Παναγιώτη Σκορδά «Αδιάντροπα του Κλήδονα. Τα Κάψαλα και ο
Κλήδονας στη Λέσβο», Εκδόσεις «Μύθος», Μυτιλήνη 2017, σσ. 136,
ISBN
978-618-80314-5-6
Από το συμπατριώτη μας
Βάσο Ι. Βόμβα λάβαμε και δημοσιεύουμε κριτικές για το βιβλίο του Παναγιώτη
Σκορδά: της Ανθούλας Δανιήλ, του Νίκου Ψιλάκη, του Ξενοφώντα Μαυραγάνη και του
Χρίστου Δάλκου.
Κριτική
φιλολόγου Ανθούλας Δανιήλ
Η
παράδοση ενός λαού, παρά τις όποιες τροποποιήσεις που υφίσταται στο χρόνο,
αποδεικνύει μεγάλη αντοχή και προσαρμοστικότητα στα εκάστοτε κοινωνικά δρώμενα,
κρύβοντας κάτω από την εορταστική επιφάνεια ενός εθίμου τον μαγικό και
θρησκευτικό χαρακτήρα της. Οι βαθιές ρίζες και καταβολές ενός εθίμου, όπως αυτό
του Κλήδονα, θα μπορούσαν να αναχθούν στον αρχαίο αριστοφανικό λόγο και
μύθο.
Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ο Παναγιώτης Σκορδάς, άξιος μελετητής και επιστήμων,
ανέλαβε τον ευχάριστο ρόλο να επεξεργαστεί, να σχολιάσει και να παρουσιάσει σε
έναν τόμο τα Αδιάντροπα του Κλήδονα. Πρόκειται για δύο αξιόλογες, ίσως
και μοναδικές στην Ελλάδα, λαογραφικές συλλογές, οι οποίες βρίσκονταν στην
κατοχή η μία του Ακίνδυνου Σκωπτικού και του Βάσου Βόμβα η άλλη. Θεματοφυλάκων,
όπως αποδεικνύεται, της πατρογονικής τους
κληρονομιάς.
Το
βιβλίο, στο πρώτο μέρος του, περιλαμβάνει γενικές πληροφορίες για το λαϊκό
δρώμενο του Κλήδονα, τις δύο συλλογές του Βόμβα και του Σκωπτικού, καθώς και
συνεντεύξεις και πληροφορίες για το τελετουργικό. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει
κείμενα επιφανών Λέσβιων συγγραφέων –Στρατή Αναστασέλλη, Γιαννακού Αλύτη-Βόμβα,
Πάνου Κοντέλλη, Δημήτρη Σαραντάκου, Ειρήνης Μίσσιου-Γιαννακοπούλου, Γιώργου
Αλβανού, Ευστρατίας Τσοκάρου-Μητσιώνη, Ξενοφώντος Μαυραγάνη, Βαγγέλη
Χατζημανώλη– στα οποία εμπεριέχονται τα Κάψαλα και ο Κλήδονας. Στο τρίτο
μέρος περιλαμβάνονται τα «στιχάκια»
των δύο συλλογών. Τέλος, DVD με ηχογραφημένο ένα μέρος του υλικού, για να
διασωθεί ο προφορικός διαλεκτικός λόγος.
Είναι
επιβεβλημένο, αν δεν θέλουμε να είμαστε υποκριτές, να απενοχοποιήσουμε τον λαϊκό
λόγο και τις εκδηλώσεις του, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να
μελετήσουμε με επιστημονικά κριτήρια την ψυχοσύνθεση του λαϊκού ανθρώπου, στο
βαθμό που η συμπεριφορά επηρεάζει τη σεξουαλικότητα.
Ο
Σκορδάς ονομάζει «στιχάκια» τα
συγκεντρωμένα, με μεγάλη επιμέλεια, υπομονή και μεράκι, άσματα που απαγγέλλονταν
ή άδονταν από τους συμμετέχοντες στο δρώμενο στη Μυτιλήνη αλλά και σε άλλα χωριά
της Λέσβου, από τη δεκαετία του 1940 μέχρι και τη δεκαετία του 1980. Τα «στιχάκια» χαρακτηρίζονται «αδιάντροπα»,
όπως φαίνεται και στον τίτλο του βιβλίου, άσεμνα, αθυρόστομα, «στρουτζλά»,
ασεμνοφανή, εντεψίδικα, αρσίζικα, ξετσίπωτα. Γύρω από τον τολμηρό χαρακτήρα τους
αναπτύχθηκε μεγάλη φιλολογία, η οποία τον αιτιολογεί. Ο Λέσβιος ερευνητής
Βαγγέλης Καραγιάννης, στο βιβλίο του «Τα αδιάντροπα. Λεσβιακά
λαογραφικά», με πρόλογο του καθηγητή Λαογραφίας Μιχάλη Μερακλή,
αναφέρει ότι τα «αδιάντροπα»
λέγονταν κυρίως τις Αποκριές και στον Κλήδονα, αλλά και στους γάμους και στα
γλέντια για να δώσουν ευτράπελο και χαρούμενο τόνο στην εκδήλωση και ότι «θα ήταν λάθος να χαρακτηρισθούν
πορνογραφήματα που εξάπτουν τη φαντασία και ερεθίζουν τις
αισθήσεις».
Οι
Δημήτρης και Γιάννης Παπάνης, στο βιβλίο τους Παροιμιακά αδιάντροπα, τα θεωρούν μέρος «αναπόσπαστο
της ραχοκοκαλιάς του λαϊκού πολιτισμού». Ο Μιχάλης Μερακλής επισημαίνει ότι
στα «στιχάκια» αυτά «ο
αχόρταγος πόθος» «εξωτερικεύεται»
και «ανακοινώνεται» με τη λεκτική
έκφραση και έτσι «καταργείται η συνθήκη
της καταχωνιασμένης libido∙ η χωριάτικη πλατεία και αυλή ήταν, εκτός από τα
άλλα, και ένα δημόσιο προληπτικό ψυχιατρείο».
Η Μαρία Σαμαρτζή διακρίνει τα τετράστιχα
σ’ αυτά που απαγγέλλουν τα κορίτσια και στα άλλα που απαγγέλλουν τα αγόρια,
χωρίς ο διαχωρισμός να τηρείται αυστηρά, αφού είναι προνόμιο των μεγάλων σε
ηλικία γυναικών να λένε ελεύθερα βωμολοχίες. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, που τα
κοινωνικά ήθη εμπόδιζαν την ελεύθερη συναναστροφή κοριτσιών κι αγοριών, ο
Κλήδονας γινόταν αφορμή για κοινό γλέντι, φλερτ και αθυροστομία, που σε άλλες
περιπτώσεις θα χαρακτηριζόταν, τουλάχιστον,
απρέπεια.
Ο
καθηγητής Μ. Ζ. Κοπιδάκης, ανατρέχοντας στις αρχαίες κοινωνίες, διακρίνει στην
αθυρόστομη ποίηση έναν φιλάνθρωπο τριπλό σκοπό. Πρώτος είναι οι «ευετηρικές
τελετές» που γίνονταν για να υποβοηθήσουν τις παραγωγικές δυνάμεις της
φύσης, δεύτερος οι «διαβατήριες
τελετές» που αναλάμβαναν να ξεναγήσουν τους άπειρους στον λαβύρινθο του
έρωτα και, τρίτος, οι κοινωνικές συναναστροφές που ήταν φιλίας συναγωγός. Τέλος,
η ακόλαστος Μούσα των επωνύμων ποιητών είχε «καθαρτήριο»
χαρακτήρα, γιατί με το λυτρωτικό γέλιο ελευθέρωνε τα καταπιεσμένα ορμέμφυτα.
Η
Μιράντα Τερζοπούλου παρατηρεί ότι «η
τροπή του χρόνου σε επίπεδο κοσμικό… συνεπιφέρει την ανατροπή του κόσμου σε
επίπεδο κοινωνικό». Σκέφτομαι εδώ πως αυτή την ανατροπή επιδιώκει ο διάσημος
ζωγράφος Πίτερ Μπρύγκελ, σε πίνακά του, όπου άνθρωποι του λαού υποδύονται ρόλους
αρχόντων, διακωμωδώντας τους. Και συνεχίζει η Τερζοπούλου: «Στο
πλαίσιο του αντεστραμμένου αυτού συστήματος αξιών νομιμοποιείται η
ελευθεροστομία, η βωμολοχία, η παραβίαση των ισχυρών ταμπού, η βεβήλωση της
ιερότητας, η διατυμπάνιση της σεξουαλικής επιθυμίας». Ο μουσικολόγος Λάμπρος
Λιάβας θεωρεί τα «στιχάκια»
αναπόσπαστα μέρη συμβολικών πράξεων και τελετουργιών, με τις οποίες ο ελληνικός
λαός υποδεχόταν τις κρίσιμες περιόδους του ετήσιου κύκλου. Κι ακόμα τονίζει πως
«μια συμβολική γλώσσα τόσο τολμηρή όσο
και προαιώνια, γι’ αυτό και πανανθρώπινη» είναι «εν
τέλει καθαγιασμένη και, όπως λέει και το λατινικό ρητό “naturalia non
turpia”», τα φυσικά πράγματα δεν είναι
αισχρά!
Η
έκδοση των συλλογών Βόμβα και Σκωπτικού, με την καταγραφή του πολύτιμου υλικού
σε μια εποχή που το έθιμο έχει ατονήσει, είναι εκδοτικό
γεγονός.
Ο
Σκορδάς επανέρχεται με την πολύ σωστή παρατήρηση ότι, στην εποχή μας που οι
πάντες και πάσης ηλικίας έχουν άνετη πρόσβαση στην ενημέρωση, είναι
επιβεβλημένο, αν δεν θέλουμε να είμαστε υποκριτές, να απενοχοποιήσουμε τον λαϊκό
λόγο και τις εκδηλώσεις του, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να
μελετήσουμε με επιστημονικά κριτήρια την ψυχοσύνθεση του λαϊκού ανθρώπου, στον
βαθμό που η συμπεριφορά επηρεάζει τη
σεξουαλικότητα.
Πέραν
όμως της ουσίας του δρωμένου, αξίζει να μελετηθεί και η λογοτεχνικότητα των
κειμένων, ο γλωσσικός πλούτος, η πλαστικότητα του λόγου και οι χυμοί της
λεσβιακής διαλέκτου που ξαφνιάζουν με την ευρηματικότητά τους, όπως π.χ. όταν το
πρώτο δίστιχο είναι αθώο ή επαινετικό και έρχεται έπειτα το δεύτερο, αδιάντροπο
και τσουχτερό, για να ανατρέψει τη
σοβαροφάνεια.
Ο
Γιαννακός Βόμβας, κληδονάρχης σ’ αυτές τις εορτές, όπως φαίνεται και από το
φωτογραφικό υλικό που τεκμηριώνει τα δεδομένα των συλλογών, έχει επισημάνει ότι
«ο Κλήδονας της Λέσβου είναι ονομαστός
και διακρίνεται για τη γραφικότητα και την ελευθεροστομία που γεννά η αστείρευτη
λαϊκή μας παράδοση. Στη μοναδικότητα του αυτή συμβάλλει αναμφίβολα και η
ιδιάζουσα τοπική διάλεκτος… που προσδίδει στους στίχους μια θέλγουσα
μουσικότητα». Όσο για την αθυροστομία, «οι
υποκριτές δεν έχουν θέση στις “τελετές” αυτές», σχολίασε ρητά και
κατηγορηματικά.
