Παραμύθι και Πραγματικότητα
ΤΟ ΔΟΥΛΕΥΤΗ ΣΟΥ ΠΛΗΡΩΝΕ…
«Το δουλευτή σου πλήρωνε και ψυχικό μην κάνεις». Μια παροιμία που άκουγα συχνά από το στόμα της μητέρας μου στα παιδικά μου χρόνια στο Παλαιοχώρι και την επαναλαμβάνω ασυναίσθητα, κάθε φορά που ακούω για εκμετάλλευση εργαζόμενου από τον εργοδότη του. Γιατί τα λόγια των γονιών μας ριζώνουν βαθιά στο νου και μας καθορίζουν σε όλη μας τη ζωή. Πρόσφατα διάβασα μία παραλλαγή της: «Το δουλευτή σου πλήρωνε και λειτουργιά μην κάνεις». Λόγος άμεσος, σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, για να ξυπνά τη συνείδηση.
Στο Παλαιοχώρι λέμε και μια άλλη έμμετρη παροιμία, που με λακωνικό τρόπο δίνει απάντηση σε όποιον αναρωτηθεί γιατί ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται το συνάνθρωπό του: «Δούλευέ με, βρε φτωχέ, να μη γίνω σαν κι εσέ». Την ανέφερα σαν σχόλιο, όταν κάποια μέρα μια φίλη μου περιέγραφε τις ταπεινώσεις που υφίσταται από τα δυο αφεντικά του ο γιος της, απόφοιτος Πολυτεχνείου. Μου τηλεφώνησε το επόμενο πρωί και ζήτησε να την επαναλάβω, για να την αναφέρει στο γιο της στη βραδινή τους κουβέντα.
Κι είναι αλήθεια πως η οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια έχει επιδεινώσει το φαινόμενο αυτό. Εργασιακά ιδεώδη για αξιοπρεπή εργασία, για ίσες αμοιβές, για σεβασμό στο ωράριο και στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, για προστασία από την ανεργία, για κοινωνική πρόνοια, για..., για..., για..., έχουν απωλέσει την αξία τους. Αγώνες αιώνων για ανθρώπινα δικαιώματα αμφισβητούνται και καταργούνται αυθαίρετα, χωρίς διάλογο και συναίνεση, χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς ελπίδα. Το ρήμα «δουλεύω», με την αρχική του σημασία «είμαι δούλος κάποιου», έχει δυστυχώς αντικαταστήσει το ρήμα «εργάζομαι», που σημαίνει «προσφέρω αμειβόμενο έργο».
Οι εργοδότες; Δισεκατομμυριούχοι, με υπέρογκα χρέη που δεν έχουν σκοπό να αποπληρώσουν ποτέ! Αφεντικά που δεν πληρώνουν τους υπαλλήλους τους, ενώ υπερπλουτούν. Πολίτες που έχουν αποκτήσει κολοσσιαίες περιουσίες με δάνεια, με κρατικές επιχορηγήσεις, με κατακράτηση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, του γνωστού ΦΠΑ, με off-shore εταιρίες, με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος από λαθρεμπόριο και ναρκωτικά, με εκβιασμούς και άλλες παράνομες οικονομικές δραστηριότητες. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν κηρύξει πτώχευση, αλλά ζουν με προκλητική επίδειξη σαν Κροίσοι, αδιαφορώντας αν τα παιδιά εκείνων που δουλεύουν στις επιχειρήσεις τους υποσιτίζονται. Ας έχουν να λαβαίνουν οι εργαζόμενοι... 800.000 δουλεύουν σήμερα χωρίς να εισπράττουν το μισθό τους έγκαιρα. Ούτε άνεργοι που ελπίζουν σε ένα πενιχρό επίδομα ανεργίας ούτε αμειβόμενοι είναι. Παγιδευμένοι μέσα στον τρόμο που προκαλεί η απειλή απόλυσης, όμηροι του φοβερού φάσματος της ανεργίας, πηγαίνουν στην εργασία τους με την ελπίδα πως εκείνη τη μέρα ο εργοδότης τους ίσως τους δώσει ένα μικρό «έναντι» των μισθών που τους οφείλει.
Κι όμως, τέτοιου είδους πλούσιοι είναι πιο φτωχοί και πιο αξιολύπητοι από τους πάμφτωχους. Γιατί όλη τους τη ζωή βασανίζονται από μια αδιάκοπη κι ακόρεστη πείνα για υπερπλουτισμό, αυτή που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Κόρο, τον πατέρα της Ύβρης. Δεν μιλούμε γι’ αυτούς που με σύνεση και αποταμίευση χρόνων έχουν σχηματίσει ή κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία. Μιλούμε για τυχοδιώκτες, που η μόνη τους έγνοια είναι πώς να σωρεύσουν πλούτη με κάθε μέσο, χωρίς να σκεφτούν πως η ανθρώπινη ζωή έχει όρια. Γι’ αυτούς που χρωστούν στο κράτος φόρους, αλλά δεν πληρώνουν. Καλύτερα να πληρώσει ο ελληνικός λαός, που εξαιτίας τους του κολλήσανε τη ρετσινιά του «διεφθαρμένου» λαού! Εκείνοι είναι προστατευόμενοι και προστάτες ανώτατων αξιωματούχων, πρότυπα της νέας τάξης, που συντρώγουν με τους επισήμους και τους συνοδεύουν αδάπανα στα επίσημα ταξίδια τους. Στις προσεχείς εκλογές θα ανταποδώσουν με μια γενναία χορηγία στο κόμμα. Στα εβδομήντα τους θα φτιάξουν ένα ίδρυμα που θα φέρει το όνομά τους και θα τους εξασφαλίσει την υστεροφημία. Είναι ένα άλλο, κατώτερο είδος πολίτη και πολιτικού, που έχει κολλήσει σαν βδέλλα στο πληγιασμένο μουλάρι και ρουφά αχόρταγα το λίγο αίμα που έχει απομείνει στην Ελλάδα. Αφθονία υλική και πενία ηθική... Είχε δίκιο ο Γάλλος φιλόσοφος Frantz Faron (1925-1961), που είπε ότι «ο πλούτος δεν είναι καρπός εργασίας, αλλά οργανωμένης και νομικά κατοχυρωμένης ληστείας».
Άλλωστε κάποιοι είναι μέλη της ίδιας οργάνωσης και αλληλοϋποστηρίζονται, για να εξυπηρετήσουν κοινούς διατεταγμένους σκοπούς. Στο Διαδίκτυο μπορείτε να διαβάσετε ποιοι Έλληνες πολιτικοί είναι μέλη της Τριμερούς, για παράδειγμα. Η σιωπή όσων αναφέρονται ονομαστικά επιβεβαιώνει την αλήθεια της πληροφορίας. Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε ποιοι είναι σιωνιστές, ποιοι άλλαξαν τα εβραϊκά τους ονόματα ─ αλήθεια, γιατί; ─ και για το κόλπο να μην πληρώνουν φόρο μέσω της φορολογικής ατέλειας κάποιας θρησκευτικής ή άλλης οργάνωσης. Αν είναι ψευδή όλα όσα διαβάζουμε και ακούμε, γιατί δεν τα έχουν διαψεύσει ακόμα οι επώνυμοι πολιτικοί μας; Ας μην παραγνωρίζουν όμως τη δύναμη της διαδικτυακής ενημέρωσης και επικοινωνίας των Ελλήνων. Σήμερα πληροφορούνται τα έργα και τις ημέρες των πολιτικών και οικονομικών εξουσιαστών τους. Αύριο θα ζητήσουν δυναμικά λόγο από τους αίτιους της κακοδαιμονίας τους κι η τύχη θα φέρει ανατροπές...
Στο παραμύθι που θα διαβάσετε παρακάτω, ήρωας είναι ένας άτυχος ψαράς. Γυρίζει στο σπίτι του χωρίς να έχει πιάσει τίποτε. Περνά κάτω από το παλάτι ─ σκόπιμα άραγε ή τυχαία; ─ κι αναστενάζει γιατί δεν έχει ψωμί για τα παιδιά του. Ο βασιλιάς, που τον ακούει από τον εξώστη, στέλνει να τον φωνάξουν, τον ρωτά γιατί αναστέναξε και, σαν μαθαίνει την αιτία, τον στέλνει να ξαναρίξει στη θάλασσα τα δίχτυα του, με τη συμφωνία να του δώσει σε χρυσό το βάρος της ψαριάς και να κρατήσει ο ίδιος ό,τι ψαρέψει ο ψαράς. Ρίχνει και ξαναρίχνει τα δίχτυα ο ψαράς, μα πάλι άτυχος είναι. Μονάχα ένα μάτι ψαριού κατάφερε να πιάσει! Γεμάτος συμπόνια για τον άτυχο ψαρά ο βασιλιάς, βάζει στη ζυγαριά το μάτι του ψαριού και στον άλλο δίσκο ένα φλουρί...
Όμως στα παραμύθια η φυσική τάξη των πραγμάτων συχνά ανατρέπεται. Η αλήθεια κρύβεται μέσα στην αλληγορία και την υπερβολή. Τα πρόσωπα και τα πράγματα ─ εδώ το μάτι του ψαριού, τα φλουριά, το χώμα ─ λειτουργούν σαν σύμβολα, που συχνά ούτε οι σοφοί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν. Στα παραμύθια, ωστόσο, το πρόβλημα κινητοποιεί τους ήρωες να αναζητήσουν, να κατανοήσουν, να κρίνουν, να διδαχτούν, να αλλάξουν. Στα παραμύθια, όπως και στην πραγματικότητα, η άγνοια συχνά ισοδυναμεί με ποινή θανάτου, γι' αυτό και ο βασιλιάς, οι σοφοί, ο καλόγηρος ─ σύμβολα της πολιτικής, της πνευματικής και της θρησκευτικής ηγεσίας ─ αισθάνονται βαριά την ευθύνη να βρουν το συντομότερο δυνατό λογική εξήγηση ακόμα και του πιο παράλογου γεγονότος. Αλλιώς θα ανατραπεί η τάξη του κόσμου, που έχουν ευθύνη να τη διατηρούν. Βαριά κι η υποχρέωση, αφού μάθουν, να διδαχτούν και να δράσουν ανάλογα. Βαρύτερο το χρέος να διδάξουν και στα παιδιά τους να είναι γενναιόδωρα και συνετά. Η γνώση αξίζει όσο μισό βασίλειο. Κοντά στους σοφούς ωφελείται ανέλπιστα κι ο ψαράς, που εκπροσωπεί το χωρίς μοίρα στον ήλιο δουλευτή, το λαό. Συντελείται τελικά ένα είδος «κάθαρσης», που γεμίζει κι εμάς ελπίδα πως κάποτε τη χαρά της ζωής θα τη μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι ίσα, όπως κοινή για όλους είναι κι η μοίρα του θανάτου.
Στο παραμύθι που θα διαβάσετε παρακάτω, η ιστορία του άτυχου ψαρά είναι η αφορμή για να κατανοήσει ο πολιτικός άρχων το βαθύτερο νόημα των λόγων του καλόγηρου, ανθρώπου που συνταιριάζει γνώση και αρετή. Στο παραμύθι... Στην πραγματικότητα όμως;...
Το Μάτι
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς. Μια μέρα από τες πολλές, πήγε στην ακροθαλασσιά να πιάσει ψάρια με τα δίχτυα του και δυο-τρία αγκίστρια, αλλά δεν μπόρεσε να πιάσει τίποτε. Τέλος, ψαρεύοντας, γύρισε πίσω για το σπίτι του, παίρνοντας το δρόμο που περνούσε μπροστά από το παλάτι του βασιλιά.
Καθώς περνούσε μπροστά από το παλάτι, έβγαλε έναν αναστεναγμό μεγάλο, λέγοντας:
― Αχ! τι δυστυχισμένος άνθρωπος που είμαι!
Ο βασιλιάς, που βρισκόταν εκείνη δα τη στιγμή στον εξώστη, ήκουσε αυτόν τον αναστεναγμό κι έστειλε αμέσως να βρουν τον ψαρά και να τον φέρουν μπροστά του. Όταν του τον έφεραν, ο βασιλιάς τον ρώτησε:
― Γιατί πολιώρας αναστέναξες, λέγοντας «Αχ! τι δυστυχισμένος άνθρωπος που είμαι»;
― Αναστέναξα, αφέντη βασιλιά μου (του απολογήθηκε ο ψαράς), γιατί πήγα στη θάλασσα να ψαρέψω και δεν μπόρεσα να πιάσω τίποτε, κι έτσι δεν έχω σήμερα ψωμί να δώσω στα παιδιά μου, όταν μου ζητήσουν.
― Ξαναπήγαινε στη θάλασσα, του είπε ο βασιλιάς, και ρίξε τα δίχτυα σου κι ό,τι πιάσεις, είτε ψάρι είτε πέτρα είτε άλλο τίποτε, να μου το φέρεις και θα σου το πληρώσω, βάνοντας από τη μια μεριά της ζυγαριάς αυτό που θα πιάσεις και στην άλλη φλωριά, κι όσα φλωριά ζυγιάσει, τόσο βάρος μάλαμα θα σου δώσω, αλλά με τη συμφωνία να το πάρω εγώ το ψάρεμά σου.
Ο ψαράς, ακούοντας την υπόσχεση και τη διαταγή του βασιλιά, γύρισε πίσω στην ακροθαλασσιά, αλλ’ άδικα έριξε και ξανάριξε τα δίχτυα του. Δεν έπιασε τίποτε άλλο, παρά ένα μάτι ψαριού. Πήγε αυτό το μάτι και γύρισε στο βασιλιά και του είπε:
― Να, αφέντη βασιλιά, το μόνο πράμα που έπιασα!
― Δεν είσαι τυχηρός, αληθινά, άνθρωπέ μου, του είπε ο βασιλιάς, γιατί το μάτι αυτό που έπιασες δε ζυγιάζει ούτε ένα φύλλο!
Ύστερα πήρε το μάτι και το έβαλε ψηλά στο δίσκο της ζυγαριάς, βάνοντας από τον άλλο δίσκο ένα φλωρί. Αλλά βλέπει ότι το μάτι ήταν βαρύτερο από το φλωρί. Βάνει ακόμα ένα φλωρί κι ακόμα ένα, αλλά το μάτι ήταν βαρύτερο. Ύστερα έβαλε μια φούχτα φλωριά, αλλά και τότε ακόμα ο δίσκος του ματιού δε σηκώνονταν τον ανήφορο. Τέλος, γέμισε το δίσκο της ζυγαριάς ως απάνω φλωριά, και τότε ακόμα το μάτι ήταν βαρύτερο!
Ο βασιλιάς έμεινε ξαπορεμένος και μην ξέροντας τι να κάνει. Μάζωξε όλους τους σοφούς του τόπου και τους είπε:
― Έχω ένα ερώτημα να σας κάνω, αλλά πρέπει να ξέρετε ότι, αν μου απαντήσετε σε τριάντα μια μέρες από σήμερα, θα σας φορτώσω δώρα. Αν δεν σταθείτε ικανοί να μ’ ευχαριστήσετε, θα σας βάλω στα βασανιστήρια και θα σας κόψω το κεφάλι. Να ποιο είναι το ρώτημά μου:
Και τους έδειξε τη ζυγαριά με τα φλωριά και με το μάτι.
Οι σοφοί έβαλαν όλα τα δυνατά τους για να μαντέψουν, χωρίς να κατορθώσουν τίποτε. Πέρασαν είκοσι πέντε μέρες, και δεν ήξεραν πλειότερο απ’ ό,τι ήξεραν την πρώτη μέρα. Αποφάσισαν να πάνε να βρουν έναν καλόγηρο, που ήξεραν ότι ήταν πολύξερος και τίμιος, και του είπαν:
― Για όνομα του Θεού! Σε παρακαλούμε να μας εξηγήσεις πώς το μάτι είναι βαρύτερο από ένα δίσκο φλωριά; Γιατί ο βασιλιάς μας είπε ότι, αν βρούμε αυτό το μυστήριο, θα μας πληρώσει με το παραπάνω, αλλ’, αν δεν το βρούμε, θα μας κόψει το κεφάλι!
Ο καλόγηρος έπεσε σε βαθιά συλλογή πολλήν ώρα κι ύστερα τους είπε:
― Μη φοβάστε, γιατί αναλαβαίνω εγώ να εξηγήσω γιατί το μάτι ζυγιάζει πλειότερο από ένα δίσκο φλωριά, κι έτσι θα σας γλιτώσω από το θάνατο.
Στες τριάντα μια μέρες απάνω ο καλόγηρος πήγε με τους σοφούς στο παλάτι, ντυμένος κι αυτός σαν εκείνους, για να μην τον καταλάβει ο βασιλιάς ποιος ήταν. Ο βασιλιάς τους ρώτησε κι ο καλόγηρος, κρατώντας στο χέρι του ένα κομματάκι χώμα, το έβαλε ψηλά στο μάτι και αμέσως ο δίσκος των φλωριών βάρυνε και κάθισε κάτω και του ματιού ελάφρυνε και σηκώθηκε απάνω.
