Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΣΩΠΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΣΩΠΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

ΡΑΦΑΗΛ Ν. ΧΡΥΣΑΦΗΣ

   ΡΑΦΑΗΛ Ν. ΧΡΥΣΑΦΗΣ (1990 - 2016)
                                                                                                                         
Καμιά φορά ο θάνατος χαράζει το σημάδι του πριν ακόμα γεννηθεί κάποιος. Μια μικρή διορία του δίνει, όσο μια ανάσα, κι έπειτα του κόβει τη χαρά της ζωής. Πώς να μην απελπιστεί επομένως ο άνθρωπος που θέλει να ζήσει υγιής και ν’ απολαύσει τις χαρές της ζωής, όταν απ’ τη γέννησή του γνωρίζει πως πρέπει ν’ αγωνίζεται καθημερινά για να διατηρήσει το δικαίωμα να ζει;
Ο Ραφαήλ, γιος του συγχωριανού μας Νικόλα Εμμ. Χρυσάφη και της Χριστίνας Φεργαδιώτου-Χρυσάφη, γεννήθηκε το 1990 στο Παλαιοχώρι. Τον βάφτισαν Ραφαήλ, για να είναι προστάτης του ο Άγιος Ραφαήλ. Παιδί καλοσυνάτο, ήσυχο και αξιαγάπητο, πάλευε με τη μάστιγα της μεσογειακής αναιμίας από τότε που γεννήθηκε. Στα είκοσι έξι χρόνια της ολιγόχρονης ζωής του έκανε πολλούς φίλους στο Παλαιοχώρι και στο Πλωμάρι, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Αγάπησε πολύ το χωριό, γι’ αυτό κι όταν πλησίαζε το τέλος του οι φίλοι του τον έφεραν στο Παλαιοχώρι και τον γύρισαν σ’ όλες τις γειτονιές, να το δει για τελευταία φορά.
Άραγε, οι εικόνες αγαπημένων προσώπων και τόπων μάς ακολουθούν στον άλλο κόσμο ή σβήνονται σε σκοτάδι ανυπαρξίας; Ποτέ δεν θα μάθουμε όσο είμαστε ζωντανοί. Μόνο να θρηνούμε μπορούμε για τον αποχωρισμό από τον αγαπημένο νεκρό, σαν την Αγάθη Χρυσάφη, γιαγιά του Ραφαήλ, που έκανε τον πόνο της μοιρολόι και καταγγελία του Χάρου που της στέρησε το αγαπημένο της εγγόνι…

Όλα για το Ραφαήλ Ν. Χρυσάφη
από τη γιαγιά του Αγάθη Εμμ. Χρυσάφη                                                                                                                             
Σ’ αυτό το μνήμα το βουβό, τ’ αραχνιασμένο χώμα,
πώς, Ραφαήλ, εθάφτηκες απίστευτό ’ναι ακόμα.

Περνώ, φωνάζω, δεν μ’ ακούς και μόνη ψιθυρίζω,
πάνω στα έρημα βουνά σαν τα πουλιά γυρίζω.

Μάταιο είναι να σε βρω, να σε σφιχταγκαλιάσω,
ο Χάρος μας εχώρισε, μάνα, πατέρα κι αδελφές
και την καλή γιαγιά σου.

Πάντα με τ’ αχ βραδιάζομαι και με το βαχ κοιμούμαι,
μερόνυχτα, αγάπη μου, εσένα συλλογούμαι.

Σε σήκωναν και σ’ έβαζαν στην πόρτα του σπιτιού σου,
μόλις σε βάλαν καταγής, έχασες τη ζωή σου.

Όλοι οι περίφημοι γιατροί χαθήκανε για σένα,
που ’γιαίνανε κρυφές πληγές και σπλάχνα πληγωμένα.

Ούτε γιατροί σε γιάτρεψαν, ούτε οι Αγιοί βοηθούνε,
ο Χάρος ήταν ο γιατρός, δεν θα σε ξαναδούμε.

Έρημη πλάκα σκέπασε το άμοιρο κορμί σου
και δεν μπορείς να ξαναδείς ούτε και τους γονείς σου.

Το άχαρο κορμάκι σου, το όμορφό σου σώμα
θα το χαρεί η μαύρη γη, το νεκρικό το χώμα.

Χάρε, πώς απεφάσισες και πήρες τέτοιο σώμα
και το ’βαλες στη μαύρη γη, και θα το φά’ το χώμα;

Ο τάφος δεν σου ταίριαζε, τ’ αραχνιασμένο μνήμα,
που βάλαν το κορμάκι σου σ’ αυτή την ηλικία.

Οι φίλοι σου σε αγαπούν, έρχονται κάθε βράδυ,
σήκω και κάθισε μαζί και φύγε απ’ το σκοτάδι.

Και η μανούλα σου η χρυσή κι οι δυο οι αδελφές σου
πηγαίνουν κι έρχονται συχνά, ίσως σε ξαναδούνε.

Και η γιαγιά σου η καλή, μαζί με τον μπαμπά σου
πηγαίνουν κι έρχονται μαζί, να τ’ς έχεις συντροφιά σου.

Ρίξε το χώμα απ’ τη μια, την πλάκα απ’ την άλλη
και σήκω και περπάτησε, σαν που ’σουν παλικάρι.

Χάρε σκληρέ και άπονε, έκανες αδικία
και πήρες το κορμάκι του σε τέτοια ηλικία.

Ορφάνεψα και έμεινα σαν το νερό στ’ αυλάκι,
όπου στερεύει το νερό και μένουν πέτρες κι άμμοι.

Ο Χάρος ήταν ο γιατρός κι ο τάφος ησυχία,
ο ζωντανός ο χωρισμός είναι απελπισία.

Ο χωρισμός κι ο θάνατος είναι το ίδιο πράμα,
μηδέ βοτάνια πιάνουνε, μηδέ τ’ Αγιών το τάμα.

Τραγούδι κάνω τον καημό, τον πόνο σου να σβήσω,
γιατί το ξρω δεν μπορώ πίσω να σε γυρίσω.

     Πάντα θα σε θυμόμαστε, η γιαγιά σου Αγάθη

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

ΓΑΝΩΣΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ~ ΠΕΝΤΕ ΓΕΝΙΕΣ

Ο συγχωριανός μας Γρηγόρης Γ. Γανώσης μας έστειλε με e-mail οικογενειακές του φωτογραφίες. Πέντε γενιές, προπάππος, γιοι, εγγονός, εγγόνια του γιου, παιδιά κι εγγόνια του εγγονού. Η μια γενιά διαδέχεται την άλλη σε αδιάσπαστη αλυσίδα γεννήσεων και θανάτων. Ανιόντες και κατιόντες συγγενείς, διαιώνιση ονομάτων…   


Οικογένεια Γανώση. Τρεις γενιές σε μια φωτογραφία. 
Στη μέση ο παππούς Γρηγόρης Γανώσης (“Καπνοπώλης”), με φόντο το καπνοπωλείο του στην αγορά Παλαιοχωρίου. Δεξιά του ο μεγαλύτερος γιος του Γιώργος, σύζυγος της Ειρήνης Κουραχάνη-Γανώση και πατέρας του Γρηγόρη, της Δέσποινας και του Δημήτρη. Αριστερά του ο γιος του Απόστολος, σύζυγος της Νίκης Πρωτογύρου-Γανώση και πατέρας άλλου Γρηγόρη και της Σουλτάνας. Μπροστά στα πόδια του σε παιδική ηλικία ο εγγονός του Γρηγόρης Γανώσης, γιος του Γιώργου, σύζυγος της Παναγιώτας Κουτσουραδή και πατέρας του Γιώργου, του Δημήτρη και του Μάριου, παππούς σήμερα του μικρού Γρηγόρη Γ΄, της Κατερίνας, της Παναγιώτας, παιδιά του γιου του Δημήτρη, κι άλλων τριών εγγονών από το γιο του Γιώργο, του Γρηγόρη, του Βασίλη και της νεογέννητης Μυρσινούλας.
 
Ο μικρός Γρηγόρης Γανώσης ο Γ΄, γιος του Δημήτρη και της Ευαγγελίας Ραφτέλη-Γανώση κι εγγονός του Γρηγόρη Γανώση Β΄ και της Παναγιώτας Κουτσουραδή-Γανώση, κάνει κούνια στην παιδική χαρά στο Παλαιοχώρι.

Βάφτιση των δίδυμων κοριτσιών του Δημήτρη και της Ευαγγελίας Ραφτέλη-Γανώση στην Ευαγγελίστρια Παλαιοχωρίου. Νονοί ο αδελφός του Δημήτρη Μάριος κι η εξαδέλφη τους, κόρη της Παρούλας, αδελφής της μητέρας του Δημήτρη Παναγιώτας. 
Κατερίνα και Παναγιώτα τα ονόματά τους. Να τους ζήσουν!

Ο μικρός Γρηγόρης Γανώσης ο Γ΄ στην κούνια της φίλης του Μυρσινούλας στη Μέσα Βρύση Παλαιοχωρίου.


Το νεότερο μέλος της οικογένειας Γανώση, ένα γλυκύτατο νεογέννητο κοριτσάκι, που θα ονομαστεί Μυρσινούλα. Είναι τρίτο παιδί του Γιώργου Γρ. Γανώση.  

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

ΜΝΗΜΗ ΓΙΑΝΝΗ Γ. ΚΟΥΤΛΗ

Μνήμη Γιάννη Γ. Κουτλή
                                   
     Έχουν περάσει ήδη τρεις μήνες από τη μέρα που χάθηκε άξαφνα μια όμορφη ψυχή. Όσες φορές έπιανα το μολύβι να γράψω δυο λόγια για τη μνήμη του, ολοζώντανη εμφανιζόταν μπρος στα μάτια μου η γελαστή του μορφή κι ακύρωνε το θάνατο…
     Κυριακή 17 Μαΐου 2015 πέθανε πρόωρα στα εξηνταδυό του χρόνια ο Γιάννης Γ. Κουτλής, συγγενής, συμμαθητής, φίλος, συγχωριανός, ένας θαυμάσιος άνθρωπος.

     Γεννήθηκε το 1953 και μεγάλωσε στο Παλαιοχώρι. Πατέρας του ήταν ο καφεπώλης Γεώργιος Ευ. Κουτλής και μητέρα του η Αθηνά Ι. Κουτλή. Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας, αδέλφια του ο δικηγόρος Στάθης Κουτλής, ο αείμνηστος Λευτέρης που πέθανε πριν λίγα χρόνια στην Αυστραλία, η Ελένη και η Μαρία. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιοχωρίου, με δασκάλους την Κατερίνα Ζωγράφου, τη Νίτσα Βαμβαδέλη, τη Μαρίτσα Λούπου, το Σταθάκη Κουτλή και το Γιώργο Γιαμουγιάννη. Μετά την αποφοίτησή του από το εξατάξιο Γυμνάσιο Πλωμαρίου και τη στρατιωτική του θητεία, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο γραφείο του Πλωμαρίτη δικηγόρου Γιαννουλέλλη, όπου απέκτησε μεγάλη πείρα στη διαχείριση ακινήτων. Αργότερα εργάστηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας μεσίτης και διαχειριστής ακινήτων. Πριν λίγους μήνες συνταξιοδοτήθηκε κι έκανε σχέδια για το μέλλον.
     Παντρεύτηκε τη συγχωριανή μας Ευαγγελία Ευ. Καραμπέτσου, αξιωματικό στρατού συνταξιούχο σήμερα, που γι’ αυτόν δεν ήταν μόνο αγαπημένη σύζυγος κι αχώριστη σύντροφος σε κάθε τους δραστηριότητα, αλλά το πιο φιλικό και έμπιστο πρόσωπο της ζωής του, που κοινωνούσε μαζί της χαρές, βιοτικές αγωνίες και τα παράπονά του για τα άδικα της ζωής. Απέκτησαν δυο καλά παιδιά, το Γιώργο και το Στάθη, που είχαν τη χαρά να τα δουν να μεγαλώνουν σωστά, να τελειώνουν πανεπιστημιακές σπουδές, να βρίσκουν εργασία. Το πόσο καλός πατέρας υπήρξε ο Γιάννης το απέδειξε όταν αναγκάστηκε για μακρό διάστημα να αναλάβει τη φροντίδα των έφηβων γιων του, μαθητών στη Γκράβα, όταν η σύζυγός του αποσπάστηκε από την Αθήνα σε στρατιωτική μονάδα του Πολιχνίτου Λέσβου. Έγινε τότε και μάνα και νοικοκυρά και τα κατάφερε άριστα.
     Αλλά και στη σύντροφο της ζωής του ανταπέδιδε την αγάπη και τις φροντίδες της με άπειρη αγάπη και τρυφερότητα. Ποτέ δεν της είπε πικρό λόγο, ποτέ δεν της χαλούσε χατίρι, για όλα συζητούσαν κι αποφάσιζαν μαζί. Με εργατικότητα και συνετή διαχείριση των οικονομικών τους, κατάφεραν να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία στην Αθήνα, στη Μελίντα και στο Παλαιοχώρι. Χαρά του να περνά τα Σαββατοκύριακα στο εξοχικό τους στην Κερατέα, όπου έμελλε ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή το Μάη.
     Χαρακτήρας ευαίσθητος, κοινωνικός, ανοιχτόκαρδος, γλυκομίλητος. Συνδύαζε τη σοβαρότητα για τα σοβαρά της ζωής με το ανεξάντλητο χιούμορ, που το θεωρούσε αντίδοτο για κάθε πίκρα. Ποτέ δεν θύμωνε, όταν άκουγε να τον προσφωνούν με το πατρικό του παρατσούκλι. Βαθιά ανθρωπιστής και δημοκράτης, υποστήριζε πάντα το δίκιο και την αλήθεια, αδιαφορώντας αν θα δυσαρεστούνταν κάποιοι. Αγαπούσε την καλή παρέα στο καφενείο και του άρεσε να αφηγείται αστείες ιστορίες του χωριού μας, που το λάτρευε κι ήθελε να το επισκέπτεται συχνά. Η απλότητα κι η καλοσύνη του έκαναν όλους γύρω του να τον συμπαθούν και να γίνονται φίλοι του. Γι’ αυτό, τη μέρα της κηδείας του στο Παλαιοχώρι είχε συρρεύσει πολύς κόσμος από πολλά χωριά της Λέσβου.
     Στην Αθήνα ούτε την παλιοχωριανή του προφορά άλλαξε ούτε τη μεγάλη του αγάπη για το Παλαιοχώρι λιγόστεψε. Παρ’ ότι ήταν εξίσου αγαπητός και στους μη Παλιοχωριανούς γείτονές του στα Πατήσια, που τους συναντούσε συχνά στο καφενείο, δεν έχανε ευκαιρία να συναντιέται με συγχωριανούς στην Αθήνα. Συμπονετικός, φιλότιμος και ανιδιοτελής στο έπακρο, άφηνε τη δουλειά του, προκειμένου να βοηθήσει τους άλλους. Έτρεχε παντού, να συντρέξει όποιον είχε ανάγκη, να επισκεφτεί άρρωστους Παλιοχωριανούς στα νοσοκομεία, να συμπαρασταθεί στα πένθη, να συνεορτάσει στις χαρές. Αγαπούσε το γλέντι, το χορό και το τραγούδι και δεν έλειπε ποτέ από τις ουζοβραδιές και τις εκδρομές του Συλλόγου Παλαιοχωριτών Αθήνας. Μερακλής και πάντα περιποιημένος, σκόρπιζε γύρω του τη χαρά και την αγάπη, γιατί αγαπούσε κι ο ίδιος τη ζωή και τους ανθρώπους.
     Όσοι τον ήξεραν καλύτερα όμως, γνώριζαν πως πίσω απ’ την εικόνα της ξεγνοιασιάς έκρυβε τα παράπονά του, τη νοσταλγία του για το χωριό, την έγνοια του για τους δικούς του ανθρώπους, την αγωνία του για την αποκατάσταση των αγοριών του. Βούρκωναν τα μάτια του κάτι τέτοιες στιγμές που άφηνε να εκδηλωθούν αυτά του τα συναισθήματα, προτού ξαναφορέσει τη γελαστή όψη που προτιμούσε κι αρχίσει τα χουρατά με τη βροντερή φωνή του. Έτσι γελαστό θα τον θυμόμαστε πάντα… 
     Λένε πως οι άνθρωποι πεθαίνουν, όταν πάψουν να τους θυμούνται και να μιλούν γι’ αυτούς οι ζωντανοί. Ο Γιάννης θα μείνει αξέχαστος σε όσους τον γνώρισαν. Γιατί έφυγε, αφήνοντας πίσω το καλό του όνομα και μια αγαπημένη οικογένεια. Κι αν τα λόγια είναι παρηγοριά, η εκτίμηση του κόσμου και τα καλά του παιδιά εύχομαι με τον καιρό να γεμίσουν το κενό της φυσικής απουσίας του από το πλευρό της αγαπημένης του συντρόφου Ευαγγελίας.
     Τα παρακάτω λόγια του Ιερού Αυγουστίνου, που διάβασα σ' ένα βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη, ας γίνουν βάλσαμο παρηγοριάς για τους δικούς του:

      «Ο θάνατος δεν είναι τίποτα. Είμαι ο ίδιος κι εσύ ο ίδιος είσαι. Ό,τι ήμασταν ο ένας για τον άλλον είμαστε ακόμα. Να με ονομάζεις όπως πάντα. Μίλα με μένα σαν άλλοτε. Γέλα με όσα γελούσαμε μαζί. Λέγε το όνομά μου στο σπίτι χωρίς αχτίδα λύπης. Η κλωστή δεν κόπηκε στο νήμα. Γιατί να είμαι έξω απ’ τη σκέψη σου, επειδή δεν είμαι στο οπτικό σου πεδίο; Όχι, δεν είμαι μακριά σου, είμαι μόνο στην απέναντι μεριά του δρόμου.»

     Ο Γιάννης πέθανε Κυριακή 17 Μαου στην Κερατέα και κηδεύτηκε στο Παλαιοχώρι την Τετάρτη 20 Μαου. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη από συγγενείς και φίλους από το Παλαιοχώρι, τη Μυτιλήνη, το Πλωμάρι και τα γύρω χωριά. Οι προσφορές αντί στεφάνου θα διατεθούν για επισκευές στον Ι.Ν. Ευαγγελιστρίας Παλαιοχωρίου.
    Όσοι Παλιοχωριανοί τον γνωρίσατε, πιείτε ένα ούζο στη μνήμη του Γιάννη αυτό το Σάββατο. Εσείς που δεν τον γνωρίσατε και θα διαβάσετε αυτό το κείμενο ευχηθείτε να βρει ανάπαυση η ψυχή του ανάμεσα σε καθαγιασμένες ψυχές δικαίων.
     Ας είναι αιώνια η μνήμη του.
Μυρσίνη Βουνάτσου

*Για να διαβάσετε το σχόλιο, κάντε αριστερό κλικ πάνω στη λέξη "σχόλιο" ή στον τίτλο του κειμένου.  

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

ΔΑΤΣΕΡΗ ΑΝΝΑ


ΑΝΝΑ ΕΜΜ. ΔΑΤΣΕΡΗ
Κρητικές μαντινάδες
                                                                                                                  
Μοιάζω μοναχικό δεντρί, στο δάσος των ανθρώπω
που μέρα-νύχτα καρτερεί, να ’ρθει, τον ξυλοκόπο.
 
Το μονοπάτι της ζωής μπρος στον γκρεμό τελειώνει
κι ο που ’χει στην ψυχή φτερά τ’ ανοίγει και γλιτώνει.
                                                                                          
Σιγά-σιγά λιγαίνουνε οι συναναστροφές
και γίνηκε η μοναξιά τσιγάρο και καφές.
                                                              
Ποτέ μην πει ο άνθρωπος τον αγαπά θα πάρει,
η μοίρα και το ριζικό όλα τα κουμαντάρει.
                                                  
Πρέπει να κάνουν άγιο, Πόνο να τόνε λένε,
να δούνε για τη χάρη του πόσες καρδιές θα κλαίνε.
                                                                  
Η μόνη κόντρα που μπορείς να κάνεις του θανάτου,
σαν έρθει ο Χάρος να σε βρει, να ’σαι του πεταμάτου.
            
Σημείωση:
     Τις παραπάνω μαντινάδες απήγγειλε στις 29-12-2002 η φίλη Άννα Δατσέρη, που κατάγεται από την επαρχία Μιραμβέλου Λασιθίου Κρήτης, καθηγήτρια Οικιακής Οικονομίας, η οποία εργάστηκε για πολλά χρόνια στις Γεωργικές Εφαρμογές στην Άντισσα και άλλα μέρη της δυτικής Λέσβου. Όσοι Λέσβιοι τη θυμούνται ακόμα, να ξέρουν ότι αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα της τη Λέσβο και μιλούσε για τις μαθήτριές της με ξεχωριστή εκτίμηση. Στη συνέχεια, δίδαξε πολλά χρόνια σε Γυμνάσια της Αθήνας, μέχρι τη συνταξιοδότησή της. Η μετοίκησή της στην Κρήτη, μετά από εγκεφαλικό, μας στέρησε από μια καλή φίλη, από τα τηλεφωνήματα και τις αφηγήσεις της για τη Λέσβο.
     Δημοσιεύουμε τις μαντινάδες της, για να καταδείξουμε πως τα δημοτικά δίστιχα λιανοτράγουδα με περιεχόμενο ερωτικό-φιλοσοφικό-παραπονετικό ή άλλο αναπτύχτηκαν στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο, εξυπηρέτησαν πολλαπλά την παραδοσιακή κοινωνία των παλαιότερων χρόνων, επιζούν όχι μόνο σαν μουσειακό είδος και τραγουδιούνται ακόμα, γιατί, κι αν έχουν αλλάξει οι συνθήκες ζωής, εξακολουθούν να απηχούν γνήσια πηγαία συναισθήματα του απλού ανθρώπου. Κι ό,τι πηγάζει μέσα απ’ την καρδιά είναι διαχρονικό…
     Η Άννα τα τελευταία χρόνια συνήθιζε να γράφει αναμνήσεις από τη ζωή της ή άλλα κείμενα, να τα φωτοτυπεί και να τα στέλνει ταχυδρομικά σε συγγενείς και φίλους. Ήταν το χνάρι που ήθελε ν’ αφήσει στη ζωή, προτού την εγκαταλείψει η μνήμη. Παρακάτω μια προσευχή, που δείχνει την ευσέβεια που τη χαρακτήριζε, αλλά και το παράπονο μιας ευαίσθητης μοναχικής ψυχής, που ένιωθε σαν «κλωτσοσκούφι» της ζωής. Κι ένα παραμύθι του πατέρα της, από τα γραπτά που μας έστειλε. Μας το είχε αφηγηθεί και τηλεφωνικά, για να στηρίξει την πεποίθησή της πως «όλα είναι τυχερά»
clip_image002[4]

Προσευχή
Ω Παναγία Δέσποινα, γλυκύτατη Παρθένα,
εις τον αγώνα της ζωής βοήθα με και μένα.
Βοήθησέ με Παναγιά, γλυκιά μου Παναγία,
γιατί η ζωή είναι θάλασσα, μεγάλη τρικυμία.
Και ναυαγός ευρίσκομαι μέσα στη βιοπάλη,
στη χάρη σου στηρίζομαι, Παρθένα, τη μεγάλη.
Και σαν μητέρα του Χριστού, ελπίζω να με σώσεις
κι από αόρατο εχθρό εσύ να με γλιτώσεις.
Στη σκέπη των πτερύγων σου φύλαγε, Παναγιά μου,
όλου του κόσμου τα παιδιά κι εμένα τα δικά μου.
Ναι, Παναγία Δέσποινα, λυπήσου κι ευσπλαχνίσου
και άφεση αμαρτιών ζήτησε απ’ το Παιδί σου.
Να συγχωρέσει πταίσματα και αμαρτήματά μου,
να βοηθήσει στο καλό και με και τα παιδιά μου.
 
Μακάρι η Παναγιά να στέκεται στο πλάι της Άννας εκεί που βρίσκεται τώρα…

clip_image004[4]

Παραμύθι
                                                                       
     Στη μνήμη του πατέρα μου Εμμανουήλ Δατσέρη, που του άρεσε να διηγείται το παρακάτω παραμύθι στα έξι παιδιά του και μετέπειτα στα επτά εγγόνια του. Ακόμα κι όταν ήταν στα πρόθυρα του θανάτου, 94 ετών. Αυτό, για την απόδειξη του πεπρωμένου, που δεν μπορεί κανείς να το αποφύγει.
          
Ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει
                                                                        
     Κάποτε ένας βασιλιάς είχε δύο λούστρους στο παλάτι του. Ο ένας θαύμαζε τη μονάκριβη κόρη του βασιλιά. Είπε λοιπόν κάποια στιγμή στο συνάδελφό του:
     «Τη βλέπεις αυτή; Κάποια μέρα θα γίνει δική μου.»
     Εκείνος τον ειρωνεύτηκε με ένα σαρκαστικό γέλιο.
     «Έννοια σου, και θα με θυμηθείς.»
     Μόλις το πληροφορήθηκε ο βασιλιάς, τον κάλεσε σε απολογία.  
     Είπε λοιπόν στο βασιλιά:
    «Πολυχρονεμένε μου βασιλιά, σας παρακαλώ, ρωτήστε την κόρη σας αν την ενόχλησα με οποιονδήποτε τρόπο. Απλά είπα μια κουβέντα στο συνάδελφό μου, αστειευόμενος.»
     Εκείνος όμως τον έδιωξε αμέσως από το παλάτι του.
     Έφυγε ο καημένος ο λουστράκος κι ο βασιλιάς, πολύ θυμωμένος, του φώναξε ουρλιάζοντας πίσω του:
     «Μόνο αν μου το φέρεις απ’ το Θεό γραμμένο!»
     Προχωρούσε ο δύστυχος με τα πόδια, καταντροπιασμένος, για μια γειτονική χώρα, μήπως ξαναβρεί δουλειά, προκειμένου να οικονομάει το ψωμί του και να συναντήσει τον ίδιο το Θεό! Μάταια όμως. Το μόνο που συναντούσε ήταν διάφοροι άνθρωποι σαν κι αυτόν.
     Κάποτε συνάντησε μια μαυροφορεμένη γυναίκα, προφανώς χήρα. Τον ρώτησε τι ζητάει στην πόλη της. Ως φαίνεται, την εντυπωσίασε ο νεαρός λουστράκος και τον βομβάρδισε με ερωτήσεις, μέχρι που κι αυτός αναγκάστηκε να της διηγηθεί τη δική του περίπτωση.
     Ο νεαρός λουστράκος την ευχαρίστησε για τη ζεστή υποδοχή που του έκανε και κίνησε πάλι για τον προορισμό του. Εκείνη τον παρακάλεσε, αν συναντήσει το Θεό, να του πει το δικό της παράπονο: «Να μην της στέλνει τόσα υλικά αγαθά, γιατί δεν έχει τι να τα κάνει». «Ευχαρίστως», λέει εκείνος και συνεχίζει το δρόμο του.
     Ξαφνικά οδηγήθηκε σε κάποιο λόφο, πιστεύοντας ότι εκεί θα αντάμωνε το Θεό. Άδικα και πάλι. Πολύ γρήγορα όμως είδε προς το ξέφωτο ένα μεσήλικα να κάθεται θλιμμένος πάνω σ’ ένα βράχο και τριγύρω του λιγοστά πρόβατα να βόσκουν στη στέπη που πρόσφερε αυτή η άγονη γη.
     Αποκαμωμένος, κάθισε κι εκείνος κοντά του. Ο κτηνοτρόφος τον ρώτησε:
     «Από πού είσαι, ξένε μου;»
     Του είπε ο λουστράκος την περίπτωσή του κι εκείνος του ζήτησε,  αν συναντήσει το Θεό, να τον ρωτήσει τι να κάνει κι αυτός ο δόλιος, για να μην ψοφάνε τα πρόβατά του.
     Σηκώνεται ο νεαρός λουστράκος, που ήτο μαύρος ως προς το χρώμα, και με πολλή περίσκεψη αλλά και με επιμονή ανέβηκε το λόφο, σταμάτησε ένα λεπτό ν’ ανασάνει και σε πολύ κοντινή απόσταση, ανάμεσα σε ασπρόμαυρα σύννεφα, αγνάντεψε κάποιον καλό δρόμο. Εκεί, σε μιαν άκρη, έβλεπε ολοκάθαρα ένα μεγάλο κτίσμα.
     Όταν πλησίασε, διαπίστωσε ότι ήτο ανοικτό και αναπτερώθηκαν οι ελπίδες του. Πλησίασε και με έκπληξή του είδε βουνά από ξυλεία μέσα κι έξω, ενώ ο γοητευτικός κι ακριβοντυμένος έμπορος ήτο σε μεγάλη απόγνωση. Επαναλήφθηκε η ίδια συνέντευξη, όπως και στις δύο προηγούμενες συναντήσεις, κι ο νεαρός λουστράκος μας έδωσε πάλι την υπόσχεσή του στον εγωιστή ξυλέμπορο ότι θα μεταφέρει και το δικό του πρόβλημα στο Θεό, που με υπεροπτικό ύφος του το είχε ψιθυρίσει. Τον χαιρέτησε ευγενικά και συνέχισε το οδοιπορικό του ταξίδι.
     Πολύ σύντομα, πριν καλά-καλά φτάσει σε κάποια πόλη, όπου θα μπορούσε να έχει ελπίδα να βρει δουλειά, στην είσοδο κάποιου χωριού, πρόσεξε έναν επιβλητικό γέροντα με άσπρα μαλλιά, που τον κοίταζε επίμονα.
     «Τι σε φέρνει ως εδώ, παιδί μου;» τον ρώτησε. Ο μικρός του είπε την περίπτωσή του, όπως και των ανθρώπων που είχε συναντήσει μέχρι τότε.
     Ο καλός παππούλης τον παρηγόρησε, δείχνοντάς του ένα κοντινό ποτάμι, στο οποίο του συνέστησε να πάει, υποδείχνοντάς του ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου υπήρχε μια μεγάλη πέτρινη πλάκα.
     «Αυτή θα σηκώσεις, παιδί μου. Θα βρεις πολύ νερό, θα πλύνεις το σώμα σου όλο και μετά θα πας λίγο πιο πάνω, όπου είναι μια πόλη. Εκεί σίγουρα θα βρεις δουλειά.»
     Έτσι έκανε και ω! του θαύματος το λουτρό τον μετέτρεψε από μαύρο σε άσπρο, αφήνοντάς του ένα μαύρο σταυρό στον αριστερό του βραχίονα.
     Επέστρεψε στο σεβάσμιο παππούλη, πήρε τις απαντήσεις που θα περίμεναν ο ξυλέμπορος, ο κτηνοτρόφος κι η χήρα, τον ευχαρίστησε πολύ και συνέχισε το δρόμο του, με στόχο να βρει την πόλη που του υπέδειξε ο παππούλης.
     Αυτή βρισκόταν στα βόρεια σύνορα του βασιλείου, απ’ όπου τον είχαν διώξει.
     Σαν μπήκε στην πόλη, είδε μια βιτρίνα γεμάτη ολόχρυσα κοσμήματα. Τον θάμπωσε η ομορφιά τους και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από εκεί.
     Βγήκε ο επιχειρηματίας από μέσα και λέει στο λουστράκο:
     «Την ξέρεις, παιδί μου, αυτή τη δουλειά;»
     Το παιδί απάντησε τίμια:
     «Δεν την ξέρω, κύριε, αλλά θα τη μάθω, γιατί μ’ αρέσει πολύ.»
     Για να μη μακρηγορώ, τον προσέλαβε αμέσως και η δουλειά πήγαινε πολύ καλά.
 
     Κάποτε ήρθε η ώρα που ο βασιλιάς που τον είχε διώξει θα αρραβώνιαζε το γιο του με μια κοπέλα από την πόλη όπου εργαζόταν ο ήρωας του παραμυθιού μας.
     Το πριγκιπόπουλο πήρε την αδελφή του, που ήτο γουστόζα και μοντέρνα, για να του πει το γούστο της σε ό,τι ήθελε ν’ αγοράσει για την κοπέλα του. Επισκέφτηκαν το χρυσοχοείο που ήτο ανώτερο στην πόλη. Βρήκαν ό,τι ήθελαν. Στο λογαριασμό, ό,τι τους έλεγε πως στοίχιζε δέκα, εκείνοι πλήρωναν τριάντα. Αυτός βέβαια δεν κρατούσε ούτε μισό νόμισμα παραπάνω από την αξία τους.
     Η αδελφή του γαμπρού γοητεύτηκε από το νεαρό χρυσοχόο που τους είχε εξυπηρετήσει.
     Εκείνος βέβαια τους είχε γνωρίσει, τα πριγκιπόπουλα όμως όχι. Διότι ο καλός ασπρομάλλης γεροντάκος τον είχε βοηθήσει να ασπρίσει, με το μπάνιο που του είχε συστήσει να κάνει στο ποτάμι.
     Όταν επέστρεψαν τα βασιλόπουλα στο παλάτι με τα ωραία ψώνια, που για καλή τους τύχη άρεσαν και στο βασιλιά πατέρα τους, η κόρη τον εκλιπαρούσε να την αρραβωνιάσει, αν είναι δυνατόν, με το χρυσοχόο που τους έκανε την τιμή να μην πάρει ούτε μισό νόμισμα παραπάνω. Τους πρόσφερε τα καλύτερα. Τους είπε ότι τα έφτιαξε ο ίδιος και, όπως λένε και σήμερα οι χρυσοχόοι, δεν φτιάχνει άλλα με το ίδιο σχέδιο. Ήτο της αρεσκείας της ο ίδιος.
     Ο βασιλιάς δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι.
     Ο παλιός λούστρος και τώρα εξειδικευμένος χρυσοτεχνίτης δεν έπαυσε να έχει στο νου του τον ασπρομάλλη γέροντα.
     Να την, λοιπόν, τη βασιλοπούλα γελαστή καμαρωτή επιστρέφει με τον αδελφούλη της και του κάνουν την πρόταση γάμου, πάντα με την ευχή του πατέρα της, που κάποτε τον έδιωξε λέγοντάς του «μόνο αν μου το φέρεις από το Θεό γραμμένο»
     Ο ήρωας του παραμυθιού μας λοιπόν, μετά την πρώτη τους επίσκεψη στο μαγαζί που εργαζόταν, είχε γράψει σ’ ένα φύλλο χαρτιού τη φράση «ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» και το έκρυψε στον κόρφο του, σε εσωτερικό τσεπάκι του σακακιού του.
     Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η χαρά του ήτο απέραντη, όταν έγινε η δεύτερη επίσκεψη και η πρόταση για γάμο με τη λατρεμένη κόρη του βασιλιά.
     Τους ακολούθησε αμέσως, γιατί η κόρη δεν κρατιόταν ώσπου να φτάσουν στο παλάτι, για να τον παρουσιάσει στον πατερούλη της, ο οποίος προφανώς δεν τον γνώρισε.
     Ετοίμασαν λοιπόν οι υπηρέτες του παλατιού τα σχετικά για τους δυο αρραβώνες, του γιου και της κόρης.
     Γλέντι τρικούβερτο στο παλάτι. Καθώς εγεύοντο τα πλουσιοπάροχα εδέσματα που είχαν ετοιμάσει οι μάγειροι και το κέφι είχε φτάσει στο κατακόρυφο, ο χρυσοχόος έβγαζε κάθε τόσο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του το σημείωμα που είχε ετοιμάσει προ πολλού και μουρμούριζε κοιτάζοντάς το: «ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει». Και πάλι το φύλασσε στην ίδια τσέπη.
     Ο βασιλιάς, όπως ήτο φυσικό, τον παρακολουθούσε ανελλιπώς. Κάποια στιγμή φούντωσε κάνει νόημα στην κόρη του να πάει κοντά του και με βαρύ ύφος της λέει:
     «Τι τρελό διάλεξες, κόρη μου, για άνδρα σου;»
     «Προς θεού, μπαμπά, αυτός μ’ αρέσει εμένα.»
     Με αυστηρό ύφος της λέει εκείνος:
     «Πήγαινε να μου τον φέρεις εδώ.»
     Έγινε κι αυτό.
     «Στις διαταγές σας, μεγαλειότατε», λέει ο νεαρός.
     «Κύριε τάδε, μου λες τι κινήσεις κάνεις κάθε τόσο και τι μουρμουράς, για να μάθω κι εγώ, γιατί δεν μ’ αρέσουν καθόλου;»
     «Πολύ ευχαρίστως. Μου επιτρέπετε, μεγαλειότατε;» του λέει ο νεαρός και βγάζει συγχρόνως το σημείωμα από το τσεπάκι του και του το προσφέρει. Ταυτόχρονα του δείχνει το μαύρο σταυρό που είχε μείνει στο βραχίονά του. Του είπε το ονοματεπώνυμό του, το παλιό του επάγγελμα που εξασκούσε στο παλάτι του κι έτσι επίστεψε και ο ίδιος ότι «ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει».
     Το γλέντι των αρραβώνων συνεχίστηκε με ιδιαίτερη ικανοποίηση του χρυσοχόου και της πριγκίπισσας, που ο Θεός προόριζε από τότε που γεννήθηκαν να γίνουν ζευγάρι.
     Ο καλός μας ο λουστράκος, στον αγώνα δρόμου που έκανε ώσπου να συναντήσει το σεβάσμιο ασπρομάλλη γέροντα που του έστειλε ο Θεός, κουράστηκε, αλλά δεν σταμάτησε τις προσπάθειές του και τελικά δικαιώθηκε, γιατί τον αποζητούσε με μεγάλη θέληση. Ας έχομε υπόψη πως τη θέληση ακολουθεί η μπόρεση.
     Δεν άργησαν να γίνουν οι γάμοι και ο μεγαλειότατος ήτο πανευτυχής για το πεπρωμένο των παιδιών του.
     Αμέσως μετά τους ευτυχισμένους γάμους τους, δεν ξέχασαν ούτε τη χήρα ούτε τον τσομπάνο ούτε τον ξυλέμπορο, που τους είχε συναντήσει όταν οδοιπορούσε για να συναντήσει το Θεό και τον είχαν παρακαλέσει να μεταβιβάσει και τα δικά τους παράπονα. Εκείνος δεν τους αγνόησε.
     Πήρε λοιπόν την πριγκιπική άμαξα και ξεκίνησε με τη σύζυγό του, με σκοπό να τους ξανασυναντήσει και να τους δώσει την απάντηση του καλού γέροντα, αφού πρώτα αποκάλυπτε στον καθένα του λόγου το αληθές για τον εαυτό του, για το πώς έγινε από μαύρος άσπρος, επιδεικνύοντας το μαύρο σταυρό στο βραχίονά του. Αυτό το απομεινάρι μαρτυρούσε το αρχικό χρώμα της επιδερμίδας του.
     Η απάντηση στο παράπονο της χήρας ήταν: «Να μοιράζει στους φτωχούς το περίσσευμα των υλικών αγαθών της».
     Στον τσομπάνο: «Να μην κλέβει τα ξένα πρόβατα, για να μην ψοφάνε τα δικά του».
     Στον ξυλέμπορο: «Να σταματήσει την αισχροκέρδεια, αν θέλει να τον προτιμούν οι αγοραστές».
     Εν κατακλείδι, επικύρωσε το ότι «ο Θεός ό,τι γράφει δεν ξεγράφει», επιδεικνύοντας την όμορφη γυναίκα του κι αναφέροντας στον καθένα λεπτομερώς το δικό του ιστορικό!
     Έτσι οι δυο τους πέρασαν καλά κι εμείς χειρότερα, γιατί, ως φαίνεται, έχομε χαλαρή πίστη… Λυπηρόν!
Με πολλή εκτίμηση,
Δατσέρη Άννα

clip_image006[4]  clip_image008[4]