ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ - ΜΑΪΟΣ 2017
(Μυτιλήνη 1907 - Αθήνα 1999)
Γράφει ο Βάσος Ι. Βόμβας
Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη στις 2 Φεβρουαρίου του 1907 και πέθανε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου του 1999. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης κι είχε την τύχη να έχει σπουδαίους καθηγητές (Ολύμπιος, Δελής, Κόντος, Σωτηράκης κ.ά.). Μετά την αποφοίτησή του, διορίστηκε στη Νομαρχία Λέσβου ως υπάλληλος της Στατιστικής Υπηρεσίας. Ενδιαμέσως θα κάνει τη στρατιωτική του θητεία και το 1940 θα επιστρατευθεί στο Αλβανικό μέτωπο, μέχρι το 1947. Η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση θα γίνει αιτία τρία χρόνια να τελεί «υπό προσωρινήν απόλυσιν, ως αντεθνικώς δράσας». Τον επανέφεραν στην υπηρεσία του το 1950 και το 1952 μετατάχτηκε στο Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε το 1965. Παντρεύτηκε την Ειρήνη από τα Πάμφιλα κι απέκτησαν το γιο τους Βάσο, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση των βιβλίων του.
Από τα μαθητικά του χρόνια μέχρι και το τέλος της ζωής του συνεργάστηκε με εφημερίδες της Μυτιλήνης, καθώς και με το "Δελτίο της Λεσβιακής Παροικίας" στην Αθήνα. Πρώτη επίσημη έντυπη παρουσίασή του το Γενάρη του 1939 στον "Τρίβολο" Μυτιλήνης, όπου με το ψευδώνυμο "Γιάννης Αλύτης" μας δίνει τους πρώτους σουρεαλιστικούς του στίχους. Ακόμα, υπογράφει τα γραφτά του ως Γιαννακός, Γιαννακός ο εράσμιος, Τζωνάκι, Τζόny, Je vous embrasse Jean, Jean, Ζανώ ή Βαμβαδέλι, Τζονάκις, Toujoure Votre, Jean Jacques Rousseau, Jean Pierre Aumont, Jean Kepoura, Jeanne D’ Arc, Jean P-Bellmondo, Jean o de putain, Ο τέττιξ της παρέας, Tohny o amoureus, Ο κυρ Γιάννης, Ιωάννιος, Mon chers Jean, Jean de Bombe.
Τα ποιήματά του εκδόθηκαν αρχικά το 1987, με τίτλο «Ο χορός της Ορδής», και στη συνέχεια, στο σύνολό τους, με τίτλο «Ποιήματα 1937-1977», από τις εκδόσεις "Σμίλη" το 2007. Μετά το θάνατό του, το περιοδικό "Αιολικά Γράμματα" του Κώστα Βαλέτα, τεύχος 250/Ιούλ.-Αύγ. 2011, στο αντίστοιχο αφιέρωμά του, ασχολείται ευρύτερα με το έργο του.
Το 2013, ο γιος του Βάσος Ι. Βόμβας έκανε μία συγκεντρωτική έκδοση των έργων του, με τίτλο «Οι φίλοι μου κι εγώ. Γράμματα – πεζά – ποιήματα» (εκδόσεις "Σμίλη", Αθήνα 2013, σελ. 492, ISBN: 978-960-6880-29-2) και πρόλογο από τη φιλόλογο Ανθούλα Δανιήλ. Σχετική με τον τίτλο του βιβλίου και η φωτογραφία του εξωφύλλου: ο Γιαννακός κι οι φίλοι του στο καφενείο του Απελλή.
Σημείωση: Το σκίτσο του συγγραφέα είναι έργο του Μυτιληνιού Μίλτη Παρασκευαΐδη. Τα βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν από αναφορές και αφιερώματα στο συγγραφέα, κυρίως της φιλολόγου Ανθούλας Δανιήλ.
(Πηγές:http://www.biblionet.gr/author/107976/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B7%CF%82_-_%CE%92%CF%8C%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CF%82 και εισαγωγικά βιβλίων του)
Σημείωση: Το σκίτσο του συγγραφέα είναι έργο του Μυτιληνιού Μίλτη Παρασκευαΐδη. Τα βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν από αναφορές και αφιερώματα στο συγγραφέα, κυρίως της φιλολόγου Ανθούλας Δανιήλ.
***
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Α. ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Επιστολή προς φίλους
Φίλοι μου ηγαπημένοι
πρέπον είναι και σωστό
και εγώ ιδιαιτέρως
δύο λόγια να σας πω.
Ήλθομεν στη Μυτιλήνη! Ζω. Αναπνέω. Απο-λαμβάνω! Ζω στο στοιχείο μου. Αναπνέω την ζείδωρον αύραν του αιγιαλού και εκστασιάζομαι και εκθαμβούμαι ατενίζων την μαρμαρυγήν των άστρων… Στρωτό μετάξι η θάλασσα, ατλάζινο το κύμα ρουφά με τη δροσιά του τις γαλάζιες νοσταλγίες μου! Όλ’ αυτά καλά βεβαίως και το μέλι γλυκύτατον. Μόνο που εσπέραν τινά καθεσθείς εις υπαιθρίαν αίθουσαν σινεμά επί 4ωρον προς απόλαυση δύο έργων, κρυολόγηξα και έμεινα οικουρών διά να μου περάσει το πυρέτιον και τα γκουχ-γκουχ. Η Ειρήνη κουρασθείσα με την συμμάζευσιν των πεπαλαιωμένων των προγόνων ημών Πύργου, ησθάνθη καταβολήν δυνάμεων, με συνέπειαν κακοκεφιάν και κομάρες. Η γραία Μιλτώ [σημ: η πεθερά του] προ 5ετίας άγουσα τον 95ον Μάιόν της και ως γραυς λαίμαργος ούσα και φαγούσα το ήμισυ τεμαχίου βακλαβά, δώρον της εκ Παμφίλων αδελφής αυτής Αγγέλικας, το έτερον ήμισυ αυτού αποκρύψασα εν τω σελτέ του κρεββατίου της και φαούσα τούτο μεθ’ υστέρως, ως εξηκριβώθη, προηγουμένως ασφαλώς το εγεύθησαν μύρμηγκες τινές των οποίων επεκολλήθησαν επ’ αυτού και εύρον οικτρόν τέλος βεβαίως εις τον καταποτήρα του στομάχου της λαιμάργου γραίας (πάρτε αναπνοή και μη χάσετε τον ειρμόν της σκέψεως). Κατά τας ώρας της γεροντικής και νωχελούς πέψεως επενήργησεν το μυρμηκικόν οξύ και η γραία έπαθε σουρτς και ’μετά! Ως που να βγάνει τας τρεις χωρικάς βράκας που εφόρει, τα έκαμνε εντός αυτών! Την όλην αυτήν δυσάρεστον κατάστασιν την περιεχύθη το Ερήνι, που δικαίως αγανάκτησεν… Τώρα αυτά παρήλθον και το Μελθώ ανεράγωσε ξανά.
Τας εσπερίδας ώρας η παρέα μας με κέφι μαζεύεται στους Φωτίους διά καλαμπουρισμόν. Διότι κατά τα άλλα οι Μυτιληναίοι είναι τσιγκροί στη μάπα, βλοσυροί στον οφθαλμόν, νωθροί στο βάδην, είρωνες και αδιάκριτοι στους τρόπους, μην παρουσιάζοντες κανέναν εξελιγμόν! ’Πόψε είναι ο χορός του Ν.Ο.Μ. Στο πρόγραμμα είναι και εις παλαιός χορός των αρχών του παρόντος αιώνος, ονόματι gallop, που έχει πολλά ακκίσματα χάριτος και ευλυγισίας. Τον εχόρευον ως τότε κερίαι φορούσαι εις το καπέλλον των βέλο και πτερά παγωνίου… Αυθά. Τέλος παραθέτω εν ποιητικόν αριστούργημά μου, όπερ ενεπνεύσθην από το… Έχω έναν τίγρη στη μηχανή.
Άντε γεια σας. Φιλιά και καλή καρδγιά
Γιαννακό-κοτας
(«Οι φίλοι μου κι εγώ. Γράμματα – πεζά – ποιήματα»/επιστολή, σελ. 110-111)
***
Απόσπασμα
από επιστολή:
…Εφέτο το καλοκαίρι εδώ, παιdιά, είναι ακατανόμαστον και αλλόκοτον.
Την ημέραν το άσμα του τζιτζίρου σού δίδει την αίσθησιν του θέρους. Το βράδυ σ’
ανατριχιάζουν κάτι φθινοπωρινά ρίγη. Αυτές όμως τις ημέρες κάνει περσότερη
ζέστη. Έτσι σαν λιγοθυμιά. Ο ήλιος είναι η μόνη θέλησις που λειώνει κάθε άλλην.
Η σαρξ καβουρδίζεται από την λαύραν. Περνούν από εμπρός σου αι γυμναί «κτάλαι» των μπρούτζινων αγαλμάτων με τα
παχειά βυζά (αι απόγονοι της Ζαμφούς είναι μεν ρεβοσκελείς, είναι δε και
καλλίστηθοι), με τας διαφανείς περιγλουτίδας και οσφραίνεσαι το ψητόν. Τότε
ενθυμούμαι την ρήσιν του Δράκου του παραμυθιού… «Ωχ! μανάμ’ αθρουπνό κριγιάς
μυρίζ(ι)». Και μου έρχεται η όρεξις να το γευθώ…
(«Οι φίλοι μου κι εγώ. Γράμματα – πεζά – ποιήματα»/απόσπασμα επιστολής, σελ. 69-70)
***
Γράμμα τερπνόν, πνευματικόν
και εύθυμον προς γελασμόν
και κάτω τα φαρμάκια.
Πιέστε ρακί Μυτιληνιό,
με ψάρι και θαλασσινό
ν’ ανάψουν τα μεράκια…
***
ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ...
Επιστολή προς το φίλο του Τότη Στεφανίδη
«… Νιώθεις αλαφρό το βάρος της αγαπημένης, που ’ναι κουλουριασμένη πάνω σου σαν γατούλα χαδιάρα. Νιώθεις να σε ζαλίζει η θηλυκιά μυρουδιά του ανθισμένου κορμιού. Σου χαμογελά μακάρια με τις ακρίτσες των χειλιών της και χαίρεσαι το συναίσθημα του αρσενικού που προστατεύει. Χαίρεσαι πλατειά μέσα σου τη χαρά της αγνότητας, σαν βλέπεις την κοπέλα ν’ απογέρνει σιγά-σιγά πάνω σου με τη φλόγα της αγάπης στο φωτεινό μέτωπο, αποτραβιέσαι στους στοχασμούς σου, που τραγουδούν, σαν ένα κοπάδι αηδόνια… Σκέφτεσαι πως σε λίγο θα πέσεις μέσα σε μια θάλασσα από φλόγες.
Ξαφνιστήκαμε, το λοιπόν, γιατί εσύ δεν είσαι για τα τέτοια. Εσύ μου δείχνεις πάντα άνθρωπος πραχτικός και ταχτοποιημένος στα ζητήματα αυτά-ανέραστο σ’ έλεγα εγώ-. Πέρασες δα τα 35 με αλεγρία και τραβούσες με στέρεο βήμα στα 40 χρονάκια, εργένης πάντοτε. Γιατί είναι παραδεγμένο πως, σαν καβατζάρει κανένας τα 30, δεν τσακώνεται εύκολα στη γλυκοπαγίδα του γάμου, πιασμένος από αισθηματικό δόλωμα. Προύκα χρειάζεται. Μετρητά ή μόδια! Εξάλλου στα 30 πήζει πια το μυαλό, δεν σκουντουφλά με τα πουλιά και δε χαζεύει με τα σύγνεφα. Αυτά βέβαια για τους θετικούς ανθρώπους. Μη βλέπεις κάμποσους που γερνάνε και γνώση δεν βάζουνε, καληώρα σαν τον υποφαινόμενο, με την απροκάλυφτη φαλακρίτσα και τα μαύρα μουστάκια -φυσικό χρώμα περικαλώ-. Ναι! Ύστερα και η μερίδα σου στον έρωτα ήταν πάντα πλουσιοπάροχη -ένεκα το επάγγελμα-. Ρέγουλο στη ζωή. Αυτό είναι η βάση της ευτυχίας!
Τώρα ποια είναι η κοπέλα; Ασφαλώς κείνη που της έγραψες το περίφημο τραγουδάκι "τα 18 σου χρόνια". Δέκα οχτώ χρονώ, χνουδωτό ροδάκινο, ώριμο σπαργωμένο από το μέλι των χυμών του. Και συ γέρακα έτοιμος να δαγκάσεις όλους τους γλυκύτατους καρπούς μέσα στις μελένιες χινοπωριάτικες νύχτες… Δεν υπάρχει αμφιβολία, γι’ αυτό σου γράφω ένα σωρό ζαχαρόλογα. Μη λάχει και δεν της διαβάσεις το γράμμα…».
Σημείωση: Το σπάραγμα τούτο το βρήκα πρόσφατα ξανακοιτάζοντας το αρχείο του. Απευθύνεται στον επιστήθιο παιδικό του φίλο Τότη Στεφανίδη, ώριμο τότε καλλιτέχνη της Λυρικής Σκηνής. Το γνωστό τραγούδι «τα 18 σου χρόνια» ερμηνεύεται από τους Στεφανίδη-Παγώνη και γράφτηκε για την κόρη του Κ. Κοτζιά, δημάρχου τότε της Αθήνας. Κρίμα που δεν διασώθηκε ολόκληρο το γράμμα. Χρονολογικά είναι το πρώτο, ίσως, που καθιερώνει την μετέπειτα εξελιχθείσα γραφή του, μέσα από την αλληλογραφία με τους φίλους του. Μεταπολεμικά το πρώτο του γράμμα έχει ημερομηνία 30/9/1947. Τούτο το εξηγώ, γιατί μέχρι το Μάιο του 1946 όλη η παρέα του βρίσκονταν στη Μυτιλήνη. Πρώτοι έφυγαν οι Καραγιάννηδες και οι Παπανικόληδες. Είναι επομένως φυσικό η όποια αλληλογραφία του να έχει αποδέκτη τον μοναδικό επήλυδα φίλο του, τον Τότη Στεφανίδη. Αυτά!
***
Απόσπασμα
επιστολής Γιαννακού
Απόσπασμα επιστολής του Γιαννακού στους φίλους του. Με το γνωστό του παιγνιώδες ύφος, περιγράφει λεπτομερώς όσα συλλαμβάνει το μάτι του στο σπίτι της ασθενούσης φίλης του, σε γλώσσα απαράμιλλης ομορφιάς χαρακτηριστικής της γραφής του. Ροΐδειον ύφος, από το οποίο δανείζεται αυτή τη λεπτή και παράλληλα διεισδυτική ειρωνεία.
Απόσπασμα επιστολής του Γιαννακού στους φίλους του. Με το γνωστό του παιγνιώδες ύφος, περιγράφει λεπτομερώς όσα συλλαμβάνει το μάτι του στο σπίτι της ασθενούσης φίλης του, σε γλώσσα απαράμιλλης ομορφιάς χαρακτηριστικής της γραφής του. Ροΐδειον ύφος, από το οποίο δανείζεται αυτή τη λεπτή και παράλληλα διεισδυτική ειρωνεία.
Ξεύρετε ότι… (κοσμική στήλη
εφημερίδων) η αξιαγάπητος φίλη μας η Έλλη (αδελφή του Ομήρου) απολαμβάνει την
μεγάλην ζωήν αριστοκράτιδος; ΝΝαι... Κατωκεί εις μέγαρον-βίλλαν εις Μακρού
Γιαλού, πρώην Πιττακού. Έχει κουδούνια, τηλέφωνα (Hello hello ici villa madame Eli de Kalogiros)… πολλά σαλουάν με
dορμέζες, εντοιχισμένες βιβλιοθήκες, "βιβλώ"
central chauffage, χλιδήν και δύο servantres βυζούδες και
στρουμπουλές (οσάκις πηγαίνομεν, παίρνω κανένα επιπόλαιο μεζεδάκι). Όλαι αι
υπηρεσίαι εις την βίλλαν εκτελούνται τα εκατέρωθεν της καργιόλας κομώ, πεποικιλμένας
με βουκολικάς αναπαραστάσεις, ρίπτωσιν χαμαί το bleu φως των και προσδίδουν εις
τα πέριξ τιμαλφή μίαν πελιδνήν ανταύγειαν αριστοκρατικής χλωμότητος. Το πουάρ
του κώδωνος επικρέμαται άνωθεν της κεφαλής της "δεσποίνης" με την απαστράπτουσαν λαμέ νυκτικιάν επί του
ερεισινωτού της καργιόλας, το οποίον πιέζεται διά των αβρών της δακτύλων προς
κλήσιν της servant σχεδόν διά "ψύλλου
πήδημα" ―διά το επιδειχθείναι.
Έρχεται η μικρά δουλίς. Φορεί σκούφον ή
φακιόλι δαντελέ πιρτσινωτόν και εμπροσθέλαν λευκήν κατακάθαρον. Υποκλίνεται
ελαφρώς με κίνησιν λακέ πεπειραμένου.
― Κτύπησεν η κυρία; (εις τρίτον πρόσωπο και
αυτό)
― Άκου, Ειρήνη (με νωχέλειαν ακαμάτιδος), φέρε
στους κυρίους κουαντρώ και μπεζέ… Μια στιγμή... βάλε στα βάζα ασπιρίνη για τα
λουλούδια…
― Μμάλιστα, κυρία! (υπόκλισις) Και τα
τοιαύτα.
Με καταλαμβάνετε φίλοι μου και
υπεισέρχεσθε εις το πνεύμα τοιούτων σκηνών αλλεπαλλήλων άλλωστε. Εγώ τεντώνω
την αρίδα μου επί χθαμαλού φοτέιγ και απολαμβάνω την πλουσιότητα της
ατμοσφαίρας πίνοντας γουλιά-γουλιά το κουαντρώ και πιπιλίζοντας τις άλλες
λιχουδιές. Λέω ευτράπελα σόκιν και γελούμε παταγωδώς. Πολλάκις ―έτσι ανάσκελα
ως αναπαύεται μ' ανασηκωμένα τα ροδαλά μπράτσα― φαντάζει στα μάτια σαν την "κοιμωμένη" του Χαλεπά ή σαν "Doudou Χανούμ" των χαρεμίων!
Βάσος Ι. Βόμβας
***
Β. ΠΕΖΑ
Χριστουγεννιάτικο διήγημα
Ήταν ακόμη μαθητής του Γυμνασίου. Προς χαρτζηλικισμόν για το τσιγάρο, που το ’χεν αρχίξει παιδιόθεν, έκαμεν την τέχνην του βιβλιοδέτη. Δεξιοτέχνης και επινοητικός. Ταίρι δεν είχε στα τέτοια. Ναι, ήταν παραμονές εορτών, κάποια χρονιά απ’ τις δύστηνες. Τα σχολειά κλειστά. Ο «μπαρμπα-Πέτρος» τον κάλεσε να βοηθήσει στο γραφείο, που κι ο ίδιος εργαζόταν, του κουβαρντάδικου Μεγάλου τέκνου της αριστοκράτιδος κοινωνίας της Μυτιλήνης, του Νικόλα Μητρέλια! (είχον και συγγένειαν) υπολογίζων βέβαια ο τάλας εις εν γενναίον φιλοδώρημα τέλειον.
Λοιπόν ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος (έτσι ολόκληρον το όνομα αποτελεί τίτλον και είναι σαν περγαμηνή) που λέτε, χαρά χαρούμενος, βίρα κι έκανε τα «καλά» του. Ξεπατωθείς στα «χουσμέτια» και στο γράψιμο, για να ’ναι όσο πιο γενναίο το δώρο, λόγω και των ημερών ως προείπομεν!
Παραμονή Χριστουγέννων. Μούχρωμα. Δυο πιτσιρίκοι καλαντάρηδες ανήλθον την δαιδαλώδη κλίμακα του γραφείου κι άρχισαν με λαχανιαστές και δυνατές φωνές. «Καλήν εσπέραν άρχοντες! (και τι άρχοντες) κι ας είναι ορισμός σας… Δότι κι μας του γκόπου μας… Χρόνια Πουλλά!!!»
– «Αφεντικό (δυσφορούν κάπως). Άdι φτάν(ι). Δότι τα μουρά από εν δεκάλεπτον να κάν(ι)ν Κστούγιννα κι… (προφανώς προβλέπων σεισμόν εις την σκορπιοτρόφον τσέπην του) κλίσιτι τ’ς πόρτις, μην έρτιν τσ’ άλλ(ι) διαβόλ(ι)…»
Ο Γιώργος μας, που ως εκείνη την ώρα μπαινόβγαινε για να δείχνει πελώργιο ενδιαφέρον για το «μεκιάνι» του αφεντικού και παρακολούθαγε με τον κανθόν του οφθαλμού κάθε κίνησι του αφέντη, στην προσπάθειά του να μαντεύσει και τη διάθεσή του ακόμα –μαθές πόσα άραγις θα μι δώσ’;– ρίγησε και κατελήφθη υπό αμηχανίας. Ασυναισθήτως –ως γίνεται εις τοιαύτας στιγμάς- με τον λιχανόν της δεξιάς χειρός προσεπάθη να ξεκολλήσει απ’ τν αρθούνα τ’ εν οχληρόν κάρκαδον. Σε λίγο το αφεντικό σηκώθηκε, με κίνησιν μεγαλοπρεπείας, ετάνυσε προς τα πίσω τας σκεβράς κτάλας του και είπεν.
– «Ε! Άdι, Πέτρου, κι τ’ χρόν’!! (χειραψία) Γιώργου, κι τ’ χρόν’ κι καλή πρόουδου!!».
Ριγάλου γιοκ. Ούτι μιταλλίκ(ι)! Και ξεκουμπίστηκε! Πικρόν μειδίαμα διέστελλε τν αχ(ει)λάρα του Γιώργου και εις σκέψιν θλιβεράν περιήχθη ο λογισμός! «Ίσως τν Μπρουτουχρουνιά (εσκέφθη) να μας δώσ’ τα ριγάλα». Και φτεροπέταξε το φυλλοκάρδι του. Άdι μιας βδομάδας ακόμα γλυκαπαντοχή…
Ήρθε και η αναμενομένη ημέρα. Ασπέθις βγάζαν τα πουδάργια τ’ κι οι κάρτσις σαπίσαν απ’ τουν ιδρώτα που ’βγινι όξου απ’ τα παπούτσια τ’! Να τσι μπινόβγινι κι ανιβουκατέβινι τ’ς σκάλις, να ούλου παραστουλιαζόνταν εις εμφανή σημεία να τουν βλέπ᾿. Μαθές ιδώ ίμι. Ο ανάλγητος Σάυλωκ προσεποιείτο απασχόλησιν και ζωγράφιζε «κλικέλια» πάνω στο χαρτί. Απόγεμα. Μικρή η μέρα νύχτιαξε. Κανέ δυο μικρά ανέβηκαν να πουν τα κάλαντα. Είπε να δώσουν από εν δεκάλεπτον πάλι στα παιδιά και διάταξε.
– «Άdι, κλείστι τν μπόρτα, μην έρτιν τσ’ άλλ(ι) διαβόλ(ι).»
Μιρμίδξι η καρδιά τ’ απ’ του μπόνου. Σκώθκι μι τ’ γκουρμάρα τ’ τν άγαρμπ’, μι τ’ς παπούκις τ’ μπουμπιδάτις κι χουντρόσουλες, τα μ’κρά τα γυαλιά, μι τ’ς χουντροί τ’ς φακοί (νούμερο οκτώ). Αι στιγμαί διά τον Γεώργιον ήσαν κρίσιμοι… «Να δούμι πόσα θα μι δώσ’…». Έξυσε την παλάμην του, γιατί είδε καθ’ όναρ ότι τον έτρωγε. Εκείνη τη στιγμή του κουραδά του Κοτζαμπάση του ’ρθανε τα βιαστικά…
– «Ε! Άdι, Πέτρου, χρόνια πουλλά! (χειραψία) Γιώργουουου (τον ητένισε ασκαρδαμυκτί). Χρόνια πουλλά! (με έμφασι). Καλή πρόουουδου στου σκουλειό κι χιριτίζματα στ’ μαμάς!»
– «’Στώ», εψέλλισεν ο Γιώργος, μη έχων κουράγιο να προφέρει τη λέξη «ευχαριστώ!», μυκτηρίζων την ειμαρμένην ότι δίδει τα «πολλά» εις χείρας σφικτάς και όντα αντικοινωνικά.
Έφυγε το μουλάρι με τα βοδίσια φερσίματα, με την συνείδησιν αναπεπαυμένην ότι έδωσε τουλάχιστον «πολλάς ευχάς»!! Η καρδιά του παιδιού μάτωσε. Τσαγρίσαν τα μάτια του και δεν είπε τίποτα.
Ας το διάβολο ρε γρούν(ι) λέγω τώρα εγώ έμπλεως οργής και αγανακτήσεως. Τσάκισες την τρυφερή παιδιάτικη χαρά για λίγες ψωροδραχμές, για να γίνεις «Μέγας Ευεργέτης» και να βλέπουν οι Μυτιληνιοί τ’ όνομά σου «χρυσοίς γράμμασι» κεχαραγμένον εις εντοιχισμένας μαρμαρίνας πλάκας.
Γιαννακός
(«Οι φίλοι μου κι εγώ. Γράμματα – πεζά – ποιήματα»/διήγημα, σελ. 378-380)
***
Η ογδόη Νοεμβρίου 1912
Είναι η επέτειος που φέρνουμε στο νου μας με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη και μνημόσυνο και λαμπρά παληκάρια.
Αλλά ας αναδράμωμεν προς το παρελθόν ως μύσται της θείας εκείνης φωταυγείας… Το νησί ήταν ακόμα βυθισμένο στον κάματό του. Η θάλασσα έφρισσε μαστιγωμένη ανάλαφρα από την αύρα της νύκτας. Και να, η μεγίστη, η παρθενική ώρα! Έφθασεν η κορυφαία στιγμή που ανασάλευε τα φωτεινά της φτερά, ένα μακρόθυμο πνεύμα ευδαιμονίας και χαράς ανεκλάλητης. Ήταν η στιγμή που φάνηκαν, πέρα από τα ομιχλώδη βάθη των πελαγινών οριζόντων, σκόρπιες οι μαύρες σιλουέττες των θρυλικών καραβιών κομίζοντας το Θείον δώρον της Ελευθερίας… Πάνω από τα ανατολίτικα βουνά η ροδίζουσα λάμψις του ηλίου του ανατέλλοντος σκορπούσε την γλυκεία χρωματοσκίασίν της στον ουρανό και εις την ήρεμη θάλασσα που εκοιμάτο ακόμη.
Εκείνο το πρωί η φύσις ελαχταρούσεν από παράξενην ευτυχίαν. Το ωραίο νησί εξύπνησεν από τον βαρύ φθινοπωρινόν ύπνον του. Ένα τραγούδι από τα θαλάσσια βάθη ερχόταν και εξέπνεεν στα γραφικά ακρογιάλια. Η μουσική αύρα έκαμε να ριγούν από αγαλλίαση οι ασημένιοι ελαιώνες. Ο ήχος του ωραίου τραγουδιού έφθανε στο αυτί του σκλάβου συγκεκριμένος, καταληπτός, ωσάν προάγγελος ονειρεμένης ευδαιμονίας. «Φεύγουν οι τύραννοι χλωμοί». Και η σκλαβωμένη ψυχή της Μυτιλήνης αισθανόταν μέσα της έναν σεισμόν ενθουσιασμού που απειλούσε να διαρρήξει τον σάρκινο φλοιόν της.
Οι Τούρκοι έντρομοι έφευγαν προς τα βουνά και τις μακρινές χαράδρες. Ο φωτεινός δίσκος του ηλίου υψώθη πλέον στον ανατολικόν ορίζοντα. Τα καράβια, με επικεφαλής το θρυλικόν «Αβέρωφ», επλησίαζαν προς την ακτήν έξω απ’ το γραφικό «Καστρέλλι» και οι σκλάβοι έξαλλοι από χαρά, τρελοί από ενθουσιασμό, μεθυσμένοι από ανεκδιήγητη ευτυχία κατέβαιναν προς την θάλασσα… Ελευθερία, ελευθερία… Το γλυκύτατον όνειρον πεντακοσίων σκοτεινών και πονεμένων χρόνων γινόταν πραγματικότης!
Τότε επρόβαλεν η Ελλάδα, γαλανόλευκη, ωραία, αγνή, που έκλεινε τα παιδιά της μέσα στους θερμούς κόλπους της… «Ω, παιδιά μου ορφανά μου σκορπισμένα εδώ και εκεί…».
Αλήθεια πόσο τη λαχταρούσαν, πόσο την αγαπούσαν τη στοργική αυτή μητέρα τα ορφανά τα τυραννισμένα! Πόσο την λαχταρούσαν την γλυκείαν εκείνη μορφή των αιωνίων παραδόσεων της φυλής μας! Εκείνο το πρωί η Μυτιλήνη εσήκωσε τα λευκά της χέρια κι αγκάλιασε με ανέκφραστη στοργή τον μητρικό λαιμό της, ενώ οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα την ανάσταση της όμορφης πολιτείας.
Πέρασαν από τότε 62 ολόκληρα χρόνια. Η Μυτιλήνη πάντοτε δέεται «εκτενώς και προσπίπτοντας» στις ουράνιες στρατιές των Αγγέλων: «Εκ των κινδύνων λυτρώσασθαι ημάς, ως Ταξιάρχαι των άνω Δυνάμεων».
Γιαννακός Βόμβας
* Τούτο το κείμενο του πατέρα μου, αναμορφωμένο
μετά από χρόνια, ήταν το θέμα έκθεσης που δόθηκε το 1924 στους μαθητές του
Γυμνασίου Αρρένων Μυτιλήνης. Η έκθεση του μαθητή Ιωάννη Βόμβα έκανε αίσθηση και
ο καθηγητής του την ανέγνωσε δημόσια σ’ όλο το σχολειό.
(«Οι φίλοι μου κι εγώ. Γράμματα – πεζά – ποιήματα»/επιφυλλίδα, σελ. 446-447)
***
Ο Κλήδονας
Στις 24 Ιουνίου και η Ανατολική και η Δυτική Εκκλησία εορτάζουν την μνήμην των γενεθλίων του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Την προηγουμένη δε της εορτής νύκτα, σ’ όλη την Ελλάδα, συνηθίζουν να ανάβουν πολυπληθείς φωτιές στις γειτονιές, στους δρόμους, στις πλατείες (τα λεγόμενα «κάψαλα»), τις οποίες με πολλήν ευθυμία πηδούν παιδιά, νέοι, νέες και γέροι ακόμη ή χορεύουν σε κύκλο ψάλλοντες διάφορα άσματα. Η συνήθεια αυτή επικρατεί και σ’ όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και οι Εβραίοι τελούσαν και γιόρταζαν την 24ην Ιουνίου, ανάλογον έθιμον.
Η διάδοσις αυτή του εθίμου δείχνει και την αντοχήν του εις τον χρόνον. Αλλά και η εορτή αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως απορρέουσα από αρχαιοτάτην συνήθειαν έχουσαν σχέσιν με το θερινόν ηλιοστάσιον, που συμπίπτει με αυτήν την ημερομηνίαν. Επικρατεί η αντίληψις ότι την ημέραν αυτήν της ηλιακής τροπής ο ήλιος τρέμει ή γυρίζει και είναι θαμπερός και σηκώνονται πρωί για να δουν το φυσικό φαινόμενο. Έτσι σε πολλά μέρη της Ελλάδος η εορτή καλείται «Τ’ Αη-Γιαννιού του Λιτροπιού», πράγμα που δεν αφήνει αμφιβολία για την ορθότητα της δοξασίας αυτής.
Στους Βυζαντινούς οι τελετές αυτές είχαν μεγάλην διάδοσιν και, επειδή εθεωρούντο δεισιδαιμονικές, τις απαγόρευσε η 6η Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολι (680 μ.Χ.) με αφορισμούς για τους λαϊκούς και καθαιρέσεις για τους κληρικούς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Διότι το έθιμον είχεν βαθειές τις ρίζες του.
Το ηλιακόν αυτό φαινόμενο, ήτο φυσικόν να προκαλέσει το χαρακτηριστικό έθιμο που είναι, όπως είπαμε, οι φωτιές του Αη-Γιαννιού που ανάβονται στους δρόμους ή στις πλατείες ή μπροστά στις εξώπορτες των σπιτιών με καλαμιές ή παλιοκοφίνια ή κλαδιά ξερά –τρεις στη σειρά– που τις πηδούν συγχρόνως, ενώ αναφωνούν «όξω οι ψύλλοι και οι κοριοί, μέσα η ρόγα η χρυσή» (Λέσβος). Τις εποχές εκείνες, μέχρι και προ εικοσαετίας και πλέον, οι ψύλλοι και οι κοριοί αποτελούσαν πραγματική μάστιγα της ανθρωπότητος, ιδίως στα ξύλινα σπίτια με το «σαχνισίνι» και το «μπαγδατί» (αντισεισμική κατασκευή), όπου φωλιάζανε και επολλαπλασιάζοντο κατά μυριάδας και καταντούσαν δραματικό τον ύπνο των ανθρώπων, πέραν των άλλων συνεπειών, ιδίως τις καλοκαιρινές νύκτες…
Στο τέλος οι γυναίκες οι παντρεμένες που πηδούσαν κρατώντας μια μεγάλη πέτρα στα χέρια τους, την πετούσαν πάνω στη φωτιά ή στη στάχτη και φώναζαν: «Όσου βαρεί η πέτρα, να βαρεί τ’ αντρού μ’ ι κισές» (πορτοφόλι). Άλλοι εύχονταν: «Να πηδήξου τη φουτιά, μη μι πιάσ’ η αρρουστιά». Άλλοι λέγανε: «Το βάρος μου μετάξι» ή «Το βάρος μου να ’ναι μάλαμα στο σπίτι». Αλλά και την έννοια του εθίμου αποδίδει η αναφώνησις: «Αφήνω τον κακό χρόνο και πάω στον καλλίτερο!»
Η προετοιμασία του Κλήδονα γίνεται την παραμονή. Ένα αγόρι ή ένα κορίτσι τυχερό (που ’χει και τους δυο γονείς του εν ζωή) φέρνει από τη βρύση ή από πηγάδι αμίλητο νερό. Το φέρνει δηλαδή κρυφά, χωρίς να μιλήσει σ’ όποιον συναντήσει στο δρόμο. Οι άλλοι, που έχουν συναχθεί στο σπίτι, νέοι και νέες, ρίχνουν στο «κουμλί» (πήλινη μικρή κανάτα νερού) από ένα αντικείμενο προσωπικό, «ριζικάρι» όπως το λένε, δηλαδή ένα δακτυλίδι ή σκουλαρίκι ή άλλο σημάδι και μετά το «κουμλί» αυτό το σκεπάζουν μ’ ένα κόκκινο πανί, το κλειδώνουν και το εκθέτουν τη νύκτα στο ύπαιθρο για να το ιδεί το άστρο. Με το κλείδωμα λένε το σχετικό τραγούδι:
«Κλειδώσιτι τουν κλήδουνα στ’ Αγιού Γιαννιού τη χάρη
κι όποια ’ναι καλορίζικια ταχειά θα βάλ(ι) στιφάνι!»
Κι όταν τον ανοίγουν το σούρουπο της άλλης ημέρας στη συνάθροιση στις εξώπορτες ή στις αυλές των σπιτιών, ο πιο τολμηρός της παρέας, για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα και ιλαρότητα, που χρειάζεται στη συνέχεια, λέγει το άσεμνο:
«Ανοίξιτι τουν κλήδουνα, να ’βγει η χαριτουμένη,
να βγει η ψουλή μι τα μαλλιά, σα νύφη στουλισμένη.»
Οι σεμνές μένουν εμβρόντητες. Οι άλλες γελούν. Η συγκέντρωση παίρνει μορφή τελετουργική. Στη μέση της αυλής απλώνουν μια καρπέτα, όπου κάθεται ένα κοριτσάκι με κόκκινο πανί στο κεφάλι έχοντας μπροστά του το «κουμλί». Το ξεσκεπάζει λίγο και μετά από κάθε τραγούδι που απαγγέλλει ένας της ομηγύρεως, βγάζει το «ριζικάρι». Ανάλογα με το πρόσωπο στο οποίο ανήκει και με τους στίχους που απαγγέλθηκαν, δημιουργείται η αίσθηση που προκαλεί το γέλιο ή τον θαυμασμό. Όσο προχωρούν, τόσο μεγαλώνει η έφεση ποιος θα πει το πιο τσουχτερό άσεμνο. Πρέπει να λεχθεί ότι τα άσεμνα του Κλήδονα είναι βέβαια ιδιαζόντως τσουχτερά και αδιάντροπα και τολμηρά, αλλά ποτέ χυδαία. Δεν σοκάρουν, γιατί η λαϊκή παράδοση τα περιβάλλει με το κύρος και τη μεγαλοπρέπειά της.
Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και συνήθειες από τόπο σε τόπο. Όμως ο Κλήδονας της Λέσβου είναι ονομαστός και διακρίνεται για την γραφικότητα και την ελευθεροστομία του, που γεννά η αστείρευτη λαϊκή μας παράδοση. Στη μοναδικότητά του αυτή συμβάλλει αναμφίβολα και η ιδιάζουσα τοπική διάλεκτος (ντοπιολαλιά), που προσδίδει στους στίχους μια θέλγουσα μουσικότητα.
Σε πολλές γειτονιές υπάρχουν οι «σεσημασμένοι» ελευθερόστομοι, άνδρες και γυναίκες, που αμιλλώνται ποιος ή ποια θα πει τα πιο «αδιάντροπα». Στις συγκρατημένες και σοβαροφανείς, θα έλεγα, παρέες λένε ένα «καλό» και ακολουθεί ένα τολμηρό, και τούτο γίνεται για να σπάει η μονοτονία και να δημιουργείται ευτράπελη ατμόσφαιρα. Δεν απαγορεύεται τίποτα. Μόνο οι σεμνότυφοι και οι υποκριτές δεν έχουν θέση στις «τελετές» αυτές. Με τα αδιάντροπα ξεσπούν όλοι σε ηχηρά γέλια που αντηχούν σ’ όλες τις γειτονιές.
Στα τραγούδια του Κλήδονα, υπάρχουν και τα λεγόμενα επαινετικά που αποτελούν διαμάντια της Λεσβιακής λαογραφίας. Σαν δείγμα αναφέρω μερικά.
Έχεις το χρώμα τ’ ουρανού και των αγγέλων μοιάζεις.
Με τα γλυκά ματάκια σου όλα τα σκοτεινιάζεις!
Τα μάτια μου δεν είδανε τέτοια μαυροματούσα,
τέτοια σιγανομίλητη, καμαροπερπατούσα!
Ο ήλιος όταν πρωτοβγεί, στα στήθια σου χωνεύει
και στα ξανθά σου τα μαλλιά πάει και βασιλεύει!
Αγγελικούλα ζάχαρι, Αγγελικούλα μέλι,
Αγγελική κρύο νερό, που πίνουν οι αγγέλοι!
Έρρωσθε
Γιαννακός Βόμβας, Ιούνιος του 1959
Με αφορμή τον κλήδονα που θα γινόταν τον Ιούνιο του 1997 στο σπίτι του Βάσου και της Μαρίας Καραμάνου, ο Γιαννακός που έλαβε μέρος μαζί με το φίλο του Βαγγέλη Καραγιάννη, έγραψε τα παρακάτω:
Η γοητεία του μύθου ενέσκηψεν μεθ’ όλης της ορμής της διά να επιφέρει την λαίλαπα που επλανήθη εις τους κάμπους, εις τους δρυμούς, τα φαράγγια, τας βαθυσκίους πηγάς που αναβλύζουν τα πεπαγωμένα νερά των διά να πιει ο τραγόπους πωγωνοφόρος Μέγας Παν, να δροσισθεί, να τανύσει την μουσούδα του εις το υπερπέραν, να εκβάλει γόους υπερτάτης λαγνείας ώστε να ικανοποιηθούν οι ασελγείς ορέξεις του, διότι κυρίως αυτήν την εποχήν που «έχει θ’μίσ(ι)» η ύπαρξίς του εκπέμπει ηδονάς απροσμετρήτους με μίαν αφόρητον οσμήν τραγίλας. Τώρα όμως όλα αυτά εξατμίσθησαν ως νεφέλωμα και «… ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ». Ο τελευταίος χρησμός του Μαντείου των Δελφών…
Ο τέως κληδονάρχης Γιαννακός
(«Οι φίλοι μου κι εγώ. Γράμματα – πεζά – ποιήματα»/επιφυλλίδα, σελ. 447-450)
***
Γ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΙΧΩΝ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΥΤΗ
Η επιχειρούμενη ανθολόγηση στίχων του ποιητή Γιάννη Αλύτη σκοπό έχει την παρουσίαση του έργου του, ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό και σ’ αυτούς που δεν έχουν τη συλλογή των ποιημάτων του (Βάσος Ι. Βόμβας).
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1937-1977
Η θάλασσα ελίκνισε τον ερχομό σου
μικρή νεράιδα των μελτεμιών
Άνοιξέ μου την καρδιά σου
Σου φέρνω ένα χρυσό καλάθι
γεμάτο ακτίνες
και δυο πεταλούδες.
*
Σου φίλησα τη μαργαρίτα της παλάμης σου
και τίναξα τ’ άσπρα σεντόνια του ύπνου
από τα βλέφαρά σου
Και ράντισα με λουλούδια τα μαλλιά σου
και πορφυρώθηκε το πρόσωπό σου από αιδώ.
*
Χθαμαλά θα σοι είπω
ολίγους στίχους
θα είναι ρουμπίνια ρόδων
δι’ εξύμνησιν των ματιών σου.
*
Έχεις ακόμη εις τους οφθαλμούς
συννεφιάσματα παιδικής αισχυντηλίας
ως κελεύει η φύσις;
*
Ω! Άφες την νεότητα
που ορέγεται την καλήν ζωήν
Να γευθεί το σταφύλι της μέθης
εις τον ανάλαφρον ίλιγγον
της ορατής και ωραίας στιγμής.
*
Κάτω στον πλατύ κάμπο
ενύσταζεν η ποίηση
και το τζιτζίκι παραφρονούσε
με το αρσενικό του ήθος.
*
Ο ήλιος έβρεχεν ιριδισμούς αυτήν την ώρα
στα καστανά σου μάτια που ήταν για τον έρωτα.
Είσαι μια φιλική παρουσία πολύτιμη
μια στοργή μια ζεστασιά
Εσύ δεν αφήνεις την ερημιά να ντυθεί τη μοναξιά της
να γίνει απάνθρωπη.
*
Μέσα στο εύλεκτο κορμί σου
υπάρχουν ολόρθες βροντώδεις θύελλες
κανένας καρπός δεν έχει το χυμό του
"Μέσα στις κερασιές υπάρχουν τα δυσεύρετα χείλη σου"
κανένα κίτρο δεν ξεπερνά το άρωμα της πνοής σου
*
Μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων
Μέσα στις "συναυλίες των γυακίνθων"
υπάρχει η μεθυσμένη ψυχή σου
Αργυρόηχη μελιχρή χρυσορόδινη ασύλληπτη
Στα μάτια σου υπάρχει το βάραθρο της πικρίας
Στα μάτια σου σχηματίζονται κύκλοι και ευθείες
φευγαλέας μουσικής
*
Έρχεσαι τόσο υπερήφανη
τόσο ασύλληπτη στην ομορφιά σου
τόσο διαβρωτική σαν φευγαλέο νυκτερινό φιλί
Περπατάς με πολύτιμα πέδιλα
Περπατάς με πολύτιμα πέδιλα
τ’ αλαβάστρινα πόδια σου αφήνουν ίχνη χρυσά
πάνω στα γαλάζια ιώδη βουνά
*
Τα ριγηλά σου στήθη κρύβουν τον ήλιο της ζωής
Κρύβουν την πρώτη ημέρα της αγάπης
*
Ήθελα να ’μουνα συνδαιτυμόνας
στο πλούσιο δείπνο των αισθημάτων σου
γιατί υπάρχει εκεί μέσα
η παράξενη ευτυχία ενός ατέρμονος φιλιού
*
Τα μάτια σου έχουν κάτι
από τη μελαγχολία του κυκλάμινου
κι άλλοτε τη ρόδινη χαρά του καλοκαιριού.
Μέσα σ’ όλες τις νύχτες αναζητούσα έναν ήλιο
και τον βρήκα
Είναι πολλά χρόνια
Η ομορφιά του λαγάριζε
σαν τη βουβή αγάπη
στο κενό της μνήμης μου.
*
Τώρα που φτάσαν οι μεγάλες νύχτες
θυμούμαστε την ευτυχία του καλοκαιριού
Ω! νιότη αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύεις το θάνατο!
*
Δυο φθισικά λουλούδια στο βάζο ντελικάτα
Μάδησαν τα ματωμένα πέταλά τους μέσα στο στόμα σου
Εκεί γεννήθηκε ένα κοράλλι-ένα κοράλλι
Σαν χαίνουσα πληγή
Τα μάτια τους πετούν ήλεκτρο
Μεθυσμένων επιθυμιών
Απλώνουνε τους μίσχους κι αλαφροπερπατάνε
Στη σίγουρη και ωραία στιγμή της ορπίδας.
*
Εντυπωσιακά βαθουλώματα των ματιών
Μα, εσύ έχεις ένα διάφανο
Κι απάνθρωπο βλέμμα
Και την επιπολαιότητα της Αμφιβολίας.
*
Μα, εσύ έχεις διαίσθηση αγριμιού
Σαν κατσουφιάζεις το πρόσωπο
Είσαι σαν αγουροξυπνημένο όνειρο
*
Τώρα ποιος ήλιος δίχως φλόγα φέγγει
τις χειμωνιάτικες μέρες μας;
Ποιο τραγούδι λένε τα χελιδόνια
Πάνω στις χορδές της βροχής;
Πότε θα λιώσουν τα σύννεφα
Για να φιλήσουμε
ένα πράσινο φύλλο;
*
Σύγκορμον τρέμει
Τ’ απαράμιλλο στήθι
Ωσάν λατρευτό ροδάκινο
Τ’ ανυψώνει το φλέγον συναίσθημα.
*
Κάθε μόριό σου είναι παραφροσύνη
Ω! στήθι τριανταφυλλάκι μουσκεμένο
Μ’ ανθονέρι
*
Ολάνοιχτο χαμόγελο στο θάμπος
στην έκφραση του Έρωτα
δίπλα στου ήλιου την έπαρση
*
Σήμερα άνοιξα το παράθυρο κι είδα
μέσα στη διαφάνεια του πρωινού
να σε σηκώνουν οι αύρες στο γαλάζιο
Κι ήσουν στολισμένη με τριαντάφυλλα και μαργαρίτες.
Κρουνός γαλάζιος ξέσπασε στην ψυχή μου
στη γλαυκή απεραντοσύνη και δάκρυσε από χαρά ο ήλιος.
«Θέλω να νιώθω πάντα έτσι»
*
Μέσα στον ήλιο του καλοκαιριού
τον ζεστό σαν το αίμα της χαράς
τώρα που οι παλάμες μου
κατακλύζουν το κορμί σου
*
Θέλω να σβήσω τη φωτιά
με το χρώμα της ευδίας
που σαν προμήνυμα
το διαλάλησαν οι μέλισσες
τα λούλουδα, οι κορυδαλλοί
και το αναπόφευκτο
από τη γέννηση του εμβρύου.
*
Μα εσύ Δήμη,
είσαι καρπός εύχυμος
σαν το μαστό της Αφροδίτης
που ρέει από τους πόρους του
μέλι και γάλα, νάμα και αμβροσία
των Θεών.
"ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟ"
*
Όμορφη που ’ναι η ομορφιά
του πνεύματος της ύλης
αγγελικό φτερούγισμα
προ της ωραίας πύλης
Εύχομαι να καλπάσει ο νυμφίος
νυκτίαις ποθ’ ώραις.
*
Τα μάγουλά σου βραγιές μεθυστικές
ωσάν το σπόρι του ροδιού
σταλάζουν φως
Τα λόγια σου είναι γλυκασμός
Ολόκληρη είσαι επιθυμία.
*
Όμορφα που ’ναι τα πόδια σου
ο γύρος των μηρών σου είναι γιορντάνι·
δουλειά τεχνίτη.
Τα χείλη σου κάλυκας τορνευτός
Τα στήθη σου δυο νεβροί
δίδυμοι της ζαρκάδας.
*
Αλλά εκείνο που υπερέχει είναι τα μάτια
πιο τέλεια κι απ’ τα μάτια της δορκάδας
με εκείνη τη βαθιά έκφραση που συγκλονίζει τη ψυχή.
Πότε-πότε στην υπερφυσική διαστολή τους
θέλγουν και τρομάζουν μαζί
σε σχεδόν μαγική συνοδεία
Κι είναι στιγμές που κλείνουν μέσα τους
την πιο βίαιη περιπάθεια
και προκαλούν ρόδινες αναστατώσεις.
*
Όλο το χειμώνα πρόσμενα
του Απριλιού την κόρη.
Κι ήρθε σαν φοινικιά στητή
λαμπαδωτή καμαρωτή
κι έδιωξε της καρδιάς το χιόνι.
«Στοχασμοί»
*
Ω! εσύ κόρη των πυρωμένων βράχων
Και ποιος δεν θα μεθούσε από το νέκταρ των χειλιών σου;
Το φως μένει άναυδο
μπρος τη λάμψη των ματιών σου!
Η Λέσβος που σε γέννησε,
βασίλισσα του φέγγους,
με τη Σαπφώ τη μυθική
στα φλογερά ωραία της τραγούδια.
*
Σ’ άγγιζαν τα λεπτά του ήλιου κρινοδάκτυλα
και γινόσουν φως!
Οι ανυπότακτοι γλάροι της αιολικής θάλασσας
πετούσαν πάνω σου για να σκιάσουνε τον ήλιο
να μη σε κάψουνε οι βάναυσες ακτίνες του
σε κείνη τη μεσοκαλόκαιρη ανελέητη ηλιοκαταιγίδα.
Και το καλοκαίρι εκείνο έφυγε...
αλλά δεν εξατμίστηκε η ανάμνησή του.
*
Αύρες ημίγυμνες
σε αλαφροκύματο αιγιαλό
με τις αλλεπάλληλες ριπές τους
ανεμίζουν τη χυτή σαν χαίτη κόμη σου.
Τα σχεδόν αιμάσσοντα χείλη
έτσι μισάνοιχτα συμπληρώνουν την κατάκτηση
της ανοίξεως και εισπνέουν φως
κι ύστερα εκπνέουν τον παμπάλαιο
αρχικό πόθο
κι έχουν αντίκτυπο ως τη μήτρα
οι απανωτές δονήσεις του.
*
Κι έχω πάντα στο νου μου το νησί το εράσμιο
με τις φλογάτες πηγές της ομορφιάς του
και τους υπέροχους γλαυκούς του ελαιώνες
Τις ζωγραφιές που φέρνουνε στο νου του θεατή
τη φράση του Αλκαίου.
ε λ ά α ι ε ρ ό ε σ σ α ι
- ελιές ερατεινές, αγαπημένες
του αιολικού μεστού του λυρισμού.
"ΕΛΑΑΙ ΕΡΟΕΣΣΑΙ"
*
Τώρα στη γιορτή σου
φουντώνουν οι χειμωνανθοί
και τα όψιμα χρυσάνθεμα
για να στολίσουν τα μαλλιά σου.
Σε τόνο ελάσσονα της αγάπης που εκπέμπουν
θέλω να ψάλλω έναν επιθαλάμιο ύμνο
για το κορμί σου,
σ’ αυτήν την αγιότητα της γιορτής Σου
που ’ναι σαν τη πρώτη νύχτα του μέλιτος
γεμάτη αγάπη,
αναστάτωση και κραδασμό,
με την τρυφερή περιπλάνηση
πάνω στην εύπλαστη σάρκα σου
που κοιμάται μόνη της
και θα ξυπνήσει με το πρώτο κελάδημα των αηδόνων
ή με το αέρινο χάδι των αγγέλων
που ξεδιπλώνουν τα φτερά τους!
Τότε τα στήθη σου
με την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
σφύζουν από ζωή όρθια,
σαν υψιτενείς στήμονες των λουλουδιών.
Μέσα στη νύχτα των μυστηρίων
με την μαρμαρυγή των άστρων
λάμπουν ωραίοι σταλαχτίτες
σαν φίνο διάδημα
γύρω-γύρω τα μαλλιά σου.
*
Μια πεταλούδα πέταξε
στις αψηλές κορφές των κυμάτων
παιχνιδίζοντας ερωτιάρικα
με τους θρόμβους των δακρύων τους.
*
Και σκορπούσε σπάταλα τα χαμόγελά της
μέσ’ απ’ τ’ άλικα πέταλα των χειλιών της.
*
Ο ρυθμός έμοιαζε
με τις ορμητικές τάσεις των μαστών σου.
"ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ"
*
Μια μύγα εχτένιζε δειλά την αργυρή της κόμη
κι απόφευγε τον κεραυνό τον σίτο και τη βρόμη.
*
Τα δύο... υποκείμενα κοιτούν τον καταρράκτη
του έρωτος με τον μονύελον της ηλιθιότητος!
*
Στα λιβάδια τ’ ανθηρά στα βουνά τα χλοερά
βοσκά ο Ρα τρία αρνιά με μαλλιά κατσαρά
μελετά στα σοβαρά να χτίσει σπίτια στη σειρά
η καλύβα πια δεν τον χωρά τον κύριο Ρα.
*
Το φεγγάρι αν έπεφτε μέσα στο νερό θα το ’τρωγαν τα ψάρια.
-Ο! mio dolce amore, της ψιθύρισε εκείνος κι εράγισαν
οι πάγοι του πολικού έρωτός των.
*
Μέσα στην ανοιξιάτικη ανατριχίλα
η Γη φρυγμένη παραδίνεται ακίνητη
στου αναπόφευκτου τα γραμμένα....
Η βαριά σιωπή των πάγων
κόβει το ρυθμικό νανούρισμα του ωκεανού
που τον ποτίζουν τα ηδονικά δάκρυα των ψαριών.
Τρομαγμένες λάμψεις στέλνουν
τα γητέματα του πρώτου χαμόγελου της Αγάπης
κι οι φωτεινές εφαπτόμενες των χειλιών μας
μεταβάλλονται σε ανταύγειες των διαθλάσεων
Σε λίγο τα φιλιά θα διαδεχθούν τις θωπείες
θα συνδεθούν θα ζωηρέψουν θ’ ανανεωθούν
χωρίς τελειωμό ως τις πορφυρένιες λαμπρότητες
της ουράνιας πυρκαϊάς.
*
Ω! των ανίδεων τη γαλήνη
πόσο την πόθησε η ψυχή μου!....
Κι οι ρυθμοί του ύπνου διακόπτουν
την πλήξη των γαλάζιων ονείρων μου.
Και ξεψυχά πάνω στα πλήκτρα του πιάνου
το δακρυστάλαχτο παράπονο του έρωτος
μέσα στην συναρπαστική παράκρουση
χερουβικών οραματισμών....
*
Σκοτάδι
Στου κρανίου μου τ’ άδυτα
Φτερουγίζει η σκιά σου.
*
Τα λόγια Σου, ωσάν ριπαί πολυβόλων
στην επιφάνεια του προσώπου μου
οριστικός ο κάματος της παρακμής
Η πιθανότητα εγλίστρησε κάτω από τ’ άχυρο
Κάρφη αχύρων στα μάτια των εραστών Σου
Αμήν!
Θήλυ πυρρό-πώς σ’ αγαπώ ακόμα-
"Είναι βαθύ το μάτι Σου
Σαν τον ωραίο τάφο"
Ψυχή και ανάστημα άξιο της ψυχής μου
Κορμί χυτό σάρκα μαβιά
Οι δρόμοι του μίσους και της ασέλγειας
*
Η ομίχλη του ατομικού πόνου
Εξαφανίζει τους θρόμβους των δακρύων
Κι από το τελευταίο δέντρο
Οι ανοιγμένοι πόροι των βράχων
Αναπνέουν το φώς
Διασχίζω την άγρια φύση του εαυτού μου
Τα βουνά κρέμονται στον αέρα
Και το φως χύνεται με στιλπνότητα σπαθιών
Μέσ’ από τις κενές γωνίες
Που σχηματίζουν οι κρεμαστοί κήποι των μαστών σου
Υπάρχει μέσα μας μια αρμονία
Καταπληκτική σ’ εναλλασσόμενο φωτισμό
κι έγχρωμη σιωπή
Η αγοραπωλησία της ανθρωπότητος
Συνεχίζεται διασχίζοντας
Τη μετάλλινη καταιγίδα του αιώνα
Η Κεντρική επιθυμία -Καγιαρών ή Μογγόλων-
Αναλίσκεται στη θαλπωρή των μαστών Σου
Τους προκαλεί -θέλω να πω-
Ο αναπαλμός της στρογγυλάδας τους
"ΟΧΕΤΟΣ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ"
*
Θύμωσες, μενεξεδένια Μικρούλα,
Που έσκωψα τους Δον Κιχώτηδες
Γιατί τάχατες;
Τους θυμούς ακολουθούν οι Ρυτίδες -Φευ!-
Αδυσώπητοι ουραγοί προμήνυμα κατάρρευσης
Του αισθητικού κάλλους
Τα ψυχρά κοάσματα των βιρτουόζων
αυξάνουν τη βουλιμία των γλάρων
*
Γλυκοφωτά η καρδιά Σου
Στ’ απέραντα δάση του ήλιου κρυμμένη
Μ’ άναρχο ρίγος χυμάει πριν ανατείλουν
Τα πείσματα της δημιουργίας
Νερολούλουδα πάνω στη σκάλα της ιεραρχίας
Θρυμματίζουν την άχρονη αιωνιότητα
Ω! άστρο της Ήβης τροπικό λουλούδι
Συ μονάχα ξέρεις το βουνό της καρδιάς μου
Νιώθω στο πέρασμά Σου νοσταλγία
Ω! λεπτή μυρόπνοη παιδίσκη
Ρίξε το βλέμμα Σου την περιπάθειά Σου
Κι ας παραδοθούν τα σώματα
Γυμνά στην ηδονή
Έχεις στην όψη Σου
Την ανταύγεια των ελπίδων μου
Έχεις στο στήθος Σου το γάλα της ζωής μου
*
Αείρροοι και μοναδικοί ρυθμοί
Τα φιλιά Σου
Συ εκφράζεις την υπέρτατη
Έννοια της υπάρξεως
Ζω στα πλαίσια προϋπολογισμένων
Νόμων
Δεν ξέρω τίποτα
Τον λόγον έχουν οι κόλακες!
Είναι υπέροχη η Σιωπή
Σαν κλείνει μέσα της χαρά
Το τζιτζίκι κοιμάται
Μες την καρδιά του τριαντάφυλλου
Αναμμένες φλόγες γύρω
Σε ματωμένα φουστάνια
Οι μωρές παρθένες έφυγαν στα σύννεφα
Κι έλαμψεν ο ήλιος σαν κόκκινο βελούδο
Οι μήτρες τους ήταν άσπιλες-αγνές
Είμαι αντιμέτωπος με το Σύμπαν
Και κρατώ στα χέρια μου
Τη ζώνη της νύχτας.
*
Να δρασκελίσω το Αιγαίο
Να δρασκελίσω το Αιγαίο
με μεγάλα βήματα μακρουλά,
ενώ ένα γύρω μου πηδούνε δελφίνια.
Αυτό το πέλαγο, ποτέ δεν θα πεθάνει.
μήτε θα γεράσει,
μήτε θα πάψει ποτέ να ’ναι γαλάζιο.
Όπου η Αφροδίτη είναι Έρωτας
ευτυχέστατη κι ευτυχισμένη σύζυγος
πάντων των επιβητόρων!
*
ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ
Μια πεταλούδα πέταξε
στις αψηλές κορφές των κυμάτων
παιχνιδίζοντας ερωτιάρικα
με τους θρόμβους των δακρύων τους.
Και σκορπούσε σπάταλα τα χαμόγελά της
μες απ’ τ’ άλικα πέταλα των χειλιών της!
Χορωδία ψαριών
εκτελούσε βιρτουόζικα τον ταμπαχανιώτικο
και τα χταπόδια πιασμένα χέρι-χέρι
άρχισαν ένα τρελό πυρρίχιο.
Ο ρυθμός έμοιαζε με τις ορμητικές τάσεις των μαστών σου,
την ώρα που Εγώ κι Εσύ μοιραζόμαστε
την ένταση του αισθήματος,
τη φλόγα και το σπαραγμό του πάθους.
(Στρατής Παπανικόλας, «Τρίβολος»/27-1-1939. Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος ένατος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 303.)
Ο Γιώργος Μοσχίδης διαβάζει Γιάννη Αλύτη - Βόμβα:
https://mail.google.com/mail/u/0/#inbox/FMfcgxwBVMpLXQVSxpSkmnrXrpRhXfdC?projector=1
*
Έριδες πτηνών!
Πολύ νειάτο… πολύ! Στα πόδια
κι η φαλάκρα στιλπνή.
Και ρυτίδες, με χαμομήλι λουσμένες
λιμοκτονούσαμε από χορό,
εμείς οι νιοι οι φλώροι
κι η Γαρδερίνα μια!
Όμορφη, πλουμιστή και λικνιστή
ποιον να πρωτοχορέψει;
Έτσι μαλώσαν τα πουλιά
μαδήσανε οι φλώροι!...
Γιαννάκιας
*
La faute après la faute
Το κορμί να γέρνει
το τόξο του σαν κλωνάρι κερασιάς
φέρνει βιβλικές τρυφεράδες
και λυρικό φούντωμα.
Διαβρωτικός και καφτερός καϋμός.
Παίρνω στη φούχτα τα μικρά σου χεράκια.
Και τα φιλώ με άσπρα
μικρά-μικρά φιλιά
τα αγαπημένα τα πόδια
τα τορνευτά και τόσο γνώριμα.
*
Ο ΤΙΓΡΗΣ
Φίλοι μου στη Μυτιλήνη,
όπως λέει η Ειρήνη,
έκανα την προκοπή μου.
Κι όσον αφορά τα μίνι
έχω «τίγρη» στο βρακί μου!
Γι’ αυτό δεν σπάει εύκολα
η ικανότης της απαυτής μου.
Είμ’ ένας τζούνιορ της εποχής μου
κι είναι ακμαίος ο ΤΙΓΡΗΣ της μηχανής μου!
*
ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ
Πριν ανθίσουν οι εύθραυστοι έρωτες
Στην αρχή του κόσμου
Αγαπήθηκαν δυο βουνά
Κάτω απ’ το διάφεγγο χαμόγελο τ’ ουρανού.
Στον ουρανό μου λαμποκοπά τα’ αστέρι Σου
Ευλαβικά κεριά οι μίσχοι των ρόδων
Μάλαμα στ’ άδετα μαλλιά Σου,
Πιο φωτεινά από το φως.
Τα μελιχρά δειλινά –ρουμπινένια βραχιόλια-
Στους καρπούς των χεριών Σου.
Μια σειρά από νύχτες-διάδημα-
Από γαλάζιους κρίνους στα ωραία μαλλιά Σου.
(Στρατής Παπανικόλας, «Τρίβολος»/21-2-1941. Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος ένατος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 302.)
***
Όλο γελάς!...
Όλο γελάς! Το στόμα σου με άλικο ρόδο μοιάζει
που
χύνει μύρα κι ευωδιές, σαν άνοιξη αιώνια.
Όλο γελάς! Κι η πεταλούδα
χαρωπή μοιράζει
τα φιλιά της στα λουλούδια, π’
ανθίζουνε στα κλώνια.
Όλο γελάς! Και κελαϊδούνε τα
πουλιά
τον έρωτα, με τις πνοές του
μπάτη.
Και νοσταλγώ τον έρωτα, την
αγκαλιά
και τη χαρά, που ’ναι για με
φευγάτη!
Ι.Β.
***
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ ΓΙΑ ΤΟ ΓΙΑΝΝΑΚΟ ΑΛΥΤΗ-ΒΟΜΒΑ
«[…] Ο τόμος «Οι φίλοι μου κι εγώ» είναι ένας θησαυρός σε πολύ ωραία έκδοση, μεγαλοπρεπώς ογκώδης, αντάξιος της πληθωρικής φαντασίας του Γιαννακού, τεκμήριο μιας άλλης εποχής, της οποίας το κοντινότερο σημείο απέχει μισό αιώνα από μας, οπότε ό,τι εκεί περιλαμβάνεται είναι πλέον στοιχείο ιστορικό, καθώς και όλο το φωτογραφικό υλικό με την ιστορική παρέα του Γιαννακού στο καφενείο του "Απελλή", στο εξώφυλλο, και με τους ήρωες/αποδέκτες και τις ηρωίδες/αποδέκτριες των γραμμάτων του και των αισθημάτων του, από μέσα. Τα κείμενα είναι κείμενα απευθυνόμενα σε φίλους, αλλά στην ουσία απευθύνονταν στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας του νησιού, όπου ο Γιαννακός κρατούσε τη στήλη. Εκεί έγραφε ό,τι γινόταν αλλά και ό,τι έφτανε από την υπόλοιπη Ελλάδα κι όλο τον κόσμο.
Πρέπει να τονίσουμε με έμφαση ότι η παιδεία του ήταν τόσο μεγάλη, που μπορεί να έκανε αριστοφανικό χιούμορ, όμως ο καλλιεργημένος αναγνώστης έβρισκε στα γραπτά του Γιαννακού μια υψηλής τάξεως κοινωνική και καλλιτεχνική κριτική. Ωστόσο, εκείνο που πρωταγωνιστεί στα κείμενα δεν είναι τα θέματα και οι άνθρωποι -οι "αγάπες" του- είναι η γλώσσα. Η γλώσσα έκπληξη, οι λέξεις χειροβομβίδες που έλεγε ο Ελύτης, οι λέξεις βόμβες που εκτοξεύει ο Βόμβας. […]
Το υλικό, πλούσιο, έξυπνο, ευφυές. Η γλώσσα, με κυρίαρχη την τεχνηέντως διαστρεβλωμένη καθαρεύουσα, με παραβιασμένους όλους τους κανόνες γραμματικής, συντακτικού και προφοράς, συχνά αναμεμειγμένη με "στραμπουλιγμένες" ξένες λέξεις αλλά και τοπικές ιδιωματικές, για να προσδίδουν το ανάλογο ύφος, κατά περίσταση, δείγμα μιας αχαλίνωτης φαντασίας και γλωσσοπλαστικής ικανότητας και μιας ξεχωριστής ταλαντούχας προσωπικότητας. Γιατί ο Γιαννακός ανήκει στις σπάνιες προικισμένες εκείνες φύσεις με το αστείρευτο πηγαίο ταλέντο, που γράφει και μιλάει αστραφτερά και κεντρίζει τις αισθήσεις και το πνεύμα. […]
…Πρόκειται για ένα πηγαίο ταλέντο. Το πλήθος και το είδος των κειμένων του μαρτυρεί περί τούτου και αποδεικνύει ότι μπορεί να κινήθηκε στο ημίφως της περιφέρειας ή στην περιφέρεια της Λογοτεχνίας, μπορεί να μην έτυχε μιας πανελλήνιας αναγνώρισης, ο χρόνος όμως και η συγκυρία διέσωσε το θησαυρό που η πένα του ανεξίτηλα χάραξε στο χαρτί.
Συγκεκριμένα, ο Γιαννακός Βόμβας, έχοντας αφομοιώσει την πλούσια και πανάρχαια λογοτεχνική μας παράδοση, έχοντας κληρονομήσει το σκωπτικό πνεύμα πολλών άλλων ομοτέχνων του, έχοντας υπ’ όψιν του όλα τα επιτεύγματα στο χώρο, με οξύνοια και ευαισθησία ποιεί, δημιουργεί, αναδημιουργεί, μορφώνει ή σκόπιμα παραμορφώνει, σατιρίζει, καυτηριάζει, φανερώνει ή υπαινίσσεται. Πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν ξεφεύγει τίποτα από το οξύ και παρατηρητικό βλέμμα του, το οποίο έχει και την ικανότητα να αναβαθμίζει οποιοδήποτε κείμενο σε λογοτεχνικό κείμενο αξιώσεων.
Παίζων άμα και σπουδάζων, ευθύβολος και εύστοχος πάντα, ρίχνει τη γραφίδα του στο στόχο. Με τον τρόπο που έχει επιλέξει να εκθέσει το θέμα του, καταφέρνει να παρουσιάσει, για παράδειγμα, μια ερωτική εξομολόγηση ("Ερωτικό") μεταμορφωμένη σε χιουμοριστικό κείμενο, στο οποίο όμως καταφάσκει το ερωτικό πάθος και συγχρόνως αποφεύγει, λόγω ύφους, κάθε μελό εκδοχή του. Έτσι ο Βόμβας, με το σκεπτικό ότι πρέπει "και τούτο ποιείν κἀκείνο μη αφιέναι", μας παραδίδει μια παρωδία με κείμενο μεστό περιεχομένου, ουσιώδες συναισθηματικά, γλαφυρό εκφραστικά, καλλιτεχνικό εικαστικά και παραπλανητικό υφολογικά.
0 πονηρός γράφων ήξερε τι και πώς να σερβίρει, έτσι ώστε και όλα τα σχήματα και τις υπερβολές του ρομαντισμού να συμπεριλάβει και με το ύφος του να τα αναιρέσει, αλλά και να μην ακυρώνει την ουσία τους...
Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν, τα κείμενά του όμως δεν έχασαν τη φρεσκάδα τους. Το αντίθετο μάλιστα· θα λέγαμε ότι διαβάζοντάς τα, έχουμε την αίσθηση πως ξανακερδίζουμε το χαμένο χρόνο, ακόμα και το χρόνο που δεν υπήρχαμε, γιατί η ιστορία της γλώσσας, όπως και της ζωής, ευτυχώς και προηγείται και έπεται. Και σ’ αυτή τη μακρά ιστορία τα κείμενα του Γιαννακού Αλύτη - Βόμβα μας υποχρεώνουν να κάνουμε στάση κι από το μέλλον που βρισκόμαστε να ρίξουμε νοσταλγική ματιά στο παρελθόν και να κρυφοκοιτάξουμε σαν στον παράδεισο το διακριτό ίχνος που άφησε το πνεύμα του. Κι αυτό ίσως είναι και η μοναδική αθανασία στην οποία μπορεί να ελπίζει ο κάθε πιστός...».
Ανθούλα Δανιήλ
***
ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΤΗΘΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΥΤΗ
"Το έκπαγλο αντικείμενο του πόθου, το νεαρό θήλυ, προβάλλει ως προσωποποίηση της ζωοδότρας δύναμης της φύσης, γι’ αυτό στην ποίησή του η μορφή αγάλλεται, αναδύεται όλο χυμούς, φλογάτη, καθώς το μάτι -αλλά και η πένα- εμμένει στους μαστούς, στο χείλι, στα μαλλιά, στο γόνυ το "σαπφείρινο".
Με τούτα τα λόγια, η Μαίρη Γιόση, προλογίζει τα ποιήματα του Γιάννη Αλύτη στην ολοκληρωμένη τους μορφή, το Φεβρουάριο του 2007, από τις εκδόσεις "ΣΜΙΛΗ". Στο ίδιο περίπου ύφος, ο Βαγγέλης Καραγιάννης μιλά περί "παντοδυναμίας του πόθου" που διακρίνει την ποίηση του Γιάννη Αλύτη.
Ανατρέχοντας στην ποίησή του, εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει το πελώριο στίγμα μιας ερωτικής διάθεσης, εντοπισμένης στο αντικείμενο του πόθου του, που δεν είναι παρά το γυναικείο στήθος, στην πιο όμορφη έκφρασή του.
Αυτήν ακριβώς την έκφραση θα προσπαθήσω να προσεγγίσω, εντοπίζοντας τους στίχους εκείνους, που διατρέχουν την ποίησή του. Στο πρώτο του κιόλας ποίημα το "ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ" καταλήγει με τη διαπίστωση "Ο ρυθμός έμοιαζε με τις ορμητικές τάσεις των μαστών σου, την ώρα που Εγώ κι Εσύ μοιραζόμαστε την ένταση του αισθήματος, τη φλόγα και το σπαραγμό του πάθους". Κι αμέσως παρακάτω στο ποίημά του "ΟΧΕΤΟΣ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ" θα μας μιλήσει, αφού διασχίσει την άγρια φύση του εαυτού του, για τις κενές γωνίες "που σχηματίζουν οι κρεμαστοί κήποι των μαστών σου". Ενώ "Η κεντρική επιθυμία -Καγιαρών ή Μογγόλων- αναλίσκεται στη θαλπωρή των μαστών Σου. Τους προκαλεί -θέλω να πω- ο αναπαλμός της στρογγυλάδας τους". Κι "αφού παραδοθούν τα σώματα γυμνά στην ηδονή", θα αναφωνήσει "Ω! γνήσιο ψυχικό κοίτασμα! Οι ανώριμοι μαστοί σου, με τραβούν με μια τυφλή δίψα πειραματισμού".
Αλλά και στο ποίημά του "ΧΑΡΥΒΔΙΣ", όπου τα φλογωτά και κρασάτα ρόδα "λιχνίζουν το κρουστό κορμί σου", θα μας μιλήσει για τ’ "Ανυψωμένα τ’ άσειστα στήθη, Χρυσόμηλα της χαραυγής" αυτά που "Η ματιά η αρσενική τρύπησε το σπασμό της ηδονής" Και "Μια βαθιά σιωπή κατάπινε τα φιλιά μας".
Στο ποίημα "ΔΙΑΥΓΕΙΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΥ", αφιερωμένο στην Έλλη την παρθενική παιδίσκη, αρχίζοντας το ποίημά του, θα μας πει πως "Στη δρόσο των ηλύσιων πηγών και στη μαρμαρυγή των άστρων, γνώρισα τα χείλη σου να ψελλίζουν φιλιά" και τελικά να μας συνεπάρει μ’ αυτήν τη γνήσια ερωτική του φωνή. "Ω! μαστοί νεάνιδος που εγίνατε λαχτάρα", "Το στήθι σου τώρα είναι αποθέωση σαν οπώρα του ακατάληπτου νιάτου. Έχει την πικάντικη γεύση της θάλασσας. Μικρή αναδυομένη και το τρυπάει η ματιά η αρσενική, ως το έσχατο μόριο του αναστατώματος". Κι αφού στήσει "Μέσα σε μια θάλασσα ευώδους διακόσμου Με ιοχρόους τάπητας" Μια θαυμάσια ερωτική παγίδα, στο ποίημά του "ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ", γραμμένο για τη γλυκιά Νίνα, με το νανουριστικό όνομα θα μας αποκαλύψει "Όμως έχεις κρυμμένας τας οπώρας των μαστών σου εντός εκπάγλου σκηνώματος", όπου "θριαμβικά υψωμένο τ’ αγέρωχο στήθι στον ρυθμικό αναπαλμό του. Κι όταν ανθομανά το στήθι το ζεστό κι όταν σφύζει του αιμάτου η λάβα και πορφυρώνει το χείλι τ’ αχόρταγο σφρίγο". Για να την υμνήσει τελικά με τούτους τους ωραίους στίχους. "Έχεις την εισδυτική δύναμη του φωτός. Ω! μυρόεν άνθος. Σ’ αγάπησε η πεταλούδα κι απόθεσε στα χείλη σου, τα μυστικά της".
Στο ποίημά του "Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΩΝ ΜΕΛΤΕΜΙΩΝ" γράφει: "Τα στήθη σου είναι κούμαρα βαριά. Από το στήθι σου στάζει μέλι ηδυπαθείας. Κι η έλξη απλώνει τη βέβηλη απαλάμη, που ’χει τον ήλιο στο αίμα της". Όμως "ανυψωμένα τ’ άσειστα στήθη χρυσόμηλα της χαραυγής, μενεξεδένιοι καρποί πικάντικης γεύσης, οπώρες του ακατάληπτου νιάτου" δεν θα παύσεις να είσαι "προσάναμμα χαράς, σαν αποθέωση στη φλύαρη μαρμαρυγή, σαν πρόσχημα έρωτος. Ω! ας μην είχε τέλος η μικρή αυτή εκδρομή, θα ’σαι πάντα ένα προσφιλές ενθύμιο". Και στο "ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΩΝ ΜΕΛΤΕΜΙΩΝ ΙΙ", αφιερωμένο στη μάνα μου, θα της γράψει: "Το στήθος σου στάζει ήλιο και έλξη, σαν την αυγή που σφαδάζει στο ράμφος της πρωίας". Έτσι σφαδάζει το κρουστό κορμί σου, στην παλίρροια των λάβρων χεριών μου. Νόστιμον είναι το στόμα σου, σαν πορφυρό ποτήρι γεμάτο μαργαρίτες".
Επανέρχομαι στα λόγια της Μαίρης Γιόση, που στο προλογικό της σημείωμα "Ο ΔΙΠΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΥΤΗ" γράφει: "Με λόγο που παραπέμπει συχνά στο "Άσμα Ασμάτων" αλλά και στην παράδοση των ελληνιστικών ειδυλλίων και μυθιστορημάτων, ο ποιητής "μεταφράζει" την ερωτική χαρά -σπάνια οδύνη- σε πανδαισία χρωμάτων και αισθήσεων και το ερωτικό σώμα σε σύμπαν κοσμικό.
Είχα γράψει παλιά για τον αγνοημένο ποιητή Γιάννη Αλύτη (Γιαννακό Βόμβα) ότι ο Γιαννακός Βόμβας, ως τέλειος κάτοχος, χειριστής και οτρηρός θεράπων της Ελληνικής γλώσσας, μπόρεσε να εκφράσει τους ιμέρους και τους ερωτικούς κραδασμούς της καρδιάς του, ως ανδρείος της ηδονής, απαλλαγμένος από τη συμβατική ηθική του ψευτοπρεπούς αστισμού. "Ω! των ανίδεων τη γαλήνη πόσο την πόθησε η ψυχή μου", θα πει σ’ ένα του ποίημα. Οι λεκτικές ακροβασίες του είναι σύμφυτες με τα "στυλιζαρισμένα" γραπτά του και στον έξω από την ποίησή του χώρο. Όπως επισημαίνει ορθά ο Βαγγέλης Καραγιάννης, στα γραφτά του Γιάννη Αλύτη κυριαρχούν έντονα στοιχεία σεξουαλισμού, πριαπισμού και γενικά ζωηρές διακηρύξεις περί παντοδυναμίας του πόθου". Άλλωστε υπήρξε ο κατ’ εξοχήν -και σε τούτο μοιάζει του Εμπειρίκου- εραστής του γυναικείου στήθους, το οποίο, όπως κατέδειξα, υμνεί ποικιλοτρόπως στα ποιήματά του.
Για το λόγο τούτο και συνεχίζω την ανίχνευσή μου και στα υπόλοιπα της ποιητικής του συλλογής. Στο "ΕΣΥ ΔΕΝ ΑΦΗΝΕΙΣ ΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ", αφιερωμένο στη Μούσα του Λενιώ, αφού υμνήσει την "φιλική της παρουσία" με τούτα τα λόγια "Εσύ δεν αφήνεις την ερημιά να ντυθεί τη μοναξιά της, να γίνει απάνθρωπη... Αργυρόηχη, μελιχρή, χρυσορόδινη, ασύλληπτη, στα μάτια σου υπάρχει το βάραθρο της πικρίας… Βλέπω τα μάτια σου περίτρομα στην παραφορά της καλοκαιρινής ηλιοκαταιγίδας", θα της γράψει πως "τα ριγηλά σου στήθη κρύβουν τον ήλιο της ζωής, κρύβουν την πρώτη ημέρα της αγάπης. Είσαι αίσθηση-αίσθημα, νους και φαντασία". Για να φτάσει η στιγμή του άσματος ασμάτων, αυτό που με παρακίνησε να γράψω τούτο το μικρό ελεγείο αφιερωμένο στη μνήμη του, "ΤΟ ΣΤΗΘΙ ΤΟ ΝΩΠΟΝ". Το παραθέτω ολόκληρο:
Σύγκορμον τρέμει
Τ’ απαράμιλλο στήθι
Ωσάν λατρευτό ροδάκινο
Τ’ ανυψώνει το φλέγον συναίσθημα
Το σφίγγει σαν έπαθλο της καθαρής ζωής.
Αίσθηση κρυστάλλου
Έτσι παλ-μικό, λυγ-μι-κό
Ω! στήθι πρώτη κρήνη της χαράς
Λιγωμένη ευωδιά
Μικρή μου ασβεστωμένη βιολετί οπώρα καρποφόρα
Μεθυσμένο από φως κροκί ή μενεξελί
Κάθε μόριό σου είναι παραφροσύνη
Ω! στήθι τριανταφυλλάκι μουσκεμένο
Μ’ ανθονέρι
Ω! admirabile visum.
Και, για την ιστορία, μιας και τούτο το ποίημα γράφτηκε για τη Λενιώ, στο χειρόγραφο του ποιήματος, που το κοσμεί και δική του ζωγραφιά, φιλάρεσκα γράφει: "Αφιερούται το ανωτέρω αριστούργημα εις την πλέον ωραίαν, καλλιπάρειον και καλίστηθιν φίλην Ηελενιώ, πρώην αριστοκράτιδα De Pesmajoglou". Και στην επιστολή που το συνοδεύει: "Εσένα αγάπη Ηελενιώ σου στέλνω ένα σονέτο που εξυμνεί το βυζί σου! (κάντο κορνίζα). Δεν νομίζω ότι άλλος ποιητής θα υμνούσε καλλίτερα και την ωραιοτέραν καλλονήν".
Στο "ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟ" γράφει σε μιαν άλλη φίλη του: "Μα εσύ, Δήμη, είσαι καρπός εύχυμος, σαν το μαστό της Αφροδίτης". Και "ΣΤΟ ΦΙΛΙ ΣΟΥ", με διάθεση άκρως ερωτική -και πότε δεν είχε- αφού υμνεί το φιλί της, που είναι γλυκό στον ουρανίσκο, θα της πει: "Τα χείλη σου κάλυκας τορνευτός, τα στήθη σου είναι δύο νεβροί δίδυμοι της ζαρκάδας…
Αλλά εκείνο που υπερέχει είναι τα μάτια, πιο τέλεια κι από τα μάτια της δορκάδας, μ’ εκείνη τη βαθιά έκφραση που συγκλονίζει την ψυχή… Κι είναι στιγμές που κλείνουν μέσα τους την πιο βίαιη περιπάθεια και προκαλούν ρόδινες αναστατώσεις".
Στο "ΕΛΑΑΙ ΕΡΟΕΣΣΑΙ", στίχος σπάραγμα του Αλκαίου, εκφράζει το βαθύ λυρισμό του με τούτους τους στίχους: "Αύρες ημίγυμνες σε αλαφροκύματο αιγιαλό με τις αλλεπάλληλες ριπές τους ανεμίζουν τη χυτή σαν χαίτη κόμη σου. Τα σχεδόν αιμάσσοντα χείλη, έτσι μισάνοιχτα συμπληρώνουν την κατάκτηση της ανοίξεως και εισπνέουν φως κι ύστερα εκπνέουν τον παμπάλαιο αρχικό πόθο κι έχουν αντίκτυπο ως τη μήτρα οι απανωτές δονήσεις του…"
Και τελειώνω την περιπλάνησή μου στον ερωτικό κόσμο του ποιητή με το τελευταίο ποίημα της συλλογής του, το "ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΣΟΥ":
"Τότε τα στήθη σου
με την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
σφύζουν από ζωή όρθια
σαν υψιτενείς στήμονες των λουλουδιών.
Τα πιπιλίζουν τα πουλιά και ρουφούν
το γάλα της ζωής που ξεχειλίζει εντός τους.
Αυτό δεν είναι έρωτας, είναι ο μείζων έρωτας
ο ακατανίκητος
μέσα στην έκφραση των σφαιρικών ονείρων σου."
Θα ήθελα να πω και τούτο: αυτή του η ερωτική διάθεση δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Γιάννη Αλύτη
"Εκεί στην αλλότροπη ζωή του ουρανού
Ας σταματήσουν οι λυγμοί των αγγέλων
Αίνιγμα επίμονο, θυμοειδές αστραποβόλημα
Που μίσεψες στους ατέρμονες ασφοδελούς
Της Αχερουσίας"
Θείος Ιούλιος μήνας του 2016
Βάσος Ι. Βόμβας
Ο Γιαννακός Βόμβας με το γιο του Βάσο.
***
Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΥΤΗ-ΒΟΜΒΑ
«Αγαπημένε φίλε Γιάννη
Χαίρομαι το λόγο σου, τη δροσιά των ποιημάτων σου, τη ραφινάτη σάτιρα, παιχνιδιάρα βαρβάτη, καυστική στην απλότητά της. Μοναδικός σατιρικός τροβαδούρος στο χώρο του σουρεαλισμού, πρωτομάστορας.
Χαρίεν ύφος, γνώση της καθαρεύουσας, όργανο στα χέρια σου, να λοιδορείς τους φαντασμένους λογιώτατους, τους στενοκέφαλους "διανοούμενους", που απέρριπταν, οι αυνανιστές τα έργα σου. Χαίρομαι που μετάλαβα από παλιά το πνεύμα Σου και λυπάμαι που δεν πήρανε χαμπάρι οι παντογνώστες τενεκέδες. Μόνο ο Παπανικόλας πήρε το μήνυμά σου και το κανάκεψε.
Κρίμα που χάθηκε μια νερομάνα κάτου από τα τσιπιλίκια των ηλιθίων, που αυτοδιορίζονται ποιητές και ειδικοί περί τα τέτοια. Όμως η νερομάνα πιδάκισε το γάργαρο νερό, έσπασε τη δέση και μας δρόσισε. Το λίγο τούτο γέμισε το κενό, γιατί είναι συμπυκνωμένη τέχνη που σηκώνεις απλά.
Ο φίλος Βαγγέλης έδωσε το σωστό δείγμα της δουλειάς Σου. Να ’σαι γερός να αγιογραφήσεις κι άλλο βιβλίο.
Σε ηγάπων και θα σε αγαπώ έτι περισσότερον, Ιωαννίκε μοναδικέ. Έρρωσο, ο Στρατής Αναστασέλλης.
Αθήνα 26-2-1988»
Τούτο το κριτικό σημείωμα, γράφτηκε από τον Στρατή, μετά την πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Γιάννη Αλύτη το Δεκέμβριο του 1987 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Το φθινόπωρο του 1988, ο Στρατής Αναστασέλλης συνθέτει και τούτο το σατιρικό ποίημα για το Γιάννη Αλύτη, με αφορμή την ποιητική του συλλογή:
DE PROFUNDIS
Ιωαννίκιε τρανέ κι επί τουρκίας φίλε
Σε διάβασα κι ανοίχτηκαν του παραδείσου αι πύλαι.
Είναι το έργον σου σαφώς-ποιητικόν κατόρθωμα
Πλειστάκις διαφαίνεται της φύσεώς σου τ’ όρθωμα.
Ως τράγος καμπανάρχιδος-ορώντα κατ’ ερίφιον
αναφωνείς ενδόμυχα -"Η ψ’χή μ’ το κανταΐφιον"
Κύκνειον άσμα φαλλικόν-μνημόσυνον ερώτων
αιδοίων και τελεβυζών-και μπούτσων πεπτωκότων.
Υμνείς τα πετροβύζια-που καταλήγουν ψτάλια*
τα μαραμένα των ανδρών-κοινώς τα σάλια μπάλια.
Ως Ιωάννη Πρόδρομον της σουρε-αλυτίας
σ’ ανακηρύσσω ιδρυτήν-Βομβά της δυναστείας.
Χαίρε κεχαριτωμένε
VLOTIS GIAPRAKOVITS**
Στρατής Αναστασέλλης
* ψτάλια = τα σύκα που έχουν συρρικνωθεί, μαραθεί.
** Μετά την κατοχή, ο Στρατής στους στίχους του, στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΛΕΣΒΟΣ" υπέγραφε ως Βλουτίνα Γιαπρακάδινα.
***
Ανέκδοτο στιχούργημα
του "Τρίβολου" - Στρατή
Παπανικόλα
Τούτο το έμμετρο
στιχούργημα του «Τρίβολου» γράφτηκε στις
25 Οκτωβρίου του 1945, με αφορμή ένα φαγοπότι στο σπίτι του Γιαννακού Βόμβα.
Μέσα από τη σάτιρά του ο ανεπανάληπτος Στρατής Παπανικόλας, μας δίνει και
χρήσιμες πληροφορίες για την τότε εποχή. Απολαύστε το…
Β.Ι.Β.
Προποσιακό
στιχούργημα για το φαγοπότι στο σπίτι του Γιαννακού
Κυριακή 25-10-1945
Να ’μας και πάλι όλοι μαζί στου Γιαννακού το σπίτι
που ’χει τη ψώρα στο πουγκί, μα και ψηλά τη μύτη!
Θυμάστε που ξανάρθαμε; Θαρρώ πως είναι τώρα
με κατσαρόλες και φαγιά, σα μάγοι με τα δώρα!
Είταν και το Παράρτημα* νομίζω καλεσμένο,
εδώ πα’ στο τραπέζι αυτό φώναζε ανεβασμένο
διάφορα πανάρχαια ανέκδοτα κι αστεία,
ενώ ο γιος του δίπλα εδώ βουτούσε τη Μαρία.
Τι σκάνδαλο ο ξετσίπωτος! Το είχε παρακάνει
φιλούσε τη γυναίκα του πριν από το στεφάνι
και πού παρακαλώ όλ’ αυτά; εδώ σ’ αυτό το σπίτι
του Γιάννη, που ’ναι αγνότερος κι από τον Καλυβίτη**,
που γέρασε και πως ξένο φιλί δεν ξέρει
και με γυναίκες δεν είχε ποτές του νταλαβέρι.
Ναι! τι γελάτε; Ψέματα; Ρωτήστε την Ειρήνη,
ρωτήστε κι όποιον θέλετε σ’ όλη τη Μυτιλήνη.
Ο Γιαννακός και να βρεθεί με χήρα στο κρεβάτι,
θα πέσει και θα σηκωθεί με γυριστή την πλάτη.
Είν’ αρετής υπόδειγμα σ’ Ανατολή και Δύση
κι άλλο από το Πάφλο*** θηλυκό ποτές δεν θ’ αγαπήσει.
Το στέφανό του θα τιμά, έως τα ξεμωράματα,
γιατί είναι τέτοια η φύση του, δεν ξέρει άχρεια πράματα.
Συχαίνεται κάθε κακό και αντιδρά με πείσμα,
γιατί δεν κάνει ούτε κακά, αν δεν του βάλουν κλύσμα.
Μα νέϊσαν! Τι λέγαμε; Α! πως είχαμε ξανάρτει
εδώ, πριν χρόνια μια βραδιά, σ’ ένα μεγάλο πάρτυ.
Είταν και τότες άφθονα, θαρρώ τα μεζελίκια,
μα είταν, μπροστά σε τούτα εδώ τα φαγητά, εκείνα ρεζιλίκια.
Γιατί το κάθε σπιτικό ήρτε με κατσαρόλες
κι είχαμε πεντέξι, λογιώ-λογιώ, μαγείρεμα φασόλες.
Άλλο φασόλες γίγαντες κι άλλο λαγός σαλμί,
πιτσούνια και κοτόπουλα και αναστεναγμοί.
Άλλη η ουρά του φασιανού κι άλλη της σουσουράδας,
άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της φασολάδας.
Όμως νομίζω κατιτίς λείπει από το τραπέζι,
ένα κατσίκι κάτασπρο ανάτρεφες θυμάμαι,
στην προκυμαία το βόσκιζες –το ’λεγες Μπιάνκα; Νταίζη;-
Τι έγινε; μεγάλωσε; το ’σφαξες; θα το φάμε;
Άντε φέρνε το γρήγορα, Γιάννη, τι συλλογάσαι;
Αν το ’φαγες χωρίς εμάς, καταραμένος να ’σαι.
Είχες και μιαν υπόσχεση δοσμένη για πατάτες.
Πού είναι; δεν τις είδαμε! Τις έφαγαν οι γάτες;
Μην πεις πως δεν αγόρασες, πως δεν είχες λεφτά,
γιατί Γιάννη δεν περνάν σε μας τα τέτοια χωρατά.
Δημόσιος υπάλληλος, σπουδαίος και τρανός
γίνεται να ’σαι απένταρος στα τέλη του μηνός;
Κι εξάλλου όλοι οι μπακάληδες δίνουν επί πιστώσει
Σ’ όποιονα και να πήγαινες ήθελε να σου δώσει.
Ο Δρούκας να το μάθαινε, ήθελε να σου στείλει
και μάλιστα για χάρη μας, γεμάτο ένα ζεμπίλι.
Ακόμα κι αν δεν ήθελες να ’χεις υποχρεώσεις,
μπορούσες απ’ τη μπάνκα σου χρήματα να σηκώσεις.
Τι τα φυλάς; Να γίνονται σαν πρόνερου Τσολάκια
κι αφήνεις αγαρνίριστα λαγούς και πιτσουνάκια;
Η τσιγγουνιά είν’ αμάρτημα θανάσιμο και ξέρε το
ο άνθρωπος πρέπει να τρώ’ όσα έχει κάθε μέρα
και το πουρνό το στόμα του ν’ ανοίγει στον αέρα.
Να καθαρίζει πνεύμονες, άντερα και στομάχι,
γιατί, για δε, έλκος έχουνε, όσοι έχουνε ταμάχι.
Είπα να κάνω πρόποση, μ’ άρχισε φλυαρία,
τα φώτα δεν ανάψανε - ένεκα απεργία-
πέρασε η ώρα κι έπρεπε να ’ρθουμε στις εφτά,
μήπως καταλαβαίνετε γιατί ύστερα απ’ αυτά;
Μαργώνω τον επίλογο και παίρνω το ποτήρι
-Εβίβα της νοικοκυράς, στη ’γειά του νοικοκύρη
που μας καλοταΐσανε.
Χρόνια πολλά να ζούνε,
σε φίλους να φιλεύονται και φίλους να καλούνε.****
Στρατής Παπανικόλας
Σημειώσεις
επεξηγηματικές του κειμένου:
* «Παράρτημα»: Ήταν το παρατσούκλι του Γιάννη Χατζηδημήτρη, οδοντιάτρου
της Μυτιλήνης και το είχε "κληρονομήσει"
από τον πατέρα του, τον κυρ-Δημητρό, μεγάλο γκιβιζέ, της τότε Μυτιλήνης. Ο
Χατζηδημήτρης και η Αγιασοτοπούλα γυναίκα του Μαρία (κόρη του Παπακανιμά) ήταν
κουμπάροι με τους Παπανικόληδες.
** Εννοεί τον Άγιο
Γιάννη τον Καλυβίτη.
*** Πάφλο: Λόγω της
καταγωγής της μάνας μου από το χωριό Πάμφιλα της Λέσβου.
****.Ευχή του
Παπανικόλα, που απευθύνεται σ’ όλα τα μέλη της τότε παρέας τους. Ο Γιαννακός
στο βιβλίο του "Οι φίλοι μου κι
εγώ" σκιαγραφεί αρκετά εμπεριστατωμένα, θα έλεγα, τη συντροφιά
τους. Στις σελίδες 30, 345 και 381 υπάρχει ακριβής αναφορά.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
1. Εφημερίδα «Εμπρός» Μυτιλήνης, φ. 844, 845/1992.
2. Κώστας Μίσσιος, «Μυτιληνιοί Λόγιοι και Λογοτέχνες. Συμβολή στην ιστορία της λεσβιακής γραμματείας», τόμος 1ος, Μυτιλήνη 1994, σελ. 320-324.
3. Κώστας Μίσσιος, «Η "Λεσβιακή Άνοιξη" εν καρποφορία. Συμβολή στην ιστορία της λεσβιακής γραμματείας», τόμος 2ος, Μυτιλήνη 1994, σελ. 232-233.
4. Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών. Β΄. Οι δημιουργοί της "Λεσβιακής Άνοιξης" και οι διάδοχοί τους (1890-1929)», τόμος 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 301-307.
5. Κώστας Βαλέτας, Περιοδικό «Αιολικά Γράμματα», τεύχος 250, Ιούλιος – Αύγουστος 2011, Αθήνα.
Αθήνα, Μάιος 2017
Βάσος Ι. Βόμβας
***
Οι Μυτιληνιοί στα χνάρια των πατεράδων τους…
Η αγάπη των Λέσβιων για τα γράμματα είναι
ονομαστή. Διαβάζουν, αρθρογραφούν σε εφημερίδες και περιοδικά, κάνουν κριτική,
συλλέγουν, συγγράφουν, εκδίδουν βιβλία… Υπάρχουν και σήμερα πολλοί νεότεροι άνθρωποι
του πνεύματος, επιστήμονες, λογοτέχνες, λόγιοι, ερευνητές, γραμματολόγοι, κριτικοί, άξιοι συνεχιστές των δημιουργών της «Λεσβιακής Άνοιξης» στη Μυτιλήνη, στις κωμοπόλεις
της Λέσβου, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και στο
Εξωτερικό. Η Λέσβος λαμποκοπά από τις φυσικές της ομορφιές και τιμάται από τα έργα των
Λέσβιων. Μακρύς ο κατάλογός τους και σπουδαία η συμβολή τους στον πολιτισμό…
Όπως μας πληροφόρησε ο κύριος Βάσος Ι. Βόμβας,
σε λίγες μέρες θα έχουμε τη χαρά να δούμε τυπωμένο ένα νέο βιβλίο, με τίτλο «Τα
αδιάντροπα του Κλήδονα» του Παναγιώτη Σκορδά (εκδόσεις ″Μύθος″, Μυτιλήνη 2017). Μεταξύ άλλων,
θα περιλαμβάνει τις λαογραφικές συλλογές
του Βάσου Ι. Βόμβα και του Ακίνδυνου Σκωπτικού. Περισσότερες πληροφορίες
στην παρακάτω αφίσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου