Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ

                                                                                                                                                                  
        clip_image002[9]
clip_image005[4]
Για τους μικρούς μας φίλους
                                                                                                                               Κωστής Παλαμάς
                                                                                              
           Να ’μουν του σταύλου έν’ άχυρο
                                                             
  Να ’μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
  την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

                                                                                                                                                   
  Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
  το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.

                            
  Να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σαν διαμαντάκι
  κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.

                                  
  Να μοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία,
  που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

                                      
  Να ’μουν του σταύλου ένα άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
  την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

                                                            


Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ-ΔΙΗΓΗΜΑ

Ένα διήγημα αφιερωμένο στους ξενιτεμένους μας
             
 Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου

   ΤΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ  
                         
     Μας έφεραν μια υπηρέτρια Μυτιληνιά. Με μακριά καστανόχρυσα μαλλιά, με κορμοστασιά θεάς, με μάτια αμυγδαλωτά, κατάμαυρα, υγρά. Ήταν Πλωμαρίτισσα, από το Καμένο Χωριό.
     Όταν έβλεπε από το παράθυρο καράβια να περνούν, πολλές φορές άφηνε τη δουλειά της κι έτρεχε στο παράθυρο που έβλεπε τη θάλασσα και κουνούσε το μαντίλι της. Πότε έκλαιε και πότε γελούσε. Τότε η θεία μου την εμάλωνε κι εκείνη τραγουδούσε δίστιχα παραπονετικά.
     Εγώ ήμουν ο γραμματικός της. Της έγραφα τα γράμματα και διάβαζα εκείνα που ήρχονταν. Δυο - τρία δίστιχα βαμμένα με φαρμάκι της ξενιτιάς και κατόπι τα χαιρετίσματα δυο σελίδες από όλες και όλους, με ονόματα και επίθετα.
     Πολλές φορές μου φαίνονταν αυτό ανυπόφορο μαρτύριο κι έγραφα τα μισά. Δεν ήξευρα ότι κι αυτό ήτο απάτη και ότι μπορούσε να έχει μια τέτοια παράλειψις κανένα κακό αποτέλεσμα. Αλλά ήλθε στιγμή να καταλάβω το σφάλμα μου και πικρά να μετανοήσω.
     Ο θείος μου, καραβοκύρης γνωστός σ’ όλα τα ωραία λιμάνια της Μυτιλήνης με παρέλαβε το καλοκαίρι να θαυμάσω κι εγώ τα Μοσκονήσια που καθρεφτίζουν τις ελιές στη θάλασσα. Τις Κυδωνίες με τον ολοζώντανο Ελληνισμό τους και τα μαγικά της Μυτιλήνης περιγιάλια, με τον εργατικό της λαό.
     Η Αμερσούδα (έτσι την έλεγαν την υπηρέτρια) με παρεκάλεσε να της κάμω μια γραφή. Μα η ευλογημένη αράδιασε τόσα ονόματα και τόσο βιαστική ήμουν εγώ, ώστε τώρα δεν έγραψα κανένα από τα χαιρετίσματα και, μόνον όταν την είδα να φιλεί το γράμμα και να μου λέγει: «να πεις της μανούλας μου πως εδώ το φίλησα· να, σωστά απάνω στα χαιρετίσματα», μετάνιωσα λιγάκι, αλλά έκρυψα το γράμμα, ενώ εκείνη μ’ έλεγε:
     – «Κωνσταντέλα, να πας την Κυριακή στον Πλάτανο της Μέραινας, να δεις πώς κουνιούνται στην κούνια και τραγουδούνε τα κορίτσια, να πας και στην Παναγιά την Αγιασώτισσα, να δεις ’μορφιά!»
     Η θεία μου μου έδωκε κι εκείνη συμβουλές, κι εγώ έκαμα το πρώτο μου ταξίδι με θαυμάσιο καιρό κι εγνώρισα τα μαγικά ακρογιάλια, μα δε θα περιγράψω το ταξίδι μου· παρά μόνον, όταν εφτάσαμε στο Πλωμάρι, εγώ πήρα άδεια από το θείο μου κι ανέβηκα με μουλάρι στο Καμένο Χωριό.
     Ελιές και πεύκα γλυκοφιλιούνταν κι εσκίαζαν τον περιποιημένο δρόμο που ενώνει τον Ποταμό με το Καμένο Χωριό. Βρύσες μαρμαρένιες στο δρόμο με επιγραφή – δεν την έχω τώρα πρόχειρη – «δροσίσου, ξένε, και προσευχήσου γιά την ψυχή του δείνα, που έκαμε τη βρύση».
     Ο αγωγιάτης ήξερε την οικογένεια της Αμερσούδας:
    – Καλοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι. Το κορίτσι ξενιτεύθηκε, για να ξεχρεωθούνε και να τελειώσει και το σπίτι της, γιατί εδώ πρέπει κάθε κορίτσι να έχει και το σπίτι του κι όλο το νοικοκυριό του, ακόμα και μαλλίτικα σκεπάσματα για τα μοσχάρια· χωρίς αυτά δεν παντρεύεται.
    Το χωριό, κρυμμένο πίσω από το λόφο, δεν εφαίνετο. Ο αγωγιάτης μου είπε ότι οι πρόγονοί των έφευγαν τους Αλγερίνους πειρατάς, και τότε εξήγησα το δίστιχον:
     «Κάλλιο σκλάβα στ’ Αλιτζέρι,
      παρά στο δικό σου χέρι…», το οποίον λέγεται επί δυσκόλων περιστάσεων.
     Μια ωραία Πλωμαρίτισσα εκρατούσε τη στάμνα της όχι στον ώμο, αλλά την εστήριζε στη μέση της κι έγερνε με χάρη στα δεξιά.
     Μας επεριστοίχιζαν τα παιδιά του χωριού και τα γουρουνάκια.
     Εφθάσαμε στο σπίτι της Αμερσούδας. Η μητέρα της, ωραία ακόμα, μας εδέχθη στο δώμα της μ’ αγάπην και συγκίνησιν. Μας επρόσφερεν οπωρικά και ρακί. Κατόπιν άρχισε τας ερωτήσεις για την Αμερσούδα.
    – Τράνεψε; Θυμάται; Την αγαπούμε.
     Έδειξα το γράμμα και μαζεύτηκαν γύρω στον αργαλειό, που ύφαιναν ένα ψηφωτό πολύχρωμο, όλοι οι συγγενείς. Ήρθε κι η γιαγιά με το δεκανίκι της.
     Τότε η Μαργέλα, συγγενικό κορίτσι, διάβασε το γράμμα και τα στιχάκια.
     Μα όταν η γριά, που την κατέτρωγε με τα θαμπά της μάτια, δεν άκουσε τ’ όνομά της στα χαιρετίσματα, έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στο μαύρο μαντίλι του κεφαλιού της κι έκλαιγε πικρά.
     Κι η νουνά της, μια θεόρατη γυναίκα, πικράθηκε κι εκείνη και δεν το κράτησε, μόνο είπε:
    – Ε! στην ξενιτιά ξεχνούνε και το χωριό και το συγγενή και το φίλο.
     Δυο χοντρά δάκρυα έβρεξαν το χοντρό πρόσωπο της νουνάς, και γύρισα και είδα πίσω μου πικραμένα πρόσωπα και μια σιωπηλή κατάρα για την ξενιτιά φτερούγιζε τριγύρω μου.
     Έξω, από δυο λόφους ανάμεσα, εφαίνετο ένα θαυμάσιο τρίγωνο γαλανό και μέσα έπλεε, θαρρείς, αόριστη σαν όνειρο μακρινό η Χίος και μια γλώσσα του Καρά - Μπουρνού.
     Η γριά άρχεψε τότε να τραγουδεί παραπονετικά· γιατί εδώ στην πατρίδα της Σαπφούς και του Αλκαίου τραγουδούν τη χαρά και τη λύπη τους.
     Η συνείδησις μ’ έτυπτε. Πού να φαντασθώ πως τα δυο εκείνα φύλλα τα χαιρετίσματα, που παρέλειψα, θα ζωντανέψουν εκεί αντικρύ μου σε δυο ανθρωποσειρές να με βλέπουν παραπονετικά!
     Εδάκρυσα· θυμήθηκα το φίλημα που έδωκε η Αμερσούδα στα άγραφα χαιρετίσματα επάνω και είπα:
    – Το καράβι έφευγε και δεν πρόφθασα να γράψω τα χαιρετίσματα για όλους σας, που με παρακαλούσε να γράψω η Αμερσούδα. Μα δεν ξεχνά εκείνη κανένα· όλους σας θυμάται πάντα.
     Η γριά άνοιξε το κατάμαυρο μαντίλι της και φάνηκε γελαστό τώρα το πρόσωπό της.
     Καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα. Μου είπαν πως πέθανε ένας καραβοκύρης και η γριά μού έδειξε τις λεύκες, ολόισιες σαν λαμπάδες, και είπε πικρά:
    – Από ’δω, απ’ αυτά τα δέντρα, κάνουν τα κατάρτια και ξενιτεύονται τα παιδιά μας.
     Αχ! η ξενιτιά!


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:            
1. Το παραπάνω ηθογραφικό διήγημα δημοσιεύτηκε στις 14/11/1928 στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Μυτιλήνης.
                    
2. Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (1867-1906) θεωρείται η πρώτη μετά την Ελισάβετ Μαρτινέγκου Ελληνίδα συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Βλάγκα Κωνσταντινούπολης το 1867. Σπούδασε παιδαγωγικά και εργάστηκε ως δασκάλα σε εκπαιδευτήρια της Πόλης, στο Βουκουρέστι και στη Θεσσαλονίκη. Το 1887 εξέδωσε το «Ημερολόγιον των Κυριών» Κωνσταντινούπολης και ίδρυσε τον «Προοδευτικό Σύλλογο των Κυριών». Αλλά οι προοδευτικές παιδαγωγικές αντιλήψεις της και η κοινωνική της δράση στο θέμα της χειραφέτησης των γυναικών και του δημοτικισμού προκάλεσαν αντιδράσεις συντηρητικών εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών κύκλων της Κωνσταντινούπολης και η συγγραφέας αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, αφού από το 1899 αποκλείστηκε από τα σχολεία της Πόλης κι αναγκάστηκε να εργαστεί ως οικοδιδασκάλισσα στο Βουκουρέστι. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα το 1888 με την έμμετρη κωμωδία «Λαχειοφόρον Γραμμάτιον» στο «Ημερολόγιον των Κυριών». Καλή ψυχογράφος, με ηρωίδα κυρίως την Κωνσταντινοπολίτισσα αστή. Έγραψε κυρίως διηγήματα στη δημοτική γλώσσα και δραστηριοποιήθηκε στον κοινωνικό χώρο, προσφέροντας εκπαιδευτικό και πολιτιστικό έργο. Έργα της: «Δεσμίς Διηγημάτων» (1889), «Διηγήματα Α΄» (1891), «Διηγήματα Β΄» (1891), «Περιπέτειαι μιας διδασκαλίσσης» (1891), η νουβέλα «Ημερολόγιον της δεσποινίδος Λεσβίου» (1894), άλλα 140 περίπου διηγήματα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά και διάφορα άρθρα. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, στις 8 Μαρτίου 1906, σε ηλικία 39 ετών, από καρκίνο.


Ένα ποίημα αφιερωμένο στους ξενιτεμένους μας

Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896)
   
«Αποχωρισμός»
 
Α΄ Η μάννα 

Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά! 
Είναι βουβά τ’ αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά, 
κι η δόλια μου ματιά θολή, 
παιδί μου, ώρα σου καλή! 

Είναι η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου παγωνιά!
Σαλεύει ο νους μου, σαν δενδρί, που στέκει αντίκρυ στο χιονιά, 
και είναι ξέβαθο πολύ, 
παιδί μου, ώρα σου καλή. 

Βουΐζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βοή! 
Ξηράθηκαν τα χείλη μου και μου εκόπη κι η πνοή, 
σ’ αυτό το ύστερο φιλί, 
παιδί μου, ώρα σου καλή! 

Να σε παιδέψει ο Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητιά! 
Μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφήνεις στη φωτιά, 
και πίνουμε τόση χολή, 
όταν θα λέμε «ώρα καλή».


B' Το παιδί
   
Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή! 
Με παίρνουν, μάννα, σα φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή, 
και δεν μπορώ να κρατηθώ, 
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ. 

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά, σηκώνουν κύμα βροντερό! 
Θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ’ η στράτα, σα νερό, 
κι εγώ το κύμα τ’ ακλουθώ, 
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ. 

Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν’ ο ερχομός, 
τόσες πικράδες και χολές μας δίνει ο μαύρος χωρισμός! 
Ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ... 
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ. 

Πλάκωσε γύρω καταχνιά κι ήρθε στα χείλη μ’ η ψυχή! 
Δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή, 
να με φυλάγη, μη χαθώ, 
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ.


Παιδί μου, ώρα σου καλή!
    
Ποίηση: Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Ερμηνεία: Γιάννης Πουλόπουλος
             
Φουρτούνιασεν η θάλασσα
και βουρκωθήκαν τα βουνά,
είναι βουβά τ’ αηδόνια μας
και τα ουράνια σκοτεινά
κι η δόλια μου ματιά θολή,
παιδί μου, ώρα σου καλή!

Βουίζει το κεφάλι μου
σαν του χειμάρρου τη βοή,
ξηράθηκαν τα χείλη μου
και μου εκόπη κι η πνοή
σ’ αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!

Να σε παιδέψει ο πλάστης μου,
καταραμένη ξενιτιά,
μας παίρνεις τα παιδάκια μας
και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή
όταν θα λέμε "ώρα καλή!".

Ανοίξτε τις παρακάτω υπερσυνδέσεις:

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

   clip_image002[1]   Χριστουγεννιάτικα   clip_image002[1]
          Σχολική Γιορτή ~ Καλικάντζαροι
 
     Κάθε φορά που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, ο νους μου πετά χρόνια πριν, στο σχολειό και στη γιορτή που κάναμε εκεί το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. «Άγια νύχτα…» τραγουδούσαμε όλοι οι μαθητές με το δάσκαλο. Μπροστά ο παπάς κι ο πρόεδρος του χωριού, πιο πίσω οι άλλοι Παλιοχωριανοί. Ένα μεγάλο κλωνάρι πεύκου στη γωνιά, στολισμένο με μπαλόνια, βαμβάκι για χιόνι και παιχνίδια στα κλαριά και στη βάση του.
     Αυτά τα παιχνίδια με πόση ανυπομονησία τα περιμέναμε! Κάθε μαθητής με τη σειρά έπρεπε να τραβήξει έναν κλήρο, που έγραφε τι δώρο θα πάρει. Αυτό το χαρτάκι φάνταζε στα μάτια μας σαν μαγικό, μια και έκρυβε ένα μυστικό: το παιχνίδι που μας έφερνε ο Αϊ-Βασίλης. Βλέπετε, τα περισσότερα παιχνίδια μας τα φτιάχναμε μόνοι μας από πανιά ή ξύλα ή τενεκεδάκια ή χαρτιά και δώρα όπως μεγάλες μπάλες, κούκλες κι αυτοκινητάκια ήταν είδος πολυτελείας, η ενσάρκωση των μεγαλύτερων επιθυμιών των παιδιών των μικρότερων τάξεων.
     Παραμιλούσα στον ύπνο μου – έτσι μου είπαν όταν ξύπνησα – μια παραμονή Χριστουγέννων, όταν πήγαινα στην Τρίτη Δημοτικού: «μπάλα… μπάλα…». Και φαντάζεστε τη χαρά μου, όταν γεμάτη αγωνία άνοιξα με τρεμάμενα χέρια το μαγικό χαρτάκι κι έγραφε «μπάλα»; Μια μέτρια λαστιχένια μπάλα, που φάνταζε στα μάτια μου τεράστια, αφού τα τόπια μας ήταν μικρά και πλαστικά. Σαν διάβασα τι έγραφε το χαρτί, ο δάσκαλός μου Σταθάκης Κουτλής (η οικειότητα στο όνομα επειδή ήταν συγχωριανός μας και μας αγαπούσε πολύ) ξεκρέμασε από ένα κλαρί μια λαστιχένια μπάλα, την έπαιξε λίγο στο πάτωμα και την παρέδωσε στα χέρια μου γελαστός, χωρίς να γνωρίζει πως όλη τη νύχτα αυτήν ονειρευόμουνα. Να μου χάριζαν τη γη ολόκληρη εκείνη τη στιγμή, δεν θα ένιωθα τόση χαρά, όση πλημμύριζε την καρδιά μου κι έκανε τα μάτια μου να λάμπουν, καθώς κρατούσα το πολυπόθητο δώρο.
     Κάθε παιδική καρδιά και μια λαχτάρα. Κάθε μαθητής κι ένα παιχνίδι. Όταν είσαι μικρός, τα μικρά πράγματα φαντάζουν μεγάλα και σημαντικά. Κυρίως όταν αυτά είναι παιχνίδια, που τόση χαρά δίνουν στα παιδιά. Ο σωρός των παιχνιδιών στη βάση του χριστουγεννιάτικου δέντρου όλο και μίκραινε, αλλά όλο και περισσότερα πρόσωπα παιδιών γίνονταν πιο λαμπερά. «Αχ! έλατο, αχ! έλατο, μ’ αρέσεις, πώς μ’ αρέσεις! Ωραία την Πρωτοχρονιά μας φέρνεις δώρα στα κλαδιά. Αχ! έλατο, αχ! έλατο, τα πράσινά σου φύλλα…».
     Αντηχούσαν οι ευρύχωρες αίθουσες του σχολείου μας από τις μελωδικές παιδικές φωνές, ενώ οι γονείς κι οι συγχωριανοί μάς καμάρωναν. Δεν έλειπαν τα ποιήματα και τα σκετς. Η γιορτή έκλεινε με ευχές και το τραγούδι «Πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε, παιδιά…».
                                                              
clip_image002[1]
                                          
 Οι Καλικάντζαροι
                                                                                        
     Αλλά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων μας έλεγαν πως ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο και οι καλικάντζαροι. Έντονα έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας όσα ακούγαμε από τους δασκάλους, τους παππούδες και τους γονείς μας για τους καλικάντζαρους και την κακοποιό δράση τους. Κέντριζαν την παιδική φαντασία μας τα φοβερά και άσχημα δαιμονικά όντα με τις σουβλερές μύτες, το μαυριδερό πρόσωπο, τα κόκκινα μάτια, τα μακριά γαμψά νύχια, τα γαϊδουρινά ή τραγίσια αυτιά και πόδια. Στον πισινό τους έχουν σκληρές σαν βελόνες τρίχες, γι’ αυτό τους λένε «κωλοβελόνηδες». Είναι πονηροί αλλά φτωχόμυαλοι, διχόγνωμοι και φιλόνικοι αλλά ευκολόπιστοι, κουτσοί ή στραβοπόδαροι αλλά χορευταράδες, πειραχτήρια που ενοχλούν με τα καμώματά τους τους ανθρώπους και φοβίζουν τα μικρά παιδιά.
     Κατεβαίνουν από τον πκαρή (καπνοδόχο), καβαλικεύουν στο σβέρκο της νοικοκυράς που μαγειρεύει και κάνουν χίλιες δυο «κατσ’πουδιές» (< κατσιποδιές < κατσικοποδιές = γρουσουζιές, κακές πράξεις). Χύνουν το τσουκάλι στη φωτιά, αρπάζουν τις τηγανίτες, ρίχνουν στάχτη παντού, ανακατεύουν τα πράγματα του σπιτιού, βγάζουν τα προικιά από τα μπαούλα, μπερδεύουν τα παπούτσια, κατουρούν στις γωνιές και στα κασόνια με τα παστωμένα σύκα, χύνουν το αλεύρι, το γάλα και το λάδι, τρώνε τη νύχτα τις ελιές κι αφήνουν τα κουκούτσια πάνω στο πάτωμα, μουρνταρεύουν (βρωμίζουν) τα πάντα. 
     Αναγκάζουν το νοικοκύρη σ’ έναν ασταμάτητο τρελό χορό, μέχρι να τον ξεκατινιάσουν και να τον ξεχεριάσουν. Πειράζουν κι ενοχλούν και διασκεδάζουν, μέχρι να λαλήσει τρεις φορές ο κόκορας. Όταν λαλήσει πρώτος ο μαύρος κόκορας, λένε "μαύρους είνι τσ' ας λαλεί" και συνεχίζουν τα καμώματά τους. Δεν τους φοβίζει και το δεύτερο λάλημα από τον κόκκινο κόκορα: "κότσ'νους είνι τσ' ας λαλεί". Όταν όμως κράξει τρίτος ο άσπρος κόκορας, φεύγουν κατατρομαγμένοι, φωνάζοντας «άσπρους είνι τσι λαλεί, φεύγιτι, να φεύγουμι...», για να ξανάλθουν την επόμενη νύχτα και να συνεχίσουν την κακοποιό δράση τους. 
     Στο Παλαιοχώρι καρφώνουν τα κασόνια με τα παστωμένα σύκα, "για να μην τα κατουρήσουν οι καλικάντζαροι", και τα ξεσφραγίζουν την Καθαρά Δευτέρα. Αυτές τις μέρες ίσαμε τα Φώτα δεν τρώνε σύκα, γιατί θα βγάλουν "μαύρες" (κακά σπυριά) από το μίασμα των καλικαντζάρων. Για να προστατευτούν και να τους κρατήσουν μακριά, κάνουν σταυρούς από στάχτη πάνω στο δώμα ή ρίχνουν γύρω από το σπίτι στάχτη, που τη φοβούνται οι καλικάντζαροι, μην μπει στα μάτια τους και τους στραβώσει. Επίσης, θυμιάζουν με αγιωτικά, φορούν φυλαχτά ή κρατούν ένα κομμάτι αντίδωρο για φυλαχτό, λένε τρεις φορές το "Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά", σταυρώνουν τα μικρά παιδιά και δεν αφήνουν μόνα τους τα αβάφτιστα βρέφη, γιατί φοβούνται μην τα πνίξουν οι καλικάντζαροι. 
     Τα παιδιά που γεννιούνται τα Χριστούγεννα τα λένε "καλικαντζαρέλια", γιατί η σύλληψή τους εννιά μήνες πριν είχε γίνει του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου), μέρα μεγάλης γιορτής, που θεωρούνταν αμαρτία να συνευρεθεί ο άνδρας με τη γυναίκα. Όσα παιδιά γεννιούνται από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα πρέπει να τα βαφτίσουν τα Φώτα, για να μην γίνουν καλικαντζαράκια. 
     Τη νύχτα δεν πρέπει να σφυρίζουν, γιατί μαζεύονται οι διαβόλοι κι οι καλικάντζαροι. Κλείνονται από νωρίς στο σπίτι, κρατούν κλειστά παράθυρα και πόρτες και συνεχώς αναμμένο το τζάκι, για να φοβούνται οι καλικάντζαροι να μπουν από την καπνοδόχο.
     Η κυκλοφορία αργά τη νύχτα στους δρόμους του χωριού, σε τρίστρατα, ποτάμια, γεφύρια, μύλους είναι επικίνδυνη, γιατί κινδυνεύει ο νυχτερινός διαβάτης να γίνει «θύμα» των καλικαντζάρων, να χάσει τη λαλιά του, να κουτσαθεί, να τρελαθεί, ακόμα και να πεθάνει. Αβοήθητος όποιος πέφτει στα χέρια τους, εκτός κι αν τους κάψει με αναμμένο δαυλό ή τους ζεματήσει ή τους ξεγελάσει με την εξυπνάδα του, βάζοντάς τους να μετρήσουν τις τρύπες ενός κόσκινου, για παράδειγμα. Απλή η καρδιά, απλοϊκή η σκέψη, αχαλίνωτη η φαντασία των χωριανών, που κρατούσαν αναμμένο στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο, το "χριστόξυλο", για να τους κρατήσουν μακριά...
     Λαχταρούσε η καρδιά μας, όταν μας εξιστορούσαν παλιές ιστορίες ανθρώπων που έπεσαν θύματα των καλικαντζάρων. Όμως τρομάζαμε κυριολεκτικά, όταν διαβάζαμε στο αναγνωστικό μας στο σχολειό την παράδοση με τους καλικάντζαρους, που όλη τη χρονιά πριονίζουν με ένα τεράστιο πριόνι το στύλο που στηρίζει τη γη, για να τον κόψουν και να γκρεμιστούμε στο χάος. Σαν μια λεπτή τρίχα μένει άκοπο, όταν την παραμονή των Χριστουγέννων οι καλικάντζαροι αποφασίζουν πως αρκετά δούλεψαν όλο το χρόνο και πρέπει να ξεκουραστούν. Άλλωστε με το φτωχό μυαλό τους φαντάζονται πως μόνο του θα κοπεί, τόσο λεπτό που είναι.

[clip_image002%255B13%255D%255B3%255D.gif]
    Εικόνα από Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1961.

     Ανεβαίνουν λοιπόν στον επάνω κόσμο, για να διασκεδάσουν, πειράζοντας και βασανίζοντας τους ανθρώπους με τα καμώματά τους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα, που θα "φωτίσει", θα αγιάσει ο παπάς τα νερά και θα τους διώξει. Τότε όλοι με τα κανάτια τους θα πάρουν το μικρό και το μεγάλο αγιασμό και θα ραντίσουν όλες τις γωνιές του σπιτιού, για να φύγει το μίασμα. Θα μαζέψουν από το τζάκι τη στάχτη και θα την πετάξουν σε μέρος που δεν πατιέται, γιατί την έχουν μιάνει οι καλικάντζαροι. Θα πιουν αγιασμό και θα ρίξουν και στα χωράφια, για να ξορκίσουν το κακό. Οι καλικάντζαροι θα φύγουν τρομαγμένοι για τον κάτω κόσμο.
              
          «Φεύγετε, να φεύγουμε,
       τι έρχεται ο τρελόπαπας
       με την αγιαστούρα του
       και με τη βρεχτούρα του. 
       Μας άγιασε, μας έβρεξε
       και μας εκατέκαψε.»

     Αλλά, σαν κατεβαίνουν ξανά κάτω, βλέπουν πως ο στύλος της γης έχει θρέψει ξανά και στηρίζει γερά τον πάνω κόσμο. Κι αρχίζουν πάλι με μανία να πριονίζουν, να πριονίζουν, να πριονίζουν... μέχρι την επόμενη παραμονή Χριστουγέννων, για να επαναληφθούν τα ίδια, όπως και πέρυσι. Ανακούφιση, γιατί σώθηκαν η γη και οι άνθρωποι από τον αφανισμό και νικήθηκαν με μαγικό τρόπο τα καταχθόνια μισάνθρωπα όντα, νέοι φόβοι μήπως προλάβουν και κόψουν εντελώς το στύλο της γης πριν από τα Χριστούγεννα. Η παιδική φαντασία κάλπαζε...
                                                                                                  
 clip_image002[1]
                                                                                                                                                                                                                        
     Έχουν περάσει χρόνια κι έχουν αλλάξει πολλά, ακόμα και στο μικρό χωριό μας. Δεν ξέρω αν σε κάποιο αναγνωστικό υπάρχει ακόμα η παράδοση αυτή με τη χαρακτηριστική ζωγραφιά στη μια σελίδα ή αν οι γονείς λένε στα μικρά παιδιά για τους καλικάντζαρους, που αρκετοί λαογράφοι θεωρούν πως είναι οι αρχαίοι χθόνιοι δαίμονες «κήρες», δηλαδή δαιμονοποιημένες ψυχές πεθαμένων.
     Όμως, μεγάλοι πια σήμερα, κατανοούμε το βαθύτερο συμβολισμό της παράδοσης και τα μηνύματα των εορτών. Οι καλικάντζαροι δεν είναι τίποτε άλλο, παρά τα πρόσωπα και τα γεγονότα που, στο χρόνο που πέρασε, μας ταλαιπώρησαν, μας βασάνισαν, μας έκαναν κακό με κάθε τρόπο. Τα στηρίγματα της ζωής μας κινδύνεψαν συχνά να κοπούν και να αφανιστούμε. Μόλυναν συχνά την ψυχή και το σώμα και το σπίτι μας λόγια και έργα και πρόσωπα κακοπροαίρετα.
     Ωστόσο, πάντα το καλό θριαμβεύει και νικιέται το κακό. Γιατί άνθρωπος σημαίνει αγώνες για την επικράτηση του καλού. Με τη βοήθεια θεϊκών δυνάμεων, που ο ίδιος ο άνθρωπος έπλασε με το νου του και πιστεύει, με την ατομική θέληση, θα ξορκίσει κάθε κακό και θα κάνει ένα νέο ξεκίνημα με την έλευση του νέου χρόνου. Οι «καλικάντζαροι» θα κατεβούν ξανά στο υποχθόνιο σκοτάδι κι εξαγνισμένοι οι άνθρωποι θα συνεχίσουν τη ζωή τους.
     Ας είμαστε όμως προσεκτικοί σαν άτομα, σαν συνάνθρωποι, σαν λαοί, γιατί οι «καλικάντζαροι» στα έγκατα της γης «πριονίζουν» το στήριγμα του κόσμου μας. Ας έχουμε πάντα έτοιμο «ένα αναμμένο δαυλί», για να «κάψουμε» ό,τι κακό και άσχημο, προτού μολύνει τη ζωή και το σπίτι μας. Είναι ανόητα και κακόβουλα όντα οι καλικάντζαροι. Είναι ανοησία κι εμείς οι άνθρωποι να αφήνουμε την κακία να δηλητηριάζει την ψυχή και τις σχέσεις μας. Ας προσπαθούμε, λοιπόν, κι ελπίζουμε πάντα...

                                                     Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου 
clip_image003[8]

                                                     
                                                  ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ 
                                                                   clip_image005[4] 

                                                   
                                                                                         
                                                                                                                                     
                                                            
     Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο είναι δημοσιευμένο στο 48ο τεύχος του περιοδικού «Τα Παλιοχωριανά» (Οκτ.-Νοέμβρης-Δεκ. 1992, σελ. 784-785). Το αφιερώνουμε στον πρόωρα χαμένο συγχωριανό μας δάσκαλο Σταθάκη Κουτλή, που με την καλοσύνη του ομόρφαινε τα σχολικά μας χρόνια.

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΠΝΙΣΜΑ-ΠΩΣ ΝΑ ΚΟΨΕΤΕ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ

Ενημερωτικό βίντεο του ΚΕΕΛΠΝΟ στην παρακάτω διεύθυνση:

http://www.youtube.com/watch?v=lYmySXFEmDI

(ανοίξτε την υπερσύνδεση)

#

Εθνικό Δίκτυο Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας
Ενημερωτικό Φυλλάδιο Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ)
clip_image002

ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΤΣΙΓΑΡΟ
Οδηγός διακοπής καπνίσματος
clip_image004
clip_image006
clip_image008
clip_image010
clip_image012
clip_image014
clip_image016
clip_image018
clip_image020
clip_image022
clip_image024
clip_image026
clip_image028
clip_image029
clip_image031
clip_image033
clip_image035
clip_image037
clip_image038
clip_image040
clip_image041
clip_image042
clip_image044
clip_image046
clip_image048

Ευχαριστώ τη φίλη Αναστασία Κοτσιαφίτου, η οποία μου προμήθευσε 45 φυλλάδια του ΙΚΠΙ.

Διαβάστε για το κάπνισμα και σε άλλη ανάρτησή μας, στη διεύθυνση: