Χρυσούλας Πλάλα
ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
Η ιστορία στο παρακάτω διήγημα της Χρυσούλας Πλάλα αποτυπώνει τις σχέσεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων παλιά και σήμερα, με σκοπό να μας κάνει να σκεφτούμε, να μας προβληματίσει. Κάποιοι θ’ αναγνωρίσουν ομοιότητες με τη δική τους προσωπική ιστορία… Η Χρυσούλα Πλάλα είναι συνταξιούχος φιλόλογος και συγγραφέας. Ποιήματα και πεζά από τα βιβλία της έχουμε δημοσιεύσει κατά καιρούς στον ιστότοπό μας. Την ευχαριστούμε που μας τιμά με τα έργα της.
*****
Μετά την πρώτη καλοκαιρινή πανσέληνο, σε μια τελετή στο Δημαρχείο, αποφάσισα να δέσω τη ζωή μου με μια γνωριμία δύο ετών, τον Στέλιο. Υπήρχε συναίσθημα και απ’ τις δυο μεριές ένα ενδιαφέρον, μια καούρα συμβίωσης να κάνουμε παιδιά ο στόχος. Είχα αφήσει τα χρόνια να περάσουν, η τύχη δεν μου έφερνε έντονα συναισθήματα από διάφορους ανθρώπους που έκανα παρέα και, με το που γνώρισα τον Στέλιο, χτυπήθηκα λες από την ευφράδειά του και τους καλούς του τρόπους. Ζώντας μαζί του στο ίδιο σπίτι για δυο χρόνια, ανακάλυψα μια υπομονή και μια ψυχραιμία, που είπα εγώ έχω να παραθέσω γρήγορο νου, υπερκινητικότητα, βουλιμία, πάλλουσα από νεύρο ομιλία και άλλα, όπως κι αυτός εξάλλου... Και αποφασίσαμε να παντρευτούμε.
Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά, δεν τον παραμελούσα, φρόντιζα την καλλονή μου. Ο Στέλιος δεν ήταν διαχυτικός, ξεχνούσε μικροπράγματα που με συγκινούσαν, δεν είχε καμιά σχέση με την τάξη, γενικά ανέβαλλε διά την αύριον. Παρ’ όλα αυτά κάναμε δύο παιδάκια, τη Μάγδα και το Ρήγα, που μας περιόρισαν το χρόνο ν’ αναζητήσουμε ο ένας τον άλλον στη νέα κατάσταση.
Καλός χειριστής του λόγου με σκοπό να εντυπωσιάσει, να πει ότι είναι γνώστης, ότι αγαπιέται απ’ όποιον συναντά. Τέλος πάντων, άργησε ο σύμβουλος γάμου αλλά δεν απέδωσε. Εγώ υποχώρησα για να μην ταράξω τη ζωή των παιδιών που του είχαν αδυναμία. Μπορεί να ’ρθαν τα μικρά, αλλά το πρώτο του μέλημα ήταν η φροντίδα του εαυτού του. Ήταν ξεκάθαρο προηγείτο πάντα το Εγώ του.
Είχε εντοπιστεί αυτό και απ’ τα αδέλφια μου και από τους γονείς μου ωστόσο δεν έπαιρνε απόρριψη γιατί εκτιμούσαμε την υπομονή απέναντι στα θέλω των παιδιών. Το άγχος μου το υπαρξιακό είχε αυξηθεί και ένιωθα ανασφάλεια, ωστόσο παρηγοριόμουν με τα παιδιά και τις αρθρώσεις τους· τι έλεγαν, πώς το έλεγαν, πώς μεγάλωναν τα μικρά κι ομόρφαιναν.
Δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών. Πήρε άδεια για τα πρώτα χρόνια των παιδιών και ασχολείτο με τα βασικά τους παιχνίδια και τα social media. Αυτά δημιούργησαν το πρόβλημα. «Αργία μήτηρ πάσης κακίας». Είχε πολλά ταλέντα, δεν μπορώ να πω: καλός πωλητής, πειστικός και ερασιτέχνης ηθοποιός. Το τελευταίο στεφάνωνε τα όνειρά του όποτε ξεκουραζόταν.
Σε μια παράσταση κάποιου μικρού θιάσου τον εντόπισε μια Ελληνοαγγλίδα, η οποία δεν είχε το θάρρος να του ζητήσει κάτι δικό του και, πηγαίνοντας στην Αγγλία, τον γέμισε συγχαρητήρια μέσω κινητού και τον ξεσήκωσε για το λονδρέζικο κοινό. Από πού κι ως πού;
Η πρόταση να γοητεύσει κι άλλο χώρο πλην του συνοικιακού συνοδεύτηκε και με κομπλιμέντα για την προσωπικότητά του και ανταλλαγή μηνυμάτων συχνών και πληροφοριών για την προσωπική του ζωή. Δεν μπορώ να πω ότι της έκρυψε το γάμο μας και τα παιδιά, αλλά η γυναικεία ματαιοδοξία έχει πολλά ποδάρια.
Μέχρις ενός σημείου με έκανε κοινωνό της αλληλογραφίας, μετά άρχισε να μην μιλάει συχνά για τη Ντόλυ και τις συμβουλές της.
Selfies και χώροι του σπιτιού της, οικογενειακές στιγμές διασκέδασης με τους οικείους της, με επικεφαλίδα «Σε σκέφτομαι, θα ’θελα να ’σαι εδώ, να σε δω να παίζεις, να πίνουμε καφέ στο Covent Garden ή στο Hampstead».
Μεσολάβησε μια σιωπή, όπου ο σύζυγός μου επέστρεψε ένοχος στην οικογένεια χωρίς το εγγλέζικο φορτίο, όχι για πολύ. Προφανώς αναρωτιόταν για το ρόλο του. Η Μάγδα και ο Ρήγας είχαν κεντρική θέση στην καρδιά του… δεν αμφέβαλλα. Εγώ όμως πού χωρούσα;
Και να η φωτογραφία της Ντόλυ, η σκιά του εαυτού της… είχε περάσει στο στάδιο της ανορεξίας.
«Όσο και να ονειρεύομαι χειροκροτήματα σε μικρό εγγλέζικο θέατρο κι ύστερα αφού είμαστε παντρεμένοι, δεν μπορώ να συντροφεύω μια ανορεξικιά…»
Το σενάριο στο μυαλό της είχε αποκτήσει ιστούς. Επενέβη ο πατέρας της, μικρός καλοστεκούμενος εφοπλιστής, για το χατίρι της κόρης.
«What’s that with you, Stelios; Δεν έχεις φιλοδοξίες;»
Κούρνιασα στην αγκαλιά του εκείνο το βράδυ που μου τα ’πε κι άρθρωσα μόλις:
«Πρόσεξε τι θα αποφασίσεις. Εδώ έχεις μια μόνιμη δουλειά, μια οικογένεια στέρεη… αυτοί οι άνθρωποι είναι άλλου κόσμου. Αγοράζουν και πουλάνε…»
Κι άρχισα να κλαίω με αναφιλητά.
Έρχονταν γιορτές κι αποφάσισε το ταξίδι στην Αγγλία.
Μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Μωρό μου, θα τα καταφέρω…»
Τα παιδιά ζουζουνίζανε γύρω του σαν τρελά, σαν να ψυχανεμίζονταν μια αμετάκλητη αναχώρηση.
Έφυγε μουδιασμένος.
Περιμέναμε την Πρωτοχρονιά, όταν μου μίλησε στο κινητό για μια αίτηση άδειας άνευ αποδοχών που ’χε υποβάλει κι εγκρίθηκε. Η καρδιά μου κόπηκε, ήμουν πια σίγουρη ότι τον έχασα… κι αναρωτιόμουν πώς, στην πρώτη σειρήνα που του έτυχε, μας πέταξε τόσο ελαφριά, σαν σκόνη απ’ τα μανίκια του;
Στο σπίτι είχαμε ζωστεί τις συνέπειες ενός χωρισμού. Φροντίζαμε για την ηρεμία των παιδιών.
«Ο μπαμπάς λείπει για δουλειές, κι όταν έρθει, θα φέρει δώρα…».
Μήνυμα τις Απόκριες:
«Έχω μπλέξει άγρια. Η Ντόλυ είναι έγκυος, η υγεία της επισφαλής, δεν μπορώ να φύγω. Εκβιάζομαι…»
Χαμογέλασα πικρά κι απάντησα:
«Εσύ πήγαινες για θέατρο και για κοινό. Όλα τ’ άλλα τα ’χες… Μακρινό μου ταίρι, όταν ξεμπλέξεις, γύρνα πίσω για να υπογράψεις το διαζύγιο».
Ήμουν πεισμένη ότι πάλαιψε, αλλά δεν τα κατάφερε με τη Ντόλυ και την οικογένειά της.
Κάποιο βράδυ μέσα στο Μάρτη μου ζήτησε να μιλήσουμε από καρδιάς. Τα παιδιά κοιμούνταν. Απομονώθηκα. Τον είδα τόσο δυστυχή, δακρυσμένο.
«Τι έκανα… Έχω μετανιώσει πικρά…». Και τότε μου ’πε ένα πολύ ζεστό «σ’ αγαπώ».
«Στέλιο, ας αφήσουμε τα παιδιά στην ησυχία τους. Μην τους τηλεφωνείς και τα ξεσηκώνεις. Λείπεις μακριά, είναι αρκετό… Θα τα δεις όταν μεγαλώσουν, όταν όλα θα ’χουν γλυκάνει κάπως».
Και τότε μου ’πε:
«Η ζωή μου έκλεισε. Περιφέρομαι μόνος στους δρόμους του Λονδίνου και κλαίω. Χάρισέ μου κάποιες στιγμές επικοινωνίας…»
«Δεν σου λέω να μας ξεγράψεις, ωστόσο, όταν γεννηθεί το παιδί σου, ίσως τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Σου υπόσχομαι ότι θα ’χουμε μυστικά τηλεφωνήματα, να νιώσεις καλύτερα…»
«Στέφη μου, καρδιά μου»… κι άρχισε να κλαίει.
«Πάντα φρόντιζες πρώτα τον εαυτό σου, ήμουν δυνατή και δεν με πείραζε, τώρα κοίτα την καινούργια σου οικογένεια, ίσως είναι η ευκαιρία να γίνεις καλύτερος άνθρωπος… Όταν έχεις νέα, τηλεφώνα μου. Θα ’χω την έγνοια σου.»
Κι ελευθερώθηκα. Δεν τον μισούσα.
Πέρασε καιρός. Σ’ αυτή τη στοιβαγμένη στενοχώρια και καταχνιά προέκυψε ένας ήλιος. Κάποιος αγγειοπλάστης, φίλος της αδελφής μου, μου πρότεινε να ασχοληθώ τρία απογεύματα την εβδομάδα με το μαγαζί του, στην οδό Εφέσου. Δέχτηκα χωρίς αναστολές. Είχα ανάγκη από λίγο αέρα.
Ο Τίτος, άνθρωπος γλυκύς, με χιούμορ, μ’ έκανε να χαμογελάσω λίγο μ’ αυτά που δημιουργεί η ζωή χωρίς να υπολογίζει τις δυνατότητες των ανθρώπων. Έπαψα να μιλάω για την ιστορία μου κι άρχισα να ενδιαφέρομαι για τους γύρω μου. Τα παιδιά μου ήταν το πρώτο μέλημά μου και μετά οι δικοί μου κι οι φίλοι μου, ο Τίτος, ο Αναστάσης, η Μαρκέλλα, ακόμα κι ο άνθρωπος που μας εγκατέλειψε… και δεν έχυνα δηλητήριο.
Πάνω σ’ αυτή την αλλαγή διάθεσης, ο Τίτος μου πρότεινε με δειλία κάποια μέρα:
«Θα ’θελες, Στέφη, να γίνω ο πατέρας των παιδιών σου; Να τα φροντίζω, να τ’ αγαπώ, να τα μεγαλώσουμε μαζί, σαν ζευγάρι;»
Αναπάντεχη πρόταση σ’ εμένα τη δυνατή που ’χε λυγίσει κι απάντησα αυθόρμητα:
«Δώσε μου λίγο χρόνο…»
Στην πραγματικότητα δεν ήθελα χρόνο, αλλά αυτή την αγκαλιά που μου προσφερόταν.
Έχει περάσει ένας χρόνος και τρώω συνέχεια το ίδιο γλυκό ζυμάρι κάθε μέρας, μετά την πρόταση του Τίτου. Επιτέλους το σπιτικό μας ευτυχεί. Η Μάγδα και ο Ρήγας έχουν έναν πατέρα παρόντα. Ο απών οδύρεται. Έχει μετανιώσει. Ωστόσο, με τα χρόνια όλα παίρνουν τη θέση που τους αξίζει στη ζωή.
Χρυσούλα Πλάλα
Αύγουστος 2023