Ένα διήγημα αφιερωμένο στους ξενιτεμένους μας
Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου
ΤΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ
Μας έφεραν μια υπηρέτρια Μυτιληνιά. Με μακριά καστανόχρυσα μαλλιά, με κορμοστασιά θεάς, με μάτια αμυγδαλωτά, κατάμαυρα, υγρά. Ήταν Πλωμαρίτισσα, από το Καμένο Χωριό.
Όταν έβλεπε από το παράθυρο καράβια να περνούν, πολλές φορές άφηνε τη δουλειά της κι έτρεχε στο παράθυρο που έβλεπε τη θάλασσα και κουνούσε το μαντίλι της. Πότε έκλαιε και πότε γελούσε. Τότε η θεία μου την εμάλωνε κι εκείνη τραγουδούσε δίστιχα παραπονετικά.
Εγώ ήμουν ο γραμματικός της. Της έγραφα τα γράμματα και διάβαζα εκείνα που ήρχονταν. Δυο - τρία δίστιχα βαμμένα με φαρμάκι της ξενιτιάς και κατόπι τα χαιρετίσματα δυο σελίδες από όλες και όλους, με ονόματα και επίθετα.
Πολλές φορές μου φαίνονταν αυτό ανυπόφορο μαρτύριο κι έγραφα τα μισά. Δεν ήξευρα ότι κι αυτό ήτο απάτη και ότι μπορούσε να έχει μια τέτοια παράλειψις κανένα κακό αποτέλεσμα. Αλλά ήλθε στιγμή να καταλάβω το σφάλμα μου και πικρά να μετανοήσω.
Ο θείος μου, καραβοκύρης γνωστός σ’ όλα τα ωραία λιμάνια της Μυτιλήνης με παρέλαβε το καλοκαίρι να θαυμάσω κι εγώ τα Μοσκονήσια που καθρεφτίζουν τις ελιές στη θάλασσα. Τις Κυδωνίες με τον ολοζώντανο Ελληνισμό τους και τα μαγικά της Μυτιλήνης περιγιάλια, με τον εργατικό της λαό.
Η Αμερσούδα (έτσι την έλεγαν την υπηρέτρια) με παρεκάλεσε να της κάμω μια γραφή. Μα η ευλογημένη αράδιασε τόσα ονόματα και τόσο βιαστική ήμουν εγώ, ώστε τώρα δεν έγραψα κανένα από τα χαιρετίσματα και, μόνον όταν την είδα να φιλεί το γράμμα και να μου λέγει: «να πεις της μανούλας μου πως εδώ το φίλησα· να, σωστά απάνω στα χαιρετίσματα», μετάνιωσα λιγάκι, αλλά έκρυψα το γράμμα, ενώ εκείνη μ’ έλεγε:
– «Κωνσταντέλα, να πας την Κυριακή στον Πλάτανο της Μέραινας, να δεις πώς κουνιούνται στην κούνια και τραγουδούνε τα κορίτσια, να πας και στην Παναγιά την Αγιασώτισσα, να δεις ’μορφιά!»
Η θεία μου μου έδωκε κι εκείνη συμβουλές, κι εγώ έκαμα το πρώτο μου ταξίδι με θαυμάσιο καιρό κι εγνώρισα τα μαγικά ακρογιάλια, μα δε θα περιγράψω το ταξίδι μου· παρά μόνον, όταν εφτάσαμε στο Πλωμάρι, εγώ πήρα άδεια από το θείο μου κι ανέβηκα με μουλάρι στο Καμένο Χωριό.
Ελιές και πεύκα γλυκοφιλιούνταν κι εσκίαζαν τον περιποιημένο δρόμο που ενώνει τον Ποταμό με το Καμένο Χωριό. Βρύσες μαρμαρένιες στο δρόμο με επιγραφή – δεν την έχω τώρα πρόχειρη – «δροσίσου, ξένε, και προσευχήσου γιά την ψυχή του δείνα, που έκαμε τη βρύση».
Ο αγωγιάτης ήξερε την οικογένεια της Αμερσούδας:
– Καλοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι. Το κορίτσι ξενιτεύθηκε, για να ξεχρεωθούνε και να τελειώσει και το σπίτι της, γιατί εδώ πρέπει κάθε κορίτσι να έχει και το σπίτι του κι όλο το νοικοκυριό του, ακόμα και μαλλίτικα σκεπάσματα για τα μοσχάρια· χωρίς αυτά δεν παντρεύεται.
Το χωριό, κρυμμένο πίσω από το λόφο, δεν εφαίνετο. Ο αγωγιάτης μου είπε ότι οι πρόγονοί των έφευγαν τους Αλγερίνους πειρατάς, και τότε εξήγησα το δίστιχον:
«Κάλλιο σκλάβα στ’ Αλιτζέρι,
παρά στο δικό σου χέρι…», το οποίον λέγεται επί δυσκόλων περιστάσεων.
Μια ωραία Πλωμαρίτισσα εκρατούσε τη στάμνα της όχι στον ώμο, αλλά την εστήριζε στη μέση της κι έγερνε με χάρη στα δεξιά.
Μας επεριστοίχιζαν τα παιδιά του χωριού και τα γουρουνάκια.
Εφθάσαμε στο σπίτι της Αμερσούδας. Η μητέρα της, ωραία ακόμα, μας εδέχθη στο δώμα της μ’ αγάπην και συγκίνησιν. Μας επρόσφερεν οπωρικά και ρακί. Κατόπιν άρχισε τας ερωτήσεις για την Αμερσούδα.
– Τράνεψε; Θυμάται; Την αγαπούμε.
Έδειξα το γράμμα και μαζεύτηκαν γύρω στον αργαλειό, που ύφαιναν ένα ψηφωτό πολύχρωμο, όλοι οι συγγενείς. Ήρθε κι η γιαγιά με το δεκανίκι της.
Τότε η Μαργέλα, συγγενικό κορίτσι, διάβασε το γράμμα και τα στιχάκια.
Μα όταν η γριά, που την κατέτρωγε με τα θαμπά της μάτια, δεν άκουσε τ’ όνομά της στα χαιρετίσματα, έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στο μαύρο μαντίλι του κεφαλιού της κι έκλαιγε πικρά.
Κι η νουνά της, μια θεόρατη γυναίκα, πικράθηκε κι εκείνη και δεν το κράτησε, μόνο είπε:
– Ε! στην ξενιτιά ξεχνούνε και το χωριό και το συγγενή και το φίλο.
Δυο χοντρά δάκρυα έβρεξαν το χοντρό πρόσωπο της νουνάς, και γύρισα και είδα πίσω μου πικραμένα πρόσωπα και μια σιωπηλή κατάρα για την ξενιτιά φτερούγιζε τριγύρω μου.
Έξω, από δυο λόφους ανάμεσα, εφαίνετο ένα θαυμάσιο τρίγωνο γαλανό και μέσα έπλεε, θαρρείς, αόριστη σαν όνειρο μακρινό η Χίος και μια γλώσσα του Καρά - Μπουρνού.
Η γριά άρχεψε τότε να τραγουδεί παραπονετικά· γιατί εδώ στην πατρίδα της Σαπφούς και του Αλκαίου τραγουδούν τη χαρά και τη λύπη τους.
Η συνείδησις μ’ έτυπτε. Πού να φαντασθώ πως τα δυο εκείνα φύλλα τα χαιρετίσματα, που παρέλειψα, θα ζωντανέψουν εκεί αντικρύ μου σε δυο ανθρωποσειρές να με βλέπουν παραπονετικά!
Εδάκρυσα· θυμήθηκα το φίλημα που έδωκε η Αμερσούδα στα άγραφα χαιρετίσματα επάνω και είπα:
– Το καράβι έφευγε και δεν πρόφθασα να γράψω τα χαιρετίσματα για όλους σας, που με παρακαλούσε να γράψω η Αμερσούδα. Μα δεν ξεχνά εκείνη κανένα· όλους σας θυμάται πάντα.
Η γριά άνοιξε το κατάμαυρο μαντίλι της και φάνηκε γελαστό τώρα το πρόσωπό της.
Καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα. Μου είπαν πως πέθανε ένας καραβοκύρης και η γριά μού έδειξε τις λεύκες, ολόισιες σαν λαμπάδες, και είπε πικρά:
– Από ’δω, απ’ αυτά τα δέντρα, κάνουν τα κατάρτια και ξενιτεύονται τα παιδιά μας.
Αχ! η ξενιτιά!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Το παραπάνω ηθογραφικό διήγημα δημοσιεύτηκε στις 14/11/1928 στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Μυτιλήνης.
2. Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (1867-1906) θεωρείται η πρώτη μετά την Ελισάβετ Μαρτινέγκου Ελληνίδα συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Βλάγκα Κωνσταντινούπολης το 1867. Σπούδασε παιδαγωγικά και εργάστηκε ως δασκάλα σε εκπαιδευτήρια της Πόλης, στο Βουκουρέστι και στη Θεσσαλονίκη. Το 1887 εξέδωσε το «Ημερολόγιον των Κυριών» Κωνσταντινούπολης και ίδρυσε τον «Προοδευτικό Σύλλογο των Κυριών». Αλλά οι προοδευτικές παιδαγωγικές αντιλήψεις της και η κοινωνική της δράση στο θέμα της χειραφέτησης των γυναικών και του δημοτικισμού προκάλεσαν αντιδράσεις συντηρητικών εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών κύκλων της Κωνσταντινούπολης και η συγγραφέας αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, αφού από το 1899 αποκλείστηκε από τα σχολεία της Πόλης κι αναγκάστηκε να εργαστεί ως οικοδιδασκάλισσα στο Βουκουρέστι. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα το 1888 με την έμμετρη κωμωδία «Λαχειοφόρον Γραμμάτιον» στο «Ημερολόγιον των Κυριών». Καλή ψυχογράφος, με ηρωίδα κυρίως την Κωνσταντινοπολίτισσα αστή. Έγραψε κυρίως διηγήματα στη δημοτική γλώσσα και δραστηριοποιήθηκε στον κοινωνικό χώρο, προσφέροντας εκπαιδευτικό και πολιτιστικό έργο. Έργα της: «Δεσμίς Διηγημάτων» (1889), «Διηγήματα Α΄» (1891), «Διηγήματα Β΄» (1891), «Περιπέτειαι μιας διδασκαλίσσης» (1891), η νουβέλα «Ημερολόγιον της δεσποινίδος Λεσβίου» (1894), άλλα 140 περίπου διηγήματα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά και διάφορα άρθρα. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, στις 8 Μαρτίου 1906, σε ηλικία 39 ετών, από καρκίνο.
Ένα ποίημα αφιερωμένο στους ξενιτεμένους μας
Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896)
«Αποχωρισμός»
Α΄ Η μάννα
Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά!
Είναι βουβά τ’ αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά,
κι η δόλια μου ματιά θολή,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Είναι η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου παγωνιά!
Σαλεύει ο νους μου, σαν δενδρί, που στέκει αντίκρυ στο χιονιά,
και είναι ξέβαθο πολύ,
παιδί μου, ώρα σου καλή.
Βουΐζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βοή!
Ξηράθηκαν τα χείλη μου και μου εκόπη κι η πνοή,
σ’ αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Να σε παιδέψει ο Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητιά!
Μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή,
όταν θα λέμε «ώρα καλή».
B' Το παιδί
Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
Με παίρνουν, μάννα, σα φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά, σηκώνουν κύμα βροντερό!
Θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ’ η στράτα, σα νερό,
κι εγώ το κύμα τ’ ακλουθώ,
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν’ ο ερχομός,
τόσες πικράδες και χολές μας δίνει ο μαύρος χωρισμός!
Ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ...
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Πλάκωσε γύρω καταχνιά κι ήρθε στα χείλη μ’ η ψυχή!
Δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή,
να με φυλάγη, μη χαθώ,
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Παιδί μου, ώρα σου καλή!
Ποίηση: Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Ερμηνεία: Γιάννης Πουλόπουλος
Φουρτούνιασεν η θάλασσα
και βουρκωθήκαν τα βουνά,
είναι βουβά τ’ αηδόνια μας
και τα ουράνια σκοτεινά
κι η δόλια μου ματιά θολή,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Βουίζει το κεφάλι μου
σαν του χειμάρρου τη βοή,
ξηράθηκαν τα χείλη μου
και μου εκόπη κι η πνοή
σ’ αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Να σε παιδέψει ο πλάστης μου,
καταραμένη ξενιτιά,
μας παίρνεις τα παιδάκια μας
και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή
όταν θα λέμε "ώρα καλή!".
Ανοίξτε τις παρακάτω υπερσυνδέσεις:
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