― Το μάτι, βασιλιά μου (του είπε ο καλόγηρος) είναι η πηγή της ανεχορταγιάς και της φιλαργυρίας. Πριν να σμίξει με το χώμα, ήταν βαρύ. Τώρα που έσμιξε, έπρεπε να ζυγιάζει πλειότερο ακόμα, αλλά βλέπομε ότι είναι ελαφρότερο απ’ ό,τι ήταν πριν. Το ίδιο κι ο άνθρωπος: Όλη του τη ζωή καταγίνεται να μαζέψει πλούτη, αλλά ποτέ δεν χορταίνει, όταν όμως πεθάνει, τότε δεν είναι πλειο τίποτε, κι ό,τι είχε μάσει η πλεονεξία του το αφήνει. Το ίδιο και το μάτι αυτό, που, ως που ήταν καθαρό, ζύγιαζε πλειότερο και δε χόρταινε, αλλά τώρα, που σμίχτηκε με το χώμα, αντί να μεγαλώσει το βάρος του, όπως έπρεπε φυσικά να γένει, έγινε ολωσδιόλου ελαφρό. Το χώμα, αφέντη βασιλιά, τα νικάει όλα!
― Εύγε! τους είπε ο βασιλιάς. Επειδή μαντέψατε το πράγμα και μου δώσατε να καταλάβω, θα σας φιλοδωρήσω βασιλικά.
Και τους έδωκε το μισό του το βασίλειο! Μ’ αυτούς μαζί είχε μερίδιο και ο ψαράς κι έζησαν αυτοί καλά κι ημείς καλύτερα.
(Χρήστου Χρηστοβασίλη «Ηπειρώτικα Παραμύθια», Εκδόσεις "Πελεκάνος", Αθήνα 2009, σελ. 35-38)
Κοιτάξτε για λίγα λεπτά την κόρη του ματιού της εικόνας μας και σκεφτείτε ποιο είναι το βάθος και πόσες αχόρταγες επιθυμίες κρύβονται στο μαυράδι του... Σκεφτείτε μήπως και τα δικά σας "θέλω" αγγίζουν το δίκιο του άλλου, κυρίως αν απασχολείτε ανθρώπους στις επιχειρήσεις σας... Αν βάλουμε όλο το χρυσάφι του κόσμου στη ζυγαριά, δεν φτάνει για να χορτάσει το μάτι ενός άπληστου ανθρώπου. Στο Παλαιοχώρι χρησιμοποιούμε την παροιμιώδη φράση "αυτός είνι νησ'κό μάκ'" ("αυτός είναι νηστικό μάτι") με διπλή σημασία, για να δηλώσουμε τη φτώχεια αλλά και την απληστία, ενώ τη φράση "είνι χουρτάτου μάκ'" ("είναι χορτάτο μάτι"), για να δηλώσουμε τα αντίθετα. Ωστόσο, πρέπει να φτιάξουμε για τα παιδιά μας έναν πιο όμορφο κόσμο, όπου δεν θα ισχύει η παροιμία "το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό", "κι αφήνει μόνο ένα μάτι για το φτωχό", θα προσθέταμε εμείς.
*****
Για να συμπληρώσουμε το λαϊκό ηπειρώτικο παραμύθι μας, διαλέξαμε από τη νεοελληνική μας λογοτεχνία ένα χορικό της τραγωδίας «Ερωφίλη» του Γεωργίου Χορτάτζη. Γράφτηκε το 1600 στην ενετοκρατούμενη Κρήτη και δημοσιεύτηκε το 1637 στη Βενετία.
Χορτάτζη Γεωργίου «Ερωφίλη»
Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,
του χρυσαφιού ακριβειά καταραμένη,
πόσα για σας κορμιά νεκρ’ απομείνα, 375
πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι,
πόσες συχνές μαλιές συναφορμά σας
γρικούνται ολημερνίς στην οικουμένη!
Στον άδην ας βουλήσει τ’ όνομά σας,
κι όξω στη γη μην έβγει να παιδέψει 380
νου πλειον ανθρωπινόν η ατυχιά σας.
γιατί αποκεί, ως θωρώ, σας έχει πέψει
κανείς στον κόσμο δαίμονας να ’ρθείτε,
τ’ς ανθρώπους μετά σας να φαρμακέψει.
Τη λύπηση μισάτε, και κρατείτε 385
μακρά τη δικιοσύνη ξορισμένη,
κι ουδέ πρεπό, μήδ’ όμορφο θωρείτε.
Για σας οι ουρανοί ’ναι σφαλισμένοι,
κι εδώ στον κόσμο κάτω δε μπορούσι
να στέκουν οι άνθρωποι αναπαημένοι. 390
με τ’ς αδερφούς τ’ αδέρφια πολεμούσι,
κι οι φίλοι τσι φιλιές των απαρνούνται,
και τα παιδιά τον κύρην τους μισούσι.
………………………………………………
Πλούτη καταραμένα, ποιος σας φίλος 415
με ξένους, με δικούς, με την καρδιάν του,
δεν είναι λυσσιασμένος κι άγριος σκύλος;
Πότε ένας ακριβός την πεθυμιάν του
χορταίνει με τα πλούτη; Πότες βάνει
τέλος ποτέ στην τόσην αχορταγιάν του; 420
Με δίκιον ουρανός, με δίκιο πιάνει
τόσο θυμόν αντίδικά τους,
κι εις πλείσιες παιδωμές συχνά τση βάνει
τα πλούτη τα μεγάλα, η βασιλειά τους,
κι οι δόξες, κι οι τιμές των οι περίσσες 425
χάνουνται και σκορπούν με τα κορμιά τους...
(Πράξη Γ΄- Σκηνή Ε΄- Χορός, στίχοι 373-393 και 415-426, Εκδόσεις "Πέλλα", σελ. 93-95)
*****
Από τα νομικά κείμενα διαλέξαμε τα άρθρα 23, 24, 25 της Οικουμενικής Διακήρυξης του Ο.Η.Ε. για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Υπογράφηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1948, άνοιξε δρόμο για θεσμοθέτηση νόμων που εκφράζουν τις ιδέες του σεβασμού, της ισότητας και της αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων και γέννησε ελπίδες πως απέναντι στην ανισότητα, τη βία, την αδικία και τον πόλεμο νικητής θα βγει ο Πολιτισμός. Η Ελλάδα έγινε μέλος των Ηνωμένων Εθνών (αργότερα ΟΗΕ) ήδη από το 1942.
Άρθρο 23
1. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην εργασία, στην ελεύθερη επιλογή επαγγέλματος, σε δίκαιες και ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας και στην προστασία του από την ανεργία.
2. Όλοι οι άνθρωποι, χωρίς καμία διάκριση, έχουν το δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίση εργασία.
3. Κάθε εργαζόμενος δικαιούται μια δίκαιη και ικανοποιητική αμοιβή, που να εξασφαλίζει στον ίδιο και στην οικογένειά του μια ζωή σύμφωνη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η αμοιβή αυτή, αν είναι αναγκαίο, θα συμπληρώνεται και με άλλα μέσα κοινωνικής προνοίας.
4. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ιδρύει μαζί με άλλους και να συμμετέχει σε συνδικάτα για να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του.
Άρθρο 24
Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ανάπαυση και στη σχόλη, και προπάντων στον ορθολογικό περιορισμό των εργάσιμων ωρών, καθώς και σε περιοδικές άδειες μετ’ αποδοχών.
Άρθρο 25
1. Κάθε άνθρωπος δικαιούται ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει την υγεία και την ευημερία του ίδιου και της οικογένειάς του, και προπάντων την τροφή, την ενδυμασία, τη στέγη, την ιατρική περίθαλψη και τις απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και το δικαίωμα της ασφάλισης για ανεργία, ασθένεια, αναπηρία, χηρεία, γήρας ή όποια άλλη αιτία ενδέχεται να του στερήσει τα προς το ζην, κάτω από συνθήκες που ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει.
(«Οικουμενική Διακήρυξη ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα», Εκδόσεις "Γράμματα", σελ. 56-60)
*****
Σαν επίλογο, από τις πολλές γνώμες που έχουν διατυπωθεί, διαλέξαμε την πιο λακωνική προτροπή, τα λόγια του Μυτιληναίου σοφού μας Πιττακού (650-570 π.Χ.), που απευθύνεται προσωπικά στον καθένα, σε δεύτερο ενικό πρόσωπο και αρχαία ελληνική γλώσσα που δεν χρειάζεται μετάφραση, και μας προτρέπει: «Μὴ πλούτει κακῶς».
ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου