Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ~ ΠΛΑΛΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ~ ΠΛΑΛΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 29 Αυγούστου 2023

ΠΛΑΛΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑ_«ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ»

 

Χρυσούλας Πλάλα

ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

                                                                                                                                                                                                      Η ιστορία στο παρακάτω διήγημα της Χρυσούλας Πλάλα αποτυπώνει τις σχέσεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων παλιά και σήμερα, με σκοπό να μας κάνει να σκεφτούμε, να μας προβληματίσει. Κάποιοι θ’ αναγνωρίσουν ομοιότητες με τη δική τους προσωπική ιστορία… Η Χρυσούλα Πλάλα είναι συνταξιούχος φιλόλογος και συγγραφέας. Ποιήματα και πεζά από τα βιβλία της έχουμε δημοσιεύσει κατά καιρούς στον ιστότοπό μας. Την ευχαριστούμε που μας τιμά με τα έργα της.   

*****

 

Μετά την πρώτη καλοκαιρινή πανσέληνο, σε μια τελετή στο Δημαρχείο, αποφάσισα να δέσω τη ζωή μου με μια γνωριμία δύο ετών, τον Στέλιο. Υπήρχε συναίσθημα και απ’ τις δυο μεριές ένα ενδιαφέρον, μια καούρα συμβίωσης να κάνουμε παιδιά ο στόχος. Είχα αφήσει τα χρόνια να περάσουν, η τύχη δεν μου έφερνε έντονα συναισθήματα από διάφορους ανθρώπους που έκανα παρέα και, με το που γνώρισα τον Στέλιο, χτυπήθηκα λες από την ευφράδειά του και τους καλούς του τρόπους. Ζώντας μαζί του στο ίδιο σπίτι για δυο χρόνια, ανακάλυψα μια υπομονή και μια ψυχραιμία, που είπα εγώ έχω να παραθέσω γρήγορο νου, υπερκινητικότητα, βουλιμία, πάλλουσα από νεύρο ομιλία και άλλα, όπως κι αυτός εξάλλου... Και αποφασίσαμε να παντρευτούμε.    

Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά, δεν τον παραμελούσα, φρόντιζα την καλλονή μου. Ο Στέλιος δεν ήταν διαχυτικός, ξεχνούσε μικροπράγματα που με συγκινούσαν, δεν είχε καμιά σχέση με την τάξη, γενικά ανέβαλλε διά την αύριον. Παρ’ όλα αυτά κάναμε δύο παιδάκια, τη Μάγδα και το Ρήγα, που μας περιόρισαν το χρόνο ν’ αναζητήσουμε ο ένας τον άλλον στη νέα κατάσταση.

Καλός χειριστής του λόγου με σκοπό να εντυπωσιάσει, να πει ότι είναι γνώστης, ότι αγαπιέται απ’ όποιον συναντά. Τέλος πάντων, άργησε ο σύμβουλος γάμου αλλά δεν απέδωσε. Εγώ υποχώρησα για να μην ταράξω τη ζωή των παιδιών που του είχαν αδυναμία. Μπορεί να ’ρθαν τα μικρά, αλλά το πρώτο του μέλημα ήταν η φροντίδα του εαυτού του. Ήταν ξεκάθαρο προηγείτο πάντα το Εγώ του.

Είχε εντοπιστεί αυτό και απ’ τα αδέλφια μου και από τους γονείς μου ωστόσο δεν έπαιρνε απόρριψη γιατί εκτιμούσαμε την υπομονή απέναντι στα θέλω των παιδιών. Το άγχος μου το υπαρξιακό είχε αυξηθεί και ένιωθα ανασφάλεια, ωστόσο παρηγοριόμουν με τα παιδιά και τις αρθρώσεις τους· τι έλεγαν, πώς το έλεγαν, πώς μεγάλωναν τα μικρά κι ομόρφαιναν.

Δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών. Πήρε άδεια για τα πρώτα χρόνια των παιδιών και ασχολείτο με τα βασικά τους παιχνίδια και τα social media. Αυτά δημιούργησαν το πρόβλημα. «Αργία μήτηρ πάσης κακίας». Είχε πολλά ταλέντα, δεν μπορώ να πω: καλός πωλητής, πειστικός και ερασιτέχνης ηθοποιός. Το τελευταίο στεφάνωνε τα όνειρά του όποτε ξεκουραζόταν.

Σε μια παράσταση κάποιου μικρού θιάσου τον εντόπισε μια Ελληνοαγγλίδα, η οποία δεν είχε το θάρρος να του ζητήσει κάτι δικό του και, πηγαίνοντας στην Αγγλία, τον γέμισε συγχαρητήρια μέσω κινητού και τον ξεσήκωσε για το λονδρέζικο κοινό. Από πού κι ως πού;

Η πρόταση να γοητεύσει κι άλλο χώρο πλην του συνοικιακού συνοδεύτηκε και με κομπλιμέντα για την προσωπικότητά του και ανταλλαγή μηνυμάτων συχνών και πληροφοριών για την προσωπική του ζωή. Δεν μπορώ να πω ότι της έκρυψε το γάμο μας και τα παιδιά, αλλά η γυναικεία ματαιοδοξία έχει πολλά ποδάρια.

Μέχρις ενός σημείου με έκανε κοινωνό της αλληλογραφίας, μετά άρχισε να μην μιλάει συχνά για τη Ντόλυ και τις συμβουλές της.

Selfies και χώροι του σπιτιού της, οικογενειακές στιγμές διασκέδασης με τους οικείους της, με επικεφαλίδα «Σε σκέφτομαι, θα ’θελα να ’σαι εδώ, να σε δω να παίζεις, να πίνουμε καφέ στο Covent Garden ή στο Hampstead».

Μεσολάβησε μια σιωπή, όπου ο σύζυγός μου επέστρεψε ένοχος στην οικογένεια χωρίς το εγγλέζικο φορτίο, όχι για πολύ. Προφανώς αναρωτιόταν για το ρόλο του. Η Μάγδα και ο Ρήγας είχαν κεντρική θέση στην καρδιά του… δεν αμφέβαλλα. Εγώ όμως πού χωρούσα;

Και να η φωτογραφία της Ντόλυ, η σκιά του εαυτού της… είχε περάσει στο στάδιο της ανορεξίας.

«Όσο και να ονειρεύομαι χειροκροτήματα σε μικρό εγγλέζικο θέατρο κι ύστερα αφού είμαστε παντρεμένοι, δεν μπορώ να συντροφεύω μια ανορεξικιά…»

Το σενάριο στο μυαλό της είχε αποκτήσει ιστούς. Επενέβη ο πατέρας  της, μικρός καλοστεκούμενος εφοπλιστής, για το χατίρι της κόρης.

«What’s that with you, Stelios; Δεν έχεις φιλοδοξίες

Κούρνιασα στην αγκαλιά του εκείνο το βράδυ που μου τα ’πε κι άρθρωσα μόλις:

«Πρόσεξε τι θα αποφασίσεις. Εδώ έχεις μια μόνιμη δουλειά, μια οικογένεια στέρεη… αυτοί οι άνθρωποι είναι άλλου κόσμου. Αγοράζουν και πουλάνε…»

Κι άρχισα να κλαίω με αναφιλητά.

Έρχονταν γιορτές κι αποφάσισε το ταξίδι στην Αγγλία.

Μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του.

«Μωρό μου, θα τα καταφέρω…»

Τα παιδιά ζουζουνίζανε γύρω του σαν τρελά, σαν να ψυχανεμίζονταν μια αμετάκλητη αναχώρηση.

Έφυγε μουδιασμένος.

Περιμέναμε την Πρωτοχρονιά, όταν μου μίλησε στο κινητό για μια αίτηση άδειας άνευ αποδοχών που ’χε υποβάλει κι εγκρίθηκε. Η καρδιά μου κόπηκε, ήμουν πια σίγουρη ότι τον έχασα… κι αναρωτιόμουν πώς, στην πρώτη σειρήνα που του έτυχε, μας πέταξε τόσο ελαφριά, σαν σκόνη απ’ τα μανίκια του;

Στο σπίτι είχαμε ζωστεί τις συνέπειες ενός χωρισμού. Φροντίζαμε για την ηρεμία των παιδιών.

«Ο μπαμπάς λείπει για δουλειές, κι όταν έρθει, θα φέρει δώρα…». 

Μήνυμα τις Απόκριες:

«Έχω μπλέξει άγρια. Η Ντόλυ είναι έγκυος, η υγεία της επισφαλής, δεν μπορώ να φύγω. Εκβιάζομαι…»

Χαμογέλασα πικρά κι απάντησα:

«Εσύ πήγαινες για θέατρο και για κοινό. Όλα τ’ άλλα τα ’χες… Μακρινό μου ταίρι, όταν ξεμπλέξεις, γύρνα πίσω για να υπογράψεις το διαζύγιο».

Ήμουν πεισμένη ότι πάλαιψε, αλλά δεν τα κατάφερε με τη Ντόλυ και την οικογένειά της.

Κάποιο βράδυ μέσα στο Μάρτη μου ζήτησε να μιλήσουμε από καρδιάς. Τα παιδιά κοιμούνταν. Απομονώθηκα. Τον είδα τόσο δυστυχή, δακρυσμένο.

«Τι έκανα… Έχω μετανιώσει πικρά…». Και τότε μου ’πε ένα πολύ ζεστό «σ’ αγαπώ».

«Στέλιο, ας αφήσουμε τα παιδιά στην ησυχία τους. Μην τους τηλεφωνείς και τα ξεσηκώνεις. Λείπεις μακριά, είναι αρκετό… Θα τα δεις όταν μεγαλώσουν, όταν όλα θα ’χουν γλυκάνει κάπως».

Και τότε μου ’πε:

«Η ζωή μου έκλεισε. Περιφέρομαι μόνος στους δρόμους του Λονδίνου και κλαίω. Χάρισέ μου κάποιες στιγμές επικοινωνίας…»

«Δεν σου λέω να μας ξεγράψεις, ωστόσο, όταν γεννηθεί το παιδί σου, ίσως τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Σου υπόσχομαι ότι θα ’χουμε μυστικά τηλεφωνήματα, να νιώσεις καλύτερα…»

«Στέφη μου, καρδιά μου»… κι άρχισε να κλαίει.

«Πάντα φρόντιζες πρώτα τον εαυτό σου, ήμουν δυνατή και δεν με πείραζε, τώρα κοίτα την καινούργια σου οικογένεια, ίσως είναι η ευκαιρία να γίνεις καλύτερος άνθρωπος… Όταν έχεις νέα, τηλεφώνα μου. Θα ’χω την έγνοια σου.»

Κι ελευθερώθηκα. Δεν τον μισούσα.

 

Πέρασε καιρός. Σ’ αυτή τη στοιβαγμένη στενοχώρια και καταχνιά προέκυψε ένας ήλιος. Κάποιος αγγειοπλάστης, φίλος της αδελφής μου, μου πρότεινε να ασχοληθώ τρία απογεύματα την εβδομάδα με το μαγαζί του, στην οδό Εφέσου. Δέχτηκα χωρίς αναστολές. Είχα ανάγκη από λίγο αέρα.

Ο Τίτος, άνθρωπος γλυκύς, με χιούμορ, μ’ έκανε να χαμογελάσω λίγο μ’ αυτά που δημιουργεί η ζωή χωρίς να υπολογίζει τις δυνατότητες των ανθρώπων. Έπαψα να μιλάω για την ιστορία μου κι άρχισα να ενδιαφέρομαι για τους γύρω μου. Τα παιδιά μου ήταν το πρώτο μέλημά μου και μετά οι δικοί μου κι οι φίλοι μου, ο Τίτος, ο Αναστάσης, η Μαρκέλλα, ακόμα κι ο άνθρωπος που μας εγκατέλειψε… και δεν έχυνα δηλητήριο.

Πάνω σ’ αυτή την αλλαγή διάθεσης, ο Τίτος μου πρότεινε με δειλία κάποια μέρα:

«Θα ’θελες, Στέφη, να γίνω ο πατέρας των παιδιών σου; Να τα φροντίζω, να τ’ αγαπώ, να τα μεγαλώσουμε μαζί, σαν ζευγάρι;»

Αναπάντεχη πρόταση σ’ εμένα τη δυνατή που ’χε λυγίσει κι απάντησα αυθόρμητα:

«Δώσε μου λίγο χρόνο…»

Στην πραγματικότητα δεν ήθελα χρόνο, αλλά αυτή την αγκαλιά που μου προσφερόταν.

 

Έχει περάσει ένας χρόνος και τρώω συνέχεια το ίδιο γλυκό ζυμάρι κάθε μέρας, μετά την πρόταση του Τίτου. Επιτέλους το σπιτικό μας ευτυχεί. Η Μάγδα και ο Ρήγας έχουν έναν πατέρα παρόντα. Ο απών οδύρεται. Έχει μετανιώσει. Ωστόσο, με τα χρόνια όλα παίρνουν τη θέση που τους αξίζει στη ζωή.

Χρυσούλα Πλάλα

Αύγουστος 2023

 

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

ΔΥΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΛΑΛΑ


Η ιστορία της Λευκής

 

Ένα παραμύθι από τη Χρυσούλα Πλάλα

Ήταν ένα βασίλειο αξιοζήλευτο, χωρίς φωνές και φανφάρες, λευκό αλλά κρύο.

      Οι υπήκοοί του είχαν ζεστή καρδιά. Οι βασιλιάδες τους έδειχναν φροντίδα και έγνοια τόσο για τους μεγάλους όσο και για τα νιάτα: αρκούδες πολικές, θηλυκά και αρσενικά, μικρά και μεγάλα.

     Οι άνθρωποι τις ονομάζουν πολικές αρκούδες, κυρίως με το θηλυκό γένος, κι είναι πανέμορφες, με τρίχωμα ωραίο.

      Αυτό το βασίλειο, στη μακραίωνη ιστορία του, ήταν ευτυχισμένο.Τα τελευταία χρόνια όμως αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης του είδους. Οι πάγοι λιώνανε κι έπρεπε κάτι να γίνει. Μαζεύτηκαν οι σοφοί και κατέληξαν στο ότι ζωή θα ’δινε στο γένος ένας γάμος μ’ ένα βουνίσιο αρκούδο από τα θερμά μέρη, με νύφη την κόρη του βασιλιά.Η Αρκουδίτσα αυτή μεγάλωνε με αυτή την επιταγή, να σώσει το γένος των πολικών αρκούδων ─ Λευκή τη λέγανε. Ήταν ανεξάρτητος τύπος, με χαρίσματα ξεχωριστά. Είχε ευλυγισία, περιποιόταν τον εαυτό της, ηύξανε κατά τη γνώση, με δασκάλους τους πιγκουίνους, οι οποίοι φρόντιζαν να της ριζώσουν βαθιά το σκοπό, ένα λόγο ακέραιο ύπαρξης, ώστε να φέρει το καινούριο και το σωτήριο στο βασίλειο το πολικό.

Η Λευκή αγαπούσε το λαό της. Ένοιωθε περήφανη που θα έφερνε  τη σωτηρία αυτή η σμίξη με το θερμό βασίλειο.

Πολλές φορές οι γονείς της είχαν επιχειρήσει να καλέσουν μερικούς καφετιούς γαμπρούς από τα ταξίδια τους να τη γνωρίσουν, αλλά εις μάτην.

    Εκείνη υποστήριζε ότι θα έκανε αυτό το δρόμο μοναχικά, μ’ έναν υπασπιστή. Δεν ήθελε κανέναν άλλο βοηθό. Άλλωστε θα ήταν και ο δρόμος της ζωής της. Θα δοκίμαζε το γαμπρό.

Στα δεκαέξι της αποφάσισε το ταξίδι. Θα ήταν ένα μεγάλο ταξίδι. Θα ‘φτανε μέχρι την Παλαιστίνη, χώρα ιερή για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Ίσως στρεφόταν και δυτικά. Η τροφή ήταν ένα πρόβλημα, ωστόσο κατεβαίνοντας θα δοκίμαζε προϊόντα των θερμών χωρών και σιγά-σιγά θα εθιζόταν.

Κινδύνους δεν θ’ αντιμετώπιζε, χαριτωμένη, άκακη νυφούλα, σκιερά θα πορευόταν, μακριά από κυνηγούς και άλλες περιέργειες.

Οι συνομήλικές της την καλούσαν σε χορούς, για να ξελογιαστεί και να πάρουν εκείνες τη θέση της, τόσο ζηλευτή ήταν η επιταγή για τη σωτηρία του πολικού γένους των αρκούδων και γενικότερα της σμίξης με γόνους των θερμών κλιμάτων. Θα προέκυπταν απόγονοι ταξιδευτές, ευέλικτοι, θα γινόταν μια αρχή για περισσότερο "φαν" στο ήσυχο βασίλειο, ανθεκτικότητα και ηδονή.     

Η Λευκή δεν εκφραζόταν φανερά για το σχέδιό της. Είχε δηλώσει μοναξιά και δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί της. Μάθαινε για το κάθε μέρος της πορείας που θ’ ακολουθούσε κι είχε σκοπό να ξοδέψει αρκετό καιρό.

Μυστικά μέσα της πίστευε ότι ο γαμπρός θα ‘ταν Μικρασιάτης. Οι αρκούδες εκεί ήταν ασπρουδερές.

Πέρα απ’ αυτό, χαρά της έδινε κι η περιήγηση. Ο υπασπιστής, ο Κήγκαν, θα είχε τη φροντίδα της γκαρνταρόμπας.

Πλησίαζε καιρός και τα όνειρά της αποκτούσαν χρώματα και αρώματα.

Ήταν Μάιος την ημερομηνία της αναχώρησης έδωσαν οι σοφοί του βασιλείου.

Ο υπασπιστής ήταν πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης της Λευκής, δυνατός, με χιούμορ, φαντασία κι επιδέξιος με τ’ άρματα που χρειάζονταν για την άμυνά τους. Κανείς δεν ήξερε τι μπορούσαν να συναντήσουν. Ορκισμένος υπηρέτης.

Είχαν διαφορά μεταξύ τους δέκα χρόνια. Η Λευκή του εμπιστευόταν τα μυστικά της. Ας πούμε, του ‘χε πει ότι σκόπευε να μπει σε σπίτια ανθρώπων, για να δει πώς ζούσαν, τις συνήθειές τους, τα πράγματά τους, ν’ ακούσει τη γλώσσα τους. Του υπογράμμισε να το κρατήσει μυστικό, γιατί ήταν άκρως επικίνδυνο μια αρκουδίτσα στο σπίτι ενός άρχοντα ή κάποιου εργάτη.

«Λευκή, προς τι αυτές οι περιέργειες; Οι άνθρωποι μας σκοτώνουν».

«Ίσως είμαι τυχερή. Θέλω να πετύχω έναν δάσκαλο. Θα μου σταθείς, Κήγκαν. Ένας δάσκαλος είναι πάντα μαγικός. Δεν επιτίθεται. Μπορεί ο συμβίος μου να είναι αγριούτσικος. Θα του διδάξω πράγματα…»

«Λευκή, ο γαμπρός είναι άγνωστος. Έχουμε δύσκολο ταξίδι. Άσε τους ανθρώπους. Κοίτα το γένος σου και την επιταγή σου».

Ο χάρτης της πορείας τους ήταν γνωστός. Θα ξεκινούσαν απ’ τις χώρες της Βαλτικής. Η Λευκή, δοσμένη στο ταξίδι ήδη, δεν έδωσε σημασία στο συναισθηματικότου παλατιού και των υπηκόων.

Ξεκίνησαν… Φορούσε τα συνηθισμένα της. Λευκό χιτώνα.

Τα Νορβηγικά δάση ήταν φιλόξενα. Αύρες δροσερές, αγριμάκια κατευνασμένα κοιτούσαν απορημένα τους δύο ξένους. Πράγματι, ήταν κάπως αξιοπερίεργο ένας αρκούδος υπασπιστής και μια λευκή αρκουδίτσα ανάμεσα στο βαθύ πράσινο των δένδρων.

Η Λευκή ήταν λιτοδίαιτη. Δεν έψαχνε για θηράματα. Ήθελε κυνηγό τον Κήγκαν. Τα βράδια της άρεσε να κατακλίνεται σε στηλίτες. Είχε ελαφρύ ύπνο, κάτι που ανάγκαζε τον Κήγκαν πάντα να στέκεται προς υπηρεσία στο ένα πόδι.

Όταν ήταν σε ξέφωτο, χυνόταν στο έδαφος κι έσυρε τραγούδια που μιλούσαν για τον πόνο του λαού της να επιβιώσει. Περίεργο, της έβγαινε και μια νότα χαράς στο τέλος. Είχε βάλει δικούς της στίχους, κάτι σαν: «θα τα καταφέρεις, θα τα καταφέρω».

Μετά τα δάση της Νορβηγίας, κατέβηκαν προς τα κάτω. Θάλασσα δεν πέρασαν. Ξαπόστασαν στα Ρουμανικά δάση.

Ο Κήγκαν βρήκε στο ποτάμι, τον Δούναβη, ένα εγκαταλελειμμένο πλοιάριο και μπήκαν μέσα. Κανείς άλλος. Οι γνώσεις του επέτρεπαν την πλοήγηση κι ήταν μοναδική εμπειρία για τη Λευκή και τον ίδιο, εκτός από τα πόδια τους, να χρησιμοποιούν μεταφορικό μέσον.

Η μικρή βρήκε την ευκαιρία ν’ αλλάξει γκαρνταρόμπα και ο Κήγκαν να της περιποιηθεί τα ποδαράκια της.

«Τι υπέροχο που είναι το ταξίδι πάνω στο νερό, Κήγκαν! Η αγωνία μου είναι να μη μας σταματήσει κανένας άνθρωπος…»

Το πλεούμενο αρμένιζε πότε κανονικά, πότε κάπως έρμαιο του ρεύματος του ποταμού, με τη Λευκή στο κατάστρωμα, τα μάτια της στις όχθες του ποταμού και τον Κήγκαν στο τιμόνι. Στιγμές-στιγμές άφηνε το τιμόνι κι οι δυο χαίρονταν την πορεία.

Τα βράδια προσόρμιζαν όπου βόλευε κι άκουγαν τα πετούμενα του ουρανού και φωνές από άλλα αγριμάκια, σαν να έκαναν διακοπές, ένα ζευγάρι πολυτελείας.

Πρέπει να υπήρχε ερωτισμός κατά βάθος από τη μεριά του Κήγκαν απέναντι στη Λευκή, ωστόσο ήταν η κυρία του. Τον φρέναρε η σκέψη του βαθμού και της αποστολής της Λευκής.

Φτάσανε στον Εύξεινο Πόντο.

Δεν μπόρεσαν ν’ αποφύγουν χωρικούς, που αποσβολώθηκαν έτσι όπως τους έβλεπαν να προχωράνε η μία μπρος, ο άλλος πίσω, να κάνουν διάφορες στάσεις και να περιηγούνται τα παράλια.

«Τι παράξενοι που είναι οι άνθρωποι…», σκεφτόταν η Λευκή. «Εκπλήσσονται, αλλά δεν πλησιάζουν».

Τράβηξαν εσωτερικά στα βουνά της Τουρκίας κι απόλαυσαν καταλύματα σπηλιές. Το κλίμα ζέστανε και ζητούσαν όλο και περισσότερο χρόνο για ξεκούραση.

Μέσα από την Καππαδοκία, ο δρόμος για την Παλαιστίνη. Ήταν το μέρος όπου η Λευκή θα ξεπερνούσε τον εαυτό της, μπλέκοντας με τους ανθρώπους και διακινδυνεύοντας την προσωπική της ασφάλεια.

Είχε ζητήσει από τον Κήγκαν να βλέπονται βράδυ, γιατί τη μέρα θα τριγυρνούσε ανάμεσα σε κόσμο. Ο Κήγκαν είχε αντίρρηση.

«Ποιος εγγυάται τη ζωή σου;»

«Θα τους πείσω, υπομένοντας, ότι δεν είμαι επιθετική. Θα ξεμοναχιάζομαι και θα στοχάζομαι».

«Μακάρι να τα καταφέρεις…»

«Θα είμαι ήρεμη και νομίζω ότι θα τα καταφέρω να προσελκύσω τους επιφανείς. Ίσως με βάλουν σε κάποιο σπίτι. Θα ήθελα, Κήγκαν, να ξέρω κάτι περισσότερο απ’ αυτό το είδος που κατοικεί τον πλανήτη εκτός από εμάς. Θα συμφιλιωθούμε ποτέ; Εμείς έχουμε ημερέψει».

Ο Κήγκαν μελαγχόλησε. Ποτέ του δεν καταλάβαινε γιατί η Λευκή είχε αυτές τις αγωνίες, το συνέδεσε με την αποστολή της.

Σ’ αυτά τα μέρη κυκλοφορούσε και μια ασπρουδερή αρκουδίτσα, η οποία βέβαια δεν είχε την αίγλη και τη σοφία της Λευκής. Προς το παρόν, δεν είχαν συναντήσει καμιά. Ήταν όλα πληροφορίες απ’ το βασίλειό τους παρμένες.

Ήταν μέρες που η Λευκή είχε αγωνία.

«Σήμερα θα μπω στην πόλη…»

«Αύριο…»

«Κήγκαν, τη δουλειά σου».

Τελικά, μια μέρα, ξυπνώντας βρίσκει το σημείωμά της:

«Μη μ’ αναζητήσεις εσύ. Μου προκαλείς αναστολές. Άραξε, και θα σε βρω εγώ. Πρέπει να ‘μαστε στη Συρία. Πάω να χωθώ στον κόσμο. Σε φιλώ, η προστατευόμενή σου».

Έλειπε η επίσημη στολή της ─ φαίνεται η Λευκή ήθελε να δηλώσει την ταυτότητά της.

Ο Κήγκαν έπεσε σε μαύρες σκέψεις.

Η Λευκή, πρωί-πρωί, λαμπερή, βρέθηκε στην αγορά μιας πόλης με μυριάδες χρώματα, ανθρώπους να πηγαινοέρχονται, οι οποίοι κάνανε διάφορους κύκλους βλέποντάς την να χαζεύει. Την πλησίαζαν σιγά-σιγά διατηρώντας απόσταση ασφαλείας.

Εκείνη πότε μεγάλωνε, πότε μίκραινε την απόσταση ανάμεσά τους. Κάποια στιγμή κάθισε κοντά σ’ έναν καφενέ, παρατηρώντας τον κόσμο. Η ώρα πέρναγε και τα παιδιά τής έφερναν φρούτα να φάει. Πήρε μερικά, έφαγε κι ανόρεχτα απομακρύνθηκε. Δύσκολα να την μπάσουν στο σπίτι τους.

Ακούστηκε θόρυβος, χλαπαταγή, στρατιώτες, κάποιος επίσημος περνούσε.

Ξαφνικά η Λευκή αναθάρρησε.

Κάποιος με πολύ ωραία φωνή φώναξε:

«Μια πολική αρκουδίτσα… δέστε την, τη θέλω σπίτι μου».

Η Λευκή, για να δώσει σήμα μη αντίστασης, κάθισε στη μέση του δρόμου και περίμενε.

Οι στρατιώτες πλησίασαν. Κατά έναν περίεργο τρόπο, τους άπλωσε το ένα ποδαράκι της και κατήντησε στρατιώτης και ζώο να βαδίζουν μαζί, χωρίς αλυσίδες. Ο άρχοντας παραξενεύτηκε. Έκανε τη βόλτα του στην πόλη και κατευθύνθηκε στα ανάκτορά του.

Η Λευκή ήταν καταχαρούμενη. Θα αποκτούσε επαφές με πρίγκιπες. Ντύθηκε την πιο καλή της διάθεση, εξαφάνισε εντός της κάθε αντίσταση και δέχτηκε τη μικρή κατοικία στην αυλή του άρχοντα Ράμι.

Ήταν φιλόξενος εκείνος ο άρχοντας.

Η αρκουδίτσα του κίνησε την περιέργεια. Τι ήθελε εδώ κάτω στα θερμά κλίματα;

Πώς η έρημη η Λευκή να του λύσει την περιέργεια;

Τα άλλα ζώα κοίταζαν τη Λευκή αφ’ υψηλού. Εκείνη είχε επιλέξει χαμηλό ύφος. Έτρωγε ό,τι της έδιναν και μετά τριγυρνούσε στα δωμάτια του αρχοντικού.

Ο Ράμι τη χαϊδολογούσε κι όλο παρέα την καλούσε. Δεν είχε αλυσίδα. Πήγαινε στα πόδια του κρεβατιού και καθόταν, τον άκουγε να μιλάει με καλοσύνη. Δεν νευρίαζε ποτέ και γενικά ήταν κάποιος που η Λευκή εύχονταν να τον βλέπει καθημερινά.

Μια απ’ τις μέρες που περιποιείτο τα γένια του και τα μαλλιά του, εκείνη είχε σταθεί και τον χάζευε. Εκείνος άρχισε να της μιλάει περιπαθώς:

«Μικρή μου αρκουδίτσα, τι ζητάς εδώ κάτω; Θα ‘θελα να μείνεις εδώ μόνιμα. Σου ετοιμάζω ένα μικρό σπιτάκι ανάμεσα στις κλούβες των άλλων ζώων, γιατί η συμπεριφορά σου είναι υποδειγματική…»

Η Λευκή τον καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να του καταθέσει το λόγο ύπαρξής της και έγειρε το κεφάλι χύνοντας κάποια δάκρυα.

Ο Ράμι τα ‘χασε και βάλθηκε να τη χαϊδεύει, λέγοντας:

«Θα σε κάνω ευτυχισμένη, θα σου βρω ένα αρσενικό ήρεμο και γλυκό σαν εσένα, να μείνετε εδώ».

Η Λευκή εξεπλάγη και περίμενε την κίνηση του άρχοντα…

 

Ο Κήγκαν δεν είχε νέα κι ήταν γεμάτος αγωνία. Σκέφτηκε να τραβήξει για την πόλη, μήπως και τη βρει, δεν μπορεί να είχε απομακρυνθεί τόσο… Πάλι όμως σκεφτόταν να μην παρακούσει τις οδηγίες της κυράς του κι αλώνιζε στις ερημιές, παρέα μοναχική με άλλα ζώα ─ από πού ήξερε πούθε κρατά η σκούφια τους;

Ο Ράμι έδωσε διαταγή να βρουν και να φέρουν τον πιο νέο, τον πιο ωραίο ασπρουδερό αρκούδο, παρέα για τη Λευκή.

Οι κυνηγοί βγήκαν σεργιάνι και ψάρεψαν μαζί με το ντόπιο είδος και τον Κήγκαν. Ο κακομοίρης ο Κήγκαν είχε φοβηθεί πολύ.

Έτσι η Λευκή εκείνο το πρωί είχε δύο συναντήσεις, τον Κήγκαν και τον Όμο, έτσι της τον σύστησαν.

Άρχισε λοιπόν μια περίεργη συνομιλία με το φίλο της, που οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι είχαν έρθει παρέα σ’ εκείνα τα χώματα.

Με τον Όμο η Λευκή άρχισε να φλερτάρει, λέγοντάς του στη γλώσσα τους ότι ο λόγος που βρίσκονταν εκεί ήταν να διαλέξει γαμπρό και να πάνε στο βασίλειό τους πάλι.

Ο άρχοντας ήταν τόσο γοητευμένος απ’ αυτή τη συνάντηση των ζώων, που περνούσε ώρες κοιτάζοντας πώς επικοινωνούσαν μεταξύ τους.

Ο Όμο δεν είχε καμιά αντίρρηση ούτε για τη Λευκή ούτε για την τιμή που τον περίμενε στους πάγους.

Άρχισαν λοιπόν να συνομιλούν για το πώς θα ξέφευγαν απ’ την προσοχή των φρουρών του άρχοντα.

Η Λευκή, που πίστευε ότι η γλώσσα της αγάπης ελευθερώνει, ένα βράδυ άρχισε να φιλάει τα πόδια του Ράμι. Εκείνος ένοιωθε ιδιαίτερα. Όλο και τριγύριζε ανάμεσά του και τον οδήγησε εκεί που ήταν οι φίλοι της, ο Κήγκαν και ο Όμο.

Ο Ράμι την παρακολουθούσε. Πήραν μερικά φρούτα, υποκλίθηκαν γέρνοντας τα κεφάλια και βγήκαν ήρεμα-ήρεμα από την αυλή, ξημερώματα.

Ο άρχοντας δεν έστειλε κανένα φρουρό. Κατάλαβε ότι είχαν συνεννοηθεί να φύγουν, κάθισε σ’ ένα σκαμνί και αποχαιρετούσε σε μια άγνωστη γλώσσα τη μικρή πολική αρκούδα που βρέθηκε στα χώματά του.

Η Λευκή πάτησε το πόδι του Όμο, λέγοντας:

«Ήταν ένας υπέροχος άρχοντας…»

«Κι εσύ ένας υπέροχος γαμπρός, Όμο», είπε ο Κήγκαν.

 

*****

 

Νεράιδες και πράσινοι άγγελοι

 

Ένα παραμύθι από την Χρυσούλα Πλάλα

Σ’ έναν τόπο ανάμεσα γης και σελήνης κατοικούσαν γυναίκες ψιλόλιγνες, όμορφες, με μακριά φορέματα και στολίδια, νεράιδες. Μερικές απ’ αυτές ήταν παράξενες μιλούσαν λίγο και κρατούσαν μια στάση απέναντι στις άλλες περίεργη, απόμακρη, θα την έλεγα κακιά. Όλο και κάτι ψιθύριζαν μεταξύ τους, μόλις έβλεπαν τις «κόκκινες», έτσι έλεγαν τις καλές. Παλιά κατοικούσαν στη γη σε σπηλιές, σε πηγές, σε ποτάμια.     

     Τώρα πια η γη είχε γίνει πολυάνθρωπη, εχθρική γι’ αυτά τα όντα, που εμφανίζονταν σπάνια στους ανθρώπους και δεν ήταν ξεκάθαρο τι ήθελαν να κάνουν. Οι καιροί άλλαξαν.

Οι «κόκκινες» έρχονταν σε συνεννόηση με άντρες, μέτριους στο ανάστημα, με πράσινα ρούχα, που ονόμαζαν τους εαυτούς τους πράσινους αγγέλους. Ξεχώριζαν από τους γαλάζιους και τους άσπρους που ήταν στο φεγγάρι. Λέγανε ότι είχαν για έργο κάποια προετοιμασία για εκείνον το δρόμο των ανθρώπων στη γη που ήταν τυχαίος. Λειτουργούσαν σαν πυξίδα. Επικοινωνούσαν με τους ανθρώπους με κεραίες που είχαν στο κεφάλι τους. Τους έδειχναν δρόμο πώς να κάνουν δύσκολα πράγματα, πώς να είναι ευτυχείς. Οι πράσινοι άγγελοι και οι νεράιδες φρόντιζαν τη γη.

Εδώ όμως και πενήντα χρόνια οι άνθρωποι είχαν χάσει τον μπούσουλά τους. Απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλον κι όλοι είχαν μια ψεύτικη ικανοποίηση.

Η βασίλισσα των νεράιδων λεγόταν Άλμα. Τη βασάνιζε αυτή η κατάσταση επιφανειακής ευτυχίας στη Γη. Αποφάσισε λοιπόν μαζί με τους «πράσινους αγγέλους» να κάνουν κάτι, μια και ήταν πρόσωπα δυνατά και φωτισμένα.

Ταξίδεψαν τότε σε πολλά μέρη και διάλεξαν για τόπο δράσης μια μικρή πολιτεία, απ’ όπου είχαν περάσει ληστές, σαν να είχε γίνει πόλεμος και τα παιδιά ήταν κακοντυμένα, κατσουφιασμένα. Τραβήχτηκαν στις εξοχές και περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία.

Ένα απόγευμα, την ώρα της δύσης, όταν τα παιδιά είχαν τελειώσει το σχολείο, κάτι σαν υπερκόσμια μουσική τα κράτησε στην αυλή καθισμένα μέχρι που βγήκε το φεγγάρι. Στην αλάνα του σχολείου φάνηκε σαν να έβλεπαν φιγούρες που χόρευαν και μιλούσαν στη γλώσσα τους, ένα μικρό θέατρο με τις «κόκκινες» να παίζουν τις μαμάδες που έφτιαχναν γλυκά και μιλούσαν στα παιδιά για ήρωες που κατάφερναν να πηδούν εμπόδια, ν’ ανεβαίνουν βουνά, να περπατούν στα κύματα.

Οι δασκάλες έλεγαν στα παιδιά να φύγουν, αλλά μετά από λίγο κι αυτές κάθισαν μαζί τους κι έβλεπαν κι άκουγαν τα παράξενα.

Η ώρα περνούσε. Ξημέρωσε. Τα παιδιά είχαν γείρει νυσταγμένα, μαγεμένα.

Σούσουρο στον κύκλο των δασκάλων. «Κάτι πρέπει να κάνουμε…». «Αυτό που ζήσαμε», βγήκε η απάντηση. Αφύπνισαν τα παιδιά και βάλθηκαν όλες να τους ετοιμάσουν να φάνε και μετά αποφάσισαν να οργανώσουν μια παράσταση που να διηγούνται τα ίδια τι είχαν δει και τι ήθελαν να κάνουν μετά από τα παράξενα οράματα.

Τα παιδιά άρχισαν να παίζουν διάφορα παιχνίδια, να υποδύονται χαρακτήρες, να κάνουν υπερβολές, να σύρουν τραγούδια.

Το νέο μαθεύτηκε από τις οικογένειες της πόλης. Οι πράσινοι άγγελοι έκαναν τους ανθρώπους να σκεφτούν τις παιδικές καρδιές και ανάγκες, ώστε να κάνουν κάτι που να ευτυχούν μετά από τις επιδρομές των κακών.

Ο αγέρας μύριζε ψημένα φαγητά και γλυκίσματα για να διώξει το κακό που είχε κατακάτσει στις παιδικές καρδιές.

Πήρε πάνω από μήνα αυτή η επιδρομή των νεράιδων και των πράσινων αγγέλων. Βάφτηκε το σχολείο, καθάρισαν οι αυλές, φυτεύτηκαν λουλούδια. Ένα μεγάλο γλέντι στήθηκε στην πλατεία και ξαναγύρισε το κέφι και το χαμόγελο στη μικρή πόλη.

Χρυσούλα Πλάλα  

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

ΠΛΑΛΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ «ΖΩΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΨΑΝ»


ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΛΑΛΑ

     Κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αθήνα το δωδέκατο βιβλίο της Χρυσούλας Πλάλα, συνταξιούχου εκπαιδευτικού, με σπουδές κινηματογράφου στο Λονδίνο. Είναι συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ζωές που άναψαν». Στις 75 σελίδες του περιλαμβάνει τα εξής οκτώ διηγήματα: «Ηχήστε οι σάλπιγγες», «Ο Βόλος», «Η φίλη», «Ο πατέρας», «Βαθύ ίχνος απ’ τα παλιά», «Η αναχώρηση», «Εσύ και ο κόσμος γύρω μας», «Εκ των υστέρων», «Ο πατήρ Πολύβιος». Το εξώφυλλο έχει φιλοτεχνήσει η αρχιτέκτονας Νάνσυ Νικολοπούλου.
     Συγχαίρουμε τη δημιουργική συγγραφέα και της ευχόμαστε καλή επιτυχία στις μελλοντικές συγγραφικές προσπάθειές της.
     Ως δείγμα γραφής δημοσιεύουμε το παρακάτω διήγημά της, με ήρωες μια μητέρα με δύο παιδιά, μια οικογένεια Σύρων προσφύγων που έχει βρει προσωρινά άσυλο στην Ελλάδα και αναμένει την επανένωση με τον πατέρα που εργάζεται στη Γερμανία. Γείτονές τους μια ελληνική οικογένεια που τους στηρίζει, με τη συνδρομή φίλων από τον κοινωνικό περίγυρο. Θέμα επίκαιρο, συμπεριφορές στα όρια του ιδανικού, που μας παρακινούν να κάνουμε συγκρίσεις με τη σημερινή πραγματικότητα…



Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Έχουν περάσει δύο χρόνια, εγώ πηγαίνω στη Β΄ Λυκείου πια. Ξέρουμε ότι είναι ασφαλείς και ευτυχισμένοι που ’ναι στη Γερμανία, σε μια πόλη μικρότερη από τη δική μας. Ο Αμίρ μου λέει ότι όλα εκεί είναι πιο ήσυχα. Τα λεωφορεία περνούν στην ώρα τους, δεν υπάρχει βιασύνη, τα κτίρια παλιά ή καινούργια δεν είναι μουτζουρωμένα και σε όποια υπηρεσία κρατική πηγαίνουν οι γονείς του παίρνουν απάντηση∙ αυτά τον εντυπωσίασαν, του λείπουν οι συναντήσεις μας με το μουσικό  γκρουπ του σχολείου κι οι βόλτες στο Μοναστηράκι.
Έχει τόσα πολλά να θυμάται…

Στην ευρύχωρη γκαρσονιέρα του δεύτερου ορόφου εγκαταστάθηκε μια μάνα με δύο παιδιά από τη Συρία.
Είχαμε όλοι μια αναστάτωση ή, καλύτερα, το γεγονός αυτό μας έθετε προ ευθυνών. Η ίδια η μητέρα μου άρχισε να το σχολιάζει καθημερινά και προσπαθούσε να μηχανευτεί τρόπους να βοηθήσουμε.
«Απ’ την πολιτεία έχουν ό,τι έχουν. Εμείς τι κάνουμε;»
«Αστερία, δεν έχουμε εισόδημα περίσσιο», είπε ο πατέρας.
«Για ρούχα θα πω στις φίλες μου. Αλλά και η Δοξούλα θα μπορούσε να τους διδάξει Ελληνικά ή και Αγγλικά…»
Μου εφάνη μπελάς ν’ αφιερώσω τον ελεύθερο χρόνο μου σε παιδιά… «πολεμοκαπνισμένα», όπως έλεγε η μάνα μου.
«Θα ’ναι ενδιαφέρον, θα σε δροσίσει», έτσι ονόμαζε το αίσθημα από μια καλή πράξη.
Μ’ έβαλε μπροστά, μ’ έσπρωξε σχεδόν ως την πόρτα τους ένα απόγευμα να τους καλέσω για ένα τσάι.
Δέχθηκαν ευχαρίστως και σε μισή ώρα ήρθε η οικογένεια με τα  δύο παιδιά, ένα κοριτσάκι κι ένα αγόρι, στο σπίτι μας. Έλειπε ο πατέρας. Ο νεαρός, ένα μελαχρινό αγόρι με ζωηρά μάτια, μιλούσε αγγλικά. Συνεννοηθήκαμε.
Βρίσκονταν εδώ ένα χρόνο, με σκοπό να πάνε στη Γερμανία, στο Αννόβερο, στον πατέρα τους.
Αποφύγαμε τις τραυματικές εμπειρίες και μείναμε στο εδώ.
«Ο Αμίρ, Ζαΐρα, πρέπει να ολοκληρώσει τα αγγλικά του. Δεν  θα ’ταν άχρηστο να πηγαίνει και σχολείο όπως και η μικρή. Ας μην περιμένουμε το χρόνο τι θα φέρει, ας οργανωθούμε.»
Τα μικρά είχαν ήδη κάποιες δραστηριότητες στο «Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού». Μας είπαν τη διεύθυνση και την άλλη μέρα πήγαμε μαζί με τον Αμίρ στην Αλκαμένους.
Ο Αμίρ ήταν στα δεκαπέντε κι έδειχνε ενδιαφέρον να συμμετέχει σ’ ό,τι τους αφορούσε.
«Εγώ θ’ αναλάβω τη μητέρα.»
Κι έτσι βρεθήκαμε στα Πετράλωνα, σ’ ένα ολοήμερο σχολείο με ελληνικά για ενήλικους. Η Σάσσι πήγαινε στο Δημοτικό της γειτονιάς μας.
Όλοι μπήκαμε σε μια ιδιαίτερη τροχιά. Οι φίλες της μαμάς ανταποκρίθηκαν με θέρμη∙ εκτός από ρούχα, όλο και κάποια τρόφιμα έμπαιναν στη γκαρσονιέρα.
Ο μπαμπάς έμεινε λίγο απέξω, αλλά ομολόγησε ότι στο καφενεδάκι που πήγαινε τις ελεύθερες ώρες του άναβαν οι συγκινήσεις για το προσφυγικό. Έδινε το δικό του τόνο, για να μην είναι ξενόφοβοι οι συμπολίτες του.
Ο βαθμός δυσκολίας ήταν όταν ο Αμίρ θέλησε να ’ρθει στο σχολείο μου, για να προσπαθήσει να ενταχθεί. Κάθισε δίπλα μου. Η Διεύθυνση του σχολείου ρύθμισε να παρακολουθεί φυσικομαθηματικά, αγγλικά και γλώσσα. Είχε μάθει σ’ ένα χρόνο να διεκδικεί μια θέση σ’ ένα χώρο. Δεν έμεινε πίσω φοβισμένος. Ζήτησε μόνος του απ’ τον καθηγητή της φυσικής αγωγής να συμμετάσχει στην ομάδα ποδοσφαίρου.
Στο άλλο πεδίο, των μεταξύ των συμμαθητών μου σχέσεων, έκανα ό,τι μπορούσα. Τους είπα ότι ο Αμίρ είναι καλός φωτογράφος. Παρακολουθεί μαθήματα στο «Δίκτυο» και δε θέλει να ’ναι ξεκομμένος. Να κάνουμε ό,τι μπορούμε.
«Να πάμε μαζί σινεμά» ή «Πες του να ’ρθει στο γκρουπ του Μίσα, που παίζουμε μουσική.»
Όλοι οι αλλοδαποί του Σχολείου μας ξέρανε Ελληνικά, οι περισσότεροι είχαν γεννηθεί εδώ, απόμενε λοιπόν μόνον ο Αμίρ. Δεν ήταν συμφέρον να μένουν πίσω, άποψη της μαμάς, επειδή κάποτε θα ’φευγαν για Γερμανία. Έπρεπε να καταλάβουν ότι και εδώ είχαν πράγματα να μάθουν. Οι ειδήσεις απ’ τον πατέρα τους δεν ήταν ενθαρρυντικές, είχε δίκιο η κ. Αστερία.
Η μάνα μου είχε πείσει τη Ζαΐρα ότι, μαθαίνοντας Ελληνικά, θα μπορούσε να της δείξει την πόλη και να χαίρονται∙ ήταν προτιμότερο, παρά να κλαίει την κατεστραμμένη πατρίδα της. Της ζητούσε συνταγές για φαγητό κι έβλεπες τι χαρά έκανε η Ζαΐρα, όταν δοκιμάζαμε όλοι την αραβική κουζίνα. Ο κ. Βαγγέλης, ο γείτονας, κάτοχος φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, δέχθηκε τον Αμίρ στις τάξεις του με χρέωση το μισό, χορηγία των φιλενάδων της μαμάς.
Απόμενε η προσφορά η δικιά μου με τα Ελληνικά. Βασικό ανάγνωσμα είχαμε τα μετάφραση του "Μικρού Πρίγκηπα" και συζήτηση με καθημερινό λεξιλόγιο. Μάθαινε γρήγορα, η Σάσσι λιγότερο.
«Γιατί διάλεξες το "Μικρό Πρίγκηπα", εσείς έχετε τόση μυθολογία;»
«Γιατί εκείνη είναι η πιο τρυφερή ιστορία που έχω ακούσει για μικρούς και μεγάλους.»
Τον υποχρέωσα να ’χει τετράδιο λεξιλογίου και παραχώρησα επί δίωρο καθημερινά τον υπολογιστή μου.
Η οικογένεια πρόσφερε τις υπηρεσίες της απλόχερα.
Αυτό μαλάκωσε τις εμπειρίες που είχαν φεύγοντας από ’κει. Πράγματι, ο Αμίρ τραβούσε ωραίες φωτογραφίες με το κινητό του. Πρόσεχε το καδράρισμα και είχε βάλει τίτλους στ’ αγγλικά. Προτιμούσε ανθρώπινες φάτσες αντί κτιρίων. Τον ρώτησα γιατί.
«Δεν μπορεί να ’ναι όλα ρόδινα. Αυτές οι εικόνες μιζέριας της πόλης είναι η συνέχεια του ταξιδιού μας. Κάτω στις πλατείες, Δοξούλα, η ζωή είναι δύσκολη και άσχημη.»
Ο Σύρος πρόσφυγάς μου έκανε κριτική στην πόλη μας και στη ζωή μας.
Σχεδόν κάθε απόγευμα πήγαινε σε κάποια απ’ τις δραστηριότητες του «Δικτύου». Αν τύχαινε Σαββατοκύριακο, συνόδευα κι εγώ στους περιπάτους γύρω απ’ την Ακρόπολη. Λάτρευε το παγωτό χωνάκι. Είχα πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο μου. Σαν να επρόκειτο για κάποιο κακοπαθημένο ξαδελφάκι μου.
Στο σχολείο ο καθηγητής των Μαθηματικών είχε παρατηρήσει έφεση και τον είχε επαινέσει δημόσια.
Οι φίλοι μου μου ’παν να μην τρενάρω την πρόσκλησή μου στο μουσικό γκρουπ του Μίσα.
Οι γονείς του με τον νεοφερμένο έδειξαν θέρμη. Μας σέρβιραν νοστιμότατα σάντουιτς, μέχρι που άρχισαν τα παιδιά να παίζουν. Ο Αμίρ ήταν λίγο σα χαμένος μ’ όλη την ελληνική εκφορά της φωνής μας, τα  παλαμάκια μας, αλλά δεν έδειξε εντελώς έξω απ’ τα νερά του. Του άρεσε ο ρυθμός μας.
«Αργότερα ίσως δοκιμάσεις κι εσύ τα τύμπανα», του ’πε ο Μίσα.
«Αμίρ, τι νέα απ’ το Αννόβερο;»
«Δεν ξέρω, Δοξούλα, ίσως αργότερα. Ο πατέρας μου είναι σίγουρος ότι θα μας δεχθούνε… να κάνουμε υπομονή…»
Δούλευε σ’ ένα σούπερ μάρκετ. Ίσως αν πήγαιναν όλοι εκεί εύρισκε καλύτερη δουλειά. Στη Συρία ήταν οδοντοτεχνίτης.
Τον ρώτησα αν νοσταλγούσε την πατρίδα του. Μου ’πε ότι δεν ήθελε να γυρίσουν πίσω. Τίποτε δεν θα ’ταν το ίδιο. Ο Αμίρ κοίταζε εμπρός γι’ αυτό και δούλευε τόσο πολύ με τις δραστηριότητές του στο «Δίκτυο» και τ’ αγγλικά.
Η Σάσσι ήταν πιο  αργή αλλά επιμελής.
Η Ζαΐρα έπαψε να κλαίει, συμβουλή της μαμάς:
«Επηρεάζονται τα παιδιά και δεν μπορούν να προχωρήσουν…»
Είχε τελειώσει το Λύκειο στη Συρία από βαθιά θρησκευόμενους γονείς. Διάβαζε το κοράνι φωναχτά στα παιδιά πριν την απογευματινή τους προσευχή. Ο Αμίρ πήρε την κατάσταση στα χέρια του και προσευχόταν μόνος του χωρίς τη Ζαΐρα πάνω απ’ το κεφάλι του.
«Η υπεύθυνη απ’ την οργάνωση μας πήγε και είδαμε μια ταινία που είχε βραβευτεί…»
«Σου άρεσε;»
«Ήταν ένα φιλμ γυρισμένο στην Ινδία, το Lunchbox. Ήθελα να δω κάτι αμερικάνικο με τους τεράστιους δρόμους και τ’ αυτοκίνητα…»
«Αμίρ, η χώρα αυτή έχει προβλήματα. Μη ζηλεύεις ό,τι αστράφτει.»
Είχα μάθει να επεξεργάζομαι ό,τι βλέπω απ’ τη μητέρα μου και τον πατέρα μου, αλλά ένα παιδί ταλαιπωρημένο, ξεπατρισμένο, δεν μπορεί παρά να νοιώσει διαφορετικά απέναντι στις ανέσεις του κόσμου.
Σα συμβουλή του είπα:
«Μάθε να κοιτάζεις κάτω απ’ την επιφάνεια.»
«Δοξούλα, πρώτα θα γίνω σοφός ή πλούσιος;», ρώτησε ανυπόμονα.
«Σοφός, έτσι λέω εγώ. Και πλούσιος να γίνεις, να παραμείνεις σοφός.»
Στεναχωριόμουν, γιατί είχαμε έναν πόλεμο παραδίπλα κι εγώ ευαγγελιζόμουνα το Σωκράτη. Πήρα αμπάριζα απ’ την ιστορία και του ’πα καλοπροαίρετα.
«Βρε κουτέ, όταν εσείς κάνατε πόλεις σαν την Παλμύρα, οι Αμερικάνοι δεν υπήρχαν. Όλοι οι μεσογειακοί λαοί έχουμε σοφία, παρελθόν, μπορούμε να ζήσουμε με λίγα και να ’μαστε ευτυχείς… άλλοι τρελαίνονται, είναι δυστυχείς, αν δεν καταναλώνουν.»
Ο Αμίρ πήγε στον υπολογιστή γι’ απάντηση και χώθηκε στ’ αγγλικά του.
Παρηγοριές, έλεγα από μέσα μου, αλλά λίγη τύχη και συμπάθεια απ’ τον κόσμο μπορούσαν να γλυκάνουν αυτή τη ζωή.
«Να ’σαι έτοιμος για ένα οδοιπορικό σπουδαίο την Κυριακή το πρωί.»
Είχα πείσει τους γονείς μου να πάμε όλοι μαζί στο Μουσείο και να περπατήσουμε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, να φάμε έξω μαζί με τους φίλους μας. Ο Αμίρ είχε πάει ξανά στο Μουσείο, αλλά ήταν σημαντικό για τη Σάσσι και τη Ζαΐρα.
Του είπα ότι στους Ολυμπιακούς αυτός ο δρόμος είχε τόσο γιορτινό χρώμα, οι άνθρωποι παραληρούσαν, μεταφέροντας τη φλόγα… Με άκουγε, τραβούσε φωτογραφίες και κάποια στιγμή είπε:
«Σα να ’μαστε σε μια γωνιά της γης και κανείς δεν μας ενοχλεί. Μα δίπλα έχουμε πόλεμο.»
«Αμίρ, να δοξάζεις το Θεό που είστε καλά… αυτό μόνον θα προσεύχεσαι να πάτε στον πατέρα σου.»
«Δεν είναι κανείς ασφαλής με τους τρομοκράτες πουθενά…», απάντησε η μητέρα μου.
Είχαμε όλοι διάθεση καλοκαιρινή.
Σε μερικές ώρες η θάλασσα θα ’ταν ζεστή, κι όμως όλα είχαν μια γεύση με ίχνη πίκρας στο τέλος.

Η απάντηση απ’ το Αννόβερο ήρθε στην αρχή του επόμενου χρόνου. Όλοι μας είχαμε μεστώσει από γνώση και εμπειρίες.
Η γκαρσονιέρα ερήμωσε… ποιος ενοικιαστής θα ’ρχόταν;
Τις τελευταίες ημέρες δώσαμε υπόσχεση να είμαστε σε τακτική επικοινωνία.
«Κι όμως, Δοξούλα, έχω μια στεναχώρια. Χάρη σε σας περάσαμε ωραία εδώ.»
Η Ζαΐρα μαγείρεψε το τελευταίο γεύμα σπίτι μας κι εκείνο το απόγευμα πήγαμε ν’ ακούσουμε τη μπάντα του Μίσα.
Χρυσούλα Πλάλα