ΚΑΤΩ ΒΙΑΝΝΟΣ – ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Το χωριό Κάτω Βιάννος βρίσκεται νοτιοανατολικά της πόλης του Ηρακλείου σε απόσταση 62 χιλιομέτρων από αυτό, κάτω από τον κεντρικό δρόμο Ηρακλείου – Βιάννου – Ιεράπετρας και σε υψόμετρο 510 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Περιλαμβάνει και τον οικισμό «Μέση», που βρίσκεται βορειοδυτικά του χωριού σε απόσταση περίπου 3,5 χιλιομέτρων από αυτό και σε υψόμετρο 547 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Σήμερα κατοικείται από κατοίκους του οροπεδίου Λασιθίου. Αποτελεί Tοπική Kοινότητα του Δήμου Βιάννου, του νομού Ηρακλείου.
Άποψη του χωριού Κάτω Βιάννος.
Το όνομα του χωριού, Κάτω Βιάννος, πήρε από την αρχαία πόλη Βίεννο που υπήρχε ανάμεσα στα σημερινά χωριά Άνω και Κάτω Βιάννος. Πιθανότατα βρισκόταν πιο κοντά στην Άνω Βιάννο και εκτεινόταν μέχρι τον Αφέντη Χριστό, στα σημερινά Ψυχούλια. Η πόλη αυτή χάθηκε στον 6ο μ.Χ. αιώνα, ύστερα από ισχυρό σεισμό που την κατέστρεψε εντελώς και ασθένεια πανώλης που ακολούθησε και αφάνισε τους εναπομείναντες κατοίκους της. Οι κτηνοτρόφοι που κατοικούσαν στα γύρω βουνά συγκεντρώθηκαν σε οικισμούς, που δύο από αυτούς εξελίχτηκαν στην Άνω Βιάννο και την Κάτω Βιάννο.
Η ονομασία του οικισμού της Μέσης προέρχεται πιθανότατα από το γεγονός ότι οι κάτοικοι που ίδρυσαν το χωριό είχαν ξεκινήσει από το Τυμπάκι κάποιοι και άλλοι από τη Σητεία, με αποτέλεσμα να συναντηθούν και να εγκατασταθούν στη μέση, όπου και βρίσκεται ο σημερινός οικισμός.
Ο οικισμός Μέση.
Στην Κάτω Βιάννο και στη Μέση υπάρχουν ίχνη ανθρώπων από πολύ παλιά, την εποχή την Μινωϊτών, όπως μαρτυρά ο προανακτορικός πρισματικός σφραγιδόλιθος που βρέθηκε στην περιοχή. Πριν την εποχή της αραβικής κυριαρχίας και τους Βυζαντινούς χρόνους, έχομε τη δημιουργία των πρώτων οικισμών. Στην παλιά Μέση βρέθηκαν αντικείμενα προχριστιανικής εποχής.
Η Κάτω Βιάννος αναφέρεται, όπως γράφει ο κ. Στέργιος Σπανάκης στο βιβλίο του «Πόλεις και χωριά της Κρήτης» (σελ. 187 και 532), σε έγγραφο του τουρκικού αρχείου του Χάνδακα το 1394. Στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583 με 254 κατοίκους στην επαρχία Μπελβεντέρε ή Ρίζου. Στην τούρκικη απογραφή του 1671, στο Κανδιλίκι της Βιάννου, με 59 «χαράτσα», δηλαδή 236 χριστιανούς κατοίκους. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 με 0 χριστιανικές και 16 τούρκικες οικογένειες. Το 1881 στο δήμο Βιάννου με 164 χριστιανούς και 143 τούρκους κατοίκους. Το 1900 με 241 κατοίκους. Το 1920 είναι έδρα ομώνυμου αγροτικού Δήμου με 373 κατoίκους. Το 1925 αποτέλεσε με τον Χόνδρο μια κοινότητα με έδρα το Χόνδρο για λίγους μήνες. Τα έτη 1928, 1940 και 1951 είναι στην ομώνυμη κοινότητα με τον οικισμό Μέσης με 332, 363, 325 κατοίκους αντίστοιχα, ενώ στην απογραφή του 1961 έχει 307 κατοίκους. Έκτοτε ο πληθυσμός του ακολουθεί φθίνουσα πορεία· στις απογραφές 1971, 1981, 1991, 2001 και 2011 αναφέρεται με 258, 208, 180, 146 και 108 κατοίκους αντίστοιχα. Σήμερα (2016) οι μόνιμοι κάτοικοι είναι λιγότεροι από 100. Στα παραπάνω νούμερα δεν συμπεριλαμβάνονται οι κάτοικοι της Μέσης.
