Γιώργος Κονδυλάκης
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
ΚΡΕΒΒΑΤΑ ΒΙΑΝΝΟΥ
«Αη-Βασίλης, Αμιρά, Άρβη, Κεφαλοβρύσι
στη μέση έχουν τον Κρεββατά, σαν ένα
κυπαρίσσι»
ΚΡΗΤΗ 2017
Αφιερωμένο
στη μητέρα μου
Ολόκληρη
η Επαρχία Βιάννου, και ειδικά το χωριό μου Κρεββατάς, έχουν μια Ιστορία στα βάθη
των αιώνων που χάνεται σιγά-σιγά μαζί με τους κατοίκους. Τόποι που έθρεψαν
πολλές γενιές, που κάποτε έσφυζαν από ζωή, σήμερα βρίσκονται εγκαταλειμμένοι.
Προσπάθησα να καταγράψω κάποια γεγονότα όπως μου τα διηγήθηκαν και ορισμένα όπως
τα έζησα, για να τα διαβάσουν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Τίποτε
περισσότερο…
Γιώργος
Κονδυλάκης
Αφιέρωμα στο Χωριό μου Κρεββατά Βιάννου
Εγχειρίδιο Ιστορικό Γεωγραφικό Λαογραφικό
«Αη-Βασίλης, Αμιρά, Άρβη, Κεφαλοβρύσι
στη μέση έχουν τον Κρεββατά, σαν ένα
κυπαρίσσι»
Ο συγγραφέας του παραπάνω πονήματος είναι συνταξιούχος
καθηγητής φυσικής, καταγόμενος από τον Κρεββατά Βιάννου. Παράλληλα με την
επιστήμη του, την οποία υπηρέτησε ευόρκως, έχει πνευματικές ανησυχίες. Καρπός
αυτών των ανησυχιών και της αγάπης του προς τον ιδιαίτερο τόπο του, είναι ένα
μικρό αλλά πολύ περιεκτικό εγχειρίδιο, στo
οποίο ο συγγραφέας μας παρουσιάζει με συντομία, αλλά με τρόπο ανάγλυφο και
παραστατικό, την ιστορία του χωριού του, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι
σήμερα. Το χωριό Κρεββατάς, για το οποίο γίνεται ιδιαίτερα λόγος, αλλά και
γενικά η περιοχή Βιάννου, το πολύ μαρτυρικό αυτό διαμέρισμα του Ελληνισμού,
κατέχει μία ξεχωριστή θέση στην ιστορία μας, στη Γερμανική
κατοχή.
Εκατόμβες θυσιών, ολοκαύτωμα της περιοχής και
εκπατρισμός των κατοίκων, όλα αυτά και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα, ο συγγραφέας
αυτού του ωραίου εγχειριδίου μας τα παρουσιάζει τόσο παραστατικά, που νομίζει
κανείς ότι και ο ίδιος είναι κοινωνός και συμμέτοχος εικόνων, γεγονότων και
καταστάσεων. Η πλούσια ιστορία του τόπου, οι αγώνες για την ελευθερία, οι
ασχολίες και οι θυσίες των κατοίκων, όλα αυτά αποτυπώνονται ζωντανά,
παραστατικά, ανάγλυφα, με την επιδέξια πένα του συγγραφέα, του αγαπητού μας
Γιώργου. Μια ιστορική επιτομή, ένα χρήσιμο «πρόπλασμα»
για τον ιστορικό του μέλλοντος του ιστορικού αυτού τόπου.
Αγαπητέ
Γιώργο, Θερμά Συγχαρητήρια
Κων/νος
Στρατάκης
Περιοδικό «Πνευματικοί
Σταλακτίτες», Δεκ. 2016
Η βαρβαρότητα των ναζί
όπως την κατέγραψε ο
Νίκος Καζαντζάκης
«Εις τον
ΚΡΕΒΒΑΤΑΝ εφόνευσαν 21… Μεταξύ των εκτελεσθέντων ήτο και ο ιερεύς του Βαχού
Λεωνίδας Πνευματικάκης, ευρισκόμενος εις Κρεββατάν και λειτουργών εν τω ναώ επί
τη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Ο ιερεύς παρουσιάσθη ενώπιον των
Γερμανών υψών τον Σταυρόν και εξορκίζων αυτούς να λυπηθούν τους κατοίκους. Εις
απάντησιν οι Γερμανοί επυροβόλησαν εναντίον του, ενώ δε εκείνος πληγωμένος
εσύρετο διά να καταφύγη εις τινα οικίαν, έρριψαν εκ νέου εναντίον του και τον
αποτελείωσαν.
»Μετά την
εκτέλεσιν, συνεκεντρώθησαν εις τον Κρεββατάν και τα εκτελεστικά αποσπάσματα
Βαχού, Αμιρών και Κεφαλοβρύσου και υπό τους ήχους φωνογράφου ήρχισαν να
διασκεδάζουν επί του δώματος του Γ. Ζωάκη και έπειτα μεθυσμένοι κατελθόντες
εχόρευαν επί των πτωμάτων των εκτελεσθέντων φωνάζοντες ‟Χάιλ Χίτλερ” και ‟Ζήτω η
Γερμανία” (ελληνιστί)».
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
ΚΡΕΒΒΑΤΑ ΒΙΑΝΝΟΥ
«Αη-Βασίλης, Αμιρά, Άρβη, Κεφαλοβρύσι
στη μέση έχουν τον Κρεββατά, σαν ένα
κυπαρίσσι»
Το όνομά του,
Κρεββατάς, πήρε πιθανότατα το χωριό
από κάποιον επαγγελματία της τότε εποχής που έφτιαχνε κρεβάτια ή από κάποιο
βυζαντινό στρατηγό του Νικηφόρου Φωκά που είχε αυτό το όνομα, ο οποίος
ανακαίνισε το χωριό και έχτισε και την εκκλησία του.
Βρίσκεται στην ανατολική μεριά της
επαρχίας Βιάννου, σε υψόμετρο 568
μέτρων από τη θάλασσα, απέχει 72 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο
και ανήκει στο Τοπικό Διαμέρισμα Κεφαλοβρυσίου του Δήμου Βιάννου, νομού
Ηρακλείου.
Στον Κρεββατά υπάρχουν ίχνη
ανθρώπων από πολύ παλιά, πριν την εποχή της αραβικής κυριαρχίας και τους
Βυζαντινούς χρόνους.
Το χωριό Κρεββατάς
Αναφέρεται, όπως γράφει ο κ.
Στέργιος Σπανάκης στο βιβλίο του «Πόλεις
και χωριά της Κρήτης» (σελ. 438), στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583, με
689 κατοίκους, μαζί με τον Άγιο Βασίλειο, Agiosvasilis
– Krevatas, στην
επαρχία Ρίζου ή Μπελβεντέρε. Στην τούρκικη απογραφή του 1671 με 30 «χαράτσα»,
δηλαδή 120 κατοίκους. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 με 8 χριστιανικές και 2
τούρκικες οικογένειες. Το 1881 με το όνομα Κρεββατάς στο δήμο Αγίου Βασιλείου με
107 χριστιανούς κατοίκους και το 1900 με 131 κατοίκους. Το 1920 είναι έδρα
ομώνυμου αγροτικού Δήμου με 148 κατοίκους. Τα έτη 1928, 1949 και 1951 είναι στην
Κοινότητα Αγίου Βασιλείου με 144, 179, 132 κατοίκους αντιστοίχως, ενώ από το
1961 ανήκει στην Κοινότητα Κεφαλοβρυσίου με 112 κατοίκους. Έκτοτε ο πληθυσμός
του ακολουθεί φθίνουσα πορεία∙ στις απογραφές 1971, 1981, 1991,
2001 και 2011 αναφέρεται με 104, 66, 79, 35 και 23 κατοίκους αντίστοιχα. Σήμερα
(2017) οι μόνιμοι κάτοικοι είναι λιγότεροι από 20.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, λόγω του
μικρού μεγέθους του, το χωριό Κρεββατάς ήταν σχεδόν πάντοτε οικισμός της
Κοινότητας Αγίου Βασιλείου ή Κεφαλοβρυσίου. Η μοναδική εποχή που υπήρξε πρόεδρος
Κοινότητας από τον Κρεββατά ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με πρόεδρο
τότε τον κ. Βασίλειο Διακάκη. Τότε που έγινε η δεξαμενή και το δίκτυο ύδρευσης
και αποχέτευσης, ανοίχτηκε ο αμαξιτός δρόμος του χωριού και κτίστηκε το νέο
κτίριο του Δημοτικού Σχολείου (λυόμενο). Στο Κοινοτικό Συμβούλιο όμως
συμμετείχαν πάντοτε ικανοί Κρεββατιανοί, όπως: ο Ιωάννης Αγγελάκης (της
Καλαμιώτισσας), ο Εμμανουήλ Ζωάκης του Γεωργίου, ο Μιχαήλ Ζωάκης του Εμμανουήλ,
ο Εμμανουήλ παπα-Κωνσταντίνου Αγγελάκης, ο Γεώργιος Αγγελάκης του Ιωάννου
(Ράπτης), καθώς και οι νεότεροι Ιωάννης Διακάκης, Γεώργιος Κονδυλάκης και
Ιωάννης Καρακωνσταντάκης. Σήμερα στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Βιάννου είναι
εκλεγμένος ο Εμμανουήλ Αντωνάκης του Σταύρου.
Ύδρευση και Άρδευση
Παλαιότερα,
πριν τη δεκαετία του ’60, υπήρχε μία βρύση στο κέντρο του χωριού, έξω από το
σπίτι της μητέρας μου Σοφίας Κονδυλάκη, που έτρεχε νερό συνέχεια και
τροφοδοτούσε όλο το χωριό. Το νερό αυτό ερχόταν από πηγή από τον Κάψαλο,
περιοχή προς τα Αμιρά. Το καλοκαίρι κρύο νερό έπαιρναν επίσης από την Πέρα Βρύση
(Κατσαύρα, όπως την έλεγαν), μεταφέροντάς το με πήλινες στάμνες. Εκεί υπήρχαν
δύο στέρνες, όπου μάζευαν το νερό και πότιζαν τα πολλά περιβόλια που υπήρχαν.
Στη μικρή στέρνα υπήρχε επίσης πλυσταριό πολλών θέσεων, όπου οι γυναίκες έπλεναν
τα ρούχα του σπιτιού για να μην κουβαλούν το νερό στα σπίτια τους.
Όταν έγινε το υδραγωγείο,
τοποθετήθηκαν πολλές βρύσες στα σοκάκια του χωριού, όλες εξωτερικές για κοινή
χρήση. Πολύ αργότερα δόθηκε νερό σε σπίτια. Κάποια στιγμή η πηγή στον Κάψαλο
στέρεψε και οι χωριανοί ζήτησαν νερό από την Κοινότητα Κεφαλοβρυσίου όπου
υπαγόμασταν. Υπήρξαν πολλές δυσκολίες, βοήθησαν πολύ όλοι οι χωριανοί μας, που
αναγκάστηκαν όλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, να κάνουν σχετική διαμαρτυρία
στη Νομαρχία Ηρακλείου. Ειδικά ο Εμμανουήλ Ζωάκης, ο Εμμανουήλ παπα-Κωνσταντίνου
Αγγελάκης, ο Βασίλειος Διακάκης και ο Γεώργιος Κονδυλάκης. Τελικά το πρόβλημα
ύδρευσης λύθηκε. Πήραμε πόσιμο νερό από την πηγή (φλέγα)
Κεφαλοβρυσίου.
Οι τοποθεσίες του Χωριού
Τα πολλά περιβόλια που υπήρχαν στο
χωριό αρδεύονταν από μεγάλες πηγές. Μικρές πηγές όμως με λίγο νερό υπήρχαν
παντού. Στη δυτική πλευρά υπήρχαν πηγές στον Κάψαλο ψηλά, στην Πλάκα, στο
Λαχταριδιά και στα Πλουμουσιανά, με αρκετά περιβόλια και δένδρα. Εδώ έφταναν τα
νερά που έρχονταν από την πηγή Κεφαλοβρυσίου, που βρίσκεται κοντά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας (Φλέγα).
Με τα νερά αυτά αρδευόταν όλη η
περιοχή μέχρι τον Πευκαρά, σε απόσταση μεγαλύτερη των δέκα χιλιομέτρων από την
πηγή. Οι μεγάλοι τσιμεντένιοι καταπότες υπάρχουν ακόμη. Ο μακαρίτης δάσκαλος
Κυπριωτάκης είχε ένα πηγάδι δίπλα στο σπίτι του, που το γέμιζε από αυτό το νερό.
Το χρησιμοποιούσε μετά για τις ανάγκες του σπιτιού του και τον κήπο που είχε
στην αυλή του.
Πριν τη δεκαετία του 1960, τα νερά
της πηγής Κεφαλοβρυσίου ήταν τόσο πολλά, που σχημάτιζαν μικρούς καταρράκτες στο
ποτάμι αυτό. Μία σχετική φωτογραφία τους βρήκα στο Διαδίκτυο και την μεταφέρω εδώ.
Στην περιοχή της Πέρα Βρύσης
υπήρχαν πάρα πολλά δένδρα, ειδικά εσπεριδοειδή, αλλά και ροδιές, καρυδιές,
συκιές, δεσπολιές, δαμασκηνιές και άλλα. Όταν ανοίχτηκε ο αμαξιτός δρόμος,
ερχόταν με αυτοκίνητο ο Γαρέφαλος και τα αγόραζε. Τόσο πολλά ήταν. Αρδευόταν από
την ομώνυμη πηγή, που υπάρχει και σήμερα με μικρή ποσότητα νερού όμως. Το νερό
το μάζευαν στις στέρνες και από εκεί το οδηγούσαν στα περιβόλια. Από την πηγή
αυτή, το νερό έφτανε μέχρι το Λεβεντζανό και τον κήπο της
εκκλησίας.
Προς τη μεριά του Αγίου Βασιλείου,
ανατολικά, υπήρχε πηγή με πολύ τρεχούμενο νερό, στον Κρυγιό ποταμό όπως τον λένε
ακόμη, και χρησίμευε για την άρδευση όλης της ανατολικής και της νότιας περιοχής
(Γέρο Μέλλιο - Αλώνι - Λενιού - Τσαγκάρη - Χουμάνο (όπου καλλιεργούσε φράουλες ο
Εμμανουήλ Ζωάκης του Γ.). Το νερό κυλούσε μέσα από αυτοσχέδια κανάλια, τους
καταπότες. Αν το νερό έπρεπε να περάσει από τον αμαξιτό δρόμο, οι κάτοικοι
δημιουργούσαν αυτοσχέδια υπόγεια κανάλια με πέτρες, τα κουτούτα όπως τα έλεγαν.
Και εδώ υπήρχαν πάρα πολλά περιβόλια και δένδρα.
Στη βορεινή πλευρά του χωριού
υπήρχαν λίγα περιβόλια που τα άρδευαν με νερό που ερχόταν από τον Κάψαλο.
Κυριαρχούσαν τα ελαιόδεντρα. Πιο ψηλά, στο Φρούδιο, το Καψάλι, το Καμίνι, την
Κερατούρα και τα Καυλιανά χρησιμοποιούσαν νερό από την πηγή
Κεφαλοβρυσίου.
Στη νότια πλευρά του χωριού
κυριαρχούσαν και εδώ οι ελιές, ενώ περιβόλια συναντούσες χαμηλά στο ποτάμι, στου
Ντελί και τα Ξεβγάρματα, με νερό που ερχόταν από τη Μέσα Βρύση Αγίου Βασιλείου.
Εδώ καλλιεργούσε κιτριές ο Εμμανουήλ Ζωάκης ή Καβές. Λόγω της πολλής υγρασίας, η
περιοχή εδώ είχε πάρα πολλά βάτα. Η πηγή του Αγίου Βασιλείου άρδευε την
ανατολική περιοχή μέχρι τον Πευκαρά. Η πηγή αυτή κάπου στη δεκαετία του ’70
στέρεψε εντελώς.
Γενικά η
περιοχή είχε παντού πηγές και στα ρυάκια έτρεχε νερό πάντοτε, ακόμη και όλο το
καλοκαίρι. Παιδιά τότε εμείς βρίσκαμε καβούρια ακόμη και τον Σεπτέμβριο. Αρχές
της δεκαετίας του ’60 όμως, μια φωτιά έκαψε τα δάση που υπήρχαν σε όλα τα βουνά
πάνω από τα χωριά. Έκαιγε τρεις μέρες και από τότε τα νερά λιγόστεψαν πάρα
πολύ. Επίσης, αναπτύχθηκαν οι καλλιέργειες στα θερμοκήπια και το λίγο νερό που
απέμεινε οδηγήθηκε στις παραλιακές περιοχές.
Οι στράτες του χωριού
Η επικοινωνία των κατοίκων του
χωριού γινόταν και από τις τέσσερις πλευρές του με δρόμους - μονοπάτια για
ανθρώπους και ζώα, αφού αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Τους δρόμους αυτούς, όπως και τα
αρδευτικά δίκτυα, τα συντηρούσαν οι κάτοικοι με υποχρεωτική εργασία που
αποφάσιζε το Κοινοτικό Συμβούλιο κάθε χρόνο. Θεσμός που υπήρχε μέχρι και τη
δεκαετία του 1970.
Στη δυτική πλευρά υπήρχε ο δρόμος
προς τον Κάψαλο, που μέσω της Σκάλας οδηγούσε στα Αμιρά και από εκεί προς τη Άνω
Βιάννο. Ανηφορικός, ταλαιπωρούσε καθημερινά τους μαθητές που πήγαιναν με τα
πόδια στο Γυμνάσιο Βιάννου, πολλές φορές με βροχή ή χιόνια. Ξυπνούσαν στις
5.00΄ ώρα το πρωί και με φακούς ξεκινούσαν για τη μόρφωση. Γυρνούσαν το μεσημέρι
μετά τις 4.00΄, φυσικά κουρασμένοι. Έπρεπε όμως να προετοιμαστούν για τα
μαθήματα της επόμενης ημέρας.
Υπήρχε ένας πολύ ανηφορικός δρόμος
προς τον βορρά, που οδηγούσε προς το Κεφαλοβρύσι από την εκκλησία του Αγίου
Γεωργίου στο Φρούδιο.
Ακόμη ένας δρόμος οδηγούσε νότια
προς τις παραλίες και στα χωράφια, στους γιαλούς όπως έλεγαν. Αργότερα ανοίχτηκε
αμαξιτός δρόμος προς την Άρβη.
Προς ανατολάς υπήρχε δρόμος προς
τον Άγιο Βασίλειο, που είχε και τη μεγαλύτερη κυκλοφορία, αφού ήταν κοντινός,
ίσιος και το χωριό πολύ μεγαλύτερο. Αυτός ο δρόμος έγινε αργότερα, γύρω στο ’60,
ο αμαξιτός που υπάρχει και σήμερα.
Τα πρώτα αυτοκίνητα ήρθαν στο χωριό
μετά το ’60∙ ψαράδικα που πωλούσαν ψάρια με ανταλλαγή λαδιού, ο
Χαλκούτσης από τη Βιάννο που έφερνε και κινηματογράφο και ο Γαρέφαλος, όπως τον
έλεγαν, που αγόραζε φρούτα. Καμιά φορά έφερνε και πουλούσε μήλα από το Λασίθι με
αντάλλαγμα παλιά και κατεστραμμένα αλουμινένια σκεύη. Τότε όλα τα παιδιά τρέχαμε
στους χώρους σκουπιδιών και μαζεύαμε ό,τι αλουμινένιο βρίσκαμε και το
πουλούσαμε. Επίσης, οι μακαρίτες Περίανδρος Δουλγεράκης με τους αδερφούς του
Ζαχαρία και Στέλιο με μια τρίκυκλο μοτοσικλέτα πουλούσαν παγωτά. Διαλαλούσαν την
πραμάτεια τους φωνάζοντας: «κλαίτε
κοπέλια, κλαίτε και παγωτά να θέτε».
Εκκλησίες
Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η
εκκλησία Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου – Τριών Ιεραρχών.
Ένας θρύλος αναφέρει ότι στη θέση
της εκκλησίας υπήρχαν πολλοί βάτοι. Επί κατοχής της Κρήτης από τους Άραβες,
κάποια στιγμή τη νύχτα, ανάμεσα στα βάτα, οι χριστιανοί κάτοικοι μόνο είδαν φως
και παραξενεύτηκαν που το έβλεπαν κάθε βράδυ. Έκοψαν τους βάτους και βρήκαν ένα
εικόνισμα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και δίπλα του ένα αναμμένο καντήλι.
Αποφάσισαν τότε και έχτισαν για χάρη του ένα μικρό εκκλησάκι, αφού δεν είχαν την
οικονομική δυνατότητα να χτίσουν μεγάλο ναό. Ο εορτασμός της εκκλησίας γινόταν
στις 8 Μαΐου κάθε χρόνο. Όταν ο Νικηφόρος Φωκάς ελευθέρωσε την Κρήτη από τους
Άραβες, έφτιαξε, ως γνωστόν, ναούς σε όλο το νησί. Τότε χτίστηκε και η εκκλησία
του χωριού, με ένα κλίτος του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, όπως μας είχε πει ο
μακαρίτης συγχωριανός μας ιερέας Δημήτριος Αγγελάκης. Επειδή όμως το Μάιο που
γινόταν το πανηγύρι δεν υπήρχαν φρούτα κι ο τόπος ήταν φτωχός, μεταφέρθηκε η
εορτή στις 26 Σεπτεμβρίου, που υπήρχαν στο χωριό άφθονα φρούτα και προπαντός
πολλά ρόδια. Ήταν γεμάτη με τοιχογραφίες αγίων, μερικές από τις οποίες σώζονται
και σήμερα. Πολύ αργότερα, κτίστηκε και το δεύτερο κλίτος και αφιερώθηκε στους
Τρεις Ιεράρχες. Ανακαινίστηκε το 1903, ενώ η σημερινή καμπάνα τοποθετήθηκε το
1907. Στη σημερινή αυλή υπήρχε και το νεκροταφείο του χωριού, που μεταφέρθηκε το
1903 (ή το 1927) στη νέα του θέση, πίσω από την εκκλησία. Ο χώρος έγινε τότε
κήπος με πολλά λουλούδια και στην άκρη του δέσποζε ένας πολύ μεγάλος φοίνικας,
που κόπηκε στη δεκαετία του ’60 άγνωστο γιατί (Βρισκόταν στο σημείο που είναι το
στήριγμα του στύλου της ΔΕΗ σήμερα, όπως φαίνεται στη φωτογραφία, και δεν
εμπόδιζε). Πολύ παλαιότερα, το νεκροταφείο του χωριού βρισκόταν στην
Κερατούρα.
Στην Ενορία Κρεββατά υπαγόταν και ο
Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου στο Συνοικισμό και παραχωρήθηκε στην ενορία
Κεφαλοβρυσίου μετά τον πόλεμο, όταν χτίστηκε ο Συνοικισμός, για να
εκκλησιάζονται οι κάτοικοί του. Η παράδοση αναφέρει ότι αρχικά ήταν αφιερωμένος
στον Άγιο Μάμα.
Την ενορία υπηρέτησαν πολλοί
ιερείς. Σημαντικός για το χωριό μας ήταν ο αγωνιστής παπα-Ματθαίος Γιαλιαδάκης
από το Κεφαλοβρύσι, που υπηρέτησε το χωριό μας και σαν δάσκαλος και σαν ιερέας
και πριν και μετά την Κατοχή. Μέχρι το 1943 που πέθανε, ο χωριανός μας ιερέας
Κωνσταντίνος Αγγελάκης ήταν εφημέριος της ενορίας μας. Μετά το θάνατό του,
διάφοροι ιερείς και μοναχοί από την Αγία Μονή Βιάννου τελούσαν τις λειτουργίες.
Ο π. Λεωνίδας Πνευματικάκης από τον Βαχό βρέθηκε για τη Θεία Λειτουργία την ημέρα των εκτελέσεων και σκοτώθηκε από τους Γερμανούς
στο χωριό μας, ενώ προσπαθούσε να παρηγορήσει τις γυναίκες που έχασαν τους
δικούς τους. Άλλος ιερέας που υπηρέτησε στο χωριό μας ήταν ο π. Αντώνης
Γουρνιεζάκης από το Λουτράκι Βιάννου. Το 1959 τοποθετήθηκε εφημέριος ο
Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Κωστομανωλάκης και έμεινε για μία δεκαετία. Ακολούθησε
ένας ιερομόναχος από την Αγία Μονή Βιάννου, ο Γέροντας Αφθόνιος, έπειτα ο π.
Ορέστης από το Καλάμι, ο π. Δημήτρης Γιαλιαδάκης από το Κεφαλοβρύσι για πάρα
πολλά χρόνια, ο π. Κοντάκης Ιωάννης από τη Βιάννο και σήμερα ο π. Λουλάκης
Αντώνιος επίσης από τη Βιάννο.
Ιεροψάλτες στο αναλόγιο της εκκλησίας
μας υπήρξαν: Ο Εμμανουήλ Ζωάκης, ο δάσκαλος Μιχαήλ Κυπριωτάκης, ο Νικόλαος
Μαρκόπουλος για πάρα πολλά χρόνια, ο Εμμανουήλ παπα - Κωνσταντίνου Αγγελάκης
για περισσότερα από 70 χρόνια και ο Γρηγόρης Αγγελάκης. Ο Νικόλαος Κονδυλάκης,
που αργότερα έγινε ιερέας και τοποθετήθηκε στη Σύμη. Ο Νίκος Διακάκης, ο
Γεώργιος Κονδυλάκης, ο Στυλιανός Καρακωνσταντάκης, ο Βασίλειος Διακάκης, ο
Ιωάννης Διακάκης και ο Δημήτριος Καλλέργης από τον Άγιο
Βασίλειο.
Γνωστό στην περιοχή ήταν το
πανηγύρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις 26 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο. Του
Αγίου Ιωάννου του Ρογδά, όπως έλεγαν, επειδή αυτή την εποχή κυριαρχούσαν στα
περιβόλια τα πολλά ρόδια. Στην αυλή της εκκλησίας γινόταν γλέντι με λύρες, που
μάζευε κόσμο από όλα τα γύρω χωριά. Το πανηγύρι αυτό προσπαθεί να αναβιώσει, τα
τελευταία χρόνια ο «Πολιτιστικός
Σύλλογος Κρεββατά Βιάννου», που ιδρύθηκε το 2013, με σκοπό να αποτελέσει την
ταυτότητα του πολύ μικρού πλέον χωριού.
Ιστορία
Επί Τουρκοκρατίας, το χωριό
δοκιμάστηκε σκληρά από τους Τούρκους και πολλοί κάτοικοί του έγιναν Χαΐνηδες
στα βουνά δίπλα στον ξακουστό Συμιακό και άλλους. Πολλοί έλαβαν μέρος στις
κρητικές επαναστάσεις και ξεχώρισαν.
Ο οπλαρχηγός Γεώργιος
Μιχαλοδημητράκης (1821-1876) γεννήθηκε και έμενε στον Κρεββατά. Μαζί με τον
Εμμανουήλ Χατζάκη από τις Μουρνιές, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας υπήρξαν
αρχηγοί των επαναστατών της επαρχίας Ρίζου (σημερινής Βιάννου, που τότε υπαγόταν
στο νομό Λασιθίου). Έλαβαν μέρος στη μεγάλη Μάχη του Λασιθίου στις 10 - 30 Μαΐου
1867, στο πλευρό του Μιχαήλ Κόρακα.
Το Μάιο 1867, μετά το ολοκαύτωμα
του Αρκαδίου, ο Ομέρ Πασάς κάλεσε τους στρατηγούς του Ρεσίτ Πασά και Αλή Ριζά
(αρχηγούς των Τουρκικών Δυνάμεων) και Φερίκ Ισμαήλ Πασά (επικεφαλής των
Αιγυπτιακών δυνάμεων), με 25.000 άνδρες, και τους έδωσε εντολή να καταλάβουν
πάση θυσία το αδούλωτο μέχρι τότε Λασίθι. Οι Κρητικοί επαναστάτες είχαν
παρατάξει τις δυνάμεις τους (3.000 άνδρες οπλοφόροι, κυρίως από την Ανατολική
Κρήτη και φυσικά και από τα χωριά της επαρχίας μας και 700 εθελοντές από την
άλλη Ελλάδα) στα βουνά που βρίσκονται μόλις φθάνουμε στο Λασίθι από το Καστέλι.
Φθάνοντας εκεί οι Τουρκοαιγύπτιοι, δίδονται ομηρικές μάχες, όμως, επειδή οι
Τουρκοαιγύπτιοι ήταν πολύ περισσότεροι και τακτικός στρατός, μπόρεσαν τελικά και
πάτησαν το Λασίθι, και οι επαναστάτες υποχώρησαν στα βουνά της Δίκτης. Από τις
21 Μαΐου έως τις 29 Μαΐου 1867, οι Τουρκοαιγύπτιοι κατακαίγουν τα χωριά του
Λασιθίου και την Ιερά Μονή Κρυσταλλένιας και κατασφάζουν τους κατοίκους του.
