Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΠΑΡΤΗ - ΠΛΑΛΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑ


    ΣΠΑΡΤΗ

     Σπάρτη του νότου
     και της ομίχλης
     δεν κράτησες δάκρυ από το παρελθόν
     είναι όλα στην κοιλάδα σου
     κάτω απ’ το φρύδι του βουνού
     που σε κοσμεί.
     Αρσενική πολιτεία
     που ανδρώνεις γλυκές πορτοκαλιές
     και ελιές.
     Άραγε για τι οι άνδρες σου
     πολεμούν τώρα;
     Οι γυναίκες στέκονται αιώνια
     στηρίγματα στο κατώφλι κάθε σπιτιού.
     Μεγαλώνουν παιδιά που ο χρόνος
     τα έχει γλυκάνει.
     Σπάρτη του νότου,
     γη των κραδασμών,
     όσο περισσότεροι, τόσο μεγαλύτερη
     η θέρμη της γης
     κι η ανατριχίλα των φύλλων στα δένδρα σου.

                                                               Χρυσούλα Πλάλα
                                                     Παρασκευή, 29-8-2014

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΑΖΑΣ

Προσευχή για την Ειρήνη με ένα ποίημα…
                                        
ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΑΖΑΣ

Τα παιδιά της Γάζας
μαθαίνουν αριθμητική
μετρώντας νεκρούς.
Δέντρο με παράξενους καρπούς
φυτρώνει στη λωρίδα της Γάζας.
Κυριακή μίσους.
Ποιος θα τρυγήσει τη φρίκη;

                       Μυρσίνη Βουνάτσου
                        Κυριακή 3-8-2014


*Το πρωί της Κυριακής 3 Αυγούστου 2014, ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ βομβάρδισαν σχολείο του ΟΗΕ στη Ράφα, στα νότια της λωρίδας της Γάζας. 10 νεκροί Παλαιστίνιοι και 30 τραυματίες ο φρικτός απολογισμός. Δέκα χρόνια μετά, σωτήριον έτος 2024, οι ένοπλες διαμάχες συνεχίζονται. Σταυρωμένοι οι λαοί...

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

ΧΑΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

clip_image002                                                             
Ένα όμορφο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη διάλεξα και χαρίζω στους φίλους του Paleochori-lesvos.blogspot.gr (από Ελλάδα, Κύπρο, Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Καναδά, Βραζιλία, Αυστραλία, Δανία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Νορβηγία, Σουηδία, Αυστρία, Ελβετία, Ισπανία, Σερβία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Αλβανία, Καζακστάν, Τουρκία, Ινδία, Ταϊβάν, Ν. Κορέα, Ινδονησία, Μαλαισία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Νησιά Κέιμαν, Μεξικό, Ουκρανία και άλλα μέρη), με πολλές ευχαριστίες για τις τόσο συχνές επισκέψεις τους πάνω από 10.000 σε τρεις μόνο μήνες και την ευχή να μη λείψουν ποτέ από κοντά τους τα πρόσωπα που τους αγαπούν. Το ποίημα, μελοποιημένο από την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου και τραγουδισμένο παλαιότερα από τη Δανάη Μπαραμπούτη (https://www.youtube.com/watch?v=A9-O8ynBHtM&t=61s), σε νεότερη μελοποίηση και ερμηνεία από τη Χαρούλα Αλεξίου (https://www.youtube.com/watch?v=xtLo63Sxwso) είναι ακόμα πιο όμορφο... 

                          
Ιωάννης Πολέμης (1862 – 1924)

ΧΑΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
                    
Αχ! και να γύριζαν, να ’ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ’ αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να ’ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα.
                                     
Ποτάμι που ’τρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι η γη το ρούφηξε στ’ άφωτα βάθη
κι ως και το χνάρι του για πάντα ’χάθει.
                                              
Αχ! και να γύριζαν, να διπλοζήσω,
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω,
και να ’σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου,
από τη γέννα μου, ως τη θανή μου.
                                                
Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα!
Ζωές αμέτρητες ήθελα να ’χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ’ αγαπήσω…
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!
                                      
                       («Ποιήματα», 1883)
clip_image003
                                                            

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

ΠΑΤΡΙΔΑ - ΠΑΝΑΓΙΑ

 
Δύο ποιήματα της Χρυσούλας Πλάλα
      
Η φίλη λογοτέχνις Χρυσούλα Πλάλα ― εκλεκτή φιλοξενούμενη της ψηφιακής μας σελίδας ― αφιερώνει δύο ποιήματά της στους Έλληνες του Εξωτερικού και στους Φιλέλληνες, με την ευχή να μην ξεχνούν ποτέ το φως το ελληνικό και το γαλάζιο του Αιγαίου...
                                                                     
clip_image002
                                                     
Η Χώρα μου
Άκουσα την καμπάνα
κι ανέβηκα στο μικρό ναό
σε μια στροφή μου βγήκες μέσα από
έναν αναστεναγμό,
αγαπημένο χώμα, π’ ανθίζεις
και καρπίζεις και ριγείς μόνον εδώ.
Έτσι σ’ έναν έρωτα μοναδικό φωτός και νερού
με τον ουρανό ν’ αγκαλιάζει τη θάλασσα
σε τρυφερή απόσταση
σιωπηλός εραστής… κι εκείνη να βάφεται
με όλα τα μπλε για να κάμψει το γόνυ
… και να το ερύθημα του ήλιου
και η πνοή του ανέμου
Σε φιλώ γη και θάλασσα ελληνική.
                       
Στην Παναγιά
Δέσποινα των Ουρανών
ευωδία της Γης
μείνε για λίγο εδώ σ’ αυτό το μακρινό ξωκκλήσι
να μιλήσουμε για τον πόνο των σωμάτων
για την τέρψη των ψυχών
Εσύ Μέλισσα του Κόσμου
που εστερήθεις του Καρπού σου
δρόσισέ μας απ’ τον κάματο των ημερών.
                                     
(Από την ποιητική συλλογή «Φ», Εκδόσεις «Γαβριηλίδης», Αθήνα 2012)

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΠΟΙΗΜΑ

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Κωστή Παλαμά 

"Στον ποιητή Κώστα Καρθαίο"

                
Σε Μοίρας ανελεήμονης τα πόδια
ή στου Θεού μας το έλεος γυρτοί;
Των εθνικών Απριλομάηδων ξόδια
μας δείχνουν για ποιας λύτρωσης γιορτή;

Μες στο παλιόσπιτό σου ταμπουρώσου,
ζήσε όπως - όπως, ο παθός μαθός!
Κάλλιο γλίστρα στο δρόμο το δικό σου,
παρά στο δρόμο του άλλου να ’σαι ορθός!

Δεν είναι δανεικιά η μεγαλοσύνη,
λευτεριάς ψεύτρας, ψεύτρα κι η τιμή!
Κάλλιο το μαύρο στάρι που ζυμώνω,
παρά του ξένου τ’ άσπρο το ψωμί…

(Άπαντα, τόμος Ζ΄, εκδόσεις Μπίρης - Γκοβόστης, Αθήνα 1965, σ. 542 - 
 Από τη συλλογή «Η Πεντοσύλλαβη - Τα Παθητικά κρυφομιλήματα - Οι Λύκοι», 1925)



ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ



        Ξεκινάμε λίγο αφού βγούμε απ’ του σπιτιού μας την αγκαλιά.
        Ύστερα ορκιζόμαστε να υπηρετήσουμε την Αλήθεια και τη Νιότη.
        Νιάτα και νους και στόμα και χέρι μας, στρατιώτες
        που πολεμούν ασταμάτητα, χαράζοντας με την κιμωλία
        το δρόμο που οδηγεί προς τον Άνθρωπο.
        Λέξεις και σχήματα και νότες, ποιήματα, χημικοί τύποι και μελωδίες
        κυλούν απ’ την έδρα, σκαρφαλώνουν στον πίνακα,
        σκορπίζονται μέσα στην αίθουσα…
        Μπροστά μας μάτια κι αυτιά, αισθήσεις
        τεντώνουν το τόξο της Νιότης, περιμένοντας να τους μάθουμε
        πώς να σκοτώσουν το μικρόψυχο δράκο της αμάθειας.
        Αντηχούν οι αμίλητοι τοίχοι από του μόχθου τους βόγκους,
        αίθει η αίθουσα από τη λάμψη του Λόγου.
        Ήλιος ο νους, χρυσώνει την πένα που υμνεί της ζωής μας το νόημα.
        Ξυπνούνε οι Φήμιοι, για να τραγουδήσουν στη Νιότη
        τραγούδι δοξαστικό για τους στρατιώτες της Ειρήνης.
        Γλώσσα και Φυσική, Αριθμητική και Μουσική
        περιγράφουν, μετρούν, συνθέτουν της ζωής το ρυθμό.
        Μονοπάτια, π’ οδηγούν το παιδί απ’ του Κύκλωπα τη σπηλιά
        στον παράδεισο, εκεί που φυτρώνει της Δικαιοσύνης το δέντρο
        και ποτίζει τη ρίζα του το καθάριο νερό της Αλήθειας.

        Τριάντα χρόνια με την κιμωλία και το βιβλίο στο χέρι…
        Το χέρι κουράστηκε να κρατάει την πένα.
        Το μέταλλο της φωνής μας άρχισε να σκουριάζει.
        Τα μαλλιά μας πήραν το χρώμα της κιμωλίας.       
        Θα προλάβουμε άραγε να φτάσουμε στον προορισμό μας;
        Θα κόψουμε τον άγιο καρπό της Δικαιοσύνης,
        για να τον μοιράσουμε ίσα στα πνευματικά μας παιδιά;  

        Πολύβουο μελίσσι οι πόθοι μας.
        Η ψυχή μας βαραίνει απ’ του πανδαμάτορα χρόνου το διάβα.
        Σε λίγο θα τελειώσει η τριαντάχρονη μάχη.
        Θα πούμε στους συμπολεμιστές μας αντίο,
        θα κρεμάσουμε στους ώμους τα λιγοστά λάφυρα (σύνταξη)  
        και θα βαδίσουμε χωριστά στου γυρισμού μας το δρόμο…
        Θα μας θυμούνται άραγε, σαν θα σβηστεί απ’ τα μάτια τους
        της μορφής μας η εικόνα;
        Θα μιλούν με αγάπη για μας, όταν θα έχουμε φύγει;
                                                                                                                                   
        Ξάφνου ηχεί σιωπητήριο…
        Στερνός ασπασμός, μια βουβή χειραψία…
        Μοναχά η σιδερένια εξώπορτα τρίζει,
        καθώς ανοίγει, για να περάσει ο στρατιώτης,
        κουβαλώντας αιματηρές μνήμες από τις μάχες
        και τη βαριά του ασπίδα.   
        Βαθιές χαρακιές αυλακώνουν το πρόσωπο.
        Άσπρισαν τα μαλλιά του, πήραν το χρώμα της στάχτης…

        Όμως ο πόλεμος τέλειωσε πια… Φτάνει της γαλήνης η ώρα…
        Χαμογελά… Πασχίζει να θυμηθεί το τελευταίο χάδι της μάνας του,  
        προτού αναχωρήσει για το μέτωπο…
        Έχει λείψει τριάντα ολόκληρα χρόνια…
        Θα τον περιμένει άραγε με την αγκαλιά ολάνοιχτη
        μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού τους;

        Γυρισμός. Η ζεστή αγκαλιά του σπιτιού,
        το γλυκό πρωινό ξύπνημα,
        μυρωδάτο ψωμί ζυμωμένο από χέρι αγαπημένο,
        η γαλήνη…
        Η ξέγνοιαστη εκδρομή, που τριάντα χρόνια σχεδίαζε,
        με τη συντροφιά φίλων αγαπημένων
        και το καλάθι με τα μοσχάτα σταφύλια,
        που τριάντα χρόνια τρυγούσε…

        Πριν δρασκελίσει τελευταία φορά την εξώπορτα,
        γυρίζει, αγκαλιάζει με το βλέμμα τις οικείες εικόνες, θυμάται…
        Γλυκιές και πικρές στιγμές, ατελείωτη αλυσίδα από μνήμες:
        αχνά εφηβικά πρόσωπα, ονόματα και φωνές, χέρια που δέχτηκαν
        απ’ το χέρι του μια φέτα από τ’ άγιο ψωμί της Αλήθειας.  
        Θα φυτρώσουνε άραγε τα στάχυα στο χωράφι που έσπειρε χτες,
        για να το θερίσουν τα χέρια, που δέχτηκαν απ’ το χέρι του
        το ατίμητο δώρο της αγάπης για το Καλό;… 

        Αλλά τώρα πρέπει να φύγει… Θ’ αφήσει για αύριο
        τον απολογισμό… Αντίο!

        Αφιερωμένο στους δασκάλους που δίδαξαν την αγάπη για το Καλό και το Δίκιο... 
                                     κι αποχωρούν, χωρίς ανταλλάγματα για την προσφορά τους.  
 
                                                                                                     ~ Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου ~

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

Καρέλλη Ζωής “Νεότητα Δύσκολων Χρόνων”
                                                                  
Τι θα κάνουν οι νεότατοι, οι ωραίοι,
με την τραγικήν εφηβεία,
ραγισμένο κρύσταλλο της ψυχής,
αφανισμένο λουλούδι, άγουρο χαλασμένο καρπό,
κίτρινο της αυγής χρώμα μελαγχολικό;
Αρχίζει μέρα συννεφιασμένη,
μ’ αδιέξοδον ουρανό, βαρύ, φορτωμένο
καταιγίδες φανερές κι ύπουλες.
Τι θα κάνουν εκείνοι, που έχουν
τα ωραία, τα φοβερά εκείνα μάτια
της νεότητας καθαρά κι αμετάπειστα;
Τι θα κάνουν οι έφηβοι,
όταν τόσο πολύ γνωρίζουν
και δεν μπορούν να ελπίζουν,
καθώς αρχινούν τη ζωή;
Λαχταράν ουρανό, καθαρό φως
και στον γαλάζιο πόντο ν’ αρμενίσουν
ελεύθεροι, να πιστέψουν ζητούν
στην ανθρώπινη δύναμή τους ακέρια.
Τους έταξαν την πλήρη ελευθερία,
η θυσία του αίματος να πληρωθεί.
Πιο βαριά η δουλειά τούς δένει
κι η προσπάθεια που αυξαίνει επίπονη,
δεν αφήνει το άνθισμα ευτυχίας καλής.
Οι πιο καθαροί πόθοι άσπρα περιστέρια,
σκλαβωμένα χτυπιούνται, λαβώνονται απάνθρωπα.
Τι ξέρουν οι μεγάλοι και δεν μιλούν;
Ποια σκληρότητα έμαθαν;
Ο Αχιλλέας κι ο Οδυσσέας
δεν ξεκινούν στους πολέμους, πιστεύοντας
στους ωραίους, κοντά στους ανθρώπους, θεούς.
Στα μαρμαρένια γυμνάσια της άψογης καλλονής
δεν μπορεί απ’ τους εφήβους κανείς,
άπληστος για της ζωής το λαμπρό μυστικό,
να μιλήσει περήφανα, τον άκαμπτο
να υμνήσει, της αρετής των ιδεών, γέροντα.
Τι θα κάνουν οι νεότατοι,
όταν το ξεγέλασμα της ορμής
δεν γίνεται απαράμιλλη οπτασία;
Όταν, πριν αρχίσουν της ζωής
την τυραννικήν δοκιμασία, γνωρίζουν
το τέρμα κλειστό, την περιπέτεια δίβουλη;
Όταν τόσο γνωρίζουν, που δεν ελπίζουν
στην έξοχη νίκη της αρετής;
Άγγελος δεν φαίνεται κανείς,
της πικρίας το ποτήρι να του προσφέρει.
Μονάχος ο έφηβος θα το φέρει
στα πικρά, σιωπηλά χείλη του,
όπου κανένας λόγος προσευχής,
προσφυγής, δεν ανθεί, δεν καλεί τον πατέρα,
τη στιγμή της φριχτής δοκιμής,
της αμείλιχτης μοναξιάς, της αγωνίας,
της πιο μεγάλης δοκιμασίας του ανθρώπου…
 
Αφιερωμένο στους νέους και στις νέες όλης της Γης…