Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΜΑΣΚΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ

Από βιβλίο του Θανάση Παρασκευαΐδη (1914 - 2001)

                                           Μάσκες
clip_image002
     Πού πλανιέσαι, σε χάσαμε, είπε ο Στέφανος στο Μιχάλη.
     Εγώ με την απελευτέρωση, το 1945, έφυγα στη Γαλλία. Γλύτωσα την κόλαση του εμφυλίου πολέμου που περάσατε εσείς. Πάντα όμως μάθαινα νέα σας. Δεν ξέρω αν κάνατε καλά ή άσχημα.
     Και τι έφτιαχνες εκεί;
     Έγινα ζωγράφος. Έφτιαχνα μάσκες ανθρώπινες. Πάνω σε πηλό που με ευκόλυνε να κάνω αυτό που ήθελα. Μάσκες ανθρώπινες. Μικρές και μεγάλες. Αντρίκιες και γυναίκειες. Ύστερα την κάθε μια την απίθωνα πάνω σε ανάλογα ταμπλώ. Με το πινέλο, με διάφορους χρωματισμούς, τραβούσα απάνω τους και στο φόντο του ταμπλώ περίεργα σχέδια. Να βρει μια ιδιαίτερη έκφραση η κάθε μάσκα.
     Αυτό γίνονταν υποσυνείδητα. Σαν κάτι να κουνούσε το χέρι μου. Σα να ενεργούσε πάνω μου μια μυστική δύναμη. Αυτά τόνιζαν πιο πολύ αυτό που ήθελα να εκφράσω με τη μάσκα αυτή. Έμνισκε ακίνητη στη μέση του ταμπλώ. Άλλοτε μ’ ένα γέλιο ενός κούρου αρχαίου, βγαλμένου απ’ τα βάθη του Αιγαίου. Άλλοτες με κλαυσίγελο. Άλλοτες με αλλόφρονη φωνή. Ήταν μάσκες σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί στις παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων.
     Για μερικές, που πουλιόνταν πιο ακριβά, διάλεγα κι ανάλογη μουσική πάνω σε ταινία στο μαγνητόφωνο. Να την παίζουν όταν την κοίταζαν.
     Είχα μεγάλη επιτυχία. Έβγαλα πολλά λεφτά. Κι ακόμα βγάζω. Τράβηξε το κονιάκ που έφερε το γκαρσόν με ηδονή.
     Και ξακολούθησε.
     Παίζω με τους ανθρώπους. Καθένας αναγνωρίζει το προσωπείο του, καθώς το αναζητά ανάμεσα σε πολλά. Το βρίσκει και το κοιτάζει με κομμένη την ανάσα. Σα να τον γδέρνω. Σαν τον Μαρσύα ο Απόλλωνας. 
     Προσπαθεί να είναι κρυφές οι ματιές του που ρίχνει πάνω στη μάσκα του.
     Εγώ καταλαβαίνω. Δεν μιλώ. Ούτε άχνα απ’ το στόμα μου.
     Ξέρω πως ο άνθρωπος που βρήκε τη μάσκα του δεν θα την αγοράσει. Φεύγει ένοχα μπροστά απ’ τη μάσκα του. Πλανιέται στη σάλα της έκθεσης και ξαφνικά στέκεται στη μάσκα που θα αγοράσει. Είναι η μάσκα που νομίζει πως εκφράζει αυτό που νομίζει πως μπορούσε να ήταν ή να γίνει. Το πρόσωπό του, το κορμί του, η ιδεολογία. Αυτό που εμποδίστηκε να γίνει απ’ τις κοινωνικές αναστολές. Η μάσκα εκφράζει, εκτός από τη νοσταλγία για μια άλλη ζωή, αυτόν τον διμέτωπο αγώνα της ζωής. Απ’ τη μια ν’ αγωνιζόμαστε να γίνουμε αυτό που θέλουμε. Απ’ την άλλη να μένουμε κρυμμένοι. Να μην ξέρουν οι άλλοι τι θέλουμε.
     Εγώ κάνω χάζι. Την πληρώνει όσα-όσα. Την τυλίγω σε όμορφο χαρτί πολυτελείας. Την παίρνει και φεύγει. Πηγαίνει στο σπίτι του κουβαλώντας τον εαυτό του.
     Σταμάτησε για λίγο να μιλά.
     Ύστερα σ’ άλλον τόνο στη φωνή του, πιο σιγανό, συμπληρώνει σαν καινούργιος Μεφιστοφελής.
     Εγώ όμως ξέρω ότι όσο θα πλανιέται στη ζωή, όσες φορές κοιτάζει τη μάσκα και βλέπει τα σχέδια που δεν μπορεί να καταλάβει, όσες φορές ακούει τη μουσική, πάλι θα πλανιέται άπρακτος, γνωρίζοντας πως ποτέ δεν θα μπορέσει να φτάσει αυτό που φωνάζει η μάσκα που του πούλησα.
     Ο Στέφανος ένιωσε τον πειρασμό να μιλήσει για τα εφτά τζιτζίκια που είχε φτιάσει με το κρυπτόγραμμα της νέας ζωής που είχαν απάνω τους και τώρα τον φώναζαν για αλλαγή. Μα κρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Ψιθύρισε μόνο με σιγανή φωνή.
     Τόσο ψόφιο πράγμα νομίζεις πως είναι ο άνθρωπος!
     Ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταζε ώρα πολλή. Μέσα στο σκοτάδι, γυάλιζαν περίεργα. Σαν να διαψεύδονταν η ζωή του. Νόμιζε πως ο Στέφανος θα ξακολουθούσε την κουβέντα. Πως ήξερε κάτι παραπάνω απ’ αυτόν. Εκείνος όμως έμεινε βουβός κοιτάζοντάς τον.
     ― Η ανθρωπότητα, Στέφανε, σήμερα είναι μαύρη, άρχισε ο Μιχάλης. Ας αγωνιστήκαμε εμείς για τα πιο ακραία ιδανικά, κείνη την εποχή, που το νομίζαμε τόσο εύκολο για να τα πραγματώσουμε, ενώ κανείς δεν ήξερε την αλήθεια. Τα ιδανικά που αγωνιστήκαμε μένουν ίδια. Απόμακρα. Μας ειρωνεύονται απ’ τις άκρες αψηλών άπιαστων κλαδιών. Είναι αυταπάτες. Είναι το πουκάμισο της ωραίας Ελένης για το οποίο πολεμήσαμε.
     Σημασία έχει το παιχνίδι που παίζει η σάρκα του ανθρώπου με τον χρόνο. Αυτά είναι τα όρια της ζωής του ανθρώπου. Γι’ αυτό εγώ στη ζωή έτρεξα για να κερδίσει το σώμα μου την έκφρασή του. Να βρω αυτό που από ένστικτο γύρευε η ύπαρξή μου…

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Λέσβιου συγγραφέα Θανάση Παρασκευαΐδη «Το μήνυμα του τζίτζικα», εικονογράφηση Χρίστου Θ. Παρασκευαΐδη, αυτοέκδοση, Μυτιλήνη 1987, σελ. 112-114)
 
clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΛΑΛΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ


ΔΥΟ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΛΑΛΑ
ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΠΛΗΓΗΣ ΚΑΦΕ ΤΗΣ ΓΗΣ - ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΙΩΗΛ


  
Δύο νέα βιβλία της Χρυσούλας Πλάλα με τους παραπάνω χαρακτηριστικούς τίτλους εκδόθηκαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης στην Αθήνα. Είναι το έβδομο και το όγδοο βιβλίο της λογοτεχνικής πένας της, που ξεκίνησε μετά τη συνταξιοδότησή της από τη Μέση Εκπαίδευση το 2009.     

Το πρώτο βιβλίο, με γενικό τίτλο «Κόκκινο της πληγής καφέ της γης» , περιέχει έξι νουβέλες, πεζογραφικό είδος μεγαλύτερο από διήγημα και μικρότερο από μυθιστόρημα, με κάποια χαρακτηριστικά και των δύο ειδών. Στις 192 σελίδες του ο αναγνώστης θα διαβάσει νουβέλες με τους εξής τίτλους: 1. «Πρωτολάτης γερανός» , 2.  «Ανατολική αύρα» , 3.  «Μυστικές ρυτίδες» , 4.  «Για μια στάλα υπερηφάνεια» , 5.  «Λινό πουκάμισο στην Άγια Μαγδαληνή » και 6.  «Η Αντιγόνη του ίσκιου» . Στην προμετωπίδα του βιβλίου της η Χρυσούλα ορίζει το θεματικό περίγραμμα του έργου της με τα εξής λόγια: «Γεννηθήκαμε για ν 'αγαπήσουμε και μεγαλώνουμε με όνειρα» . Αγάπη σε όλες της τις μορφές και όνειρα. Τι άλλο απ 'αυτά είναι η ανθρώπινη ζωή? ... Το εξώφυλλο του βιβλίου έχει φιλοτεχνήσει η Κατερίνα Ζάχου - Βούλγαρη.

Το δεύτερο βιβλίο, με τίτλο «Το άρωμα του ήλιου Ιωήλ» , στις 56 σελίδες του περιέχει ένα πεζογράφημα. Χαρακτηριστική του περιεχομένου του η αφιέρωση-προμετωπίδα της συγγραφέως: «Στον Κύριό μου και Θεό, τον Ιησού, Λόγο ύπαρξής μου και καταφυγή, που μ 'έμαθε πώς ν' αγαπώ και να νοιάζομαι τους συνοδοιπόρους μου σ 'αυτήν τη γη και Εκείνον στην Αιωνιότητα » . Και πιο κάτω μία ρήση από τη Βίβλο: «Η ποίηση είναι αυθύπαρκτη αξία, είτε θεοποιεί τα πράγματα είτε ψάχνει για το θεό της» . Το εξώφυλλο του βιβλίου έχει φιλοτεχνήσει η Κωνσταντίνα Κατσάνου.

Συγχαίρουμε την άξια συγγραφέα και της ευχόμαστε να είναι πάντα γερή και δημιουργική.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

"ΤΑΞΙΝΟΜΩΝΤΑΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΛΑΛΑ

Νουβέλα
             
Ταξινομώντας πεταλούδες
(Cataloguing butterflies)

Χρυσούλας Πλάλα


     Εδώ και μερικούς μήνες έβλεπε ένα απαίσιο όνειρο. τα βράδια τον εαυτό της σε βαλτόνερα μέσα στο σπίτι της, ν’ ανεβαίνει κατά έναν περίεργο τρόπο η στάθμη πάνω απ’ τους αστραγάλους, κι αυτή, φορώντας ένα ξεθωριασμένο σάλι, να προσπαθεί να περισώσει τα βιβλία της και τα στικάκια. Τ’ άρπαξε στην αγκαλιά της και περίμενε μια ψυχή να μπει στο σπίτι να τη βοηθήσει. Κανείς. Τράβηξε για την έξοδο απελπισμένη και τότε έπαθε πανικό, στο δρόμο πάλι τα ίδια πηχτά νερά… πολύς κόσμος να σέρνεται κι εκείνη με τα βιβλία της…
     Ξύπνησε.
     Κι ένιωσε επείγουσα την ανάγκη ν’ ανάψει τηλεόραση. Ζόφος και απελπισία. Πολλοί αποφαίνονταν για τη δεινή οικονομική κατάσταση του κράτους, αλλά λύση και κατευθύνσεις δίνονταν απ’ τους «βαρβάρους».
     Τ’ όνειρο που είδε δεν ήταν άσχετο με την ατομική της πραγματικότητα. Τα νέα απ’ το Λογιστήριο ήταν ότι η σύνταξή της θἄβγαινε σε πέντε χρόνια. Έπρεπε λοιπόν να σκεφθεί πώς θα πορευόταν, από πού θ’ αντλούσε ένα λιτό εισόδημα. Οικονομίες δεν είχε, να μείνει στη δουλειά της παραπάνω δεν άντεχε, μια διέξοδος υπήρχε, που όμως δεν φάνταζε γοητευτική στην παρωχημένη ηλικία της: να ξαναπάει στην Αγγλία όπου είχε σπουδάσει παλιά, να το παλέψει εκεί. Της φαινόταν ότι οι πιθανότητες να ’βρει κάτι να κάνει ήταν πολύ περισσότερες.
     Έκανε λοιπόν νοερά τον περίπατο προς το Hampstead μέχρι το άνοιγμα του σταθμού, να δει τη δύση του ήλιου περνώντας απ’ όλες τις γερασμένες λονδρέζικες προσόψεις — κανείς δεν μπορεί να πει τι έκρυβαν μέσα — και μόλις τέλειωσε ο δρόμος έφτασε να δει αριστερά το σταθμό, δεξιά ήταν κάποιο café, στο βάθος στη μέση πάνω απ’ τις στέγες ένας ήλιος σαγκουίνι — όχι, τον μπέρδεψε μ’ αυτόν πέρσι στην Αίγινα — ήταν ένας ήλιος τέτοιος όπως στα τοπία του Turner κίτρινος, που δεν φωνάζει όπως εδώ. Για σιγουριά μπήκε στη National Gallery και χάθηκε κοιτώντας τους πίνακες. Αποκοιμήθηκε ξανά, αρρωστημένα, για ν’ αποφύγει το ξεσήκωμα.
     Συνήλθε απ’ το θόρυβο του νερού… πότιζαν τα λουλούδια στην αυλή.

     «Δεν μπορείς να τρέφεις κι εμένα», είπε στην αδελφή της. «Θα το τολμήσω, θα πάρω τα μάτια μου να φύγω κι αν δεν τα καταφέρω θα γυρίσω. Θα ’χω όμως προσπαθήσει.»        
     Πονούσε αφάνταστα γι’ αυτή την αναχώρηση. Δεν το ανέλυε, όμως… έτρωγε φρούτο στυφό, άχαρο και κοιτούσε μπροστά. Πού ήταν οι φίλοι που συνέτρεξε; Δεν ήταν ποτέ στις έγνοιες της. Ίσως να έδινε την εντύπωση της αυτάρκειας… «Παίρνω τα βιβλία μου, τα σιντί μου και θα συστηθώ… να δω τι δουλειά θα μου δώσουν να κάνω.»

     «Βαρέθηκα να λέω “κουτσοφέρνω τη μέρα” ή “μισοτρώω” όλα μισά… Θέλω ένα μικρό αξιοπρεπές εισόδημα για να ζήσω σ’ αυτή την πόλη, κι ας είναι δική και γενέτειρα… τίποτα δεν δίνεται δωρεάν…»
     Ήξερε τόπους εκεί που μπορούσε ν’ αναζητήσει εργασία. Ύστερα από τριάντα χρόνια, μόνον οι τηλεφωνικοί θάλαμοι, τα ταξί και τα κόκκινα λεωφορεία παρέμεναν ίδια, όπως και το άψυχο κομμάτι της πόλης, τα κτίρια, τα καταστήματα, οι σταθμοί του μετρό.

     Πλησίαζε καλοκαίρι και επρόκειτο να ’ναι μια περίοδος μη ανάπαυλας αλλά ανασύνταξης, ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της. Ήθελε να το βλέπει σαν παρένθεση, μέχρι να ξανάρθει, για να μπει και τυπικά στο περιθώριο παίρνοντας τη σύνταξή της σε μια πενταετία. Έγραφε μανιωδώς, αποχαιρετούσε γνωστούς και φίλους, μάζευε πληροφορίες…
     Για να μην κάμπτεται, να μη λυγίζει, ν’ αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό της και στις ευκαιρίες που μπορούσαν να παρουσιασθούν, πρόβαλλε στο νου της θάλασσες κι ανατολές, μπαλκόνια με θέα ανοιχτή και τον υπότιτλο: «Κοντινός προορισμός σας περιμένει».
     Νόμιζε έτσι ότι δεν θα την κατάπινε η εγγλέζικη πρωτεύουσα με την καταχνιά της και για το σίγουρο της υπόθεσης κατέληγε… στον εαυτό της μπροστά στη Marble Arch ευθυτενής, με τα βιβλία της να περνάει από κάτω προς την Oxford Street, μακρά με πυκνή κυκλοφορία… Welcome to London.

     Αναζήτησε το κλειδί του σπιτιού της Πολυξένης – Πόλυ τη φώναζαν. Θα επέστρεφε γύρω στα Χριστούγεννα. Μέχρι τότε, θα μπορούσε να μείνει μόνη της, σ’ ένα δυάρι στο Bays water.
     Το ταξί την άφησε απέξω. Από δω και πέρα, μόνο πόδια και μαζική μεταφορά.
     Δεύτερο πάτωμα. Οι σκάλες έτριζαν, πενιχρός φωτισμός. Κοφτές οι παρατηρήσεις της. Δεν άγγιζε το χώρο με την καρδιά. Τον είχε απαρνηθεί. Είχε υποφέρει, είχε πέσει σε παγίδα άσχημη, προδίδοντας τον έρωτα μυστικής και μεγάλης ομορφιάς που αγνοούσε μέχρι τότε, προβάλλοντας μια σύγχυση πάνω απ’ την ουσία της που ξεδιάλυνε μετά από πολλά χρόνια.
     Για όλα αυτά ο τόπος είχε στιγματιστεί μέσα της. Ήρθε με μια άρνηση ως φορτίο, αλλά εμπιστευόταν ό,τι είχε κτίσει πια και αποφάσισε να πράξει, με αντιφάρμακο για τη ναυτία την πίστη στο Θεό και την αγάπη του. Κοιμήθηκε βαριά, χωρίς να εκτοξεύει όνειρα κι επιθυμίες. Επρόκειτο για μια δύση ζωής. Την ενδιέφερε μόνο το υπόλοιπο, όσο ήταν, να το πορευτεί με αξιοπρέπεια, όχι μέσα στην εξαθλίωση.

     Το πρωινό της ελληνικό… καφές με μπισκοτάκια πορτοκαλιού. Δεν έχασε χρόνο μεμψιμοιρώντας, έκανε το σχεδιασμό της μέρας. Θα πέρναγε από δύο κολλέγια, το Morley College κοντά στο Waterloo, που συνήθως είχε τμήμα ελληνικής γλώσσας για ξένους, και στο City Lit στο Covent Garden. ανάμεσα σε σεμινάρια φιλοξενούσε και ξένες γλώσσες. «Διδάσκω Ελληνικά, υπήρξα καθηγήτρια σε ελληνικό γυμνάσιο, έχω γράψει και νουβέλες… αν ενδιαφέρει. Ζητάω δουλειά… μπορώ να φανώ κάπου χρήσιμη… Υπάρχουν τμήματα ελληνικής γλώσσας;»
     Προβάριζε το βιογραφικό της σ’ όλο το δρόμο για το City Lit.  η Oxford Street της φάνηκε πιο μουντή… δεν είχε διάθεση να την περπατήσει, έμεινε κολλημένη στο κόκκινο λεωφορείο μέχρι την Tottenham Crt Rd και μετά έκοψε για Covent Garden.
     Μπαίνοντας στο κτίριο, έζησε τη συνέχεια από εγγλέζικη ταινία, ένα περίεργο πράγμα, δεν ανακάλεσε την εμπειρία η μνήμη που είχε η ίδια απ’ το μορφωτικό ίδρυμα πριν από τόσα χρόνια. Να ’ταν η νιότη της καρδιάς της ή άλλος μυστήριος δρόμος του νου; Σα να μην είχε ξαναπάει.
     Η κυρία στις πληροφορίες την ενθάρρυνε.
     Τον προηγούμενο χρόνο λειτούργησε επιτυχώς ένα τμήμα ελληνικής και σκόπευαν να δημιουργήσουν άλλα βασικού και μέσου επιπέδου. Άφησε το βιογραφικό μαζί με δυο βιβλία της, υπογραμμίζοντας «για όποιον μπορεί να διαβάσει Ελληνικά».
     Έφυγε, χαμογελώντας αδιόρατα στον άγνωστο Εγγλέζο αναγνώστη: «Με σκοπό να συγκινήσω».
     Πήρε τη μαύρη γραμμή, ξανακοίταξε το χάρτη της και εντόπισε το κολλέγιο, το Morley College.
     Κι εδώ οι πληροφορίες ήταν ενθαρρυντικές. «Θα λειτουργήσει τμήμα ελληνικής. Συμπληρώστε μια αίτηση.» 
      Βρήκε τρόπο ν’ αναφέρει στην αίτηση ότι είναι και λογοτέχνις, ενώ μια φωνή μέσα της έλεγε: «Άσε τις υπερηφάνειες… όλοι γράφουν… ο χώρος ο δικός σου είναι η πατρίδα σου… εκεί ηχείς ωραία, όταν ο αττικός ήλιος σε κυκλώνει. Εδώ δημιούργησαν ο Ντίκενς και ο Σαίξπηρ… Αλλά πες μου σε παρακαλώ, γιατί το βράδυ στο Λονδίνο σοὔρχεται ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης και όχι στην Αθήνα, που πρόσφατα είναι πολύ επικίνδυνη πόλη επίσης. Μέχρι που να τα λύσεις όλα αυτά… πάμε στο άλλο κολλέγιο.»
     Δεν το θυμόταν και πήρε το τραίνο για το Camden Town.  Όλα σήμερα θα τα ρωτούσε. Δεν θυμόταν καλά. Επρόκειτο για ελληνική εκκλησία που φρόντιζε να διδάσκονται τα παιδιά, τα περισσότερα απ’ αυτά Κυπριωτόπουλα, Ελληνικά κάθε Σάββατο.
     Ίσως την ειρωνεύονταν, που δεν τους αναζήτησε στο διαδίκτυο. Ήξερε ότι όλ’ αυτά τα χρόνια τα σχολεία είχαν πληθύνει κι οι περισσότεροι δάσκαλοι ήταν μέσω ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Ποιος θα την περίμενε;
     Βγαίνοντας στο σταθμό, αναζήτησε ένα café. Είχε χρόνια σταματήσει το κάπνισμα, αλλά ο καφές είναι μεταφορά, ένα μικρό ταξίδι εντός σου κι ένα εκτός.
     Προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με την πρωτεύουσα, αλλά η ματιά ήταν χλιαρή. Είχε βάλει την ετικέτα «ανούσια ζωή» αυτή που ’χε ζήσει πριν από χρόνια, ενώ στους άλλους φάνταζε αξιόλογη. Δεν άντεξε το φως που ’χε τώρα μέσα της η εγγλέζικη πολιτεία.

     «Θέλω να με καταλάβετε, έχω ανάγκη αυτή τη δουλειά και, αν υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να διδάξω μερικές ώρες, ας αφήσω ένα βιογραφικό. Γράφω και νουβέλες» – χαμήλωσε τη φωνή της – «σας χαρίζω τα δύο τελευταία μου βιβλία… έτσι για να θυμάστε αυτό το πρωινό… Σπούδαζα σ’ αυτή τη χώρα πριν τριάντα χρόνια κι ερχόμουνα εδώ τα Σάββατα να διδάξω Ελληνικά…»
     Την κοίταξε αμήχανα κι είπε στα Αγγλικά:
     «Δεν ήθελα να σας απογοητεύσω… απλά οι διαδικασίες είναι πολύπτυχες. Ευχαριστώ πολύ για τα βιβλία.»
     Προχώρησε βαριά προς την έξοδο. Ανέπτυξε θυμό μέσα της, αλλά σύντομα κατάλαβε το λάθος της. Δεν την ήθελε κατά βάθος τη δουλειά. Ήθελε να κάνει ένα πέρασμα φαίνεται απ’ τον τόπο, να δηλώσει ποια είναι τώρα και μετά να τους φτύσει και να γυρίσει πίσω οργισμένη μεταξύ πολλών.
     «Βάλε ένα χρονικό περιθώριο στον εαυτό σου. Μην απλώνεσαι… μην οργίζεσαι… Ο καθένας οπλίζεται σ’ αυτή τη ζωή για κάποιο λόγο… Εσύ κράτα ασπίδα… υψηλό νου, γνώση εαυτού, κινήσεις μέσα από σκέψη πολλή. Δεν μπορώ να πω, το ότι δεν δοκίμασες για λίγο την ελληνική επαρχία ήταν σοφό…», της ήρθε φωνή απ’ τον ανώτερο εγκέφαλο εναλλακτικής επιλογής και ησύχασε προς στιγμήν.
     Τράβηξε για το Camden Lock. Δεν ήταν Σάββατο, δεν είχε παζάρι μάλλον. Μεσημέριαζε… Ίσως υπήρχε κάποια μπυραρία ανοιχτή.
     Είχε κατέβει το φως των οφθαλμών της. Όλα της φαίνονταν μια οργιά απόσταση από την καρδιά της, το σώμα της όλο εξέπεμπε κύματα άπωσης.
     Όταν είδε τον κατάλογο κι έπεσε το μάτι της στο kidney-pie (πίτα με νεφρά) της ήρθε ναυτία κι άρχισαν να χορεύουν μπρος στα μάτια της οι ελληνικές πίτες. Μελαγχόλησε, ήπιε μισό ποτήρι χυμό ανανά και πήρε το δρόμο βρίζοντας σχεδόν για το διαμέρισμα της Πόλυς.    
     Ήταν μέρα ακόμα. Χώθηκε στο σπίτι, τράβηξε τις κουρτίνες κι έπεσε στο κρεβάτι.
     «Δεν θα τρελαθώ εδώ, αν δεν βρω δουλειά και δεν πρόκειται να δουλέψω ως σερβιτόρα στην ηλικία μου, για να τραβήξω τα χρόνια μπρος. Αν δεν λάβω καμία ειδοποίηση σχετικά με τα μαθήματα, οι δουλειές του ποδαριού ήταν γι’ άλλες εποχές, επαναπατρίζομαι... Ταξίδι χαράμι…»
     Άρχισε να σιγομουρμουρίζει ένα τραγουδάκι: «Στ’ ακρογιάλια σου θα ξεχαστώ… καράβι στο γιαλό σου θ’ αρμενίζω…»
     Κανένας δεν της τηλεφώνησε από Ελλάδα, ούτε η αδελφή της. Πήρε το προσευχητάρι της – γλώσσα στέρεη, γεμάτη ελπίδα.
     Βγήκε απ’ το σπίτι την άλλη μέρα στις ένδεκα.
     Μελαγχόλησε στη σκέψη ότι θα περιδιάβαινε ως τουρίστρια τη μεγαλούπολη όπου σπούδασε. αυτή η επανάληψη στα παλιά καφέ, στα μουσεία, στους κινηματογράφους κατά περίεργο τρόπο έκανε βαριά τα πόδια της και ράθυμα.
     Δεν ήθελε να πληροφορηθεί άλλο και να θαυμάσει σε ξένο τόπο. Ταθελε όλα αυτά στον τόπο τηςNo more distance
     «Θα πάω στο ποτάμι κοντά για μια σαλάτα κι ένα τσάι.»
     Ο ουρανός δεν έσταζε, μέτριο κρύο, γιαυτό ζεστό πουλόβερ. Φρόντισε να περπατήσει αρκετά, τη βοηθούσε στη σκέψη, κατεύνασε το θυμό της και μετά άρχισε το τραγούδι: These boots are made for walking.  
     Το καφέ του National Film Theatre, όπως πάντα, δροσερό. Βγήκε στο μπαλκόνι, δεν κάθισε μέσα.
     Τακτοποίησε τη μικρή της περιουσία, δυο βιβλία της και μια καλή μετάφραση απ’ τα ποιητικά του Λόρκα.
     Πίνοντας το τσάι της, άνοιξε τον Λόρκα κι ανάμεσα στους πρώτους στίχους νιώθει μια φωνή απέναντί της να εισβάλλει ανάμεσα:
     «Ελάτε τώρα, αγαπητή κυρία, μ’ αυτή τη θέα μπροστά πώς μπορείτε να διαβάζετε… τι διαβάζετε; Ας κουβεντιάσουμε…»
     Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε έκπληκτη. Κι εκείνος συνεχίζοντας…
     «Thomas Witty… Δεν φαίνεστε Αγγλίδα. Πείτε κάτι…»
     «Δεν μου αφήνετε χρόνο. Με λένε Κατερίνα Λάμπη και είμαι Ελληνίδα, σε συντάξιμη ηλικία και λογοτέχνις.»
     Η Κατερίνα άρχισε να τον παρατηρεί; Γύρω στο ένα κι ογδόντα, ευχάριστο πρόσωπο και γελαστό, αραιά ξανθά μαλλιά και διεισδυτικό βλέμμα, σαρανταπεντάρης, απ’ τους εξωστρεφείς.
     «Και τι κάνετε στο Λονδίνο;»
     «Πολύ απλά, ήρθα να διδάξω Ελληνικά… ψάχνω ινστιτούτα, σχολεία, κάνω αιτήσεις, γιατί δεν έχω πόρους να ζήσω ώσπου να πάρω τη σύνταξή μου σε μια πενταετία…»
     Και τότε ο Τόμας είπε, σα να ’χε γραφείο ευρέσεως εργασίας με την Κατερίνα αιτούσα:
     «Κάτι θα γίνει, δώστε μου δέκα λεπτά… Ίσως δεν σας απογοητεύσει το Λονδίνο σαν τόπος για δουλειά…»
     «Τι εννοείτε; Έχετε να μου προτείνετε ταβέρνα να σερβίρω; Ή να καθαρίσω το διαμέρισμά σας; Μήπως να κάνω baby sitting στη γηραιά μητέρα σας; Όχι.»
     Ήταν πικρή κι επιθετική.
     Ο Τόμας πήρε τα βιβλία και τα χτύπησε στο τραπέζι καλώντας τη σε τάξη ψυχολογική.
     «Πρέπει να δώσετε μάχη σαν λαός και σαν άτομα. Δε θα σας καταπιεί η κρίση… Καλώς ταξιδέψατε… Θάρρος.»
     «Σας ευχαριστώ γι’ αυτή την απροσδόκητη συνομιλία και την ένεση θάρρους… Αλλά θα καταλήξω στο απλό… θέλω δουλειά και θα βρω θάρρος.»
     Σ’ αυτό το σημείο που η Κατερίνα ομολόγησε την ένδεια και την ανάγκη της, ο Τόμας μάζεψε το σώμα του, σφίχτηκε για να εκτοξευθεί στην ακόλουθη ρήση:
     «Μπορεί να ’χω κάτι για σένα, εγώ προσωπικά…»
     «Σαν τι; Δεν σας ξέρω καν… Εκτός από το όνομά σας, είστε για μένα ένα σκοτεινό τοπίο προς τα μέσα και προς τα έξω... Δηλώνετε συμπάθεια στους καταπιεσμένους Έλληνες και ενθαρρύνετε μια φτωχή υπερώριμη Ελληνίδα να παλέψει για την καθημερινότητά της.»
     Χαμογέλασε, απλώθηκε στις κινήσεις κι είπε με σεμνότητα:
     «Είμαι οικονομικός σύμβουλος σε εταιρείες… και μανιακός με τις πεταλούδες. Θἄθελα η ατμόσφαιρα γύρω μου να ’ναι γεμάτη πεταλούδες απ’ όλα τα χρώματα και τα μεγέθη…» — ήπιε μια γουλιά τσάι και τόνισε, κάνοντας χιούμορ — «αντί για μύγες.»
     Η Κατερίνα βρισκόταν μπροστά σ’ ένα πρόσωπο που κατέθετε τα χαρακτηριστικά του. Άκουγε με προσοχή και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν εκείνο το κάτι που είχε γι’ αυτήν. Δεν παρετάθη η αγωνία της, το εξεστόμισε:
     «Cataloguing butterflies, ταξινόμηση πεταλούδων… σ’ αυτό θέλω να με βοηθήσεις. Είναι μόνο τρεις ώρες την ημέρα, πενήντα ευρώ την εβδομάδα και τα εισιτήρια πληρωμένα… όσο κρατήσει.»
     Η Κατερίνα επεξεργάστηκε γρήγορα τα δεδομένα στο μυαλό της: οικειότητα, διάθεση βοήθειας, γενναιοδωρία, θελκτικό αντικείμενο, οι απαντήσεις των κολλεγίων δεν τη δέσμευαν…
     «Απαντάω "ναι" εκ των προτέρων, προτού κατατοπιστώ για τη δουλειά… Μου φαίνεστε ήσυχος άνθρωπος και η δουλειά δεν πρέπει ν’ απαιτεί ιδιαίτερα προσόντα, παρά συγκέντρωση κι αγάπη.»
     Ο Τόμας κατευχαριστήθηκε.
     «Σπουδαία!», αναφώνησε.
     Της έδωσε το τηλέφωνο και τη διεύθυνσή του.
     «Αρχίζουμε από αύριο κιόλας… να ’στε εκεί στις δέκα και μισή.»
     Τελείωσε το τσάι του κι άναψε τσιγάρο.
     «Κακή συνήθεια», είπε, «μόνον τρία την ημέρα όμως.»
     Η Κατερίνα προσφέρθηκε να του μάθει βασικά ελληνικά για τις πιθανές διακοπές του στην Ελλάδα κι εκείνος δέχτηκε.
     «Δεν πρόκειται να σας χρεώσω γι’ αυτό.»
     «Ευχαριστώ πραγματικά.»
     Μετά εκείνος βυθίστηκε στο κινητό του κι εκείνη στο βιβλίο της.

     Το πρώτο απόγευμα στο Λονδίνο που ένιωθε σα να ’χουν φύγει όλες οι έγνοιες της, έγιναν ένας καμβάς από πεταλούδες καρφιτσωμένες, που τις τάραζαν οι παρατηρήσεις του επαΐοντος συλλέκτου. Εκείνη κατέγραφε και χανόταν στο σώμα ενός εντόμου, απ’ τα πιο ποιητικά. Αυτή θα ’ταν η ρουτίνα της τις επόμενες μέρες. Πόσο άραγε θα κρατούσε;
     Την επόμενη μέρα πήρε τις εκπλήξεις της.
     Δεν επρόκειτο για έντομα καρφιτσωμένα αλλά για φωτογραφίες που θα έκανε αντιπαραβολή με τον κατάλογο ταξινόμησης, μήπως βρει είδος μη καταχωρημένο, κάποια καινούργια πεταλούδα απ’ το φακό του Τόμας.
     Ο Τόμας άρχισε να της μιλάει για τα ταξίδια του στον κόσμο με σκοπό να φωτογραφίσει πεταλούδες και χάθηκε στα λιβάδια και στους υγρότοπους.
     «Η κατάλληλη ώρα είναι πρωί και μπορεί να τραβήξει μέχρι νωρίς τ’ απόγευμα… δεν τρέφονται… λατρεύουν την ησυχία… Να σου πω τι μου χρειάζονται τα Ελληνικά… Όταν μου είπες ότι είσαι Ελληνίδα, είπα μέσα μου “a jerseytiger moth”… είναι το είδος της πεταλούδας που υπάρχει στη Ρόδο, στην ομώνυμη κοιλάδα… Δεν έχω πάει εκεί ακόμη. Νιώθω σαν μέλλων προσκυνητής.»
     Η Κατερίνα παρατήρησε:
     «Κανείς υπερβάλλει με τις μικρές και μεγάλες του λατρείες, αλλά έτσι πρέπει να ’ναι.»
     Μετά άρχισε μια βουτιά στην ησυχία, υποδείξεις σε τόνο συμβουλευτικό, με φωνή κάτω του μεσαίου τόνου.
     Η Κατερίνα άρχισε την ταξινόμηση, ο Τόμας έφυγε για τις δουλειές του, για να επιστρέψει προχωρημένο μεσημέρι.
     Στο σπίτι επικρατούσε η τάξη και μια φροντίδα γενικότερη. Απορροφήθηκε πλήρως απ’ τις μυριάδες φωτογραφίες.
     Μετά την αντιπαραβολή, θα έφτιαχνε έναν κατάλογο για τον Τόμας, με γνώμονα το μέρος όπου είχε τραβήξει τις φωτογραφίες. ένα υλικό για να καταδυθείς ή μάλλον να αιωρηθείς όπου και οι πεταλούδες.
     Δεν άναψε τηλεόραση μήτε ραδιόφωνο. Ακουγόταν μόνο η αλλαγή στη σελίδα και η γουλιά του τσαγιού.
     Ο Τόμας γύρισε στις τέσσερις. Την προσκάλεσε να φάνε μαζί, εκείνη δεν αρνήθηκε, βρίσκοντας μάλλον ορεκτικά τα λουκάνικα με σάλτσα τσίλι.
     Όσο για τα λεφτά, θα πληρωνόταν στο τέλος κάθε εβδομάδας.
     Πήρε το μετρό κατά το σούρουπο. Παρ’ όλο που τα πράγματα έδειχναν ευοίωνα, ένιωθε ότι της έλειπε κάτι σαν έκταση, ένα όραμα… όραμα στα πενήντα πέντε… Σ’ αυτή την ηλικία διαλέγει κανείς να περπατάει σ’ ακρογιαλιές του τόπου του, να μιλάει τη γλώσσα του, να φωνάζει και να κλαίει σε αγέρα της πατρίδας του… κι εκείνη σηκώθηκε κι έφυγε.
     Αναθεώρηση λοιπόν; Κατέβηκε στο Bays water. Ευτυχώς δεν έβρεχε. Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα ξερά, ψυχόρμητα, βγήκε από μέσα της η ψυχή της απ’ το ορυχείο κι είπε:
     «Σ’ έξι μήνες, μετά τα Χριστούγεννα, η πεταλούδα θ’ αναζητήσει υγρότοπο στην Ελλάδα. Θα γυρίσω, θα βρω μέρος στη γη που γεννήθηκα και κάτι θα κάνω. In other words, επιστρέφω, όπως και να ’χει το πράγμα. Δεν μπορώ να φτύνω τους Εγγλέζους, την πόλη και να λειτουργώ εδώ. Δεν τα μέτρησα καλά μέσα στην πικρία μου… Καληνύχτα.»
     Δεν άφησε χυμούς για τις μέρες της πεταλούδας – άντε και σήμερα πάλι μέχρι το εξάμηνο – έτσι το πήγαινε. Ο Τόμας την παρακολουθούσε, όποτε βρισκόταν εκεί, ν’ απομακρύνεται καθημερινά ψυχολογικά. Διαγράφονταν στις κινήσεις της, στο πρόσωπό της.
     «Τι συμβαίνει, Κατερίνα; Βαρέθηκες; Δεν εγκαταλείπουμε τη δουλειά στη μέση ποτέ.»
     Επανερχόταν. Είχε υπολογίσει ότι η ολοκλήρωση της ταξινόμησης θα της έπαιρνε και κάτι απ’ τον καινούργιο χρόνο. Ζήτησε από τον Τόμας να μένει περισσότερο χωρίς χρέωση, για να μην πέσει έξω στους υπολογισμούς της.
     Δύο φορές την εβδομάδα έμενε μέχρι αργά για τα Ελληνικά του Τόμας. Ο ήχος της γλώσσας στην αρχή ήταν κελαρυστό    νερό, έβαζε ψυχή και μετά σιγά-σιγά στέγνωνε.
     Προσπαθούσε να γίνει αποτελεσματική, ευχάριστη.  
     Ένας νέος μπορεί να κρυφτεί πίσω από πολλά πράγματα, στην ηλικία όμως των εξήντα ετών όλα διαγράφονται στο πρόσωπο, όλα ομολογούνται. Δεν μπορείς να προσποιείσαι.
     Αποχρωμάτιζε τον Τόμας, έγινε μπεζ-καφέ φιγούρα, απορροφάτο απ’ το περιβάλλον, κι εκείνη σιγά-σιγά έφευγε. Του το ’πε ένα απόγευμα μ’ έναν επίμονο ήλιο.
     «Θα τελειώσω μετά τα Χριστούγεννα και θα φύγω. Δεν μπορώ να μείνω. Ψυχολογικά έχω εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια παράτασης προσαρμογής και παραμονής…»
     Εκείνος ήσυχα, ευγενικά, πήγε κοντά της κι όπως της είχε πει όταν πρωτοσυναντήθηκαν “Πρέπει να πολεμήσεις να τα καταφέρεις”, της είπε τώρα:
     «Κατερίνα… πήγαινε, πήγαινε σ’ ένα νησί… στη Ρόδο για παράδειγμα… στην κοιλάδα με τις πεταλούδες…»
     Κι εκείνη, για να μην κλάψει, είπε κάνοντας μια θεατρική κίνηση:
     «Θα πετάξω… θα χωθώ εκεί… σε σταθερή θερμοκρασία και υγρασία…»
     «Κάθισε να σου δείξω την κοιλάδα…» και της πρόβαλε ένα βίντεο στον υπολογιστή.    

     Τη μέρα των Χριστουγέννων πήγε στην ελληνική εκκλησία, χάρηκε τη λειτουργία, γύρισε και άναψε όλες τις λάμπες του σπιτιού και τα κεράκια κι άρχισε να τηλεφωνεί στους δικούς της, συγγενείς και φίλους.
     Ο Τόμας είχε συλλάβει όλο το συναισθηματικό κενό το χλιαρό και το αγχωθέν, την έλλειψη υγρασίας που έχασκε κάτω απ’ τις πράξεις της Κατερίνας. Την επισκέφτηκε το απόγευμα φέρνοντας μια πουτίγκα κι είπε:
     «Σε μια ειδική πεταλούδα, την jerseytiger woth, που δεν μπορεί να ζήσει μακριά απ’ την κοιλάδα της. Καλή επάνοδο.»

²²²²

     Τέλος Γενάρη, η Κατερίνα γύρισε στην Ελλάδα.
     Η Κατερίνα γύρισε στην Αθήνα τον καιρό του καρναβαλιού με σερμπαντίνες και κομφετί.

9 Ιανουαρίου 2015*
Χρυσούλα Πλάλα**
   

* Πρώτη δημοσίευση της νουβέλας.
*Η Χρυσούλα Πλάλα είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός και συγγραφέας.

"ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ" ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΛΑΛΑ


Νουβέλα

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

Χρυσούλας Πλάλα



     Πόσες ώρες κάθονταν κοντά στη βρύση και κάπνιζαν μανιωδώς, μέχρι να τους τελειώσουν τα τσιγάρα!
     Έβριζαν ο ένας τον άλλον στην αρχή… Πιάσαν την άκρη ο καθένας στα σκαλιά, απόκαμαν και μετά άπλωσαν πάλι τα χέρια… Στην Αθήνα της γκρίνιας, στην Αθήνα της κρίσης… ένα νεαρό ζευγάρι μικροπαντρεμένο, με όνειρα, σε αναζήτηση δουλειάς.
     Η Μένη είχε τελειώσει το λύκειο και ήξερε αγγλικά σε επίπεδο κάτι παραπάνω από το Lower και ο Χρίστος ένα ιδιωτικό Ι.Ε.Κ., τμήμα Λογιστικής.
     Μ’ αυτές τις βασικές γνώσεις, οι δουλειές που μέχρι τώρα εύρισκαν από άποψη απολαβών ήταν χαμηλές. Με το ζόρι συντηρούσαν ένα δυάρι στον πρώτο όροφο ενός αδιέξοδου στενού. Το μισό χρόνο το νοίκι πληρωνόταν απ’ τους γονείς του Χρίστου. Χορηγία κι αυτή! Καλοδεχούμενη. Η Μένη δεν είχε από πού να λαβαίνει.
     Η στενοχώρια στο μικρό σπιτικό μπήκε εδώ και δυο χρόνια μαζί μ’ ένα πακέτο τσιγάρα επιπλέον και άγχος περισσό.
     Ο Χρίστος έβγαζε κάθε τόσο επιχείλιο έρπητα.

     Τους είχαν ειδοποιήσει. θα τους απέλυαν σ’ ένα μήνα. Κι είχαν ξαμοληθεί να βρουν δουλειά. Αλλά οι μέχρι τώρα προσπάθειές τους ήταν αδιέξοδες, σαν το στενό που ’μεναν θα ’λεγε κανείς, και η ψυχολογία τους έφραζε, μπούκωνε.
     Εκείνο το απόγευμα νωρίς στη βρύση, μετά το ξέσπασμά τους πάνω στα τσιγάρα, το μυαλό έκανε κύκλους, δρόμους μέσα στα σπίτια, στα στενά του τετραγώνου της μικρής συνοικίας, κάτω Γαλάτσι, πάνω απ’ την οδό Ταϋγέτου, κι έψαχνε τους ενοίκους, προσπαθώντας ν’ ανιχνεύσει τις ανάγκες τους ένα μάτι λαχανιασμένο, ικετευτικό, που θα μπορούσε να κολακεύσει, να εκλιπαρήσει, να ζητήσει και με την ενέργεια όλου του σώματος να είναι εξυπηρετικό, έτσι ώστε να ηρεμήσει κι αυτό και να μη λειτουργεί ως πιρούνα πάνω στην ατμόσφαιρα και στα σώματα που αναπνέουν, άνθρωποι ανύποπτοι για τις ανάγκες του, συγκεντρωμένοι στις δικές τους.
     Η κυρία στο δεύτερο, δίπλα στον οδοντίατρο, είχε τρία σκυλάκια… μπορούσαν να τα βγάζουν περίπατο… η Μένη ν’ αναλάβει να μαγειρεύει για την κ. Πόλυ και τον άντρα της, αντί να ’ρχεται η κόρη της με την ψυχή στο στόμα.
     Σ’ αυτές τις διαδρομές και τις αναζητήσεις, μαζί με τον καπνό, το βλέμμα επικεντρώθηκε σε μια κομψή μισοδυνάμενη φιγούρα, έναν κύριο που πολλές φορές είχανε δει, στο περίπτερο, στο γειτονικό καφέ, στο μικρό σουπερμάρκετ στη γωνία τους, και τους είχε κάνει εντύπωση η φωνή του, ο κοφτός ευγενικός του τρόπος.
     Τη σιωπή έσπασε ο Χρίστος.
     «Ποιος είναι αυτός, μωρέ, ο λεπτός, ο καλοντυμένος του πέμπτου ορόφου, στην πολυκατοικία με τη μεγάλη πρασιά;»  
     «Πρέπει να ’ναι λεφτάς πάντως, οικογένεια δεν έχει… Η Πόπη στο ψιλικατζίδικο λέει ότι είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου, με ευγένεια στους τρόπους αλλά συνήθειες άγνωστες. Πρέπει να ’ναι εδώ τέσσερα-πέντε χρόνια. Ποιος να σου πει γι’ αυτόν!»
      «Έχεις κάτι στο μυαλό σου;»
      «Κάτι σέρνεται στο κεφάλι μου… Πάμε σπίτι τώρα, φτάνει η κατασκοπεία.» 
     Στηρίχτηκε πάνω του κι οι δυο μαζί προχώρησαν προς το σπίτι τους. Η Μένη μετά το δεύτερο τετράγωνο σταμάτησε, απόρησε κι εκείνος και είπε, ανοίγοντας τα χέρια της, ξέπνοα, λυγμικά:
     «Να ’μουν πουλί, να πέταγα… κάτι θα ’βρισκα…»
     Και για να μη βάλει τα κλάματα, ο Χρίστος στη στιγμή ξεφωνίζει:
     «Άτιμη βαρύτητα!» και την αγκάλιασε. Παραμένοντας σιωπηλοί σ’ αυτή την επαφή… μόλις που ακούστηκε «Δε θα βρούμε τίποτα;»  
     Το φως λιγόστευε και η διάθεσή τους προσπαθούσε να γιάνει, γιατί έρχονταν σκιές κι έπρεπε να φέρουν τη νύχτα όπως και τη μέρα.
     Μπήκαν στο σπίτι και η Μένη άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει τα ντουλάπια, να εντοπίζει υλικά για να φτιάξει ένα γλυκό κι εκείνος χώθηκε σε μια πολυθρόνα…
     «Πρέπει να ’μαστε ψύχραιμοι κι εφευρετικοί…». Γυρόφερνε στο μυαλό του την εικόνα του καλοντυμένου κυρίου, κάτι σαν "εκείνος δεν έχει ανάγκη, είναι εκτός κρίσης… ίσως είχε προβλήματα υγείας ή δεν είχε…", μέχρι που το γλυκό της Μένης του χτύπησε τη μύτη κι εκείνη κάθισε δίπλα του, να κάνει ένα τσιγάρο.
     «Μένη, να κάνουμε κάτι παράτολμο;»
     «Λέγε, καμάρι μου… Σαν τι;»   
     «Να πάμε να του ζητήσουμε δουλειά… να του φανούμε χρήσιμοι… ξέρω κι εγώ… έτσι μου ’ρθε… είμαστε απελπισμένοι, είμαστε νέοι κι ίσως έχει ανίψια και συγκινηθεί.»
      Η Μένη άκουγε τις σκέψεις του Χρίστου και από την έκπληξη πέρασε στην κατάθλιψη.
     «… Ίσως μας πετάξει έξω… “Απευθυνθείτε αλλού… ψάξτε στο ίντερνετ…”»
     Το γλυκό ψήθηκε, δεν είχε όνομα… φτιαγμένο από ζάχαρη, αλεύρι, αυγά, ξύσμα από λεμόνι, λίγες σταφίδες, πλούσιο σε γεύση, λεπτό στην υφή.
     «Ας πάμε…», είπε η Μένη με την τελευταία μπουκιά. «Τι θα χάσουμε;… Θα μάθω τα ελάχιστα γι’ αυτόν. Θα το τολμήσουμε, Χρίστο. Μήπως θα είναι η μόνη βουτιά στο άγνωστο;… Δεν είναι και το απρόσωπο μιας πολυεθνικής… Γείτονας είναι.»

     Όλη η σπατάλη της ενέργειας την άλλη μέρα απέκτησε οστά, σώμα, κατεύθυνση.
     Η Μένη πήγε στο ψιλικατζίδικο και ρώτησε την Πόπη τι ξέρει για τον καλοντυμένο άνθρωπο του πέμπτου ορόφου. Είναι ελληνολιβανέζικης καταγωγής, με περιουσία, είχε παντρευτεί παλιά, αλλά χώρισε. Αποφεύγει τα ταξίδια με τ’ αεροπλάνα. Οι γονείς του σκοτώθηκαν σε μια πτήση προς το Λίβανο.
     «Από πού τα ’μαθες όλ’ αυτά;»
     «Από την κυρία Αρίστη, που φροντίζει το σπίτι του και το σιδέρωμά του μια φορά την εβδομάδα. Εσύ γιατί ρωτάς; Τι τρέχει;»  
     «Σ’ ευχαριστώ, Πόπη μου. Θα σου πω, άμα κάτσει… Δώσε μου έναν άσο φίλτρο.»
     Γύρισε σπίτι ας πούμε "με μια σακούλα φρούτα" και τα ’βαλε στο τραπέζι.
     Ο Χρίστος άρχισε να σχεδιάζει τις πληροφορίες που πήρε. Έπρεπε πάση θυσία να πετύχουν να τους βάλει στο σπίτι και να κάνουν μια συζήτηση μαζί του με κάθε ειλικρίνεια. Μόνο να μην τους διώξει στην είσοδο.
     Η Μένη θεώρησε ότι μια μέρα σχέδιο και αναμονή ήταν αρκετά…
     Με καθαρά ρούχα και τη φλόγα στα μάτια…     

     Τετάρτη ξημέρωσε κι άρχισαν να ετοιμάζονται, παρακολουθώντας την ώρα… Υπέθεσαν ότι είχε πάρει την πρώτη εφημερίδα του και τη διάβαζε. Κάπου στη μέση.
     Ήταν τυχεροί, γιατί η κάτω πόρτα άνοιξε απ’ την κυρία που καθάριζε την είσοδο. Είπαν κάτω: «στον πέμπτο όροφο, για τον κύριο». Δεν ενέπνεαν υποψία απ’ την εξωτερική τους εμφάνιση.
     Προτίμησαν ν’ ανεβούν τη σκάλα σιγά-σιγά, σταθερά… υπολογισμένη ανηφόρα… κοίταζαν την ένδειξη στον όροφο. Έφτασαν. Το κουδούνι έγραφε: Σέργιος Αμπράς.
    
     Περίμεναν γύρω στα τέσσερα λεπτά κοιτάζοντας τα παπούτσια τους και άνοιξε η πόρτα.
     Ένας κύριος μετρίου ύψους, λεπτός, με γαμψή μύτη και διεισδυτικά μάτια με ανοιχτή όψη απορίας σημαντική, αλλά όχι απόρριψης.
     Δεν κρατούσαν φυλλάδια, τίποτα δεν πρόδιδε το αίτημα.
     Εκείνος μίλησε πρώτος:
     «Σας ακούω, νεαρά μου παιδιά.»
     Ο Χρίστος συγκράτησε τη χαρά του και είπε κατά το σχέδιο:
     «Κύριε Αμπράς, ήρθαμε να σας βρούμε, γιατί, όπως κι εσείς, έχουμε μεσανατολίτικη καταγωγή… Θα μπορούσαμε να σας απασχολήσουμε για λίγο;»
     «Παρακαλώ, περάστε.»
     Παρέμενε εν απορία. Τι μπορούσαν να τον θέλουν δυο νεαρά παιδιά εκείνον, έναν άνθρωπο που συναλλασσόταν με ανθρώπους της ηλικίας του, βουτηγμένους στην έγνοια; Δεν είχε ακούσει νεαρές φωνές μέσα στο σπίτι του, παρά μόνον στην τηλεόραση… και τώρα δυο παιδιά με άκρες καταγωγής απ’ τα μέρη του πατέρα του… έτσι είπαν… Παρέμεινε εν απορία.
     Ο χώρος υποδοχής, ένα καθιστικό με δυο γκρι καναπέδες και τέσσερις καρέκλες σε κλασική γραμμή… όχι πολλά μαξιλάρια, σαν ο οικοδεσπότης νἄθελε να φύγεις αφού εισακουστείς.
     Στο παραλληλόγραμμο τραπεζάκι μπροστά απ’ τα καθίσματα υπήρχε ένα τεράστιο τασάκι, μια ταμπακέρα και δυο ποτήρια νερού σ’ ένα μικρό δίσκο.
     Ο Χρίστος και η Μένη κάθισαν χωρίς να χαλαρώσουν. Πρώτος μίλησε ο Χρίστος.
     «Κύριε Αμπράς, ονομάζομαι Χρίστος Αιγιαλός και Μελπομένη η γυναίκα μου, παντρεμένοι δυο χρόνια. Είμαι νεαρός λογιστής, εκείνη ξέρει αγγλικά, έχει επαγγελματική εμπειρία σε πωλήσεις…»
     Ο κ. Αμπράς τους διέκοψε:
     «Τι θα μπορούσα να αγοράσω από σας;… Μου προτείνετε κάτι;» 
     Ο Αμπράς δεν είχε ύφος αποπεμπτικό. Είχε όμως τον αέρα ανθρώπου που γνώριζε από κόσμο και ανάγκες. Πράγματι τους έβλεπε αφ’ υψηλού, ήθελε όμως και να τους ακούσει.
      Ο Χρίστος δεν απάντησε αμέσως, έστρεψε αλλού την απάντηση.
     «Μάθαμε ότι υπήρχε στη γειτονιά μας ένας άνθρωπος απ’ τα μέρη της γιαγιάς μου, Ιορδανή παντρεμένη με Πολίτη… και σκέφτηκα, αυτούς τους καιρούς, κανείς θα ’πρεπε να στρέφεται σε ανθρώπους που συγγενεύει… ας πούμε στο χώμα και στον αέρα…»
     Ο κ. Αμπράς χαμογέλασε και διευκρίνισε:
     «Ο πατέρας μου ήταν Λιβανέζος, ωστόσο εδώ έκανε τις δουλειές του και καλοπαντρεύτηκε. Συνεχίζω να μην καταλαβαίνω την προσφορά σας, κύριε Αιγιαλέ…»
     Ο Χρίστος μαζεύτηκε, δίπλωσε τα χέρια του και με φωνή σταθερή αλλά τόνο συγκρατημένης ικεσίας που συνέλαβε ο Αμπράς είπε:
     «Θα θέλαμε να δουλέψουμε για σας σ’ όποιο πόστο μας δώσετε, από το να διατηρούμε το σπίτι σας καθαρό, μέχρι τα χαρτιά των συναλλαγών σας…» 
     Ο Χρίστος κατέβασε τα μάτια, η Μένη τα ίδια κι έμεινε ο Αμπράς σιωπηλός, κατανοώντας τα πάντα.
     «Καπνίζετε, κύριε Αιγιαλέ… ορίστε ένα εγγλέζικο τσιγάρο.»
     Ο Χρίστος δεν αρνήθηκε, το ίδιο και η Μένη.
     «Σ’ έναν καιρό κρίσης είμαστε καλά οπλισμένοι… Θα δω αν μπορείτε να μου χρησιμεύσετε σε κάτι. Ταξιδεύετε;…»
     «Αν είχαμε την οικονομική δυνατότητα… ναι… φυσικά.»
     «Θα μου δώσετε το τηλέφωνό σας και τότε θα μιλήσουμε… μακριά από τις ρίζες μας…», τόνισε ο Αμπράς. «Ποτέ κάτι τόσο αθώο δεν πληγώνει, κύριε Αιγιαλέ…» 
     Ο Χρίστος δεν αμύνθηκε.
     «Ευχαριστούμε, που μας ακούσατε… Να μη γίνουμε βάρος…»
     Σηκώθηκαν. Ο Αμπράς είπε πατρικά:
     «Έχετε αρκετό θάρρος, να δω και τα εφόδιά σας… Θα τα πούμε.»
     Η πόρτα έκλεισε μαλακά. Χρησιμοποίησαν και πάλι τη σκάλα, δεν αντάλλαξαν κουβέντα, παρά μόνο αφού μπήκαν στην πολυκατοικία τους ξέπνοοι… δεν είχαν τρέξει. Είχαν κάνει πολλά χιλιόμετρα νοερά.
     «Δεν μας απέρριψε… Μπορεί κάτι να ’χει στο μυαλό του.»
     «Θέλω έναν κρύο καφέ, τσάι… Να σου πω και κάτω από ένα ντους να ’μπαινα… θα ησύχαζε το σώμα μου.»
     Έπιασε τη Μένη απ’ τους ώμους.
     «Είχα ανάψει, αγάπη μου, απ’ την προσπάθεια…»
     «Δεν γελοιοποιηθήκαμε… δεν υπερβάλαμε…»
     Ανέβηκαν στο διαμέρισμά τους.

     Το βραδάκι η Μένη πήγαινε εδώ κι ένα μήνα σ’ ένα παγωτατζίδικο-καφέ της περιοχής για τέσσερις ώρες. Λεφτά δεν είχε δει — αντίθετα, έμαθε ότι η εργοδότις συνήθιζε να προσλαμβάνει δοκιμαστικά κοπέλες το πολύ μέχρι δίμηνο και να τις απολύει, με τη δικαιολογία ότι δεν της κάνουν, χωρίς να τις πληρώνει.
     Εκείνο το βράδυ θα της ζητούσε τα δεδουλευμένα και, αν αντιμετώπιζε τοίχο, θα την άκουγε το τετράγωνο, ήταν αποφασισμένη.
     Ο Χρίστος τη συμβούλευσε να συγκρατηθεί, αλλά εκείνη, με τον αέρα της συνέπειας και της καλής δουλειάς που έκανε, την προθυμία της και το νοιάξιμο για την πελατεία, θα ξεσπάθωνε.
     Πράγματι… εμφανίστηκε στην ώρα της κι άρχισε να δουλεύει με γρηγοράδα… πάστρα στο μαγαζί, περισσή ευγένεια στην πελατεία… μέχρι τις δέκα το βράδυ.
     «Κυρία Νικήτα, σας παρακαλώ να μου εξοφλήσετε το μηνιάτικο απόψε, γιατί οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι. Χρειάζομαι τα λεφτά…»
     «Στο τέλος του δεύτερου μήνα θα σου εξοφλήσω και τον πρώτο…»
     «Θα μου δώσετε τα λεφτά τώρα… δεν πιστεύω ότι θα με πληρώσετε συνολικά το δεύτερο μήνα, όπως κάνετε συνήθως με τις προηγούμενες κοπέλες… Θα σας καταγγείλω και θα σας διασύρω στην τοπική εφημερίδα.»
     Η κυρία Νικήτα τα έχασε με την επίθεση. Της έδωσε το μηνιάτικο και της είπε να μην ξανάρθει, γιατί έχει άσχημους τρόπους.
     «Κι εσείς να φροντίζετε τη φήμη σας. Ένας εργοδότης καλός δεν έχει τέτοια φήμη… Καληνύχτα σας.»
     Η Μένη έφυγε για το σπίτι της με ελαφριά καρδιά και ελαφριά τσέπη. Τα λεφτά ήταν λίγα, αλλά στον κόσμο αυτό έρχεται κανείς για να μαθαίνει πάνω απ’ όλα.
     Το βράδυ ήταν μέχρι το ταβάνι του σπιτιού τους, χωρίς όνειρα, παρά μια χαραμάδα φωτός κι ελπίδας που ερχόταν απ’ το ψηλό παράθυρο της κουζίνας τους. Θα ’πρεπε να το φροντίσουν να γίνει άνοιγμα μεγάλο, φωτερό.
     Κατάφεραν να φτιάξουν μια πεντανόστιμη μακαρονάδα και κουράγιο που το βρήκαν να συζητήσουν οικογενειακά των κουμπάρων τους, που, αν και αντρόγυνο κι αυτό της κρίσης, δεν αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα αλλά σχέσης.

     Είχε περάσει μια βδομάδα από την επίσκεψή τους στον κ. Αμπάς.
     Ο Σέργιος Αμπράς, μετά την επίσκεψη του ζευγαριού, έπεσε σε σκέψεις, βάλθηκε να βρει μια λύση για τους νιόπαντρους.
     Χώθηκε στην πολυθρόνα του και στις ανάγκες του, με μια επίσκεψη, ένα χτύπο στην πόρτα επιπλέον. Κάπνιζε τα εγγλέζικα τσιγάρα του κι οραματιζόταν τον εαυτό του σε διάφορα αεροδρόμια. Πετούσε ελεύθερος, άλλαζε αεροπλάνα και μετά μαζευόταν στα ρούχα του που τον στένευαν, στις παντόφλες του που τις ένιωθε κρύες, στα μάρμαρα κάτω που του φαίνονταν παγωμένα. Άρχιζε λοιπόν να μετράει. Είχε ανάγκη έναν άνθρωπο της απολύτου εμπιστοσύνης, να ταξιδεύει για λογαριασμό του… και αναρωτήθηκε σταματώντας το κάπνισμα… γιατί όχι αυτό το ζευγάρι; Θα έδινε κίνητρα… όχι έναν απλό μισθό, θα ζητούσε όμως αφοσίωση απόλυτη.  
     Ο δικός του δρόμος ήταν εύκολος. Είχε μορφωθεί να επιβλέπει τις επιχειρήσεις του πατέρα του, κι εκείνος, όταν έφυγε απ’ τη ζωή έτσι σκληρά κι απότομα, τον τσάκισε, δεν είχε προφτάσει να δημιουργήσει οικογένεια και να ζήσουν μαζί ένα πλατύ μεσημέρι ή βράδυ, ένα δείπνο με μαλακιά τη διάθεση για τις χαρές της ζωής. Όλα είχαν φανεί στον κ. Σέργιο ότι είχαν τρέξει στη ζωή του, δεν είχε πάρει το χρόνο του και μετά άρχισαν οι φοβίες του, ένα στένεμα στις σχέσεις του, οι γυναίκες υποψιαζόταν τον ήθελαν για τα λεφτά του, αγνοώντας τον, όπως εκείνη η Γαλλίδα που παντρεύτηκε για δυο χρόνια.
     Τέλος πάντων, σαν κάτι να ’γινε απόψε, ήθελε αυτό το ζευγάρι μέσ’ στα πόδια του! Θα τους τηλεφωνούσε.
     Έκλεισε το πακέτο, άδειασε το τασάκι — βέβαια η κυρία Αρίστη θα ερχόταν αύριο — άνοιξε το παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας.
     Έσβησε το φως και ετοιμάστηκε για ύπνο. Ένιωθε πιο ήρεμος, σα να ’θελε να κάνει πάντα μια κίνηση ανάλογη και περίμενε κάποιον να του χτυπήσει την πόρτα.
     «Είμαι ο Σέργιος Αμπράς και απαντώ θετικά στην προσφορά σας, κύριε Αιγιαλέ… Μπορείτε να ’ρθετε μέσα σ’ ένα διήμερο, να συζητήσουμε» άκουγε ο Χρίστος απ’ το τηλέφωνο και είχε κατακοκκινίσει από ευχαρίστηση.
     «Σας ευχαριστούμε… να ’ρθω με τη γυναίκα μου;»
     «Οπωσδήποτε ναι… καλησπέρα σας.»
     Η Μένη παρακολουθούσε σιωπηλά, αλλά εκείνος φώναξε σα να ’ταν κάπου στο γκαράζ «Μένη, έλα… καλά νέα…» κι έκατσε στην καρέκλα με τα χέρια δεμένα, το βλέμμα εμπρός.
     Εκείνη ήρθε ήσυχα κοντά του, τοὔπιασε το κεφάλι και είπε:
     «Επιτέλους… έχουμε μια ευκαιρία.»
     Θα ’ταν μια βουτιά σε νερά όπου δεν είχαν κολυμπήσει, το διαισθάνονταν κι οι δυο, έπεσαν σε σιωπές κι, όταν προσπαθούσαν να βρουν ο ένας τον άλλον, κατέληγαν:   
     «Ας περιμένουμε μέχρι αύριο, να δούμε πώς μας έχει δει.»
     Προτίμησαν να μην βγουν απ’ το σπίτι.
     Τη δεύτερη μέρα μετά το τηλεφώνημα, νωρίς τ’ απόγευμα επισκέφθηκαν τον κ. Αμπράς, παίρνοντας το ασανσέρ αυτή τη φορά.

     Ο Αμπράς ήταν περιποιητικός μαζί τους. Είχε φροντίσει να υπάρχει στο τραπέζι ζεστός καφές και δυο κουτιά από διαλεχτά σοκολατάκια.
     «Δοκιμάστε τα… είναι εξαιρετικά.»
     Χαριτολογώντας πρόσθεσε:
     «Και πικρά να ειπωθούν, η γεύση που ’χει στο στόμα σε αποσπά… αλλά εμείς δεν έχουμε τέτοια πρόθεση… έτσι δεν είναι;»
     Και μπήκε στο προκείμενο.
     «Εσείς, κύριε Αιγιαλέ, έχετε κάποιες σπουδές λογιστικής. Η γυναίκα σας όμως δεν είναι εξοπλισμένη. Θα μπορούσε να ενισχύσει τις γνώσεις της. Και, για να μη μείνει αίσθηση κριτικής, αυτό μπορεί να διορθωθεί βέβαια…»
     Η προσοχή του ζευγαριού ήταν τεταμένη.
     «Μετά από πολλή σκέψη και διάθεση να βοηθήσω, κατέληξα ότι θα μπορούσα να σας χρησιμοποιήσω σα βοηθό στα λογιστικά της επιχείρησής μου… εισάγω και προωθώ στην Ευρώπη προϊόντα απ’ το Λίβανο κυρίως… Σαν αρχή, αναλαμβάνετε και τη φροντίδα του εξοχικού μου στην Κερατέα…»
     Ο Χρίστος άκουγε και δεν πίστευε, μισοπελάγωνε, αλλά ήταν αποφασισμένος να καταθέσει όλες του τις δυνάμεις.
     Ο Αμπράς διέκοψε και γύρισε προς τη Μένη, αναμετρώντας την.
     «Εσύ, κορίτσι μου, είσαι διατεθειμένη να περάσεις χρόνο μελετώντας; Και για να γίνω πιο σαφής, αν σου παρουσιαζόταν η δυνατότητα να μπεις σ’ ένα κολλέγιο να πάρεις μια μόρφωση, θα το έκανες;»
     Η Μένη τον κοίταξε παραξενεμένη… γιατί ρωτούσε άραγε ο Αμπράς; Υπήρχε τέτοια περίπτωση… ποιος θα πλήρωνε γι’ αυτό; Αστραπιαία της πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα την έστελνε για σπουδές και φτερούγισε η καρδιά της. Κόπηκε η διάθεση ν’ απαντήσει, απ’ το αναπάντεχο της σκέψης.
     Ο Αμπράς συνέχισε:
     «Έχω μια πρόταση… Να σε στείλω σ’ ένα κολλέγιο στο Εξωτερικό, στη Βηρυτό, να μένεις στο πατρικό μου, να σπουδάζεις management και οικονομία… και μετά από ένα χρόνο να σε χρησιμοποιήσω.»
     Έπεσε σαν βαμβάκι βαρύ με τις καντήλες του, βρεγμένο. Η Μένη έπαθε σύγχυση, δεν μπορούσε να σκεφτεί την πρόταση σα σύνολο, με το Χρίστο δίπλα της, σιώπησε… Ο Αμπράς περίμενε, και μετά σήκωσε τα χέρια της και ζήτησε σιγά-σιγά λεπτομέρειες, τις υποχρεώσεις της, το φάσμα όλο.
     Ο Χρίστος εν τω μεταξύ, σα να βρισκόταν σε άλλη χώρα, την κοίταζε σα χαμένος, μετά ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του, συνειδητοποίησε μεμιάς "Ελλάδα χρεοκοπημένη", έβγαλε το σακάκι του και, χωρίς να το περιμένει κανείς, είπε με σιγουριά:
     «Μια τέτοια πρόταση μας τιμά και τους δυο… κι εσείς κάποιο συμφέρον θα έχετε, ωστόσο η ευκαιρία για τη Μένη είναι αυτή και ποτέ άλλοτε… θ’ αποφασίσουμε εδώ και τώρα…»
     Η Μένη πατούσε νοερά σιγά-σιγά τα πόδια της, ήθελε να ορθώσει το θέλω της, ζητούσε όμως να ξέρει τα πάντα από εκείνη τη στιγμή.
     Ο Αμπράς μάζεψε λίγο τα δίχτυα του και είπε:
     «Θέλω να σκεφτείς ότι θα είσαι σε μια ξένη χώρα, θα μελετάς σκληρά, και οι σχέσεις σου εκτός απ’ τους συμφοιτητές σου θα ’ναι μετρημένες. Έχω συγγενείς, αλλά η επίβλεψή σου σε μια μουσουλμανική χώρα επιβάλλεται. Ο έλεγχος των σπουδών, όλα θα ’ναι κάτω από το βλέμμα του κυρίου Μπασάρ, βασικού προμηθευτού και συνεργάτη μας.»
     Ο Αμπράς όδευσε σε όνειρο.
     «Αν έχω εσένα, Μένη, ως στέλεχος για τις επαφές μου στο Λίβανο, όταν κτιστεί αυτή η γέφυρα, με πρόσωπο νέο, που θα ταξιδεύει να φροντίζει τις σχέσεις μου εκεί και θα μάθει το μηχανισμό κίνησης, η εταιρεία μεγαλώνει, ενώ τώρα είναι μίζερα μικρή.»
     Καμία απ’ αυτές τις σκέψεις δεν αρθρώθηκε.
     «Ας σταματήσουμε εδώ», είπε. «Θα σας πρότεινα να πάτε σπίτι σας και να σκεφτείτε όλα αυτά.»
     Σηκώθηκαν μουδιασμένοι, ξαφνιασμένοι, σα να ’φαγαν απότομα.
     Ο Αμπράς καληνύχτισε και ζήτησε απάντηση και απ’ τους δυο το συντομότερο.

     Στο δρόμο για το σπίτι τους ομολόγησαν:
     «Ανέλπιστο…»
     «Σα να κατέβηκε από κάπου ο Αμπράς.»   
     «Πού μπορεί ν’ αποβλέπει;»
     «Εμείς την αμοιβή μας θέλουμε.»
     «Σκέψου τι σου πρότεινε…», υπερτόνισε ο Χρίστος.
     Κι εκεί στάθηκαν, σα να είχαν συμφωνήσει βουβά ν’ αδράξει την ευκαιρία η Μένη.
     Όποιες σκιές και να πέρναγαν από μπροστά τους, τις παραμέρισαν.
     Δεν άγγιξαν φαγητό βραδινό. Πήραν από μια μπίρα και ένα τσιγάρο και κάθισαν στον καναπέ δίπλα-δίπλα.
     «Χρίστο, πρέπει να πιάσουμε το σχήμα… Στο δικό σου μερτικό πέφτει κούραση… φαντάζομαι δεν θα τηρείς ωράριο… Νομίζω ότι ο Αμπράς μας χώνει μέσα, έτσι ώστε να δούμε τις επιχειρήσεις σαν συγγενικές… όχι κρύα… γι’ αυτό και οι παροχές…»
     «Η εργατική τάξη εκπαιδεύεται!»
     «Χρίστο, δεν ξέρω πού το πας, αλλά μ’ ενδιαφέρει που ένας επιχειρηματίας μου προσφέρει τα μέσα…»
     «Το αντίτιμο ποιο λες να ’ναι… Απλά να κάνουμε τη δουλειά μας… με περισσό ενδιαφέρον…»
     «Δεν νομίζω ότι πέρα από δουλειά έστω εξαντλητική θα μας ζητήσει κανένα όργανο… εννοώ θα εμπορευτεί τα όργανά μας…»
     Ο Χρίστος κάγχασε… κορόιδεψε…
     «Απλά, Μένη, είναι παλαιομοδίτης και απαιτητικός.»
     Η Μένη σιώπησε για λίγο και σηκώθηκε ξαφνικά, πήρε τα καθαριστικά κι άρχισε να καθαρίζει το μπάνιο, μετά έβαλε τάξη στην κουζίνα.
     Ο Χρίστος άρχισε να τακτοποιεί τα χαρτιά του στα συρτάρια του γραφείου. Και ήταν η στιγμή, όταν τα ’κλεισε, που αναζήτησε τη Μένη κι εκείνη, βγάζοντας την ποδιά και πετώντας τα βιτέξ σε μια λεκάνη, ρώτησαν ο ένας τον άλλον:
     «Καταλήξαμε;»
     «Δέχομαι να ξενιτευτώ, προκειμένου για το καλύτερο.»
     «Κι εγώ να σε περιμένω… δουλεύοντας…»
     «Αμήν, Παναγία μου…», έκανε το σταυρό της.
     «Είναι η χρονιά του αγώνα…»
     «Μετά ίσως καθίσουμε με τον Αμπράς σ’ ένα διαφορετικό τραπέζι συναλλαγής…» 

     Ο Αμπράς θεωρούσε ότι η νέα γενιά είναι λίγο χαϊδεμένη και τώρα εκτίθεται, μπαίνει στο στίβο — τρέξε τώρα, χωρίς προπόνηση, σε ανοιχτό στάδιο, ο αέρας χτυπάει — με την αίσθηση ότι μπορεί να ’ναι κατά βάση υποτονικοί… μπορεί να πιστεύουν ότι στην Ελλάδα κάτι θα βρεθεί… να τους αμείψει… κούφιες παρηγοριές… Μπορεί η νεαρή κυρία να φοβηθεί ν’ αγωνιστεί…
     Περίμενε ότι η απάντηση θα καθυστερήσει. Ωστόσο τα σήματα που εξέπεμπαν και οι δύο ήταν γρήγορα και θετικά.
     Ο Σέργιος Αμπράς στο βίο του, όσες φορές του ζητήθηκε, είχε επιλέξει να είναι αρωγός, δεν αρνιόταν να καταθέσει διάθεση, ενέργεια, χρήμα… προκειμένου να ευτυχήσει κάποιος φίλος του, η γυναίκα του, οι υπάλληλοί του. Ως επιχειρηματίας είχε το μότο ότι, για να σου κάνουν καλή δουλειά, χρειάζονται κίνητρα.
     Η περίπτωση του ζευγαριού τον βρήκε ώριμο, μόνο, με τη βεβαιότητα πια ότι δεν μπορεί να ταξιδέψει, με σκέψεις μέσα στην κρίση για ευκαιρία ανανέωσης στη λειτουργία της επιχείρησης, του δημιούργησε τη διάθεση να βγει απ’ τα λιμνάζοντα ύδατα χρόνων σαν άνθρωπος και κεφάλαιο. Άρχισε λοιπόν να σκέπτεται πώς θα χρησιμοποιήσει αυτό το ζευγάρι, παρέχοντάς τους ιδιαίτερες διευκολύνσεις. Δεν ήταν αποστασιοποιημένος κεφαλαιοκράτης. Τον άγγιζε ο κόσμος που υπέφερε λόγω ανεργίας. Γιατί ν’ αφήσει τα πράγματα ίσα να πηγαίνουν;… Θα τα αιμοδοτούσε με το πρόσωπο της Μένης, ενός νέου κοριτσιού με όρεξη για δουλειά και πρωτοβουλίες.
     Αναρωτιόταν στο βάθος του εαυτού του μήπως όλη αυτή η κίνηση, το ενδιαφέρον του, ήταν μεταμφιεσμένη πατρότητα. Απέβλεπε κάπου;
     Ο ίδιος, πέρα απ’ ό,τι αφορούσε στο συμφέρον του και τη διάθεση να βοηθήσει δυο νέους ανθρώπους, επειδή θερμά κι απελπισμένα του ζητήθηκε έξω απ’ τα συνηθισμένα — τα παιδιά ήταν γειτονόπουλα, έμαθαν γι’ αυτόν και πήραν θάρρος να τον πλησιάσουν με το πρόσχημα των κοινών ριζών — φρόντισε να τα πληροφορηθεί όλ’ αυτά — δεν μπορούσε να καταλήξει σε άλλους βαθείς λόγους.

     Απαντήσανε Κυριακή απόγευμα.
     E-mail στο κολλέγιο και εγγραφή. Ειδοποιήθηκαν στη Βηρυτό. Νεαρή κυρία για σπουδές, προστατευόμενη και μέλλουσα συνεργάτις του Σέργιου. Θα πρέπει να προσαρμοστεί.
     «Θα φερθώ σαν στενός συγγενής…», είπε ο Μπασάρ. «Το φθινόπωρο, λοιπόν, έχουμε αφίξεις.»
     Ο Χρίστος σε τεντωμένο σχοινί, καινούργια δουλειά, η Μένη φεύγει. Γραφείο ταξιδίων, τα εισιτήρια κλείνονται. Αρχές Σεπτέμβρη, αναχώρηση.
     Ο κ. Αιγιαλός ανέλαβε βοηθητικό πόστο στην εταιρεία “Τύρος και Σιδών” Σέργιου Αμπράς.
     Ο μεγαλολογιστής τον ενημέρωσε και ο Χρίστος έδειξε περισσή προθυμία ν’ ανταποκριθεί ευρέως. Όσο για το εξοχικό της Κερατέας “σε αναμένει, μόλις γίνεις κύριος του χρόνου σου – είπε το αφεντικό – κάποια απογεύματα την εβδομάδα”.
     Η Μένη κάπνιζε μερικά τσιγάρα παραπάνω και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό τους ότι η σημαντική αυτή κίνηση στη ζωή της ήταν απαραίτητη και απλά χρειάζεται θάρρος και πειθαρχία. Εξάλλου, πόσο μπορούμε να χαθούμε στη γκρίνια και στο αδιέξοδο προοπτικής στη χώρα μας;
     «Πετάμε λοιπόν;»
     Η ερώτηση ήταν ενός προβληματισμένου φίλου τους, που σκόπευε να κάνει ανάλογη κίνηση προς τον Καναδά κι έλεγε χαριτολογώντας:
     «Θα επωμισθώ τα χιόνια, για να ’χω ζεστά ρούχα και θρεπτική σούπα. Τα “δουλεύω για ν’ αγοράσω σπίτι ή αυτοκίνητο γυρίζοντας” δεν αφορούν τη γενιά μας πια, Μένη, αδυνατούμε. Αξιοπρεπή διαβίωση χωρίς στολίδια, γερή σκέψη, σχέσεις που ζεσταίνουν την καρδιά. Να ’χουμε καλό ταξίδι, Μένη», της ευχήθηκε. «Μη σπαταλήσεις το χρόνο σου, μην αφεθείς σε άχρηστες σκέψεις δηλητηριώδεις. Όλα θα τα βλέπεις αλλιώς σ’ ένα χρόνο…» 
     Τον έλαβε σοβαρά υπόψη, γι’ αρχή, η Μένη και το γεγονός ότι άφηνε το Χρίστο πίσω δεν την κατέβαλλε ψυχολογικά. Μόνο, μέχρι να ’ρθει τ’ απόγευμα αργά, μελαγχολούσε που ο αγαπημένος της, ο άντρας της, θα ’μπαινε σπίτι και δεν θα του απαντούσε κανείς σε δυο μήνες.


     Ο Χρίστος, παράλληλα με την αγωνία της νέας δουλειάς, είχε και την αγωνία της Μένης, πώς θα προσαρμοστεί στο κολλέγιο, το δεδομένο περιβάλλον του Αμπράς, σε πόλη κοσμοπολίτικη, με μουσουλμανική σφραγίδα.
     Κάθισε, μια μέρα που εκείνη έλειπε, στο σπίτι και βυθίστηκε στη σιωπή του, παρέα με το θόρυβο του ψυγείου και του ρολογιού. Για ένα χρόνο, ο χώρος του θα ’ταν βαρύ νερό, υπόγεια διαδρομή. Ζάρωσε, μαζεύτηκε και κοίταξε την πόρτα. Μια σκέψη τον ισορροπούσε, κάνοντάς τον να χαμογελάει σχεδόν: Σε κρίση ή μη κρίση, η Μένη δεν θα ’χε ανάλογη ευκαιρία για μόρφωση. Η δουλειά που είχε ήταν απλή πωλήτρια. Ξεχώριζε απ’ το ζήλο της, πόσο θα διατηρείτο όμως κι αυτό; Σηκώθηκε απότομα, πριν τον καταπιούν οι σκέψεις, άνοιξε το παράθυρο κι είδε το δρόμο, ήσυχο και φωτισμένο.
     «Έτσι θα κάτσω περιμένοντας, δεν θα σκοτεινιάσω από κακή φαντασία και πανικό.»
     Ήταν ώρα να έρθει. Της σέρβιρε ένα παγωμένο τσάι και πήγε στον υπολογιστή.


     «Οι γονείς μου παραξενεύτηκαν, αλλά δεν έφεραν αντίρρηση. Έδωσαν την ευχή τους, μέχρις εκεί… Ξέρεις, Χρίστο, κατά βάθος μπορεί να περνάει από το μυαλό τους ότι και γι’ αυτούς μελλοντικά θα ’ναι καλά ν’ ακουμπήσουν σε μένα χωρίς να γίνονται βάρος.»
     «Είναι νέοι ακόμα…»
     «Εγώ ξέρω όμως, όλοι σκέφτονται τη σύνταξη και την ανημποριά… Γι’ αυτό ας δουλέψουμε.»
     «Θα μιλάμε μετά το κολλέγιο, μετά τη δικιά σου τη δουλειά…».
     Η φωνή της χαμήλωσε και ήρθε ο χειμώνας χωρίς το Χρίστο… αμέσως όμως ανέβηκε και είπε:
     «Μέσα απ’ το ζεστό μας δωμάτιο θα επικοινωνούμε… άλλοι βρέχονται, πεινάνε…». Άρχισε διαδρομές στην κουζίνα να τακτοποιεί πράγματα και συνέχισε: «Δεν είναι και για δυστυχία… πες κάτι κι εσύ… πάμε να κτίσουμε κάτι, έτσι το βλέπω.»  
     «Κι εγώ το ίδιο, όμως… βρε γλυκιά μου, κάθε μέρα θα σ’ επιθυμήσω πολύ.» 
     Άφησε τα πιάτα και χώθηκε στην αγκαλιά του.


     Ο Αμπράς τους συνόδεψε στο αεροδρόμιο με δική του πρωτοβουλία. Καθ’ οδόν περισσότερο σιωπούσαν. Ωστόσο κατάφερε για ένα τέταρτο να μεταφέρει και τους δυο στη Βηρυτό και να νιώσουν οικεία ως προς ένα λαό που είναι επίσης μεσογειακός, εξωστρεφής, φιλόξενος, δημιουργικός. Ο Χρίστος κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο εσωτερικά ταραγμένος. Η Μένη προχωρούσε με μικρά βήματα και με το νου κοιτώντας πότε πίσω πότε μπρος.
     Στο γκισέ αποχωρίστηκαν. Τον αγκάλιασε και του ’πε το καταπληκτικό που έκανε τον άντρα της να γελάσει:   
     «Έχει χιονίσει και δεν υπάρχει τρόπος μεταφοράς απ’ αυτό το κουτσοχώρι στο Γράμμο όλο το χειμώνα…»
     Την άκουγε προσεκτικά και μετά του ψιθύρισε στ’ αυτί:
      «Τρομοκράτες με καλάσνικοφ έχουν αποκλείσει τη βόρειο απ’ τη νότιο Ελλάδα… οι αρχές συστήνουν να κάτσουμε στα σπίτια μας… Θα ’ρθουν εξωγήινοι να μας σώσουν.»
     Ο Χρίστος την απέσπασε απ’ τη σουρρεαλιστική της αφήγηση γελώντας και διέταξε:
     «Φύγε τώρα.»
     Εκείνη έτρεξε να εξαφανιστεί.
     «Θα τηλεφωνήσω, μόλις φτάσω.» 

     Στην έξοδο ο Αμπράς είχε βγει απ’ το αυτοκίνητο και του πρότεινε:
     «Χρίστο, θα γυρίσουμε σπίτι… να σε φορτώσω απόψε με τη φροντίδα του εξοχικού στην Κερατέα…»
     Ο Χρίστος χαμογέλασε. Μπήκε μέσα.
     «Η μοναξιά έχει εφιάλτες, έχει κι όνειρα.»
     Σχέδια επί χάρτου κι ένα ωραίο πρωινό συναντάς αυτό που επιθυμείς και το απολαμβάνεις, γιατί έχεις περιμένει, έχεις σκεφτεί, έχεις πονέσει γι’ αυτά.
                                     
ßßß
                                       
     Ξύπνημα στη Βηρυτό. Όλο το βράδυ κυριαρχούσε στο μυαλό της ο κ. Μπασάρ, το πολυτελές αυτοκίνητο, τ’ αγγλικά με γαλλικό τονισμό, βασικές πληροφορίες για την πόλη, κι ένα ισχυρό δικό της ‟πρέπει να τα καταφέρω” πήγαινε κι ερχόταν στο νου της.
     Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι ένιωθε… προσπαθούσε να κάνει αναγνώριση εδάφους.
     Άνοιξε το παράθυρο, κι ο ήλιος οικείος όπως στην Αθήνα, ο αγέρας ελαφρύς. Περίμενε να εντοπίσει την ανατολή μυρίζοντας κι ένιωσε μια τρελή επιθυμία να χαθεί σε κάποιο παζάρι. Ο Μπασάρ όμως θα ερχόταν γύρω στις δέκα, να τη συνοδεύσει στο κολλέγιο. Ίσως αργότερα, μ’ ένα χάρτη, θα μπορούσε ν’ αγγίξει την πόλη. Ασυναίσθητα πήγε να κάνει μερικές διαδρομές στην Αθήνα, αλλά αποφασιστικά έφερε στο μυαλό της όλες τις πληροφορίες που είχε μαζέψει για τη Βηρυτό από το διαδίκτυο και ψιθύριζε, κάνοντας γύρους στο δωμάτιο:
     «Κοντά στα δικά μας: κοσμοπολίτικη, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, κοιλάδα Μπεκάα, Χεζμπολάχ, σιίτες, σουνίτες…». Και συνέχισε: «Θα τηλεφωνήσω απόψε αργά στην Αθήνα. Τώρα μένω εδώ… να συγυρίσω λίγο το σπίτι, να περπατήσω λίγο έξω… ξένος κόσμος… Πρέπει να μάθω…». Ηρέμησε μετά. Σταμάτησε την εσωτερική γυμναστική.
     Το σπίτι, παλιό κτίσμα, ήταν μεγάλο, επιπλωμένο με γούστο και λιτή διακόσμηση. Υπήρχε μια οικογενειακή φωτογραφία, οι γονείς του κυρίου Αμπράς και ο ίδιος, όπως φαντάστηκε, και γκραβούρες στους τοίχους. Στην κουζίνα υπήρχε χρώμα, κεραμιδιά μπορντούρα και ανάγλυφα πλακάκια απ’ τη μέση και κάτω, με σχέδιο ένα κοχύλι μπλε. Το τραπέζι οβάλ ανοιχτόχρωμο ξύλο, το ίδιο και οι καρέκλες. Άνοιξε το ψυγείο. υπήρχαν αλλαντικά, τυρί, βούτυρο, ψωμί… Στα ντουλάπια καφές, ζάχαρη… Είχαν φροντίσει… την είχαν φροντίσει. Ένιωσε ζεστά. Το καθετί πρέπει να ’χε γίνει καθ’ υπόδειξιν του Σέργιου Αμπράς. Έφτιαξε καφέ και κάπνισε ένα τσιγάρο. Όλα ήταν υπό τάση: οι περιέργειές της, το κολλέγιο, η μελέτη που απαιτούνταν… ένιωθε ένα περίβλημα υποστήριξης.


     «Είμαστε στο χριστιανικό τομέα. Είναι μια πόλη με αόρατα τείχη, διαχωριστικές γραμμές. Η Βηρυτός πονάει χρόνια, όντας μέσα στα παιγνίδια των μεγάλων δυνάμεων. Προτείνω με το χάρτη να τη μάθεις, να τη χαρείς…». Και μετά ο κύριος Μπασάρ πρόσθεσε:     «Είναι μια απ’ τις πόλεις των δακρύων.» — κάτι που η Μένη δεν ξέχασε ποτέ.
     Το κολλέγιο ήταν ένα μοντέρνο λευκό κομψό κτίριο κοντά στο μεγάλο υδάτινο πάρκο. Ήταν ιδιωτικό. Εντυπωσιάστηκε και απ’ το εσωτερικό του. Τα δίδακτρα ήταν υψηλά, απ’ ό,τι έμαθε αργότερα. Περίμενε τον Μπασάρ να βγει περίπου ένα τέταρτο. Μια κομψή γυναίκα τη χαιρέτησε και της παρέδωσε ένα φάκελο.
     «Αυτός είναι ο τρόπος να μας γνωρίσετε και να νιώσετε οικεία.»
     Ένας κόμπος μέσα της λύθηκε.
     Ο Μπασάρ της είπε:
     «Δεν ξέρω αν εντόπισες ένα lap-top για σένα στο σπίτι.»
     Η Μένη δικαιολογήθηκε ότι ήταν κουρασμένη.
     «Άνοιξέ το απόψε… Θα σε καλωσορίσουνε οι καθηγητές σου.» 
     «Το πρόγραμμα σας έχει δοθεί ηλεκτρονικά. Ξεκινάμε την  ερχόμενη εβδομάδα. Υπάρχει ένα πάρτυ γνωριμίας για όλους τους νέους φοιτητές, που δίνεται από τη Διεύθυνση του Κολλεγίου. Οι παλιοί συνήθως τους καλωσορίζουν με διάφορες μπάντες. Δεν έχουμε κανέναν άλλο απ’ την Ελλάδα φέτος, εκτός από σας. Σας περιμένουμε Παρασκευή βράδυ κατά τις εννιά.»
     Η Μένη ένιωσε ένα ευχάριστο ξάφνιασμα και απάντησε:
     «Με πολλή χαρά, θα έρθω… Σας ευχαριστώ.»
     «Σύντομα θα αισθανθείς μέλος ενός χώρου μορφωτικού. Είναι κολλέγιο εικοσαετούς λειτουργίας, με εξαιρετικό μορφωτικό δυναμικό. Έχει και μουσουλμάνους καθηγητές απ’ ό,τι είδα.»
     Η Μένη είχε χαθεί λίγο στις σκέψεις της, όταν ο Μπασάρ την επανέφερε.
     «Θα πρέπει να νοιάζεσαι μόνον για γωνιάσεις  το ποσό των 70 ευρώ εβδομαδιαίως στην καθημερινότητά σου. Σε ντόπια λεφτά είναι αρκετά. Η διασκέδασή σου είναι έξτρα. Εξάλλου είσαι μια νέα γυναίκα παντρεμένη… δεν πρέπει να ’ναι υπερβολική. Νυχτερινή ζωή; Ας υποθέσουμε κάποια απόδραση στα γύρω μέρη απ’ τη Βηρυτό… Έστω. Η μελέτη σου πρέπει να ’ναι έντονη. Αξίζει τον κόπο.»
     Και από εκεί που είχε απλώσει το μυαλό της στη νέα πόλη, μαζεύτηκε στο καβούκι της μπροστά στο γραφείο της. Είδε τον εαυτό της αποφασισμένο ν’ αγωνιστεί, να μη διαψευσθεί, ένα πεισματάρικο μουλάρι, ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Έπρεπε να κάνει το δρόμο… Ο Μπασάρ της έδωσε ένα χάρτη και την άφησε στην Αγορά Al Hamra.


     Η αγορά μιας πόλης, η κίνησή της, η ζωντάνια της είναι ο δείκτης της κόρας του κυττάρου της, θα μπορούσε να πει κανείς, της ομορφιάς που εκτίθεται στα μουσεία, αλλά περιδιαβαίνει την πόλη, πλάσμα και δημιουργός μαζί, καθημερινός, χαρίεις και αδυσώπητος, μοναχικός και κοσμικός.
     Η Μένη ανακατεύτηκε με το πλήθος και ξαναφάνηκε μετά από αρκετή ώρα να τρώει λιβανέζικη πίτσα και να πίνει μπίρα, σαν τα νερά της πόλης να ’ταν γλυκά, ζεστά, χωρίς ρεύματα, ένα ψάρι από άλλη θάλασσα γειτονική που δεν ξαφνιάστηκε. Κάθισε σε μια γωνιά κι έλεγε νοερά στο σύντροφό της: ‟Να ’σουν εδώ, Χρίστο… σε ποιον να πω για τα χρώματα που βλέπω, τα πράγματα, τους ήχους που ακούω… Θα σε φέρω μια μέρα εδώ κάτω…”  
     Γύρισε σπίτι πλήρης. Δεν ήταν άνθρωπος της ανάλυσης. Στοιβάζονταν μέσα της διάφορα και συνήθως τα συζήταγε με τον άνδρα της. Έβαλε όμως προτεραιότητα ν’ ανοίξει τον υπολογιστή, να μελετήσει το φάκελο που της έδωσαν.
     «Γλυκιά μου κάθε μέρα, μην παραξενεύεσαι. Ο Αμπράς μου έδωσε το e-mail σου. Εύχομαι ν’ ανέβεις, ψυχή μου, τη σκάλα που σου πρότειναν. Μη λιποψυχήσεις, μην τα παρατήσεις… και για τους δυο μας. Καλή αρχή. Σε γλυκοφιλώ… ο γκρινιάρης σου ο μόνος.»
     «Χτες, Χρίστο μου, ήπια μια μπίρα μαζί σου στην αγορά. Μη γράφεις πολλά και μου μεγαλώνεις τη νοσταλγία. Να ’σαι σύντομος. Η δουλειά σου πώς πάει;… Ναι, ναι θέλω ν’ ανταποκριθώ. Αυτό έχω πίσω και μπρος από κάθε σκέψη στο μυαλό μου. Πού και πού θα ξεχνιέμαι σε περιπάτους στην πόλη. Για μας που ξενιτεύτηκα… Μένη, η κοσμοπολίτισσά σου.»
     Μετά ασχολήθηκε με το πρόγραμμα της σχολής της.
     Της φαινόταν παράξενο αλλά πολύ ζεστό να της απευθύνονται ονομαστικά καλωσορίζοντάς την οι καθηγητές που θα της διδάξουν. Ένιωσε μέλος μιας οικογένειας.
     «See you next Monday», έτσι έκλεισαν.
     Βράδυ. Συνειδητοποίησε όλη αυτή τη μετάβαση, τώρα που ήταν καθισμένη στο ξένο σπίτι και μαζεύτηκε κοιτώντας το παράθυρο με κάποιο ρίγος. Άκουγε λίγο το θόρυβο απ’ την πόλη. Το κτίσμα ήταν τρίπατο, το πρωί είχε αντιληφθεί το ασανσέρ, αλλά έχασε την κίνηση της μέρας. Γυρνώντας σπίτι, αυτή και η Βηρυτός, το κολλέγιο, οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί.
     Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και στους λεπτούς ώμους της σήκωνε ήδη κάποιο βάρος στελέχους επαιδευομένου, που έπρεπε να πείσει σε συγκεκριμένο διάστημα. Ο χρόνος έτρεχε. Δρομέας στη Μέση Ανατολή.
    

     Ήρθε η Παρασκευή με το πάρτυ στο κολλέγιο. Φόρεσε ένα τζιν και ένα γαλάζιο μακρύ πουκάμισο από λεπτό βαμβακερό. Στο στήθος μια παράξενη καρφίτσα από λεπτό σύρμα, αγορασμένη σε παζάρι. Δεν είχε βάλει άρωμα, αλλά η μυρωδιά από την κρέμα σώματος ηχούσε ευχάριστα.
      Ευχαριστημένη και ανύποπτη σε μια πόλη που περίμενε να της δείξει το πρόσωπό της, πήρε το λεωφορείο και έφθασε νωρίς.
     Υπήρχαν ήδη στην αίθουσα δυο κορίτσια, που γύρισαν με περιέργεια όταν μπήκε.
     Η Μένη χαριτωμένη, με άνεση, συστήθηκε και πήγε κι έπιασε ένα τραπεζάκι μόνη της. Παρήγγειλε ένα γαλλικό καφέ και κοίταζε τη μπάντα που έκανε πρόβες. Την προσοχή της διέκοψε η είσοδος μιας κεφάτης κοπέλας που μιλούσε στο κινητό ελληνικά με κυπριακή προφορά. Ανακουφίστηκε, χάρηκε και πλησιάζοντάς την είπε:
     «Είμαι από την Αθήνα, Μένη με λένε.»
     Η κοπέλα της απάντησε στ’ αγγλικά με έκπληξη, ομολογώντας ότι κυπριακά μιλάει με τη μάνα της μόνο. Ο πατέρας της είναι Λιβανέζος. Ήταν στο δεύτερο εξάμηνο. Τη ρώτησε αν ήταν μόνη, θα μπορούσε να ’ρθει στην παρέα της, θα κατέφθαναν σε λίγο τρεις νεαροί κι ένα κορίτσι, όλοι Λιβανέζοι.
     «Συμπαθούν πολύ τους Έλληνες, δεν έχεις πρόβλημα.»
     Η Μένη δέχθηκε, πήρε τον καφέ της και βρέθηκε σ’ ένα μεγάλο τραπέζι αναμένοντας.
     Εν τω μεταξύ η Λίλιαν άρχισε να τη ρωτάει πώς βρέθηκε εκεί.
     Είπε τότε το αποστομωτικό:
     «Κάποιος κύριος που δεν είναι εραστής μου, είμαι παντρεμένη, πληρώνει τα δίδακτρα και τη διαμονή μου, για να με κάνει στέλεχος στην επιχείρησή του. Ο άντρας μου ήδη δουλεύει γι’ αυτόν στην Αθήνα.»
     Η Λίλιαν εξεπλάγη, αλλά το βρήκε παράξενο μεν ωστόσο πολύ ωραίο από μέρους του. Η περιέργεια σταμάτησε εκεί.
     Η αίθουσα γέμιζε, η μπάντα τους έβαζε στο χρώμα της μουσικής που θα ’παιζε – ροκ και ντόπια – και η Μένη έλαβε τα πρώτα σταυροφιλήματα από τους φίλους της Λίλιαν.
     Σύντομα ένιωσε ότι μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα που υφαινόταν εκείνο το βράδυ δεν θα συναντούσε ανυπέρβλητες δυσκολίες με τα μαθήματά της. Όπου και να σκόνταφτε στη διάρκεια των σπουδών, θα είχε και το διδακτικό προσωπικό να την ξεμπλέξει και κάποιο φίλο να τη στηρίξει. Η Βηρυτός όλο και πλάταινε. Στην άκρη του μυαλού της στεκόταν ο Χρίστος, να αγκομαχάει στην Αθήνα και να της στέλνει e-mail: ‟Γλυκιά μου κάθε μέρα… καληνύχτα… κι όμως σ’ έχω πλάι μου.”
     «Τώρα θα χορεύαμε αυτό το μπλουζάκι», ξέσπασε στην κάφτρα του τσιγάρου.
     Από Δευτέρα ξεκίνησε το εξάμηνο, βάζοντας τη Μένη σε μια αυστηρή γραμμή κινήσεων, μιας πειθαρχημένης δράσης, με κάποια δυσκολία κατανόησης στην αρχή, που σύντομα πήρε τη σωστή τροχιά της. Με τις πρώτες εργασίες έδειξε ότι μπορούσε να τα καταφέρει.
     Ο Μπασάρ ήταν σε τακτική επικοινωνία μαζί της. Δεν της έλειπε τίποτα. Έβλεπε το άνθος των προσπαθειών της, δεν θ’ αργούσε κι ο καρπός στο τέλος του εξαμήνου.
     Τις Κυριακές συνήθιζε να κάνει περιπάτους στα βόρεια της πόλης και να παρατηρεί τα κτίσματα. Ο καιρός περνούσε, αλλά δεν της άφηνε γερές ανάσες ξεκούρασης… όλο ότι πρέπει ν’ ανέβει μια σκάλα οραματιζόταν κι εκεί να δει τον Αμπράς να της ανοίγει την πόρτα και επιτέλους δίπλα στο Χρίστο να του πει: ‟Τα κατάφερα, να δω πώς η θεωρία μπαίνει στην πράξη τώρα”. Και μετά… κάπως έκλεινε η φαντασία της με τους τρεις τους γύρω από ένα τραπέζι, ως σε δείπνο.
     Η Λίλιαν ήταν διακριτική, δεν εισέβαλε, ως φίλη και Ελληνίδα κατά το ήμισυ, στη ζωή της ενώ ήξερε ότι ήταν μόνη. Στα γενέθλιά της όμως την κάλεσε για να τα γιορτάσουν μαζί με άλλους φίλους της σ’ ένα μπαρ, στο κέντρο της Βηρυτού.
    

     Το βράδυ στη Βηρυτό είναι αδελφό με εκείνο της Αθήνας. Ξεχειλίζει από διάθεση, δεν σ’ αφήνει απέξω. Μπορείς να μελαγχολήσεις όποτε θες κάνοντας σκέψεις που σ’ αφορούν, όπως και για την ίδια τη Βηρυτό εξάλλου, αλλά υπάρχει κάτι στον κόσμο που σου λέει: ‟Όρμα καταπάνω στην κατάθλιψη, πάλεψέ το. Αυτό που βλέπεις στην επιφάνεια μετράει περισσότερο… Πού θα πάει… Θα το ανατρέψουμε. Θ’ αλλάξει δέρμα η πόλη.”
     "Romance" το μπαρ, στο κέντρο η παρέα της Λίλιαν. Ήταν και οι φίλοι της απ’ το πάρτυ του καλωσορίσματος στο κολλέγιο, τους αναγνώρισε. Σα να βρίσκονταν στην αρχή. Δεν ένιωθε κοντά με κανέναν. Τη βόλευε αυτή η απόσταση. Δεν μπορούσε να κουμαντάρει και τα μαθήματα, την απουσία του Χρίστου, νέες γνωριμίες με διασκέδαση. Εξέπεμπε ένα τόξο "στρίψε αλλού".
     Ήπιε κρασί λιβανέζικο γύρω στα τρία μικρά ποτήρια και δεν ήταν περασμένη η νύχτα, όταν ένιωσε να τη σκουντάει ένας απ’ τους φίλους της Λίλιαν λέγοντάς της:
     «Έλα στο κέφι, διασκέδασε, ξέχνα για λίγο τον άντρα σου — η Λίλιαν είχε περάσει την πληροφορία — πάμε να χορέψουμε.»
     Η μουσική ήταν τρυφερή… σκέφτηκε το Χρίστο, γιατί ήταν στη Βηρυτό και τσίτωσε, παίρνοντας το σοβαρό της.
     «Έχω πιει λίγο παραπάνω και δεν πατώ σταθερά», επέμεινε.
     «Εγώ θα σε οδηγήσω».
      Κι εκεί στην ελαφριά της ζάλη τον άκουσε: ‟Γλυκιά μου κάθε μέρα… Μου λείπεις… Είναι βράδυ και θέλω να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σου…”      
     Αυτόματα ένιωσε κάτι σαν ενοχή… ένας χορός ήταν… τον αρνήθηκε… Αυτοί ήταν στην πόλη τους… Άλλη η ζωή τους και οι ανάγκες τους… ‟Κάνεις πολύπλοκες σκέψεις για έναν απλό χορό”, είπε στον εαυτό της. ‟Μα τώρα… αγκαλιάσματα μ’ έναν ξένο… και μάλιστα μπλουζ… φοράω και ντεκολτέ… Με καμιά κυβέρνηση.”
     Η Λίλιαν την είδε που είχε μισοζαλιστεί και της είπε:
     «Βγες για λίγο… θα σε συνοδέψει ο Ομάρ στην έξοδο… μη φύγεις πριν κόψουμε την τούρτα.»
     «Η νεαρή κυρία έχει πρόβλημα», άκουσε να λένε.
     Μάζεψε την τσάντα της και βγήκε έξω με δική της προσπάθεια. Το κινητό του Ομάρ… δεν τη συνόδεψε.
     Θεώρησε ότι το πιο σωστό ήταν να πάρει ταξί. Έτσι κι έκανε. Ένιωθε καλύτερα μετά από τους συνηθισμένους μοναχικούς περιπάτους της, παρά μετά την έξοδο για διασκέδαση σε μπαρ.
     Ο ταξιτζής τη ρώτησε από πού ήταν και απάντησε ‟Ελληνίδα”.
     «Μοιάζουμε σε πολλά», της είπε.
     «Δεν είναι ώρα να διαφωνήσω ούτε να ζητήσω να μου το εξηγήσει», σκέφτηκε. Έκανε ένα κολακευτικό σχόλιο για τη Βηρυτό και σιώπησε. Είχε πληροφορίες ότι δεν ήταν πονηρή πόλη, μόνον παινεμένη. Ησύχασε.
     Έφτασε σπίτι κι έπεσε στο κρεβάτι βαριά, ψιθυρίζοντας: ‟Ρε Χρίστο, έχω ακόμα επτά μήνες, κάνε υπομονή και θα σου πω από κοντά πόσο μου λείπεις… Καληνύχτα.”   
    

     Ο Μπασάρ την κάλεσε σπίτι του να γνωρίσει την οικογένειά του και να γευματίσουν μαζί.
     Δέχθηκε με πολλή χαρά κι έπεσε σε περισυλλογή για το δώρο που θα αγόραζε. Κατέληξε σ’ ένα μπρούτζινο τετράγωνο κομψό κουτάκι με ανθάκια θυμαριού, που είχε μαζέψει ο Χρίστος όταν είχαν πάει στην Εύβοια και της το είχε δώσει να το φυλάξει. Εκείνη το πήρε μαζί της στη Βηρυτό και τώρα ήταν έτοιμη να το αποχωριστεί χωρίς δεύτερη σκέψη, έτσι για να δώσει κάτι το ιδιαίτερο αυτή η φτωχιά αλλά ευγνώμων στους χορηγούς της.
     Δεν ένιωθε κατώτερη, αντίθετα, δωρίζοντας κάτι που είχε σχέση με την καρδιά της και όχι με λεφτά, έπαιρνε έναν αέρα ανώτερου γνώσης δώρων. Ίσως αυτό δεν το εκτιμούσαν… εκείνη όμως θα το εξηγούσε.
     «Θεώρησα πως δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσω τα χρήματά σας για να σας φέρω κάτι, αλλά τη φαντασία μου για να σας χαρίσω κάτι "ακριβό" δικό μου και μαζί τρυφερό, ένα μικρό κουτί με ελληνικό θυμάρι που έφερα μαζί μου. Να θυμάστε μια γυναίκα, έναν άνθρωπο ευγνώμονα που φιλοξενήσατε ένα μεσημέρι στο τραπέζι σας, με αναφορά πάντα στο Σέργιο Αμπράς. Σας ευχαριστώ πολύ.»
     Η κυρία Μπασάρ της χάιδεψε το κεφάλι.
     «Ίσως δεν έπρεπε να το στερηθείς, κορίτσι μου.»
     «Το θέλω πάρα πολύ.»
     «Σ’ ευχαριστούμε.»
     Η ατμόσφαιρα ήταν φιλική, ο Μπασάρ πατρικός. Είχε πληροφορίες ότι αγωνιζόταν για την πρόοδό της, η Μένη γλυκιά στη διάθεση, ανήσυχη στο μυαλό. Ρωτούσε για τους συνεργάτες του Αμπράς, για το κομμάτι της εταιρείας στη Βηρυτό.
     Πολλές φορές έκρυβε το κεφάλι της στα χέρια, σα να της έπεφτε μεγάλο βάρος, κι έλεγε στον εαυτό της: ‟Ή φυτοζωείς σερβίροντας καφέ στα προάστια των Αθηνών, όπου υπάρχει δουλειά, ή δέχεσαι την πρόκληση”. Και μετά ησύχαζε το κεφάλι της και οι επιθυμίες του τύπου ‟να μπορούσα συχνά να πήγαινα στους βράχους των περιστεριών, να χαιρόμουνα το δειλινό.”  
     Τα είχε μεταθέσει όλα, μετά ένα έτος… πανηγυρική αποχώρηση.
     Στις ώρες που πέρναγε στο κολλέγιο, το μεσημέρι πάντα τριγύρναγε γύρω της ένας συμπαθητικός νεαρός που, απ’ ό,τι της είχε πει, ήταν Γάλλος από πατέρα. Πάρα πολύ ευγενικά προσφέρθηκε να την πάει σινεμά και να της δείξει μερικές γωνιές της Βηρυτού. Δεν το είδε καν σαν πρόθεση να της κολλήσει. Δέχθηκε, και μάλιστα τὄσφιξε το περιθώριο:
     «Μόνο την Τετάρτη τ’ απόγευμα, αν θες, νωρίς μετά το κολλέγιο.» 
     «Πολύ ευχαρίστως», εισέπραξε.
     Εκείνη την ώρα ήταν δύσθυμη και σκεφτόταν αυτή την έξοδο με το Γάλλο σαν ευκαιρία να πει μια κουβέντα, να βγει λίγο απ’ τον κλειστό της χώρο, να ευθυμήσει.
     Μόλις τελείωσαν οι διαλέξεις, ώρα πέντε, ο Πωλ την περίμενε στην έξοδο μέσα σ’ ένα μικρό αυτοκίνητο.
     «Δεν κυκλοφορώ μ’ αυτό, είναι του πατέρα μου, αλλά αφού θα πάμε βόλτα…»
     «Κάπου κοντά… Δε σκοπεύω να λείψω πέρα από δίωρο.»
     «Θα σε πάω σ’ ένα μπαρ με θέα τη θάλασσα.»
     Ένιωθε ξαλαφρωμένη κι άρχισε να λέει στον Πωλ νέα απ’ την Ελλάδα, για την πίεση που έχει ο κόσμος με την κρίση… μπήκε στα προσωπικά της, την ευκαιρία που της δόθηκε.
     Ο Πωλ την άκουγε ευχάριστα και με προσήλωση σχεδόν.
     «Θα σκεφτόσουν ίσως να μείνεις στη Βηρυτό;»
     «Έχω τον άντρα μου στην Ελλάδα… Ο σκοπός μου και η οικογένειά μου είναι σταθερά… Ας αλλάξουμε θέμα… Πες μου για σένα.»
     «Είμαι μοναχογιός, νιώθω πολύ μόνος αρκετές φορές… η κοινωνία της Βηρυτού δεν αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους… πρέπει ν’ ανήκεις κάπου…»
     «Μα έχετε κύκλο, φίλους…»
     «Είδα εσένα στο κολλέγιο που περνούσες μόνη σου περισσότερο καιρό και είπα να μια κοπέλα να μιλήσω… ρώτησα για σένα.»
     «Σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου.»
     «Μπορώ να σε βοηθήσω στις εργασίες σου και, αν θες, να κάνουμε παρέα.»
     Η Μένη είχε συγκινηθεί κιόλας, του άπλωσε το χέρι και του ’πε:
     «Θα ’θελα πολύ, προσπαθώ μόνη μου σκληρά και τα ’χω καταφέρει, αλλά κουράζομαι πολύ…»
     «Τι λες λοιπόν; Λέμε για κάθε Τετάρτη μετά το κολλέγιο.»
     «Έγινε. Μένω βορειοανατολικά… Θα σε πάω σπίτι…»  
     Κι από κει που υπήρχε σιωπή κι ακουγόταν το πέταλο των ποδιών της στο δρόμο της το δύσκολο στη Βηρυτό, έγινε πλατεία φιλική, φώτα που λαμπύριζαν, ένας άνθρωπος ξένος της χαμογελούσε, ένας φίλος…
     Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της με φόρα, κάθισε στον υπολογιστή και έγραψε στο Χρίστο.
     Της απάντησε πολύ αργότερα. Τον περίμενε, ήξερε ότι η μέρα θα ’κλεινε μαζί του.
     «Μένη μου, μη ξελογιαστείς στη Βηρυτό απ’ τη μια. Και δεύτερο, χαίρομαι που βρήκες έναν άνθρωπο να μιλάς, να συζητάς μαζί του, να σε βοηθάει. Μπορεί να χαιρόμουν έτσι ταγμένη που σε άκουγα, αλλά νομίζω πως βρήκες μια γούρνα να πιεις νερό, που λέει κι η μάνα μου… Μια λεξούλα στέλνε μου κάθε βράδυ.
     Γλυκιά μου κάθε μέρα. Δεν έχουμε πια γκρίνιες. Περνάω πολλές ώρες να σε σκέφτομαι εκεί και γαληνεύει η ψυχή μου με τη σκέψη του καλοκαιριού στο σπίτι του Αμπράς να του "αποδίδεις" λογαριασμό… Ένα γεύμα που θα ’χουμε μαγειρέψει με κόπο και θα ευωδιάζει μπαχαρικά.»
     Σα ν’ άλλαζε φόρεμα ψυχολογικό η Μένη κάθε Τετάρτη. Στο στρατιωτικό "κουστούμι"  της Βηρυτού ράφτηκε δαντέλα.
     Ο Πωλ άλλαξε σαν φίλος το ύφος των ημερών της. Δεν γινόταν φορτικός ούτε κι εκείνη με τις ανάγκες της.
     «Θα ’ρθω να δω το σπίτι του Αμπράς, αν θέλεις.»  
     «Με πολλή χαρά θα ετοιμάσω κι εγώ κάτι να φάμε, Τετάρτη, μετά το κολλέγιο.» 
     Πατάτες με πορτοκάλι και μουστάρδα στο φούρνο. Αυτό ήταν το μενού, ντομάτες με ελιές – φροντίδα της μάνας της. Μπίρα λιβανέζικη έφερε ο Πωλ.  
     Πόσο πλούσια ένιωθε, να προσφέρει αυτό το απλό γεύμα στον Πωλ, γιατί γέμιζε με την παρουσία του σα φίλος. Αβίαστα συναισθήματα, έτσι έβλεπε την παιδική της φίλη, τη Θεοδώρα, πριν σκοτεινιάσει τις μέρες της η κρίση. Έκτοτε εκείνη έγινε η "κατέχουσα" και η Μένη τα ’φερνε δύσκολα, σα να μπήκε ένα αόρατο κιγκλίδωμα ανάμεσά τους και στις κουβέντες τους υπήρχε μια προκατάληψη, μια σκιά. Η Θεοδώρα ένιωθε ότι δεχόταν μια βουβή επίθεση απ’ τη Μένη κι απομακρύνθηκε, αφήνοντάς τους να βολοδέρνουν κι εκείνη και ο Χρίστος σε αναζήτηση εργασίας. 
     Ο Πωλ βρήκε ότι το σπίτι είχε απλότητα αλλ’ αρχοντιά.
     «Έχεις δίκιο ως προς την ευγνωμοσύνη στον Αμπράς. Αν όμως ήθελες να μείνεις στη Βηρυτό κι εσύ και ο Χρίστος, θα μπορούσατε να υπολογίζετε στη βοήθειά μου.»
     «Σου αρέσει η πόλη σου; Θες να γεράσεις εδώ;»
     Ο Πωλ μελαγχόλησε.
     «Είναι μια πόλη χτυπημένη, όλη η Μέση Ανατολή είναι ένας κόσμος που δονείται. Μ’ αρέσει η ήσυχη δημιουργική ζωή, αλλά μάθαμε εδώ να διακινδυνεύουμε πράγματα. Άφησέ το. Μας πονάει. Δεν σου έχω πει την αλήθεια για την αρραβωνιαστικιά μου τη Ναντίν, από Γάλλους επίσης γονείς. Ζούσαν εδώ κι έφυγαν πριν δυο χρόνια. Εμείς όμως αγαπιόμαστε. Λέμε να παντρευτούμε, αφού τελειώσω εγώ τις σπουδές. Δοκιμαζόμαστε στο χρόνο και στην απόσταση.»
     Η Μένη του ’σφιξε το χέρι.
     «Σ’ το εύχομαι ολόψυχα… Όποτε θέλετε και για όσο διάστημα, να ’ρθετε στην Ελλάδα, να πάμε σ’ ένα ελληνικό νησί διακοπές, να δεις ομορφιά και γλυκύτητα. Η Αθήνα έχει χώρους ωραίους, μια πόλη με μοναδική ιστορία, αλλά είναι παρεξηγημένη, δηλαδή άλλα της πρέπανε κι άλλα της έγιναν.»
     «Και κοντά στη Βηρυτό μπορώ να σε κάνω να πας πολύ-πολύ παλιά.»
     «Σ’ ευχαριστώ που με πλησίασες και γίναμε φίλοι.»
     Εκείνη η Τετάρτη δεν είχε μελέτη. Κάλυψε ανάγκες ψυχής.
     Το βράδυ η Μένη έγραψε στο Χρίστο:
     «Υπάρχει περίπτωση να μην αναπνέουμε στην Αθήνα από δυσκολίες μετά από δω; Αν όχι, έχω πρόταση για τη Βηρυτό με καλούς ανθρώπους… Σκέψου το.»
     «Γλυκιά μου, κάθε μέρα… φαίνεται βρέχει γαλάζιο στη ζωή μας.»


     Ο Μπασάρ, μετά το γεύμα που είχαν οικογενειακώς, άφησε τη Μένη χωρίς ίχνος παρουσίας, κάνοντάς την ν’ ανησυχεί. Άρχισε να κάνει σενάρια ότι ο Αμπράς είχε δώσει μήνυμα αρνητικό για την παραμονή της στη Βηρυτό… ότι κάτι συνέβαινε και θα είχε σύντομα είδηση χολιασμένη, που θα πίκριζε τις μέρες της.
     Αντίθετα, μπορεί ο χρόνος να πέρασε βέβαια, έλαβε ένα τηλεφώνημα απ’ τον Μπασάρ που την προσκαλούσε για ένα ποτό με συνεργάτες του σ’ ένα διάσημο μπαρ, το "Ainda". Η Μένη ξαφνιάστηκε ευχάριστα.
     Πήγε στο μπαρ μισή ώρα νωρίτερα. Δεν είχε κόσμο, διάλεξε ένα τραπέζι γωνιακό και παρήγγειλε ένα ποτήρι κρασί κόκκινο. Ακουγόταν αραβική μουσική, υπήρχαν λίγοι θαμώνες κι ένα δυνατό άρωμα, κόντρα στα βαριά ανατολίτικα, που της θύμιζε πιπέρι με λεμόνι, σχεδόν χαμογελούσε, τόσο ωραία ένιωθε.
     Ο Μπασάρ, μόλις έφτασε, την αναζήτησε και, αντίθετα από τα συνηθισμένα, άρχισε να της μιλάει για τους φίλους που θα έρχονταν, οι πετυχημένοι επιχειρηματίες ας πούμε, καλό θα ήταν να φρόντιζε να εντυπωσιάσει, γιατί πράγματι διέθεταν σημαντικά πόστα που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί η ίδια και ο άντρας της.
     Η Μένη προσπαθούσε να χωνέψει εκείνο το δεκάλεπτο της εισαγωγής. Δεν ήταν εκείνη το πληρωμένο ήδη στέλεχος του Αμπράς, τι να κοίταζε επιπλέον; Ο Χρίστος δούλευε ήδη στην Αθήνα, σ’ έξι μήνες θα γύριζε κι εκείνη και θα εκτελούσε εντολές, θα δούλευε ως πιστό σκυλί… προς τι όλ’ αυτά;
     Δεν έκανε, σοφά, καμιά διευκρινιστική ερώτηση, τον κοίταζε και μόλις εμφανίστηκαν οι ξένοι, πριν τις συστάσεις, έκλεισε τη συζήτηση στον Μπασάρ λέγοντας:
     «Μα είναι σαν να δουλεύω ήδη στον κύριο Αμπράς. Πληρώνει τη μόρφωσή μου. Ας ξέρουν οι κύριοι ότι δεν ενδιαφέρομαι.»
     Ο Μπασάρ κατέβασε το κεφάλι και της είπε:
     «Είναι η τελευταία σου λέξη; Δεν θέλεις να το ξανασκεφτείς; Υπάρχει χρόνος…»
     Η Μένη συνοφρυώθηκε, χαιρέτησε τους ξένους και, μετά τα προκαταρκτικά, έδειξε, προς μεγάλη ευχαρίστηση του κυρίου Μπασάρ, ενδιαφέρον για την πολιτική κατάσταση στο Λίβανο και τη θέση των ξένων, πλέκοντας ένα εγκώμιο για τη Βηρυτό, υπογραμμίζοντας ότι είναι μια πόλη που φέρει τη μεγαλοπρέπεια και την αξία ενός κοσμήματος που χαλάει και ξαναφτιάχνεται πολλές φορές. Ο Μπασάρ την άκουγε εντυπωσιασμένος και η ίδια απορούσε με τον εαυτό της και τις παρατηρήσεις της, λέγοντας μέσα της παράλληλα: ‟Θα σου δείξω, κύριε Μπασάρ, ότι τιμώ την πόλη που βρίσκομαι, τον εργοδότη μου και ποσώς μ’ ενδιαφέρουν τα πόστα των εταιρειών των φίλων σου… είμαι κλεισμένη, δειπνώ σε στρωμένο τραπέζι.”
     Κάποια στιγμή έδειξε κουρασμένη απ’ την προσπάθεια να συζητάει άλλα, αντί να μιλήσει στον Μπασάρ απαθής πάνω σ’ αυτά που της πρότεινε κι, αφού ήπιε το κρασί της, είχε καπνίσει και πάνω από τρία τσιγάρα… σηκώθηκε και είπε:
     «Πρέπει να μελετήσω και να επικοινωνήσω με Ελλάδα απόψε, γι’ αυτό και δεν θέλω ν’ αργήσω.»    
     Ο Μπασάρ της είπε χαμηλόφωνα:
     «I appreciate your loyaltycool down. Ill take you home, don’t worry. Απόψε είναι τα γενέθλια του Σέργιου και μου ζήτησε να σου κάνω το τραπέζι. Μην αρνηθείς.» 
     Η Μένη ένιωσε αμήχανα, ευχαριστημένη όμως, μη κατανοώντας πλήρως τον τρόπο των καιρών, αποφάσισε να μείνει.


     «Δεν μπορώ να καταλάβω αυτή την ενέργεια του Μπασάρ, Χρίστο. Ήθελε να διαπιστώσει πόσο πιστή είμαι στον Αμπράς ή πράγματι παίζονταν ευκαιρίες. Από πού κι ως πού κι εσύ υποψήφιο στέλεχος για τη Βηρυτό… Δεν μου άρεσε καθόλου… Αποφάσισα να καθίσω στο δείπνο, γιατί ήταν για τα γενέθλια του Σέργιου… Εσύ τι νομίζεις;»    
     «Μένη μου, μάλλον θεωρώ ότι ήταν ένα τεστ στα μισά του δρόμου. Ο Μπασάρ αποκλείεται να σε προξενεύει. Είναι χρόνια φίλος και συνεργάτης, απ’ ό,τι μου λες, και δεν σου έχει κάνει καμία παρόμοια νύξη μέχρι τώρα… Μη το συζητήσεις μαζί του ξανά. Θα δεις ότι θα επανέλθει.»
     «Το μπαρ κλάσης πρώτης κι εγώ… τι ήθελα εκεί μέσα; Τέλος πάντων, το χάρηκα… και τη μουσική και τ’ άρωμά του.»
     «Στα δικά μου τώρα… χωρίς να τρέχω… είμαι γεμάτος κι ευχαριστημένος…»
     «Σε περιμένω… ανήσυχη… κοντεύουμε.»


     Η Μένη δεν σχολίαζε ούτε κατέθετε ποτέ στον Πωλ τα λεγόμενα ή τις κινήσεις του Μπασάρ. Οι συννεφιές ήταν δικές της, θ’ άνοιγαν με το χρόνο.
     Ένας καθηγητής στο κολλέγιο οργάνωσε μια εκδρομή στη Βύβλο, σαράντα χιλιόμετρα περίπου από τη Βηρυτό, μία απ’ τις πόλεις που κατοικείται συνεχώς εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια.
     Ο Πωλ έπεισε τη Μένη να έρθει οπωσδήποτε, “η εμπειρία από την αρχαία φοινικική πόλη είναι από τις αξέχαστες… να μην αρνηθείς…”
     Ο νεαρός φίλος της έκανε σαν οικοδεσπότης τη μέρα εκείνη, ως κληρονόμος της γης αυτής που χαιρόταν τους κέδρους και τους παπύρους της.


     Η Μένη χάθηκε στο λιμάνι ταξίδεψε πίσω με Έλληνες που αντάλλαζαν τις πραμάτειες τους με τους Φοίνικες, κατέβηκε λίγο στον Πειραιά και μετά ξαναπέταξε στα souq με τα μπαχάρια, τα υφάσματα και τα χρυσά. Έντυσε όλες τις αισθήσεις, ξετυλίγοντας ένα τεράστιο ύφασμα, για να καταλήξει σ’ ένα εστιατόριο να δοκιμάσει θαλασσινά. Το ίδιο ύφασμα απ’ όλες τις μυρωδιές και τους ήχους, το αρχαίο λιμάνι και τα καινούργια στολίδια έστειλε σ’ έναν πάπυρο στην Αθήνα… Το βράδυ στον υπολογιστή, ο Χρίστος διάβαζε: "Βύβλος 5000 π.Χ., το λιμάνι υπάρχει ακόμα, τα μπαχάρια, τα υφάσματα και τ’ αρώματα. Νιώθω πολύ τυχερή που τα δοκίμασα. Σ’ αγαπώ."


     Η απόδοση στις σπουδές έγινε σταθερή.
     Χάρη στον Πωλ, πατούσε γερά στη Βηρυτό από πολλές απόψεις κι ήταν το ερώτημά της πάντα πώς θα περάσει απ’ τη θεωρία στην πράξη. Στην υπηρεσία του Αμπράς δεν υπήρχαν δοκίμια και μετρήσεις σ’ επίπεδο κολλεγίου. Είχε ένα φόβο και μιαν ελπίδα γι’ αυτή την αγορά.
     Σκιαζόταν λίγο σ’ αυτό το χώρο, στιγμές που έμενε μόνη στο σπίτι και συλλογιζόταν τον λιβανέζικο περίγυρο και το μέλλον της, τα ταξίδια της, την εταιρεία — σ’ αυτό το χώρο που όλοι είχαν απλώσει δαγκάνες και πότε τις έσφιγγαν, πότε τις άφηναν, Δυτικοί, μουσουλμάνοι, Παλαιστίνιοι, χριστιανοί, μια πραγματικότητα πολυεθνική, θρησκείες πολλές, συμφέροντα βαλμένα στο σώμα του Λιβάνου το ταλανισμένο  —  κι εκείνη στη Βηρυτό, φευγάτη από την Αθήνα για σπουδές- ευκαιρία πληρωμένες και μετά… μετά συνήλθε απ’ όλες αυτές τις σκέψεις και πήρε για φως αυτό που έκανε, τον άντρα της που στήριζε, τον άνθρωπο που τη βοηθούσε και το συνεργάτη του και το φίλο της τον Πωλ, μια στάση είχε σημασία… η ειλικρίνεια σ’ αυτό που της δόθηκε και η συνέπεια. Πραγμάτωνε μια παράξενη προσφορά, συμμετείχε με καρδιά και θάρρος.
     “Α, ρε Χρίστο”, είπε μέσα της, “δρομέας στη Μέση Ανατολή”, κι έσβησε το τσιγάρο να πάει να ξαπλώσει.     


     Ο Χρίστος της υπενθύμισε ότι ερχόταν Μεγάλη Εβδομάδα κι εκείνη, θες γιατί ο τόπος του μαρτυρίου του Θεού ήταν πολύ κοντά, θες γιατί ήταν μόνη και στη μοναξιά κάνεις σκέψεις ιδιαίτερες, της πέρασε ξυστά από το μυαλό της πρώτη φορά ο μοναχικός Του Δρόμος, πήρε τηλέφωνο το Χρίστο και του είπε να μην ξεχάσει να νηστεύσει και να πηγαίνει όλες τις μέρες στην εκκλησία. Ένιωσε βαρύ το στέρνο της. Άκουγε και τον Πωλ να της λέει ότι στη Συρία η κατάσταση ήταν δραματική.
     «Μα, Θεέ μου, αυτοί οι τόποι όλοι ένα γύρο γιατί πονάνε τόσο; Άι στο καλό με τα συμφέροντα του καθενός…»
     Βάλθηκε να πλύνει τα πιάτα και να κάνει καθαριότητα του σπιτιού.
     Είχε ενάμιση μήνα καιρό να ετοιμάσει πέντε εργασίες για το δίπλωμα. Βρισκόταν στην τελική ευθεία, μια υπερβάλλουσα αγωνία να γίνουν όλα σωστά την είχε κατακλύσει. Ο Πωλ ήταν πιο ψύχραιμος.
     Σε μία απ’ αυτές πάνω στο Product strategy προϋπέθεταν ένα προϊόν της αρεσκείας τους κι έκτιζαν τη μέθοδο. Εκείνη διάλεξε ένα γλυκό όχι παγιωμένης φήμης. Ο Πωλ της είπε ότι ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα ήταν τόσο πρωτότυπη. Η βαθμολογία τη δικαίωσε. Εξάλλου ήθελε να κάνει κάτι με τον τρόπο της, πάνω σ’ αυτά που θ’ ανελάμβανε.
     Μόλις παρέδωσε και την τελευταία εργασία, ένιωσε ότι η κούρσα τελείωσε και μια μοναδική ικανοποίηση ότι τα κατάφερε.
     Διαφορετικός ο αέρας της όταν αποχαιρετούσε τη γραμματεία από την εποχή που την καλωσόριζαν.
     Υπήρχαν δυο νεαροί καθηγητές, στους οποίους είχε εξομολογηθεί το στόχο και την πορεία μετά κι ήταν πολύ συγκινητικό, όταν στην απονομή των διπλωμάτων τη χαιρέτησαν θερμά και υπογράμμισαν: Meni Aigialou, highly recommended…”


     Ήταν μια βδομάδα που προσπαθούσαν με τον Πωλ να πουν λέξεις αποχαιρετισμού, να μεταθέσουν πράγματα, να χωρίσουν μέρη, να μπουν σε χωριστά καράβια πια.
     Η Τετάρτη, το απόγευμά τους, εξατμιζόταν. Η Βηρυτός άρχισε να ξεθωριάζει για τη Μένη. Έβγαλε εισιτήρια και του τα ’δειξε. Εκείνος της είπε:
     «Θα έρθω μαζί με τον Μπασάρ στο αεροδρόμιο.»
     Τότε του άρπαξε τα χέρια και τον έσπρωξε σχεδόν στον καναπέ.
     «Κάτσε κάτω, να πούμε δυο κουβέντες… φεύγω σε λίγες μέρες.»
     Ο Πωλ κάθισε. Εκείνη δίπλωσε τα χέρια της, μια τον κοίταζε, μια κοίταζε κάτω κι άρχισε να δακρύζει ήσυχα, να κλαίει κοιτώντας τον, να θέλει να του πει μύρια λόγια για το πόσο φίλος στάθηκε, στο μυαλό της να μπερδεύονται οι εικόνες του Αμπράς, τα καφέ της Βηρυτού, η Βύβλος, οι Τετάρτες στον υπολογιστή, το κολλέγιο, η φωτογραφία της αρραβωνιαστικιάς του, ομοβροντίες από κανόνια φανταστικά, ο πόλεμος που θα ξέσπαγε στη Συρία και γλυκά λιβανέζικα με σιρόπι πολύ. Σκούπισε τα μάτια της, λέγοντάς του με χαμόγελο πλατύ… πώς έγινε.
     Ο Πωλ αναθάρρησε.
     «Ξέρεις εδώ ήταν για μένα σαν να μου πρόσφερες τον καλύτερο μπακλαβά της πόλης από τότε που σε γνώρισα…» 
     «Μόνιμος… κάθε φορά που θα έρχεσαι…» και χτύπησε παλαμάκια.
     «Θα νοικιάζω δωμάτιο για διακοπές στα ελληνικά νησιά. Θεώρησέ το σίγουρο. Ας πιούμε μια μπίρα. Καλό ταξίδι.»


     Ο αποχαιρετισμός με τον Μπασάρ σκιαζόταν από κείνο το βραδάκι στο μπαρ, το τεστ πιστότητας δεν είχε ποτέ ξεκαθαριστεί, πλανιόταν άραγε η υποψία για το ρόλο του στο μυαλό της Μένης. εκείνος όμως ως εντολοδόχος του Αμπράς είχε πλήρως ανταποκριθεί στο ρόλο.
     Καφές οικογενειακός ήταν το πλαίσιο που τον συνόδεψαν δύο κομψά κουτιά.
     «Είναι χαρά μας που σε γνωρίσαμε, αντιπροσωπευτικά ενθύμια από την πόλη μας», είπε η κυρία Μπασάρ.
     Συγκινήθηκε. Η σκέψη και η φροντίδα ήταν όλη δική τους.
     «Προσμένω να σας καλοδεχτώ στην Αθήνα, σας ευγνωμονώ…»
     Ο Μπασάρ της είπε να ’ναι έτοιμη για το αεροδρόμιο γύρω στις οκτώ κι εκείνη δεν παρέλειψε να του αναφέρει ότι ο Πωλ θἄθελε να τη συνοδέψει επίσης.
     Στο αυτοκίνητο για το σπίτι, ανακόλουθα αλλά με την αίσθηση πικρής εκκρεμότητας, σαν όλα να είχαν υπόγεια ειπωθεί, της είπε:
     «Για κείνο το βράδυ στο μπαρ, Μένη… ήταν μόνο ένα τεστ. Ταράχτηκες, αλλά χρειαζόταν. Κι ο Σέργιος ίσως συμφωνούσε. Θα σε δω στα μελλοντικά σου ταξίδια εδώ σε άλλη βάση, ισχύος θέση. Τα κατάφερες, μικρή κυρία!»   
     «Κι εγώ σ’ ευχαριστώ.»


     Πετώντας ψηλά, ένιωθε και στην καρδιά της ένα φούσκωμα που θα ’βλεπε το Χρίστο και εκείνο που τὄκανε διαφορετικό ήταν ο δρόμος που ’χε κάνει η ίδια και ο άντρας της στα μετόπισθεν. Έσπρωχνε μέσα της τ’ άλογά της, η αποβίβαση, το μικρό λεωφορείο, η αίθουσα.
     Ο Χρίστος με μία ανθοδέσμη πολύχρωμη.
     «Απ’ τον κήπο στο εξοχικό της Κερατέας, να… και μια κομψή ασημένια καρφίτσα-λουλούδι με τρία μικρά μαργαριτάρια ανάμεσα στα φύλλα. Γλυκιά μου, κάθε μέρα. Ο Αμπράς δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του. Σε αγαπώ πολύ γι’ αυτό το τρέξιμο. Αρρώστησες; Έκλαψες, και δεν ήμουν εκεί… Πες μου.»
    Εκείνη, απ’ το μπούκωμα της συγκίνησης, είχε αγκιστρωθεί πάνω του, σαν να της έλειπαν οι δυνάμεις να στηριχτεί.
     «Πάμε σπίτι μας. Θέλω λίγο χρόνο να το πιστέψω.»
     Πήρε τις αποσκευές και έφυγαν.
     «Οι γονείς σου είπαν να ’ρθουν τ’ απόγευμα, αλλά φρόντισα να το μεταθέσω… πότε θέλεις;»
     Δεν του απάντησε. Εκείνος δεν επέμενε.


     «Πότε θα καλέσουμε τον Αμπράς σε δείπνο;… Μην τρέχεις… πιο σιγά…»
     «Αύριο βράδυ… Μήπως να πάμε για φαγητό κοντά στη θάλασσα;…» 
     «Δεν θἄλεγα όχι.»
     Στη Ραφήνα μετά από λίγο. Οι κινήσεις της Μένης άρχισαν ν’ απλώνουν, να λύνονται, σαν να επρόκειτο ν’ ανοιχτεί για κολύμπι.
     Ξεκίνησε να μιλάει για τον Πωλ και την επίσκεψή του το καλοκαίρι, για τον αποχαιρετισμό με τους καθηγητές της, τη Βύβλο, το αρχαίο λιμάνι, τον Μπασάρ, τους μοναχικούς της περιπάτους, για να πει για την εκκίνηση.
     «Στην αρχή είχα βάρος, αγωνία…Όλο αυτό διαλύθηκε κι έγινε έργο — Χρίστο, έχω, έχω κάτι, ένα δισάκι γνώσεις και μια αγκαλιά…»
     Ο Χρίστος τόλμησε:
     «Αν κάτι πήγαινε στραβά, θα το παλεύαμε εδώ, με νύχια και με δόντια, έξω απ’ την Αθήνα, θα οργώναμε, θα σκάβαμε, γυρολόγοι στην πατρίδα μας… Μένη, δεν έχει ξεκαθαρίσει η ομίχλη εδώ…»


     Αποφάσισε να μαγειρέψει μελωμένες πατάτες και γαριδοκεφτέδες στο δείπνο για τον Αμπράς. Τα κατάφερνε καλύτερα με συνταγές ελληνικές.
     Μια έξαψη ήταν διάχυτη, ευγνωμοσύνη και αυτοπεποίθηση, προσφορά και αναζήτηση… όλα, μα όλα, σίγασαν, καθηλώθηκαν με την εμφάνιση του Αμπράς.
     «Θελήσαμε να ’ρθετε εδώ να φάμε, γιατί η ατμόσφαιρα είναι σπιτική, με κάποιες ανορθογραφίες βέβαια…» 
     «Χρίστο, με ικανοποιεί απόλυτα η πρόσκληση και σπεύδω να συγχαρώ την πτυχιούχο… το παιδί που αγωνίστηκε…»
     Η Μένη τον διέκοψε, αγκαλιάζοντάς τον:
     «Σας χρωστάω εξαιρετικά πολλά.»
     «Κι οι δυο σας μου δείξατε ότι μπορώ να σας εμπιστεύομαι.» 
     Πέρασαν στο καθιστικό, το τραπέζι του δείπνου στο βάθος.
     «Πες μου για τα μέρη μου…» 
     Ήταν χαρά Θεού αυτή η συνάντηση, αυτή η γιορτή.
     Άρχισε απ’ το ξύπνημά της στη Βηρυτό, την πόλη των δακρύων — πρόσεχε ώστε να ακριβώς πώς ένιωσε την πόλη, μέσ’ απ’ το χώρο που έμενε, τους δρόμους που περπατούσε, το κολλέγιο, τους ανθρώπους που τη φρόντισαν, τους χώρους που διασκέδασε και κατέληξε στη Βύβλο, στα σουκ, φτάνοντας εκεί πέρασε στο εμπόριο ανάμεσα στους Φοίνικες και στους Έλληνες — γλύκανε κι έκανε ένα κλείσιμο γλυκό, με υποταγή και πίστη:
     «Κύριε Αμπράς, μπορείτε να υπολογίζετε κι εσείς σε μένα.»
     «Όποτε είσαι έτοιμη, θα κανονίσουμε ραντεβού στην εταιρεία, για να σχεδιάσουμε τις κινήσεις σου από δω και πέρα. Μένη, μετά από μία καλή πτήση κι ένα ταξίδι, έχουμε την προσγείωση και τους μακρινούς δρόμους. Πλατείς λοιπόν να ’ναι και επιτυχείς. Σας ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου.»

9 Ιανουαρίου 2015*
Χρυσούλα Πλάλα**
   

Πρώτη δημοσίευση της νουβέλας.
*Η Χρυσούλα Πλάλα είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός και συγγραφέας.