Στις 28 Μαΐου οι Κρητικοί επαναστάτες ανασυγκροτήθηκαν στο Οροπέδιο του
Λιμνάκαρου. Μαθαίνοντας αυτό οι Τούρκοι, πήγαν να τους βρουν. Ωστόσο, με ελιγμό,
οι Κρητικοί ξανακατεβαίνουν στον κάμπο του Λασιθίου. Εκεί έρχονται το πρωί στις
29 Μαΐου και οι Τούρκοι, όμως, καταπονημένοι τώρα, τους παραλαμβάνουν οι
Κρητικοί έξω από το χωριό Τζερμιάδο προς Μαρμακέτο και τους νικούν κατά κράτος.
Τουρκοαιγύπτιοι στρατιώτες νεκροί περί τους 2.000, Έλληνες επαναστάτες νεκροί
150 περίπου. Στις 23 Ιουλίου 1867 οι Τούρκοι για αντίποινα ήρθαν στον Κρεββατά
κι έσφαξαν τον πατέρα του Μιχαλοδημητράκη και τον δεκάχρονο Ιωάννη
Ζώη.
Μετά το
θάνατό του, πήρε τη σκυτάλη ο γιος του Ιωάννης, που ηγήθηκε των Χριστιανών μέχρι
την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Αργότερα η οικογένειά του εγκατέλειψε το
χωριό μας και εγκαταστάθηκε στην Αγιά Φωτιά Ιεράπετρας.
Γενικά, κατά
την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στα χωριά της ανατολικής Βιάννου διέμεναν
ελάχιστοι αλλά πολύ καταπιεστικοί Τούρκοι, με αποτέλεσμα να οργανώνονται εύκολα
και συχνά επαναστατικές ομάδες.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το
χωριό συμμετείχε στις θυσίες στο μέτωπο με τους παρακάτω
νεκρούς:
Δημητρογιαννάκη
Νικόλαο, στρατιώτη ετών 26, που σκοτώθηκε 14-2-1941.
Αγγελάκη
Μιχαήλ του Κων/νου, ετών 35, στρατιώτη.
Αγγελάκη Εμμανουήλ του Παύλου, ετών 32, στρατιώτη.
Αγγελάκη
Ιωάννη του Μιχαήλ, ετών 21, στρατιώτη.
Οι τρεις τελευταίοι γύριζαν από το
μέτωπο με μικρό πλοιάριο το οποίο βυθίστηκε και πνίγηκαν. Μαζί τους χάθηκε τότε
και ο συνεπιβάτης τους Γεώργιος
Δημητρογιαννάκης του Ιωάννου από το χωριό μας.
Στην Κατοχή, σημαντική ήταν η
βοήθεια των Κρεββατιανών προς τους αντάρτες που βρίσκονταν στα βουνά της
περιοχής. Το κατάλαβαν οι Γερμανοί και πολλές φορές με απειλές ζητούσαν από τους
κατοίκους να μαρτυρήσουν τις θέσεις τους.
Κατά τον Ιανουάριο του 1943,
συνέλαβαν ως ομήρους κορίτσια «προυχόντων» από την επαρχία μας, για
να εξαναγκασθούν οι κάτοικοι να παραδώσουν τα όπλα τους. Μεταξύ αυτών δύο από
τον Κρεββατά: την Ελπίδα και την Άννα Γιαλλιαδάκη, τις οποίες έκλεισαν στις
φυλακές της Αγιάς στα Χανιά. Τις έβαζαν σε διάφορες αγγαρείες, μέχρι το Μάρτιο
που τις ελευθέρωσαν και γύρισαν στο χωριό.
Ο πατέρας των παραπάνω κοριτσιών
Στυλιανός Γιαλλιαδάκης έμενε στην περιοχή Αστιβιδερό μόνιμα, μακριά από το
χωριό. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το σπίτι του ήταν κρησφύγετο και τόπος
φιλοξενίας και περίθαλψης όλων των καταδιωκομένων από τους Γερμανούς.
Όταν κήρυξαν «νεκρή
ζώνη» τις παραλιακές περιοχές και σε βάθος 5 χιλιομέτρων από τις ακτές, οι
κάτοικοι άφησαν τις περιουσίες τους ή τις επισκέπτονταν με κίνδυνο της ζωής
τους. Πολλοί ήταν αυτοί που έμεναν στα μετόχια κι αναγκάστηκαν να τα
εγκαταλείψουν.
Αλλά η μεγαλύτερη θυσία έγινε στις
14 Σεπτεμβρίου 1943, με την εκτέλεση των κατοίκων του χωριού και το κάψιμό του
μετά ένα μήνα περίπου.
Όπως γνωρίζουμε, μετά τα γεγονότα
της Σύμης, οι Γερμανοί ήρθαν στη Βιάννο με σκοπό τα αντίποινα. Άρχισαν από τις
προηγούμενες ημέρες να ενημερώνουν τους κατοίκους των χωριών της ανατολικής
επαρχίας ότι δεν θα πειράξουν κανένα κάτοικο που θα έβρισκαν στα χωριά, αλλά θα
θεωρούν αντάρτη όποιον απουσίαζε ή έβρισκαν στην ύπαιθρο. Θα τον εκτελούν επί
τόπου αν τον βρουν, ενώ θα
εκτελούν και την οικογένειά του και θα καίνε το σπίτι του. Το πρωί της
14ης
Σεπτεμβρίου 1943, εορτή του Τιμίου Σταυρού, ξεκίνησαν τις εκτελέσεις από τα
Αμιρά. Οι εκτελέσεις γίνονταν στο Πλάι, απέναντι από τον Κρεββατά, και
φαίνονταν καθαρά. Από μικρό παιδί είχα την απορία «γιατί
δεν έφυγαν;». Φαίνεται πως γι’ αυτούς τους απλούς ανθρώπους λειτούργησε η
μεγάλη υπευθυνότητα απέναντι στην οικογένεια. Φοβήθηκαν ότι θα την πλήρωναν οι
οικογένειές τους: οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, οι γονείς και τα σπίτια τους. Έτσι έμειναν και θυσιάστηκαν. Αν έφευγαν όλοι μαζί, πού
θα μπορούσαν να κρυφτούν τόσοι; Πάλι θα τους εύρισκαν οι Γερμανοί. Εξάλλου, όσες
οικογένειες βρήκαν στα χωράφια και στα μετόχια τις ξεκλήρισαν, και μάλιστα αφού
βασάνισαν ακόμη και μικρά παιδιά. Φανταστείτε να πήγαιναν οι Γερμανοί σε ένα
χωριό και να μην έβρισκαν κανέναν. Πού θα ξεσπούσαν;
Το μεσημέρι, έφτασαν οι Γερμανοί
στο χωριό, από τη Σκάλα, το δρόμο προς τα Αμιρά. Το περικύκλωσαν κι άρχισαν να
μαζεύουν τους άνδρες πάνω από το σπίτι του Γεωργίου Ζωάκη, δίπλα από την
εκκλησία. Τους γέρους που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν ή αυτούς που νόμιζαν
ότι θα έφευγαν τους σκότωναν εκεί που τους έβρισκαν. Αυτούς που βρήκαν έξω από
το χωριό τους εκτέλεσαν επί τόπου.
Κάποιον που προσπάθησε να φύγει τον
πυροβόλησαν ενώ έτρεχε, κοντά στο σπίτι του, και τον τραυμάτισαν νομίζοντας ότι
τον σκότωσαν. Η μητέρα του, θεωρώντας τον νεκρό, πήγε
πάνω του, τον αγκάλιασε και άρχισε τα κλάματα, τραβούσε τα μαλλιά της. Αυτός, αν
και τραυματίας, τη λυπήθηκε λέγοντάς της «Δεν έχω τίποτα σοβαρό, απλά αίματα είναι,
είμαι καλά». Σταμάτησε η μάνα τα κλάματα, ο Γερμανός το κατάλαβε, πήγε και
τον πυροβόλησε πάλι και τον σκότωσε αυτή τη φορά… Φανταστείτε την υπόλοιπη ζωή
αυτής της μάνας, μέχρι τη δεκαετία του ’60 που πέθανε.
Από αυτούς που βρήκαν οι Γερμανοί
στο χωριό μας σώθηκε μόνο ένας που τον έλεγαν Σταύρο Μακρυγιωργάκη, από τα
Αμιρά. Μόλις τους είδε, άρχισε το τρέξιμο, πήδηξε αρκετές δετάδες και βάτους, με
τις σφαίρες των Γερμανών που έβαλαν εναντίον του να σφυρίζουν δίπλα του, αλλά
τελικά κατάφερε να φτάσει χαμηλά στο ποτάμι και να κρυφτεί στους βάτους, όπου
έμεινε αρκετές ημέρες χωρίς νερό και φαγητό.
Σε λίγο βγήκε από την εκκλησία ο
παπα-Λεωνίδας Πνευματικάκης από το Βαχό, που είχε έρθει για τη λειτουργία.
Βρέθηκε κοντά στο καφενείο του μπάρμπα Μαθιού και, κρατώντας ένα Σταυρό,
στράφηκε προς τους Γερμανούς… ζήτησε έλεος… Τον πυροβόλησαν… Τραυματισμένος
προσπαθούσε να συρθεί σε κάποιο κοντινό σπίτι (της Δανάης). Τον πυροβόλησαν πάλι
στην είσοδο του σπιτιού. Μετά από λίγο κείτονταν νεκρός με το Σταυρό και το
καλυμμαύκι του στο δρόμο.
Στο σπίτι του, ο Αγγελάκης Άγγελος,
με τον γιο του Μύρωνα και το γιατρό τον Βερυκοκάκη, σώθηκαν κρυμμένοι πίσω από
την πόρτα του σπιτιού. Οι Γερμανοί σκότωσαν κάποιον στην αυλή του, τον έκλαιγαν
οι γυναίκες και νόμισαν ότι ήταν και ο μοναδικός άνδρας κάτοικος
του σπιτιού.
Ο νεαρός τότε Γεώργιος Αγγελάκης
(Σπιρτάς) σώθηκε, όταν ένας Γερμανός στρατιώτης τον λυπήθηκε, τον έκρυψε κάτω
από το κρεβάτι και είπε στους άλλους ότι έψαξε και δεν υπήρχε
κανένας.
Κάποιοι λίγοι κρύφτηκαν τελικά όπου
μπορούσαν και γλύτωσαν. Άλλος στα περιβόλια ανάμεσα στις ντομάτες (ο κουτσός
πατέρας μου), άλλος στον ανηφορά (καπνοδόχος του τζακιού) και κάποιοι είχαν
φύγει ήδη, αφού ήξεραν έτσι κι αλλιώς ότι τους ψάχνουν οι Γερμανοί, όπως ο
Ιωάννης Αγγελάκης (Παυλογιάννης)
και ο Γεώργιος Μαρής, που κρυβόταν για μέρες στο Φαράγγι της Άρβης. Κάποιοι
άλλοι σώθηκαν επειδή τυχαία έλειπαν από το χωριό. Ο Ματθαίος Αγγελάκης, ο
Γεωργαλένιος και ο Γεώργιος Μαρής ήταν τυχαία στους Φιλίππους στο σπίτι του
Νικητογιάννη.
Φυσικά απουσίαζαν από το χωριό οι
κομμουνιστές, γιατί ήξεραν ότι οι Γερμανοί τους έψαχναν για να τους στείλουν στο
Άουσβιτς. Είχαν ενημερωθεί σχετικά από το ΕΑΜ. Κάποιοι κρύβονταν στις Μυρτιές
και τους βάτους ψηλά στον Κρυγιό ποταμό, όπως ο Αγγελάκης Γεώργιος (Πινακάς),
άλλοι στο Λαχταριδιά στους σπήλιους, άλλοι στο φαράγγι της Άρβης, όπως ο
Παυλογιάννης και άλλοι βρίσκονταν στο βουνό στις τάξεις του ΕΛΛΑΣ, όπως ο
Γεώργιος Ζωάκης (Κουτσοχέρης).
Μετά την απελευθέρωση,
οι κάτοικοι του Κρεββατά, για να τιμήσουν τους νεκρούς τους, έφτιαξαν με δικά
τους έξοδα ένα μνημείο δίπλα στην εκκλησία και τοποθέτησαν τα οστά των
εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς. Στη μαρμάρινη πλάκα αναφέρονται τα ονόματα
όλων των εκτελεσθέντων αλλά και των πεσόντων για την πατρίδα.
Αφού
μάζεψαν τους άνδρες που βρήκαν στο χώρο που είχαν διαλέξει, στο δώμα του
σπιτιού του Γ. Ζωάκη, λίγο πριν την εκκλησία, έστησαν τα πολυβόλα και με μια
ριπή τους εκτέλεσαν. Μετά ένας Γερμανός ξαναπέρασε από πάνω τους και, χωρίς
ίχνος ενοχής, τους πυροβολούσε έναν - έναν στο κεφάλι, δίνοντάς τους τη
χαριστική βολή.
Μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν και ο
παππούς μου Νικόλαος Καρακωνσταντάκης, ενώ ο άλλος παππούς μου, Νικόλαος
Κονδυλάκης, εκτελέστηκε την ίδια μέρα στα Αμιρά όπου έμενε.
Λίγο παραπέρα, οι γυναίκες του
χωριού παρακολουθούσαν το δράμα με κλάματα, μοιρολόγια και οδυρμούς.
Την ίδια μέρα, στη θέση Λυγιά,
σκότωσαν την Ελένη Γ. Μαρή με το επτά ετών αγοράκι της, τον
Μιχάλη.
Το βράδυ οι Γερμανοί μαζεύτηκαν
στον Κρεββατά, από όλα τα γύρω χωριά όπου είχαν καταφέρει να νικήσουν τους
αντιπάλους τους, τον άμαχο πληθυσμό. Γιόρτασαν τη νίκη τους με ένα φωνόγραφο
στο δώμα του άλλου Γεωργίου Ζωάκη, δεξιά μετά την εκκλησία προς τον Άγιο
Βασίλειο. Χόρευαν και τραγουδούσαν και χλεύαζαν τις γυναίκες που έκλαιγαν τους
νεκρούς τους. Όταν μέθυσαν, άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν και να
εξυμνούν τον Χίτλερ και τη Γερμανία.
