Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

ΜΟΙΡΟΛΟΪ (ΚΑΤΑΛΟΓΙ) ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 Πανεπιστήμιο Αιγαίου - Εργαστήρι Πολιτισμικής Επικοινωνίας και Τεκμηρίωσης
“Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο: Λέσβος (19ος-20ός αιώνας)”
Ηχογραφήσεις: Νο 37-Μυτιλήνη, Νο 38-Μεσότοπος, Νο 39-Μπορός Πλωμαρίου, Νο 40-Αγιάσος
Το καταλόγι της Παναγιάς
Νεοχώρι (Μπορός) Πλωμαρίου |1996, θρήνος (καταλόγι) της Παναγίας -Τραγουδάει η Γαρυφαλλιά Γιαννούλου -Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λέσβος 19ος-20ός αιώνας - 

Ανοίξτε την ηχογράφηση Νο 39
  http://soc-arksrv3.aegean.gr/music/musicians_sounds.php?unq=&
  
            
  Παλιοχωριανό Μοιρολόϊ
                               
  ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟЇ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
   από την Αγάθη Χρυσάφη
                                                     
  Καλό ’ναι τ’ άγιος ο Θεός, καλό είναι κι ας το πούμε,
   όποιος το λέει σώνεται, όποιος τ’ ακού’ αγιάζει
   κι όποιος το καλαφουγκραστεί σ’ Παράδεισο θα πάει,      
   σ’ Παράδεισο κι σκ’ ακκλησιά και στ’ άγια μοναστήρια.
   Εκεί που κά’τε η Παναγιά μόνη και μοναχή της
   την προσευχή της έκανε για το μονογενή της,
   ακού’ βροντές, ακού’ αστραπές και ταραχές μεγάλες.
   Βγαίνει στην πόρτα της να δει, να δει τη γειτονιά της.  
   Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
   και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτημένο.
   Βλέπει το Γιάννη να ’ρχεται κλαμένο, βουρκωμένο,
   κλαμένο και βροχάμενο και παραπονεμένο,
   βαστά και στο χεράκι του μαντήλι ματωμένο
   και στ’ άλλο το χεράκι του μαλλιά της κεφαλής του.
 Τι έχεις, Γιάννη, κι έρχεσαι κλαμένος, βουρκωμένος,  
   κλαμένος και βροχάμενος και παραπονεμένος;
   Ο δάσκαλός σου σ’ έδειρε ή το χαρτί σου εχάσες;
 Ο δάσκαλος δεν μ’ έδειρε ούτε χαρτί μου εχάσα.
   Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα1 να σου μιλήσω
   ούτε η καρδιά μου το βαστά να σου τ’ ομολογήσω.
 Για κάνε γλώσσα πες μου το, μιλιά και μίλησέ μου,
   για κάνε σίδερο καρδιά και ομολόγησέ μου. 
 Το δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι,
   οι άνομοι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.
   Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον δέσαν.  
   Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε κι ελιγώθει.
   Σταμνιά νερό της ρίχνουνε, τρία κανάτια μόσχου
   και τρία το ανθόνερο, ώσπου να συνεφέρει.
   Και όταν εσυνέφερε, αυτό τό λόγο λέει:
 Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριάμ και του Προδρόμου η μάνα,
   και του Λαζάρου γη αδελφή, να πάμ’ όλες αντάμα,
   να πάμε να τον εύρουμε, προτού τον εσταυρώσουν,
   προτού τον βάλουν στα καρφιά και μου τον θανατώσουν.
   Παίρνουνε δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
   και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’ ένα τσομπανάκι.
 Ώρα καλή σου, τσόμπανε.   Καλώς την άγια μάνα.
 Μην είδες, γιε μ’, τον γιόκα μου και το μονογενή μου;
 Βλέπεις εκείνο το βουνό το καταραχνιασμένο,
   που ’ν’ από μέσα σκοτεινό κι απέξω ανταριασμένο;
   Εκεί πάνω τον έχουνε το γιο σου σταυρωμένο.
   Σαν πεύκο τον εστήσανε και τον επελεκούσαν
   και τ’ αποπελεκούδια του στην κάμινο πετούνε.
   Βγάζουνε γηρανιό καπνό και κόκκινη φωτίτσα
   και των Οβραίων οι θωριές εροδοκοκκινίζαν.  
 Τα δέκα χίλια να γενούν, τα χίλια δυο χιλιάδες
   τ’ άλλα τα περισσότερα χίλιες μελιγουνάδες,
   τα πέντε δέκα να γινούν, τα εκατό διακόσια,
   τ’ άλλα τα περισσότερα να γίνουν άλλα τόσα.
   Παίρνουνε δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
   και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’ ένα μαστουράκι.
 Ώρα καλή σου, μάστουρα, μαζί με τα παιδιά σου,
   μαζί με τη γυναίκα σου κι όλη τη φαμελιά σου.
   Θα σε ρωτήσω, μάστορα, τι είν’ αυτά που κάνεις;
 Τα μη σε μέλει μη ρωτάς τι ’ναι αυτά που κάνω.
 Μένα μου πρέπει να ρωτώ, έχω καημό μεγάλο.
 Βριγιοί μου παραγγείλανε καρφιά να τους εκάνω.
   Μου παραγγείλαν τέσσερα, εγώ τα κάνω πέντε.
 Βρε ατσίγγανε και βρε χαρτσιά και βρε καταραμένε,
   σαν παραγγείλαν τέσσερα, γιατί τα κάνεις πέντε;
 Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια,
   το πέμπτο το φαρμακερό θα βάνουν στα τζιγέρια.
   Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.
   Σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχου
   και πέντε το ανθόνερο, ώσπου να συνεφέρει.
   Και όταν εσυνέφερε, αυτό το λόγο λέει.
 Βρε ατσίγγανε και βρε χαρτσιά και βρε καταραμένε,
   αφού σου είπανε τριά, γιατί τα κάνεις πέντε;
   Άντε βρε παλιατσίγγανε, εσύ κι η φαμελιά σου,
   ξύλα να βάζεις στη φωτιά, αχλιά ποτές μην κάνεις,
   παρά μες στο μπουτσάκι σου ποτές να μην ’ποτάξεις,
   πουκάμισο στη ράχη σου ποτές να μην αλλάξεις,
   ψωμί πά’ στο τραπέζι σου ποτές να μη χορτάσεις,
   χώρα σε χώρα να γυρνάς, ποτές χωριό μην κάνεις.   
   Παίρνουν το δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
   και το στρατί τις έβγαλε μπρος στου ληστή την πόρτα.
   Βλέπει την πόρτα σφαλιστή και το κλειδί παρμένο
  και τα μικρά παράθυρα σφιχτά παραντωμένα.
 Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου,
   να βρέξω τ’ αχειλάκι μου νερό με το βαμβάκι.   
   Κι η πόρτα απ’ το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
   Θωρεί δεξιά, θωρεί ζερβά, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
 Μην είδες, γιε μ’, τον γιόκα μου και σε το δάσκαλό σου;      
 Βλέπεις εκείνον το γυμνό και τον ανεμαλλιάρη,
   οπού φορά στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι,
   οπού φορά στη μέση του αβάτινο ζωνάρι.  
 Βριγιοί μου, σας παρακαλώ, κάνετε ελεημοσύνη,
   να τον εκατεβάσετε με την ταπεινοσύνη.
   Σταυρέ μου, για χαμήλωσε, γιε μου κατέβα κάτω,
   να σε φιλώ στο μάγουλο, ώσπου να σε χορτάσω.
 Άιντε, Μαρία μου, διάβαινε και διάφορο μην έχεις.
 Γιόκα μου, ’γω σε γέννησα, πώς δεν με λέγεις μάνα
   και δεν εκοιλοπόνεσα και τράβηξα μεγάλα;
   Οπού ’χα κούνιες αργυρές, σχοινιά μαλαματένια,
   είχα και σε κουνούσανε οι δώδεκα παρθένες;
 Άιντε, μανούλα μ’, στο καλό και στην καλή σου ώρα
   κι ο δρόμος σου να σου  φανεί τριαντάφυλλα και ρόδα.
 Πού ’ναι γκρεμός να γκρεμνιστώ, φωτιά να πέσ’ απάνω,
   πού ’ναι κι άδικος θάνατος, να πέσω να πεθάνω.
 Εσύ, μάνα μ’, σαν γκρεμνιστείς, γκρεμνιέται όλος ο κόσμος,
   γκρεμνιούνται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
   γκρεμνιούνται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
   Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
   και κάνε μια παρηγοριά, να κ’ εύρ’ όλος ο κόσμος,
  να κ’ εύρουν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
   να κ’ εύρουν κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
   Άιντε, μανούλα μ’, διάβαινε και διάφορο δεν έχεις,
   μόνο το Μέγα Σάββατο τότες να μ’ απαντέχεις.
   Σαν κράξουνε οι πετεινοί και ψάλλουν οι παπάδες,
   τότε, μάνα μ’, μ’ απάντεχε με κάτασπρες λαμπάδες.

Επιτάφιος Ευαγγελίστριας Παλαιοχωρίου Λέσβου. Φωτογραφία Ευαγγελίας Καραμπέτσου - Κουτλή.

  
Άλλη παραλλαγή

   ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟЇ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
                               από τη Δέσποινα Γανώση - Παυλίδου
                   
  Ήρτι η μιγάλ’ σαρακουσκή τσι γοι αγιασμένις μέρις,
   που λειτουργούν γοι ακκλησιές τσι ψέλνουν οι παπάδις.
   Ψέλνουν τουν άγιου του Χριστό τσι τ’ άγιου Κυριελέησον.
  
   Καλό ’νι τ’ άγιους ου Θεός, καλό ’νι τσ΄ ας του πούμι,
   όποιους του λέει σώνιτι, τσ’ όποιους τ’ ακού’ αγιάζει
   τσ’ όποιους του καλαφουγκραστεί σκ’ Παράδεισου θα πάει,      
   σκ’ Παράδεισου κι σκ’ ακκλησιά τσι στ’ άγιου μοναστήρι.
   Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
   την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
   Ακού’ βρουντές, ακού’ αστραπές τσι ταραχές μιγάλις.
   Βγαίνει στην πόρτα της να δει, να δει τη γειτονιά της.  
   Βλέπει τον ουρανό θαμπό τσι τ’ άστρα βουρκουμένα
   τσι του φιγγάρι του λαμπρό στου αίμα βουτηγμένο.
   Θωρεί και δεξιότερα, βλέπει τουν Άγιου Γιάννη,
   βαστά τσι στου χειράκι του μαντήλι ματουμένου
   τσι στ’ άλλου του χειράκι του μαλλιά απ’ την κεφαλή του.
 Τι έχεις, Γιάννη μ’, τσ’ έρχισι κλιαμένους, βουρκουμένους,  
   κλιαμένος τσι βρουχάμινους τσι παραπουνιμένους;
   Η δάσκαλούς σου σ’ έδειρε ή του χαρτί σου ’χάσις;
 Μη δάσκαλούς μου μ’ έδειρι μη του χαρτί μου ’χάσα.
   Δεν έχου στόμα να στου πω, μιλιά να σου μιλήσω
   μήδι η καρδιά μου του βαστά να σου τ’ ουμουλουγήσω.
 Για κάνε στόμα, πες μου το, μιλιά τσι μίλησέ μου,
   για κάνε σίδηρου καρδιά τσι ξιφανέρουσέ του. 
 Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι,
   οι άνομοι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.
   Η Παναγιά σαν τ’ άκουσι, έπισι κι ελιγώθει.
   Τριά σταμνιά ρουδόσταμα κι τέσσιρα του μόσχου
   κι πέντι το ανθόνιρου, ώσπου να συνεφέρει.
   Απάνου που συνέφιρι, αυτά τα λόγια λέει:
 Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριάμ και του Προδρόμου η μάνα,
   τσι του Λαζάρου γη αδελφή, να πάμι ούλις αντάμα,
   να πάμι να τουν εύρουμι, πριν να τουν εσταυρώσουν,
   πριν να τουν βάλουν στα καρφιά τσι τουν εθανατώσουν.
   Παίρνουν του δίπλα του στρατί, στρατί του μονοπάτι
   τσι του στρατί τις έβγαλι μπρος σ’ ένα μαστουράκι.
 Ώρα καλή σου, μάστουρα, μαζί μι τα πιδιά σου,
   μαζί μι τη γυναίκα σου κι μι τη φαμελιά σου.
   Θα σε ρουτήσου, μάστουρα, τι ’ναι αυτά που κάνεις;
 Τα μη σε μέλει μη ρωτάς τι ’ναι αυτά που κάνω.
 Μένα με μέλει και ρωτώ κι έχω καημό μεγάλου.
 Βριγιοί μου παραγγείλανε καρφιά να τους εκάνω.
   Μου παρατζείλαν τέσσιρα, μα ’γώ τα κάνου πέντι.
 Σα σ’ παρατζείλαν τέσσρα, γιατί τα κάνεις πέντι;
 Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια,
   τσι τ’ άλλου του φαρματσιρό να μπει μες στα τζιγέρια.
   Η Παναγιά σαν τ’ άκουσι, έπισι και λιγώθει.
   Τριά σταμνιά ρουδόσταμα κι τέσσερα του μόσχου
   τσι πέντι του ανθόνιρου, ώσπου να συνιφέρει.
   Απάνου που συνέφιρι, αυτά τα λόγια λέγει.
 Βρ’ ατσίγγανι τσι βρε χαρτζιά τσι βρε καταραμένι,
   ξύλα να βάζεις στη φωτιά, αχλιά πουτέ μην κάψεις,
   ψουμί πά’ στου τραπέζι σου πουτέ να μη χουρτάσεις,
   παρά μες στο μπουγάκι σου πουτέ μην αποτάξεις
   μήδι πά’ στη ραχίτσα σου πουκάμισου ν’ αλλάξεις,
   Παίρνουν του δίπλα του στρατί, στρατί του μονοπάτι
   τσι του στρατί τις έβγαλι μπρος σ’ ένα τσουμπανάκι.
 Ώρα καλή σου, τσόμπανι.  Καλώς την άγια μάνα.
   Μπας τσ’ είδις, γιε μ’, του γιόκα μου τσι του μουνουγενή μου;
 Βλέπεις του κείνου του βουνό του καταραχνιασμένου,
   που ’νι απού μέσα σκουτεινό τσ’ απόξου ανταριασμένου;
   Εκεί πάνου τουν έχουνι του γιο σου σταυρουμένου.
   Σαν πεύκου τουν εστήσανε τσι τουν επιλικούνι
   τσι τ’ απουπιλικούδια του στην κάμινο πιτούνε.
   Οξύ καπνό εβγάζουνι τσι γηρανιά φουτίτσα
   και των Οβραίων οι θωριές εροδοκοκκινίζαν.
   Η Παναγιά σαν τ’ άκουσι, έπισι και λιγώθει.
   Τριά σταμνιά ρουδόσταμου, ώσπου να συνιφέρει.
   Απάνου που συνέφιρι, αυτά τα λόγια λέγει.
 Τα πέντι χίλια να γινούν, τα δέκα δυο χιλιάδις
   τ’ άλλα τα περισσότερα αμέτρητες χιλιάδες.
   Παίρνουν του δίπλα του στρατί, στρατί του μουνουπάτι
   τσι του στρατί τις έβγαλι μπρος στου ληστού την πόρτα.
   Ήταν η πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
   τσι τα παραθυράκια του σφιχτά παραντουμένα.
 Άνοιξι πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
   Κι η πόρτα απ’ του φόβου της άνοιξι μοναχή της.
   Σα μπαίνει μέσα η Παναγιά, κανέναν δε γνωρίζει.
   Απ’ τους Οβραίους τους πολλούς κι απού τους ’Βραιολόγους
   Κανέναν δεν εγνώρισι, μόνου τουν Άγιου Γιάννη.
 Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου,
   μπας τσ’ είδις με του γιόκα μου τσι σε του δάσκαλού σου;      
 Βλέπεις τουν κείνον του γυμνό τσι τουν ανιμαλλιάρη,
   οπού φουρεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι,
   οπού φορεί στη μέση του αβατινό ζουνάρι;  
 Βριγιοί μου, σας παρακαλώ, κάνιτι ελεημοσύνη,
   να τουν εκατιβάσιτι μι την ταπεινουσύνη.
   Σταυρέ μου, για γονάτισε, σταυρέ μου κλίνε κάτου,
   να σε φιλώ στα μάγουλα, ώσπου να σι χουρτάσου.
 Άιντε, Μαριά μου, διάβινι κι διάφουρου δεν έχεις.
 Γιόκα μ’, ’γω δε σε γέννησα και δε με λέγεις μάνα
   και δεν σι κοιλοπόνεσα κι τράβηξα μεγάλα,
   που σου ’χα κούνιες αργυρές, σχοινιά μαλαματένια,
   οπού σε νανουρίζανε οι δώδικα παρθένες;
 Άιντε, μανούλα μ’, στου καλό τσι στην καλή σου ώρα.
 Πού ’νι γκριμός να γκρημνιστώ, φουτιά να πέσου απάνου,
   πού ’νι ο άδικος θάνατος, να πέσου να πιθάνω.
 Εσύ, μάνα μ’, σαν γκρεμνιστείς, γκρεμνιέται ούλους η κόσμους,
   γκρεμνιόντι οι μάνες για μουρά τσι τα μουρά για μάνις,
   γκρεμνιόντι τσι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
   Βάλι κρασί στου μαστραπά κι αφράτου παξιμάδι
   και κάνε μια παρηγοριά, να κ’ εύρει ούλους η κόσμους,
   να κ’ εύρουν μάνις για πιδιά τσι τα πιδιά για μάνις,
   να κ’ εύρουν τσι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
 Ποιος είδι γιο στου μακιλιό τσι μάνα στου τραπέζι.
 Άψαλτη κι αλειτούργητη να ’νι η Άγια Άννα,
   που δεν την παρηγόρησι την πικραμένη μάνα.
 Άιντε, μανούλα μ’, στου καλό κι διάφορο δεν έχεις,
   μόνο το Μέγα Σάββατο τότε να μ’ απαντέχεις,
   σαν κράξουνε οι πετεινοί και ψάλλουν οι παπάδες,
   τότε, μάνα μ’, μ’ απάντεχε με τις χρυσές λαμπάδες. 

 ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

   Σημειώσεις:
   1. Ευχαριστούμε τις συγχωριανές μας Αγάθη Χρυσάφη, Δέσποινα Γανώση-Παυλίδου και Ευαγγελία Καραμπέτσου-Κουτλή, που με προθυμία μας βοηθούν να διασώσουμε την παράδοση του χωριού μας.   
     2. Άλλη παραλλαγή του παλιοχωριανού μοιρολογιού της Παναγιάς θα βρείτε στην παρακάτω διεύθυνση:

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου