ΔΙΣΤΙΧΑ – ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
και το κοντύλι έσταξε ελιά στο μάγουλό σου.
Άμα ’χω ’γω στο σπίτι μου κρασί, ψωμί και λάδι,
ρήγας με τη γυναίκα μου κοιμάμαι κάθε βράδυ.
Από τη γη βγαίνει νερό κι απ’ την ελιά το λάδι
κι από τα μαγουλάκια σου το ροδοκοκκινάδι.
Από τη γη βγαίνει νερό κι απ’ την ελιά το λάδι
κι από τη μάνα την καλή βγαίνει το παλληκάρι.
Αυτά τα μαύρα μάτια, που είναι σαν ελιές,
είναι σαν να με σφάζουν σαΐτες κοφτερές.
Βάλι του γάβανου σ’ φουτιά, φαΐ για να ζιστάνεις,
να καλουδείς του ραβδιστή, γαμπρό θα τουν ικάνεις.
Για σένα απού το λιόφυτο που έχω στ’ αλωνάκι,
στην Παναγιά κάθε αργά θ’ ανάβω καντηλάκι.
Γιρή να ’σι, ιλιούδα μου, γιρά κι τα κλαδιά σου
κι του δικό μου ραβδιστή να έχεις αγκαλιά σου.
Εγώ αγαπάω την ελιά, γιατί κάνει το λάδι
και φέγγει στην αγάπη μου, όταν δειπνά το βράδυ.
Είναι δεντρά πολλά στη γης, σαν την ελιά δεν είναι,
βρέχει, χιονίζει, λιάζεται, μα πάντα δροσερή ’ναι.
Έχεις ελιά στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
κι ανάμεσα στα δυο βυζιά κουκί μαργαριτάρι.
Έχεις δυο μάτια σαν ελιές επάνω σε κλωνάρι,
τα φρύδια σου ζωγραφιστά σα δυο ημερών φεγγάρι.
Θα ’ρθω στις ελιές σαν κλαδευτής, να κάτσω ένα μήνα,
σ’ αυτές που ’χεις στο πρόσωπο, χωρίς να πάρω χρήμα.
Ιλιά μου συ πανέμουρφη κι πιο ιβλογημένη,
που σ’ έχ’ ο Ιησούς Χριστός μι δάκρυα πουτισμένη.
Ιλιά μου χρυσουπράσινη μι τ’ ασημένια φύλλα,
να φίλαγα του ραβδιστή στα μάτια τσι στα φρύδια.
Ιλιά που είσι φουρτουμέν’ απ’ τουν πουλύ καρπό σου,
δεν δίνεις μό’ στουν πλούσιου, κρατάς για του φτουχό σου.
Ισύ κισίμια έχ’ς πουλλά τσι ’γώ καλή μαζώχτρα,
έλα να σμίξουμι τα δυο, να πάψ’ αυτή η όχτρα.
Καλλιά ’πο τσι παστές ελιές έχω τσι κολυμπάδες,
καλλιά ’χω δέκα κοπελιές, παρά σαράντα γράδες.
Κάλλιο έχω εγώ στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι
παρά στα ξένα ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι.
Κοιμήσου, που να σε χαρώ σαν η ελιά το φύλλο
και σαν η βρύση το νερό και το βουνό τον ήλιο.
Μάγια μ' έχεις μι του λάδι τσι τριλαίνουμι του βράδυ,
μάγια μ' έχεις μι του ξύδι τσι θα φύγου για ταξίδι.
Μαζί μπασάκια κάναμι στου πιρσινό κισίρι,
ιτούτην η μαζώχτηργια ωχ! την καρδιά μου πήρι.
Μας ήρθανε οι απόκριες με γλέντια, με παιχνίδια,
μας ήρθε η σαρακοστή μ' ελιές και με κρεμμύδια.
Μαύρα μάτια έχεις, φως μου, μαύρα ’ναι σαν την ελιά,
κι όποιος τα γλυκοφιλήσει χάρο δε φοβάται πια.
Μελαχρινό μου πρόσωπο με τις ελιές γεμάτο,
μου πήρες την καρδούλα μου και το κορμί μου να το.
Μες στο δεξί το μάγουλο, που ροδοκοκκινίζει,
έχει κατάμαυρη ελιά, που τις καρδιές ραγίζει.
Μες στουν ταϊφά σι γνώρισα τσι μάζουνις ιλιούδις
τσι ήσουν η πιο όμουρφη απ’ ούλις τ’ς κουπιλούδις.
Όπους τη στίβουν την ιλιά, του λάδι κι της παίρνουν,
έτσι κι μένα μ’ έλιουσις, γιατροί πια δε μι ’γιαίνουν.
Πέρσ’ στου μαξούλ’ σι γνώρισα ανάμισα σ’ μπουλάδις
μες στου χουράφι μάζουνις τσι έτρουγις ρουπάδις.
Που τρώει λάδι και ψωμί και λαδωτό πιτάρι,
δεν τον επιάνου οι σαϊτιές του χαρομακελάρη.
Πως έχεις δυο κουτσουροελιές εφούσκωσε ο νους σου,
μα ώσπου να ζεις, θα κάθεσαι στο σπίτι του κυρού σου.
Πάνε να πεις στη μάνα σου να σβήσει το λυχνάρι,
γιατί καήκαν οι ελιές κι ακρίβηνε το λάδι.
[πάγωμα ελιών το χειμώνα του 1850-1851]
Περάσανε οι απόκριες, πάνε κι οι μασκαράδες,
μας ήρθε η σαρακοστή μ' ελιές και ταραμάδες.Σαν έρθει η χειμώνας τσι έχ’ πολλές ιλιές,
ακούς στα β’να τραγούδια, παλ’κάρια κουπιλιές.
Σαν που ριζώνει ο κισσός 'πά' (πάνω) στης ελιάς τα ξύλα,
να ριζωθεί η αγάπη σας μες στης καρδιάς τα φύλλα.
Σαν της ελιάς το λιόφυλλο, που γέρνει άνω κάτω,
έτσι ’ναι το κορμάκι σου λιγνό και ντελικάτο.
Σήκω τα ρούσα σου μαλλιά, να ιδώ το πρόσωπό σου
και να φιλήσω την ελιά που ’χεις στο μάγουλό σου.
Τα μαλλιά σου κάν’ τα σκάλα, κάν’ τα σκάλα ν’ ανεβώ,
να φιλήσω την ελιά σου και τον άσπρο σου λαιμό.
Τα μάτια σου είν’ ολόμαυρα σαν της ελιάς κλωνάρι,
τα φρύδια σου στεφανωτά σαν δυο μερών φεγγάρι.
Τάσσω σου, Παναγία μου, ένα ασκάκι λάδι,
να βλέπεις την αγάπη μου, να μην την πάρει άλλη.
Της ξενητιάς τα βάσανα είναι πολύ μεγάλα
σαν την ελιά την πράσινη, που φέρνει φαρμακάδα.
Της πικροδάφνης το ζουμί και τ'ς αγριελιάς το λάδι
να πιούνε όσοι δε θέλουνε να μας θωρούν ομάδι.
Του πρόσωπού σου την ελιά σκέφτομαι στο λιοστάσι,
σε αγαπώ, κοπέλα μου, κοίτα ν’ αλλάξεις στάση.
Του ραβδιστή να τουν διχάς στου δέντρου π’ ανιβαίνει,
σένα μαζώνει τουν καρπό κι μένα η καρδιά μου δένει.
Τούτην ιδώ την αγριλιά ιγώ θα την μπουλιάσου,
να κάνει τουν καλό καρπό, τσουβάλια να σουδιάσου.
Τώρα που βγήκαν οι ελιές, την αφορμή τη βρίσκεις
να παίρνεις το καλάθι σου, να ’ρχεσαι να με βρίσκεις.
Φέτου που είνι τσι μαξούλ’ μέσα σ’ αυτό του ’λιώνα
ραβ’στής ισύ, μαζώχτρα ’γω, πιρνούμι του χειμώνα.
Χαρά σι ’φτον τουν κισιμτζή που ’χει πουλλά κισίμια
κι έχει για μαζώχτηργις τα πιο όμουρφα κουρίτσια.
Χελιδονάκι θα γενώ, να κάτσω στο λαιμό σου,
να σου φιλήσω την ελιά που 'χεις στο μάγουλό σου.
Ώσπου να στέκουν οι ελιές, να ζουν της νύφης οι γενιές,
ώσπου να στέκουν τα βουνά, να ζούνε τα συμπεθεριά.
Κρητικές μαντινάδες του Κωστή Φραγκούλη:
Άμα 'χω κρίθινο ψωμί και λάδι στο σκουτέλι,
τ' άλλα ας τα δίνει του Θεού η χέρα όπου θέλει.
Άμα 'χω λάδι και ψωμί, δεν είναι αμαρτία
να πω: εκτός απ' το Θεό, άλλο δεν έχω χρεία.
Σαν έχω λάδι και κρασί και κριθινοκουλούρα,
γλεντώ σα να 'μαι βασιλιάς με την ασκομαντούρα.
Τα μάθια σου είναι σα τ'ς ελιές απάνω στο κλωνάρι,
τα φρύδια σου είναι γυριστά, σα δυο μερώ φεγγάρι.
Τα μάτια σου είναι σαν ελιές απάνω στο κλωνάρι,
τα φρύδια σου καμαρωτά, σα δυο μερώ φεγγάρι.
Το λάδι το 'πεψε ο Θεός, να το 'χομε αντιστύλι,
για δυναμάρι στη ζωή, στον τάφο μας καντήλι.
Το λιόλαδο μ' ανέθρεψε, ο τραχανάς κι η βρούβα,
γι' αυτό και βγαίνω γλακητός στη Νίδα και στο Ρούβα.
Λεσβιακό μοιρολόι:
Αφήστι μι να γκριμνιστώ απ' της ιλιάς τουν κλώνου,
να δείτι να πιστέψιτι πὄχει η καρδιά μου πόνου.
Ένα δίστιχο δικό μου, για να συνεχιστεί η παράδοση...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου