Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ - ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
clip_image002

Μάνα και θυγατέρα
έχουν το ίδιο όνομα.
Τι είναι;
                            (άιλε)

Μάνα και κόρη
έχουν το ίδιο όνομα.
Η μάνα γεννάει
κι η κόρη αρμέγεται.
Τι είναι;

Μήτηρ κα θυγάτηρ τν ατν κλῆσιν σχον. 
Ἐῶσι τν μητέρα κα μέλγουσι τν θυγατέρα.
(Φαίδωνος Κουκουλέ "Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός", τ. Α΄-ΙΙ, σελ. 76)
(ςοπρακόιαλε - ορδνεδόιαλε)

Στα δέντρα πάνω κρέμεται,
στις εκκλησιές κοιμάται
και τα χρυσά της κόκαλα
μες στη φωτιά τα βάζω.
Τι είναι;
(αλυξόιλ - ιδάλ - άιλε)

Πράσινα είν’ τα νιάτα μου,
μαύρα τα γερατειά μου,
χαροποιά η θλίψη μου,
θροφή τα δάκρυά μου.
Τι είναι;
(ιδάλ - άιλε)


Τα νιάτα μου είναι πράσινα,
μαύρα τα γηρατειά μου,
τροφή είναι τα δάκρυά μου.
Τι είναι;
(ιδάλ - άιλε)

Από κλαδάκι κρέμεται,
στην αγορά πουλιέται,
το εξωτερικό της τρώγεται,
το κόκαλο πετιέται.
Τι είναι;
(άιλε η)

Εσύ με δέρνεις,
το παιδί μου το πατάς
και το εγγόνι μου
προσεύχεται για σένα.
Τι είναι;
(ιδάλ – άιλε – ορδνεδόιαλε)

Δεν πεθαίνει, κι αν περάσουν
χρόνια εκατό και χίλια.
Μας χορταίνει, μας φροντίζει,
μας ανάβει τα καντήλια.
Τι είναι;
(ιδάλ - άιλε)

Έντενα - εντένισσα,
έντενα - κουμεντένισσα,
που ’ναι το αίμα σου γλυκό
και που τα κοκαλάκια σου
μες στη φωτιά τα βάζουν.
Τι είναι;
(αλυξόιλ ιακ ανήρυπ - ιδάλ - άιλε)
 
Η φέρτενα, η μέντενα
και η κυρά κουμέντενα
στον αέρα κρέμεται,
στις εκκλησιές κοιμάται,
τα έρμα της τα κόκαλα
από ’δω κι εκεί σκορπά τα.
(αλυξόιλ/αιστύοκυοκ - ιδάλ - άιλε)
 
Τη μάνα μου τη δέρνουν,
εμένα με λιώνουν,
την καρδιά μου την καίνε
και πόσο μ’ αγαπούν
στ’ αλήθεια δεν λέγεται.
Τι είναι;
(ςοπρακόιαλε ο)

Ή τη συναντάς στο πιάτο
ή σε μάγουλο δροσάτο.
Τι είναι;
(άιλε η)

Όταν έρθει ο Οκτώβρης,
ωριμάζω πιο πολύ,
πρασινίζω και μαυρίζω
και γεμίζω το σακί.
Τι είμαι;
(άιλε η)

Μάνα και θυγατέρα
συνονόματες.
Κόβω τη θυγατέρα
κι αφήνω τη μητέρα.
Τι είναι;
(ορδνεδόιαλε - ςοπρακόιαλε :άιλε)
 
Όξω στα όρη κρέμονται,
με τους Αγιούς τσοιμούνται
τσαι τα ερημοκοκαλάτσα τους
μες στις κοπρές τσυλιούνται.
(αστυοκύοκοιλ -  νώιλητνακ ιδάλ - ςέιλε)
 
Δίνω γεύση στο φαΐ σου,
βιταμίνες στο κορμί σου,
τη σαλάτα νοστιμίζω,
και υγεία σου χαρίζω.
Τι είναι;
(ιδάλ οτ)

Από κλαδάκι κρέμεται,
το λάδι μας χαρίζει
κι αυτό όλη τη νοστιμιά
στο φαγητό χαρίζει.
Τι είναι;
(ςοπρακόιαλε ο)

Φίδι είδα μες στο λάδι
κι είχε ήλιο στο κεφάλι.
Τι είναι;
(ςονχύλ ο)

Γύρω-γύρω λάδι,
στη μέση παξιμάδι.
Τι είναι;
(ίσην οτ)

Ποια ελιά δεν τρώγεται;
(άιλεοταερκ η)


Το φίδι τρώ' τη θάλασσα
κι η θάλασσα το φίδι
και στην κορφή τση θάλασσας
καράβιν αρμενίζει.
Τι είναι;
                            (ιδάλ ιακ ιλίτυφ εμ ιλήτνακ)

Γύρω-γύρω θάλασσα,
στη μέση μια φωτίτσα.
Τι είναι;
                            (ιδάλ εμ ιλήτνακ)


Έξου στ' αγκίστρι κρέμουμι
κι εις τους αγιούς κοιμούμι, 
τα γηρουκουκαλάκια μου
στην κοπριά πιτούνι.       
(Σπύρου Αναγνώστου "Λεσβιακά", σελ. 204)                                              (αίαλε)

Τσ’λιά μι τσ’λιά (κοιλιά με κοιλιά),
του μακρύ κάν’ κη δ’λειά.
(αθύκολοκορεν εμ ιράθιπ όπα ιδάλ ιεζάγβ υοπ ςοπωρθνά)

Τι είναι εκείνο που παίρνει νερό και δίνει λάδι;
                           (ορδνεδόιαλε οτ)


Κρέμεται και δεν πατεί
το Θεό παρακαλεί.
Τι είναι;                          (ιλήτνακ οτ)


Του ταίρι-ταίρι κρέμητι, του ταίρι-ταίρι κνιώτι,
μα τ' Παναγιά, μα το Θεό φουβούμι να του πιάσου.
Τι είναι;                          (αλήδνακ η)

Κικινίκους ανιβαίν',
κικινίκους κατιβαίν'.
Τι είναι;                          (ιλήτνακ ότσαμερκ)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου