Κυριακή 12 Μαΐου 2013

ΜΗΤΕΡΑΣ ΓΙΟΡΤΗ

clip_image001
ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΑΣ

Βασιλικός μου μύρισε και δυόσμος και λεβάντα
σε σκέφτηκα, Μανούλα μου, κι αγιάσανε τα πάντα.

Σας δίνονται δυο ποιήματα της ευαίσθητης Μυτιληνιάς ποιήτριας Χρυσούλας Χατζηγιαννιού, για να τα αφιερώσετε στη μητέρα και στον πατέρα σας κι, αν θέλετε, να γράψετε κι εσείς ποιήματα εμπνευσμένα από τις μορφές της δικής σας μητέρας και του δικού σας πατέρα:
    
Χατζηγιαννιού Χρυσούλα  
Στη μητέρα 
                                    
Θωρώ σε, και τα μάτια μου ομορφαίνουν.
Κι ως με θωρείς, μοσχοβολά η ψυχή μου.
Δεντράκι είναι στα χέρια σου η ζωή μου,
τα όνειρά σου ν’ ακουμπούν και να πληθαίνουν.
Μανούλα μου, θωρώ σε,
και τα μάτια μου ομορφαίνουν.
                      
Παντού σε νοιώθω σαν την ώρα την καλή
που τρέφει με το ράμφος της τ’ αφτέρουγο πουλάκι.
Και σπάει την πέτρα, ακτίνα φλογερή,
να περιβάλει φως το σκουληκάκι.
Ω μάνα, της ζωής αστείρευτος κρουνός,
με σένα στην ψυχή μας κατεβαίνει ο ουρανός.
                                                       
Μάνα σε κράζω κι η ζωούλα μου μερώνει.
Κι ως καρτερείς με στο κατώφλι
μ’ ανοιχτή την αγκαλιά,
πετώ κοντά σου χελιδόνι,
κι ένα κελάηδημα γιρλάντα σου περνώ στην τραχηλιά,
μανούλα μου, χιλιάκριβη
και μόνη.

(Συλλογή «Φτερουγίσματα», σελ. 21)
clip_image003
Χατζηγιαννιού Χρυσούλα
Το τροπάρι του πατέρα

Άγιος ο ίδρως του, που χύνεται για μας,
και τὄχει μυστική χαρά και καμαρώνει.
Όταν ανθίζει το δικό μας το χαμόγελο,
η πίκρα του τελειώνει.

Είναι ο λόγος του μεστός και μετρημένος
και μας γλυκαίνει, σαν καμπάνα εσπερινή.
Στα τιμημένα χέρια του όλα όμορφα,
και σαν αντίδωρο αγιασμένο το ψωμί.

Δεν έχει μέτρο, για να μετρηθεί ο ίσκιος του,
που σαν φτερούγα Αγγέλου μας τυλίγει.
Μαζί του, ο ήλιος δρασκελίζει το κατώφλι μας,
και μέσα στην ψυχή μας καταλήγει.
(Συλλογή «Φτερουγίσματα», σελ. 22)
clip_image005
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΑ

Αλέπης Κούλης
Σκέφτομαι τη μητέρα μου

Κεράκι της υπομονής και του καημού λιβάνι,
μόνο όποιος δε σε γνώρισε στο νου του δε σε βάνει!
Να κάθεσαι να ξενυχτάς, σε ατέλειωτα νυχτέρια
κεντώντας με τα ευγενικά, με τ' άξια εκείνα χέρια.
Να κάθεσαι να ξενυχτάς, βράδια και βράδια αράδα, 
στο σπίτι μας το καύχημα κι η πούλια κι η φρεγάδα.
Να κάθεσαι να ξενυχτάς, να πλέκεις και να υφαίνεις
και κάποτε να σιγοκλαίς, την πίκρα να γλυκαίνεις.
Βασιλικός μου μύρισε και δυόσμος και λεβάντα:
Σκέφτομαι τη Μητέρα μου κι αγιάσανε τα πάντα.          
clip_image030
Αποστολίδης Λάμπης
Δέηση στην Παναγία της μάνας του μετανάστη
                               
Στο μικρό μας χωριό, Κυριακή και Γιορτή.
Γλεντούν όλοι απόψε.
Με χορούς, με βιολιά.
Με ψητό, με κρασί, με τραγούδι.
Και η μαύρη εγώ, στην καλύβα μονάχη μ’
σκαλίζω τη στάχτη ν’ ανάψει το τζάκι
θρακιά να με κάψει
η μνήμη!

Οι δικοί μ’ μ’ αφήσαν. Στα ουράνια πετάξαν
χαθήκαν!
Ο γιος μου ’χε μείνει. Κι αυτός
μακριά μ’ έχει φύγει
στα ξένα!
Μα… Παναγιά μ’ με βλέπεις; Δεν κλαίω
στο μαντήλι μ’ πνίγω
το λυγμό μ’, στεγνώνω το πύρινο δάκρυ
και μ’ αβούρκωτα μάτια
τη θερμή Δέηση μ’
σε Σένα Παρθένα
τα πάντα μ’ λέω!
Γλυκιά Παναγιά μ’
άκουσέ με τη μαύρη…
Αχ, Παναγιά μ’, το θάγμα σου κάνε
και βοήθα του γιο μ’, στα ξένα,
τη μνήμη του νά ’βρει ο δόλιος,
να θυμηθεί, να σκεφτεί
πατρίδα, χωριό, σχολειό, εκκλησιά,
κι εμένα, τη Μάνα!
Μητέρα έχεις κάνει και ξέρεις.
Του φαρμάκι, που πίνει κάθε μητέρα,
του παιδί της σα χάνει – αλί της!
Αχ, κι να ’ρχότανε
ξαφνικά κάποια μέρα
να λάμψει, ν’ αστράψει του χωριό και του σπίτ’
(πώς λαχταράει η καρδιά μ’
που το σκέφτομαι μόνο!)
Στην αγκαλιά να του κλείσω
με φιλιά κι μι δάκρυα!...
Τα μαλλιά να χαϊδέψω
σα πρώτα, που παιδάκι γλυκό, αρφανό,
για το σχολειό του, το στόλιζα, για
στην εκκλησία μας να πάει!
                                                                                        
Να γινότανε, λέει το θάγμα!
Η γριά του, η μάνα η έρμη
το κριβάτι μ’ θἄφηνα άρον - άρον!
Τη ράβδα μ’ θἄρπαζα, ν’ ανέβου, να πάου αψηλά
– τ’ ανηφόρι τρεις ώρες! – στου μοναστήρ’
«στη Παναγιά της Κορφής», του τάμα μ’
του μεγάλου του τάμα μ’
μια λαμπάδα αψηλή σα το μπόι του
απ’ αγιοκέρι καθάριο
κι ας ήταν Παρθένα μ’ για πάντα
τα μάτια μ’ νἄκλεινα – φτάνει
του γιόκα μ’ νἄβλεπα
μια στιγμούλα μονάχα
κι ας ήταν εκείνη
– Παναγιά μ’ μ’ ακούς; – Ας ήταν εκείνη
η στερνή μου στιγμή!...

(«Αντίδωρα Αγάπης», Αθήνα 1975, σελ. 29-30)
clip_image007
Αργυροπούλου Γιώτα
Μάννα
…………………………………………….
Φάτε εσείς κι ας πεθάνω εγώ τους έλεγε
και μοίραζε στα τέσσερα
το αυγό στα ορφανά παιδιά της.
Πέθανε εντέλει λίγο μετά την κατοχή
και ψωμί δε χόρτασε.
Στο στρωμένο το τραπέζι μας μπροστά
το ντέρτι του θεριεύει.
Νηστική πέθανε η μάννα μου.
Τ’ ακούς; μου κάνει.
Νη - στι - κή.

(Ποιητική συλλογή «Διηγήματα», Εκδόσεις "Μεταίχμιο", Αθήνα 2010, σελ. 40)

clip_image009
Βερίτης Γιώργος
Μάνα γλυκύτατη
                                   
Πώς με βελούδινα δάχτυλ’ αγγίζεις
              τους πόνους μας και τους γλυκαίνεις!
Μάνα γλυκύτατη, όλα τα βάσανα συ τ’ απαλαίνεις
πάνω απ’ το λίκνο μας σκύβοντας,
              άγγελε – ω τι χαρά σου! –
τα μεταξένια σου απλώνεις φτερά, τα μεγάλα φτερά.
Ω, το γλυκό, τρυφερό σου,
              μανούλα, ολόθερμο φίλημα,
στου βρεφικού μας ονείρου τ’ αθώο
              κι απλό παραμίλημα.
Ω, πώς πονάς, όταν βλέπεις
              εμάς στο κρεβάτι του πόνου
και στους δικούς μας κινδύνους,
              καλή, πόσα φίδια σε ζώνουν!
Πόσες φορές σου τρυπάμε,
              φτωχή, την καρδιά με μαχαίρι
και πόσες άλλες σηκώσαμε απάνω σου βέβηλο χέρι!
Πόσες φορές σ’ ανεβάσαμε απάνω σε ξύλον οδύνης,
δίχως εσύ και μια λέξη πικρή παραπόνου ν’ αφήνεις!
Κι ω, πόσες άλλες φορές
              στου φριχτού Γολγοθά μας τα σκότη
μόνη σου κλαις, σ’ ένα θρήνο
              βουβό τη χαμένη μας νιότη!
Όλα μας τἄμαθες, Μάνα γλυκύτατη, ατίμητη μάνα,
και με της Πίστης μας τ’ άγιο
              μας έθρεψες κι άφθαρτο μάννα.
Ένα κομμάτι χρυσάφι μας έκρυψες μέσα βαθιά μας,
να μπουμπουκιάσουν οι ανθοί
              λαχταράς του Καλού στην καρδιά μας.
Μάνα! Πού βρήκες την τόση στοργή,
              την αγάπη την τόση;
Μες στην ψυχή σου, απ’ το χέρι
              του Πλάστη μας έχει φυτρώσει!
Μάνα, που πήρες απ’ όλα τα πλάσματα ανώτερο θρόνο,
άφθαρτη μένει κι ανέγγιχτ’ η δόξα σου μέσα στο χρόνο.
Μες στην αγκάλη σου – ω θαύμα –
              κρατάς το θεό μας, Μητέρα,
κι είσαι απ’ τη γη κι απ’ τους κόσμους
              των άστρων εσύ Πλατυτέρα!
clip_image011


Γιαννίτσαρος Αρτέμης
ΜΑΝΑ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

Μάνα μην κλαις στο χωρισμό, καθόλου μην λυπάσαι
του Μάη τα τριαντάφυλλα θα ξανανθίσουν πάλι.
Μια χαραυγή, μια χρυσαυγή, θα ’ρθω – να το θυμάσαι
Να γείρω το κεφάλι μου στη στοργική σου αγκάλη.


(Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 10ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 233)


clip_image015

Δομενίκου - Αναγνώστου Περσεφόνη
Προσευχή για τη Μάνα

Τεχνήτρα της αγάπης.
Μάνα.
Υφάντρα της στοργής
και του πόνου.
Αγκαλιά απέραντη,
ολόζεστη,
παρηγορήτρα Μάνα.
Πώς χώρεσαν
όλα αυτά μέσα σου;
Θεέ μου,
πάνω απ’ όλα αυτά,
είσαι Συ.
Δος της κι άλλη δύναμη,
Θεέ μου,
της τεχνήτρας,
της υφάντρας Μάνας,
για να υφαίνει
με πιότερη τέχνη
την αγάπη,
με τη στοργή και τον πόνο.

(«Σκόρπιοι στίχοι», Μυτιλήνη 2015, σελ. 17)


clip_image003

Καβάφης Κωνσταντίνος
27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.
                                
Σαν τὄφεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ' τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τἄζησες παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κ' επέρασάν το το σκοινί και τὄπνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ' ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαεφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα παιδί μου».



clip_image013
Καβάφης Κωνσταντίνος
Δέησις
                                    
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη. –
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

            
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί –

                                  
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

                 
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θά ’λθει πια ο υιός που περιμένει.

    
clip_image015


Κοντού - Καρκάνη Μυρσίνη
Στη μάνα μου που έφυγε
(και σε κάθε μάνα που φεύγει)

Όταν την πράσινη γη του Μάρτη
τα πρώτα λουλούδια θα στολίζουν,
δεν θα είσαι ανάμεσά μας.
Σηκώθηκε θύελλα
και σε πήρε μακριά μας.

Γκρέμισαν οι πύλες του ουρανού
για να χωρέσουν τη μεγαλοσύνη σου.

Βρέθηκες στις συμπληγάδες του πόνου
               και δεν άντεξες.

Ξεμείναμε ακίνητοι, μόνοι στην άκρη του δρόμου
                και σ’ αποχαιρετούμε.

Ποιος θα μας φέρει τον ήλιο
να ζεστάνει τα όνειρά μας;

Ποιος θα ετοιμάσει το βάλσαμο
για να γιατρέψει τις πληγές μας;

                        ΜΑΝΑ!
Κουβάλησα όσο πόνο είχα μέσα σε δυο συλλαβές.


(Μυρσίνης Κοντού-Καρκάνη «Περιδιαβάζοντας στα μονοπάτια του Χτες. Μνήμες Μεσότοπου», έκδοση Παναγιώτη Ρεπάνη, Αθήνα 2009, σελ. 183) 

clip_image003

Λάγιος Σπύρος
Η μάνα
                          
Αντάμωσα τη μάνα μου
και δυο σταγόνες δάκρυα χαράς
κυλήσανε στα μάγουλά της.
Αρμυρές σταγόνες, σαν της θάλασσας.
Οι μάνες έχουν μέσα τους
μια θάλασσα βαθιά.

(Περιοδικό “Αιολικά Γράμματα”, τεύχος 239, Αθήνα 2009, σελ. 15)


clip_image017
Μαρκοράς Γεράσιμος
Μάνα

Μάνα!... Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νἄχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;


Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.


Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τ’ς απάτης,
κι αναστενάζοντας,

Μάνα μου! λέει,
Μάνα! και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε
τ’ άνθια κι η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.


Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το Μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

clip_image019
Μαυρογιάννης Περικλής
ΕΙΡΗΝΗ

Μάνα γλυκιά,
απ’ τ’ άσπρο σου κεφάλι
βγάλε το μαύρο σου τσεμπέρι
κι ανασκουμπώσου κι έβγα,
τα σκαλοπάτια, την αυλή,
τα κάγκελα ν’ ασπρίσεις.
Μη σκιάζεσαι,
μόν’ άφησε το πιο μικρό αδέλφι
ολόγυρα στο σπιτικό,
ξεχορταρίζοντας να παίζει.
Μάνα γλυκιά,
τον ουρανό με φόβο μην κοιτάς
τα μαύρα του σημάδια
άλλο δεν είναι από χαρές,
αφού ήρθε πια η Άνοιξη με τόσα χελιδόνια
και τις ζεστές φωλιές τους
στο λιακωτό μας πάλι θε να σε κτίσουν.
Μάνα, βαριά, βαθιά ο γέρος σκάβει,
τους λάκκους που ανοίγει
μη σε τρομάζει,
θε να φυτέψει αμυγδαλιές, θε να φυτέψει ελιές.
Μάνα γλυκιά,
σκούπισε πια το δάκρυ σου
και σήκω πιάσε το προζύμι,
να φτιάξουμε ψωμί
γλυκό σαν τούτη την Ειρήνη…
(Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 10ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 77)


clip_image028

Μελινός Μανώλης
ΜΑΝΑ
Στη μητέρα μου και σ’ όλες τις μητέρες του κόσμου
Μάνα,
Μαγιού Ανατολή.
Γλυκειά, αυγερινοφίλητη, αγνή δροσοσταλίδα.
Λαοί σε υμνολογήσανε
– βλαστάρια σπλάχνων σου κι αυτοί.
Μικρή θεά προσκυνητή, γεννάς ζωή κι ελπίδα.

Αγάπη, δώρο τ’ ουρανού.
Στην άρρωστη ανθρωπότητα – Μάνα – σταθμός γαλήνης.
Το χάδι σου, Θεού πνοή!
Τα λόγια σου, Ευαγγέλιο!
Μ’ ένα σου δάκρυ μητρικό, χίλιες πληγές ξεπλύνεις.

Μάνα ηλιολαμπρότερη.
Μύρια αγγελούδια κατοικούν στην όμορφη ψυχή σου.
Η πλάση υποκλίνεται στη θεία σου υπόσταση.
Η μυρωμένη σου καρδιά, γωνιά του Παραδείσου.

Ουρανοδρόμε οδηγέ.
Ελπιδοφόρα ορθρινή, γλυκόλαλη καμπάνα.
Σημαίνεις τους θεσπέσιους παλμούς,
μέσα στα στήθη μας.
Αγάπης παραλήρημα η προσφορά σου,
Μάνα!

(Περιοδικό «Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι», 52-53, 1981 - Μίσσιου Κώστα «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 10ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 548)

clip_image015
Μπολέτσης Στέφανος
Μάνα γλυκιά του πόνου
                                         
Μάνα του πόνου, μάνα
των κουρασμένων, των γυμνών,
των ταπεινών κι αποδιωγμένων μάνα.
του αρρώστου, του φυλακισμένου,
του στρατοκόπου, του ναυαγισμένου.
των έρημων και σκότεινων…
Του φοβισμένου ορφανού μάνα γλυκιά.

Στες ταραγμένες μας ψυχές γαλήνη δίνεις.
Βαθιές – τετράβαθες, πυρές πληγές πραΰνεις.
Μάνα των όσων δεν γελούν ποτέ,
μάνα των όσων πάντα κλαίνε,
σε πέλαγα ανεμόδαρτα τούτης της ζωής.
Μάνα – μανούλα, μάνα.

Σάρκα απ’ τη σάρκα σου
και κάτι απ’ την καρδιά σου:
                     όλοι παιδιά σου.
Σαν τα γυμνά κλαδιά, δάση τα χέρια, εδώ
υψώνονται κι όλοι Σέ κράζουν:
ψίθυροι βόγκοι… άμετρες καρδιές
καλούν Σε και παρακαλούν,
από τα βάθη, τα εδώ χάμου,
«Μάνα μου, βόηθα με» λέν’
«βόηθα με, Παναγιά μου!»

(«Ημερολόγιο της Μεγαλόχαρης», 1971, σελ. 89-90, από το βιβλίο «Η Παναγιά στη Νεοελληνική Ποίηση», σελ. 129, επιμ. Ι. Μ. Χατζηφώτης, Εκδ. Τουμπής, Αθήνα 2008)

clip_image020
Μπρεχτ Μπέρτολτ

                                                             Αφιερωμένο στις μάνες που χάσαμε από αρρώστια

Τραγούδι για τη μητέρα μου
      [Lied von meiner Mutter]
    
1. Τη μορφή της δεν τη θυμάμαι πια πώς ήταν πριν οι πόνοι της
αρχίσουν. Αποκαμωμένη, ανασήκωνε τα μαύρα μαλλιά της
απ’ το ξεσαρκωμένο μέτωπό της ― το βλέπω ακόμα κείνο
το χέρι να σαλεύει.
                                      
2. Χειμώνες είκοσι τη φοβερίσαν, τα βάσανά της δεν είχανε σωσμό,
κι ο θάνατος ντρεπόταν σαν τη ζύγωσε. Και τότε πέθανε,
και το κορμί της ήτανε σαν παιδιού κορμί.
                                                                                  
3. Στο δάσος είχε μεγαλώσει.
                                                                                      
4. Πέθανε ανάμεσα σε πρόσωπα που ’χαν τραχύνει βλέποντάς την
τόσον καιρό να ξεψυχάει. Τη συχωρέσαμε που έτσι βασανίστηκε,
μα κείνη είχε χαθεί ανάμεσα στα πρόσωπά μας, προτού
να σβήσει ολότελα.
                                                                                         
5. Τόσοι και τόσοι μας αφήνουνε, χωρίς να τους κρατήσουμε.
Έχουμε πει το καθετί, τίποτα πια δεν έχει απομείνει ανάμεσα
σε μας κι εκείνους, σκληραίνουνε τα πρόσωπά μας σαν χωρίζουμε.
Κι όμως, το πιο σπουδαίο δεν το είπαμε, μόνο αναμασούσαμε
τ’ ασήμαντα.
                                                         
6. Ω, γιατί τα πιο σπουδαία να μην τα πούμε, ήτανε τόσο εύκολο,
και τώρα θα κολαστούμε για τη σιωπή μας. Εύκολες ήταν λέξεις,
σφίγγονταν πίσω από τα δόντια μας. Καθώς γελούσαμε έπεσαν,
και τώρα το λαιμό μας πνίγουν.
                                                                    
7. Το δείλι χτες, πρωτομαγιά, επέθανε η μητέρα μου! Και δε
μπορώ, από τη γη να τήνε ξεριζώσω με τα νύχια μου!
(1920)

(«Ποιήματα», μτφ. Μάριος Πλωρίτης, σελ. 12-13)

clip_image022
Μπρεχτ Μπέρτολτ
Στη μητέρα μου
[Meiner Mutter]
       
Κι όταν έσβησε, την αποθέσανε στη γη.
Άνθη φυτρώνουν, πεταλούδες παιχνιδίζουν πάνωθέ της…
Ήτανε τόσο αλαφριά, που μόλις βάραινε το χώμα.
Πόσος πόνος χρειάστηκε για να την κάνει τόσο ανάλαφρη!

(«Ποιήματα», μτφ. Μάριος Πλωρίτης, σελ. 13)


clip_image024
Νταρουίς Μαχμούτ
Μάνα
                           
Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της
Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα
Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.


(Παλαιστινιακή ποίηση, μτφ. Στάθη Τσαγκαρουσιάνου - Newagemama.com)


clip_image026

Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος
Εις την Μητέρα μου
                                             
Μάνα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι απ’ όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακριά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θά ’βρει.
Κι εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης,
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».


(Λυρικό ποίημα, που έγραψε το 1874 στο τέλος επιστολής προς τη μητέρα του.)

clip_image028

Πλάλα Χρυσούλα

ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Σε θυμάμαι με τα χέρια πλεγμένα
από αμηχανία να ζαρώνεις ένα ύφασμα
κι από περισσή στενοχώρια
να το βρέχεις με τα δάκρυά σου
ψελλίζοντας με παράπονο τ’ όνομά μου
γιατί ήμουν ένοχη.
Ήθελα να σου στεγνώσω εκείνα τα δάκρυα
για να παρηγοριέμαι στα ύστερνά μου.
Δεν έχει σημασία που ο χρόνος
έφερε γέλια.
Έκτοτε λάτρεψα την κεκλιμένη κεφαλή
τ’ αμήχανα χέρια και τα δάκρυα.

(Από την ποιητική συλλογή «Φ», Εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2012, σελ. 30)

clip_image015

Ποντιακό τραγούδι
Η μάνα εν κρύον νερόν
              
Όταν γερά η μάνα και άλλο κ’ πορεί
ατότε θέλ’ βοήθειαν, ατότε θέλ’ ζωήν.
Κι όταν θα έρται η ώρα και άλλο κ’ θα ζει,
άμα κ’ εφτάς το χρέος σ’ς, θα καίεται η ψύ’ σ’.

Η μάνα εν κρύον νερόν και σο ποτήρ’ κ’ εμπαίν’
η μάνα να μη ίνεται η μάνα να μη εν…

Η μάνα εν βράχος, η μάνα εν ρασίν,
σο δύσκολον την ώραν μανίτσα, μανίτσα, θα τσαίζ’ς.
Η μάνα εν το στήριγμα, της χαράς το κλαδίν
τατεινές η αγάπη κ’ εβρίεται ση γην.

Η μάνα εν κρύον νερόν…

Θα δεβαίνε τα χρόνια, θα γερούμε και μεις,
ατά είναι με την σειράν, κ’ θα γλιτών’ κανείς,
και όλ’ πρέπ’ να ξέρουμεν σ’ αυούτον τη ζωήν
χωρίς τη μάνας την ευσήν, κανείς κ’ ελέπ’ χαΐρ’.
              
Απόδοση στα Νεοελληνικά
                       
Η μάνα είναι κρύο νερό
Όταν γερνά η μάνα και άλλο δεν μπορεί,
τότε θέλει βοήθεια, τότε θέλει ζωή.
Κι όταν θα έρθει η ώρα που πλέον δεν θα ζει,
το χρέος αν δεν κάνεις, θα καίγεται η ψυχή σ’.

Η μάνα είναι κρύο νερό και στο ποτήρι δεν χωρά,
η μάνα αν δεν είναι, η μάνα αν δεν είναι…
(τι θα υπάρχει πια;…)

Η μάνα είναι βράχος, η μάνα είν’ βουνό,
στη δύσκολη την ώρα μανούλα θα κράζεις.
Η μάνα είναι το στήριγμα, της χαράς το κλαδί
σαν τη δική της αγάπη άλλη δεν βρίσκεται στη γη.

Η μάνα είναι κρύο νερό…

Θα διαβαίνουν τα χρόνια, θα γερνούμε κι εμείς,
αυτά είναι απαράβατα, και δεν γλιτώνει κανείς,
γι’ αυτό όλοι πρέπει να ξέρουμε: σε τούτη τη ζωή
χωρίς της μάνας την ευχή, κανείς δεν βλέπει προκοπή.

(Περιοδικό “Προς την Νίκην”, τεύχος 711, Μάϊος 2009, σελ. 157)
clip_image030
Σαραντάκου Κική
Τα χέρια της Μάνας μου
                            
Τα χέρια της Μάνας μου, πριν μάθουν να γράφουν, 
μάθαν να πλένουν στη σκάφη
ρούχα χοντρά της δουλειάς. 
Τέσσερ' αδέρφια της άφησε, βλέπεις, η μάνα της.

Τα χέρια της Μάνας μου δεν μάθανε να χαϊδεύουν
γιατί ποτέ δεν τα χάιδεψαν.
Μα ξέρουνε να ζυμώνουν ατέλειωτες σκάφες αλεύρι.
Αν στρώσεις κάτω τα χιλιάδες ψωμιά, 
θα γίνουνε δρόμοι, με άσπρες, στρογγυλές πλάκες
που διασχίζουν όλη τη γη.

Τα χέρια της Μάνας μου γίναν κουτάλια να με χορτάσουν, 
γίναν κουπιά να λάμνουν στη θάλασσα, 
για να με βρουν. 
Τα χέρια της Μάνας μου μάκρυναν
κουβαλώντας ασήκωτα δέματα
στο σχολειό, στη δουλειά μου, στη φυλακή.

Τα χέρια της Μάνας μου κολλούσαν στη σίτα της φυλακής
και λιώναν το σύρμα για να μ' αγγίξουν, 
κι ύστερα, κατακόκκινα με τ' αποτυπώματα, 
πλάθανε κουλουράκια για τις κοπέλες του θαλάμου μου.

Τα χέρια της Μάνας μου δεν θα μείνουν ακίνητα
ούτε κάτω απ' το χώμα,
μα θα βρούνε τον τρόπο να φυτρώσουν
για να βλαστήσουνε, 
και να κάνουν λουλούδια!
 
(Από την ποιητική συλλογή "Εφεδρείες" (1994) και στο "Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών" του Κώστα Μίσσιου, τόμος 10ος, σελ. 126)

clip_image032

Σαχά - Γιαννοπούλου Μαρία
                                           
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Χέρια, που ανοίξανε σαν αγάπης φτερά
στο πρώτο μας τρεμάμενο βήμα,
για να δεχτούνε την πρώτη αγκαλιά,
και να μάθει ορθό, στητό το κορμί,
στου «άνω θρώσκειν» την ορμή!

Χέρια, που χάιδεψαν το μέτωπο
και μέτρησαν τον πυρετό,
διώξαν την αρρώστια,
με ξόρκι της γιαγιάς τους μαγικό!

Χέρια, που ένωσαν τα τρία μας δάχτυλα
και τα ’φεραν στο μέτωπο, στο στέρνο,
στον ώμο τον δεξιό και τον αριστερό,
για να μάθουνε να κάνουν το σταυρό!

Χέρια, που έσφιξαν μ’ ελπίδα και στοργή
ανάμεσα στα δάχτυλα το πρώτο μας κοντύλι,
για να χαράξουνε το α… α… α…
ψιθυρίζοντας την ηχώ του στο αφτί,
που ακόμα η μουσική του ηχεί
σαν χαρά, θαυμασμός και θλίψης κραυγή!
Και σβήσανε το πρώτο μας λάθος,
το γράμμα το άλφα, στης γραφής την πλάκα,
με το σφουγγαράκι ποτισμένο
στης αδήριτης ΓΝΩΣΗΣ το δάκρυ.
Και μ’ ένα φιλί στου ματιού μας την άκρη…
«γράφε, ξανά κι απ’ την αρχή…
… πάθε και μάθε!»

Χέρια στοργής, προκοπής, χαϊδεμένα,
στις φλέβες σας άνθισαν καρποί,
έργα προκομμένα,
έμψυχα ίχνη στου χρόνου τη λήθη!

Χέρια, που άγγιξαν την εικόνα τη στερνή,
κι ανέγγιχτη άφησαν των δαχτύλων την αφή,
να τη φιλώ, να μου δίνει την ευχή!

(Δημοσιευμένο στο περιοδικό «Οι Νάξιοι»)
                                                      
clip_image015
Σικελιανός Άγγελος
Της μάνας μου
                            
Ω μάνα μου, εφταπάρθενη
βαθιά αγκαλιά
που ως ουρανός ανοίγει!
Ανοίγει, ανοίγει –
μα από πού μπορεί η καρδιά να φύγει;
Πάντα θα ’ρθω να χαϊδευτώ
στα γόνατά σου απ’ τ’ αχνό
της ευλογίας το χέρι,
να πω τον λόγο τον παλιό:
"Μάνα, φωτιά με βύζαξες
κι είναι η καρδιά μου αστέρι;"

(«Λυρικός βίος», τ. Α΄, Εκδόσεις "Ίκαρος")


clip_image020 

Τσουκαλάς Γιώργος
Μητέρα
                            
Μητέρα. Όλη μου η ζωή είναι γεμάτη από σένα.
Κρατώ μέσα στο βλέμμα μου την πρώτη σου ματιά, 
αυτή που μου 'ριξες, στοργή γεμάτη και λατρεία, 
όταν στον κόσμο βγαίνοντας με πήρες αγκαλιά!

Κάθε στιγμή μου εσφράγισες μ' αγάπη και λαχτάρα, 
εγέλασες καμιά φορά, μα έκλαψες πιο πολύ. 
Εκράταγες το χέρι μου στα πρώτα βήματά μου, 
και τώρα ακόμη η σκέψη σου στον κόσμο με οδηγεί.

Τίποτα πιο ιερό από Σε, τίποτα πιο μεγάλο.
Σε κάθε δύσκολη στιγμή κοντά σου θε να 'ρθω. 
Ένα φιλί σου, μια ματιά, ένα χάιδι ξεκουράζει.
Ω! να μπορούσα, σαν και Σε, κι εγώ να σ' αγαπώ!

(Από σχολική ανθολογία)

clip_image032
Τυπάλδος Ιωάννης
Μάνα
                          
Παλεύουν νότος και βοριάς, το πέλαγο μουγκρίζει
δεξιά, ζερβιά στον ουρανό σύγνεφα μαύρα τρέχουν,
σα σπίθ’ αεροπλανούμενη στη συντριβή του κόσμου,
μόνη μια μάνα κάθεται μέσ’ στην ερμιά του δάσους
και σαν τα φύλλα των δενδρών μέσα σπαρνά η καρδιά της.
                              clip_image033 Γιορτή της Μητέρας


ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου