άλλαξε ξαφνικά και τα παλούκια του φράχτη γίνηκαν αγκάθια και κόλλησαν στην πλάτη του και γίνηκε... σκαντζόχοιρος!
Αποκούμπι της έμεινε η κόρη η μικρή. Γλυκιά και στοργική και πονετική πάντα, φρόντιζε τη μάνα της ως τα βαθιά της γεράματα. Και μια ημέρα που η μάνα έστειλε τη γειτόνισσα να τη φωνάξει βιαστικά, έτρεξε η κόρη με το αλεύρι ακόμα στα χέρια της καθώς έφτιαχνε πίτα...
— Κορούλα μου! είπε η μάνα, πάντα έτσι με γλυκά πράγματα να καταπιάνεσαι και να σε αγαπούν οι άνθρωποι και να σε τιμούν για τα καλά που φέρνεις!
Ακούστηκε τότε της μάνας η ευχή κι άλλαξε και η μικρή κόρη κι έγινε... μέλισσα.
Τη μέλισσα, από τότε, όλοι την αγαπούν και την τιμούν και τη φροντίζουν, γιατί δίνει το μέλι το χρυσό, τη θρεπτικότερη τροφή του κόσμου.
(Πηγή: Αναδημοσίευση από http://2nipiagogiokas.blogspot.gr/2012/05/blog-post_21.html)
ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ
Ο Σκαντζόχοιρος, η Χελώνα, η Αράχνη, ο Τζίτζικας, ο Μέρμηγκας κι η Μέλισσα
Ήτανε κάποτε μια γριά μάνα που είχε μεγαλώσει έξι παιδιά. Το καθένα ζούσε στο δικό του σπιτικό και η γριά μάνα μοναχή της. Μια φορά λοιπόν αρρώστησε βαριά και χρειάστηκε τα παιδιά της, για να τη βοηθήσουν.
Φώναξε τότε το γείτονά της και του λέει:
— Πήγαινε, καλέ μου γείτονα, να πεις στο γιο μου τον πρωτότοκο να ’ρθει. Στο χωράφι του θα ’ναι.
Πάει ο γείτονας, τον βρίσκει και του λέει:
— Έλα γρήγορα, γιατί η μάνα σου αρρώστησε και θέλει τη βοήθειά σου.
— Δεν μπορώ να πάω, πες της. Έχω πολλή δουλειά. Δε βλέπεις που βγάζω τ’ αγκάθια από το χωράφι μου;
Γυρίζει πίσω ο γείτονας και φέρνει στη μάνα τα μαντάτα:
— Ο γιος σου δεν μπορεί, λέει, να ’ρθει, γιατί βγάζει τ’ αγκάθια απ’ το χωράφι του.
Στεναχωρήθηκε τότε η μάνα και καταράστηκε το γιο της: «Όλα τ’ αγκάθια του χωραφιού να γυρίσουνε και να χωθούνε στην πλάτη του».
Κι έτσι έγινε ο σκαντζόχοιρος!
Στέλνει μετά το γείτονά της να πάει να φωνάξει τη μεγάλη της κόρη. Τρέχει ο γείτονας, τη βρίσκει και της λέει:
— Έλα κυρά μου γρήγορα, γιατί η μάνα σου αρρώστησε και σ’ έχει ανάγκη.
— Δεν μπορώ, πες της. Τώρα δα έστησα τη σκάφη μου να πλύνω.
Γυρίζει πίσω ο γείτονας και φέρνει στη μάνα τα μαντάτα:
— Η κόρη σου δεν μπορεί, λέει, να ’ρθει, γιατί τώρα δα έστησε τη σκάφη της να πλύνει.
Στεναχωρήθηκε τότε η μάνα και καταράστηκε την κόρη της: «Η σκάφη να γυρίσει και να κολλήσει στην πλάτη της».
Κι έτσι έγινε η χελώνα!
Στέλνει μετά το γείτονά της να πάει να φωνάξει την άλλη της κόρη. Τρέχει ο γείτονας, τη βρίσκει και της λέει:
— Έλα κυρά μου γρήγορα, γιατί η μάνα σου είναι άρρωστη βαριά!
— Σύρε να πας να της πεις πως τώρα υφαίνω το πανί μου και δεν αδειάζω.
Γυρίζει πίσω ο γείτονας και φέρνει στη μάνα τα μαντάτα:
— Η κόρη σου δεν αδειάζει, λέει κι αυτή, γιατί τώρα υφαίνει το πανί της.
Στεναχωρήθηκε τότε η μάνα και καταράστηκε και αυτή την κόρη της: «Σ’ όλη τη ζωή της να υφαίνει το πανί της και να της το χαλούν οι άνθρωποι».
Κι έτσι έγινε η αράχνη!
Ξαναστέλνει το γείτονά της να πάει να φωνάξει τον άλλο της γιο, που ήταν βιολιστής. Τρέχει ο γείτονας, τον βρίσκει και του λέει:
— Έλα γρήγορα καημένε, γιατί η μάνα σου πεθαίνει!
— Να της πεις πως τώρα παίζω το βιολί μου και δεν μπορώ.
Γυρίζει πίσω ο γείτονας και φέρνει στη μάνα τα μαντάτα:
— Κι αυτός, λέει, δεν μπορεί γιατί τώρα παίζει το βιολί του.
Στεναχωρήθηκε τότε η μάνα και καταράστηκε και αυτόν το γιο της: «Να παίζει το βιολί του μέρα-νύχτα και μετά να ξεραίνεται πάνω σ’ ένα δέντρο».
Κι έτσι έγινε ο τζίτζικας!
Στέλνει πάλι η μάνα το γείτονά της να πάει να φωνάξει το μικρότερο γιο της. Τρέχει ο γείτονας, τον βρίσκει και του λέει:
— Έλα γρήγορα στη μάνα σου, γιατί πεθαίνει και θέλει να σε δει!
— Δεν μπορώ τώρα. Δε βλέπεις που σοδειάζω τους καρπούς μου; Πες της να κάνει λίγο υπομονή…
Γυρίζει πίσω ο γείτονας και φέρνει στη μάνα τα μαντάτα:
— Δεν μπορεί, λέει, κι αυτός, γιατί σοδειάζει τους καρπούς του.
Στεναχωρήθηκε τότε η μάνα και καταράστηκε και αυτόν το γιο της: «Όλο το χρόνο να σοδειάζει και να μην μπορεί να φάει παραπάνω από ένα σπειρί».
Κι έτσι έγινε ο μέρμηγκας!
Στέλνει τώρα η μάνα το γείτονα στη μικρότερή της κόρη. Τρέχει ο γείτονας, τη βρίσκει την ώρα που ζυμώνει και της λέει:
— Έλα γρήγορα, γιατί η μάνα σου αρρώστησε και θέλει τη βοήθειά σου.
— Αμέσως! λέει αυτή. Παρατάει τη σκάφη με το ζυμάρι και τρέχει στη μάνα της χωρίς να πλύνει ούτε τα χέρια της.
Ευχαριστήθηκε τότε η μάνα και της ευχήθηκε: «Ό,τι πιάνεις να γίνεται μέλι γλυκύτατο κι ό,τι κάνεις, κερί για τους αγίους».
Κι έτσι έγινε η μέλισσα!
(Πηγές: Σέργη Γιάννα, Περιοδικό «Σύγχρονο Νηπιαγωγείο», τεύχος 22, Ιούλιος-Αύγουστος 2001, http://mariabos.blogspot.gr/2012/05/blog-post_04.html, http://xaroumenamoutrakia.blogspot.gr/2015/04/blog-post_23.html)
ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΚΥΘΝΟΥ
Η αράχνη, η χελώνα, ο σκατζόχοιρος κι η μέλισσα
Ήτανε μια φορά μια μάνα, που ’χε τρεις κόρες κι ένα γιο. Η μάνα όμως αρρώστησε κάποτε βαριά κι έστειλε μια γυναίκα να μηνύσει των παιδιών της να ’ρχουνε να τη βαγιολίσουνε και να πάρουν την ευκή της.
Πάει η γυναίκα στην πρώτη κόρη και τη βρίσκει μπροστά στην κρεβαταριά να ’φαίνει.
— «Τρέχα γλήορα», της λέει, «η μάνα σου πεθαίνει και σου μηνά να πας κοντά της».
— «Μπα, θά ’ρχω πιο μετά, γιατί έχω πολλή δουλειά στον αργαλειό. Ξυφαίνω κι όπου να ’ναι πέφτει ο έγκαρδος».
Η μάνα, όταν το ’μαθε, αγανάχτησε και τση ’δωσε την κατάρα της: «Σ’ ούλη της τη ζωή να ’φαίνει και ποτέ να μην ξυφαίνει».
Έτσι, η κόρη γίνηκε αράχνη, που συνέχεια φτιάνει τσι κλωστές και τελειωμό δεν έχουν.
Μετά μήνυσε της δεύτερης κόρης, που κείνη την ώρα ήτανε στη σκάφη κι έπλενε. Κι αυτή πάλι είπε:
— «Δεν μπορώ να πάω τώρα, γιατί έχω πολύ πλύσιμο».
Το μαθαίνει η μάνα και καταριέται και σ’ αυτήν: «Τη σκάφη που πλένει, να τηνε κουβαλά πάντα στην πλάτη της, να τηνε βαραίνει και να μη δύνεται να περπατά μ’ ευκολία».
Κι έτσι γίνηκε χελώνα!
Η μάνα παράγγειλε μετά να πάει ο γιος κοντά της.
Πήε η γυναίκα και τον έβρηκε την ώρα που έβγανε φρύανα και τα ’καμε γομάρια για να πάει στο φούρνο να τον ανάψει.
— «Άσ’ τα φρύανα, παλικάρι, και τρέξε αψά στη μάνα σου που πεθαίνει».
— «Παράτα με! Δε βλέπεις που ’χω δουλειά;»
Χλίφτηκε η μάνα όταν το ’μαθε και καταράστηκε κι αυτόν: «Το γομάρι με τα φρύανα που το φορτώνεται και το πααίνει στο φούρνο, να το κουβαλεί για πάντα στην πλάτη του.
Κι ο γιος γίνηκε σκατζόχοιρος!
Τελευταία το ’μαθε η μικρή της κόρη. Την ώρα που της το ’παν, τη βρήκανε να ζυμώνει.
— «Πήαινε αμέσως στη μάνα σου που κιντυνεύει…»
— «Άχου, μανούλα μου!» φώναξε, παράτησε τα ζυμάρια και ρίβαρε μονιτάρου κοντά της.
Μόλις την είδε η μάνα της, τση ’δωσε την ευκή της: «Συ, κόρη μου, παντοτινά να ’σαι χρήσιμη στους αθρώπους. Να ζυμώνεις το κερί, για να φωτίζεις τον κόσμο, και να φτιάνεις το μέλι, για να γλυκαίνεις ούλους».
Με την ευκή τούτη γίνηκε η μέλισσα, που την αγαπούν και τη χαίρουνται ούλοι οι αθρώποι.
(Βενετούλια Γιώργη «Παραμύθια της Κύθνου», εκδόσεις Εν πλω, Αθήνα 2005, σελ. 25-27)
ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ο μέρμηγκας, ο τζίτζικας, η αράχνη και η μέλισσα
… Σ’ ούλα τα πράματα η μέλισσα έχει ευκή. Να γιάντα.
Ο μέρμηγκας, ο τζίτζικας, η αράχνη και η μέλισσα ήτανε παιδιά της ίδιας μάνας. Έπεσε μια βολά του θανάτου η μάνα τωνέ. Οντέν εψυχομάχενε, λέει νειους [ενός]:
— «Να πας να πεις του γιου μου του Μέρμηγκα να ’ρθει κι η μάνα του ποθαίνει».
Πάει κι εκείνος και το λέει. Μα ο Μέρμηγκας τ’ απηλοήθηκε:
— «Εδά που θερίζουνε οι αθρώποι κι αλωνίζουνε και θα σοδιάσουνε εγώ θαν’ έρθω να τη βρω;»
Εγάειρεν ο μαντατοφόρος και του λέει η αρρωστιάρα:
— «Είντα σου ’ πε;»
Εκείνος τσ’ είπε τα ίδια που του ’πε ο Μέρμηγκας:
— «Εδά που θερίζουνε οι αθρώποι κι αλωνίζουνε και θα σοδιάσουνε αυτός θαν’ έρθει να σε βρει;»
— «Τη μαύρη μου κατάρα το λοιπός να έχει και να βασανίζεται ολοχρονίς του χρόνου και να τρώει ένα γκουκί. Να πας εδά στου Τζίτζικα και να του πεις να ’ρθει το γρηγορότερο κι η μάνα του ποθαίνει».
Επήγε και στου Τζίτζικα. Μα και κείνος δεν το κούνησε.
— «Εδά που ωρμάζουνε τα πωρικά και τα σταφύλια και θα γλεντούνε οι αθρώποι και θα τραγουδώ, θαν έρθω να τήνε βρω;»
Εγύρισεν και τον ερωτά η μάνα είντα του ’ πεν ο γιος τση.
— «Εδά», λέει, «που θαν ωρμάζουνε τα πωρικά και θα τραγουδεί, δεν του βολεί να ’ρθει».
— «Τη μαύρη μου κατάρα να ’χει», λέει και κείνη, «και να κράζει ούλο το καλοκαίρι και να σκάζει απού τη ράχη. Πήγαινε δα να πάεις και τσ’ Αράχνης και να τση πεις να ’ρθει γρήγορα κι μάνα τσης ποθαίνει».
— «Εδά που χτυπώ το πέταλό μου και σιάζω το πανί μου θαν έρθω να τήνε βρω;»
Και του ’δειξε την πόρτα. Εγάειρε πάλι μόνος του στην έρμη μάνα. Δίνει κείνη πάλι την κατάρα τση.
— «Τη μαύρη μου κατάρα να ’χει», είπε, «και να το σιάζει το πανί τση και να τση χαλά κι άνεργη να μη μένει. Τρέχα γρήγορα και τσης Μέλισσας και να την καλέσεις.
Πήρε κι εκείνος δρόμο και πάει και τήνε βρίσκει και τση το λέει. Τότες τραβά τα μέλια από τα χέρια τση και τα κεριά και τρέχει στην αρρωστημένη μάνα. Σαν το φτερό βρέθηκε μονομιάς κοντά τση. Εκείνη ζωντάνεψε από τη χαρά τση και τση λέει:
— «Την ευκή μου να έχεις, παιδί μου, που ήρθες, και πάντα να σε ψηφά [σέβεται] ο κόσμος. Τα έργα σου να ’ναι το μπάλσαμο για όλους τσι πόνους και λειτουργιά να μη γίνεται χωρίς το κερί σου».
Από τότε η μέλισσα έχει ευκή. Κι ανέ κεντρώσει καμιά φορά, λυπάται για το κακό που κάνει και ποθαίνει αμέσως. Και τα τζιτζίκια δες τα, σκάζουνε από την πλάτη.
(Πηγές: Λογοτεχνικό περιοδικό «Κρητικές Σελίδες», αρ. 9-10, Ιούλιος-Αύγ. 1936, Ηράκλειο Κρήτης. Δημοσιευμένο στο βιβλίο της Κυρμιτζάκη Αγλαΐας «Παραμύθια από την Κρήτη», εκδόσεις Νοβόλι, Χανιά 2011, σ. 118-120)
Μια φουρά κι έναν καιρό, ζούσε μια μάνα πο ’χε τρία κουρίτσα κι δυο πιδιά. Τ’ ανάθρεψε κι τ’ ανάστησε ολομόναχη, με κόπους, βάσανα και στερήσεις. Σαν τρανέψανε, τα πάντρεψε και τα καλοπάντρεψε κι πήγαν το καθένα στο σπίτι τ’.
ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
Η μάνα με τα
πέντε παιδιά
Μια φουρά κι έναν καιρό, ζούσε μια μάνα πο ’χε τρία κουρίτσα κι δυο πιδιά. Τ’ ανάθρεψε κι τ’ ανάστησε ολομόναχη, με κόπους, βάσανα και στερήσεις. Σαν τρανέψανε, τα πάντρεψε και τα καλοπάντρεψε κι πήγαν το καθένα στο σπίτι τ’.
Περάσανε τα χρόνια κι η μάνα
γέρασε κι αρρώστησε. Έστειλε τότε άνθρωπο να φωνάξει το γιο, το μεγάλο, να
’ρθει να την κουμανταρίσει. Κείνος όμως αποκρίθηκε πως δεν άδειαζε, γιατί ήταν στο δάσος και μάζωχνε
πευκοβελόνες για προσάναμμα.
Τότε τη μάνα την πήρε το
παράπονο και το παράπονο γίνηκε κατάρα για το σκληρό γιο κι είπε:
— Οι πευκοβελόνες στη ράχη τ’
να καρφωθούν!
Κι αλήθεια οι πευκοβελόνες
πήγαν και καρφώθηκαν στο κορμί του κι έτσι έγινε ο σκαντζόχοιρος, που το
κορμί του είν’ γιομάτο αγκάθια.
Ύστερα έστειλε να φωνάξουν τη
μεγάλη θυγατέρα. Κείνη όμως αποκρίθηκε πως έπλενε μπουγάδα κι είχε ρούχα στη
σκάφη και δεν μπόραγε να πάει.
Τότε η μάνα πικράθηκε για
δεύτερη φορά και καταράστηκε την άπονη κόρη:
— Η σκάφη στην πλάτη σ’ να καρφωθεί και να
τη σέρνεις σ’ όλη σ’ τη ζωή!
Η σκάφη και μπήκε πάνω στην
πλάτη της κι έγινε η χελώνα, που κουβαλάει τη σκάφη της πάνω της, όλη
της τη ζωή.
Ματαστέλνει η μάνα να φωνάξουν
τη δεύτερη θυγατέρα, όμως κι αυτή αποκρίθηκε είχε διασίδι στον αργαλειό κι
έπρεπε να το υφάνει.
Τότε η μάνα είπε:
— Να υφαίνεις και να διάζεσαι
και πανί να μην έχεις!
Κι η κόρη γίνηκε η αράχνη,
που φκιάνει το υφαντοπάνι στις σκοτεινές γωνιές και το χαλνούν οι νοικοκυρές
όταν ξαραχνιάζουν. Έτσι πανί δεν έχει ποτέ της.
Ύστερα στέλνει η μάνα να
φωνάξουν το μικρό γιο. Μα κι αυτός αποκρίθηκε πως γίνονταν γάμος, είχαν γλέντι
και τραγούδαγε και δεν έκαμε να φύβγει.
Πάλι είπε γιομάτη πίκρα η μάνα:
— Σ’ ούλη σ’ τη ζωή να
τραγουδάς, μα προκοπή και χαΐρι να μην έχεις και στο τέλος να πεθαίνεις
τραγουδώντας.
Αυτός ο γιος γίνηκε ο τσίτζιρας,
που όλη του τη ζωή την περνάει τραγουδώντας στα δέντρα, μα προκοπή δεν κάνει.
Ακόμα κι όταν πεθαίνει, βγάζει έναν ήχο σαν τραγούδι.
Η τελευταία απαντοχή της μάνας
ήταν η τρίτη θυγατέρα. Αυτή, σαν άκουσε πως η μάνα ήταν άρρωστη, άφηκε το ψωμί
που ζύμωνε κι έτρεξε με τα ζυμάρια στα χέρια για να την κουμανταρίσει.
Μόλις την είδε η μάνα, την
αγκάλιασε και της έδωκε την ευχή της κι είπε:
— Γλύκα να δίνεις στους
ανθρώπους και τα ζυμάρια πο ’χεις στα χεράκια σ’ ευλογία Θεού να ’ναι.
Έτσι η τρίτη θυγατέρα γίνηκε η
ευλογημένη μέλισσα, που μας δίνει το γλυκό της μέλι και το ζυμάρι που ’χε
στα χέρια της γίνηκε το κερί, π’ ανάβουν οι χριστιανοί στην εκκλησιά.
«Ευχή της μάνας έπαρε
και στα βουνά περπάτα!»
(Πηγή: Αφήγηση Χρήστος Τάνγκαλης από Αμφιλοχία Αιτωλοακαρνανίας, στο βιβλίο της Καλομοίρας Γκρέκα-Τσιλαλή «Λαϊκά Παραμύθια της Ρούμελης», εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2016, σελ. 118-120)
ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Παραλλαγή: είναι μία διαφορετική μορφή του παραμυθιού, που έχει κάποιες διαφορές στην υπόθεση, στους ήρωες, στον τίτλο, στη γλώσσα και στα εκφραστικά μέσα, ανάλογα με τη διάλεκτο του τόπου και τον αφηγητή/την αφηγήτρια, την εποχή και άλλα. Βρείτε ποιο από τα παραπάνω παραμύθια είναι η κρητική παραλλαγή αυτού του παραμυθιακού τύπου.
Διασκευή: ονομάζεται μία σκόπιμη τροποποίηση ενός παραμυθιού, συνήθως για να εξυπηρετηθούν παιδαγωγικοί ή λογοτεχνικοί ή άλλοι σκοποί. Ένα από τα παραπάνω παραμύθια είναι διασκευή κάποιου άλλου. Βρείτε ποιο.
Καταγραφή: Τα λαϊκά παραμύθια είναι έργα της προφορικής λογοτεχνίας, γιατί παραδίδονταν προφορικά από γενιά σε γενιά (προφορική παράδοση), κυρίως με τους παραμυθάδες, άτομα προικισμένα με το ιδιαίτερο χάρισμα της μυθοπλασίας και της ωραίας αφήγησης. Επειδή οι συνθήκες ζωής άλλαξαν με την πάροδο των αιώνων, για να διασώσουμε τα προφορικά έργα της λαϊκής μας παράδοσης, τα καταγράφουμε και τα φυλάσσουμε σε βιβλία.
Λαογραφία: ονομάζεται η επιστήμη που διασώζει και μελετά τα έργα της προφορικής λαϊκής παράδοσης (παραμύθια, μύθους, δημοτικά τραγούδια, παροιμίες, παραδόσεις κ.ά.). Λαογράφος λέγεται ο επιστήμονας που ασχολείται με τη Λαογραφία. Πρωτοπόρος Έλληνας λαογράφος είναι ο Νικόλαος Πολίτης (1852-1921), ο «Πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας», όπως τον ονομάζουμε για το σημαντικό του έργο.
Νικόλαος Γ. Πολίτης. Εικόνα από Βικιπαίδεια:
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
1. Διαβάσατε παραπάνω έξι παραμύθια, που στην πραγματικότητα είναι παραλλαγές του ίδιου παραμυθιού. Βρείτε ποιες και τι είδους διαφορές έχει κάθε παραμύθι από τα άλλα.
2. Ποιο σας άρεσε περισσότερο και γιατί; Περιγράψετε τα συναισθήματα που σας προκαλεί αυτό το παραμύθι.
3. Βρείτε τους κύριους ήρωες, τους δευτερεύοντες και τα βουβά πρόσωπα. Ποιο πρόσωπο συμπαθήσατε περισσότερο; Ποιο προβάλλεται ιδιαίτερα και γιατί;
4. Στην αρχή κάθε παραμυθιού αναφέρονται με λίγα λόγια πληροφοριακά στοιχεία από το παρελθόν των ηρώων. Μπορείτε να βρείτε ποιους σκοπούς του αφηγητή ή της αφηγήτριας εξυπηρετούν;
5. α) Ποια παραγγελιά έδωσε η μάνα στο γείτονα/στη γειτόνισσα να μεταφέρει στα παιδιά της; β) Με ποια σειρά καλεί τα παιδιά της για βοήθεια και τι συμπεραίνετε για τη δομή της ελληνικής οικογένειας από το στοιχείο αυτό; γ) Προσέξτε με ποια λόγια –ίδια ή διαφορετικά;– ο γείτονας/η γειτόνισσα ανακοινώνει σε κάθε γιο ή κόρη την παραγγελιά της μάνας και με ποια λόγια μεταφέρει στη μάνα την απάντηση κάθε παιδιού της.
6. Πώς κρίνετε τη μάνα και τα παιδιά της; Αν σας όριζαν «συνήγορο» κάποιου από τα πρόσωπα του παραμυθιού, τι θα λέγατε για να το υποστηρίξετε;
7. Πώς χαρακτηρίζετε τους γείτονες και ποια συμπεράσματα βγάζετε για το κοινωνικό περιβάλλον, όπου διαδραματίζεται η υπόθεση του παραμυθιού;
8. Τα παραμύθια ξεχωρίζουν από τις αληθινές ιστορίες, γιατί έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό κάποια «μαγικά» (εξωλογικά) στοιχεία. Βρείτε ποια είναι τα εξωλογικά στοιχεία των παραπάνω παραμυθιών.
9. Σκάφη, αργαλειός, φράχτης-παλούκια-αγκάθια, βιολί, καρποί σιτηρών, σταφύλια, οπωρικά, ζυμάρι: ποιες δραστηριότητες των ανθρώπων συμβολίζουν τα αντικείμενα αυτά και ποιον άλλο ρόλο παίζουν στο παραμύθι;
10. Τα παραμύθια, εκτός από τον κύριο διδακτικό σκοπό, εξυπηρετούν έμμεσα ή άμεσα και άλλους ηθικούς, κοινωνικούς στόχους ή αιτιολογούν κάτι. Ποιο είναι το κοινωνικό μήνυμα; (διδακτικός σκοπός). Μπορείτε ακόμα να διακρίνετε αν υπάρχει και κάποιος αιτιολογικός στόχος;
11. Μοιάζουν οι ήρωες κι οι ηρωίδες των παραπάνω παραμυθιών με τους σημερινούς ανθρώπους; Αν ναι, τι νομίζετε ότι μπορεί να κερδίσει κάποιος, διαβάζοντάς τα;
12. Γράψετε παρακάτω την ευχή που δίνει η μάνα στη μικρότερη κόρη της. Της ευχήθηκε να ...…………………………………………………………………………………………………………
……………………………………………………………………………………………………………
……………………………………………………………………………………………………………
13. Στα παραμύθια και στην πραγματική ζωή παλαιότερα η ευχή των γονιών θεωρούνταν ότι ήταν πολύτιμο «φυλαχτό» από κάθε κακό, ενώ η κατάρα τους πίστευαν ότι εκπληρωνόταν πάντα. Τι πιστεύουμε εμείς σήμερα;
14. «Να έχεις την ευχή μου και από τα είκοσί μου νύχια!»: η παράξενη ευχή που μου έδιναν ο παππούς κι η γιαγιά μου, η οποία, όταν αγανακτούσε από τις παιδικές αταξίες μου, μου έδινε την εξής κατάρα-ευχή: «Κακό χρόνο να μην έχεις!». Θυμηθείτε κι εσείς και γράψετε παρακάτω μία ή περισσότερες ευχές που σας δίνει η μητέρα ή ο πατέρας ή η γιαγιά ή άλλο συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο:
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
15. Θυμηθείτε πώς νιώσατε, όταν πρωτακούσατε κάποια από τις παραπάνω ευχές. Ποια απ’ όλες σας «ζεσταίνει» την καρδιά περισσότερο; [Εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ την ευχή που μου έδωσε η ετοιμοθάνατη μητέρα μου τα Χριστούγεννα του 1991: «Κόρη μου, ο Χριστός να σε χρυσώσει»].
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ:
α. Ζωγραφίσετε μία εικόνα του παραμυθιού ή γράψετε ένα ποίημα ή μια δική σας διασκευή του παραμυθιού.
β. Δραματοποιήσετε το παραμύθι. Μοιράστε τους ρόλους (αφηγητής, μάνα, πρώτη κόρη, δεύτερη κόρη, μικρότερη κόρη, γείτονας, γειτόνισσα, πρωτότοκος γιος, δεύτερος γιος, μικρότερος γιος). Εσύ ποιον ρόλο θα διάλεγες; Καλή διασκέδαση!
γ. Γίνετε μικροί λαογράφοι. Καταγράψτε μία άλλη παραλλαγή του παραπάνω παραμυθιού ή κάποιου άλλου από ένα γνωστό σας πρόσωπο, γράφοντας και τα στοιχεία του αφηγητή ή της αφηγήτριας (Χρησιμοποιήσετε, αν έχετε, μαγνητόφωνο ή βιντεοκάμερα ή άλλο μέσο καταγραφής).
δ. Στείλτε μας το παραμύθι που καταγράψατε και το όνομά σας, για να το δημοσιεύσουμε στο paleochori-lesvos.blogspot.gr ή αναρτήστε το στη δική σας ιστοσελίδα.
Τα άπονα παιδιά:
Η πονετική κόρη, η μέλισσα:
Διαβάζετε παραμύθια…
ΜΥΡΣΙΝΗ Μ. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου