Τρίτη 31 Μαΐου 2022

ΔΑΡΑΚΗ ΠΕΠΗ - Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Ας γνωρίσουμε τους Λέσβιους συγγραφείς       


 

Από το βιβλίο της Πέπης Δαράκη 

«Τα χρυσοΰφαντα όνειρα της Ροδόκλειας»

 



Αφιερωμένο στους Μετανάστες μας


Ο μετανάστης

 

    Αγαπημένη μου πατρίδα,

    Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου πω δυο λόγια, από τα βάθη της καρδιάς μου: Μην τους πιστεύεις, πατρίδα, αυτούς που σου λένε πως εύκολα πλουταίνει ο φτωχός ο μετανάστης στις ξενιτιές του κόσμου.

    Ω! να ’ξερες, αθώα μου πατρίδα, πόσες κακοπάθειες πέρασα ώσπου να στρώσω τη ζωή μου και να ορθοποδήσω. Πόσες αβαρίες χρειάστηκε να κάνει η συνείδησή μου, για να μπορέσω να επιζήσω μέσα σε μια κοινωνία όπου αγρίμια, μ’ ανθρώπινο πρόσωπο, αλληλοσπαράσσονταν, καθώς κυνηγούσαν ασθμαίνοντας το χρήμα. Κι ήταν εκείνο, τελικά, που τους καταβρόχθιζε πάνω στον ύπνο τους.

    Σου γράφω σήμερα αυτό το γράμμα, για να σου ανοίξω την καρδιά μου και να σου πω πως το όνειρό μου είναι πώς ν’ αποκολληθώ από τούτη την πόλη, προτού ξεχάσω ολότελα ποιος ήμουν όταν πρωτόρθα εδώ. Αχ, πότε θ’ αποκολληθώ από τούτη την πόλη, που σαν τη μυθική Κίρκη, τη δαιμονική αυτή θεά, με κρατάει αιχμάλωτο με τα σκοτεινά της μάγια. Όμοια κρατούσε κοντά της και τον ταλαίπωρο Οδυσσέα και δεν τον άφηνε να γυρίσει στην πατρίδα, στην αγαπημένη του Ιθάκη και την πιστή του Πηνελόπη. Κι όπως σε ζώα μεταμόρφωσε τους συντρόφους του, σε μηχανή με μεταμόρφωσε εμένα και με λαδώνει με το «χρήμα», για να γυρίζω, να γυρίζω, να γυρίζω, να ζαλίζομαι, να χάνω τη μαγεία του κόσμου και τον εαυτό μου.

    Αναρωτιέμαι, βασανιστικά, πότε θα ξαναβρώ το ανθρώπινό μου σχήμα για να καταξιωθώ να σ’ αντικρίσω, αγνή μου πατρίδα, με το φτωχό σου βιος, και το μέσα σου πλούτος, το ανεκτίμητο. Για να αξιωθώ, όμως, μια τέτοια χάρη, θα χρειαστεί να προετοιμαστώ, να αναβαφτιστώ μέσα στην κολυμπήθρα μιας έντονης αναπόλησης, να νίψω το πρόσωπό μου, ξανά και ξανά, με φωτεινή ονειροπόληση, γεμάτη από τη ζωοδότρα εικόνα σου, ώσπου να φύγει η θλίψη που είχε το βλέμμα μου, αντανάκλαση εκείνης που είχε σωρευτεί στην ψυχή μου, όσο βαστούσαν οι περιπλανήσεις και οι οδυνηρές αναζητήσεις, να χτυπώ κλειδωμένες πόρτες, και σκληρές καρδιές, να βρω εργασία, όποια εργασία, για να σταθώ στα πόδια μου, εγώ, ο φτωχός μετανάστης, που τρέκλιζα στις ξενιτιές του κόσμου, σπρωγμένος από στίφη αφιονισμένων κυνηγών του «χρήματος» που αλληλοσπαράσσονταν. Τους βλέπεις, δα, και συ πατρίδα, στην τηλεόραση, πώς ουρλιάζουν τα χέρια τους, καθώς με τις κινήσεις τους διευθύνουν τη συναυλία του χρήματος. Πιανίσιμο, φορτίσιμο!

    Ρίγη διαπερνούν το είναι μου και μόνο που αναλογίζομαι πώς μπόρεσα να τα βγάλω πέρα μπλεγμένος στο σκληρό, το ανελέητο παιχνίδι του χρήματος, πώς τα ’βγαλα πέρα και με τους αφανείς, εσωτερικούς μου αγώνες, αλλά και με τους εκμεταλλευτές μου, να βλέπω να με αδικούν μπροστά στα ίδια μου τα μάτια, κι άλλοτε να υπομονεύω κι άλλοτε να βλαστημώ τη μοίρα μου την άραχλη, που με έριξε σε τούτη δω την πόλη, στην άλλη άκρη της γης, να κυνηγώ το χρήμα σαν υπνοβάτης που δεν έχει συνείδηση τι κάνει.

    Ξαφνικά άρχισα να σιγοτραγουδώ ένα τραγούδι, αλλά κόλλησε στο νου μου και δε φεύγει με τίποτα – το παθαίνει καμιά φορά ο άνθρωπος. Ε, λοιπόν, το τραγουδώ σήμερα από το πρωί ως το βράδυ, ξανά και ξανά, πότε φωναχτά, πότε μέσα μου, χωρίς ν’ ακούγεται ήχος.

 

Βραδινή της αγάπης ώρα, σε ξεχάσαμε,

μες στις λάσπες και μες στην μπόρα,

τις ψυχές μας τις χάσαμε…

 

    Το λέει και το τραγούδι: Κινδυνεύω να χάσω την ψυχή μου, και την αγάπη να τη χάσω. Γιατί το τι σημαίνουν οι λάσπες και οι μπόρες, ο καθένας το καταλαβαίνει. Ωχ, θε μου, τι φριχτά λάθη που κάνει ο άνθρωπος!

    Πότε θ’ αποκολληθώ από τούτη την πόλη, πότε θα πάρω το δρόμο του μισεμού! Ω! πόλη, νεράιδα και μάγισσα, πότε καλή, πότε κακή μαζί μου, πόλη με τα χίλια ονόματα, πόλη χωρίς καρδιά για το φτωχό το μετανάστη σου. Ονειρεύομαι πότε θα σου πω το στερνό αντίο, ω, πόλη, εκεί που βρίσκεσαι στις ξενιτιές του κόσμου, στο Λας Βέγκας, στον Καναδά, στο Σουδάν, στην Αμερική, στο Κογκό, στην Αυστραλία. Ω πόλη, νεράιδα και μάγισσα, πότε καλή, πότε κακή μαζί μου, εφιάλτη μου καθημερινέ, πότε θα σου γυρίσω την πλάτη, πόλη ξιπασμένη, ψηλομύτα κι άκαρδη, ειδικά για μένα το φτωχό το μετανάστη, που του ρούφηξες τη νιότη, λάμια αχόρταγη. Αλλά όχι, δε θα σ’ αφήσω να κάνεις το ίδιο και με την καρδιά μου…

    Αύριο, μα τον Αϊ-Σώστη, θα μισέψω, για να περισώσω τουλάχιστον τη χαρά να μπορώ να κλαίω για την κατάντια μου.

    Γλυκιά μου πατρίδα, θα φτάσω κοντά σου ένα δειλινό, και, καθώς θα με λούζει ο ήλιος σου ο χρυσός, θα διώχνει μακριά τους εφιάλτες. Να, βλέπω κιόλας με τα μάτια της ψυχής μου, ορθή, τη μάνα μου, στην πόρτα του πατρικού σπιτιού, να με καρτερεί. Να ζει, άραγε; Πόσο καιρό έχω, αλήθεια, να πάρω γράμμα σου, πατρίδα;…

    Μακρύς ο δρόμος της θύμησης! Ο ταχυδρόμος διαβάζει το τηλεγράφημα: «Ο υιός σας Σταύρος έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος υπέρ βωμών και εστιών. Η πατρίδα ευγνωμονούσα». Ο θρήνος της μάνας ξεσκίζει την ψυχή μου. Ήμουνα οκτώ μόνο χρονών, δεν πρόλαβα να μεγαλώσω, κι η ζωή με πότιζε το πρώτο της φαρμάκι. Και τα δάκρυα της μάνας ξεχασμένη βρύση ανοιχτή. Μακρύς ο δρόμος της θύμησης, κι ήταν πολλοί οι καημοί των γονιών μου. Σπίτι έπρεπε να χτιστεί για την προκομμένη κι όμορφη αδελφή μου, που είχε ένα μόνο κουσούρι: «γεννήθηκε γυναίκα» κι έπρεπε με προικιό άντρα ν’ αγοράσει για να φαμελιώσει. Και κουβαλούσε η αδελφή μου, βαριανασαίνοντας στην ανηφόρα, ένα φορτίο κεραμίδια στον ώμο για τη σκεπή του σπιτιού της, κι έτρεχα κι εγώ ξοπίσω της μ’ ένα καλάθι τούβλα στον ώμο τον αδύνατο – ωχ καημοί! Και βοηθούσα και τον πατέρα στη λιγοστή μας γη, τη σκάβαμε, την ποτίζαμε, την κανακεύαμε, να καρπίσει, να μας θρέψει· είχαμε, βλέπεις, την ατυχία να γεννηθούμε θλιβερά φτωχοί.

