ΑΝΝΑ ΕΜΜ. ΔΑΤΣΕΡΗ
Κρητικές μαντινάδες
Μοιάζω μοναχικό δεντρί, στο δάσος των ανθρώπω
που μέρα-νύχτα καρτερεί, να ’ρθει, τον ξυλοκόπο.
Το μονοπάτι της ζωής μπρος στον γκρεμό τελειώνει
κι ο που ’χει στην ψυχή φτερά τ’ ανοίγει και γλιτώνει.
Σιγά-σιγά λιγαίνουνε οι συναναστροφές
και γίνηκε η μοναξιά τσιγάρο και καφές.
Ποτέ μην πει ο άνθρωπος τον αγαπά θα πάρει,
η μοίρα και το ριζικό όλα τα κουμαντάρει.
Πρέπει να κάνουν άγιο, Πόνο να τόνε λένε,
να δούνε για τη χάρη του πόσες καρδιές θα κλαίνε.
Η μόνη κόντρα που μπορείς να κάνεις του θανάτου,
σαν έρθει ο Χάρος να σε βρει, να ’σαι του πεταμάτου.
Σημείωση:
Τις παραπάνω μαντινάδες απήγγειλε στις 29-12-2002 η φίλη Άννα Δατσέρη, που κατάγεται από την επαρχία Μιραμβέλου Λασιθίου Κρήτης, καθηγήτρια Οικιακής Οικονομίας, η οποία εργάστηκε για πολλά χρόνια στις Γεωργικές Εφαρμογές στην Άντισσα και άλλα μέρη της δυτικής Λέσβου. Όσοι Λέσβιοι τη θυμούνται ακόμα, να ξέρουν ότι αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα της τη Λέσβο και μιλούσε για τις μαθήτριές της με ξεχωριστή εκτίμηση. Στη συνέχεια, δίδαξε πολλά χρόνια σε Γυμνάσια της Αθήνας, μέχρι τη συνταξιοδότησή της. Η μετοίκησή της στην Κρήτη, μετά από εγκεφαλικό, μας στέρησε από μια καλή φίλη, από τα τηλεφωνήματα και τις αφηγήσεις της για τη Λέσβο.
Δημοσιεύουμε τις μαντινάδες της, για να καταδείξουμε πως τα δημοτικά δίστιχα λιανοτράγουδα με περιεχόμενο ερωτικό-φιλοσοφικό-παραπονετικό ή άλλο αναπτύχτηκαν στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο, εξυπηρέτησαν πολλαπλά την παραδοσιακή κοινωνία των παλαιότερων χρόνων, επιζούν όχι μόνο σαν μουσειακό είδος και τραγουδιούνται ακόμα, γιατί, κι αν έχουν αλλάξει οι συνθήκες ζωής, εξακολουθούν να απηχούν γνήσια πηγαία συναισθήματα του απλού ανθρώπου. Κι ό,τι πηγάζει μέσα απ’ την καρδιά είναι διαχρονικό…
Η Άννα τα τελευταία χρόνια συνήθιζε να γράφει αναμνήσεις από τη ζωή της ή άλλα κείμενα, να τα φωτοτυπεί και να τα στέλνει ταχυδρομικά σε συγγενείς και φίλους. Ήταν το χνάρι που ήθελε ν’ αφήσει στη ζωή, προτού την εγκαταλείψει η μνήμη. Παρακάτω μια προσευχή, που δείχνει την ευσέβεια που τη χαρακτήριζε, αλλά και το παράπονο μιας ευαίσθητης μοναχικής ψυχής, που ένιωθε σαν «κλωτσοσκούφι» της ζωής. Κι ένα παραμύθι του πατέρα της, από τα γραπτά που μας έστειλε. Μας το είχε αφηγηθεί και τηλεφωνικά, για να στηρίξει την πεποίθησή της πως «όλα είναι τυχερά»…
Προσευχή
Ω Παναγία Δέσποινα, γλυκύτατη Παρθένα,
εις τον αγώνα της ζωής βοήθα με και μένα.
Βοήθησέ με Παναγιά, γλυκιά μου Παναγία,
γιατί η ζωή είναι θάλασσα, μεγάλη τρικυμία.
Και ναυαγός ευρίσκομαι μέσα στη βιοπάλη,
στη χάρη σου στηρίζομαι, Παρθένα, τη μεγάλη.
Και σαν μητέρα του Χριστού, ελπίζω να με σώσεις
κι από αόρατο εχθρό εσύ να με γλιτώσεις.
Στη σκέπη των πτερύγων σου φύλαγε, Παναγιά μου,
όλου του κόσμου τα παιδιά κι εμένα τα δικά μου.
Ναι, Παναγία Δέσποινα, λυπήσου κι ευσπλαχνίσου
και άφεση αμαρτιών ζήτησε απ’ το Παιδί σου.
Να συγχωρέσει πταίσματα και αμαρτήματά μου,
να βοηθήσει στο καλό και με και τα παιδιά μου.
Μακάρι η Παναγιά να στέκεται στο πλάι της Άννας εκεί που βρίσκεται τώρα…
Παραμύθι
Στη μνήμη του πατέρα μου Εμμανουήλ Δατσέρη, που του άρεσε να διηγείται το παρακάτω παραμύθι στα έξι παιδιά του και μετέπειτα στα επτά εγγόνια του. Ακόμα κι όταν ήταν στα πρόθυρα του θανάτου, 94 ετών. Αυτό, για την απόδειξη του πεπρωμένου, που δεν μπορεί κανείς να το αποφύγει.
Ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει
Κάποτε ένας βασιλιάς είχε δύο λούστρους στο παλάτι του. Ο ένας θαύμαζε τη μονάκριβη κόρη του βασιλιά. Είπε λοιπόν κάποια στιγμή στο συνάδελφό του:
«Τη βλέπεις αυτή; Κάποια μέρα θα γίνει δική μου.»
Εκείνος τον ειρωνεύτηκε με ένα σαρκαστικό γέλιο.
«Έννοια σου, και θα με θυμηθείς.»
Μόλις το πληροφορήθηκε ο βασιλιάς, τον κάλεσε σε απολογία.
Είπε λοιπόν στο βασιλιά:
«Πολυχρονεμένε μου βασιλιά, σας παρακαλώ, ρωτήστε την κόρη σας αν την ενόχλησα με οποιονδήποτε τρόπο. Απλά είπα μια κουβέντα στο συνάδελφό μου, αστειευόμενος.»
Εκείνος όμως τον έδιωξε αμέσως από το παλάτι του.
Έφυγε ο καημένος ο λουστράκος κι ο βασιλιάς, πολύ θυμωμένος, του φώναξε ουρλιάζοντας πίσω του:
«Μόνο αν μου το φέρεις απ’ το Θεό γραμμένο!»
Προχωρούσε ο δύστυχος με τα πόδια, καταντροπιασμένος, για μια γειτονική χώρα, μήπως ξαναβρεί δουλειά, προκειμένου να οικονομάει το ψωμί του και να συναντήσει τον ίδιο το Θεό! Μάταια όμως. Το μόνο που συναντούσε ήταν διάφοροι άνθρωποι σαν κι αυτόν.
Κάποτε συνάντησε μια μαυροφορεμένη γυναίκα, προφανώς χήρα. Τον ρώτησε τι ζητάει στην πόλη της. Ως φαίνεται, την εντυπωσίασε ο νεαρός λουστράκος και τον βομβάρδισε με ερωτήσεις, μέχρι που κι αυτός αναγκάστηκε να της διηγηθεί τη δική του περίπτωση.
Ο νεαρός λουστράκος την ευχαρίστησε για τη ζεστή υποδοχή που του έκανε και κίνησε πάλι για τον προορισμό του. Εκείνη τον παρακάλεσε, αν συναντήσει το Θεό, να του πει το δικό της παράπονο: «Να μην της στέλνει τόσα υλικά αγαθά, γιατί δεν έχει τι να τα κάνει». «Ευχαρίστως», λέει εκείνος και συνεχίζει το δρόμο του.
Ξαφνικά οδηγήθηκε σε κάποιο λόφο, πιστεύοντας ότι εκεί θα αντάμωνε το Θεό. Άδικα και πάλι. Πολύ γρήγορα όμως είδε προς το ξέφωτο ένα μεσήλικα να κάθεται θλιμμένος πάνω σ’ ένα βράχο και τριγύρω του λιγοστά πρόβατα να βόσκουν στη στέπη που πρόσφερε αυτή η άγονη γη.
Αποκαμωμένος, κάθισε κι εκείνος κοντά του. Ο κτηνοτρόφος τον ρώτησε:
«Από πού είσαι, ξένε μου;»
Του είπε ο λουστράκος την περίπτωσή του κι εκείνος του ζήτησε, αν συναντήσει το Θεό, να τον ρωτήσει τι να κάνει κι αυτός ο δόλιος, για να μην ψοφάνε τα πρόβατά του.
Σηκώνεται ο νεαρός λουστράκος, που ήτο μαύρος ως προς το χρώμα, και με πολλή περίσκεψη αλλά και με επιμονή ανέβηκε το λόφο, σταμάτησε ένα λεπτό ν’ ανασάνει και σε πολύ κοντινή απόσταση, ανάμεσα σε ασπρόμαυρα σύννεφα, αγνάντεψε κάποιον καλό δρόμο. Εκεί, σε μιαν άκρη, έβλεπε ολοκάθαρα ένα μεγάλο κτίσμα.
Όταν πλησίασε, διαπίστωσε ότι ήτο ανοικτό και αναπτερώθηκαν οι ελπίδες του. Πλησίασε και με έκπληξή του είδε βουνά από ξυλεία μέσα κι έξω, ενώ ο γοητευτικός κι ακριβοντυμένος έμπορος ήτο σε μεγάλη απόγνωση. Επαναλήφθηκε η ίδια συνέντευξη, όπως και στις δύο προηγούμενες συναντήσεις, κι ο νεαρός λουστράκος μας έδωσε πάλι την υπόσχεσή του στον εγωιστή ξυλέμπορο ότι θα μεταφέρει και το δικό του πρόβλημα στο Θεό, που με υπεροπτικό ύφος του το είχε ψιθυρίσει. Τον χαιρέτησε ευγενικά και συνέχισε το οδοιπορικό του ταξίδι.
Πολύ σύντομα, πριν καλά-καλά φτάσει σε κάποια πόλη, όπου θα μπορούσε να έχει ελπίδα να βρει δουλειά, στην είσοδο κάποιου χωριού, πρόσεξε έναν επιβλητικό γέροντα με άσπρα μαλλιά, που τον κοίταζε επίμονα.
«Τι σε φέρνει ως εδώ, παιδί μου;» τον ρώτησε. Ο μικρός του είπε την περίπτωσή του, όπως και των ανθρώπων που είχε συναντήσει μέχρι τότε.
Ο καλός παππούλης τον παρηγόρησε, δείχνοντάς του ένα κοντινό ποτάμι, στο οποίο του συνέστησε να πάει, υποδείχνοντάς του ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου υπήρχε μια μεγάλη πέτρινη πλάκα.
«Αυτή θα σηκώσεις, παιδί μου. Θα βρεις πολύ νερό, θα πλύνεις το σώμα σου όλο και μετά θα πας λίγο πιο πάνω, όπου είναι μια πόλη. Εκεί σίγουρα θα βρεις δουλειά.»
Έτσι έκανε και ‒ ω! του θαύματος ‒ το λουτρό τον μετέτρεψε από μαύρο σε άσπρο, αφήνοντάς του ένα μαύρο σταυρό στον αριστερό του βραχίονα.
Επέστρεψε στο σεβάσμιο παππούλη, πήρε τις απαντήσεις που θα περίμεναν ο ξυλέμπορος, ο κτηνοτρόφος κι η χήρα, τον ευχαρίστησε πολύ και συνέχισε το δρόμο του, με στόχο να βρει την πόλη που του υπέδειξε ο παππούλης.
Αυτή βρισκόταν στα βόρεια σύνορα του βασιλείου, απ’ όπου τον είχαν διώξει.
Σαν μπήκε στην πόλη, είδε μια βιτρίνα γεμάτη ολόχρυσα κοσμήματα. Τον θάμπωσε η ομορφιά τους και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από εκεί.
Βγήκε ο επιχειρηματίας από μέσα και λέει στο λουστράκο:
«Την ξέρεις, παιδί μου, αυτή τη δουλειά;»
Το παιδί απάντησε τίμια:
«Δεν την ξέρω, κύριε, αλλά θα τη μάθω, γιατί μ’ αρέσει πολύ.»
Για να μη μακρηγορώ, τον προσέλαβε αμέσως και η δουλειά πήγαινε πολύ καλά.
Κάποτε ήρθε η ώρα που ο βασιλιάς που τον είχε διώξει θα αρραβώνιαζε το γιο του με μια κοπέλα από την πόλη όπου εργαζόταν ο ήρωας του παραμυθιού μας.
Το πριγκιπόπουλο πήρε την αδελφή του, που ήτο γουστόζα και μοντέρνα, για να του πει το γούστο της σε ό,τι ήθελε ν’ αγοράσει για την κοπέλα του. Επισκέφτηκαν το χρυσοχοείο που ήτο ανώτερο στην πόλη. Βρήκαν ό,τι ήθελαν. Στο λογαριασμό, ό,τι τους έλεγε πως στοίχιζε δέκα, εκείνοι πλήρωναν τριάντα. Αυτός βέβαια δεν κρατούσε ούτε μισό νόμισμα παραπάνω από την αξία τους.
Η αδελφή του γαμπρού γοητεύτηκε από το νεαρό χρυσοχόο που τους είχε εξυπηρετήσει.
Εκείνος βέβαια τους είχε γνωρίσει, τα πριγκιπόπουλα όμως όχι. Διότι ο καλός ασπρομάλλης γεροντάκος τον είχε βοηθήσει να ασπρίσει, με το μπάνιο που του είχε συστήσει να κάνει στο ποτάμι.
Όταν επέστρεψαν τα βασιλόπουλα στο παλάτι με τα ωραία ψώνια, που για καλή τους τύχη άρεσαν και στο βασιλιά πατέρα τους, η κόρη τον εκλιπαρούσε να την αρραβωνιάσει, αν είναι δυνατόν, με το χρυσοχόο που τους έκανε την τιμή να μην πάρει ούτε μισό νόμισμα παραπάνω. Τους πρόσφερε τα καλύτερα. Τους είπε ότι τα έφτιαξε ο ίδιος και, όπως λένε και σήμερα οι χρυσοχόοι, δεν φτιάχνει άλλα με το ίδιο σχέδιο. Ήτο της αρεσκείας της ο ίδιος.
Ο βασιλιάς δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι.
Ο παλιός λούστρος και τώρα εξειδικευμένος χρυσοτεχνίτης δεν έπαυσε να έχει στο νου του τον ασπρομάλλη γέροντα.
Να την, λοιπόν, τη βασιλοπούλα γελαστή καμαρωτή επιστρέφει με τον αδελφούλη της και του κάνουν την πρόταση γάμου, πάντα με την ευχή του πατέρα της, που κάποτε τον έδιωξε λέγοντάς του «μόνο αν μου το φέρεις από το Θεό γραμμένο»…
Ο ήρωας του παραμυθιού μας λοιπόν, μετά την πρώτη τους επίσκεψη στο μαγαζί που εργαζόταν, είχε γράψει σ’ ένα φύλλο χαρτιού τη φράση «ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» και το έκρυψε στον κόρφο του, σε εσωτερικό τσεπάκι του σακακιού του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η χαρά του ήτο απέραντη, όταν έγινε η δεύτερη επίσκεψη και η πρόταση για γάμο με τη λατρεμένη κόρη του βασιλιά.
Τους ακολούθησε αμέσως, γιατί η κόρη δεν κρατιόταν ώσπου να φτάσουν στο παλάτι, για να τον παρουσιάσει στον πατερούλη της, ο οποίος προφανώς δεν τον γνώρισε.
Ετοίμασαν λοιπόν οι υπηρέτες του παλατιού τα σχετικά για τους δυο αρραβώνες, του γιου και της κόρης.
Γλέντι τρικούβερτο στο παλάτι. Καθώς εγεύοντο τα πλουσιοπάροχα εδέσματα που είχαν ετοιμάσει οι μάγειροι και το κέφι είχε φτάσει στο κατακόρυφο, ο χρυσοχόος έβγαζε κάθε τόσο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του το σημείωμα που είχε ετοιμάσει προ πολλού και μουρμούριζε κοιτάζοντάς το: «ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει». Και πάλι το φύλασσε στην ίδια τσέπη.
Ο βασιλιάς, όπως ήτο φυσικό, τον παρακολουθούσε ανελλιπώς. Κάποια στιγμή φούντωσε ‒ κάνει νόημα στην κόρη του να πάει κοντά του και με βαρύ ύφος της λέει:
«Τι τρελό διάλεξες, κόρη μου, για άνδρα σου;»
«Προς θεού, μπαμπά, αυτός μ’ αρέσει εμένα.»
Με αυστηρό ύφος της λέει εκείνος:
«Πήγαινε να μου τον φέρεις εδώ.»
Έγινε κι αυτό.
«Στις διαταγές σας, μεγαλειότατε», λέει ο νεαρός.
«Κύριε τάδε, μου λες τι κινήσεις κάνεις κάθε τόσο και τι μουρμουράς, για να μάθω κι εγώ, γιατί δεν μ’ αρέσουν καθόλου;»
«Πολύ ευχαρίστως. Μου επιτρέπετε, μεγαλειότατε;» του λέει ο νεαρός και βγάζει συγχρόνως το σημείωμα από το τσεπάκι του και του το προσφέρει. Ταυτόχρονα του δείχνει το μαύρο σταυρό που είχε μείνει στο βραχίονά του. Του είπε το ονοματεπώνυμό του, το παλιό του επάγγελμα που εξασκούσε στο παλάτι του κι έτσι επίστεψε και ο ίδιος ότι «ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει».
Το γλέντι των αρραβώνων συνεχίστηκε με ιδιαίτερη ικανοποίηση του χρυσοχόου και της πριγκίπισσας, που ο Θεός προόριζε από τότε που γεννήθηκαν να γίνουν ζευγάρι.
Ο καλός μας ο λουστράκος, στον αγώνα δρόμου που έκανε ώσπου να συναντήσει το σεβάσμιο ασπρομάλλη γέροντα που του έστειλε ο Θεός, κουράστηκε, αλλά δεν σταμάτησε τις προσπάθειές του και τελικά δικαιώθηκε, γιατί τον αποζητούσε με μεγάλη θέληση. Ας έχομε υπόψη πως τη θέληση ακολουθεί η μπόρεση.
Δεν άργησαν να γίνουν οι γάμοι και ο μεγαλειότατος ήτο πανευτυχής για το πεπρωμένο των παιδιών του.
Αμέσως μετά τους ευτυχισμένους γάμους τους, δεν ξέχασαν ούτε τη χήρα ούτε τον τσομπάνο ούτε τον ξυλέμπορο, που τους είχε συναντήσει όταν οδοιπορούσε για να συναντήσει το Θεό και τον είχαν παρακαλέσει να μεταβιβάσει και τα δικά τους παράπονα. Εκείνος δεν τους αγνόησε.
Πήρε λοιπόν την πριγκιπική άμαξα και ξεκίνησε με τη σύζυγό του, με σκοπό να τους ξανασυναντήσει και να τους δώσει την απάντηση του καλού γέροντα, αφού πρώτα αποκάλυπτε στον καθένα του λόγου το αληθές για τον εαυτό του, για το πώς έγινε από μαύρος άσπρος, επιδεικνύοντας το μαύρο σταυρό στο βραχίονά του. Αυτό το απομεινάρι μαρτυρούσε το αρχικό χρώμα της επιδερμίδας του.
Η απάντηση στο παράπονο της χήρας ήταν: «Να μοιράζει στους φτωχούς το περίσσευμα των υλικών αγαθών της».
Στον τσομπάνο: «Να μην κλέβει τα ξένα πρόβατα, για να μην ψοφάνε τα δικά του».
Στον ξυλέμπορο: «Να σταματήσει την αισχροκέρδεια, αν θέλει να τον προτιμούν οι αγοραστές».
Εν κατακλείδι, επικύρωσε το ότι «ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει», επιδεικνύοντας την όμορφη γυναίκα του κι αναφέροντας στον καθένα λεπτομερώς το δικό του ιστορικό!
Έτσι οι δυο τους πέρασαν καλά κι εμείς χειρότερα, γιατί, ως φαίνεται, έχομε χαλαρή πίστη… Λυπηρόν!
Με πολλή εκτίμηση,
Δατσέρη Άννα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου