ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ
ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Περιέχουν λέξεις ή φράσεις που παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα σε φαγητά, όργανα, λειτουργίες και συνήθειες σχετικές με τη διατροφή και την πέψη. Οι περισσότερες είναι γραμμένες στο γλωσσικό ιδίωμα του Παλαιοχωρίου Λέσβου, τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας μου:
• Αβγό χουρίς κουρκό είνι.
• Αγάλια-αγάλια γίνιτι η αγουρίδα
μέλ’.
• Αέρα κοπανιστό θα
τρώνε.
• Αλλού πανίζ’ τσ’ αλλού
φουρνίζ’.
• Άμα θύμουσις, πιε
ξύδ’.
• Άμα κάναν οι μπαμπούρ’ μέλ’, θα ’τρουγα τσι γω η
καημέν’.
• Άμα ρίχν'ς λάδ' στα πράσα, πρέπ' να κοιτάς αλλού.
• Αν δεν κλάψει το παιδί, η μάνα δεν του δίνει να
φάει.
• Άπιαστα πουλιά, δέκα στουν
παρά.
• Απ’ κ’ μύγα βγάζ’
ξύγκ’.
• Απ’ κ’ πείνα να πιθάν’ς, θα πουν απ’ κ’
χόρτασ’.
• Από εκεί που θα π’δήξ’ η κατσίκα, θα π’δήξ’ τσι του
κατσ’καδέλ’.
• Από την πόρτα σου περνώ και τηγανίζεις
ψάρια.
• Απ’ τουν τράγου βγάζ’
γάλα.
• Απού μέσα τ’ς έχ’ τσι
γλίνις.
• Απού σβέρκου ψούν’σις
(ειρωνεία).
• Απού του γάμου έρχουμι, ωχ μάνα μ’ σα π’
π’νώ.
• Απ’ τους έκανι η γρούνα γρουνέλια, πλύμα ένι
χόρτασι.
• Άσπρη μου γλυκιά Σουλτάνα, ζυμωμένη με το
γάλα.
• Αυγά σ’ καθαρίζουν;
• Βαρουμύρουδους κουλιός
γίνισι.
• Βγάζ’ του ψουμί τ’ δύσκουλα.
• ̶ Γεια σου, γέρο. ̶ Κουκιά σπέρνω (βαρηκοΐα,
ασυνεννοησία).
• Γη αλιπού στουν ύπνου τ’ς πικ’ναρέλια
βλέπ’.
• Για ένα κομμάτι
ψωμί…
• Γλυκάθ’τσι γη γριγιά στα σύκα τσ’ έφαγι τσι τα
σ’κόφ’λλα.
• Γονιοί τα τρώνε τα ξινά και τα παιδιά
μουδιάζουν.
• Δεν έχει να λαδώσει το άντερό
του.
• Δεν έχει ψωμί να
φάει.
• Δεν μπουρώ να του
χουνέψου.
• Δό’ μ’ του φ’νοίτσι μ’ τσ’ έχου δ’λειά, να παγαίνου
σκ’ Καρουλιά, να φουρτώσου κουπριά.
• ’Δώκασι τ’ς γριάς τ’ αυγό, ήθιλέ του τσι ρουφτό
(υπερβολική απαίτηση, αδιαντροπιά).
• Έγινι νόστιμου σα
λουκούμ’.
• Είναι
τσανακογλύφτης.
• Είνι γλυφουκστέλα.
• Είνι νησ’κό (νηστικό)
μάκ’.
• Είνι πουνηρή
σουπιά.
• Είνι χουρτάτου
μάκ’.
• Έμεινε στήλη άλατος (φόβος ή
κατάπληξη).
• Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει
πέρα.
• Έν (δεν) έχ’ αχλάδα να κριμάσ’ τουν τρουβά
τ’.
• Έν έχ’ λάδ’ ν’ αλείψ’ του μαντάτσ’
τ’.
• Έν (δεν) έχουμι λιμόν’ να σαπίσ’ (δεν
βιαζόμαστε).
• Έσπασε η χολή μου
(φόβος).
• Έσφαξι του μόσχου του
σιτευτό.
• Έταξι λαγούς μι
πιτραχήλια.
• Ε’ (δεν) τρώγ’
άχυρα.
• Έφαγι τουν
περίδρουμου.
• Έχουν να τραβήξουν οι στσύλ’
άντιρα.
• Ζει με τον αέρα.
• Η γλώσσα τ’ στάζ’ μέλ’ (γλυκομίλητος ή
κόλακας).
• Η γλώσσα τ’ στάζ’
φαρμάτσ’.
• Η γριά η κότα έχ’ του
ζ’μί.
• Η καλή νοικοκυρά πριν πεινάσει
μαγειρεύει.
• Η κότα έκανι τ’ αυγό ή του αυγό την κότα; (άλυτος
γρίφος).
• Η μάνα σ’ ήταν σκόρδου τσι τσύρ’ σ’ ήταν
κρουμμύδ’
τσι
συ απού ποιον επήρις τσι γίν’τσις καραφύλ’
(γαρύφαλο).
• Η παντρειά θέλ’ άλας τσ’
άλας.
• Η χουρτάτους του νησ’κό ε’ τουν
θ’μάτι.
• Θα κόψ’ η μπόρα, θα ψυγούν τα
λάχανα.
• Θα πούμι του ψουμί
ψωμάκ(ι).
• Θα σ’ βγάλου του
λάδ’.
• Θα σι κάνου τ’
αλατιού.
• Θα σι μάθου πώς του τρίβουν του
πιπέρ’.
• Θα φάμι μι χρυσά
κουτάλια.
• Θέλ’ τσι κ’ πίτα ουλόκληρ’ τσι του στσύλου
χουρτάτου.
• Ιννιά νουμάκ’ ιννιά ψουμιά, ιγώ η καημένους
ένα.
• Ισύ να λέγ’ς του Σάββατου μια πίτα τσι κ’ Κυριακή μια
κ’λίκα (μην ανακατεύεσαι, το λένε κυρίως σε νεαρά
άτομα).
• Κάθι μέρα αυγά τσι
π’λιά.
• Κάθι πράμα στου τσιρό τ’ τσ’ η κουλιός τουν
Αύγουστου.
• ̶ Καλησπέρα, γέρου. – Κ’τσιά
σπέρνου!
• Κάλλιο ξερό ψωμί στο σπίτι μου, παρά στα ξένα ζάχαρη
και να ορίζουν άλλοι.
• Καλό τσανάκι είναι.
• Κάνι όριξ’ (όρεξη).
• Κάποιου λάκκου έχ’ η
φάβα.
• Κάποιους φούρνους θα
γκριμίστ’τσι.
• Καταπίνει πολλά.
• Κάτσι στ’ αυγά σ’.
• Κι είνι η κάβουρας, κι είνι του ζ’μί
τ’.
• Κι να προυτουθυμηθώ, κρουμμύδι μ’
καυτιρό!
• Κουλιός τσι κουλιός τσ’ απ’ ένα
βαρέλ’.
• Κουλιός τσι σαρδέλα τσ’ απού μια
βαρέλα.
• Κουλουτσύθια μι κ’
ρίγαν’.
• Κούριψι τ’ αυγό, πάρ’ του μαλλί
τ’.
• Κρέας ωμό, ψάρι
ψημένο.
• Κ’τσιά έφαγις τσι κ’τσιά
μαρτυράς.
• Κ’τσιά μιτριμένα.
• Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού
του.
• Λάδωσε τ’ αντεράκι
του.
• Λέγ’ κ’ σκάφ’ σκάφ’ τσι τα σύκα σύκα (ειλικρίνεια,
ντομπροσύνη).
• Λίγα είνι τα ψουμιά
τ’.
• Λίγου-λίγου του λαδέλ’ τσ’ είνι η χρόνους σα π’γαδέλ’
(οικονομία).
• Λόγια τ’ς καραβάνας.
• Μαλακό κι αφράτο σαν
αυτόζ’μους.
• Με ξένα κόλλυβα.
• Μ’ έπιασι λίμα (τρομερή
πείνα).
• Μήδι ουμός τρώγισι, μήδι
ψ’μένους.
• Μήλο της έριδος.
• Μήνας που θρέφ’ τ’ς
έντεκα.
• Μήνας του μέλιτος.
• Μην πικιέσι σαν τ’ ουμό του κ’τσί (μην πετάγεσαι σαν
το ωμό κουκί).
• Μιγάλου λουκ’μά φάγ’, μιγάλου λόγου μην
πεις.
• Μι καλό κάτσι τσι φάγ’ τσι νησ’κός σήκου τσι
φύγια.
• Μι τα ίσα τσι τα μάινα βγαίνουν οι
παλαμίδις.
• Μι τ’ αυγό στουν κώλου
(βιασύνη).
• Μι του δ’κό σ’ κάτσι τσι φάγ’ τσ’ αλιβερίσ’ μη
κάν’ς.
• Μι τ’ς πουρδές ε’ (δεν) βάφουντι
αυγά.
• Μου γυρίζ’ τ’
άντερα.
• Μου έψησι του ψάρ’ στα
χείλια.
• Μου ήρθι λουκούμ’.
• Μου κάθεται στο
στομάχι.
• Να λείπ’ του
βύσσ’νου.
• Να παράδις, δό’ μ’
κουκάλις.
• Να πλύν’ς του στόμα σ’ μι α(ν)θόνιρου, άμα μ’λάς για
του γιο μ’.
• Νερό κι αλάτι όσα είπαμι
(συμφιλίωση).
• Νηστικό αρκούδι δεν
χορεύει.
• Ντερλικώνω.
• Όγιους φ’λάγ’ τουν ουντά, τσείνους τρώγ’ τσι τουν
τσιρβά (σούπα).
• Όκ’ είπαμι, νιρό τσ’ αλάτ’
(συμφιλίωση).
• Όπ’ ακούς πουλλά τσιράσια, βάστα μικρό
καλάθ’.
• Όποιους έχ’ πουλύ πιπέρ’ βάζ’ τσι στα
λάχανα.
• Όποιους έχ’ πουλύ πιπέρ’ βάζ’ τσι στου
ρ’ζόγαλου.
• Όποιους καεί στη μουσταλευριά, φυσά και το γιαούρτι.
• Όποιους καεί σ’ ψουμαγειριά, φ’σά τσι του
γιαούρτ’.
• Όταν δεν θέλει να ζυμώσει η νοικοκυρά, δέκα μέρες
κοσκινίζει (αναβλητικότητα).
• Όταν σειούσαν την αχλάδα, όσοι ’λάχαν, τόσοι
’φάγαν.
• Όταν τσ’μάτι (κοιμάται) του μουρό μας, ψουμί δε
γυρεύγ’.
• Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται
ἄνθρωπος.
• Ούτι σάλιου δεν του
’μεινε.
• Παλαμίδα ρεύγισι (ορέγεσαι), ντιγμιντέ να φας κουλιό
(έχεις υψηλές προσδοκίες, αλλά είναι δύσκολο να κερδίσεις και τα
λίγα).
• Παράβρασι τσι γίν’τσι σα
λαπάς.
• Πας σκ' Αγκαθιρή τσ' έρχισι τσ' 'εν έχουν κρυώσ' ακόμα τα κ'γαν'τά τα κουλουτσθέλια.
• Παστουμέν’ σα
σαρδέλις.
• Παστρικούλα μαγειρεύγ’, αντί στουν έναν, δυο
γυρεύγ’.
• Παστρικούλα μαγειρεύγ’, πατσαβούρα ε’
γυρεύγ’.
• Περί ορέξεως
κολοκυθόπιτα.
• Πέτυχε λαβράκι.
• Πίσου έχ’ γη αχλάδα κ’
ουρά.
• Πίτα π’ ε’ τρως, μι σι μέλει κι έχ’
μέσα.
• Πιτάχτσι σαν του
κουλουτσ’θουπτάρ’.
• Πλάκουσι η μαρίδα (η
μικρολογιά).
• Πλέμουν τα μήλα στου γιαλό, πλέμουν τσ’ οι
καβαλίνις.
• Πότε αυγά, πότε τυρί, δεν μας λείπει η
αρτυμή.
• Πριν π’νάγ’ς να
μαγειρεύγ’ς.
• Ρεπανάκια για την
όρεξη.
• Σα δε βρέξ’ς κώλου, ψάρια ε’
πιάν’ς.
• Σαν του άλας σ’
αγαπώ.
• Σκόρδα στα μάτια σου (μάτιασμα, βασκανία,
αντιβασκανικό ξόρκι).
• Στάζουν μέλι (ή φαρμάκι) τα λόγια
του.
• Τα λόγια είνι λόγια, τα μακαρόνια έχουν του φαΐ.
• Τα μάτια σου είν’ το γλυκό, τα φρύδια σ’
κουταλάκια
και
τ’ άλλο το υπόλοιπο δίσκος με ποτηράκια.
• Της ξενιτιάς τα βάσανα είναι πολύ
μεγάλα,
σαν
την ελιά την πράσινη, που φέρνει φαρμακάδα.
• Το κατάπια κι αυτό
(ανοχή).
• Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει (κληρονομικότητα,
γονεϊκό παράδειγμα).
• Τον είδε και του κόπηκε η
όρεξη.
• Τότι π’ δέναν τ’ς στσύλ’ μι τα
λουκάνικα.
• Του φκ’νό (φτηνό) του κριγιάς του τρών’ οι στσύλ’
(σκύλοι).
• Τραχανά έχουμι
απλουμένου.
• Τσάμπα ξύδ’ γλυκό σα
μέλ’.
• Τσείνους π’ φ’λάγει τουν ουντά, τσείνους τρώει του
τσιρβά (εκείνος που κάθεται κοντά στο μαγειρειό, αυτός τρώει τη
σούπα).
• Τσι του στσύλου χουρτάτου τσι του ψουμί
ουλόκληρου.
• Τσ’λά τ’ αυγό, αλί στ’ αυγό. Τσ’λά η πέτρα, πάλι αλί
στ’ αυγό.
• Τσύλ’σι η τσιντιρές τσ’ ήβρι του
καπάτσ’.
• Φάγαμι ψουμί τσ’ αλάτ’ μαζί (πολύχρονη και σταθερή
φιλία, μοίρασμα δυσκολιών).
• Φάε λάδι κι έλα βράδυ (αφροδισιακές ιδιότητες
λαδιού).
• Φάε τη γλώσσα σου.
• Φάτι μάκια ψάρια τσι τσ’λιά μ’
πιρίδρουμου.
• Χέσ’κα απ’ του φόβου
μ’.
• Ψάρια στου γιαλό, του κ’γάν’ (τηγάνι) σκ’ φουκιά.
• Συμπληρώσετε κι εσείς άλλες παροιμίες σχετικές με
φαγητά…