Συμπέρασμα.
Οι δύο συλλογές του Βάσου Βόμβα και του Ακίνδυνου Σκωπτικού, που ήταν θαμμένες
στα συρτάρια τους, ήρθαν στο φως. Η έκδοση διασώζει έναν προφορικό μέχρι
πρότινος λαϊκό θησαυρό, φέρνει στο φως μια άλλη εκδοχή της χυμώδους και
γαργαλιστικής λεσβιακής γλώσσας, είναι μια δυναμική αναβίωση παλιού εθίμου,
είναι ένας τρόπος για να ξανακερδίσουμε χρόνια που πέρασαν, είναι μια πηγή
έρευνας της λαϊκής ψυχής, είναι βιβλίο αναφοράς για τον ερευνητή της λαογραφίας.
Οι εικόνες του εξωφύλλου από τη Μαρία Καλλιπολίτη υποστηρίζουν με τον τρόπο τους
το θέμα. Είναι η ανάδειξη ενός ακόμα λίθου στο οικοδόμημα της λεσβιακής
άνοιξης.
Δημοσιεύτηκε
17 Ιουλίου 2017
Ανθούλα Δανιήλ,
φιλόλογος
Κριτική συγγραφέα – εκδότη Νίκου Ψιλάκη
ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ, ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΟΡΔΑ
Τοπικές πολιτιστικές
αντιστάσεις
Ξεφυλλίζοντας το
καινούργιο βιβλίο του Παναγιώτη Σκορδά «Αδιάντροπα του Κλήδονα» (Μυτιλήνη
2017, εκδόσεις ″Μύθος″), θυμήθηκα τα
τελετουργικά σκώμματα του αρχαίου κόσμου, και ιδιαίτερα την πομπή των ελευσίνιων
μυστηρίων, όπου τα ξετσίπωτα και οι βωμολοχίες βρίσκονταν μεν στις παρυφές της
επίσημης εορτής, αλλά, ως παράλληλες συνιστώσες του ανεπίσημου εορταστικού
τυπικού, αποτελούσαν σταθερό σημείο αναφοράς.
Το γέλιο, η σάτιρα, ο
σαρκασμός ή και ο αυτοσαρκασμός ακόμη συγκροτούν ένα τεράστιο κεφάλαιο του
λαϊκού μας πολιτισμού, οδηγώντας υποδορίως (ίσως και αφανώς) σε εξαγνιστικές
πρακτικές και σε αρχέγονες αντιλήψεις για τη διατήρηση της ισορροπίας του
κόσμου. Ξαφνιάζεται ο σημερινός αναγνώστης ακούγοντας για τα «αδιάντροπα
του κλήδονα», δηλαδή τις φράσεις και τα αυτοσχέδια άσματα που συνοδεύουν
μια γιορτή της οποίας ο κύριος ρόλος -ή τουλάχιστον ο γνωστότερος- είναι
μαντικός. Και ξαφνιάζεται, γιατί σήμερα ο κλήδονας είναι γνωστός κυρίως στην
αναπαραστατική του μορφή, ως εκσυγχρονισμένη αναβίωση ενός κόσμου που ερμήνευε
αλλιώς τα πράγματα, που απέδιδε συμβολικό χαρακτήρα στις εθιμικές πυρές, που
γνώριζε να μεταπλάθει την αγωνία σε τελετή και την τελετή σε λαϊκό
πανηγύρι.
Ο λόγος, λοιπόν, για
ένα βιβλίο κι ένα συνοδευτικό CD, που δεν διασώζουν
μόνο το άρωμα μιας άλλης εποχής, αλλά αποτελούν και υλικό για μα γενικότερη
μελέτη του κλήδονα στον ελληνικό χώρο. Ο συγγραφέας του, ο Παναγιώτης Σκορδάς,
είναι φιλόλογος με σπουδαία δράση στα πολιτιστικά πράγματα του νησιού του και
επίσης σημαντικό έργο (άρθρα, ομιλίες, ραδιοφωνικές παραγωγές, βιβλία,
ανακοινώσεις σε συνέδρια). Πρόκειται για μια πρωτότυπη καταγραφή τοπικών εθίμων
που, σε πολλά σημεία, διατηρούν τη φρεσκάδα της προφορικής αφήγησης και
αποκαλύπτουν τις απαρχές ενός πολιτισμού ριζωμένου στη συμβολική σκέψη των
ανθρώπων.
Αξιοποιώντας δυο
παλιότερες λαογραφικές συλλογές, ο ακούραστος φιλόλογος από την όμορφη Μυτιλήνη
καταγράφει, διασώζει μαρτυρίες και μνήμες από παλιότερες εποχές, ανιχνεύει
καταβολές, μελετά και ερμηνεύει φαινόμενα. Γιατί, εκτός από τις δυο συλλογές
που παραθέτει (Βάσου Βόμβα και Ακίνδυνου του Σκωπτικού), ο Παναγιώτης
συγκέντρωσε τις γραπτές πηγές, μελετήματα και άρθρα διάσπαρτα, μελέτησε,
τεκμηρίωσε την εργασία του με πλήθος παραπομπών και βιβλιογραφικών αναφορών,
επισήμανε τις παραλλαγές του εθίμου και μας προσφέρει τις τοπικές αποχρώσεις του
εθίμου με παραστατικότητα και ζωντάνια.
Οι θερινές τροπές του ήλιου αποτελούσαν κρίσιμη καμπή
στον κύκλο του χρόνου και οι άνθρωποι προσπαθούσαν παλιότερα με συμβολικές
πράξεις και τελετουργικά δρώμενα να εξευμενίσουν τις παντοδύναμες υπερφυσικές
δυνάμεις που καθορίζουν την πορεία του κόσμου. Ο κλήδονας είναι ένα κομμάτι
(ίσως το πιο σημαντικό) ενός εθιμικού τυπικού που έχει στο επίκεντρό του τη
μεγάλη γιορτή του Προδρόμου (έξι μήνες πριν από τη γέννηση του Χριστού).
Στον λαϊκό μας
πολιτισμό το «αδιάντροπο» δεν
αποτελούσε συνήθως στοιχείο της καθημερινότητας∙ εκφερόταν σε συγκεκριμένες ημέρες του χρόνου, σε
συγκεκριμένες εορτές, και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, πάντα στο πλαίσιο
κάποιας λαϊκής τελετουργίας.
«Ανοίξετε τουν κλήδονα, να βγει η χαριτουμένη / να βγει
η ψ . . . . με τα μαλλιά, σα νύφη
στουλισμένη», λέει
ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δίστιχα που καταχωρούνται στο βιβλίο.
Τα διαβάζεις όλα τούτα
και σκέφτεσαι τις μικρές συνάξεις στις γειτονιές, τον μαντικό μα και λυτρωτικό
χαρακτήρα, την αγωνία της προσμονής, τη χαρά και την απογοήτευση, το
τελετουργικό γέλιο που ερχόταν σ’ εναλλασσόμενους κυματισμούς να επιβεβαιώσει
τον κοινωνικό χαρακτήρα του εθίμου.
Και κάτι τελευταίο: Το
βιβλίο του Σκορδά εκδόθηκε από έναν τοπικό εκδοτικό οίκο με την ελκυστική
ονομασία «Μύθος». Χάρηκα,
διαβάζοντας τους τίτλους των έργων που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα, αλλά κι
εκείνων που σχεδιάζει να εκδώσει προσεχώς. Οι τοπικοί εκδοτικοί οίκοι δεν
ανταγωνίζονται τους λεγόμενους «μεγάλους» του κέντρου, αγωνίζονται
μόνο. Κι αγωνίζονται για να προσφέρουν στις μικρές ελληνικές πατρίδες, για ν’
αναδείξουν τις ιδιαιτερότητες των τοπικών πολιτισμών, για ν' αποτελέσουν ανάσες
ζωής σε τόπους που κινδυνεύουν από πολλαπλές πολιτισμικές
ισοπεδώσεις.
Νίκος Ψιλάκης
Συγγραφέας και εκδότης
Κριτική
συγγραφέα Ξενοφώντα Μαυραγάνη
Ο
Παναγιώτης
Σκορδάς είναι ένας πολύ ανήσυχος άνθρωπος. Και ταυτόχρονα
εργατικός, αυτό που λέμε δουλευταράς. Γιατί ασφαλώς ένας εφησυχασμένος και
αδιάφορος δεν θα μπορούσε να είναι εργατικός και ως εκ τούτου παραγωγικός.
Ο
Σκορδάς λοιπόν αυτές τις μέρες μάς έδωσε ένα καινούριο βιβλίο, που διασώζει την
αργά αλλά σταθερά υποχωρούσα ή αποχωρούσα παράδοσή μας. Τα «Αδιάντροπα του Κλήδονα» είναι ένα
βιβλίο που στηρίζεται απ’ τη μια στις βιωματικές καταγραφές του ίδιου (εξάλλου
ως γέννημα-θρέμμα της Αγιάσου δεν θα μπορούσε να είναι άμοιρος τέτοιων
εμπειριών) κι από την άλλη στις πολύ σημαντικές λαογραφικές συλλογές των
Βάσου Ι.
Βόμβα και
Ακίνδυνου
Σκωπτικού,
προφανώς ψευδωνύμως αναφερόμενου συλλέκτη.
Το
βιβλίο, που συνοδεύεται από CD με απαγγελίες μέρους των «αδιάντροπων»,
χωρίζεται σε τρία μέρη. Την περιγραφή των τελετουργικών «Κάψαλων»
ή «Άϊστρου-μπουγιάγστρου», όπως
αναφέρονται τόσο στην Αγιάσο όσο και στο Πλωμάρι, οι φωτιές της παραμονής του
Αγιού Γιαννιού, που θεωρούνταν πολύ καλό να τις πηδήσει κάθε κάτοικος του
χωριού. Για την περιγραφή αυτού του εθίμου δανείζεται αφηγήσεις παλαιότερων,
όπως του Γιάννη
Μαυραγάνη για το Παλαιοχώρι, του Γιώργου
Αλβανού για
τα Βασιλικά, του Χρήστου Τραγέλλη για την Καλλονή,
των Δημήτρη
και Γιάννη
Παπάνη για
την Αγιάσο, του Παναγιώτη Νικήτα για την Αγία
Παρασκευή, την Ανεμώτια και άλλα χωριά, μη αφήνοντας ούτε γωνιά της λεσβιακής
γης ακάλυπτη αναφορικά με το λαϊκό αυτό δρώμενο.
Η
ίδια λεπτομερής αναφορά γίνεται στη συνέχεια για τον Κλήδονα, που άλλωστε είναι
πανελλαδικό έθιμο. Σημαντικό μέρος του βιβλίου είναι οι αναμνήσεις ανθρώπων που
έζησαν τους παλιούς κλήδονες κυρίως της Μυτιλήνης, όπως ο Αλφόνσος
Δελής και ο
Βάσος Ι. Βόμβας, για να ακολουθήσει η αναδημοσίευση λογοτεχνικών κειμένων με
θέμα τα κάψαλα και τον κλήδονα των Στρατή
Αναστασέλλη,
Γιαννακού
Αλύτη-Βόμβα,
Πάνου
Ι. Κοντέλλη,
Δημήτρη
Σαραντάκου,
Ειρήνης
Μίσσιου-Γιαννακοπούλου,
Γιώργου
Αλβανού,
Ευστρατίας
Τσόκαρου-Μητσιώνη, Ξενοφώντα Ε. Μαυραγάνη, καθώς και το
θεατρικό του Βαγγέλη Χατζημανώλη. Και ακολουθεί
η παράθεση όλων των αδιάντροπων τετράστιχων που περιέχονται στις δύο λαογραφικές
συλλογές που προαναφέρθηκαν.
Μια
πολύτιμη έκδοση, που θα παραμείνει στον αιώνα για να θυμίζει το κέφι, την
ανεμελιά και την αέναη επιθυμία των ανθρώπων, όσο κι αν τους βαραίνουν τα
προβλήματα, να δίνουν αέρα στην ψυχή τους. Μόνο μια επιφύλαξη, που δεν αφορά
βέβαια άμεσα τον συγγραφέα, αλλά τον αγγίζει.
Στον
Κλήδονα τα τετράστιχα εναλλάσσονταν. Δηλαδή οι απαγγέλλουσες, γυναίκες κυρίως,
έλεγαν ένα επαινετικό κι ένα σκωπτικό-ονειδιστικό, που αντανακλά στον ή στην
κάτοχο του μικρού αντικειμένου που ανασύρεται από το τσουκάλι ή κουμλί με το
αμίλητο νερό. Αυτό είναι εξάλλου και το παιχνίδι που απολαμβάνει με γέλια και
ευθυμία το κοινό που μετέχει στη διαδικασία. Οπότε όλα τα τετράστιχα επαινετικά
ή αδιάντροπα είχαν αποδέκτη. Γι’ αυτό σε μια επανέκδοση του βιβλίου, που
ειλικρινά την εύχομαι, θα πρέπει να καταχωρηθούν κι όλα όσα επαινετικά
τετράστιχα έχουν συλλεχθεί.
Ξενοφών Ε.
Μαυραγάνης
δικηγόρος και συγγραφέας
Κριτική φιλολόγου Χρίστου Δάλκου
Ὁ φιλόλογος Παναγιώτης
Σκορδᾶς ἀποτελεῖ γιά τήν Λέσβο πολύτιμο πνευματικό κεφάλαιο, ἀσχέτως τοῦ ἄν οἱ
ἐμφανεῖς ἤ ἀφανεῖς ταγοί μας, δοῦλοι ὡς ἐπί τό πλεῖστον τοῦ (οἰκονομικοῦ,
ἀποκλειστικῶς) κεφαλαίου, ἀδυνατοῦν ὄχι μόνο νά ἐκτιμήσουν, ἀλλά καί νά
προσεγγίσουν στοιχειωδῶς τά πνευματικά μεγέθη.
Ἐν τούτοις, παρά τά
ἀποκαρδιωτικά μηνύματα τῆς περιρρέουσας ἀτμόσφαιρας, ὁ Σκορδᾶς ἐπιμένει ἐδῶ καί
χρόνια νά μᾶς χαρίζῃ ἐκδόσεις πού δέν ἀρκοῦνται στήν μίζερη «διαχείριση»
τῶν «πολιτιστικῶν» πραγμάτων καί
κατορθωμένων ἐπιτευγμάτων, ἀλλά κομίζουν καί νέο, πρωτόφαντο ὑλικό, ἱκανό νά
γονιμοποιήσῃ τήν σκέψη καί νά ἀνατροφοδοτήσῃ τόν προβληματισμό.
Ὁ λόγος γιά τό
τελευταῖο του κατόρθωμα, τά Αδιάντροπα
του Κλήδονα, ἐκδόσεις Μύθος, Μυτιλήνη 2017, ἕνα βιβλιαράκι 136 σελίδων,
συνοδευόμενο ἀπό σι-ντί, πού τά καταφέρνει νά μᾶς εἰσαγάγῃ στήν αὐθεντική
ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἅι-Γιαννιοῦ τ᾿ Λιτρουπιοῦ (: Ἡλιοτροπίου), τῆς
γνωστῆς καί ὡς «Κάψαλα», καί βέβαια
τῆς στενά συνδεδεμένης μ᾿ αὐτήν μαντικῆς τελετουργίας τοῦ Κλήδονα (ἤ
Κλείδωνα).
Τό βιβλίο χωρίζεται σέ
τρία μέρη. Στό πρῶτο («Τα Κάψαλα και ο
Κλήδονας στη Λέσβο»), πού πραγματεύεται τά τῶν δύο ἑορτῶν, ὁ Παναγιώτης
Σκορδᾶς μᾶς καλεῖ σέ μιά περιήγηση στόν χῶρο τῆς λαογραφίας, γενικώτερα τῆς
ἑλληνικῆς καί εἰδικώτερα τῆς λεσβιακῆς, μέσα ἀπό τά ἔργα καί τίς μαρτυρίες
λαμπρῶν ἐπιστημόνων καί ἐρασιτεχνῶν (Ἴ. Αἰγαιάτη, Γ. Ἀλβανοῦ, Ε. Βαλάκου, Β.