    Και μία των ημερών, ήρθε ξανά ο χάροντας με μαύρα μαντάτα, για το δεύτερο αδερφό μου, τον Σπύρο. «Σκοτώθηκε ηρωικώς μαχόμενος». Ο κόσμος μαύρισε ολόγυρά μου, οι γονιοί μου χάμω λιπόθυμοι.

    Αίμα στάζει η θύμηση. Και μια μέρα των ημερών, ο πατέρας μού λέει:

     ̶  Το μυρίζομαι στον αέρα, νέο πόλεμο ετοιμάζουν τα γεράκια που ποτέ δε θα χορτάσουν ν’ αρπάξουν τα πλούτη μιας ξένης χώρας, φύγε, μοναδικέ μου γιε, κι ας ρέβω εγώ απ’ τον καημό του χωρισμού σου.

    Κι ήμουνα δεκαεφτά χρονών, όταν μπήκα σε μια βάρκα που θα με πήγαινε στο μεγάλο βαπόρι και θα με ταξίδευε σε άγνωστη χώρα. Σκύβει ο πατέρας και με φιλά. Τα σκληρά του γένια με τσιμπούν στο μάγουλο, μα εγώ τα νιώθω σαν γλυκό χάδι. Κι ενώ τα δάκρυά του τρέχουν στο βασανισμένο του πρόσωπο, μου βάζει μάσα στην παλάμη δυο χρυσές λίρες.

     ̶  Πάρ’ τες, γιε μου. Αυτές είναι όλο κι όλο το βιος μου, πάρ’ το και πάαινε, με την ευχή μου, στην ξενιτιά να γίνεις Άνθρωπος, κι ήθελε με τούτο να πει, ο δόλιος, να πλουτίσω.

    Εγώ, όμως, όταν πήρα των ομματιών μου και τράβηξα για τις μαύρες ξενιτιές, ήμουνα μόνο δεκαεφτά χρονών κι είχα μέσα μου μια μυστική χαρά για τις πολιτείες όλο θάμα και μαγεία, που θα γνώριζα. Τα όνειρα φτερουγούσαν μέσα στην καρδιά μου σαν σκλαβωμένα πουλιά.

    Μακρύς ο δρόμος της θύμησης. Μα ώρες και φορές πώς γίνεται να ξεγελιέμαι τόσο και να λέω πως κι εδώ στην ξενιτιά κάπου θα υπάρχει λίγη δικαιοσύνη, λίγη φιλία και κατανόηση. Κι ίσως, εγώ να φταίω που δεν την αναζήτησα, επίμονα. Αλλά, να που όταν μπαίνω στα μπαρ, βλέπω νέους ανθρώπους σιωπηλούς να κρατάνε περίλυποι το κεφάλι τους στις άνεργες παλάμες τους. «Καλησπέρα σας», τους λέω, όσο πιο αισιόδοξα μπορώ. Απόκριση καμιά.

    Κι όταν τα πρωινά κυλάει το θολό ποτάμι της εργατιάς –εργατιά κακοπληρωμένη και συχνά άνεργη– είμαι κι εγώ μαζί τους. «Καλημέρα σας!» τους λέω. Απόκριση καμία. Το ξέρω, συντρόφια της κακιάς ώρας και της μαύρης συμφοράς, πάντα βαρείς είναι οι χειμώνες της ξενιτιάς του κόσμου, κι ίσως η παγωνιά της απελπισίας να νάρκωσε μέσα σας τον «άνθρωπο». «Καληνύχτα σας», λοιπόν, ξεγελασμένοι και προδομένοι μετανάστες του κόσμου. Να, τώρα δα, το ’πε κι η τηλεόραση: «Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας» ανακοίνωσε: 150.000.000, λέει, είναι οι μετανάστες ανά τον κόσμο… και πρόσθεσε: Η πραγματικότητα μάλιστα του «δυτικού πολιτισμένου κόσμου» αποδεικνύεται ακόμα πιο ζοφερή για τα εκατομμύρια των φτωχών που αναζητούν δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί και πέφτουν στα χέρια «κυνηγών κεφαλών»…

    Άκου, «κυνηγοί κεφαλών»!... Σε ποιο σκοτεινό αιώνα ζούμε;

    Και βρίσκονται, λέει, εγκλωβισμένοι σε άθλιες συνθήκες στις «χώρες της Επαγγελίας». Κι ο σπίκερ τέλειωσε την είδησή του έτσι: «Μετανάστες του κόσμου, εργαζόμενοι δίχως σύνορα! Η επίδραση της παγκοσμιοποίησης της παγκόσμιας μετανάστευσης θα είναι –αλίμονό σας– ο τάφος σας…»

    Όμως, εγώ θα φύγω για την πατρίδα, για να μπορώ να λέγω «καλημέρα», «καλησπέρα» και να μου λένε «σπολλάτη σου».

    Με τη φαντασία μου, περνώ και ξαναπερνώ από τη γειτονιά μου… Νυχτώνει και τα αστέρια τ’ ουρανού τη λούζουν με τη χρυσόσκονή τους. Κι εμείς τότε, τα μικρά γειτονόπουλα, μάταια να προσπαθούμε να τα μετρήσουμε. Μα ήταν τότε πολλά, τόσα πολλά, και οι αριθμητικές μας γνώσεις τόσο λίγες τότε, τόσο λίγες. Τελικά, αποκοιμιόμασταν σφιχταγκαλιασμένοι με τις απορίες μας, απορίες γεμάτες γοητεία και μυστήριο γύρω από τ’ αστέρια και τον κόσμο τους, εκεί ψηλά, ψηλά, στο θολό κι ατέλειωτο χάος τ’ ουρανού. Μας βασανίζανε ερωτήματα, πολλά ερωτήματα, κι όλα μένανε αναπάντητα: Πού τελειώνει ο ουρανός και πού τελειώνει ο κόσμος; Κι αν εκεί που τελειώνει, υπάρχει τουλάχιστον ένας τοίχος που να σημαίνει ένα πραγματικό τέλος! Τότε σίγουρα εκεί θα είναι ένας τοίχος, ένας τοίχος με νόημα, και το αληθινό του νόημα θα είναι ένα πραγματικό τέλος. «Καλά, καλά… ψιθυρίζαμε, εμείς, τα παιδιά. Γιατί εσείς, οι μεγάλοι, δε μας λέτε και πίσω από τον τοίχο τι υπάρχει; Τι; Τι; Τι;…»

    Πόσο μας φόβιζε το άγνωστο το άπειρο! Πόσο οι παιδικές μας ψυχές, οι ονειροπόλες, είχαν ανάγκη από ασφάλεια!...

    Γλυκαίνει η καρδιά μου, καθώς αναπολώ τα ήσυχα καλοκαιρινά δειλινά, όπου, την ώρα που χτυπούσε η καμπάνα για τον εσπερινό, γυρνούσαν οι κοπελιές από τα χωράφια. Κι εγώ, στο καφενείο της πλατείας, να καρτερώ εναγώνια πότε, μα πότε θα περάσουν «τα μάτια π’ αγαπώ»! Τι να γίνεται, άραγε, «η Αγαπώ»; Να έχει παντρευτεί; Να γέρασε, άραγε, κι αυτή όπως κι εγώ;… Ω! θα μ’ αποτρελάνει, μα τον Αϊ-Σώστη, τούτη η πόλη, τούτη η δαιμονική Κίρκη, εδώ στις ξενιτιές του κόσμου, που ώρες και φορές δε νογώ τι λέω.

    Αλλά, να, αρχίζει η ψυχή μου να ημερεύει, να γλυκαίνει η καρδιά μου, καθώς ονειρεύομαι πότε θ’ ανταμώσω μ’ αυτό που ονειρεύομαι. Κι αυτό που ονειρεύομαι είσαι εσύ, γλυκιά μου πατρίδα, που μέσα στη χούφτα σου κρατάς την καρδιά μου.

 

________________________

Σημειώσεις:

• Το διήγημα «Ο μετανάστης» θα το βρείτε στις σελ. 181-188 της συλλογής διηγημάτων της Πέπης Δαράκη «Τα χρυσοΰφαντα όνειρα της Ροδόκλειας», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003, ISBN 960-224-936-6).


Δαράκη Πέπη (Αγία Παρασκευή Λέσβου 1906 - 8 Μαΐου 2006 Αθήνα): Ελληνίδα συγγραφέας, ένατο τέκνο του ιερέα Χαράλαμπου Ματζάρη (Παπαχαραλάμπους) και της Ελένης το γένος Αναγνωστή, αδελφή του λογοτέχνη Κώστα Μάκιστου (1885-1984) και μητέρα της ποιήτριας Ζέφης Δαράκη (1939-). Γεννήθηκε το 1906 στην Αγία Παρασκευή Λέσβου και σπούδασε Παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αρσακείου στην Αθήνα. Με την υποστήριξη του Στρατή Μυριβήλη, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα και ήταν η πρώτη επαγγελματίας δημοσιογράφος της Μυτιλήνης. Ανέπτυξε αγωνιστική δράση στο Γυναικείο Κίνημα, στην Αριστερά, σε Πνευματικές Οργανώσεις και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Διετέλεσε Δημοτική Σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων την περίοδο 1954 μέχρι 1974, εκτός από την περίοδο 1967-1973 που την απομάκρυνε η δικτατορία. Το 1959 δημοσίευσε το δοκίμιο «Η γυναίκα στον αγώνα της ζωής». Έχουν εκδοθεί 35 βιβλία της, μυθιστορήματα, διηγήματα, λαογραφικά και κοινωνικά δοκίμια, ταξιδιωτικά, παιδική λογοτεχνία και παραμύθια. Μερικοί τίτλοι βιβλίων της: «Το όραμα της ισοτιμίας της γυναίκας», «Σκλαβοχώρι», «Η αλεπού έχασε την ουρά της», «Αιγαιοπελαγίτικα παραμύθια», «Ο γυμνός», «Τα χρυσοΰφαντα όνειρα της Ροδόκλειας», «Λαϊκές Βιβλιοθήκες», «Θητεία στην Τοπική Αυτοδιοίκηση», «Ένα αχόρταγο δέντρο», «Τα περιστέρια του καμπαναριού», «Το προσχολικό παιδί και οι ανάγκες του», «Ταξίδι μνήμης και ονείρου», «Όταν βρω ένα θησαυρό», «Κουκλοθέατρο», «Πνευματικά Κέντρα», «Τώρα θέλω να χορέψω», «Ανοχύρωτοι», «Πολιτισμός και Τοπική Αυτοδιοίκηση», «Ομαδικά παιχνίδια των παιδιών μας», «Η Τεμπελομαρία», «Όνειρα στο Πετροχώρι», «Ο Σταχτοπούτας και άλλα Αιγαιοπελαγίτικα παραμύθια», «Η αλφαβήτα δίχως ρο» κ.ά. Τιμήθηκε με Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών για το συγγραφικό της έργο στο σύνολό του και με το Βραβείο «Πηνελόπη Δέλτα» για την προσφορά της στην παιδική λογοτεχνία. Υπήρξε Επίτιμη Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2006, σε ηλικία 100 ετών.

 

(Πηγές:https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%AD%CF%80%CE%B7_%CE%94%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B7, Βιογραφικά σημειώματα βιβλίων της).   

ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΤΑΚΗΣ_“Η ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΝΤΙΣΣΗΣ ΕΥΓΝΟΜΟΝΟΥΣΑ”

 

«Η ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΝΤΙΣΣΗΣ ΕΥΓΝΟΜΟΝΟΥΣΑ», αναγράφει στο Ηρώον της και τους μετά το 1922

ήρωές της


Τάκης Χ. Ιορδάνης

Κατηγορία: Αιολίας Λόγος / 28-5-2022

 

     Τους ήρωές του κάθε λαός θέλει να τους θυμάται και πάντα να τους τιμά και να τους υμνολογεί. Πριν την εύρεση της γραφής, αυτό γινόταν με τον προφορικό λόγο και έτσι δημιουργήθηκαν τα ανά τον κόσμο όλο έπη. Για μας τους Έλληνες υπήρξαν πολλά, με διασημότερα όλων ανά την υφήλιο, τα έπη του Ομήρου (Ιλιάδα και Οδύσσεια). Με τη γραφή άρχισε τούτο να γίνεται με διάφορους τρόπους, τις κάθε μορφής αναθηματικές στήλες, τις επιτάφιες πλάκες, τύμβους, ηρώα, παπύρους κ.ά.  

     Η Άντισσα, το χωριό μου, που από την απελευθέρωσή της το 1912 ως το 1922, τη Μικρασιατική καταστροφή, έδωσε στην πατρίδα εβδομήντα τέσσερα παιδιά της, μερίμνησε τα ονόματά των ηρώων της αυτών να μείνουν «εις τους αιώνες». Τούτο, με το να στηθεί αρχικά, το 1923 (δηλαδή ένα μόνο χρόνο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή κι ευθύς αμέσως μετά την εκλογή του Γιάννη Β. Φωτιάδη ως προέδρου της), μαρμάρινη στήλη, επί της οποίας με χρυσά γράμματα χαράχθηκαν τα ονόματα των πεσόντων στα πεδία των μαχών ή εξαφανισθέντων συνεπεία εθνικής δράσης. Εικοσιοκτώ (28) απ’ το 1913 (Μπιζάνι) ως το Σκρα, και άλλοι στο Μακεδονικό μέτωπο 1914-1918 και σαράντα τρεις (43) στη Μικρασία.

     Στη συνέχεια, με τη συνεχή φροντίδα του Γ. Φωτιάδη και τελικά τη μελέτη του Διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Αθηνών, του εκ Χιδήρων Γεωργίου Ιακωβίδη (αποχώρησε ευδοκίμως, ως επίτιμος Διευθυντής της Σχολής, το 1930), στήθηκε στην είσοδο του χωριού το Ηρώον της, ένα ιδιαίτερα καλαίσθητο σύνολο. Μαρμάρινη απεικόνιση πτερωτής Νίκης, προσομοιάζουσας με τη Νίκη του Παιωνίου, που προσετέθη στην προαναφερθείσα μαρμάρινη στήλη το 1930.  

     Ο Πάνος Φραγκέλλης, στο βιβλίο του «Η ΑΝΤΙΣΣΑ», προφανώς εκ λανθασμένης, όπως εξηγώ πιο κάτω, πληροφόρησης, αναφέρει: «…αργότερα, μετά την λήξη του Β΄ Παγκόσμιου προσετέθησαν και τα ονόματα των 14 πεσόντων κατά την διάρκεια αυτού και του εμφυλίου πολέμου (1940-1944 και 1945-1949).» 

     Έπρεπε να περάσουν εικοσιεπτά ολόκληρα χρόνια από την έκδοση του βιβλίου «Η ΑΝΤΙΣΣΑ» (1994), για να διαπιστώσω ότι η από το 1923 μαρμάρινη στήλη περιλαμβάνει μόνο τους ήρωές μας τους ως την Μικρασιατική καταστροφή. Ήταν ένα Αυγουστιάτικο απομεσήμερο, που με προορισμό τη Μυτιλήνη περίμενα για αρκετή ώρα το λεωφορείο κοντά στο Ηρώον. Με τον προσήκοντα σεβασμό, στάθηκα μπροστά σ’ αυτό και διάβασα ένα-ένα τα εκεί χαραγμένα ονόματα. Και στις δύο πλευρές του. Έχοντας κατά νου την από τον Π. Φραγκέλλη προαναφερθείσα πληροφορία, με έκπληξη διαπίστωσα ότι οι σ’ αυτό καταγεγραμμένοι ήρωές μας είναι οι ως το 1922. Προς αποφυγή λάθους, φωτογράφισα και τις δύο πλευρές.

     Μελετώντας ενδελεχώς τις ληφθείσες φωτογραφίες, απεδείχθη ότι η διαπίστωσή μου ήταν ορθή. Μετά, μελετώντας διάφορα αρχεία μου, βρήκα ότι οι μη αναγεγραμμένοι στο Ηρώον μας μετά το 1922 ήρωες είναι τελικά δεκαεπτά. Ομολογώ, τούτο το δεδομένο όχι μόνο με προβλημάτισε, αλλά περισσότερο με έθλιψε. Αυτό, γιατί η Άντισσα, 82 ολόκληρα χρόνια αποσιώπησε την τρέχουσα Ιστορία της. Άφησαν κοντά έναν αιώνα να μένουν σε ιστορική λήθη, οι δεκαεπτά αυτοί ήρωές της. Ας μην ξεχνούμε το κοινωνικο-ιστορικό θέσφατο: «Λαοί που δεν θυμούνται την Ιστορία τους πέπρωται να αφανιστούν από προσώπου γης».  

     Και το μεν εκ λάθους πληροφόρησης γεγονός της σχετικής γραφής του Π. Φραγκέλλη, θα μπορούσε να το δεχθεί ο οποιοσδήποτε. Θα μπορούσε όμως να δεχθεί της Άντισσας όλη η Κοινωνία τον ωχαδερφισμό, την έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας, πατριωτισμού (;) τέλος πάντων τι (;) τόσων δημοτικών αρχόντων του χωριού, είκοσι περίπου τετραετιών (όσες και οι αντίστοιχες θητείες) από το 1944, μετά την απελευθέρωσή μας από τους Γερμανούς ως σήμερα, να μη γραφεί το όνομα των κατά και μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο δεκαεπτά (17) παλικαριών της; Αυτών που βρίσκονται σε μόνιμη ιστορική αφάνεια όλα αυτά τα χρόνια. 

     Αφού διασταύρωσα τα στοιχεία από διάφορες πηγές (πολύτιμη η βοήθεια απ’ τον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη), εμπλούτισα αυτά με ημερομηνίες και τόπους θανάτου, τελικά, ως προανέφερα, κατέληξα ότι οι δεκατέσσερις (14), κατά Φραγκέλλη, μετά το Β΄ Παγκόσμιο ήρωές μας είναι δεκαεπτά (17).

 

Ο κατάλογος με τα ονόματα των υπέρ Πατρίδος θυσιασθέντων Αντισσαίων μετά το 1922 ολοκληρωμένος είναι:  

 
ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΘΥΣΙΑΣΘΕΝΤΩΝ ΑΝΤΙΣΣΑΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ 1922:

Ονοματεπώνυμο και Πατρώνυμο - Χρόνος Θανάτου - Τόπος Θανάτου - Βαθμός 

 

Α) Ελληνο-Ιταλικός Πόλεμος 

1.       Δελής Φώτιος, Απόστολος, 19-2-1941, Προχ. Νοσοκ. Κορυτσάς, Στρατιώτης.

2.       Ερσοτέλος Γρηγόριος, Τιμ., 7-4-1941, Κόνισκος Αλβανίας, Στρατιώτης.

3.       Ζαφειρέλλης Βασίλειος, Μ., 7-4-1941, Κόνισκος Αλβανίας,  Στρατιώτης.

4.       Κράλλης Εμμανουήλ, Ναούμ, 29-1-1941, Πρεγκογλουέϊ Αλβανίας, Στρατιώτης.

5.       Σαμαράς Φωκίων, Σωκρ., 6-1-1941, Καλυβάτσι Αλβανίας, Δεκανέας.

6.       Χατζησάββας Σάββας, Θεόφ., 1940-1944, Πόγραδετς Αλβανίας, Στρατιώτης.

 

Β) Γερμανοκατοχή 

    Εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς:

7.       Γιαλαμάς Παναγιώτης, Αντων., 26-8-1941, Μακεδονία, Πολίτης.

8.       Μαραγκός Αριστείδης, Φωτ., 4-5-1942, Μυτιλήνη, Χωροφύλακας.

9.       Παπαδέλλης Γρηγόριος, Αντ., 3-3-1944, Μακεδονία, Πολίτης.

 

Γ) Νεκρός σε βύθιση πλοίου από τορπίλη:  

10.  Βογιατζής ή Μιχαλίτσης Φώτιος, Δημ., 26-9-1942, Μακεδονία, Πολίτης. 
 

Δ) Νεκρός από Γερμανική Νάρκη:

11.  Παναγιώτης Χαματζόλας, Ιωσ., 26-10-1944, Καρά Τεπέ (Μυτ/νη), Στρατιώτης.

 

Ε) Εμφύλιος Πόλεμος:

12. Δαγκλαρίας Μιχαήλ, Ιωάνν., 2-8-1948, Μακεδονία, Στρατιώτης.

13.  Ιντζέμπελης Ιωσήφ, Ελπιδοφ., 3-3-1948, Πελοπόννησος, Στρατιώτης.

14.  Κυριαζής Θεόδωρος, Κων/νος, 27-9-1949, Μακεδονία, Στρατιώτης.

15.  Μαμής Παναγιώτης, Γεώργ., 2-8-1948, Στερεά Ελλάδα, Στρατιώτης.

16.  Νιανιόγλου Ιωάννης, Δημήτρ., 26-2-1948, Μακεδονία, Στρατιώτης.

 

 

Στ) Κύπρος (εξαφανισθείς):  

17. Πατσανάς Κωνσταντίνος, Γρηγ., 16-8-1974, Κύπρος, Λοχίας.

 

     Προς το σκοπό του να συμπληρωθεί το Ηρώον μας, έστειλα στο Τ.Σ. Αντίσσης δύο επιστολές (Σεπτ. 2021, Φεβρ. 2022), με πρότασή μου: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΗΡΩΟΥ ΜΑΣ ΜΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΘΥΣΙΑΣΘΕΝΤΩΝ ΑΝΤΙΣΣΑΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ 1922», όπου, αφού ανέφερα τα πιο πάνω στοιχεία, κατέληγα:  

     «…προκειμένου το “Η ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΝΤΙΣΣΗΣ ΕΥΓΝΟΜΟΝΟΥΣΑ”, που αναγράφεται στο Ηρώον μας, να έχει διαχρονική αξία και να μην περιορίζεται μόνο για τους ως το 1922 ήρωές μας, να δημιουργηθεί πρόσθετη μαρμάρινη πλάκα, όπου θα χαραχθούν με χρυσά γράμματα τα ονόματα των ανωτέρω αναφερομένων ηρώων και η οποία θα μπορούσε να εντοιχισθεί στην πρόσοψη του βάθρου της μαρμάρινης στήλης.»

 

     Η προ ημερών πληροφορία ότι το Τ.Σ. της Κοινότητάς μας (Πρόεδρος και μέλη) έλαβαν ομόφωνα τη σχετική απόφαση ομολογώ με χαροποίησε. Οπωσδήποτε η απόφαση αυτή αποτελεί περίλαμπρη σελίδα της σύγχρονης Ιστορίας της Άντισσας και ξεχωριστή τιμή για τους ίδιους, τους του νυν Τ.Σ. Αντίσσης, που θα μνημονεύονται από τους ανά τους αιώνες Αντισσαίους μαζί με τον Γιάννη Φωτιάδη, το δημιουργό του Ηρώου μας. Τούτο, όσο θα υπάρχει Άντισσα και το Ηρώον θα στέκει ως φαροδείκτης πατριωτισμού, καθοδηγώντας τους Αντισσαίους στο δρόμο της αγάπης προς την Πατρίδα, του καθήκοντος, της τιμής και της θυσίας.    


Σημείωση: 

Το παραπάνω κείμενο μας το έστειλε ο ίδιος ο συντάκτης του, κ. Τάκης Ιορδάνης. Έχει δημοσιευτεί στην εφ. ΕΜΠΡΟΣ Μυτιλήνης (https://www.emprosnet.gr/apopseis-all/i-koinotis-antissis-evgnomonousa-anagrafei-sto-iroon-tis-kai-tous-meta-to-1922-iroes-tis). Το αναδημοσιεύουμε, ως ένδειξη σεβασμού προς τους συμπατριώτες μας ήρωες της Άντισσας Λέσβου.  


Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

ΛΕΣΧΗ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ_ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΠΑΟΥΛ ΚΡΕΤΣΜΕΡ

 Εκδήλωση στην αίθουσα

                    της Λέσχης Πλωμαρίου "Βενιαμίν ο Λέσβιος"

 

Καλησπέρα σας.

Η Λέσχη Πλωμαρίου "Βενιαμίν ο Λέσβιος", σε συνεργασία με το Φωνογραφικό Αρχείο της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών (Βιέννη), θα πραγματοποιήσει την ακόλουθη εκδήλωση:

"Το ταξίδι του Γερμανού γλωσσολόγου Πάουλ Κρέτσμερ στη Λέσβο το 1901. Ο ρόλος του καθηγητή Μιχαήλ Κ. Στεφανίδη (Μυτιλήνη) και του σχολάρχη Περικλή Βαρβαγιάννη (Πλωμάρι) στην τεκμηρίωση της λεσβιακής διαλέκτου."   

Ομιλητής θα είναι ο Στράτος Νικόλαρος.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 27 Μαΐου 2022 στις 7 το απόγευμα.

Με την παράκληση της δημοσίευσης. Στα συνημμένα θα βρείτε και την αφίσα της εκδήλωσης.

                                                                                                                        Με εκτίμηση,

                                                                        Λέσχη Πλωμαρίου ▪Βενιαμίν ο Λέσβιος▪

 

 

ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