Μετά έδωσαν την άδεια να ταφούν οι
νεκροί. Οι γυναίκες έβαζαν τους νεκρούς στα μνήματα όπως ήταν και μάλιστα,
επειδή τα μνήματα ήταν λίγα (οκτώ), έπρεπε να τους βάζουν δύο-δύο ή και τρεις μαζί. Τους έβαζαν πάνω
σε μια κουβέρτα και τους μετέφεραν στο μνήμα όπως ήταν∙ χωρίς
φέρετρο, χωρίς κηδεία, χωρίς παπά. Μαζί με τις γυναίκες βοηθούσε στην ταφή και
ένα αγόρι, ο Χαρίδημος Καρακωνσταντάκης, που του έβαλαν φουστάνια, τον έντυσαν
κορίτσι, για να βοηθήσει χωρίς να τον καταλάβουν οι Γερμανοί.
Ύστερα από ένα μήνα περίπου, στις 9
Οκτωβρίου 1943, δόθηκε εντολή να απομακρυνθούν όλοι από τα σπίτια τους και στις
14 Οκτωβρίου οι Γερμανοί, αφού πήραν ή κατέστρεψαν ό,τι είχαν μέσα, τρόφιμα και
εξοπλισμό, τα έκαψαν και τα ανατίναξαν με δυναμίτες. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα
ερειπωμένα σπίτια που δεν ξαναφτιάχτηκαν. Κήρυξαν την περιοχή της ανατολικής
Βιάννου «νεκρή ζώνη» και οι
κάτοικοι έπρεπε να απομακρυνθούν ή να παραμείνουν με κίνδυνο να τους σκοτώσουν
μόλις τους έβλεπαν. Έτσι οι γυναίκες ηρωίδες που απέμειναν στράφηκαν στη
ζητιανιά, σε κοντινά χωριά. Τις βοηθούσαν όλοι, γιατί ήταν, όπως έλεγαν, «από τα καημένα χωριά». Χαρακτηριστικό
παράδειγμα η Σοφία Αγγελάκη (Καλαμιώτισσα) που με έξι μικρά παιδιά κατέφυγε
άγνωστη στο Βαχό και οι κάτοικοι τη βοήθησαν όσο μπορούσαν. Άλλοι, όπως η Ελένη
Διακάκη, πήγαν στη Βιάννο.
Μετά που
έφυγαν οι Γερμανοί, ξαναγύρισαν στα χωριά οι εναπομείναντες κάτοικοι κι άρχισαν
την ανοικοδόμηση των σπιτιών, όπως μπορούσαν.
Αρχές της
δεκαετίας του ’50, άρχισαν να κτίζονται κατοικίες στο σημερινό Συνοικισμό
Κεφαλοβρυσίου με χρήματα από το σχέδιο Marshall, που δόθηκαν δωρεάν σε κάποιους, μεταξύ αυτών
και Κρεββατιανών. Έγινε και διανομή ειδών ένδυσης κάποιες φορές στους κατοίκους.
Κτίστηκε ένα ηρώο μικρό, στο οποίο μεταφέρθηκαν τα οστά των νεκρών και σε μια μαρμάρινη πλάκα γράφτηκαν τα
ονόματά τους. Την κατασκευή του ανέλαβε ο Γελασάκης Μιχαήλ από το Λουτράκι
Βιάννου. Η θυσία ξεχάστηκε για την πολιτεία, μέχρι το 1978 που καθιερώθηκε
επίσημα το ετήσιο μνημόσυνό τους στο Σελί Αμιρών. Μόνο τα κόλλυβα των
μνημόσυνων και η φτώχεια την υπενθύμιζε στους χωριανούς.
Γύρω στο 1968, ήρθε
στο χωριό κλιμάκιο από τη ΜΟΜΑ και έκανε επισκευές σε αρκετές κατοικίες,
αντικαθιστώντας τη σκεπή τους, τα εξωτερικά παράθυρα και τις πόρτες, όπου ήταν
κατεστραμμένες.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου
πολέμου, στο χωριό μας δεν υπήρχαν διαφορές και προστριβές ανάμεσα στους
κατοίκους. Χάθηκε όμως ο Νικόλαος Ματθ. Μιχαλοδημητράκης, ταγματάρχης ΠΖ, ετών
48, που πνίγηκε στο ναυάγιο του πλοίου ΧΕΙΜΑΡΡΑ στις 19-1-1947.
Όμως, μετά τον εμφύλιο, ο
συγχωριανός μας Γεώργιος Ζωάκης, ο κουτσοχέρης όπως τον έλεγαν γιατί είχε χάσει
το ένα του χέρι, μαχητής του Ελλάς, πλήρωσε ακριβά την αριστερή ιδεολογία του.
Στον Ομαλό, όπου είχε μεταβεί να αφήσει τα ζώα του, τον έπιασαν και τον «έσπασαν στο ξύλο». Όπως μου είπε ο
γιος του, θα τον άφηναν νεκρό αν δεν παρενέβαινε ο τότε σταθμάρχης του Σταθμού
Χωροφυλακής Πεύκου. Άλλη φορά, κακοποιήθηκε άσχημα και έξω από το χωριό στη
θέση Καραβάγλα κι έμεινε περισσότερο από ένα μήνα στο κρεβάτι, για να
επουλωθούν τα τραύματα που του προξένησαν. Επίσης, ο γιος του Εμμανουήλ Ζωάκης,
το 1956, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Ανώτατη Βιομηχανική Σχολή Αθηνών, λόγω
των πολιτικών του φρονημάτων.
Ένα μεγάλο στέλεχος της Αριστεράς
υπήρξε ο Ιωάννης Μαρκόπουλος. Γιος του Νικολάου Μαρκόπουλου, δικηγόρος στο
επάγγελμα, πλήρωσε με διωγμούς και εξορίες στη Φολέγανδρο κι αργότερα στη
Μακρόνησο την αριστερή ιδεολογία του κι αυτός και η οικογένειά του.
Εκπαίδευση
Δημοτικό Σχολείο
Κρεββατά, σχολικό έτος 1964-65
(Στη θέση αυτή υπάρχει φωτογραφία, που δεν δημοσιεύεται...)
Πρώτη πάνω σειρά όρθιοι:
Δασκαλάκης Ιωάννης από
τον Αμιρά, Αγγελάκη Μαρίνα, Αντωνάκη Φωτεινή, Παξιμαδάκη Στυλιανή και Ζορμπαδάκη
Αρετή. Αυτός που δεν φαίνεται δίπλα από τον Δασκαλάκη πρέπει να είναι ο
Καρακωνσταντάκης Ιωάννης (;)
Δεύτερη σειρά καθήμενοι:
Ζορμπαδάκης Νικόλαος,
Ζωάκης Εμμανουήλ, Αγγελάκης Τρύφωνας, Κονδυλάκης Γεώργιος, Αγγελάκης Στυλιανός
από το Κεφαλοβρύσι.
Ακολουθούν
Όρθιοι:Αγγελάκης
Νικόλαος του Ιωάννου, Αγγελάκης Ιωάννης του Εμμ. και Αντωνάκη
Αικατερίνη.
Η βασική εκπαίδευση των νέων
γινόταν στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Κρεββατά. Ιδρύθηκε το 1929 με 14 μαθητές
και πρώτο δάσκαλο τον παπα-Μαθιό. Στεγάστηκε αρχικά στο κελί της εκκλησίας, στο
κτίριο που είναι σήμερα το γραφείο του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού. Το 1961
πήγε σε δικό του λυόμενο κτίριο, που τοποθετήθηκε σε οικόπεδο που παραχώρησε
δωρεάν η οικογένεια του κ. Βασιλείου Διακάκη. Στο χώρο υπήρχε αμπέλι και
διαμορφώθηκε η βάση του κτιρίου από όλους τους χωριανούς αφιλοκερδώς.
Πριν το 1929, αρκετοί μαθητές από
το χωριό φοίτησαν στα σχολεία των διπλανών χωριών Αμιρά και Αγίου
Βασιλείου.
Πολλοί δάσκαλοι υπηρέτησαν αυτό το
μικρό χωριό, όπως: παπα-Ματθαίος Γιαλιαδάκης, θρυλική μορφή του χωριού μας αλλά
και ολόκληρης της κοινότητάς μας, πρόσφερε πολλά στον τόπο μας. Ο χωριανός μας
Κυπριωτάκης Μιχαήλ, που μάθαινε στα παιδιά και χορούς και μαντολίνο. Ο
Καρτσάκης Ιωάννης από τη Βιάννο, οι Νεραντζάκης Ιωάννης και Νικόλαος επίσης από
τη Βιάννο, η Μαυρογένη Ροδόπη, η Ραπτάκη Μαρία, η Ινιωτάκη Σοφία και ο
Δασκαλάκης Εμμανουήλ από τα Αμιρά, που υπήρξε ο αγαπημένος μου δάσκαλος κι
έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Ο Ζαρωνάκης Ιωάννης, ο Φραγκιαδάκης Ιωάννης,
ο Λιαδάκης Γεώργιος, η Χρηστάκη Κλεάνθη και άλλοι νεότεροι, μέχρι το 1984 που
καταργήθηκε το Σχολείο και έκτοτε τα παιδιά μεταφέρονται στο Δημοτικό Σχολείο
Αμιρών.
Δημοτικό Σχολείο Κρεββατά αρχές δεκαετίας του
50
(Στη θέση αυτή υπάρχει φωτογραφία, που δεν δημοσιεύεται...)
Διακρίνονται: Όρθιοι τελευταία σειρά
αριστερά.
Αγγελάκης
Ιωάννης (Κοντόχας), Μαρκόπουλος
Γεώργιος, ο Δάσκαλος Μιχαήλ Κυπριωτάκης, Νικολακόπουλος Γεώργιος, Αγγελάκης
Δημήτριος (Παπαδιάς), Ζορμπαδάκης Παύλος, Μαρής Εμμανουήλ.
Ακολουθούν μπροστά τους από αριστερά:
Αγγελάκης
Γεώργιος (Παπαδιάς), Ζωάκη Μαρίκα (Παπαδιού), Αγγελάκη Αντιόπη, Αγγελάκη Σοφία
(και οι δύο του Παυλογιάννη), Συκολογιαννάκης Ιωάννης, --- , Αγγελάκη Δόξα, Αγγελάκη Αικατερίνη (Καλαμιώτισσας), Αγγελάκη
Σταυροθέα.
Πρώτη σειρά από αριστερά:
Συκολογιαννάκης
Εμμανουήλ, Ζωάκης Πέτρος (Καβέ), Αγγελάκης Μιχαήλ (του μπάρμπα
Μήτσου), ---, Ζωάκη Φωτεινή, Αγγελάκη Ευδοξία, Αγγελάκη Ελένη (του
Μπάρμπα Μήτσου), Αγγελάκης Χριστόφορος (της
Καλαμιώτισσας).
Τους
μαθητές αναγνώρισε η κ. Διακάκη Αντιόπη το 2016.
Αρχές της δεκαετίας του 50
(Στη θέση αυτή υπάρχει φωτογραφία, που δεν δημοσιεύεται...)
Οι
μαθητές είναι ο Γεώργιος και η Αικατερίνη Αγγελάκη (της Καλαμιώτισσας) και η
Κωστούλα Αγγελάκη (της Παπαδιάς).
Από το 1946, λειτούργησαν στα
σχολειά μας τα μαθητικά συσσίτια. Διακόπηκε η λειτουργία τους το 1951, για να
επανέλθει το 1962 που κράτησε έως το 1968. Τη δεύτερη περίοδο, που θυμάμαι,
λειτούργησαν στο παλιό Δημοτικό Σχολείο. Κάθε πρωί, κάθε μαθητής έφερνε ξύλα για
τη φωτιά από το σπίτι του. Αρχικά την παρασκευή του φαγητού την έκαναν οι
μανάδες των μαθητών εκ περιτροπής. Μετά όμως ανέλαβε μόνιμη μαγείρισσα η
συγχωριανή μας Χρυσή Ζορμπαδάκη.
Το
πρωινό είχε γάλα (από σκόνη) και μια φέτα ψωμί. Το γεύμα περιελάβανε:
όσπρια
(κυρίως φασόλια) ή πατάτες ή μακαρόνια ή πλιγούρι και ψωμί. Συνοδευόταν μερικές
φορές από κίτρινο τυρί, μαρμελάδα και χυμούς φρούτων.
Δημοτικό Σχολείο Κρεββατά, σχολ. έτος 1948 -
1949
(Στη θέση αυτή υπάρχει φωτογραφία, που δεν δημοσιεύεται...)
Διακρίνονται όρθιοι τελευταία σειρά
αριστερά:
Μαρκόπουλος
Γεώργιος, Αγγελάκης Ιωάννης (Κοντόχας), Γεώργιος παπα-Κωνσταντίνου Αγγελάκης.
Μπροστά του η Σταυροθέα Αγγελάκη.
Ακολουθούν μπροστά τους από αριστερά:
Αικατερίνη
Αγγελάκη (της Καλαμιώτισσας), Νίκη Ζωάκη, Πόπη Αγγελάκη (Μαρκόπουλου), Μαρίκα
Ζωάκη (του Παπαδιού), Δημήτρης παπα-Κωνσταντίνου Αγγελάκης (ο
ιερέας).
Επόμενη σειρά μπροστά:
Μιχαήλ
Χατζάκης, Χριστόφορος Αγγελάκης (της Καλαμιώτισσας) κι ο αδελφός του Γιώργος,
Αντιόπη Αγγελάκη, Χρυσούλα Μαρκοπούλου, Ευδοξία Ζωάκη, Φωτεινή Ζωάκη, Γεώργιος
Ζωάκης (του Καβέ), Πολυχρόνης Αγγελάκης, μπροστά του ο Ιωάννης Συκολογιαννάκης
και πίσω του άγνωστος.
Πρώτη σειρά:
Πέτρος
Ζωάκης (του Καβέ), Μιχαήλ Αγγελάκης, Νικόλαος Χατζάκης, ο Δάσκαλος Καρτάκης
Ιωάννης από τη Βιάννο, Ελένη Αγγελάκη (του μπάρμπα Μήτσου), Στυλιανή Αγγελάκη
(του Παυλογιάννη) και η Ιφιγένεια Γιαλιαδάκη.
Τους
μαθητές αναγνώρισε η κ. Διακάκη Αντιόπη το 2016.
Δημοτικό Σχολείο Κρεββατά τη δεκαετία του
’40
(Στη θέση αυτή υπάρχει φωτογραφία, που δεν δημοσιεύεται...)
Διακρίνονται όρθιοι τελευταία σειρά από
αριστερά:
---,
---, Καρακωνσταντάκης Χαρίδημος, Αγγελάκης Εμμανουήλ (Πολυγ.), Αγγελάκης
Γρηγόριος, ---, Αγγελάκης Χριστόφορος (του Κολύμπαρου), Γιαλλιαδάκη Μαρία,
---.
Ακολουθούν μπροστά τους από αριστερά:
Ζωάκη
Σοφία, Αγγελάκη Ελένη (Πεντάρφανης), Αγγελάκη Ελένη (Παπαδιάς), Διακάκη
Γαλάτεια, Κυπριωτάκη Μαρίκα, ο Δάσκαλος Κυπριωτάκης Μιχαήλ, Διακάκης Νικόλαος,
Αγγελάκη Φωτούλα, Γιαλλιαδάκη Ελένη.
Πρώτη σειρά:
Αγγελάκης
Αριστείδης, ---, Ζωάκη Γεωργία, Αγγελάκης Ιωάννης (Κοντόχας), Κυπριωτάκη Ελένη,
Χατζάκη Αριάνθη, Κυπριωτάκης
Αλέκος και Διακάκης Βασίλειος.
Τους μαθητές
αναγνώρισε η κ. Διακάκη Αντιόπη το 2016.
Δημοτικό Σχολείο Κρεββατά 1935
(Στη θέση αυτή υπάρχει φωτογραφία, που δεν δημοσιεύεται...)
Διακρίνονται όρθιοι τελευταία σειρά από
αριστερά:
----,
Αγγελάκης Ιωάννης (Πολυγένης), Αγγελάκης Εμμανουήλ (Παπαδιάς), ---, ---, ---,
---, ---, ---, ---, ---,
Ακολουθούν μπροστά τους από αριστερά:
Ο
Δάσκαλος Μιχαήλ Κυπριωτάκης, Μαρίκα Κυπριωτάκη, Στυλιανός Ματθαίου Αγγελάκης,
Αγγελάκη Στυλιανή (του Πινακά), ---, ---, Ζωάκη Αναστασία, ---, Αγγελάκης Μύρων,
---, Ζορμπαδάκη Χρυσή.
Πρώτη σειρά:
---,
Αγγελάκης Εμμανουήλ.
Δυστυχώς, τα
άλλα ονόματα δεν κατάφερα να τα μάθω.
Δημοτικό Σχολείο Κρεββατά 1930 - 1931
(Στη θέση αυτή υπάρχει φωτογραφία, που δεν δημοσιεύεται...)
Αριστερά
στην άκρη και στη μεσαία σειρά είναι η Άννα Καρακωνσταντάκη και δίπλα της ο
αδελφός της Χαρίδημος.
Η συνέχεια των σπουδών γινόταν στο
Γυμνάσιο - Λύκειο Βιάννου. Η μεταφορά των μαθητών μέχρι τη δεκαετία του ’60
γινόταν με τα πόδια. Απόσταση περίπου δέκα χιλιομέτρων. Αργότερα δρομολογήθηκε
μαθητικό λεωφορείο κι η μεταφορά έγινε ευκολότερη. Πολλοί ήταν αυτοί που
συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο κι έγιναν χρήσιμα και ικανά στελέχη
της κοινωνίας μας. Εδώ φοίτησε και η συγχωριανή μας Στέλλα Παξιμαδάκη, που
σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Θεσσαλονίκη το 1975, αριστούχα
πρωτοετής φοιτήτρια Μαθηματικού Τμήματος Α. Π. Θεσσαλονίκης.
Δημόσια τάξη και
Υγεία
Τη δημόσια τάξη επιτηρούσε η
Αστυνομία από το Σταθμό Χωροφυλακής Πεύκου και η Αγροφυλακή. Οι κάτοικοι ήταν
μονοιασμένοι και ήσυχοι, δεν γίνονταν παραβάσεις. Το χειμώνα άφηναν τις ελιές
στους δρόμους και ποτέ δεν τις έκλεψαν. Άφηναν ανοικτά τα σπίτια τους και ποτέ
δεν χάθηκε κάτι.
Τα θέματα της υγείας
ήταν τα πιο δύσκολα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του μικρού χωριού μας. Τις
απλές ασθένειες τις αντιμετώπιζαν με πρακτικά γιατροσόφια, αλλά, όταν
χρειάζονταν γιατρό, έτρεχαν στα διπλανά χωριά. Μετά την Κατοχή, στον Άγιο
Βασίλειο έμεναν οι ιατροί: Ο παθολόγος Τσαγκαράκης Ιωάννης, που ερχόταν με τη φοράδα του και βοήθησε πολλούς αρρώστους. Ο παθολόγος
Νικόλαος Κονδυλάκης και ο παιδίατρος Αιμίλιος Χατζάκης. Ο αδερφός του Ορέστης
Χατζάκης, οδοντίατρος. Στα Αμιρά ήταν κάποιος Βερυκοκάκης, παθολόγος (δεν
θυμάμαι το όνομά του). Ο Ιωάννης Μαρής, παθολόγος με καταγωγή από το χωριό μας,
και η σύζυγός του Αικατερίνη Μαρή, που ήταν και η μοναδική μαία της περιοχής. Οι
ιατροί τότε ήταν και φαρμακοποιοί, αφού στα ιατρεία τους πωλούσαν και τα βασικά
φάρμακα. Επίσης, Υγειονομικός Σταθμός υπήρχε στη Βιάννο και πολύ αργότερα στον
Πεύκο δημιουργήθηκε αγροτικό ιατρείο. Αν κάποιος ασθενής χρειαζόταν να
μεταφερθεί στο Νοσοκομείο, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, τον μετέφεραν με τα
ζώα. Μετά, που ανοίχτηκαν οι δρόμοι, το αγροτικό αυτοκίνητο του Εμμανουήλ
Συκολογιαννάκη, αλλά και άλλα φορτηγά αυτοκίνητα έπαιζαν το ρόλο του
ασθενοφόρου.
Η γέννηση των παιδιών γινόταν στα
σπίτια τους στο χωριό και τις γυναίκες βοηθούσε η μαία κ. Αικατερίνη Μαρή.
Υπήρχαν και πρακτικές μαίες, όπως η Σοφία Καλλέργη και η Ελένη Παπαματθαίου από
τον Άγιο Βασίλειο.
Τα γράμματα από τους ξενιτεμένους
έφερνε ο Ταχυδρόμος από τη Βιάννο. Μετά την Κατοχή, που λειτούργησε το
Ταχυδρομείο Βιάννου, ερχόταν με τα πόδια ο Εμμανουήλ Σηφάκης κι έφερνε την
αλληλογραφία στο χωριό μας αλλά και σε όλα τα γύρω χωριά. Αργότερα ερχόταν ο
Ιωάννης Παπαδημητράκης με μια μηχανή και πιο μετά ο Εμμανουήλ Θεοδοσάκης και
άλλοι.
Οι ασχολίες των κατοίκων
Μέχρι το 1970, ηλεκτρικό ρεύμα δεν
υπήρχε στο χωριό. Φυσικά δεν υπήρχαν και ηλεκτρικές συσκευές. Οι κάτοικοι
χρησιμοποιούσαν για φωτισμό λυχνάρια και αργότερα λάμπες πετρελαίου και λουξ.
Αντί για κουζίνα, είχαν το τζάκι και τα μαγειρικά σκεύη ήταν πήλινα. Μετά την
Κατοχή, ήρθαν τα πρώτα ραδιόφωνα στα καφενεία, που λειτουργούσαν με μεγάλες
μπαταρίες. Τηλέφωνο τοποθετήθηκε τότε στο καφενείο του Ματθαίου Αγγελάκη. Η
τηλεόραση ήρθε μετά το 1970.
Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων του
χωριού ήταν και εξακολουθούν να είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Η περιοχή
του χωριού είναι μικρή, όμως οι Κρεββατιανοί έχουν περιουσίες και σε περιοχές
άλλων χωριών: στον Κόρνια, στη Λυγιά, στα Αλωνάκια, στην Άρβη και στα Λατόμια,
στους Κολύμπους, στον Ξερόκαμπο, στον Ψαθά και στο Κερατίδι. Εργατικοί πάντοτε,
και η γη τους το ανταπέδιδε. Τα παλιά χρόνια κυριαρχούσε η καλλιέργεια της ελιάς
και της χαρουπιάς. Όταν αναπτύχθηκαν οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες κηπευτικών,
πολλοί κάτοικοι ασχολήθηκαν με αυτές και μεταφέρθηκαν στις παραλίες. Ο πληθυσμός
του χωριού άρχισε να λιγοστεύει τότε. Σήμερα πολλοί Κρεββατιανοί κατοικούν στις
παραλίες κι έχουν εξελιχθεί σε ικανούς επιχειρηματίες παραγωγής αγροτικών
προϊόντων.
Κάθε οικογένεια διατηρούσε τα ζώα
της: δυο-τρεις κατσίκες ή πρόβατα για το γάλα τους και το κρέας της Λαμπρής, τις
κότες για τα φρέσκα αυγά και το κρέας όλες τις εποχές, το γουρουνάκι που
έσφαζαν τα Χριστούγεννα, τα κουνέλια και άλλα. Για τις μεταφορές υπήρχαν τα
γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα. Πολλοί διατηρούσαν και αγελάδες για το
όργωμα. Τα ζώα τους τα φρόντιζαν
καθημερινά με πολλή αγάπη, γιατί τα θεωρούσαν απαραίτητα.
Στο χωριό κυριαρχούσαν και οι
καλλιέργειες κηπευτικών για οικιακή χρήση. Κάθε οικογένεια διατηρούσε και τα
περιβόλια της με εποχιακά λαχανικά. Ο τόπος ήταν καταπράσινος όλες τις εποχές.
Υπήρχαν και πάρα πολλά είδη φρούτων, ακόμη και γλυκολεμονιές και τζιτζιφιές που
σήμερα δεν υπάρχουν.
Έσπερναν το φθινόπωρο κοντά στις
παραλίες σιτάρι, κριθάρι και βρώμη (ταγή) με τα ζώα, τα θέριζαν με τα χέρια
χρησιμοποιώντας τα δρεπάνια, αλώνιζαν με τα ζώα και λιχνούσαν με τα θρινάκια.
Έπαιρναν τον καρπό, από τον οποίο στους μύλους δημιουργούσαν το αλεύρι. Τα άχυρα
τα χρησιμοποιούσαν σαν τροφή των ζώων το χειμώνα. Όταν ήθελαν ψωμί, ζύμωναν στο
φούρνο της Σοφίας Αγγελάκη (της Καλαμιώτισσας) ή του Παυλογιάννη και όλα τα
παιδιά πηγαίναμε για κέρασμα την «ξεφουρνιά».
Επειδή τα κτήματα που καλλιεργούσαν
βρίσκονταν μακριά από το χωριό, είχαν φτιάξει μικρά σπιτάκια και έμεναν εκεί
όταν έσπερναν, θέριζαν ή μάζευαν τις ελιές με τα ραβδιά (τις κατσούνες και τις
ντέμπλες). Ήταν τα μετόχια.
Υπήρχαν δύο καφενεία, που γέμιζαν
από κόσμο κάθε βράδυ και συγχρόνως ήταν και μπακάλικα: του Ματθαίου Αγγελάκη
(μπάρμπα Μαθιού) και του Εμμανουήλ Ζωάκη (Καβέ), όπου το καλοκαίρι κάθε απόγευμα
έπαιζε τάβλι με τον Γ. Ζωάκη. Εκεί είχε και ένα ρολόι και βλέπαμε την ώρα, για
να χτυπήσομε την καμπάνα της εκκλησίας για το απογευματινό μάθημα στο σχολείο.
Τότε τα σχολεία λειτουργούσαν πρωί και απόγευμα.
Κατά καιρούς, λειτουργούσε και
τρίτο καφενείο, του Χαρίδημου Κονδυλάκη (ο πατέρας μου), ο οποίος διατηρούσε τα
καλοκαίρια καλύβα (σημερινή καντίνα) στο δρόμο προς την Άρβη, στη θέση Σκοτεινή
και Τσιφέτο. Διέθετε στους περαστικούς γκαζόζες και πορτοκαλάδες, λουκουμάκια
και γλυκό κουταλιού για τα παιδιά και φυσικά καλή ρακή με μεζέ ό,τι υπήρχε. Ο
ίδιος λειτούργησε το 1950 και μια φάμπρικα (ελαιουργείο με ζώα) στο χωριό.
Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1958 στο Σελί Αμιρών.
Τα καλοκαίρια,
οι γυναίκες, που φυσικά δεν πήγαιναν στα καφενεία, μαζεύονταν στο κέντρο του
χωριού και βεγγέριζαν (έκαναν διάφορες συζητήσεις). Τα παιδιά έβρισκαν την
ευκαιρία για παιγνίδια και διασκέδαση. Παιχνίδια έφτιαχναν μόνα τους: κρυφτό,
τσούρλι, μούτζος, κισκιντάκη, τριόδι, ντάμα και άλλα.
Στη θέση Μύλος υπήρχε αλευρόμυλος,
που λειτουργούσε από τον Γεώργιο Αγγελάκη (Πινακά) με τα νερά που έρχονταν από
την πηγή Κεφαλοβρυσίου. Εδώ γινόταν η φόρτιση των μπαταριών των ραδιοφώνων στην
Κατοχή. Επίσης, τη δεκαετία του ’50, λειτούργησε κοντά στο χωριό υδροκίνητο
ελαιοτριβείο πρωτοποριακό για την εποχή αυτή από τους χωριανούς μας Γεώργιο
Μαρή και Παπαδιό Ζωάκη. Ερείπια του κτιρίου αλλά και των καναλιών νερού
υπάρχουν ακόμη. Αργότερα, όταν ανοίχτηκαν οι δρόμοι, το εγκατέλειψαν και
άνοιξαν νέο πετρελαιοκίνητο στο Συνοικισμό.
Ο Εμμανουήλ Ζωάκης του Γεωργίου
ασχολήθηκε από το 1961 με τις μέλισσες και εξελίχτηκε σε έναν από τους
καλύτερους μελισσοκόμους της Κρήτης. Μέλισσες είχε και η Παπαδιώ Ζωάκη στη θέση
Λαχταριδιάς, σε πήλινες κυψέλες.
Ο Βασίλειος Διακάκης διατηρούσε για
πολλά χρόνια ξυλουργείο στο χωριό και ήταν και οικοδόμος.
Για
οτιδήποτε άλλο χρειάζονταν οι κάτοικοι του χωριού κατευθύνονταν στα διπλανά
χωριά, και ειδικότερα στο πιο κοντινό, τον Άγιο Βασίλειο, που ήταν μεγαλύτερο
κι έβρισκαν ό,τι ήθελαν.
Η φορολόγηση των κατοίκων γινόταν
με το μουκατά, τον φόρο επί της παραγωγής των προϊόντων. Ένας κάτοικος, ο
μουλτεζίμης, νοίκιαζε από το κράτος τους φόρους με πλειοδοτικό διαγωνισμό,
πλήρωνε κάποιο ποσό στο κράτος και έπαιρνε ένα ποσοστό, συνήθως το 10%, από τα
παραγόμενα προϊόντα. Για το ζύγισμα της παραγωγής κρατούσε μαζί του τον καμπανό. Η πληρωμή του φόρου
γινόταν στο χωράφι και, αν ανακαλυπτόταν φοροκλοπή, το πρόστιμο ήταν
διπλασιασμός όλου του φόρου.
Τα κοινοτικά τέλη καταλογίζονταν με
απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και τα πλήρωναν στον εισπράκτορα ο οποίος
ερχόταν στο χωριό.
Γενικά οι κάτοικοι προσπαθούσαν να
παράγουν οι ίδιοι ό,τι χρειάζονταν, αν και μεταξύ τους πολλές φορές έκαναν
ανταλλαγή προϊόντων. Πωλούσαν και λίγο λάδι και με τα χρήματα που έπαιρναν
αγόραζαν είδη ένδυσης ή άλλα είδη. Γενικά όμως είχαν μικρή εξάρτηση από
χρήματα.
Αργότερα, μετά το 1970, οι
ηλεκτρικές συσκευές άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια, τα οποία συνδέθηκαν και με
το δίκτυο ύδρευσης. Η ζωή έγινε ευκολότερη. Η τηλεόραση όμως έκλεισε τους
ανθρώπους στα σπίτια τους, τους στέρησε το «γειτόνεμα
για να περάσει η ώρα».
Τις δεκαετίες του ’80 και ’90 έγινε
συντήρηση και ασφαλτόστρωση των δρόμων. Έγιναν τεχνικά έργα όπου χρειαζόταν και
διανοίχθηκαν αγροτικοί δρόμοι στις περισσότερες περιοχές. Πολλαπλασιάστηκαν τα
αυτοκίνητα, η μετακίνηση και η μεταφορά των προϊόντων έγινε ευκολότερη και τα
ζώα άρχισαν να λιγοστεύουν. Το ψωμί έφτανε στο χωριό καθημερινά και φρέσκο κι
εγκαταλείφτηκαν οι σπορές, οι
θερισμοί και τα ζυμώματα. Τα νερά λιγόστεψαν, τα περιβόλια και τα δένδρα
ξεράθηκαν. Οι κάτοικοι στράφηκαν στις παραλιακές περιοχές και το χωριό
συρρικνώθηκε. Είχε την τύχη που έχουν, δυστυχώς, όλα τα γύρω χωριά της περιοχής
μας.
Πολιτιστικός Σύλλογος Κρεββατά
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κρεββατά
ιδρύθηκε το έτος 2013 από τους Κρεββατιανούς, με σκοπό να αναδείξει την
ταυτότητα του χωριού, να διατηρήσει τα ήθη και έθιμά του και να προσφέρει κάθε
βοήθεια στους λιγοστούς κατοίκους, ηθική αλλά και υλική, όποτε χρειαστεί. Παρά
τον μικρό αριθμό των μελών του, κατάφερε να ανακαινίσει το κελί της Εκκλησίας
που του παραχωρήθηκε και να το μετατρέψει σε Πολιτιστικό Κέντρο και ευχάριστο
τόπο συγκέντρωσης και κοινωνικών εκδηλώσεων των συγχωριανών. Κατάφερε να
αναβιώσει το πανηγύρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις 26 Σεπτεμβρίου και να
ξαναζωντανέψει το μικρό χωριό μας.
Τα σημερινά
μέλη του Δ.Σ. του Πολιτιστικού Συλλόγου Κρεββατά:
Αγγελάκης Νικόλαος
(Κολύμπαρος), Πρόεδρος
Κονδυλάκης Γεώργιος, Αντιπρόεδρος
Παξιμαδάκης Γεώργιος, Ταμίας
Πατατανέ Ιωάννα, Γραμματέας
Καρακωνσταντάκης Ιωάννης, Μέλος.
Κάτοικοι του Κρεββατά αρχές της δεκαετίας του
’60
(Συνολικά 162
άτομα)
Σήμερα το χωριό Κρεββατάς μπορεί να
είναι σχεδόν ερειπωμένο, όμως τα παλιά χρόνια τα σοκάκια του έσφυζαν από ζωή.
Θα καταγράψω τα ονόματα των κατοίκων του, στις αρχές της δεκαετίας του 60, όπως
τα θυμάμαι.
Στο Πέρα
Χωριό όπως το λέγαμε (προς τον Άγιο Βασίλειο) έμεναν:
Δίπλα από το Δημοτικό Σχολείο, στο
πρώτο σπίτι, έμενε η θεία Δημητρογιαννάκη Ελένη. Καθόταν συνέχεια στον αργαλειό
της. Αμέσως μετά ο Ιωάννης Αγγελάκης (Παυλογιάννης) με τη σύζυγό του Καλλιόπη
και τα παιδιά του Στυλιανή, Σοφία, Ιωάννα και Γιώργο. Κάτω από αυτούς ήταν το
σπίτι της Φωτεινής Αγγελάκη και δίπλα του γαμβρού της Γεωργίου Ζωάκη (Ντακότα).
Ήταν με τη σύζυγό του Ευδοξία και τα παιδιά του Εμμανουήλ, Ιωάννη και Ιωάννα.
Πρόσοψη στο δρόμο είχε το ξυλουργείο του Βασιλείου Διακάκη.
Κάτω από το δρόμο ήταν το σπίτι της
Κυριακής Μαρκοπούλου. Έμενε με την κόρη της Καλλιόπη Κτιστάκη και το εγγόνι της
Μιχάλη. Πιο κάτω ήταν το σπίτι του Εμμανουήλ και της Ελένης Αγγελάκη
(Πολυγένη), με τα παιδιά τους Χρύσανθο, Τρύφωνα και Ιωάννη. Αμέσως πιο κάτω
έμενε η Μαρία Ζωάκη (Μαργή) με τις κόρες της Νίκη και Φιλοθέη. Δίπλα τους ο
Μιχαήλ Ζωάκης (του Καβέ) με τη γυναίκα του Στυλιανή και τα παιδιά του Εμμανουήλ,
Στυλιανό και Πέτρο. Και πιο πάνω η γιαγιά τους η Ελένη Αγγελάκη (θεία
Κώσταινα).
Μετά συναντούσε κανείς την εκκλησία
στη θέση που βρίσκεται και σήμερα.
Προχωρώντας προς το χωριό και κάτω
από το δρόμο, βρισκόταν το σπίτι του Γεωργίου Ζωάκη (Κουτσοχέρη). Ήταν με τη
γυναίκα του Μαριάνθη και τα παιδιά του Εμμανουήλ και Γεωργία. Αμέσως μετά, πιο
κάτω στο στενό, έμενε ο Νικόλαος Μαρκόπουλος με τον γιο του Ιωάννη Μαρκόπουλο,
τη γυναίκα του Καλλιόπη και τα παιδιά τους Γιώργο και Χρυσούλα.
Στη συνέχεια και πάνω στον κεντρικό
δρόμο βρισκόταν το σπίτι της Παπαδιάς Αικατερίνης Αγγελάκη που είχε πέντε
παιδιά: τον Εμμανουήλ, τον Δημήτρη, που έγινε ιερέας, την Ελένη, το Γιώργο και
την Κωστούλα. Ακολουθούσε το σπίτι της Καλλιόπης Καρακωνσταντάκη. Μετά το σπίτι
του Χαρίδημου και της Φωτεινής Καρακωνσταντάκη, με τα παιδιά τους Στυλιανό,
Ιωάννη και Εμμανουήλ. Έπειτα ήταν το σπίτι της Σοφίας Κονδυλάκη με τα παιδιά της
Νικόλαο και Γιώργο και δίπλα τους το σπίτι του Γεωργίου και της Αριάνθης
Αγγελάκη (Πινακά), με τις κόρες τους Στυλιανή και Δόξα. Στην απέναντι πλευρά
του δρόμου υπήρχαν: το σπίτι και το καφενείο του Εμμανουήλ και της Ευαγγελίας
Ζωάκη (Καβέ), όπου έμενε και ο γιος τους Πέτρος. Τα άλλα τους παιδιά ήταν
παντρεμένα. Ακολουθούσε το σπίτι του Σπύρου Ζώη, στο οποίο έμενε η Στυλιανή
Καριολάκη με τα δύο της παιδιά, το Γιώργο και τον Ανέστη. Απέναντι ήταν η Δανάη
Μιχελογιαννάκη, με τη μητέρα της Μαρία (Μοιρονοπούλα).
Κατηφορίζοντας προς την Κάτω
Γειτονιά, συναντούσες το σπίτι της Ελένης Αγγελάκη (Πεντάρφανης), που έμενε
με το γιο της Ιωάννη. Δίπλα ήταν το κελί της εκκλησίας, όπου έμενε ο εκάστοτε
εφημέριος του χωριού. Ακριβώς μετά, στη γωνία, έμενε ο Νικόλαος Συκολογιαννάκης
με τη σύζυγό του Αικατερίνη και τα παιδιά τους Ιωάννη, Εμμανουήλ και Χρυσούλα.
Δίπλα τους έμενε η Σοφία Αγγελάκη (Καλαμιώτισσα), με τα παιδιά της Γιώργο,
Χριστόφορο και Αικατερίνη. Απέναντί τους, η θεία Ειρήνη (η Τρυφώναινα). Αριστερά
η Ελένη Χατζάκη (θεία Ζαχάραινα). Δεξιά ο Ιωάννης και η Άννα Αντωνάκη με την
κόρη τους Μαρίνα. Ακολουθούσε το σπίτι της Ελένης Διακάκη (Ψυχολένη) και του
γιου της Νικολάου. Μετά έμενε η Παπαδιώ Ζωάκη με την κόρη της Μαρίκα. Τους
βοηθούσε και έμενε μαζί τους κάποιος Σταύρος από τα Αμιρά. Μετά ήταν το καφενείο
και το σπίτι του Ματθαίου Αγγελάκη (μπάρμπα Μαθιού) και της γυναίκας του
Κατερίνας. Συνήθως εδώ έμενε και η κόρη τους Κωνσταντινιά και η εγγονή τους
Μαρία. Απέναντι ήταν το σπίτι της Σοφίας Αγγελάκη και της κόρης της Στυλιανής
Ζωάκη (Μαλεβιζώταινα). Φτάναμε έτσι στο Παπούρι, όπου έμενε ο Βασίλειος
Διακάκης με τη σύζυγό του Αντιόπη και τα παιδιά τους Νικόλαο, Ιωάννη και
Ελένη.
Επιστρέφοντας στον κεντρικό δρόμο,
ήταν το σπίτι του δασκάλου Κυπριωτάκη Μιχαήλ. Έμενε με την πεθερά του (δεν
θυμάμαι το όνομά της), τη γυναίκα του Στυλιανή Αγγελάκη και τα παιδιά τους
Μαρίκα, Ελένη και Αλέξανδρο. Εδώ εγκαταστάθηκε λίγο αργότερα ο Μιχαήλ Αγγελάκης
(Νιάρχος) με τη γυναίκα του Σοφία και τις κόρες του Μαρία και Καλλιόπη. Πίσω
τους ήταν το σπίτι του Εμμανουήλ και της Καλλιόπης Ζωάκη (Κρητικού), που έμεναν
με τον γιο τους Ιωάννη. Πιο πέρα έμενε ο Πολυχρόνης Αγγελάκης με τη γυναίκα του
Ξανθίππη και απέναντί τους ο Μιχαήλ Χατζάκης με τη γυναίκα του Μαρία και τα
παιδιά τους Ζαχαρία και Ελένη.
Ανηφορίζοντας στην Πάνω
Γειτονιά, συναντούσες το σπίτι του Μύρωνα και της Άννας Παξιμαδάκη, με τα
παιδιά τους Στυλιανή και Γιώργο. Πιο πάνω έμενε ο Εμμανουήλ Αντωνάκης με τη
γυναίκα του Μαρία και τα παιδιά τους Σταύρο, Αικατερίνη και Φωτεινή. Πάνω από το
σπίτι τους έμεναν οι γονείς του Πέτρος και Φωτεινή Αντωνάκη. Απέναντί τους
έμεναν ο Στυλιανός (Λεβεντάκης) και η Κυριακή Γιαλιαδάκη με τις κόρες τους
Αντιγόνη, Ελένη και Μαρία. Πιο πάνω η Χρυσή Αγγελάκη με το γιο της Αριστείδη.
Μετά ήταν το σπίτι του Άγγελου και της Χρυσής Αγγελάκη, που έμεναν με την κόρη
τους Φωτούλα. Μετά ήταν το σπίτι του Γεωργίου και της Μαρίας Αγγελάκη (Σπιρτά)
και των παιδιών τους Ιωάννη και Εμμανουήλ. Δίπλα τους έμενε η Χρυσή Ζορμπαδάκη,
με τον πατέρα της Μιχαήλ Ζωάκη που ήταν τυφλός και τα παιδιά της Παύλο, Νικόλαο,
Ελένη και Αρετή. Πιο πάνω ήταν το σπίτι της Μαρίας Αγγελάκη (Στέργιαινας), που
έμενε με τους γιους της Εμμανουήλ και Γρηγόρη. Μετά ακολουθούσε το σπίτι του
Δημητρίου και της Καλλιόπης Αγγελάκη (μπάρμπα Μήτσου) και των παιδιών τους
Ιωάννη, Ελένης και Γεωργίου. Δίπλα τους έμενε η μητέρα τους Αναστασία Αγγελάκη.
Τελευταίο ήταν το σπίτι του Ιωάννου και της Φωτεινής Αγγελάκη και των παιδιών
τους Νικολάου και Μαρίνας.
Εδώ, αγαπητέ αναγνώστη, τελειώνει
το αφιέρωμά μου στο μικρό χωριό μου, η προσέγγισή μου στην ιστορία του. Ένα
χωριό που κάποτε ήταν ο παράδεισος της περιοχής και σήμερα είναι σχεδόν
ερειπωμένο. Οι άνθρωποί του ήταν πάντοτε λίγοι αλλά μονιασμένοι. Προσπάθησα να
σου δώσω την εικόνα του στο πέρασμα του χρόνου. Αυτός ήταν ο σκοπός μου. Αν το
πέτυχα, εσύ θα το κρίνεις. Εξάλλου η ιστορία δεν γράφεται. Κάθε ένας την
προσεγγίζει από τη δική του σκοπιά. Αν διαφωνείς σε κάτι, μπορείς να το
σχολιάσεις ή να το απορρίψεις, ακόμη και να μου το γράψεις. Κάθε καλοπροαίρετη
κριτική είναι δεκτή. Εγώ πάντως σε ευχαριστώ πολύ, που διέθεσες τον πολύτιμο
χρόνο σου και το διάβασες. Το έγραψα με μεράκι, γιατί ένοιωθα αυτή την υποχρέωση
προς στον τόπο που γεννήθηκα.
Ευχαριστώ πολύ όσους με βοήθησαν σε
αυτή την προσπάθεια. Πρώτα-πρώτα τη σύζυγό μου Μαρία, που μου συμπαραστάθηκε, με
βοήθησε και είχε και τη φιλολογική επιμέλεια του κειμένου. Μετά την Αντιόπη
Διακάκη, την Ιωάννα Πατατανέ και τον Εμμανουήλ Γ. Ζωάκη για τις πληροφορίες που
μου έδωσαν. Τέλος, όλους αυτούς που ανέβασαν τις φωτογραφίες στο Διαδίκτυο, από
όπου τις πήρα. Δεν τους ξέρω, για να τους ευχαριστήσω
προσωπικά.
Για αυτή την προσπάθεια,
χρησιμοποίησα πληροφορίες που πήρα βασικά από κατοίκους του χωριού. Ιστορικά
στοιχεία πήρα και από τα παρακάτω βιβλία:
1. Εφημερίδα «Βιαννίτικα Νέα», παλαιά
δημοσιεύματα.
2. Εφημερίδα «Ηχώ της Βιάννου», παλαιά
δημοσιεύματα.
3. Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» Ηρακλείου, ένθετα με τίτλο «Κρήτης Ανθρωπογεωγραφία», τεύχη 1 και
2 του 2008.
4. Καδιανάκης Εμμανουήλ, «Βιάννος:
Εικοστός αιώνας, ιστορικά σημειώματα», έκδοση 2010.
5. Μακράκης Μανόλης, «Κρητών
Παιδεία», Ηράκλειο 2013.
6. Παπαδάκης Ι. Γεώργιος, «Βιάννος.
Διαχρονική πορεία από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα», έκδοση
2002.
7. Περιοδικό «Βιαννίτικες ρίζες», τεύχη 1, 2, 3, 4,
5, έκδοση της Ι.Λ.Α.Ε.Β.
8. Σπανάκης Γεώργιος, «Πόλεις
και χωριά της Κρήτης», έκδοση εφημερίδας «ΝΕΑ
ΚΡΗΤΗ» του 2001.
9. Σπανουδάκη - Μπαρμπαγαδάκη Στέλλα, «Αναμνήσεις
από τη σχολική ζωή στην Επαρχία Βιάννου», έκδοση 2002 του Πολιτιστικού
Συλλόγου Αμιρά.
10. Χρηστάκης Γεώργιος, «Επαρχία
Βιάννου 1940-45».
Γιώργος Κονδυλάκης
Φυσικός,
συνταξιούχος εκπαιδευτικός
Βασιλειές
Ηρακλείου Τ.Κ. 715 00
Ακολουθούν δημοσιεύσεις άλλων συγγραφέων που αφορούν το
χωριό μας
ΤΩΝ
ΚΡΕΒΒΑΤΙΑΝΩΝ
Νίκου Διακάκη, συνταξιούχου δασκάλου
Οι κάτοικοι του
Κρεββατά ήσαν σχεδόν όλοι γεωργοί. Έσπερναν κριθάρι, σιτάρι, κουκιά, φακή και
μερικές φορές ρεβίθια. Έσπερναν ταγή για τα μεταφορικά τους μέσα, το γάιδαρο ή
το μουλάρι, καθώς ρόβι για τα βόδια και τις αγελάδες τους. Έσπερναν λινάρι για
την ενδυμασία τους αλλά και για κλινοσκεπάσματα. Έτρεφαν, εκτός από τα βόδια για
το όργωμα και το γάιδαρο ή το μουλάρι για τις μεταφορές, δυο ή τρεις αίγες και
πρόβατα για το γάλα, για κρέας από τα ρίφια και τ’ αρνιά τους αλλά και για το
μαλλί των προβάτων. Έτρεφαν κότες για αυγά και κρέας καθώς και κουνέλια. Στα
περβόλια τους καλλιεργούσαν χειμερινά και καλοκαιρινά λαχανικά όλων των ειδών.
Φρούτα στον Κρεββατά είχαν αρκετά, ρόγδια, δέσπολα, αλλά και πορτοκάλια, σύκα,
σταφύλια και απίδια. Για λεμόνι στο φαγητό, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν
νεράντζια ή τα άγουρα σταφύλια, την αγουρίδα. Οι γυναίκες στο τέλος της Άνοιξης
μέχρι τις αρχές του Καλοκαιριού ασχολούνταν με το μεταξαριό. Αξιοποιούσαν το
μετάξι που έβγαζαν για δικά τους και των ανδρών επίσημη ενδυμασία, αλλά και για
πολλά από τα προικιά των κοριτσιών τους.
1.
Γιατροί.
α. Στον Κρεββατά γεννήθηκε,
μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα ο Νικόλαος Κονδυλάκης. Στις σπουδές του τον
βοήθησε οικονομικά ο Νικόλαος Ζωάκης και τον πάντρεψε με την κόρη του Στυλιανή.
Την ιατρική του άσκησε στον Άγιο Βασίλη.
β. Γέννημα και θρέμμα του Κρεββατά
ήταν ο Ιωάννης Μαρής. Τον σπούδασαν οι γονείς και τ’ αδέλφια του. Την ιατρική
του άσκησε με έδρα τα Αμιρά.
γ. Στον
Κρεββατά γεννήθηκε και ο γιατρός Χριστόφορος Παπαϊωάννου, γιος του παπα-Γιάννη
Ζωάκη ή παπα-Ροΐδη. Μετά τις ιατρικές του σπουδές, έκανε ειδικότητα στη
χειρουργική στη Γερμανία. Παντρεύτηκε στη συνέχεια και εγκαταστάθηκε στην
Ιεράπετρα, σε δική του κλινική, αλλάζοντας το επώνυμό του σε Παπαϊωάννου.
δ. Από τον Κρεββατά κατάγονται και
οι γιατροί Γιώργος και Μανόλης (πέθανε πρόωρα το 2008) Ζώης, παιδιά του
δικηγόρου Σπύρου Ζώη και της δασκάλας Αθηνάς Βετουλάκη.
ε. Κρεββατιανός στην καταγωγή είναι
και ο παιδίατρος Μάνθος Αγγελάκης, γιος του Μανόλη Αγγελάκη κι εγγονός του
πολυκαταστηματάρχη, όπως θα αναφερθεί πιο κάτω, Μαθιού Αγγελάκη ή
Ζουριδομαθιού.
2.
Δικηγόροι.
α. Δημήτριος Κονδυλάκης, αδελφός
του γιατρού Νικολάου Κονδυλάκη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Κρεββατά. Τέλειωσε
τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στον
Άγιο Βασίλειο, όπου διατηρούσε και το Γραφείο του.
β. Σπύρος Ζωάκης ή Ζώης. Κι αυτός
γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Κρεββατά. Σπούδασε Νομικά, παντρεύτηκε με τη
δασκάλα Αθηνά Βετουλάκη κι εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο, όπου άσκησε τη
δικηγορία.
Δυο ατυχείς φοιτητές της
Νομικής:
α. Ιωάννης Μαρκόπουλος. Ευφυής και
άριστος μαθητής, μετά το Γυμνάσιο εγγράφεται στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης. Για
να καλύπτει τα έξοδα σπουδών του, κατατάσσεται στη Χωροφυλακή, αλλά το κίνημα
του Βενιζέλου το 1935 έκρινε την τύχη του. Η δικτατορία του Μεταξά απέλυσε τους
Κρήτες χωροφύλακες κι έστειλε στη φυλακή το Γιάννη Μαρκόπουλο. Ο πόλεμος του
1940, η κατοχή και ο εμφύλιος βρίσκουν το Γ. Μ. στην αριστερή παράταξη. Οι
διώξεις που υπέστη, οι φυλακίσεις, οι εξορίες και το άσθμα που τον βασάνιζε
επέφεραν νωρίς το θάνατό του.
β. Μιχαήλ Στ. Ζωάκης. Άριστος,
ευφυής και χαρισματικός μαθητής, μετά το Γυμνάσιο, εγγράφεται στη Νομική Σχολή
Αθηνών. Ο πόλεμος του 1940 τον υποχρέωσε να διακόψει τις σπουδές του. Αργότερα
βρέθηκε κι αυτός στην αριστερή παράταξη, δεν του επιτράπηκε να συνεχίσει τις
σπουδές του κι έμεινε χωρίς πτυχίο.
3. Ιερείς.
Η ενορία του Κρεββατά διακονήθηκε από Κρεββατιανούς
ιερείς:
α. Γρηγόρης Κονδυλάκης, πατέρας του
Νικολάου και του Δημήτρη Κονδυλάκη, γιατρού και δικηγόρου
αντίστοιχα.
β. Παπα-Γιάννης Ζωάκης ή
παπα-Ροΐδης, πατέρας του γιατρού (Ζωάκη) Παπαϊωάννου Χριστόφορου.
γ. Παπα-Κωστής Αγγελάκης, που
πέθανε νωρίς και οι κάτοικοι τον έκλαψαν πολύ.
δ. Παπα-Νικολής Κονδυλάκης.
Χειροτονήθηκε ιερέας στον Πεύκο και σήμερα εξυπηρετεί και άλλες ενορίες.
Μετά από το θάνατο του παπά Κωστή
Αγγελάκη, στον Κρεββατά υπηρέτησαν ιερείς από γειτονικά χωριά, ο παπα-Μαθιός
από το Κεφαλοβρύσι, ο παπα-Λεωνίδας από τον Βαχό, ο παπα-Αντώνης από το
Λουτράκι, ο παπα-Δημήτρης από τα Αμιρά και άλλοι.
4. Δάσκαλοι και
Καθηγητές.
Στον Κρεββατά γεννήθηκαν, μεγάλωσαν
και φοίτησαν στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου οι Νίκος Διακάκης, Γιάννης
Βαρδονικολάκης, Γιάννης Διακάκης και η Στέλλα Αγγελάκη, που φοίτησε στην
Παιδαγωγική Ακαδημία της Ρόδου. Υπηρέτησαν σε διάφορα σχολεία της Κρήτης αλλά
και έξω απ’ αυτή.
Συνταξιούχοι σήμερα οι τρεις
πρώτοι, ζουν στα Χανιά ο Νίκος Διακάκης και η Στέλλα Αγγελάκη, στην Αθήνα ο
Γιάννης Βαρδονικολάκης, ενώ ο Γιάννης Διακάκης υπηρετεί στο Δημοτικό Σχολείο
Άρβης. Ο Νίκος Διακάκης πέτυχε σε εκπαιδευτικό διαγωνισμό και διορίστηκε
επιθεωρητής δημοτικών σχολείων στην Δ' περιφέρεια Χανίων, με έδρα την Κίσσαμο.
Μετά από τρία χρόνια έχασε τη θέση του και γύρισε στο σχολείο του ως
Διευθυντής.
Κρεββατιανός όμως δάσκαλος είναι
και ο από το Βραχάσι καταγόμενος Μιχάλης Κυπριωτάκης. Υπηρέτησε πολλά χρόνια στο
Δημοτικό Σχολείο Κρεββατά, παντρεύτηκε με Κρεββατιανή και πρωτοστάτησε στις
ποικιλόμορφες εκδηλώσεις του χωριού.
Στον Κρεββατά γεννήθηκε κι εκεί
έμαθε τα πρώτα του γράμματα ο καθηγητής Γιώργος Κονδυλάκης, γιος του πολυάσχολου
και δημιουργικού Χαρή και της Σοφίας Κονδυλάκη.
5. Υπάλληλοι σε
διάφορες Υπηρεσίες.
Ο Χρυσόστομος Μ.
Αγγελάκης και ο Μύρων Α. Αγγελάκης υπηρέτησαν στον ΟΤΕ, πέθαναν όμως και οι δυο
πολύ νωρίς. Ο Χρυσόστομος Αγγελάκης και ο Εμμανουήλ Ν. Αγγελάκης υπηρέτησαν στη
Χωροφυλακή και διαμένουν με τις οικογένειές τους ο πρώτος Κομοτηνή κι ο δεύτερος
στη Θεσσαλονίκη.
Επιστήμονες και
υπάλληλοι με καταγωγή τον Κρεββατά υπάρχουν και πολλοί άλλοι, ιδιαίτερα νέοι. Η
επί πολλά χρόνια απομάκρυνσή μου από το χωριό μας δεν μου δίνει τη δυνατότητα να
είμαι ενήμερος για τις δραστηριότητες των νέων με καταγωγή τον Κρεββατά. Εύχομαι
σε όλους καλή δύναμη στο έργο τους και μια πρόσθετη ευχή: να μην ξεχνάνε το
όμορφο χωριό των παππούδων τους.
6. Οικοδόμοι
(χτίστες).
Για την οικοδομή είχαμε πολλούς
τεχνίτες.
α. Καλλιτέχνης στο τέλειο χτίρι
ήταν ο Νικόλαος Ζωάκης με το παρανόμι Καλόγερος. Σε μια πόλη θα ήταν περιζήτητος
για μαντρότοιχους ή ξερολιθιές.
β. Ο Κωστής Αγγελάκης, που αργότερα
χειροτονήθηκε εφημέριος του χωριού.
γ. Ο Γεώργιος και ο Μανόλης
(αδελφοί) Ζωάκης.
δ. Ο Μανόλης (της παπαδιάς)
Αγγελάκης και αργότερα οι μπετατζήδες Βασίλης Διακάκης και Γιάννης
Αγγελάκης.
7. Έμποροι και καφετζήδες.
Οι έμποροι στον Κρεββατά συνδύαζαν
περισσότερες ασχολίες στον ίδιο χώρο. Το καφενείο ήταν και ψιλικατζίδικο.
Πουλούσε και τρόφιμα (ρύζι, μακαρόνια, ζάχαρη, κρασί, χαρτικά κ.ά.), καθώς και
υφάσματα. Γινόταν περιστασιακά κασάπικο και μαγειρείο. Τέτοια μαγαζιά
ήσαν:
α. Του Μαθιού Αγγελάκη: τσαγκάρικο,
ψιλικατζίδικο, καφενείο, κασάπικο και μαγειρείο.
β. Του Μανώλη Ν. Ζωάκη: καφενείο,
υφάσματα, τρόφιμα.
γ. Του Γεωργίου Μαρή: υφάσματα,
τρόφιμα, εμπορία λαδιού, χαρουπιών και άλλων ειδών.
δ. Του Μανόλη Ζωάκη: καφενείο,
τρόφιμα, κουρείο.
ε. Του Ιωάννη Π. Αγγελάκη:
καφενείο, τρόφιμα, ψιλικά.
στ. Του Βάσου Ζωάκη. Τους
περισσότερους μήνες έμενε στον Προφήτη Ηλία, περιοχή Βαχού. Εξυπηρετούσε τους
εκεί παραγωγούς που το χειμώνα έσπερναν ή μάζευαν ελιές και το καλοκαίρι θέριζαν
κι αλώνιζαν.
8. Βοσκοί.
Ένας ήταν ο συστηματικός βοσκός, με
κατσίκες κυρίως στη θέση Αστοιβιδερό της περιφέρειας Βαχού, ο Στυλιανός
Γιαλιαδάκης από το Κεφαλοβρύσι, που παντρεύτηκε κι έμενε στον Κρεββατά. Βοηθούς
στο κοπάδι του είχε τις πέντε θυγατέρες του, που έφευγαν από την μάντρα μόνο
όταν παντρεύονταν.
9.
Οργανοπαίχτες.
α. Μανόλης Καργιολάκης (ή
Μεγκράνης), λύρα.
β. Μιχάλης Κυπριωτάκης, ο δάσκαλος.
Έπαιζε βιολί και μαντολίνο.
γ. Νίκος Διακάκης,
βιολί.
10.
Χορευτές.
Φημισμένους χορευτές δεν έβγαλε το
χωριό μας. Τους βασικούς όμως χορούς (πεντοζάλη, χανιώτη, καλαματιανό και
πηδηχτό) τους χόρευαν τα περισσότερα κορίτσια και αρκετά αγόρια. Χόρευαν και
τους ευρωπαϊκούς (ταγκό και βαλς).
11. Ψάλτες.
Νικόλαος Μαρκόπουλος, Γεώργιος
Ζωάκης (Γεωργαλένιος), Μιχάλης Κυπριωτάκης, πρωτοψάλτης ο ίδιος, φρόντιζε κι
είχε δίπλα του στο αναλόγιο τους μαθητές του Γυμνασίου και άλλα παιδιά. Έτσι,
σχεδόν όλα τα αγόρια του χωριού έψαλλαν. Διακρίνονταν ως καλλίφωνοι ο Μύρων
Αγγελάκης και ο Στυλιανός Καρακωσταντάκης, αλλά πολλές φορές έψαλλαν και ο
Πέτρος Ζωάκης, ο Νικόλαος Κονδυλάκης (χειροτονήθηκε αργότερα ιερέας), ο Γεώργιος
Κονδυλάκης, ενώ συνεχίζει επί πολλά χρόνια να ψάλλει στην εκκλησιά του Άη-
Γιάννη ο Μανόλης του παπα-Κωστή Αγγελάκη.
12. Θέατρο στο χωριό.
Το θέατρο στο χωριό έπαιζε σπουδαίο
ρόλο. Οργανωτής, καθοδηγητής και εκτελεστής των παραστάσεων ήταν ο δάσκαλός μας
Μιχάλης Κυπριωτάκης. Για ηθοποιούς διάλεγε τους πιο ικανούς μαθητές, αλλά και
απλούς νέους του χωριού που απέδιδαν με επιτυχία το ρόλο τους.
Στο έργο «Αθανάσιος
Διάκος», το ρόλο του Διάκου τον είχε ο Μιχάλης Στ. Ζωάκης και τον απέδιδε με
μεγάλη επιτυχία.
Στο έργο «Γκόλφω»,
τη Γκόλφω υποδυόταν ο Μιχάλης Στ. Ζωάκης, ενώ το ρόλο του αρραβωνιαστικού της
Γκόλφως τον είχε ο Δημήτρης Αγγελάκης, που διατήρησε μετά το όνομα ″Τάσος″.
Στο έργο «Σμαράγδω»,
τη Σμαράγδω υποδυόταν η Στέλλα Γ. Αγγελάκη, τελειόφοιτος, τότε του Γυμνασίου,
και τον αδελφό της υποδυόταν ο Μύρων Αγγελάκης.
Εκτός από τις θεατρικές παραστάσεις
των συγχωριανών μας, είχαμε και τον περιοδεύοντα Καραγκιόζη και παραστάσεις με
ακροβάτες ή θιάσους με θαυματοποιούς, ταχυδακτυλουργούς, σιδεροφαγάδες
κουταλιανούς: «σίδερα μασάει ο
Κουταλιανός, τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του εμπρός».
13. Συμμετοχή στους
Εθνικούς αγώνες.
Σημαντική ήταν η συμμετοχή των
κατοίκων του Κρεββατά σε όλους τους Εθνικούς αγώνες και πολλοί από αυτούς
διακρίθηκαν για την προσφορά τους. Περιορίζομαι μονάχα στην αναφορά μου στο
γενναίο, στους αγώνες κατά των Τούρκων, Γεώργιο Μιχαλοδημητράκη και στον ήρωα
του αγώνα κατά των Γερμανών Γιάννη Μαρκόπουλο.
Πηγή:
Βιαννίτικες ρίζες. Έκδοση Ι.Λ.Α.Ε.Β. τεύχος 3, Ηράκλειο 2010
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΧΕΛΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ή ΜΙΧΑΛΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ
Γεννήθηκε
στον Κρεββατά το 1821. Ήταν οπλαρχηγός της περιοχής και στην Επανάσταση του
1866 εκλέχθηκε αρχηγός της Επαρχίας. Με την ιδιότητα αυτή μετείχε ολόψυχα στον
αγώνα κατά των εχθρών.
Το 1867, όταν ο Αρίφ πασάς ξεκίνησε
από τη Βιάννο για να πάει στην Ιεράπετρα κι από εκεί στα Μεραμπελλιώτικα, προς
βοήθεια του Ρεσίτ πασά, ο Μιχαλοδημητράκης τον περίμενε στα Βατοπήγαϊδα, όπου
και τον καθυστέρησε. Στη συνέχεια τον παρενοχλούσε καθ' όλη τη διαδρομή του
προς τα ανατολικά, δίνοντας χρόνο στους άλλους οπλαρχηγούς να οργανώσουν την
αντίστασή τους.
Γενικά έλαβε μέρος σε πολλές μάχες
που έγιναν στην περιοχή του, κατά τις οποίες διακρίθηκε για τη γενναιότητα και
την ανδρεία του. Πέθανε στο χωριό του, το 1867.
(Γιάννη Χρηστάκη ό.π.)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ
Γιος του Γεωργίου
Μιχαλοδημητράκη, πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1878 αλλά και στους μετέπειτα
αγώνες κατά των Τούρκων μέχρι την απελευθέρωση της Κρήτης. Παρέμεινε στη
συνέχεια στον Κρεββατά, παντρεύτηκε την κόρη του Καπετάν Γιαννίκου από τα Αμιρά
και δημιούργησε οικογένεια με πολλά παιδιά. Η μεγαλύτερη κόρη του, Καλλιόπη,
παντρεύτηκε με τον Ματθαίο Λουλάκη από τα Αμιρά, γιο του επίσης οπλαρχηγού
Σταύρου Λουλάκη, για να αποδοθεί στην ίδια η ονομασία της Καπετάνισσας. Το έλεγε
και η ίδια, όταν καβαλικεύοντας το κοκκινότριχο δυνατό και γρήγορο μουλάρι της
έλεγε: «Εγώ, μωρέ, είμαι κόρη του
καπετάν Μιχαλοδημήτρη».
Το 1926, η πληροφορία
ότι ο συγχωριανός τους Γεώργιος Αγαπάκης (του Χαχαντή) είχε δημιουργήσει σχέσεις
με μια από τις κόρες του Μιχαλοδημητράκη θεωρήθηκε οικογενειακή προσβολή κι ο
αδελφός της Νίκος τον σκότωσε. Το γεγονός αυτό, που αποδοκιμάστηκε από τους
κατοίκους του Κρεββατά και των γύρω χωριών και υποχρέωσε την οικογένεια του
Μιχαλοδημητράκη να εγκαταλείψει το χωριό τους και να εγκατασταθεί στο χωριό Αγιά
Φωτιά.
Πηγή: Άρθρο
του Γεωργίου Χρηστάκη, που δημοσιεύτηκε στις Βιαννίτικες
Ρίζες, έκδοση της Ι.Λ.Α.Ε.Β. το 2008.
Παρανόμια (Παρατσούκλια) των Κρεββατιανών
(του Χρύσανθου
Αγγελάκη)
1. Αγαπάκιαινα (η)
2. Αλογάκι (το)
3. Ανεγνώστης (ο)
4. Αντίος (ο)
5. Αντούρος (ο)
6. Αξάης (ο)
7. Αχτάρης (ο)
8. Βασάκης (ο)
9. Βαχουδιανή (η)
10. Βλούκης (ο)
11. Βυστηράς (ο)
12. Γαλαναλής (ο)
13. Γιασέου (η)
14. Γιωργαλέος (ο)
15. Γύπας (ο)
16. Ζημωτό (το)
17. Ζουρίδηδες (Σόι)
18. Ζουρίδης (ο)
19. Ζουριδόκωστας (ο)
20. Ζουριδομαθιός (ο)
21. Ηλιάκια (Σόι)
22. Θαλής (ο)
23. Θείος Τάκης (ο)
24. Καβές (ο)
25. Καλαμιώτισα (η)
26. Κίρκη (η)
27. Κλανομαρία (η)
28. Κολύμπαρος (ο)
29. Κοντόχας (ο)
30. Κοπανού (η)
31. Κοράσο (το)
32. Κούνελος (ο)
33. Κουταλιανός (ο)
34. Κουτσοχέρης (ο)
35. Κρητικός (ο)
36. Κυρ Γιάννης (ο)
37. Κώσταινα (η)
38. Λαφάσαινα (η)
39. Λαφάσης (ο)
40. Λεβεντάκης (ο)
41. Λετετούρης (ο)
42. Λουλού (η)
43. Μαργή (η)
3. Ανεγνώστης (ο)
4. Αντίος (ο)
5. Αντούρος (ο)
6. Αξάης (ο)
7. Αχτάρης (ο)
8. Βασάκης (ο)
9. Βαχουδιανή (η)
10. Βλούκης (ο)
11. Βυστηράς (ο)
12. Γαλαναλής (ο)
13. Γιασέου (η)
14. Γιωργαλέος (ο)
15. Γύπας (ο)
16. Ζημωτό (το)
17. Ζουρίδηδες (Σόι)
18. Ζουρίδης (ο)
19. Ζουριδόκωστας (ο)
20. Ζουριδομαθιός (ο)
21. Ηλιάκια (Σόι)
22. Θαλής (ο)
23. Θείος Τάκης (ο)
24. Καβές (ο)
25. Καλαμιώτισα (η)
26. Κίρκη (η)
27. Κλανομαρία (η)
28. Κολύμπαρος (ο)
29. Κοντόχας (ο)
30. Κοπανού (η)
31. Κοράσο (το)
32. Κούνελος (ο)
33. Κουταλιανός (ο)
34. Κουτσοχέρης (ο)
35. Κρητικός (ο)
36. Κυρ Γιάννης (ο)
37. Κώσταινα (η)
38. Λαφάσαινα (η)
39. Λαφάσης (ο)
40. Λεβεντάκης (ο)
41. Λετετούρης (ο)
42. Λουλού (η)
43. Μαργή (η)
44. Μαστοράκι
(το)
45. Μεγκράνης (ο)
46. Μπουρίκος (ο)
47. Μυντηρίνης (ο)
48. Νιάρχος (ο)
49. Ντακότας (ο)
50. Ντολμάς (ο)
51. Ξηρούχενα (η)
52. Ουρσούμ (ο)
53. Παπα-Χαμωτός (ο)
54. Παρηγόρα (η)
55. Παυλογιάννης (ο)
56. Πεντάρφανη (η)
57. Πευκιανάκης (ο)
58. Πευκιανή (η)
59. Πινακάς (ο)
60. Ποδήλατο (το)
61. Ποκί (το)
62. Πολυγένης (ο)
63. Πουλιό (το)
64. Πυθαγόρας (ο)
45. Μεγκράνης (ο)
46. Μπουρίκος (ο)
47. Μυντηρίνης (ο)
48. Νιάρχος (ο)
49. Ντακότας (ο)
50. Ντολμάς (ο)
51. Ξηρούχενα (η)
52. Ουρσούμ (ο)
53. Παπα-Χαμωτός (ο)
54. Παρηγόρα (η)
55. Παυλογιάννης (ο)
56. Πεντάρφανη (η)
57. Πευκιανάκης (ο)
58. Πευκιανή (η)
59. Πινακάς (ο)
60. Ποδήλατο (το)
61. Ποκί (το)
62. Πολυγένης (ο)
63. Πουλιό (το)
64. Πυθαγόρας (ο)
65. Ρήτας (ο)
66. Σπανό Μανωλιό (το)
67. Σπιρτάς (ο)
68. Στέργαινα (η)
69. Τραλαλάς (ο)
70. Τραχάς (ο)
71. Τσιρημώκος (ο)
72. Τσίχλας (ο)
73. Τσουδίνα (η)
74. Φαρφανέλης (ο)
75. Φασκομηλιά (η)
76. Φρυσάς (ο)
77. Φυγουρίνι (το)
78. Χαλές (ο)
79. Χαντριέ (η)
80. Χασομέρης (ο)
66. Σπανό Μανωλιό (το)
67. Σπιρτάς (ο)
68. Στέργαινα (η)
69. Τραλαλάς (ο)
70. Τραχάς (ο)
71. Τσιρημώκος (ο)
72. Τσίχλας (ο)
73. Τσουδίνα (η)
74. Φαρφανέλης (ο)
75. Φασκομηλιά (η)
76. Φρυσάς (ο)
77. Φυγουρίνι (το)
78. Χαλές (ο)
79. Χαντριέ (η)
80. Χασομέρης (ο)
81. Χατσής Σπυρίδος (ο)
82. Ψυχολένη (η)
82. Ψυχολένη (η)
Σεπτέμβρης 2017
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