Βόμβα, Γ. Βόμβα, Ἀ. Δελῆ, Β. Καραγιάννη, Γ. Κοντέλλη, Μ. Κοπιδάκη, Λ. Λιάβα, Δ.
Λουκάτου, Π. Μαμουλέλλη, Γ. Μαυραγάνη, Γ. Μέγα, Μ. Μερακλῆ, Σ. Μολίνου, Π.
Νικήτα, Δ. καί Γ. Παπάνη, Μ. Σαμαρτζῆ, Ἀ. Σκωπτικοῦ, Μ. Τερζοπούλου, Χ.
Τραγέλλη, Β. Χατζημανώλη, Π. Χατζόγλου – Μπλάνη).
Καί μόνο ἀπό τήν
σωρεία τῶν ἀναφορῶν, βιβλιογραφικῶν καί μή, εἶναι ἐμφανές ὅτι ὁ Παναγιώτης
Σκορδᾶς ἀνέσκαψε ἕνα μεγάλο κομμάτι τοῦ λαογραφικοῦ ἀγροῦ, προκειμένου νά
ἁλιεύσῃ -ὅπως τό ἀμφιθαλές παιδί τά ριζικάρια τοῦ κλείδωνα- ἐκεῖνες τίς
προσεκτικά ἐπιλεγμένες πληροφορίες πού μᾶς δίνουν μιά ἐναργῆ εἰκόνα τῶν δύο
φαινομενικά διαφορετικῶν τελετουργιῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς κέντρο τους, ἡ μία τίς
ἀποτροπαϊκές / εὐετηρικές φωτιές τοῦ Ἅι Γιάννη, καί ἡ ἄλλη τήν πρόρρηση τῆς
γαμήλιας τύχης τῶν κοριτσιῶν, μέσα ἀπό τήν μαντική «γρηγούδα»
τοῦ κλείδωνα.
Τό ἐρώτημα, πού ὁ
Παναγιώτης Σκορδᾶς ἀφήνει ἐκκρεμές -ἄν καί πρέπει νά τόν ἀπασχόλησε- εἶναι σέ
ποιό σημεῖο τέμνονται οἱ δύο τελετουργίες, ποιά προηγεῖται καί ποιά ἕπεται.
Γιατί, ναί μέν, στίς περισσότερες τῶν περιπτώσεων, οἱ εὐετηρικές φωτιές
προηγοῦνται καί ἡ γαμήλια πρόγνωση ἕπεται, ἀλλά ὑπάρχει μιά τοὐλάχιστον
περίπτωση, τήν ὁποία ὁ εὐσυνείδητος συγγραφέας ἐπισημαίνει: «Αναφορά
στα “Κάψαλα” βρίσκουμε και στο λαογραφικό βιβλίο της Πόπης Χατζόγλου-Μπλάνη
”Τραγούδια από την παράδοση της Λέσβου. Παροιμίες – Γνωμικά”. Σύμφωνα με τη
συγγραφέα, στη Συκούντα, το χωριό της, τα Κάψαλα γίνονταν μετά τον Κλήδονα.
Στις 24 Ιουνίου, πρώτα ανοιγόταν ο “Κλήδονας” καί μετά γίνονταν τα “Κάψαλα”»
(σ. 17).
Ὁ συγγραφέας, παρ᾿ ὅλο
πού δέν παίρνει θέση, φροντίζει ἐν τούτοις ὑπαινικτικά, μέ τό σεφερικό παράθεμα
«Τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι – Γιάννη / ὅταν
ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιὲς / καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.» νά
ὑποδεικνύῃ τήν αὐθεντική σειρά καί τό σημεῖο τομῆς τῶν δύο τελετουργικῶν
διαδικασιῶν: γιά νά διεκπεραιωθῇ ἡ μαντική ἀναδίφηση τῆς στάχτης κάτω ἀπό τ᾿
ἀστέρια –κάτι πού ἐμπίπτει στήν δικαιοδοσία τοῦ μαντικοῦ κλείδωνα– οἱ φωτιές
πού παρέχουν τήν μαντική στάχτη κανονικά πρέπει νά προηγοῦνται.
Τό δεύτερο μέρος τοῦ
βιβλίου («Τα Κάψαλα και ο Κλήδονας στη
Λεσβιακή Λογοτεχνία καί στό Λεσβιακό
Θέατρο» ) ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος συνοπτικῆς –καί ἰδιαίτερα κατατοπιστικῆς, πρός
δέ καί συναρπαστικῆς– ἀνθολογίας λογοτεχνικῶν κειμένων (τῶν Σ. Ἀναστασέλλη, Γ.
Βόμβα, Π. Κοντέλλη, Δ. Σαραντάκου, Εἰρ. Μίσσιου – Γιαννακοπούλου, Γ. Ἀλβανοῦ,
Εὐστρ. Τσοκάρου–Μητσιώνη, Ξ. Μαυραγάνη, Β. Χατζημανώλη) πού περιγράφουν, μέ τήν
χαρακτηριστική τῆς λογοτεχνίας ἀμεσότητα, τήν τέλεση τῶν ἐθίμων σέ μιά ἐποχή
πού ἦταν ἀκόμα ζωντανά. Ἡ ἀρετή τῆς λογοτεχνικῆς ματιᾶς –καί ἑπομένως καί τῆς
ἀνθολόγησης– ἔγκειται στό ὅτι δέν καταγράφει στεγνές πληροφορίες ἀλλά μεταδίδει
κάτι ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα καί τόν παλμό τῆς πάνδημης
συμμετοχῆς∙ χωρίς αὐτά ἔθιμο δέν
ὑπάρχει, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ νεώτερες προσπάθειες –καίτοι συχνά ἐργώδεις καί
φιλότιμες– ἀναβίωσης τῶν ἐθίμων αὐτῶν.
Ἐν τούτοις, σέ ὅ,τι
ἀφορᾷ τήν ἀθυρόστομη ἐλευθεριότητα τῶν στίχων πού ἀπαγγέλλονται κατά τήν
ἀνάσυρση τῶν ριζικαριῶν ἀπό τό δοχεῖο τοῦ κλείδωνα, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι
ἐγγυᾶται τήν μακροημέρευση τῆς ἀπήχησης τοῦ ἐθίμου, καί τοῦτο διότι ἀπευθύνεται
καί ἀναμοχλεύει τά ἐσώτατα μύχια τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ: «Ανοίξιτι
τουν κλήδουνα / να βγει η βλουγημένη / να βγει η ψουλή μι τα μαλλιά / σα νύφη
στουλισμένη».
Στά ἀθυρόστομα αὐτά
τετράστιχα ἤ δίστιχα, εἰλημμένα ἀπό τίς λαογραφικές συλλογές τῶν Βάσου Ι. Βόμβα
καί Ἀκίνδυνου Σκωπτικοῦ, εἶναι ἀφιερωμένο τό τρίτο μέρος τοῦ βιβλίου. Ὑπάρχουν
ἐδῶ βωμολόχες ἀποστροφές, ἀναιρετικές τῶν κυρίαρχων τίς ὑπόλοιπες μέρες τοῦ
χρόνου κοινωνικῶν συμβάσεων, πού τσακίζουν κυριολεκτικά κόκκαλα: «Όταν σι
βλέπου τσι έρχισι, / απ᾿ του μακρύ σουκάκι / απί καρσί μου φαίνισι / πους είσι
πουτανάκι.»
Μιά σύγκριση τοῦ
παραπάνω τετράστιχου μέ ἕνα παρεμφερές ἀπό τήν «Κούνια»
τοῦ Μανταμάδου (βλ. Σ. Ἀναγνώστου, Λεσβιακά, σ. 260: «Ἐσύ
᾿σαι τὸ ῥουμπὶ φλουρί, / τοῦ βασιληᾶ ἡ βοῦλλα. / Ἀποὺ καρσὶ γνουρίζηση, / ποῦς
εἶσ᾿ ἀρχοντουποῦλα») δείχνει πώς παλαιότερα ἦταν στήν ἀπόλυτη δικαιοδοσία
τῆς ἐκφωνήτριας τοῦ τετράστιχου ἡ προσαρμογή (ἐπαινετική ἤ μή) στήν ἑκάστοτε
ἀτομική περίπτωση ἰδιοκτήτριας τοῦ ριζικαριοῦ, ἀφοῦ: «Στα
επιτυχημένα τετράστιχα του κλήδονα το πρώτο δίστιχο είναι αθώο ή και
επαινετικό, έχει βγει στο μεταξύ το σημάδι από τον κούτρουλα, εκείνη στην οποία
ανήκει φωνάζει πως είναι δικό της, οπότε ακολουθεί το δεύτερο δίστιχο
αδιάντροπο και τσουχτερό.» (σ. 59).
Καί ναί μέν, στήν
σύγχρονη ἐποχή, ὁπότε ὁ κλείδωνας ἔχει πέσει σέ σχεδόν πλήρη ἀνυποληψία (πρβλ.
σ. 29: «Αὐτά τά λέν᾿ στόν κλήδονα [...]:
αὐτά πού λέγονται δέν εἶναι σοβαρά ἤ ἀληθινά»), δέν χάθηκε κι ὁ κόσμος ἄν
κάποια νεαρή μελλόνυμφη εἰσπράττει ἕνα κακεντρεχές ἤ δυσοίωνο σχόλιο. Τί γινόταν
ὅμως σέ παλαιότερες ἐποχές, ὅταν ἡ σχεδόν μεταφυσική πίστη στήν βασιμότητα τῆς
κληδώνειας πρόρρησης μποροῦσε νά σφραγίσῃ ἀνέκκλητα τήν ζωή τῶν νεαρῶν
ὑπάρξεων; Ἡ ὑποψία αὐτή συναντᾶται μέ μιά ἄλλη ὑποψία, ἀναφερόμενη στίς
ἀπώτατες ἀπαρχές τοῦ μαντικοῦ ἐθίμου, ὅτι δηλ. ἡ τελετουργία αὐτή ἐνδέχεται
κάποτε νά ἦταν ὁ βασικός τρόπος μέ τόν ὁποῖο καθωρίζονταν τά γαμήλια ζεύγη,
ἐρήμην τῆς ἐπιθυμίας τῶν ἀμέσως ἐνδιαφερομένων μερῶν.
Ἀλλά καί αὐτό νά μήν
ἰσχύῃ, δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθῇ ἡ παλαιότητα τῶν ἐθίμων αὐτῶν, πού φαίνεται νά
πιστοποιῆται καί ἀπό τίς ποικίλες μορφές πού παίρνει σέ κάθε χωριό ξεχωριστά ἡ
περίεργη μαγική ἐπωδή πού συνοδεύει τό πήδημα τῆς φωτιᾶς στά «Κάψαλα»:
Άγιστρου παράγιστρου / τσι πέτρα στου
τσιφάλι σου... (Ἁγιάσος), Άγισου
μπάλισου / πέτρα στο τσιφάλι σου... (Καλλονή), Άστρου
μπουγιάστρου / του γρούν᾿ μας είνι άσπρου (Ἀκράσι), Άγ᾿στρου
μπουγιάγ᾿στρου / του γρούν᾿ μας είνι ατάγ᾿στου (Παλαιοχώρι), Άλισου
μάλισου / πέτρα του κεφάλι σου...
(Παλαιοχώρι), Άκ᾿στου, παράκ᾿στου /
κάητσι του κάστρου... (Βασιλικά) καί λοιπά.
Συνηθίζουμε νά
παρακάμπτουμε μιά τέτοιου εἴδους ποικιλία, ἀποδίδοντάς την συνήθως στήν τάση τοῦ
λαοῦ νά παρετυμολογικό καί νά ἀναπαράγῃ κατά προσέγγισιν, ὅμως οἱ τεράστιες
φωνητικές μεταβολές πού παρατηροῦνται στίς ποικίλες ἐκδοχές τῆς ἐπωδῆς (π.χ. π /
b / μ, λ > γ > κ)
εἶναι ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς παλαιότητάς της καί ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι
ἀποτελοῦν τόν καρπό μιᾶς πολυδιάσπασης τόσο πρώιμης, ὥστε τό κάθε χωριό νά
διαθέτῃ τήν δικιά του ἐκδοχή. Νομίζω, μάλιστα, ὅτι μιά ἔρευνα καί στά ὑπόλοιπα
χωριά τῆς Λέσβου θά ἦταν σέ θέση νά παράσχῃ ἀκόμα περισσότερες μορφές τῆς
ἐπωδῆς, οἱ ὁποῖες ἐνδεχομένως νά βοηθοῦσαν καί στήν «ἀποκρυπτογράφηση»
τοῦ μυστηρίου της. Ἐνδεικτική, πάντως, τῆς παλαιότητας τῆς
ἐπωδῆς εἶναι μιά παρεμφερής της μορφή ἀπό τό Λιγουριό τῆς Ἀργολίδας («ἄγγαρος
παράγγαρος / ἀγγαρίζει ὁ γάϊδαρος / ρίχ᾿ του βρόμη καί κριθάρι / νά πηδάῃ σάν
κριάρι / ρίχ᾿ του βρόμη καί φακή / νά πηδάῃ σάν τραγί»*)
πού, σημειωτέον, ἐκφωνοῦνταν ὅταν ἔπεφταν τά μικρά παιδιά καί κλαίγανε, ὁπότε,
προφανῶς, ἀποσκοποῦσε στήν γεροσύνη τῆς κεφαλῆς, τό λεσβιακό «πέτρα
τό κεφάλι σου». Σέ ἄλλες περιοχές, ἡ ἰδιότυπη ἡμιεπανάληψη τῆς ἀρχῆς
χρησιμοποιεῖται ὡς εἰσαγωγή σέ αἰνίγματα πού ὑποδηλώνουν πότε τά κάστανα, πότε
τά κούμαρα, τά κολοκύθια, τά ρόδια, τά τριαντάφυλλα κ.λπ. (: «ἄγκαθος
παράγκαθος...» Θράκ., «ἄγκαθα
παράγκαθα...» Μακεδ.,«ἄκατα
πούλκατα...» Σάμ., «οὔλκατα
πούλκατα...» Λέσβ., «ἀγκαθιά
π᾿ραγκαθιά...» Θράκ., «ἄχαντα κι
ἀπάχαντα...» Πόντ., «ἄγκαθο
καλάγκαθο...» Ἤπειρ., «ἄγκαθος
καλάγκαθος...» Κρήτ., «ἄγκαθους
καλάγκαθους...» Σκίαθ., «ἄγκαθος
μαράγκαθος...» Ἤπειρ. κ.ἄ.).
Εἶναι φανερό,
ἑπομένως, ὅτι πολλά μποροῦν νά γίνουν ἀκόμα γιά τήν πλήρη καταγραφή,
ἀντιπαραβολή καί ἑρμηνεία τοῦ τεράστιου σέ ὄγκο καί σημασία λεσβιακοῦ
πολιτισμικοῦ πλούτου. Ἕνα βῆμα πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση ἀποτελεῖ καί ἡ ἀπόφαση
τῆς ἐκδοτικῆς ὁμάδας νά ἀποτυπωθῇ καί σέ ψηφιακό δίσκο ὁ «ἀδιάντροπος»
ἰδιωματικός λόγος (ἐκφωνήσεις ἀπό τούς Β. Χατζημανώλη, Β. Φραγκουλάκη, Δ. Καμπᾶ,
Μ. Παπαδημητρίου, Αἰμ. Ἀναστασίου). Σέ μιά ἐποχή πού οἱ διάλεκτοι καί τά
ἰδιώματα ὑποχωροῦν ραγδαῖα ὑπό τήν πίεση τῆς ποικιλότροπης ἐπικοινωνιακῆς «ἔκρηξης», ἔχει ἰδιάζουσα σημασία νά
περισωθῇ κάτι ἀπό τό παραδοσιακό ἦθος τοῦ ἰδιωματικοῦ λόγου.
Ἀξίζουν ἑπομένως
συγχαρητήρια στόν συγγραφέα καί τούς λοιπούς συντελεστές τῆς σημαντικῆς αὐτῆς
προσπάθειας, πού ἐλπίζουμε νά ἔχῃ καί συνέχεια. Διότι ἡ μοῖρα τῶν σημαντικῶν
προσπαθειῶν εἶναι, σύν τοῖς ἄλλοις, νά δημιουργοῦν περισσότερα χρέη ἀπ᾿ ὅσα
ἐκπληρώνουν.
Χρίστος Δάλκος,
φιλόλογος
*Πληροφορία Κλήμως Γκάτζιου - Κουμαρᾶ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου