|
“Θέλει α ρ ε τ ή ν και τ ό λ μ η ν η ε λ ε υ θ ε ρ ί α”
|
http://www.mathima.gr
Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος!
“Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος!
”Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας προσεκάλουν εις μίμησιν.
”Αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, προσεπάθησαν με όλας τας δυνάμεις των να αυξήσουν την ελευθερίαν και δι’ αυτής πάσαν την ευδαιμονίαν. Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι. Οι Σέρβοι, οι Σουλιώται και όλη η Ήπειρος μας περιμένουν. Ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν! Η πατρίς μάς προσκαλεί. Η Ευρώπη, προσηλώνουσα τους οφθαλμούς της εις ημάς, απορεί διά την ακινησίαν μας. Ας αντηχήσουν λοιπόν όλα τα όρη της Ελλάδος από τον ήχον της πολεμικής μας σάλπιγγος και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των όπλων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάσει τας ανδραγαθίας μας, οι δε τύραννοι ημών, τρέμοντες και ωχροί, θέλουν φύγει απ’ εμπρός μας.
”0ι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης ασχολούνται με την αποκατάστασιν της ιδίας ευδαιμονίας. και, πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των προπατόρων μας ευεργεσίας, επιθυμούν την ελευθερίαν της Ελλάδος. Ημείς, φαινόμενοι άξιοι της προπατορικής αρετής και του παρόντος αιώνος, είμεθα ευέλπιδες να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν αυτών και βοήθειαν. Πολλοί εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουν έλθει διά να αγωνισθούν με ημάς. Κινηθήτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπίση τα δίκαιά μας. Θέλετε ιδεί και εξ αυτών των εχθρών μας πολλούς, οίτινες, παρακινούμενοι από την δικαίαν μας αιτίαν, να στρέψουν τα νώτα προς τον εχθρόν και να ενωθούν με ημάς. Ας παρουσιασθούν με ειλικρινές φρόνημα. η πατρίς θέλει τους εγκολπωθή.
”Ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες! Ας σχηματισθούν φάλαγγες εθνικαί. ας εμφανισθούν πατριωτικαί λεγεώνες, και θέλετε ιδεί τους παλαιούς εκείνους κολοσσούς του δεσποτισμού να πέσουν εξ ιδίων απέναντι των θριαμβευτικών μας σημαιών. Εις την φωνήν της σάλπιγγός μας όλα τα παράλια του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους θέλουν αντηχήσει. τα ελληνικά πλοία, τα οποία εν καιρώ ειρήνης ήξευραν να εμπορεύονται και να πολεμώσι, θέλουσι σπείρει εις όλους τους λιμένας του τυράννου το πυρ και την μάχαιραν, την φρίκην και τον θάνατον.
”Ποία Ελληνική ψυχή θ’ αδιαφορήση εις την πρόσκλησιν της πατρίδος; Εις την Ρώμην εις του Καίσαρος φίλος, σείων την αιματωμένην χλαμύδα του τυράννου, εγείρει τον λαόν. Τι θέλετε κάμει σεις, ω Έλληνες, προς τους οποίους η πατρίς γυμνή μεν δεικνύει τας πληγάς της, με διακεκομμένην δε φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της;
”Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ω συμπατριώται, και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν!Ίδετε εδώ τους ναούς καταπατημένους, εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα, τους οίκους μας γεγυμνωμένους, τους αγρούς μας λεηλατημένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα! Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, διά να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών πίστιν από την ασεβή των βαρβάρων καταφρόνησιν.
”Μεταξύ ημών ευγενέστερος είναι, όστις ανδρειοτέρως υπερασπίση τα δίκαια της πατρίδος και ωφελιμωτέρως την δουλεύση. Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξει τους δημογέροντάς του και εις την υψίστην ταύτην βουλήν θέλουσιν υπακούει όλαι αι πράξεις μας. Ας κινηθώμεν λοιπόν με εν κοινόν φρόνημα! Οι πλούσιοι ας καταβάλωσι μέρος της ιδίας περιουσίας, οι ιεροί ποιμένες ας εμψυχώσουν τον λαόν με το ίδιόν των παράδειγμα και οι πεπαιδευμένοι ας συμβουλεύσουν τα ωφέλιμα. Οι δε εις ξένας Αυλάς υπουργούντες στρατιωτικοί και πολιτικοί ομογενείς, αποδίδοντες τας ευχαριστίας, εις ην έκαστος υπουργεί δύναμιν, ας ορμήσουν όλοι εις το ανοιγόμενον ήδη μέγα και λαμπρόν στάδιον και ας συνεισφέρουν εις την πατρίδα τον χρεωστούμενον φόρον. και ως γενναίοι ας οπλισθούν όλοι, άνευ αναβολής καιρού, με το ακαταμάχητον όπλον της ανδρείας, και υπόσχομαι εντός ολίγου την νίκην και μετ’ αυτήν παν αγαθόν.
”Με την ένωσιν, ω συμπολίται, με το προς την ιεράν θρησκείαν σέβας, με την προς τους νόμους και τους στρατηγούς υποταγήν, με την ευτολμίαν και σταθερότητα, η νίκη μας είναι βεβαία και αναπόφευκτος. Αυτή θέλει στεφανώσει με δάφνας αειθαλείς τους ηρωικούς αγώνας μας. αυτή με χαρακτήρας ανεξαλείπτους θέλει χαράξει τα ονόματα υμών εις τον ναόν της αθανασίας διά το παράδειγμα των επερχομένων γενεών. Η πατρίς θέλει ανταμείψει τα ευπειθή και γνήσιά της τέκνα με τα βραβεία της δόξης και της τιμής, τα δε απειθή και κωφεύοντα εις την τωρινήν της παράκλησιν θέλει αποκηρύξει, ως νόθα και ασιανά σπέρματα, και θέλει παραδώσει τα ονόματά των, ως άλλων προδοτών, εις τον αναθεματισμόν και κατάραν των μεταγενεστέρων.
”Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος. Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι, διά να μας αφήσωσιν ελευθέρους, επολέμησαν και απέθανον εκεί!
”Το αίμα των τυράννων δεν είναι δεκτόν εις την σκιάν του Θηβαίου Επαμεινώνδου και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους, εις εκείνας του Μιλτιάδου και του Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών, των οποίων τους βαρβαρωτέρους και ανανδροτέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον με πολύ μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου.
”Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας προσκαλεί!
Την 24ην Φεβρουαρίου 1821, εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ” Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (Κωνσταντινούπολη 1/12/1792 - Βιέννη 19/1/1828), γιος του Κωνσταντίνου και της Ελισάβετ, από σπουδαία φαναριώτικη οικογένεια με καταγωγή από τα Ύψηλα της Τραπεζούντας, γεννήθηκε 1-12-1792 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1810 κατατάχτηκε στο σώμα έφιππων σωματοφυλάκων του τσάρου, με βαθμό ανθυπίλαρχου. Έλαβε μέρος στους ναπολεόντειους πολέμους και στη μάχη της Δρέσδης (1813) έχασε το δεξί του χέρι.
Στις 11 Απριλίου 1820, μετά την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Εμμανουήλ Ξάνθος τον συνάντησε στην Πετρούπολη και του πρότεινε να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Εκείνος δέχτηκε με ενθουσιασμό, λέγοντας τα εξής λόγια:
“Αν εγώ εγνώριζον ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ και εστοχάζοντο ότι εδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σου λέγω εντίμως ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου, και τον εαυτόν μου θα εθυσίαζον υπέρ αυτών.”
Την επόμενη μέρα, 12 Απριλίου 1820, κατηχήθηκε, έδωσε τον Όρκο των Φιλικών και χρίστηκε Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Του δόθηκε το ψευδώνυμο “Καλός” και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου “α.ρ.”, για να υπογράφει τις επιστολές του.
Ικανός και δραστήριος, αναδιάρθρωσε τους κανονισμούς της Φιλικής Εταιρείας, προώθησε τη συνεργασία με τους Σέρβους και επέβαλε στρατιωτική πειθαρχία στα μέλη της οργάνωσης. Συνέταξε στρατιωτικό κανονισμό, τον μοίρασε στις Εφορείες και έδωσε σε κυκλοφορία γραμμάτια συνεισφορών με ιδιόχειρη υπογραφή του, για οικονομική ενίσχυση της Φιλικής Εταιρείας. Ο ίδιος, η μητέρα Ελισάβετ και τα αδέλφια του Δημήτριος, Νικόλαος, Γεώργιος και Γρηγόριος διέθεσαν την περιουσία τους για τη χρηματοδότηση της Επανάστασης κι αγωνίστηκαν ενεργά, με αξιοθαύμαστο ανιδιοτελή πατριωτισμό, για την ελευθερία της Ελλάδας. Όταν ρώτησαν τη μητέρα τους αν χαρίζει το κτήμα τους στην Κοζνίτσα για τον αγώνα τους, εκείνη απάντησε δακρυσμένη: «Παιδιά μου, εγώ χαρίζω εσάς, τα φίλτατά μου, και θα λυπηθώ τα δυο εκατομμύρια ρούβλια;». Πράγματι, έδωσε έξι γιους της στον Αγώνα.
Ο Αλέξανδρος σκόπευε ν’ αρχίσει την επανάσταση από την Πελοπόννησο, αλλά ο κίνδυνος να φανερωθεί η δράση της Φιλικής Εταιρείας και άλλοι λόγοι τον ανάγκασαν να αλλάξει σχέδια.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος, μαζί με τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, πέρασε τον ποταμό Προύθο κι ήρθε στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, όπου τον υποδέχτηκε ο ηγεμόνας Μιχαήλ Σούτσος.
Στις 24 Φεβρουαρίου εξέδωσε την παραπάνω επαναστατική προκήρυξη, με τίτλο “Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος”.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1821, στο ναό των Τριών Ιεραρχών Ιασίου, τελέστηκε δοξολογία, ο μητροπολίτης Βενιαμίν ευλόγησε πρόχειρη σημαία με έμβλημα το σταυρό και παρέδωσε το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Μετά την πανηγυρική έναρξη της επανάστασης στο Ιάσιο, ο Υψηλάντης πήγε στη Φωξάνη, όπου ορκίστηκε ο Ιερός Λόχος. Ήταν ένα τμήμα τακτικού αλλά απειροπόλεμου στρατού από 500 Έλληνες σπουδαστές του Εξωτερικού και των παραδουνάβιων ηγεμονιών, που έτρεξαν ενθουσιασμένοι να πολεμήσουν με τον Υψηλάντη.
Δυστυχώς, ο τσάρος αποκήρυξε την επανάσταση κι ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ αναγκάστηκε να αφορίσει τον Υψηλάντη, για να αποφύγει γενική σφαγή των χριστιανών, κάτι που τελικά δεν απετράπη, αφού οι Τούρκοι απαγχόνισαν και τον ίδιο, ως αντίποινα.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις σε Μπραΐλα, Σιλίστρια, Βιδίνιο, Γαλάζιο, Τυργοβίστι και τέλος η μάχη και ήττα των Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821) αποδεκάτισαν και σκόρπισαν το στρατό.
Μετά την ήττα στο Δραγατσάνι, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να περάσει από Αυστρία, για να κατεβεί στην Πελοπόννησο. Οι φιλότουρκοι όμως Αυστριακοί τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο υπόγειο του φρουρίου Μουγκάτς για πολλά χρόνια. Μετά από σοβαρή επιδείνωση της υγείας του, μεταφέρθηκε σε φρούριο της Θειρεσιούπολης, όπου παρέμεινε μέχρι 24 Νοεμβρίου 1827, οπότε απελευθερώθηκε με τη μεσολάβηση του τσάρου Νικόλαου και με υγεία εντελώς κατεστραμμένη.
Πέθανε πάμπτωχος στη Βιέννη, στις 19 Ιανουαρίου 1828, 36 ετών. Τελευταία είδηση που έμαθε πριν ξεψυχήσει ήταν: “Σήμερα ο Καποδίστριας με αγγλικό καράβι κατεβαίνει Κυβερνήτης στην Ελλάδα”. Τότε είπε: “Δόξα σοι ο Θεός!”. Λίγο πριν ξεψυχήσει, είπε στον αδελφό του Νικόλαο: “Αποθνήσκω. αλλ’ η αγαπημένη μου πατρίς σώζεται. Ο εχθρός αυτής εταπεινώθη. οι δε συμπολίται μου θέλουσιν εκδικηθή μέχρι τέλους την τυραννίαν τούτου. Μόνην λύπην αισθάνομαι, ότι δεν ευτύχησα να εναγκαλιστώ πάλιν εκείνους, μεθ’ ων επολέμησα διά την πατρίδα μου”.
Κηδεύτηκε στη Βιέννη, φέροντας τη στρατιωτική στολή του Ιερολοχίτη και το ξίφος που είχε ευλογήσει ο Βενιαμίν. Η νεκρώσιμη ακολουθία ψάλθηκε στο ανατολικό παρεκκλήσι Αγίου Γεωργίου, όπου έχει στηθεί αναμνηστική πλάκα, που γράφει στα γερμανικά: “Πρίγκιψ ALEXANDER YPSILANTI 1792-1828 Ηγέτης της Εθνικής εξέγερσης των Ελλήνων”. Τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία όλοι οι Έλληνες της Βιέννης.
Η καρδιά του βαλσαμώθηκε, για να σταλεί και να ταφεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με δική του επιθυμία που πολλές φορές είχε εκφράσει. Ο αδελφός του Γεώργιος έφερε την καρδιά του στην Ελλάδα μαζί με τη γυναίκα του Μαρία Μουρούζη, η οποία, σε συνεργασία με τη βασίλισσα Αμαλία, έκτισε το Αμαλίειον Ορφανοτροφείον (1855/1857) στην οδό Στησιχόρου, όπου φυλάχτηκαν οι καρδιές του Αλέξανδρου και του Δημητρίου Υψηλάντη (Κωνσταντινούπολη 1794 - Ναύπλιο 5 Αυγ. 1832), και το ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως.
Το 1964 επαναπατρίστηκαν τα οστά του, μετά από πολύχρονο αγώνα του καθηγητή Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, και φυλάχτηκαν στο προαύλιο του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως, όπου υπάρχει γλυπτό που αναπαριστά άνθρωπο με ευγενική αλλά βασανισμένη όψη στο νεκρικό κρεβάτι και η επιγραφή: «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ».
Σήμερα, λίγες αναφορές γίνονται στο μεγάλο αυτό πατριώτη, που με προθυμία αποδέχτηκε την πρόταση να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και να κηρύξει την Επανάσταση. Στο στρατιωτικό, που, αν και είχε χάσει το δεξί του χέρι, ανέλαβε τον ύψιστο Αγώνα για την αποτίναξη μακραίωνης πικρής σκλαβιάς. Στον Έλληνα, που έδωσε ψυχή και περιουσία, φυλακίστηκε και πέθανε για την Ελλάδα. Κι αν δεν καρποφόρησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις στις παραδουνάβιες περιοχές, η προσφορά του στο Μεγάλο Αγώνα είναι ανεκτίμητη, γιατί τόλμησε να κάνει την αρχή, δίνοντας παράδειγμα τόλμης και ανιδιοτελούς πατριωτισμού στους Έλληνες. Θα λέγαμε πως η μισή Επανάσταση κερδήθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ακολουθώντας τη γνώμη πως “η αρχή είναι το ήμισυ του παντός”. Γι’ αυτό αφιερώνουμε σ’ εκείνον το μικρό αυτό “Ανθολόγιο του Εικοσιένα”, σαν μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.
Ας είναι αγιασμένη η μεγάλη ελληνική ψυχή του…
(Πηγές: Βιβλίο Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, Εγκυκλοπαίδεια Britannica, Wikipedeia κ.ά.)
|
Ρήγα Φεραίου (1757-1798)
Θ Ο Υ Ρ Ι Ο Σ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΙΣΟΤΗΣ
Ήτοι ορμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος,
εις τον ήχον “Μία προσταγή μεγάλη”
Ως πότε παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμεν τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Ν’ αφήνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς, 5
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
Τι σ’ ωφελεί, αν ζήσεις και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά. 10
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Αυθέντης κι αν γενείς,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς.
Δουλεύεις όλ’ ημέρα εις ό,τι κι αν σ’ ειπεί,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτσος, ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής, 15
Γκίκας και Μαυρογένης καθρέπτης είν’ να ιδείς.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί
εσφάχθηκαν κι αγάδες απ’ άδικον σπαθί.
κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά αφορμή. 20
Ελάτε μ’ έναν ζήλον εις τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν.
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν.
ο Νόμος να ’ναι ο πρώτος και μόνος οδηγός, 25
και της Πατρίδος ένας να γένει αρχηγός.
ότι κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά,
να τρώγ’ ένας τον άλλον, σαν τ’ άγρια θηριά.
και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,
να πούμ’ από καρδίας τούτο προς τον Θεόν. 30
Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί και, υψώνοντες τας χείρας
προς τον ουρανόν, κάμνουν τον Όρκον:
“ Ω Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι εις Σε,
” στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
” Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
” εις τα ταξίματά τους, να μην παραδοθώ.
” Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός, 35
” του να τους αφανίσω, να είναι σταθερός.
” Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
κι αχώριστος να ζήσω από τον στρατηγόν.
” Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Ουρανός,
” και να με κατακαύσει, να γέν’ ωσάν καπνός.” 40
Σ’ Ανατολή και Δύσιν και Νότον και Βοριά
για την Πατρίδα όλοι να ’χωμεν μια καρδιά.
στην πίστιν του καθένας ελεύθερος να ζει,
στην δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί.
Βούλγαροι κι Αρβανίται και Σέρβοι και Ρωμιοί, 45
νησιώται κι ηπειρώται, με μιαν κοινήν ορμή,
για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμεθα ανδρείοι, παντού να ξακουσθεί.
Όσ’ απ’ την Τυραννίαν πήγαν στην ξενιτειά,
στον τόπον του καθένας ας έλθει τώρα πια. 50
και όσοι του πολέμου την τέχνη αγροικούν,
εδώ ας τρέξουν όλοι, Τυράννους να νικούν .
εδώ Ελλάς τους κράζει μ’ αγκάλας ανοικτάς,
τους δίδει βιο και τόπον, αξίας και τιμάς.
Ως πότε οφφικιάλος εις ξένους βασιλείς; 55
Έλα να γένεις στύλος της ίδιας σου φυλής.
Κάλλιο για την Πατρίδα κανένας να χαθεί,
ή να κρεμάσει φούνταν για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί.
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί. 60
Μα όσοι θα τολμήσουν αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά,
ως πότε στες σπηλιές σας κοιμάσθε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραετοί, 65
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γενείτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατ’ ως θηριά,
το αίμα των Τυράννων ροφήσατε με μια.
Του Σάβου και Δουνάβου αδέλφια χριστιανοί,
με τ’ άρματα στο χέρι καθένας ας φανεί. 70
το αίμα σας ας βράσει με δίκαιον θυμόν .
μικροί, μεγάλ’ ομώστε Τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντρειωμένοι Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε θε να σας τυραννεί;
Μη καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί, 75
χωθήτε στο μπογάζι μ’ εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, ασδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθείτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Ύδρας θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της Πατρίδος ν’ ακούστε τη λαλιά. 80
Κι όσ’ είσθε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
ο Νόμος σας προστάζει, να βάλετε φωτιά.
Μ’ εμάς κι εσείς, Μαλτέζοι, γενείτ’ ένα κορμί
κατά της Τυραννίας ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί, 85
ζητά την συνδρομήν σας με μητρικήν φωνή.
Τι στέκεις, Πασβαντζόγλου, τόσον εκστατικός;
Τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αϊτός.
τους μπούφους και κοράκους καθόλου μη ψηφάς.
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλεις να νικάς. 90
Σιλίστρα και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χοτίνι εσένα προσκαλεί.
στρατεύματά σου στείλε κι εκείνα προσκυνούν,
γιατί την Τυραννίαν να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρτζή, πλια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν. 95
τον Μπρούσια να μοιάσεις έχεις την αφορμήν.
Και συ, που στο Χαλέπι ελεύθερα φρονείς,
πασιά, καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανείς.
με τα στρατεύματά σου ευθύς να σηκωθείς,
στης Πόλης τα φερμάνια ποτέ να μη δοθείς. 100
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη κάμετε βασιλιά.
χαράτζι της Αιγύπτου στην Πόλ’ ας μη φανεί,
για να ψοφήσ’ ο λύκος, οπού σας τυραννεί.
Με μια καρδίαν όλοι, μια γνώμην, μια ψυχή, 105
κτυπάτε του Τυράννου την ρίζαν, να χαθεί!
Ν’ ανάψωμεν μιαν φλόγα εις όλην την Τουρκιά,
να τρέξ’ από την Βόσναν έως την Αραπιά!
Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον Σταυρόν,
κι ωσάν αστροπελέκια κτυπάτε τον εχθρόν! 110
Ποτέ μη στοχασθείτε ότ’ είναι δυνατός.
καρδιοκτυπά και τρέμει σαν τον λαγό κι αυτός.
Τριακόσιοι Κιρζαλήδες τον έκαμαν να ιδεί,
πως δεν μπορεί με τόπια εμπρός τους να σταθεί.
Λοιπόν, γιατί αργείτε; Τι στέκεσθε νεκροί; 115
Ξυπνήσατε, μην είσθε ενάντιοι κι εχθροί.
Ως οι προπάτορές μας ορμούσαν σαν θεριά,
για την Ελευθερίαν πηδούσαν στη φωτιά,
ούτω κι ημείς, αδέρφια, ν’ αρπάξωμεν με μια
τ’ άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά! 120
Να σφάξωμεν τους λύκους, που τον ζυγόν βαστούν,
και Έλληνας τολμώσι σκληρά να τυραννούν.
Στερεάς και του πελάγου να λάμψει ο Σταυρός,
νά ’λθει δικαιοσύνη, να λείψει ο εχθρός.
ο κόσμος να γλυτώσει από φρικτήν πληγήν, 125
(Ρήγα Βελεστινλή «Τα Επαναστατικά», Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης “Φερών - Βελεστίνου - Ρήγα”, Αθήνα 1994, σελ. 65-70)
http://www.mathima.gr
“ Όποιος ε λ ε ύ θ ε ρ α συλλογάται
συλλογέα κ α λ ά ”
(Αυτόγραφο του Ρήγα)
Ο “Θούριος” του Ρήγα:
Ρήγα Φεραίου (1757-1798)
ΤΑ ΔΙΚΑΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (1797)
Άρθρον 1.– Ο σκοπός οπού απ’ αρχής κόσμου οι άνθρωποι εσυμμαζώχθησαν από τα δάση την πρώτην φοράν, διά να κατοικήσουν όλοι μαζί, κτίζοντες χώρας και πόλεις, είναι διά να συμβοηθώνται και να ζώσιν ευτυχισμένοι, και όχι να συναντιτρώγονται ή να ρουφά το αίμα τους ένας.
Τότε έκαμαν βασιλέα διά να αγρυπνεί εις τα συμφέροντά των, διά να είναι βέβαιοι εις την απόλαυσιν των φυσικών δικαίων, τα οποία δεν έχει την άδειαν να τους τα αφαιρέσει κανένας επί της γης.
Άρθρον 2.– Αυτά τα Φυσικά Δίκαια είναι: πρώτον, το να είμεθα όλοι ίσοι και όχι ο ένας κατώτερος από τον άλλον. δεύτερον, να είμεθα ελεύθεροι και όχι ο ένας σκλάβος του αλλουνού. τρίτον, να είμεθα σίγουροι εις την ζωήν μας, και κανένας να μην ημπορεί να μας την πάρει αδίκως και κατά φαντασίαν. και τέταρτον, τα κτήματα όπου έχομεν κανένας να μην ημπορεί να μας εγγίζει αλλ’ είναι ιδικά μας και των κληρονόμων μας.
Άρθρον 3.– Όλοι οι άνθρωποι, Χριστιανοί και Τούρκοι, κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι. Όταν πταίσει τινάς, οποιασδήποτε καταστάσεως, ο Νόμος είναι ο αυτός διά το πταίσμα και αμετάβλητος. ήγουν δεν παιδεύεται ο πλούσιος ολιγότερον και ο πτωχός περισσότερον διά το αυτό σφάλμα, αλλ’ ίσια-ίσια.
Άρθρον 4.– Ο Νόμος είναι εκείνη η ελευθέρα απόφασις, οπού με την συγκατάθεσιν όλου του λαού έγινεν. ήγουν, όλοι θέλομεν ότι ο φονεύς να φονεύεται. αυτός λέγεται Νόμος, και είναι ο ίδιος διά όλους μας εις το να παιδεύσει. Και πάλιν άλλος, οπού υπερασπίζεται. ήγουν όλοι θέλομεν να εξουσιάζομεν τα υποστατικά μας, κανένας λοιπόν δεν έχει την άδειαν να μας πάρει δυναστικώς τίποτες. αυτός είναι Νόμος, επειδή μοναχοί μας τον δεχόμεθα και τον θέλομεν. Ο Νόμος έχει πάντοτε να προστάξει ό,τι πράγμα είναι δίκαιον και ωφέλιμον εις την συγκοινωνίαν της ζωής μας και να εμποδίζει εκείνο οπού μας βλάπτει.
Άρθρον 5.– Όλοι οι συμπολίται ημπορούν να έμβουν εις αξίας και δημόσια οφφίκια. Τα ελεύθερα γένη δεν γνωρίζουν καμίαν αξίαν προτιμήσεως εις τας εκλογάς των, παρά την φρόνησιν και την προκοπήν. ήγουν, καθένας, όταν είναι άξιος και προκομμένος διά μίαν δημοσίαν δούλευσιν, ημπορεί να την αποκτήσει. Εξ εναντίας δε, μην όντας άξιος, αλλά χυδαίος, δεν πρέπει να τῳ δοθεί διότι, μην ηξεύροντας πώς να την εκτελέσει, προσκρούει και βλάπτει το κοινόν με την αμάθειαν και την ανεπιδεξιότητά του.
Άρθρον 6.– Η Ελευθερία είναι εκείνη η δύναμις οπού έχει ο άνθρωπος εις το να κάμει όλον εκείνο, οπού δεν βλάπτει εις τα δίκαια των γειτόνων του. Αυτή έχει ως θεμέλιον την φύσιν, διατί φυσικά αγαπώμεν να είμεθα ελεύθεροι. έχει ως κανόνα την δικαιοσύνην, διατί η δικαία ελευθερία είναι καλή. έχει ως φύλακα τον Νόμον, διατί αυτός προσδιορίζει, έως πού πρέπει να είμεθα ελεύθεροι. Το ηθικόν σύνορον της Ελευθερίας είναι τούτο το ρητόν: Μην κάμεις εις τον άλλον εκείνο οπού δεν θέλεις να σε κάμουν.
Άρθρον 7.– Το δίκαιον του να φανερώνομεν την γνώμην μας και τους συλλογισμούς μας, τόσον με την τυπογραφίαν, όσον και με άλλον τρόπον. το δίκαιον του να συναθροιζόμεθα ειρηνικώς. η ελευθερία κάθε είδους θρησκείας, Χριστιανισμού, Τουρκισμού, Ιουδαϊσμού και τα λοιπά, δεν είναι εμποδισμένα εις την παρούσαν διοίκησιν.
Όταν εμποδίζονται αυτά τα δίκαια, είναι φανερόν πως προέρχεται τούτο από Τυραννίαν, ή πως είναι ακόμη ενθύμησις του εξοστρακισθέντος Δεσποτισμού, οπού απεδιώξαμεν.
Άρθρον 8.– Η σιγουρότης είναι εκείνη η διαφέντευσις, οπού δίδεται από όλον το έθνος και τον λαόν εις τον κάθε άνθρωπον διά την φύλαξιν του υποκειμένου του, των δικαίων του και των υποστατικών του. ήγουν, όταν βλάψει τινάς ένα μόνον άνθρωπον, ή πάρει αδίκως τίποτες απ’ αυτόν, όλος ο λαός πρέπει να σηκωθεί κατ΄επάνω εκείνου του δυνάστου και να τον αποδιώξει.
Άρθρον 9.– Ο Νόμος έχει χρέος να διαφεντεύει την κοινήν ελευθερίαν όλου του έθνους και εκείνην του κάθε ανθρώπου, κατοίκου εις ταύτην την αυτοκρατορίαν, εναντίον της καταθλίψεως και της δυναστείας των διοικητών. όταν αυτοί διοικούν καλώς, να τους διαφεντεύει. ει δε κακώς, να τους αποβάλλει.
Άρθρον 10.– Κανένας άνθρωπος να μην εγκαλείται εις κριτήριον, να μη φυλακώνεται κατ’ άλλον τρόπον, παρά καθώς διορίζει ο Νόμος. ήγουν, όταν πταίσει ο άνθρωπος και όχι κατά την φαντασίαν και θέλησιν του κριτού. Κάθε κάτοικος όμως, όταν κραχθεί εις την κρίσιν, ή κατά νόμον πιασθεί από τους υπηρέτας του κριτηρίου, πρέπει να υποταχθεί ευθύς και να πηγαίνει να κριθεί. διατί, αν αντισταθεί και δεν θέλει να πηγαίνει εις την κρίσιν, γίνεται πταίστης. και αρκετόν σφάλμα είναι, όταν ο Νόμος κράζει κανέναν άνθρωπον και εκείνος αντιστέκεται με το κακόν και δεν υπακούει να πηγαίνει, όντας σίγουρος, ότι δεν παιδεύεται, αν είναι αθώος.
Άρθρον 11.– Κάθε δυναστικόν επιχείρημα, οπού ήθελαν κάμει εναντίον ενός ανθρώπου, οπού δεν έπταισε, και χωρίς προσταγήν του Νόμου θέλουν να τον καταδικάσουν, εκείνο φαίνεται πως είναι μόνον από το κεφάλι του κριτού και έργον τυραννικόν. Ο άνθρωπος λοιπόν, τον οποίον θέλουν να δυναστεύσουν με αυτόν τον τρόπον, έχει δίκαιον και άδειαν να αντισταθεί εξ όλης του της δυνάμεως, να το αποβάλει με βίαν και να μην υποταχθεί.
Άρθρον 12.– Εκείνοι οπού εκδίδουν προσταγάς, ή οπού ήθελε τες υπογράψουν, ή οπού ήθελε τες εκτελέσουν, ή οπού ήθελε βάλουν άλλους να τες τελειώσουν, λέγοντές τους πως είναι πράγματα αναγκαία, χωρίς να έχει την είδησιν η διοίκησις, είναι πταίσται και έχουν να τιμωρώνται αυστηρώς.
Άρθρον 13.– Κάθε άνθρωπος οπού φαίνεται πως είναι αθώος, αν τον συκοφαντήσουν πως έπταισεν, εν όσω να βεβαιωθεί πως είναι πταίστης, πως είναι ανάγκη να πιασθεί από τους ανθρώπους του κριτηρίου, κάθε αυστηρότης, καθώς δέσιμον, υβρισμοί, δαρμοί, οπού δεν είναι αναγκαία διά την κατακράτησιν του ανθρώπου εκείνου, εν όσω να κριθεί, να είναι εμποδισμένα, και μόνον αφού αποδειχθεί πταίστης, τότε να γίνεται αρχή της τιμωρίας εις το υποκείμενόν του, καθώς διαλαμβάνει ο Νόμος.
Άρθρον 14.– Κανένας άνθρωπος να μην κρίνεται και να μην τιμωρείται αλλέως, παρά αφού ειπεί όλα τα δικαιολογήματά του και αφού κατά τους νόμους κραχθεί εις την κρίσιν. και τιμωρείται τότε μόνον, όταν είναι ένας Νόμος καμωμένος προτού να κάμει εκείνος το πταίσμα. Ο νόμος δε οπού ήθελε τιμωρήσει εγκλήματα άπερ έγιναν εις τον καιρόν, οπού αυτός δεν είχε συστηθεί, λέγεται Τυραννία. Και το να τιμωρήσει ένας νέος Νόμος παλαιά εγκλήματα, λέγεται ανομία. Ήγουν, ένας άνθρωπος επήρε το βόδι ενός άλλου, και έως την στιγμήν οπού το επήρε, δεν ήτον κανένας νόμος οπού να εμπόδιζε ταύτην την αρπαγήν. εξεδόθη έπειτα νόμος να μην αρπάζει ένας του άλλου πράγματα. ο άρπαξ δίδει οπίσω το βόδι, μα δεν παιδεύεται, επειδή αυτός δεν ήξευρε πως η αρπαγή είναι κακή.
Άρθρον 15.– Ο Νόμος έχει να προσδιορίζει παιδείας ακριβώς και αποδεικτικώς αναγκαίας. αι παιδείαι αύται να είναι ανάλογοι κατά το έγκλημα και ωφέλιμοι εις την συγκοινωνίαν των πολιτών. Ήγουν, αν έδειρε τινάς έναν άλλον, να δαρθεί μα όχι να αποκεφαλισθεί.
Άρθρον 16.– Το δίκαιον του να εξουσιάζει καθένας ειρηνικώς τα υποστατικά του είναι εκείνο το οποίον ανήκει εις κάθε κάτοικον. ήγουν, να τα χαίρεται, να τα μεταχειρίζεται κατά την θέλησίν του, να απολαμβάνει τα εισοδήματά του, τον καρπόν της τέχνης του, της εργασίας του και της φιλοπονίας του, χωρίς να ημπορέσει ποτέ κανένας να τον πάρει στανικώς μήτε ένα λεπτόν.
Άρθρον 17.– Δεν είναι εμποδισμένον εις τους κατοίκους κανένα είδος εργασίας, τέχνης, γεωργικής, πραγματείας, ή οποιονδήποτε επιχείρημα ωφέλιμον εις την συγκοινωνίαν. Η φιλοπονία όλων των πολιτών ημπορεί να εκτείνεται εις όλας τας τέχνας και μαθήσεις.
Άρθρον 18.– Κάθε άνθρωπος ημπορεί να δουλεύσει έναν άλλον ως υπηρέτης, προσφέροντας τον καιρόν του εις χρήσιν εκείνου. δεν ημπορεί όμως να πωλήσει τον εαυτόν του, μήτε άλλος να τον πωλήσει, επειδή και το υποκείμενόν του δεν είναι εις μόνην την εξουσίαν του εαυτού του, αλλά και της Πατρίδος. Ο Νόμος δεν γνωρίζει καμίαν υποδούλωσιν μήτε σκλαβίαν και εις τους ιδίους δούλους. σώζεται μόνον μία υπόσχεσις, να φροντίζει ο υπηρέτης διά την εργασίαν του και να είναι ευγνώμων προς εκείνον οπού τον πληρώνει μισθόν, όστις δεν έχει άδειαν μήτε να τον υβρίσει, μήτε να τον δείρει. αναιρεί όμως την συμφωνίαν, τον πληρώνει έως εκείνην την στιγμήν και τον αποβάλλει.
Άρθρον 19.– Κανένας δεν έχει να υστερηθεί το παραμικρότερον μέρος των κτημάτων του χωρίς το θέλημά του. αν όμως και είναι καμία δημοσία χρεία, ήγουν ζητεί η Πατρίς τον κήπον του, διά να κάμει αγοράν ή άλλο κανένα κτίριον, τότε να ξετιμάται ο κήπος, να πληρώνεται ο οικοκύρης, και ούτω να γίνεται η αγορά ή το κτίριον.
Άρθρον 20.– Κάθε δόσιμον έχει να γίνεται μόνον διά το δημόσιον όφελος και όχι δι’ αρπαγάς ενός και άλλου. Όλοι οι εγκάτοικοι έχουν το δίκαιον να συντρέξουν εις το ρίψιμον του τεφτερίου, ν’ αγρυπνούν εις το σύναγμα των δοσιμάτων, και να παίρνουν λογαριασμόν απ’ εκείνον οπού τα εσύναξε.
Άρθρον 21.– Αι δημόσιαι συνδρομαί και ανταμοιβαί είναι ένα ιερόν χρέος της πατρίδος. Το κοινόν χρεωστεί μίαν βοήθειαν εις τους δυστυχείς εγκατοίκους, τόσον εις το να τους προμηθεύσει να έχουν τι να εργάζονται, όσον και να δώσει τρόπον ζωής εις εκείνους, οπού δεν ημπορούν πλέον να δουλεύσουν. ήγουν, ένας γεωργός μην έχοντας βόδια κάθεται αργός. η Πατρίς έχει χρέος να τον δώσει και να τον προσμένει ώστε να τα πληρώσει. ένας εσακατεύθει εις τον υπέρ Πατρίδος πόλεμον, αυτή πρέπει να τον ανταμείψει και να τον τρέφει εν όσω ζει.
Άρθρον 22.– Όλοι, χωρίς εξαίρεσιν, έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η Πατρίς έχει να καταστήσει σχολεία εις όλα τα χωρία διά τα αρσενικά και θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη. Να εξηγούνται οι παλαιοί ιστορικοί συγγραφείς. εις δε τας μεγάλας πόλεις να παραδίδεται η γαλλική και η ιταλική γλώσσα. η δε (αρχαία) ελληνική να είναι απαραίτητος.
Άρθρον 23.– Η κοινή επιβεβαίωσις και σιγουρότης του κάθε πολίτου συνίσταται εις την ενέργειαν όλων των πολιτών. Ήγουν, να στοχαζόμεθα πως, όταν πάθει ένας τίποτες κακόν, εγγίζονται όλοι, και διά τούτο πρέπει να βεβαιώσομεν εις τον καθένα την μεταχείρισιν και την προφύλαξιν των δικαίων του. Αυτή η σιγουρότης θεμελιώνεται επάνω εις την αυτεξουσιότητα του έθνους. ήγουν, όλον το έθνος αδικείται, όταν αδικείται ένας μόνος πολίτης.
Άρθρον 24.– Αύτη η αυτεξουσιότης δεν έχει το κύρος, αν τα σύνορα των δημοσίων οφφικίων δεν είναι προσδιορισμένα από τον Νόμον, και αν δεν είναι αποφασισμένον ρητώς το να δώσουν λογαριασμόν όλοι οι αξιωματικοί.
Άρθρον 25.– Η αυτοκρατορία είναι θεμελιωμένη εις τον λαόν. αυτή είναι μία, αδιαίρετος, απροσδιόριστος και αναφαίρετος. Ήγουν ο λαός μόνον ημπορεί να προστάζει και όχι ένα μέρος ανθρώπων ή μία πόλις. και ημπορεί να προστάζει δι’ όλα, χωρίς κανένα εμπόδιον.
Άρθρον 26.– Κανένα μέρος του λαού δεν ημπορεί να ενεργήσει την δύναμιν όλου του έθνους, κάθε μέλος όμως του αυτοκράτορος λαού, συναγόμενον, έχει δίκαιον να ειπεί το θέλημά του με μίαν σωστήν ελευθερίαν.
Άρθρον 27.– Κάθε άνθρωπος, οπού ήθελεν αρπάσει την αυτοκρατορίαν και την εξουσίαν του έθνους, ευθύς να φυλακώνεται από τους ελευθέρους άνδρας, να κρίνεται, και κατά τον νόμον να παιδεύεται.
Άρθρον 28.– Ένα έθνος έχει το δίκαιον πάντοτε να μετασχηματίσει και να μεταλλάξει την νομοθεσίαν του. μιας γενεάς πρόσωπα δεν ημπορούν να καθυποτάξουν εις τους νόμους των τα πρόσωπα, οπού θέλουν γεννηθεί κατόπιν τους.
Άρθρον 29.– Κάθε πολίτης έχει ένα ίσον δίκαιον με τους άλλους εις το να συντρέξει να κατασταθεί ένας νόμος, ή να ονοματίσει τους αξιωματικούς, βουλευτάς και επιτρόπους του έθνους.
Άρθρον 30.– Τα οφφίκια της Πατρίδος είναι καθαυτό προς καιρόν, όσον θέλει και κρίνει εύλογον η Διοίκησις. αυτά δεν πρέπει να θεωρώνται ως ξεχωρισταί τιμαί, μήτε ως ανταμοιβαί, αλλ’ ως χρέη απαραίτητα των πολιτών εις το να δουλεύσουν την Πατρίδα των.
Άρθρον 31.– Τα εγκλήματα των Επιτρόπων του Έθνους και των αξιωματικών ποτέ δεν έχουν να μείνουν ατιμώρητα. Κανένας δεν έχει το δίκαιον να στοχάζεται τον εαυτόν του απαραβίαστον περισσότερον από τους άλλους. Ήγουν, όταν σφάλλει μεγάλος ή μικρός, ο Νόμος τον παιδεύει αφεύκτως κατά το σφάλμα του, ας είναι και ο πρώτος αξιωματικός.
Άρθρον 32.– Το δίκαιον του να δίδει ο κάθε πολίτης έγγραφον αναφοράν και να προσκλαίεται διά καμίαν ενόχλησιν, οπού τῳ γίνεται, προς εκείνους, οπού έχουν την εξουσίαν του έθνους εις το χέρι τους, δεν έχει να εμποδίζεται κατ’ ουδένα τρόπον, μήτε να τον ειπούν πως δεν είναι καιρός ή τόπος, αλλ’ οποίαν ώραν και αν πηγαίνει ο παραπονούμενος πολίτης, να είναι δεκτή η αναφορά του.
Άρθρον 33.– Το να αντιστέκεται ο κάθε πολίτης, όταν τον καταθλίβουν και τον αδικούν, είναι αποτέλεσμα των άνω ρηθέντων δικαίων του. διότι κανένας δεν αντιστέκεται, όταν ηξεύρει πως θε να λάβει το δίκαιόν του με την συνδρομήν του Νόμου.
Άρθρον 34.– Όταν ένας μόνος κάτοικος του βασιλείου τούτου αδικηθεί, αδικείται όλον το βασίλειον και πάλιν, όταν το βασίλειον αδικείται ή πολεμείται, αδικείται ή πολεμείται κάθε πολίτης. Διά τούτο δεν ημπορεί ποτέ κανείς να ειπεί, ότι η τάδε χώρα πολεμείται, δεν με μέλει, διατί εγώ ησυχάζω εις την ιδικήν μου. αλλ’ εγώ πολεμούμαι, όταν η τάδε χώρα πάσχει, ως μέρος του όλου οπού είμαι. ο Βούλγαρος πρέπει να κινείται, όταν πάσχει ο Έλλην. και τούτος πάλιν δι’ εκείνον. και αμφότεροι διά τον Αλβανόν και Βλάχον.
Άρθρον 35.– Όταν η Διοίκησις βιάζει, αθετεί, καταφρονεί τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμει τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζει τα άρματα και να τιμωρήσει τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του. Αν ευρίσκονται όμως εις τόπον, οπού είναι περισσότεροι τύραννοι, οι πλέον ανδρείοι πατριώται και φιλελεύθεροι πρέπει να πιάσουν τα περάσματα των δρόμων και τα ύψη των βουνών, εν όσω ν’ ανταμωθούν πολλοί, να πληθύνει ο αριθμός των, και τότε να αρχίσουν την επιδρομήν κατά των τυράννων, κάμνοντες εις κάθε δέκα ανθρώπους ένα δέκαρχον, εις τους πενήντα πεντηκόνταρχον, εις τους εκατόν εκατόνταρχον. ο χιλίαρχος έχει δέκα εκατοντάρχους και ο στρατηγός τρεις χιλιάρχους, ο δε αρχιστράτηγος πολλούς στρατηγούς.
Τα χρέη των πόλεων, πολιτειών, χωρών, και των κατά μέρος πολιτών, οπού εχρεωστούντο παρθέντα προ πέντε χρόνων και εις αυτό το διάστημα επληρώνετο διάφορον εις τους δανειστάς, η παρούσα Διοίκησις τα αναιρεί και οι δανεισταί δεν έχουν να ζητούν εις το εξής μήτε κεφάλαιον, μήτε διάφορον από τους χρεώστας, ωσάν οπού επήραν τα δάνειά των, διότι διπλώνουν τα κεφάλαια εις πέντε χρόνους.
Βιέννη, 1797
(Γ. Καλαματιανού, Μ. Σταθοπούλου-Χριστοφέλλη, Ν. Κοντόπουλου, Ευ. Φωτιάδη, Ηλ. Μηνιάτη «Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄ Λυκείου», Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1978, σελ. 68-71)
ΑΠΟ ΤΟ «ΣΥΝΤΑΓΜΑ» ΤΟΥ ΡΗΓΑ
Άρθρον 109.– Όλοι οι Έλληνες είναι στρατιώται όλοι πρέπει να γυμνάζονται εις τα άρματα και να ρίχνουν εις το σημάδι όλοι πρέπει να μανθάνουν την τακτικήν ως και αι Ελληνίδες βαστούν μιζράκια (=τόξα) εις το χέρι, αν δεν είναι επιτήδειαι εις το τουφέκι.
(Ρήγα Βελεστινλή «Τα Επαναστατικά», Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης “Φερών - Βελεστίνου - Ρήγα”, Αθήνα 1994, σελ. 57)
Βίντεο στην παρακάτω διεύθυνση:
Ανωνύμου του Έλληνος (1806)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ Ή ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Στοχάσου, και αρκεί
Η ελευθερία, ω Έλληνες, εις ημάς είναι ως η όρασις εις τους οφθαλμούς. Αν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, δεν είναι δυνατόν να γνωρίσει την διαφοράν του από τον δούλον, και εξακολούθως είναι αναγκαίον πράγμα εις τον δούλον να γνωρίσει την ελευθερίαν, δια να μισήσει την δουλείαν και να την αποστραφεί […] (σελ. 16).
Ιδού, λοιπόν, πόσον αναγκαία είναι η ελευθερία εις τον άνθρωπον, διά να γνωρίσει το είναι του. Ο δούλος, αδελφοί μου, δεν γίνεται ποτέ ελεύθερος, αν δεν γνωρίσει τι εστί ελευθερία, και όστις αγνοεί την ελευθερίαν, αγνοεί το είναι του. Ο δούλος, πιστεύσατέ μοι το αδελφοί, ποτέ δεν στοχάζεται ότι είναι όμοιος με τον κύριόν του, αλλά είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτός πρέπει να είναι δούλος και εκείνος κύριος. Βαβαί!
Πώς φλογίζεται όμως η καρδιά εκείνων, οπού γνωρίζουσι την ελευθερίαν, και δεν την έχουσι. Εκείνοι αληθώς τυραννούνται και εξακολούθως εκείνοι μόνον γνωρίζουσιν εντελώς την ανάγκην τοιούτου καλού. Εις αυτούς πρέπει να ελπίζουσιν οι υπόδουλοι λαοί, επειδή αυτοί τρόπον τινά μετριάζουν την ασχημότητά των, ως μερικά κτίρια μίαν καταδαφισμένην πόλιν στολίζουσι.
Αυτοί λοιπόν, ας διδάξουσι την αλήθειαν, και ας καταπείσωσι μίαν φοράν τους αγαπητούς μου Έλληνας να γνωρίσωσιν ότι μόνη η δουλεία είναι πρόξενος των όσων κακών αυτοί πάσχουσι, και ας καταλάβουν πόσον τους είναι αναγκαία η ελευθερία, διά να ζήσωσι όσον το δυνατόν ευτυχείς, επειδή χωρίς αυτήν δεν ημπορούν να έχουσι ούτε δικαιοσύνην ούτε ομοιότητα ούτε αγάπην, και εν ενί λόγω ουδεμίαν αρετήν. Τουναντίον δε, εις ελευθέραν ζωήν, η αξιότης τιμάται, έκαστος συμπολίτης ευρίσκει το καλόν του εις το καλόν των άλλων. Εκεί, καθείς είναι μέρος του όλου, εκεί η αγαθότης ενεργημένη, εκεί η φιλία φυλαττομένη, εκεί η τιμή αξιοτίμητος, ο κριτής απροσωπόλητος, ο κρινόμενος μόνος, νόμοι οι διαυθεντευταί, νόμοι οι δικασταί, η αθωότης απτόητος, η τιμωρία δικαία, η αντίμειψις κοινή, και μύρια άλλα χρηστά κατορθώματα, οπού χάριν συντομίας δεν αναφέρω.
Και ποίος δεν βλέπει πόσον είναι αναγκαία η ελευθερία; Ο ενάρετος θέλει γνωρίσει την ανάγκην και θέλει προκρίνει την ελευθέραν ζωήν, οπού βλέπει να είναι η αρετή τιμημένη και δοξασμένοι οι ενάρετοι. Ο γενναίος στην ψυχή, και αυτός δεν θέλει εύρει δισταγμόν, βλέποντας τους ελεύθερους λαούς να αιωνιάζωσι τα ονόματα των γενναίων ανδρών και των ηρώων.
Ποίος, οποιασδήποτε καταστάσεως, τέλος πάντων, δεν θέλει γνωρίσει το μέγα όφελος της ελευθέρας ζωής; Εις αυτήν ο πραγματευτής ευρίσκει ασφάλειαν εις το έχειν του. ο υπανδρευμένος βεβαιότητα εις την τιμήν του. ο νέος ευρύχωρον οδόν εις το να διευθύνει την φυσικήν κλίσιν του, και να δείξει την αγχίνοιάν του. ο στρατιώτης έχει αναμφίβολον την ευεργεσίαν εις τας ηρωικάς πράξεις του. ο πτωχός δεν φοβείται ατιμίαν, αλλ’ ευρίσκει συμπάθειαν και βοήθειαν εις τας δυστυχίας του, και ουχί ύβρεις και ανυποληψίαν. τέλος πάντων, κάθε καλός άνθρωπος βλέπει φανερά την ανάγκην της ελευθέρας ζωής, και μόνον ο κακός θέλει προκρίνει την υπόδουλον. αυτό είναι φανερόν, αδελφοί μου, και εσείς πολύ καλά πρέπει να το καταλάβητε.
Όντας φανερόν λοιπόν, ότι μόνον η ελευθερία αποκαταστεί τους ανθρώπους εναρέτους και εμφυτεύει εις τας καρδίας όλων των πολιτών την άμιλλαν προς το ευ πράττειν, διά τούτο εις μόνον τας ελευθέρας πολιτείας γεννώνται οι μεγάλοι άνθρωποι. Η ελευθερία είναι πρόξενος των μεγάλων κατορθωμάτων […] (σελ. 18-20).
Αλλά πόσας φοράς πρέπει να εκφωνήσω ότι η ελευθερία είναι αναγκαιοτέρα και από την ίδιαν ύπαρξιν εις τον άνθρωπον! Αυτή γαρ αποκαταστεί γλυκείαν την ζωήν, αυτή γεννά διαυθεντευτάς της πατρίδος, αυτή νομοδότας, αυτή εναρέτους, αυτή σοφούς, αυτή τεχνίτας, και αυτή μόνον, τέλος πάντων, τιμά την ανθρωπότητα […].
Ω Έλληνες! Οι ελεύθεροι λαοί τιμούσι τους αξίους ανθρώπους και ζώντας και μετά θάνατον. Ζώντας μεν, με το κοινόν σέβας, με τους αληθείς επαίνους, με γενναία βραβεία, με ενδόξους στεφάνους, οπού προσφέρουσιν εις αυτούς, θανόντας δε, με την αιώνιον μνήμην […]
Αλλ’ εις την ν ο μ α ρ χ ί α ν φθάνει μόνον ο πόθος προς το ευ πράττειν, και μύρια είναι τα μέσα της επιδόσεως, και αναμφίβολα. Πού να εύρει τινάς τοιαύτην άμιλλαν υπό δουλείας; Πώς να αποκτήσει δόξαν ο ενάρετος, εκεί οπού η αρετή καταφρονείται και ατιμάζεται; Προς απόδειξιν δε τούτων και προς κατάπεισιν, παρακαλώ τους αναγνώστας να λάβωσιν μόνον εις τας χείρας των την ιστορίαν των προγόνων μας. Αυτή είναι ένας καθρέπτης αψευδής των ανθρωπίνων πραγμάτων. Δι’ αυτής φωτίζεται ο αμαθής, και ο στοχαστικός δι’ αυτής προβλέπει σχεδόν τα μέλλοντα, επειδή οι άνθρωποι, όταν ευρίσκωνται εις τας ιδίας περιστάσεις, πάντοτε όλοι κάμνουσι τα ίδια πράγματα […].
Η ιστορία, αδελφοί μου, πάλιν σας το ξαναλέγω, είναι το ευκολότερον μέσον εις το να καταλάβητε πόσων μεγάλων κατορθωμάτων είναι πρόξενος η ελευθερία. Αυτή, τέλος πάντων, η ιστορία είναι ο πλέον σοφός διδάσκαλος εις τους ανθρώπους, οπού αγαπώσι να μάθωσι την αλήθειαν, και μάλιστα οι νυν Έλληνες οπού τοσαύτην έχουσι χρείαν […] (σελ. 20-21).
Ίσως, τέλος πάντων, προσμένετε να μας δώσει την ελευθερίαν κανένας από τους αλλογενείς δυνάστας; Ω Θεέ μου! Έως πότε, ω Έλληνες, να πλανώμεθα τόσον αστοχάστως; Διατί να μην στρέψωμεν και μίαν φοράν τους οφθαλμούς μας εις τα απελθόντα, διά να καταλάβωμεν ευκολότερα και τα μέλλοντα; Ποίος αγνοεί ότι ο κύριος στοχασμός των αλλογενών δυνάστων είναι εις το να προσπαθήσουν να κάμουν το ίδιόν των όφελος με την ζημίαν των άλλων;
Και ποίος στοχαστικός άνθρωπος ημπορεί να πιστεύσει ότι, όποιος από τους αλλοεθνείς δυνάστας ήθελε κατατροπώσει τον οθωμανόν, ήθελε μας αφήσει ελεύθερους; Ω απάτη επιζήμιος! Μην είσθε, αδελφοί μου, τόσον ευκολόπιστοι. Αναγνώσετε την ιστορίαν και μάθετε ότι οι Ρωμαίοι έταξαν των Ελλήνων και διαυθέντευσιν και ελευθερίαν, αλλ’, αφού εμβήκαν εις την Ελλάδα, ευθύς την εκήρυξαν επαρχίαν τους. Ίδετε και τα τωρινά παραδείγματα, οπού η πολυποίκιλος στροφή της γαλλικής στάσεως μας παρασταίνει. Ο δυνάστης των με ταξίματα μεγάλα και με τοιαύτα μέσα απόκτησεν όσα κατά το παρόν έχει, και πώς εσείς νομίζετε να σας δοθεί η ελευθερία από αλλογενείς; Πώς να μην ειπεί τινάς ότι ονειρεύεσθε έξυπνοι; Και εις τι, παρακαλώ σας, θεμελιώνετε τας ελπίδας σας; Εις την αρετήν των αλλογενών δυνάστων ίσως; Ελπίζετε να κινηθούν εις σπλάγχνος εκείνοι διά τας δυστυχίας τας εδικάς μας;
Δεν ηξεύρετε, ω Έλληνες, ότι η αρετή την σήμερον δεν ευρίσκεται εις τους θρόνους; Δεν ηξεύρετε ότι οι Έλληνες μισούνται δούλοι, επειδή ήθελε τους φθονήσει ελευθέρους κάθε μεγάλη δυναστεία από τας παρούσας των αλλογενών; Αλλά, τέλος πάντων, υποθέτοντας κανέναν από αυτούς τους δυνάστας οσωπούν φιλέλληνα, δεν ηξεύρετε ότι μόνος του δεν ημπορεί να κάμει το ουδέν, και ότι οι επίτροποί του ή είναι εχθροί μας ή είναι αδιάφοροι ή, τέλος πάντων, άσωτοι και διεφθαρμένοι τα ήθη; Τι στοχάζεσθε τέλος πάντων, αν η Ελλάς ελευθερωθεί από τον οθωμανικόν ζυγόν διά χειρός άλλου δυνάστου, να γίνει αληθώς ευτυχής; Ω αλήθεια, αλήθεια! Διατί δεν απομακραίνεις τοιαύτην απάτην από τους Έλληνας; Διατί δεν τους μανθάνεις ότι όσοι πατώσιν εις θρόνον είναι όλοι τύραννοι;
Διατί, αδελφοί μου, να θέλωμεν να αλλάξωμεν κύριον, όταν μόνοι μας ημπορούμεν να ελευθερωθούμεν; Νομίζετε να είναι ελαφρότερος ο ζυγός μιας ξένης δυναστείας; Δεν στοχάζεσθε ότι πάλιν ζυγός είναι; Στρέψατε τα ώτα σας και τους οφθαλμούς σας εις την Ιταλίαν, και ακούσατε τους γογγυσμούς της, και ίδατε τα δάκρυά της, διά να καταλάβητε τι θέλει να ειπεί ελευθέρωσις από ξένους. Καταδέχεσθε εσείς να ομολογήσθε χρεώσται αλλογενών της ελευθερώσεώς σας; Μη, λοιπόν, μη, αγαπητοί μου αδελφοί, μη δεικνύεσθε τόσον παράφρονες εις τον αναγκαιότερον συλλογισμόν, εσείς, οπού τόσον αψευδώς προβλέπετε εις τας εμπορικάς σας επιχειρήσεις το μέλλον, και αναγκάζονται οι ίδιοι αλλογενείς, οπού σας μισούσι, να σας θαυμάζουσι. Μην απατάσθε και μην τρέφετε καμίαν από τας ειρημένας ελπίδας, αλλά προβλέπετε το πλέον φανερόν από κάθε μέλλον, την αναγκαίαν, λέγω, επανόρθωσιν του Γένους μας αφ’ εαυτού του, και μην αργοπορείτε αυτήν με την απουσίαν σας.
Εσείς δε, φίλοι μου και σύγχρονοι νέοι, αγαπητοί μου Έλληνες, οπού με τόσους κόπους και αγρυπνίας διδάσκεσθε τας επιστήμας εις τας ακαδημίας των αλλογενών, και οπού εξ ανάγκης εγνωρίσατε τι εστί πατρίς, της οποίας ο έρως σας ενθουσιάζει, και ήδη αρχίσατε παντοίοις τρόποις να ξαναδώσητε εις το ελληνικόν όνομα το παλαιόν σέβας, οπού είχεν και έχασεν, εσείς, λέγω, οπού με την φυσικήν σας αγχίνοιαν αποδεικνύετε φανερώς των αλλογενών συμμαθητών σας το ελληνικόν πνεύμα οποίον είναι, μην βραδύνετε πλέον τον μισευμόν σας διά την Ελλάδα.
Υπάγετε να προητοιμάσετε την επανόρθωσιν των συμπατριωτών μας. Η δόξα σάς προσμένει με τους στεφάνους της νίκης εις τας χείρας και με τας αγκάλας ανοικτάς. Μην ξεχάσετε ότι η αρετή και η αληθής φιλοσοφία είναι το να ζη τινάς εις πολλούς, και αυτό αποκτάται ωφελώντας τους […] (σελ. 129-131).
Ω Έλληνες, μάθετέ το διά πάντοτε, τα άρματα της δικαιοσύνης είναι ανίκητα, και οι οθωμανοί θέλουν φύγει απ’ έμπροσθεν των αρματωμένων Έλλήνων. Μην λησμονήσητε προς τούτοις, παρακαλώ, το παντοτινόν παράδειγμα των θαυμαστών Μανιάτων. Ίδετε ότι οι οθωμανοί ποτέ δεν ημπόρεσαν να τους καταδαμάσουν, ούτε καν να πλησιάσωσι τολμούσι πλέον εις τα σύνορά των. Ενθυμηθείτε, τέλος πάντων, ότι η αρχή της νίκης είναι η ανθίστασις… […] (σελ. 145).
Ήγγικεν η ώρα, ω Έλληνες, της ελευθερώσεως της πατρίδος μας! Το τέλος των τυράννων είναι, αδελφοί μου, πασίδηλον! …
Ω Έλληνες! Οι ποταμοί αίματος των συγγενών μας και φίλων μας, οπού εχύθηκαν από το οθωμανικόν σπαθί, ζητούσιν εκδίκησιν. Τόσοι άλλοι, οπού μέλλουσι να χυθεί, ζητούν βοήθειαν. Αλίμονον λοιπόν εις τα απρόσεκτα πνεύματα, και μακάριοι οι συνδρομηταί!
Ναι, αγαπητοί μου αδελφοί, ακόμη μίαν φοράν διά πάντα σας το ενθυμώ, ότι καιρός της δόξης έφθασεν […].
Άμποτες να αξιωθώμεν ταχέως να δοξάσωμεν το όνομα της Ελλάδος, και σκιρτίζοντες να αλαλάξωμεν: Ζήτω η Ελευθερία των Ελλήνων και αιώνας αιώνων! Γένοιτο, γένοιτο! (σελ. 150-151).
Τυπώθηκε στην Ιταλία το 1806
(Ανωνύμου του Έλληνος «Ελληνική Νομαρχία ή Λόγος περί ελευθερίας», Εκδόσεις «Αναξίμανδρος», Αθήνα 1971)
Διαβάστε όλο το βιβλίο στην παρακάτω διεύθυνση:
Κλαύδιου - Κάρολου Φωριέλ (1772-1844)
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Προς τους Νεοέλληνας
…Ολίγας λέξεις θα προσθέσω, και θα τας απευθύνω προς τους Έλληνας:
Εάν επανακτήσουν την ανεξαρτησίαν των, εάν έλθει η ημέρα, κατά την οποίαν θα δυνηθούν να αναπτύξουν εν ειρήνη τα σπάνια χαρίσματα, με τα οποία τους έχει προικίσει η φύσις, το κάθε τι επιτρέπει την ελπίδα ότι συντόμως θα πλησιάσουν, και ίσως θα προηγηθούν κατά τον πολιτισμόν των άλλων εθνών της Ευρώπης. Θα ανθίσουν πάλιν εις την χώραν αι επιστήμαι, η φιλοσοφία θα έχει εκεί νέας σχολάς, και αι ωραίαι τέχναι θα δημιουργήσουν εκ νέου αριστουργήματα. Θα έχουν αναμφιβόλως και μεγάλας ποιητικάς συνθέσεις, εις τας οποίας η τέχνη θα έχει προσφέρει ό,τι δύναται. Αλλά είναι δυνατόν τόσον ωραίαι ελπίδες να μη προκαλέσουν εις αυτούς την περιφρόνησιν ενός μετρίου και ευκόλου έργου! Ας σπεύσουν να συλλέξουν ό,τι δεν εχάθη από τα δημοτικά των τραγούδια. Η Ευρώπη θα τους οφείλει ευγνωμοσύνην δι’ ό,τι θα πράξουν προς διαφύλαξίν των. και οι ίδιοι θα είναι γοητευμένοι μίαν ημέραν, διότι θα δύνανται να γνωρίσουν τα προϊόντα μιας σοφής και καλλιεργημένης ποιήσεως, τα απλά αυτά μνημεία του πνεύματος, της ιστορίας και των ηθών των προγόνων των.
(Κλαύδιου - Κάρολου Φωριέλ «Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδας», Παρίσι 1824-1825)
Δημοτικό
ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ
Την Πόλιν όντες όριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνον,
με δεκαπέντε σήμαντρα, με δεκαοχτώ καμπάνες,
με δεκαπέντε σήμαντρα, με δεκαοχτώ καμπάνες,
με διάκους, με αρχιερείς, τριπλάσιους παπάδες
ψαλτάδες όνταν έψαλλαν, ευχαριστήτ’ ο Θιος μου
σιτ έψαλλαν, σιτ όριζαν τημ Πόλ’ τηρ’ Ρωμανίαν,
σημαίν’ η γη, σημαίν’ ο Θιος, σημαίνουν τα ουράνια
σημαίνει κι η Αγί Σοφιά, το μέγαν μοναστήριν.
Στην έμπαν του ηλίου μου στέκεν ο πατριάρχης
στην έβγαν του ηλίου μου στέκεν ο Βασιλέας μου,
ο βασιλέας, ο Βασιλέας, ο Έλλεν Κωνσταντίνον.
Ψάλλουν το άγιος ο Θεός και την τιμιοτέραν,
έρθεν πουλίν κι εκόνεψεν τ’ αγί Σοφιάς την πόρταν.
Το έναν το φτερούλιν άθες, σο γαίμαν βουτεμένον
στο άλλο στο φτερούλιν άθε χαρτίν βαστά γραμμένον.
Από κανείς κι ανάγνωσεν, κανείς κι εξέρ’ ντο λέγει,
μουδέ κι ο πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.
Έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει
σιτ ανάγνωθ’ σιτ έκλαιγεν, σο τιν ατούς να λέγει.
“Ναηλί εμάς, να βάη εμάς, οι Τούρκ’ την Πόλ’ επαίραν.
Επαίραν το βασιλοσκάμν’ ελλάγεν η αφεντία”.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς “ελλάγεν η αφεντία”
μοιρολογά και η Αγί Σοφιά, το μέγαν μοναστήριν,
ο Βασιλέας, ο βασιλιάς, παργόρϊαν κι ’παίρνε.
Επαίρεν τ’ ελαφρόν σπαθίν, τ’ ελλενικόν κοντάρι
τσοι Τούρκους κρούγεν ’ς στο σπαθίν τσοι Τούρκους στο κοντάριν.
Τριακόσιους Τούρκους έκοψεν και δεκατρείς πασάδες
τσακώθεν το σπαθίν ατου κι εσκίγεν το κοντάριν.
Όντεν εκαλοτέρισεν απέσ’ τσοι Τούρκους επέμνεν,
κι όντεν εκαλοτέρισεν και μοναχός επέμνεν.
Κι ατοίν ατόναν έθαψα’ς σο χλοερόν τιούσ’ εκιν.
(Ποντιακό ιστορικό τραγούδι)
Βίντεο στις παρακάτω διευθύνσεις:
Λαϊκή παράδοση
ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ
( Σ π ά ρ τ η )
Κοντά στο Μυστρά, σε μια ψηλή θέση, πόχει από κάτω όλο τον κάμπο της Σπάρτης, ήταν ένα κυπαρίσσι, το μεγαλύτερο κυπαρίσσι του κόσμου. Τώρα δεν υπάρχει πλέον. είναι λίγα χρόνια, κάποιος παλιάνθρωπος είχε ανάψει φωτιά εκεί κοντά, και δεν επρόσεξε και άναψε το κυπαρίσσι και κάηκε.
Αυτό το κυπαρίσσι έχει την ιστορία του. Επί Τουρκίας ένας πασιάς πήγε σ’ αυτή τη θέση να διασκεδάσει. Έβαλε και του ’ψησαν ένα σφαχτό, και κάθισε κι έφαγε. Είχε μαζί του και ένα βοσκό, ένα νέο παλικάρι χριστιανόπουλο, και τον υπηρετούσε. Για μια στιγμή το παιδί έριξε τη ματιά του και παρατήρησε εκείνο το ωραίο θέαμα, τον κάμπο με τις πρασινάδες και τ’ άφθονα νερά, και τα βουνά γύρω, τον έπιασε το παράπονο κι αναστέναξε. Το είδε ο πασιάς και τον ρωτά:
– Μπρε Ρωμιέ, τι έχεις κι αναστενάζεις;
– Τι να ’χω, πασιά μου, του λέει. συλλογίζομαι πως όλα αυτά τα μέρη ήταν δικά μας μια φορά και μας τα πήρατε μα το λένε τα χαρτιά μας και έχω την ελπίδα μου στο Θεό, πως με καιρό πάλι δικά μας θα γίνουν.
Ο πασιάς θύμωσε:
– Μωρέ, τι τσαμπουνάς αυτού; του λέγει.
Και αρπάζει την ξύλινη σούβλα, που είχαν ψήσει τ’ αρνί, και την καρφώνει στη γη.
– Να, το βλέπεις αυτό; λέγει. Αν αυτό το ξερό παλούκι βγάλει κλαριά, τότες να ’χετε ελπίδα πως θα ξαναπάρετε πίσω αυτά τα μέρη.
Την άλλη μέρα η σούβλα ρίζωσε στη γη και ξαναβλάστησε και φούντωσε και θέριεψε, κι έγινε το περήφανο κυπαρίσσι, που γνωρίζαμε. Και επειδή ο πασιάς έχωσε τη σούβλα στη γη από τη μύτη, δηλαδή από την κορφή, έβγαλε το κυπαρίσσι τα κλαριά του γερμένα προς τα κάτω, έγινε θηλυκό κυπαρίσσι.
(Νικολάου Πολίτη (1852-1921) «Παραδόσεις του Ελληνικού Λαού», τόμος Α΄)
Ι. Π. Αντωνίου
ΣΤΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
Σαλπίσματα
τα λόγια σας γενήκανε
κι έκραξαν
στα βουνά
την Κλεφτουριά.
Στην πένα σας
μαχαίρια τροχιστήκανε
κι έφεραν
στην Ελλάδα
λευτεριά.
Δόξα σ’ Αυτούς,
που λιονταρίσια πάλαιψαν.
Τιμή σας,
που τους δώσατε
ορμή.
Εκείνοι
τα δαφνόκλαδα εμάζεψαν.
Σεις είχατε ποτίσει
της δάφνης
το δενδρί.
(Κούρκουλα Κωνσταντίνου «Λεύκωμα των Διδασκάλων του Γένους.
Ανθολόγιον εκ των διδαχών τους», Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1971)
ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ
1814: Ίδρυση Φιλικής Εταιρείας από Εμμανουήλ Ξάνθο, Νικόλαο Σκουφά, Αθανάσιο Τσακάλωφ
Ξάνθος Εμμανουήλ (Πάτμος 1772-Αθήνα 1851) ---
Σκουφάς Νικόλαος (Κομπότι Άρτας 1779-Κων/πολη 1818) ---
Τσακάλωφ Αθανάσιος (Γιάννενα 1788-Μόσχα 1851) ---
Το υποψήφιο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο δόκιμος, όπως λεγόταν, οδηγείται από τον κατηχητή του σε ασφαλές μέρος. Εκεί ο κατηχητής διαβάζει και ο δόκιμος επαναλαμβάνει “με όλον το ανήκον σέβας εις την ιερότητα και την μεγαλειότητα του πράγματος” τον μέγα όρκο, τον εξής:
“Ορκίζομαι, ενώπιον του αληθινού Θεού, οικειοθελώς, ότι θέλω είναι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να μη φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και λόγους της. μήτε να σταθώ κατ’ ουδένα λόγον η αφορμή του να καταλάβωσιν άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις Πνευματικόν ή φίλον μου.
”Ορκίζομαι, ότι εις το εξής δεν θέλω εμβή εις καμίαν άλλην Εταιρείαν, οποιαδήποτε και αν είναι, μήτε εις κανένα δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν και αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον εις την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.
”Ορκίζομαι, ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της Πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους. Θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην των και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.
”Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν διά να συγγνωρισθώ με κανέναν Συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μη λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος.
”Ορκίζομαι να συντρέχω όπου εύρω τινά Συνάδελφον με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν, και, αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.
”Ορκίζομαι, ότι, καθώς εγώ έγινα δεκτός εις την Εταιρείαν, να δέχωμαι παρομοίως άλλον Αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλον τον απαιτούμενον καιρόν εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της Πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το Μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.
”Ορκίζομαι να μη ωφελώμαι κατ’ ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερόν πράγμα και ενέχυρον, ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα και στελλόμενα εσφραγισμένα Γράμματα.
”Ορκίζομαι να μη ερωτώ ποτέ κανένα εκ των Φιλικών με περιέργειαν, διά να μάθω ποίος τον ωδήγησεν εις την Εταιρείαν.
”Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβωμαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα δικαστήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατρίβω.
”Τέλος πάντων, ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισαθλία Πατρίς! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα, τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου. εις τα ίδιά μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν Ελευθερίαν των ομογενών μου, ότι αφιερώνομαι όλος εις Σε! Εις το εξής Συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά Σου είναι ο οδηγός των πράξεών μου και η ευτυχία Σου είναι η ανταμοιβή των κόπων μου. Η Θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήση επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν και το υποκείμενόν μου αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου διά να μη μολύνω την αγιότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου”.
(Ιωάννης Φιλήμων (1798-1874), «Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρείας»)
Κάλβου Ανδρέα (1792-1869) «ΩΔΑΙ»
1. ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ
α.
Ας μη βρέξει ποτέ
το σύγνεφον και ο άνεμος
το σύγνεφον και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει
το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
β.
Ας το δροσίζει πάντοτε
με τ’ αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη.
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ’ άνθη.
γ.
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα. ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών ηρώων,
καύχημα νέον.
δ.
σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιάν σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
ε.
Αλλ’ αν τις απεθάνει
διά την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον,
είναι φύλλον ατίμητον,
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
(Ανδρέα Κάλβου «Λύρα», Παρίσι 1824. Απόσπασμα από την ωδή, αφιερωμένο στους εθελοντές Ιερολοχίτες, που έπεσαν ηρωικά στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου 1821 – Κάλβου «Ωδαί», Εκδόσεις "Πέλλα", Αθήνα, σελ. 29-30)
2. ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ
α΄.
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι.
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
(Ανδρέα Κάλβου «Λύρα», Παρίσι 1824/ Κάλβου «Ωδαί», Εκδόσεις "Πέλλα", Αθήνα, σελ. 83)
Κάλβου Ανδρέα (1792-1869) «ΩΔΑΙ»
3. ΑΙ ΕΥΧΑΙ
α.
Της θαλάσσης καλύτερα
φουσκωμένα τα κύματα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην
έρημον βάρκαν.
β.
Στην στεριάν, στα νησία
καλύτερα μια φλόγα
καλύτερα μια φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας.
γ.
Καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες.
δ.
’Παρά προστάτας να ’χωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα
’με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
ε.
Αν οπόταν πεθαίνη
πονηρός βασιλεύς
πονηρός βασιλεύς
έσβην’ η νύκτα έν’ άστρον
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.
στ.
Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος, έπνιξε
και πνίγει τους λαούς σας
πάλαι, και ακόμα.
ζ.
Πόσοι πατέρες δίδουσιν
όχι ψωμί, φιλήματα
όχι ψωμί, φιλήματα
στα πεινασμένα τέκνα τους
ενώ λάμπουν στα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!
η.
Όταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλείτε
νέους λαούς καλείτε
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς διά να πληρώσετε
πλουσιοπαρόχως,
θ.
τα ξίφη οπού φυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλειά σας
τα τρέμοντα βασίλειά σας
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν και σφάζουσι
τους λειτουργούς της.
ι.
Θέλετε θησαυρούς
πολλούς διά να αγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους
και τ’ άπιστο θυμίαμα
της κολακείας.
ια.
Ημείς διά τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν κι αλήθειαν.
ιβ.
Διά να θεμελιώσητε
την τυραννίαν τιμάτε
την τυραννίαν τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Ελλάδα.
ιγ.
Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλώνετε!
τα χέρια σας απλώνετε!
τραβήξατέ τα οπίσω.
βλέπει ο Θεός και αστράπτει
διά τους πανούργους.
ιδ.
Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι
εβασάνιζον οι άνεμοι
τότε βοήθειαν ήθελεν.
ενδυναμώθη τώρα
φθάνει η ισχύς του.
ιε.
Το ξίφος σφίγξατ’, Έλληνες
τα ομμάτιά σας σηκώσατε
τα ομμάτιά σας σηκώσατε
ιδού εις τους ουρανούς
προστάτης ο Θεός
μόνος σας είναι.
ιστ.
Και αν ο Θεός και τ’ άρματα
μας λείψωσι, καλύτερα
μας λείψωσι, καλύτερα
πάλιν να χρεμετήσωσι
στον Κιθαιρώνα Τούρκων
άγριαι φοράδες,
ιζ.
παρά… Ε, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.
ιη.
Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα. εγώ την λύραν
κανένα. εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ’ ανοικτόν στόμα.
(Ανδρέα Κάλβου «Λυρικά», Παρίσι 1826 / Κάλβου «Ωδαί», Εκδόσεις "Πέλλα", Αθήνα, σελ. 91-93)
http://YouTubeΑιευχαίΜίκηςΘεοδωράκης
http://YouTubeΑιευχαίΜίκηςΘεοδωράκης
Παροιμιακή ιστορία
ΤΟΥΡΚΟΙ ΘΑ ’ΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ’ΡΘΟΥΣΙ;
Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, Μπασιμπουζούκοι στη Θράκη, που τους λέγανε ρετίφια (=εφέδρους), με μαχαίρια στο στόμα για να φοβίζουν και με σκοπό τους τη λεηλασία, απειλούσαν τους χωρικούς, βάζοντας συχνά φρύγανα στις πόρτες των σπιτιών τους, πως θα τους κάψουν ζωντανούς, αν δεν τους δώσουν γρήγορα ό,τι τους ζητούσαν.
Ύστερ’ από άπειρες τέτοιες πιέσεις, οι φιλήσυχοι κάτοικοι, εντελώς απογοητευμένοι, αποφάσισαν ν’ αφήσουν τον τόπο τους και να πάνε να ζήσουν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας. Κοντά που ήταν έτοιμοι να μεταναστεύσουν, το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη, μόλις έμαθε τα καθέκαστα και την απογοήτευση των Τρουλιανών (η Τρουλιά βρίσκεται κοντά στο Σαμακόβι της Θράκης), έστειλε γρήγορα το Μητροπολίτη της Βιζύης να τους προλάβει να μη φύγουνε και να τους δώσει υποσχέσεις ότι θα έπαυαν πια τα βάσανά τους, με τη μεσολάβηση του Πατριάρχη στο Σουλτάνο, να στείλει από ’δω κι εμπρός εγγράμματους κι ευγενείς Τούρκους, να τους διοικούν.
Έφτασε λοιπόν ο Μητροπολίτης, απάνω που ξεκινούσαν να φύγουν οι Τρουλιανοί, κι αφού τους σταμάτησε, τους έδινε συμβουλές να παρατήσουν το ταξίδι τους. Τότες ένας γέρος, που ήτανε μπροστά, ρώτησε το Δεσπότη:
– “ Άγιε Δεσπότη ! Τούρκοι θα ’ναι αυτοί που θα ’ρτουσι; ”
– “ Τούρκοι, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, αλλά καλοί άνθρωποι, εγγράμματοι ! ”, απάντησε ευλογώντας τους.
– “ Τράβα, παιδί μου Νικόλα, τράβα !… ”, είπε τότες χειρονομώντας κι ο γέρος στο γιο του, που πήγαινε μπροστά με τις άμαξες και τους αραμπάδες…
(Ιστορική αφήγηση, από το περιοδικό «Θρακικά», τόμος ΙΖ΄(1942), σελ. 219-220. Λουκάτου Δημητρίου (1908-2003) «Νεοελληνικά Λαογραφικά Κείμενα», σελ. 271-272)
http://www.mathima.gr |
ΣΤ’ ΑΡΜΑΤΑ, ΑΔΕΡΦΙΑ!…
“Ηγαπημένοι μου… Ήτανε φαίνεται από το Θεό γραμμένο ν’ αδράξωμε τ’ άρματα μίαν ημέρα και να χυθούμε καταπάνου στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι τη θέλομε, βρε αδέρφια, αυτή την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε αποκάτω στη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων να ακονιέται στα κεφάλια μας; Δεν τηράτε που τίποτα δε μας απόμεινε; Οι εκκλησίες μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τουρκών. κανένας δε μπορεί να πει, πως τάχα έχει τίποτε εδικό του, γιατί το ταχιά βρίσκεται φτωχός, σα διακονιάρης στη στράτα. Οι φαμελιές μας και τα παιδιά μας, είναι στα χέρια και στη διάκριση των Τουρκών.
Τίποτα, αδέλφια, δεν μας έμεινε. Δεν είναι πρέποντας να σταυρώσωμε τα χέρια και να τηράμε τον ουρανό. Ο Θεός μας έδωσε χέρια, γνώσι και νου. ας ρωτήσομε την καρδιά μας και ό,τι μας απαντυχαίνει, ας το βάλωμε γλήγορα σε πράξιν και ας είμεθα, αδέλφια, βέβαιοι, πως ο Χριστός μας, ο πολυαγαπημένος, θα βάλει το χέρι απάνω μας. Ό,τι θα κάμωμε, πρέποντας είναι να το κάμωμε μιαν ώραν αρχήτερα, γιατί ύστερα θα χτυπάμε τα κεφάλια μας. Ας ωφεληθούμε από την περίσταση, οπού ο Θεός, ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας, μας έστειλε διά ελόγου μας. Μίαν ώραν πρέποντας είναι να ξεσπάσει αυτό το μαράζι, οπού μας τρώγει την καρδιά.
” Στ’ άρματα, αδέλφια! Ή να ξεσκλαβωθούμε ή όλοι ν’ αποθάνουμε. Και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν ημπορεί να προτιμήσει κάθε χριστιανός και Έλληνας.
– Εγώ, καθώς το γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξιδιώτες, ημπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτια, τιμαίς και δόξαις. Ό,τι κι αν ζητήσω, μου το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέα δεν χωρατεύει. Έπειτα κοντά στα άλλα ενθυμούνται τον πατέρα μου, που τους εζεμάτισε. Μα σας λέγω, την πάσαν αλήθειαν, αδέλφια, δεν θέλω εγώ μονάχος να καλοπερνάω και το γένος μου να βογγάει στη σκλαβιά, μου καίεται η καρδιά…
Σας χαιρετώ και σας γλυκοφιλώ.
22 Μαρτίου 1821
Ο αγαπητός σας
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ”
(Δημήτρη Φωτιάδη «Η Επανάσταση του 1821», τόμος ΙΙ, σελ. 39-40)
Βαλαωρίτη Αριστοτέλη (1824-1879)
Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ
ΚΥΜΑ (Ραγιάς):
“Μέριασε, βράχε, να διαβώ”! το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο,
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο,
“μέριασε, μες στα στήθη μου, ποὔσαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμια αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου ποὔπε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα!
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδερμένο
και σὤγλυφα και σὤπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκύτταζες και φώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση, που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά - κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σἄνοιγα, το λάκκο ποὔθε κάμω
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τἄφαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό… Εξύπνησα λιοντάρι…”.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, ποὔταν χλωμό, μισόσβυστες αχτίδες.
Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει.
Και σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
ΒΡΑΧΟΣ (Κατακτητής):
“Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω”.
ΚΥΜΑ (Ραγιάς):
“Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα κύτταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατειά, πέσε προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
έγινα θάλασσα πλατειά, πέσε προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τα’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέββατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη.
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου.
Γίγαντας στέκω εμπρός σου!”
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε με μιας το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβυέται, λιώνει,
σα νἄταν από χιόνι.
(Άπαντα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Διεθνείς Εκδόσεις, Αθήνα, σελ. 94-96)
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΣΣΗΝΙΩΝ ΣΤΙΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ
Το παρακάτω γράμμα, γραμμένο στις 25 Σεπτεμβρίου του 1827 από τους κατοίκους της Μεσσηνίας, είναι απάντηση σ’ ένα απειλητικό γράμμα του Κεχαγιάμπεη, που το έγραψε κατ’ εντολήν του Ιμπραήμ-Πασά. Διαβάστε το:
“Προς τον ενδοξότατον Κιαχαγιά του Ιμπραήμ-Πασά*. Ελάβαμεν ένα γράμμα σου, εις το οποίον μας λέγεις ότι είσαι διωρισμένος από τον αυθέντην σου να κατακόψης τα δενδρικά μας και σου αποκρινόμεθα. Οι Έλληνες, όταν απεφασίσαμεν να τινάξωμεν τον ζυγόν της τυραννίας, εβάλαμεν προ οφθαλμών, ότι κοντά με τα άλλα δικαιώματα του ελευθέρου ανθρώπου, τα οποία αυτός μας είχεν αρπαγμένα και τα οποία θα ανακτήσωμεν και ημείς ως ελεύθεροι Έλληνες, θα ανακτήσωμεν και όλα όσα η καταπλακωμένη από την τυραννίαν γη των πατέρων μας φέρει επάνω της, ως υποκείμενα και αυτά εις την διάκρισιν της τυραννίας. Αλλά είναι και εις ταύτα τα μέρη της Μεσσηνίας συγκροτημένα τα στρατόπεδα παρά του γενικού αρχηγού των αρμάτων της Πελοποννήσου και όταν θέλετε πολεμείτε με αυτά και όχι με τα δενδρικά. Ημείς πάλιν λέγομεν, έως τον ένα, είμεθα αποφασισμένοι να αποθάνωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες”.
Μεσσηνία, 25 Σεπτεμβρίου 1827
*Ιμπραήμ-Πασάς (1789-1848): Οθωμανός στρατιωτικός, γνωστός από την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, μετά τη συμμαχία του θετού πατέρα του Βαλή της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη, με το Σουλτάνο το 1824. Προκάλεσε πολλές καταστροφές, αλλά, μετά την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τους στόλους Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827), αποχώρησε από την Πελοπόννησο στις 10 Οκτ. 1828.
Βλαχογιάννη Γιάννη (1867-1945)
«ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ»
Η ΣΟΥΛΙΩΤΟΠΟΥΛΑ
Στης μάχης τον καπνό, που πνίγει το λαγκάδι, ο Σουλιώτης όλα τα ’χει λησμονήσει, πείνα και δίψα. Και το Σούλι πέφτει ξέμακρα, και σαν λησμονημένο είναι κι εκείνο, τ’ άχαρο.
Κι εκεί που πολεμάει το παλικάρι, αγλύκαντο, μέρα και νύχτα, ακούει μια γνώριμη φωνή, που τον ξυπνάει. Λοιπόν το Σούλι δε χάθηκε, και ζει: Κι ήταν η Λάμπη, η αδερφή του νιου.
– Τι καλά μου φέρνεις, ωρή Λάμπη;
– Ζεστή κουλούρα, ωρ’ αδερφέ, που σου τη ζύμωσα με τα χεράκια μου, κι η μάνα την έψησε στην αθρακιά, μονάχη. Έλα να φας μια ψίχα και να ξαποστάσεις.
– Δεν μπορώ, καημένη, να παρατήσω το ντουφέκι…
– Αυτό είν’ η συλλογή σου, Νάση; Έρχομαι ’γω και σου κρατώ τον τόπο σου… Να, σου έστρωσα! Και δώσ’ μου το ντουφέκι.
Χαμογελάει ο αδερφός, ο καπνισμένος. Και δεν έχει ανάγκη να μάθει την κορασιά πώς πιάνουν το τουφέκι. Ο πόλεμος βαστούσε πάντα. Με χέρι σταθερό γέμιζ’ εκείνη και σημάδευε. Κι ο αδερφός της παραπέρα έτρωγε ήσυχος και μοναχά την πείνα του άκουγε τη θεριεμένη μέσα του.
Κι ο πόλεμος βαστούσε. Κι εκεί, ένα βόλι ήρθε και πέτυχε κατάστηθα την κορασιά. Μα αυτή έκανε καρδιά και δε μιλούσε. Το αίμα πλημμύριζε τον κόρφο της. Η Λάμπη σημάδευε και τουφεκούσε.
– Έφαγες, Νάση;
– Κοντεύω, ακόμα λίγο, Λάμπη.
Η κόρη ξαναρώτησε δεύτερα και τρίτα. Και τότε μ’ ένα πήδημα το παλικάρι βρέθηκε κοντά της. Άρπαξε το τουφέκι κι ήσυχο καθώς είχε τραβηχτεί ξανάρχισε τον πόλεμο.
Αμίλητη η Σουλιωτοπούλα πήγε παραπίσω κι έπεσε.
Κι ο πόλεμος βαστούσε.
(«Μεγάλα Χρόνια» [1930], σελ. 57 - 58)
Η Χ Α Ϊ Δ Ω
(Η Ζαν Ντ’ Αρκ του Σουλίου)
Τρέμω σαν συλλογίζομαι τη Χάϊδω τη Σουλιωτοπούλα. Δειλός στη θύμησή της, μοιάζω με τους Τούρκους που τρέμανε και τ’ όνομά της ίσα με του σπαθιού της τη λαβωματιά.
Θολή την έχω μπρος μου την παρθένα, ανταριασμένη κι άγνωρη, σαν τη μορφή τη χαλασμένη που δείχνει το λειψόγιομο φεγγάρι ανάμεσα στα σύννεφα τρικυμιστό.
– Τι ήταν η Χάϊδω, θεια; ρωτούσα την Πανάγιω, την παλιά Σουλιώτισσα.
– Η Χάϊδω τι ήτανε; Μη με ρωτάς, δεν ξέρω, δεν την έφτασα! Έλεγε η θεια Πανάγιω, κι έτρεμε το χείλος της. Ήτανε πλάσμα ανθρωπινό, ήτανε ξωτικό, κανείς δεν το ξέρει. Κόρη, έτοιμη νυφούλα, όχι καμιά γριά. Κι όμορφη, σαν εικόνισμα! Μονάχα αυτό! Η μάνα μου τη γνώρισε, και δε μπορούσε άλλο να πει…
Και σώπαινε η Πανάγιω. Ύστερα ξανάρχιζε.
– Ποια ήταν του κορμιού της τα γνωρίσματα; Τα μάτια και τα χείλη της; Τα λόγια της και τα καμώματά της; Γέλασε ποτέ; Κι αγάπησε; Κανείς δε βρέθηκε να πει. κανείς δεν αποτόλμησε! Όλοι, Σουλιώτες και Σουλιώτισσες, ένα μονάχα ξέρανε, και τ’ ορκιζόνταν: Η Χάϊδω πήγαινε στον πόλεμο ολομόναχη! Κινούσε αθώρητη, ασυνόδευτη, και πήγαινε. Αντίκρυ οι Αρβανίτες, αφού μήνες κρατήσανε τον πόλεμο, και σφίξανε στενά το Σούλι, άξαφνα δείλιασαν. Τους παίρναν οι Σουλιώτες άκοπα, με το ντουφέκι, όχι με το σπαθί. Συχνά τους βλέπανε να φεύγουν ακυνήγητοι, σαν τα ζαρκάδια που έχουνε το φόβο τους οχτρό μέσ’ την καρδιά τους. Οι Σουλιώτες απορούσανε. νοιώθανε κι αυτοί μια αλλόκοτη λαχτάρα μέσα τους. Φωνάζανε στους Τούρκους να γυρίσουνε. ― “Σταθήτε να πολεμήσετε! Τι φεύγετε;” τους λέγανε. ― “Δε μας κυνηγάτε σεις, μας κυνηγάει η Χάϊδω!” αποκρίνονταν. Και περιγράφανε μια φοβερή γυναίκα. Ήταν η Χάϊδω. Κι όμως κανένας από τους Σουλιώτες δεν την έβλεπε. Το βράδυ άμα γυρίζανε στο Σούλι, η Χάϊδω ήταν εκεί! Μοναχή κι αμίλητη. αγριωπή. Αγνώριστη, σα να ξεγύριζε απ’ αρρώστια φοβερή. Παραλλαγμένη, σα να ’χε περάσει από δοκιμή θανατερή. Τέτοια ήταν η Χάϊδω. Κάτι σαν άλλο πλάσμα παρ’ ανθρωπινό (έλεγε η θεια Πανάγιω). Και δεν είναι από τα λόγια τα περασμένα που άκουσα και τη στοχάζομαι έτσι. Η ίδια η μάνα μου έλεγε συχνά: ― “Η Χάϊδω ήταν ένα φάντασμα, ίσως καμιά ψυχή τρισάγια, που ήρθε για να μας βοηθήσει, από τον ουρανό σταλτή. Κι ίσως η Παναγιά Παρθένα πήρε τη μορφή της. Τώρα όσο το συλλογίζομαι, και το πιστεύω πιο πολύ. Όμως και τότε που την ολόσωμη μπροστά μας, που ζούσε και πολεμούσε για το Σούλι, και τότε κανείς δεν τηνέ νόμιζε τη Χάϊδω αληθινή, με σάρκα κι αίμα. Η Χάϊδω και ζωντανή, ήταν ένα φάντασμα θεόσταλτο”.
Τρέμω σα συλλογίζομαι τη Χάϊδω τη Σουλιωτοπούλα.
(«Μεγάλα Χρόνια»[1930], σελ. 85 - 86)
Η Ε Ξ Ο Δ Ο
Το Μεσολόγγι τώρα ’τοιμάζεται να βγει, με το σπαθί. Τοιμάζεται κι η χήρα Μάνθα, η Μεσολογγίτισσα, να βγει κι αυτή. Ο Τούρκος α’ νικήθηκε χίλιες φορές, της πείνας το θεριό είν’ ανίκητο. Έτσι ο λαός, μαζί με τη Φρουρά, πήρανε την απόφαση. Κι απόψε…
Νύχτα, σκοτάδι. Η χήρα στα τυφλά ψηλαφώντας ηύρε το δέμα με τα ρούχα τ’ άχαρα του μακαρίτη ανδρός της. Η μπόμπα η τούρκικη τον έκοψε στα δυο, μόλις άρχιζε η πολιορκία. Κι αυτό μονάχα; Το βόλι, το σπαθί, της αρρώστιας η οργή, της πείνας η κατάρα θέρισαν κάθε δικό της, γύρω της.
Έρημη η χήρα, έρημη με την Ανθή την κόρη της, εφτά χρονώ’ μικρούλα κι άρρωστη, στα βάσανα μπασμένη, από την πείνα αγνώριστη, φάντασμα ζωντανό, κι ήμερο κι ιλαρό σαν άλλου κόσμου πλάσμα.
Η χήρα ντυμένη βρίσκεται με τη στολή, τη λεβέντικη και τη ματόβαφη τ’ αντρός της. Τη φύλαγε σαν άγιο λείψανο, τόσον καιρό. Και τώρα πόσα γέλια θ’ άκουγε, μέρα έτσι να την έβλεπε κανείς. Τόσο είν’ άχαρη και τόσο κωμική. Κι έχει στη μέση της ζωσμένο το σπαθί. Και πρέπει να ’ναι τόσο τρομερή κι η όψη κι η ματιά της, που θἄδιωχνε ακόμα και του χωρατού τον ίσκιο από μπροστά της. Κι είναι τόσες άλλες, χήρες είτε ανύπαντρες, νιες και γριές, αντροντυμένες, έτοιμες να βγουν απόψε…
Την κόρη της σηκώνει από το στρώμα. Το χάδι της καρδιάς τραχύ της βγαίνει απ’ το λαιμό. Μοιάζει σαν προσταγή και σα φοβέρισμα. Τη σέρνει από το χέρι, της κρυφομιλεί, μα στην αγκαλιά να τη σηκώσει δεν μπορεί. Τέτοια δύναμη κι η μάνα δεν την έχει.
Τραβούν αργά το δρόμο κατά τα προχώματα, μαζί με τ’ άλλο ρέμα του κόσμου που τραβά. Ζυγώνει η ώρα. Κανένας δε φωνάζει, κι όμως μια σύσμιχτη βοή ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Η χήρα σκύβει για στερνή φορά, κι άγρια και βραχνερά την άμοιρη μικρούλα θέλει να ορμηνέψει.
– Ανθή μου, Ανθή, Ανθίτσα μου, εδώ που θα κινήσουμε, σφιχτά να μου κρατείς τη φουστανέλλα. Τίποτ’ άλλο να μη βλέπεις και να μην ακούς: Τη φουστανέλλα να μη χάσεις απ’ τα χέρια σου! Ανθή μου, Ανθίτσα μου… Εδώ που πάμε, για να σε γλυτώσω πρέπει να χτυπώ με το σπαθί, μ’ ό,τι μπορώ. Δε θἄχω όλο το νου μου απάνου σου. Βαστάξου εσύ με τα χεράκια σου, με την καρδιά σου! Πιάσου…
Και κινήσανε. Μέσ’ τη θεοποντή, που ανοίγαν και περνούσανε, χωρίς να γύρει πίσω, κάποτε ρωτούσε η χήρα:
– Πού είσαι, Ανθή;
– Εδώ είμαι, μάνα.
Μα κάποτε, κι εκεί που πλάκωσε το κύμα το τρανό, και σάρωσε και σαρώθηκε, η χήρα ξέχασε την Ανθή, για μόνη μια στιγμή ξέχασε και να τη ρωτήσει. Κι άμα βρέθηκε σε μια βρουλιά κρυμμένη και πήρε αναπνοή, τότε είδε πως έλειπε η Ανθή της.
Δεν άργησε ύστερα στη ράχη απάνου να βρεθεί. Τότε γύρισε στον εαυτό της. Τότε ξύπνησε της θυγατέρας ο καημός μέσ’ την καρδιά της.
– Ανθή! φώναξε, και πάλι φώναξε.
– Ανθή! Ανθίτσα!
Του κάκου! Η Ανθίτσα πάει πια! Πάει και το Μεσολόγγι.
(«Μεγάλα Χρόνια» [1930], σελ. 154 - 155)
http://www.mathima.gr
Σημείωση: Η ηρωική έξοδος των Μεσολογγιτών έγινε τη νύχτα 10-11 Απριλίου 1826, Σάββατο του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων. Βγήκαν από το ανατολικό μέρος του φρουρίου, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, με αρχηγούς το Νότη Μπότσαρη, το Δημήτρη Μακρή και τον Κίτσο Τζαβέλλα. Σώθηκαν μόνο 1800 άνδρες και 7 γυναίκες.
Σολωμού Διονυσίου (1798-1857)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3
ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ
1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και
συχνά ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ.
2. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους
άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε.
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά ’βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το
χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.
4. Και είχανε δούλους, και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδια
πολλά.
5. Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο, πότε να βα-
σιλέψει για νά ’βγουνε.
6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
7. Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ’ ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε
μην πέσει το Μισολόγγι.
8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα
ανώγια και τα χαμώγια, τες εκκλησίες, τα ξωκκλήσια, γυρεύοντας.
9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους.
10. Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περισσό-
τερες φορές συντροφευμένες από τες κανιονιές του Μισολογγιού και η γη έτρεμε
αποκάτου από τα πόδια μας.
11. Και οι πλέον πάμφτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το
σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας.
1826
(Διονυσίου Σολωμού «Ποιήματα και Πεζά», Εκδόσεις "Γράμματα", Αθήνα 1991, σελ. 305-306)
Σολωμού Διονυσίου (1798-1857)
Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΗΤΕΡΑ
Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι 5
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα, 10
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος, 15
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι, 20
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη ! 25
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας. 30
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει. 35
Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει !
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα. 40
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει,
πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα.
(Μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου (1849-1902), «Διονυσίου Σολωμού τα Ιταλικά ποιήματα», Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921 – Γ. Καλαματιανού, Μ. Σταθοπούλου-Χριστοφέλλη, Ν. Κοντόπουλου, Ευ. Φωτιάδη, Ηλ. Μηνιάτη «Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄ Λυκείου»,Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1978, σ. 95-96)
Σολωμού Διονυσίου (1798-1857)
ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ
1. Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.
2. Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα αντρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά
3. Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες
έ λ α π ά λ ι να σου πει.
4. Άργειε νά ’λθει εκείνη η μέρα,
και ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα,
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
5. Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμενε να λες
μόνη σού έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
6. Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εχτύπαε τ’ άλλο χέρι
από την απελπισιά.
7. Κι έλεες: Πότε; α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τ’ς ερμιές;
το κεφάλι από τ’ς ερμιές;
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες άλυσες, φωνές.
8. Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.
9. Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά,
να γυρεύεις εις τα ξένα
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
10. Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή.
δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
11. Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ’ ανάσαση καμιά.
άλλος σου έταξε βοήθεια
αλλ’ ανάσαση καμιά.
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.
12. Άλλοι, οϊμέ ! στη συμφορά σου,
οπού εχαίροντο πολύ,
σ ύ ρ ε ν ά ’β ρ ε ι ς τ α π α ι δ ι ά σ ο υ,
σ ύ ρ ε ! ελέγαν οι σκληροί.
13. Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.
14. Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει,
κι είναι βάρος του η ζωή.
15. Ναι. αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.
16. Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα αντρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
17. Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τ’ς εχθρούς,
εις την γην την μητρικήν σου
έτρεφ’ άνθια και καρπούς.
18. Εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή.
Και του Ρήγα απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή.
19. Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν,
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
όσα αισθάνετο η καρδιά.
20. Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
και εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά.
21. Μ’ όλον ποὔναι αλυσσωμένο
το καθένα τεχνικά,
κι εις το μέτωπον γραμμένο
έχει ψεύτρα ελευθεριά.
22. Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτων η γη.
Και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεσαν και αυτή.
23. Απ’ τον πύργον του φωνάζει,
σα να λέει, σε χαιρετώ,
και την χήτην του τινάζει
το Λεοντάρι το Ισπανό.
24. Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς κατά τα άκρα της Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τ’ς οργής.
25. Εις το κίνημά του δείχνει,
πως τα μέλη είν’ δυνατά.
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.
26. Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Ιταλού,
27. και ’σ’ εσέ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ’, έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψει, αν ημπορεί.
28. Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ πού θα πρωτοπάς.
δεν μιλείς, και δεν κουνιέσαι
’σ’ ταις βρυσίες που αγροικάς.
29. Σαν τον βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει
ευκολόσβηστον αφρό,
30. οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.
31. Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ’ εκείνο αντισταθεί.
32. Το θηρίο π’ ανανογιέται
πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά,
33. τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ερμιά.
34. Ερμιά, θάνατος και φρίκη
όπου επέρασες κι εσύ:
ξίφος έξω από τη θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
35. Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς.
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.
36. Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας είν’ άρματα γεμάτη
και πολέμια χλαλοή.
37. Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως είν’ πολλά.
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;
38. Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά
για να κλαύσετε τα σώματα
που θενά ’βρει η συμφορά.
39. Κατεβαίνουνε και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή.
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
40. Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν’ ανεβεί.
41. Μέτρα! Είν’ άπειροι οι φευγάτοι
οπού φεύγοντας δειλιούν.
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ’ ώστε ν’ ανεβούν.
42. Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά.
να, σας φθάνει! αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!
43. Αποκρίνονται, και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά,
από ράχη εκεί σε ράχη,
αντιβούιζε φοβερά.
44. Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
45. Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός!
Άλλος ύπνος δεν εγίνει,
πάρεξ θάνατου πικρός.
46. Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου και οι καπνοί,
47. και οι βροντές και το σκοτάδι
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον Άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά.
48. Τ’ ακαρτέρειε. εφαίνοντ’ ίσκιοι
αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.
49. Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.
50. Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.
51. Τόσα πέφτουνε τα θερι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς.
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.
52. Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
αναβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.
53. Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλομό,
54. εάν οι άνεμοι μες τ’ άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
55. Με τα μάτια τους γυρεύουν,
όπου είν’ αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά,
56. και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνας κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.
57. εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
58. Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.
59. Κτυπούν όλοι απάνου κάτου.
κάθε κτύπημα που εβγεί,
είναι κτύπημα θανάτου
χωρίς να δευτερωθεί.
60. Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει.
λες και εκείθεν η ψυχή
απ’ το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.
61. Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν’ γοργά.
62. Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη:
γι’ αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.
63. Τόση η μάνητα και η ζάλη,
που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ’ άλλη
δε μείνει ένας ζωντανός.
64. Κοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
65. και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία
σωθικά λαχταριστά.
66. Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή.
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
φθάνει! έως πότε οι σκοτωμοί;
67. Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο,
και λες κι είναι εις την αρχή.
68. Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και Α λ λ ά’ εφώναζαν, Α λ λ ά’ !
Και των χριστιανών τα χείλη
Φ ω τ ι ά εφώναζαν, Φ ω τ ι ά !
69. Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν Φ ω τ ι ά,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας Α λ λ ά’.
70. Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί,
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.
71. Ήταν τόσοι! πλέον το βόλι
εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.
όλοι χάμου εκείτοντ’, όλοι,
εις την τέταρτην αυγή.
72. Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.
73. Της αυγής δροσάτο αέρι,
δε φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι.
φύσα, φύσα εις το Σταυρό.
74. Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
75. Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι!
Δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά.
76. εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί
77. Τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ’ οι ανδρείοι παλικαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.
78. Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε
και ξανάλθετε σ’ εμάς!
Τα παιδιά σας θέλ’ ιδείτε
πόσο μοιάζουνε με σας.
79. Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνονται απ’ εδώ.
80. Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.
81. και πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.
82. Και συ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς.
83. Στη σκιά χεροπιασμένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό.
84. στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
85. Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.
86. Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ.
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
87. Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
88. Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού
μέρα που άνθισαν οι λόγκοι
για το τέκνο του Θεού.
89. Σου ήλθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,
90. σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά,
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.
91. Εις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.
92. Αγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή.
βλέπει τη φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.
93. Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ’, άρματα ταράζουν;
επετάχτηκες εσύ.
94. Α! το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από την γη.
95. Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός,
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως
96. Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπάς.
97. Με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς:
“Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη,
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.
98. ”Αυτός λέγει: Αφογκρασθείτε!
Εγώ είμ’ Άλφα, Ωμέγα εγώ!
Πέστε, πού θ’ αποκρυφθείτε
Εσείς όλοι, αν οργισθώ;
99. ”Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που μ’ αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω,
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
100. ”Κατατρώγει ωσάν τη σχίζα
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δένδρα και θνητούς,
101. ”και το παν το κατακαίει
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή”.
102. Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
Του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποίος είν’ άξιος να νικήσει,
ή με σε να μετρηθεί;
103. Η γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.
104. Την αισθάνονται και αφρίζουν
τα νερά, και τ’ αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν να ρυάζετο θηριό.
105. Κακορίζικοι, πού πάτε
του Αχελώου μες στη ροή,
και ’πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή
106. ν’ αποφύγετε! Το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό.
εκεί εβρήκατε το μνήμα
πριν να εβρείτε αφανισμό.
107. Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.
108. Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.
109. Ποίος στο σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθεί.
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
όσο οπού να νεκρωθεί.
110. Κεφαλές απελπισμένες
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ’ άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.
111. Σβηέται – αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροσυρμή –
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
112. Έτσι ν’ άκουα να βουίξει
τον βαθύν ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει
κάθε σπέρμα Αγαρηνό,
113. και εκεί που ’ναι η Αγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ’ άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114. σωριασμένα να τα σπρώξει
η κατάρα του Θεού,
κι απ’ εκεί να τα μαζώξει
ο Αδελφός του Φεγγαριού.
115. Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,
και η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
μ’ αργοπάτημα ας πηγαίνει
μεταξύ τους, και ας μετρά.
116. Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται και πλιο.
117. Και χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός.
πάντα, πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα και αφρός.
118. Α, γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Μωυσή!
Μεγαλόφωνα, την ώρα
οπού εσβηούντο οι μισητοί,
119. τον Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός.
120. Ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία,
μ’ ένα τύμπανο τερπνόν,
121. και πηδούν όλες οι κόρες
με τ’ς αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.
122. Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετρά τη γη.
123. Εις αυτήν, είν’ ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
και το πέλαγο για σε.
124. Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ’ άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει,
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
125. Με βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή.
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμιώνα αναζητεί.
126. Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.
127. Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
και το πέλαγο για σε.
128. Περνούν άπειρα τα ξάρτια
και σαν λόγκος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.
129. Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν’ πολλές.
πολεμώντας, άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις.
130. Με επιθύμια να τηράζεις
δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.
131. Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.
132. Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι
και δεν μνέσκει ένα κορμί.
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σ’ επέταξαν εκεί!
133. Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τ’ς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.
134. Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε,
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
135. Όλοι κλαύστε! Αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς.
Κλαύστε, κλαύστε! κρεμασμένος
ωσάν να ’τανε φονιάς.
136. Έχει ολάνοικτο το στόμα
π’ ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα.
λες πως θενά ξαναβγεί
137. η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει
και ημπορεί να πολεμεί.
138. Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.
139. Η καρδιά συχνοσπαράζει…
Πλην, τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάκτυλο η θεά.
140. Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
τρεις φορές μ’ ανησυχιά.
προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, και αρχινά:
141. “Παλικάρια μου, οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.
142. ”Απ’ εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σας μαδεί.
143. ”Μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ! τον νουν σάς τυραννεί.
144. ”Η Διχόνοια, που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή,
καθενός χαμογελάει,
Π ά ρ’ τ ο, λέγοντας, κ α ι σ υ.
145. ”Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά.
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
146. ”Από στόμα οπού φθονάει,
παλικάρια, ας μην ’πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.
147. ”Μην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μ ι σ ο ύ ν τ α ι α ν ά μ ε σ ό τους,
δ ε ν τ ο υ ς π ρ έ π ε ι ε λ ε υ θ ε ρ ι ά.
148. ”Τέτοια αφήστενε φροντίδα.
όλο το αίμα οπού χυθεί
θρησκεία και για πατρίδα
όμοιαν έχει την τιμή.
149. ”Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε,
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.
150. ”Πόσον λείπει, στοχασθείτε,
πόσο ακόμη να παρθεί.
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
πάντα εσάς θ’ ακολουθεί.
151. ”Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,
καταστήτε ένα σταυρό,
και φωνάξετε με μία:
Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ!
152. ”Το σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι’ αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.
153. ”Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν,
και τα τέκνα του αφανίζουν
και την πίστη αναγελούν.
154. ”Εξ αιτιάς του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: Ν α ’κ δ ι κ η θ ώ!
155. ”Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.
156. ”Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
σαν του Αβέλ καταβοά.
δεν είν’ φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
157. ”Τι θα κάμετε; Θ’ αφήστε
να αποκτήσωμεν εμείς
’λευθερίαν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;
158. ”Τούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό!
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ!”
Μητσάκη Μιχαήλ (1868-1916)
ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ
Εις το Μανιάκι, επί της κορυφής του λόφου, εκ των τριακοσίων μαχητών δεν απέμεινεν ούτε εις ζωντανός.
Ο ήλιος, προβάλλων από τας χιόνας των βουνών, τους εχαιρέτησεν ορθίους όλους. Εφώτισε τας λευκάς φουστανέλας. Εχάιδευσε τας μαύρας κόμας των. Απήστραψεν εις τους φλογερούς οφθαλμούς των. Εχρύσωσε τας λαβάς των όπλων των. Και τώρα, δύων εκεί κάτω, μέσα εις το πέλαγος, τους αποχαιρετίζει λυπημένος νεκρούς, σκορπισμένους επάνω εις το χώμα. Και χάνεται αργά-αργά και σβήνει, ωσάν να θέλη να ρίψη ένα ακόμη τελευταίον βλέμμα προς τους γενναίους.
Όλην την ημέραν, άσιτοι και άποτοι, επάλαισαν προς την θύελλαν των εχθρικών σφαιρών, αντέστησαν εις την χάλαζαν των βομβών. Κατήσχυναν την βροχήν των μύδρων. Εχλεύασαν την ορμήν της ρομφαίας και την βίαν της λόγχης. Αφού έφαγον την πυρίτιδα με την φούκταν. αφού και το τελευταίον σπυρί της εσώθη εις τας παλάσκας των. αφού ερραγίσθη και του τελευταίου όπλου η κάννη. αφού και το τελευταίον γιαταγάνι έσπασεν εις τας χείρας των, έπεσαν. Άψυχοι ναι, ηττημένοι όχι.
Και εις το μέσον αυτών ο Παπαφλέσσας*, ο πρώτος αρχίσας την σφαγήν και τελευταίος σταματήσας, ευρίσκετο εξηπλωμένος με πλατείαν πληγήν επί του στήθους. Κρατεί ακόμη με σφιγκτά δάκτυλα το θραυσμένον και αιμοστάζον γιαταγάνι του.
Και ο Αιγύπτιος αναβαίνει εν μέσω του καλπασμού των ίππων και του ήχου των τυμπάνων και σαλπίγγων, ενώ τα μισοφέγγαρα αστράπτουν επί του καθαρού ορίζοντος της δύσεως. Επί της υγράς εκ των αιμάτων γης οι Άραβες βαδίζουν με πολύν κόπον και τα πέταλα των αλόγων γλιστρούν. Αλλ’ η χαρά διά την ανέλπιστον νίκην είναι τόση, ώστε φέρει αυτούς ταχείς προς τον ανήφορον, ταχείς αυτούς εις την ράχιν.
Ήδη ο αρχηγός των έφθασεν εις την κορυφήν του λόφου. ανέβη, και εκεί εστάθη. Περιέφερε το βλέμμα. Εκοίταζε το κοκκινίσαν έδαφος, το οποίον πίνει λαιμάργως το αίμα των ανδρείων. Παρετήρησε τον ανερχόμενον στρατόν. Είδε τους πεσόντας. Και με ανοικτόν το όμμα αναμετρεί τους υψηλούς κορμούς των και τα ευρέα στέρνα των, τα μέτωπά των τα αγέρωχα.
– Κρίμα να χαθούν τέτοιοι λεβέντες, συλλογίζεται.
Και βλέπει πέριξ, βλέπει θαυμάζων, βλέπει απορών, ωσάν να κοιμώνται μόνον, διά να εξυπνήσουν πάλιν φοβερώτεροι.
– Ποιος είναι ο Παπαφλέσσας;
Οι οδηγοί του έσπευσαν, έδειξαν το πτώμα, περιβρεχόμενον εκ του ιδρώτος του αγώνος, με κατερρακωμένα τα φορέματα, μαύρον από τον καπνόν.
– Σηκώστε τον, πάρτε τον… πάρτε τον, πλύντε τον… Πλύντε το το παλληκάρι…
Δύο άνδρες έλαβον αυτόν από των μασχαλών, τον εσήκωσαν, τον έστησαν επάνω εις τους πόδας του και εβάδισαν διευθυνόμενοι προς την πλησίον πηγήν. Εκεί του έπλυναν τας χείρας και το πρόσωπον. Τον εκαθάρισαν από τον πηλόν και τον ιδρώτα και από τον κονιορτόν. Τον εσπόγγισαν, ετακτοποίησαν τα σχισμένα του ενδύματα και εγύρισαν οπίσω φέροντες αυτόν.
– Στήστε τον εκεί από κάτω.
Οι άνδρες, κρατούντες αυτόν εκατέρωθεν, επροχώρησαν προς το δένδρον, που τους έδειξεν ο Ιμπραήμ, τον απέθεσαν παρά την ρίζαν, τον ύψωσαν. Και τον ακούμβησαν, τον εστερέωσαν, τον ισορρόπησαν, ωσάν ζώντα. Έπειτα απεμακρύνθησαν και τον αφήκαν μόνον, βασταζόμενον από την ιδίαν δύναμιν. Το πτώμα εναπέμεινεν ακίνητον, ευθύ, στηρίζον επί του κορμού την ράχιν. Ο θώραξ ήτο προτεταμένος, αι χείρες κρεμάμεναι με αναπόσπαστον την λαβήν του σπασμένου χαντζαριού, τα σκέλη ανοικτά και η κεφαλή υψηλά.
Τότε ο Ιμπραήμ πλησιάζει βραδέως προς το δένδρον. Στέκεται και προσβλέπει σιγηλός το άπνουν σώμα του αντιπάλου. Και υπό το φως της σελήνης, ήτις ανέτειλε την ώραν εκείνην αιματόχρους, ωσάν να είχε βαφή από το αίμα της μάχης, φιλεί με θερμόν φίλημα τον όρθιον νεκρόν.
(«Έργα», διασκευή)
* Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας (1788-1825). Έπεσε ηρωικά στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου 1825.
(Γ. Καλαματιανού, Η. Λάγιου, Μ. Σταθοπούλου-Χριστοφέλλη «Νεοελληνικά Αναγνώσματα ΣΤ΄ Γυμνασίου», Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1970, σ. 49-50)
Βίντεο στην παρακάτω διεύθυνση:
ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ (1770-1843) ΣΤΗΝ ΠΝΥΚΑ
Π α ι δ ι ά μ ο υ !
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος μας και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και διά την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και διά τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, διά ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς και ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμει τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστη.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοιαν και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, διά να αλλάξει ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν πατριάρχη, και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξις, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ημέρα χειρότερα. διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία. και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα”, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον. και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξεν. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό. πλην καθένας κατά τη γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πώς θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση εξ αιτίας της διχονοίας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερινούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και η γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα η παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η οποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας. δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν και σεις και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια θρησκεία. Και αυτοί οι Εβραίοι, οι οποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και τα μπιλιάρδα. Να δοθείτε εις τας σπουδάς σας, και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον, δύο και τρεις χρόνους, και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τέσσαρους-πέντε χρόνους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων, και, κατά την παροιμία, μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε. Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθείτε από τα περασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς, μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθεί η νύκτα και η αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο οπού ημείς ελευθερώσαμε. και, διά να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω τον λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
Πνύκα, 8 Οκτωβρίου 1838
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αιών», στις 13-11-1838 και στο σχολικό βιβλίο Γ. Καλαματιανού, Η. Λάγιου, Μ. Σταθοπούλου-Χριστοφέλλη «Νεοελληνικά Αναγνώσματα ΣΤ΄ Γυμνασίου», Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1970, σελ. 15-18)
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑΝΝΗ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ»
Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα, να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλην μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογον των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κι εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κι εκείνους οπού λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες εις τα Βασιλικά κι εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, οπού πολεμήθηκαν συγχρόνως σε αυτές τις δύο θέσες, οπού ’ναι τα κλειδιά σου, ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου και τ’ άλλο των Θερμοπύλων.
(Στρατηγού Μακρυγιάννη (1797-1864) «Απομνημονεύματα», Κείμενο, Εισαγωγή, Σημειώσεις Γιάννη Βλαχογιάννη, Έκδοση Β΄, Αθήνα 1947, τόμος 1ος , σ. 161-162)
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΑΝΤΩΣ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΟΘΩΝΑ
Μεγαλειότατε!
Εις την εν Ναυπλίω εξεταστικήν επιτροπήν είχα δώσει τα έγγραφα περί των στρατιωτικών μου εκδουλεύσεων και χρηματικών θυσιών μου, τας οποίας προσέφερα διά την ανεξαρτησίαν της πατρίδος. Η Βασιλική Γραμματεία των Στρατιωτικών διά του από 30 Ιανουαρίου 1834 εγγράφου της προς την ρηθείσαν επιτροπήν διέταξε να ληφθώσιν υπ’ όψιν αι εκδουλεύσεις και θυσίαι μου και ιδιαιτέρως να προτείνη περί των οποίων απέκτησα δικαιωμάτων και τον τρόπον της αμοιβής μου.
Η επιτροπή εις απάντησιν, ως βεβαιούμαι, επρότεινε να μοι δοθή ικανή χρηματική ποσότης ή εις χρήματα ή εις γην και ένα βραβείον, όπως η Υ.Μ. ήθελεν εγκρίνει. Αλλ’ έκτοτε μέχρι σήμερον δεν είδον ούτε βραβείον ούτε χρηματικήν αποζημίωσιν ούτε και γην, παρά μόνον μίαν μικράν σύνταξιν, ικανήν να πληρώσω το μηνιαίον της υπηρέτιδός μου.
Ως προς την περί ου ο λόγος σύνταξιν η γραμματεία μ’ εθεώρησε χήραν γυναίκα ή ως απόμαχον, αλλ’ η υποφαινομένη, Μεγαλειότατε, ούτε απόμαχος ήμουν ποτέ, αλλ’ ούτε υπανδρευμένη διά να είναι δυνατόν να καταστώ χήρα. Ως διά της άνω μνησθείσης διαταγής της δεν εγκρίνει να έμβω εις τα δικαιώματα των αξιωματικών του στρατού ως να ήσαν άλλης φύσεως αι προς την πατρίδα εκδουλεύσεις των άλλων αξιωματικών και ως εάν το έθνος εις τας προκηρύξεις και τα θεσπίσματα αυτού έκαμε ποτέ διάκρισιν μεταξύ των ανδρών και των γυναικών των στρατιωτικώς υπηρετησάντων την πατρίδα ή άλλως πως θυσιασθέντων υπέρ αυτής. Η γραμματεία έπρεπε να με θεωρήση ως αγωνισαμένην προσωπικώς κατά των εχθρών της πατρίδος και εκπληρώσασαν καθήκοντα στρατιωτικά, κατά τε ξηράν και θάλασσαν, και τότε, βέβαια, δεν ήθελεν εξωκείλει εις το μέγα λάθος, του να με εκλάβη ως χήραν και απόμαχον. Έπρεπε να σταθμίση η βασιλική Δικαιοσύνη τας εκδουλεύσεις και θυσίας μου και τότε, αν δεν μοι ανήκη στρατιωτικός βαθμός, καθ’ ο γυνή, να μοι δοθή μία προικοδότησις, καθώς εδόθη και εις αξιωματικούς, διά να μην ευρίσκομαι μόνη εγώ, παραπονεμένη μεταξύ των αγωνιστών της πατρίδος.
Τούτο απαιτεί η Βασιλική Δικαιοσύνη. Και εις την Μεγαλειότητά της πάλι ελπίζω ότι θέλει ευδοκήσει, Βασιλεύ! να μοι χορηγηθή και το αριστείον μου και η ανάλογος στρατιωτική μου προικοδότησις προς ανταμοιβήν των εκδουλεύσεων και των θυσιών μου.
Ελπίζουσα δε πάντοτε εις την Δικαιοσύνην της
Υποσημειούμαι
Η Ευπειθεστάτη Υπήκοος
Μαδώ Ν. Μαυρογένους
* Η Μαντώ Μαυρογένους (1796/97 - 1840), κόρη του Νικολάου Μαυρογένους, πέθανε από τυφοειδή πυρετό το 1840 στην Πάρο, σε απόλυτη πενία και εγκατάλειψη. Είχε προσφέρει για τον Αγώνα ολόκληρη την προίκα της, 1.000.000 γαλλικά φράγκα…
(Σάσας Μόσχου - Σακορράφου «Ιστορία του Ελληνικού Φεμινιστικού Κινήματος» – Αθήνα 1990)
Βίντεο στην παρακάτω διεύθυνση:
Αδέλφια. Περνώντας το δικό σας Προύθο,
θυμιάζετε Αλέξανδρο Υψηλάντη.
(Κασιμάτης Πέτρος)
Εορτάζουμε Ελληνισμός
Ιστορούμε Ιστορία
Κατανοούμε Κατορθώματα
Οραματιζόμαστε Οράματα
Σεβόμαστε Σύνταγμα
Ιδανικεύουμε Ιδανικά
Ευγνωμονούμε Ελπίδες
Νομοθετούμε Νίκες
Αγωνιζόμαστε Αξιοπρέπεια
Μικρή προσφορά τιμής στους πρωτεργάτες του Εικοσιένα από τη Μυρσίνη Βουνάτσου.