Η Κάτω Βιάννος χιονισμένη.
Ο οικισμός Μέση αναφέρεται στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583 στην επαρχία Μπελβεντέρε ή Ρίζου ως δύο ανεξάρτητες περιοχές: Η Απάνω Μέση με 74 κατ. και η Κάτω Μέση με 57 κατοίκους. Το 1671 με 20 και 16 χαράτσα αντίστοιχα και το 1834 με 3 χριστιανικές και 1 τούρκικη οικογένεια. Από το 1881 δεν αναφέρεται στις απογραφές, μάλλον επειδή είχε καταστραφεί εντελώς από τους τούρκους. Αναφέρεται πάλι το 1940, που εμφανίζεται στην κοινότητα Κάτω Βιάννου με 13 κατ., το 1951 με 25 κατ., το 1961 με 62 κατ. Το 1971 με 73 κατ., το 1981 με 21 κατ., το 1991 με 46 κατ., το 2001 με 3 κατ. και το 2011 με 7 κατοίκους. Σήμερα η Απάνω Μέση είναι ερειπωμένη, ενώ η Κάτω Μέση χρησιμοποιείται σαν χειμερινό μετόχι των Λασιθιωτών με πολύ λίγους μόνιμους κατοίκους.
Πρόεδροι της κοινότητας τα τελευταία 70 χρόνια υπήρξαν οι: Βαβουρανάκης Χαρίλαος του Εμμ., ο Νικόλαος Μανδαλάκης του Ιωάνν., ο Βαβουρανάκης Γεώργιος (Μαραγκός), ο Εμμανουήλ Βασιλάκης, ο Τζανάκης Θεόδωρος (Θοδωρής), ο Ιωάννης Δουλγεράκης (Γιαννάκης), ο Γεώργιος Τζανάκης (Λεμονατζής), ο Ιωάννης Μεραμβελλιωτάκης (Αβγιότης), ο Μιχαήλ Μηλιαράς (Ταγματάρχης) και ο Γεώργιος Ζαμπετάκης, που ήταν και ο τελευταίος. Ακολούθησε η συνένωση των κοινοτήτων στο Δήμο Βιάννου. Μετά το 1999 το χωριό εκπροσώπησαν στο Δήμο Βιάννου οι: Ιωάννης Εμμ. Μηλιαράς (Τσάκας) για τρεις τετραετίες και μετά ο σημερινός τοπικός εκπρόσωπος Εμμανουήλ Σταματουλάκης. Δίπλα τους γραμματείς της κοινότητας ήταν οι: Τζανάκης Γεώργιος (Γραμματικός) από το 1945 μέχρι το 1981 που συνταξιοδοτήθηκε. Μετά το 1981 μέχρι το 1988 η Αγγουράκη Άννα του Γρηγ. και από το 1988 ο Ιωάννης Μεραμβελλιωτάκης του Αντωνίου και της Ελένης, που μετακινήθηκε στο Δήμο Βιάννου μετά την κατάργηση των κοινοτήτων και υπηρετεί ακόμη.
Τοποθεσίες Κάτω Βιάννου.
Η ιστορία του χωριού.
Το χωριό στο πέρασμα των αιώνων καταστράφηκε πολλές φορές και από όλους τους κατακτητές και ξανακτιζόταν από τους χριστιανούς κάθε φορά. Σύμφωνα με τις παραδόσεις, το χωριό αρχικά κτίστηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Μέση, ήταν μεγάλο και άνθησε από τον 3ο έως και τον 9ο αιώνα μ.Χ. Όταν το 824 μ.Χ. οι Άραβες αποβιβάστηκαν στα νότια παράλια της περιοχής, πιθανόν στην Ψαρή Φοράδα, ή κατ’ άλλους κοντά στον Τσούτσουρα, οι Κατωβιαννίτες ήταν από τους πρώτους που τους αντιστάθηκαν, με αποτέλεσμα οι εισβολείς να καταστρέψουν εντελώς το χωριό. Αργότερα οι κάτοικοι που απέμειναν το ξαναέκτισαν στη θέση που βρίσκεται σήμερα το νεκροταφείο, στον Αφέντη Χριστό, οπότε πιθανότατα χτίστηκε και η εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος που υπάρχει και σήμερα. Στη θέση αυτή υπήρχαν ακόμη τα ερείπια από την αρχαία Βίεννο από όπου πήρε και το όνομά του το χωριό.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά, ανακατασκευάστηκε και αναπτύχθηκε πάλι. Έγινε και υδραγωγείο, ίχνη του οποίου βρέθηκαν παλιά. Ακολούθησε η κατάληψή του από τους Βενετούς.
Επί Ενετοκρατίας οι κάτοικοι του χωριού έλαβαν μέρος σε όλα τα επαναστατικά κινήματα. Το 1367 στην επανάσταση των αδελφών Καλλέργη, οι Ενετοί χτύπησαν τους επαναστάτες στην Έμπαρο και οι Κατωβιαννίτες έτρεξαν και τους βοήθησαν, με αποτέλεσμα για αντίποινα να καταστραφεί πάλι το χωριό τους. Αναγκάστηκαν τότε να το ξανακτίσουν στη θέση που βρίσκεται σήμερα.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι Κατωβιαννίτες συμμετείχαν πάντοτε στους αγώνες κατά των κατακτητών. Τα πρώτα χρόνια που ήρθαν οι τούρκοι στο χωριό, άρπαξαν με τη βία από τους κατοίκους τις καλύτερες περιουσίες και τους έδωσαν μάλιστα και δικά τους τοπωνύμια που διατηρούνται ακόμη και σήμερα, όπως (Ι) Μπραήμ Μπέη, Καδή, Γαλανού, Τζουλούνη, Σαρά-Μεμέτη, Αρχοντικό. Τις περιουσίες αυτές τις νοίκιαζαν στη συνέχεια στους Χριστιανούς με δυσβάστακτους και υποχρεωτικούς όρους, ώστε να μην τους μένει τίποτε για τη διαβίωσή τους. Αργότερα οι κληρονόμοι τους τις πούλησαν. Μετά το κίνημα του Δασκαλογιάννη το 1770, οι τούρκοι απαιτούσαν ακόμη μεγαλύτερους φόρους από τους Χριστιανούς. Επειδή οι χωριανοί αρνήθηκαν και ξεσηκώθηκαν, οι τούρκοι εγκατέστησαν στο χωριό 250 Νιζάμηδες (στρατιώτες του τουρκικού στρατού και Γερλήδες), οι οποίοι έκαναν τη ζωή των κατοίκων αφόρητη. Οι Γερλήδες ήταν Γενίτσαροι Κρητικής καταγωγής.
Στην εξέγερση όλων των χωριών της επαρχίας Ρίζου το 1810 οι Κατωβιαννίτες πρωτοστάτησαν. Συγκεντρώθηκαν έξω από την Κάτω Βιάννο με περίπου 3.000 Έλληνες από όλα τα χωριά της επαρχίας Ρίζου, στην οποία ανήκε και η περιοχή της σημερινής επαρχίας Βιάννου και αντιμετώπισαν 12.000 τούρκους που ήρθαν από τα τουρκοχώρια της Μεσαράς. Η μάχη δόθηκε στου Μπατζίκι τον πόρο και οι τούρκοι νικήθηκαν. Σκοτώθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι 5.000 κι οι υπόλοιποι επέστρεψαν πίσω. Επανήλθαν μετά από τρία χρόνια εντελώς ξαφνικά για εκδίκηση, με αρχηγό τον Χασάν Πασά, αλλά και πάλι οι Κατωβιαννίτες, μόνοι τους αυτή τη φορά, τους ανάγκασαν να σταματήσουν την προέλασή τους προς τη Βιάννο. Οι τούρκοι κατέστρεψαν τότε εντελώς το χωριό κι έσφαξαν όλους τους κατοίκους που βρήκαν. Οι λίγοι κάτοικοι που σώθηκαν είχαν κρυφτεί στο σπήλαιο της Βίγλας στον Κερατόκαμπο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το χωριό βρισκόταν ακόμη στον Αφέντη Χριστό και ότι τότε οι λιγοστοί κάτοικοι που απέμειναν το ξανάκτισαν στη σημερινή του θέση.
Στον Κώδικα θυσιών, που βρίσκεται στο Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου, βρίσκονται γραμμένα τα ονόματα και κάποιων Κάτω Βιαννιτών που χάθηκαν στον Κρητικό αγώνα του 1821:
Γιώργης Κουλούρας.
Γιώργης Παπαδάκης με αιχμάλωτους τους κληρονόμους του.
Κωνσταντής Βασιλάκης (ή Βασιλικογιαννάκης ).
Μετά το 1821 πάλι η Κάτω Βιάννος έδωσε στους αγώνες αξιόλογους άνδρες, όπως τους Χαΐνηδες οπλαρχηγούς Ιωάννη Αγγουράκη, Νικόλαο Αγγουράκη, Νικόλαο Παπαδάκη, Ιωάννη Παπαρουνάκη και άλλους.
Το 1823 στρατοπέδευσε στην Κάτω Βιάννο ο Χασάν Πασάς, γαμβρός του Αιγύπτιου Μεχμέτ Αλή Πασά, για περισσότερο από ένα μήνα, οπότε κατέστρεψε το χωριό κι έσφαξε ή αιχμαλώτισε όλους τους κατοίκους. Το εγκατέλειψε ερειπωμένο, επειδή δεν μπορούσε να αντέξει τις καθημερινές επιθέσεις των επαναστατών Χαΐνηδων, που με αρχηγό τον Συμιακό δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Εμφανίζεται στις απογραφές της εποχής χωρίς κανέναν Χριστιανό κάτοικο αλλά μόνο με πολλούς τούρκους, πιθανόν στρατιώτες.
Από το 1830 οι Τουρκοαιγύπτιοι άρχισαν να λιγοστεύουν από όλα τα χωριά της επαρχίας μας. Αυτό οφείλεται στη δράση των πολλών Χαΐνηδων. Αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν και ορισμένα προνόμια στους Χριστιανούς, όπως τη λειτουργία Σχολείων από τις μονές.
Χαΐνηδες ήταν αρκετοί από την επαρχία μας, όπως ο ξακουστός Συμιακός Χατζηαναγνώστης (Νικόλαος Συγκελάκης) από τη Σύμη που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των τούρκων σε όλη την επαρχία, ο Γεώργιος Μιχαλοδημητράκης από τον Κρεββατά με το γιο του Ιωάννη, ο Γουρνιέζος, ο Δοριάκης, ο Τσοπάκης και ο Αγαπάκης από τη Βιάννο, ο Αλετράς και πολλοί άλλοι, καθώς και οι Κατωβιαννίτες που αναφέραμε πιο πάνω. Ήταν οι υπερασπιστές και προστάτες των χριστιανών από τους τούρκους. Τις νύκτες έφευγαν από τα βουνά, όπου έμεναν αφού τους έψαχναν οι τούρκοι, και πήγαιναν στα χωριά με τους βοηθούς τους. Τα ξεκαθάριζαν από τους τούρκους που είχαν αδικήσει ή βασανίσει Χριστιανούς, καίγοντας ακόμη και τα σεράγια τους. Πρωτοστατούσαν και οργάνωναν όλες τις μάχες εναντίον των τούρκων σε όλη την Κρήτη. Αργότερα ο Συμιακός έγινε αρχηγός όλων των επαναστατών και των Χαΐνηδων της επαρχίας Ρίζου, την οποία εκπροσωπούσε στα πολεμικά συμβούλια. Τόση ήταν η μανία των τούρκων εναντίον του από τις καταστροφές που τους είχε προκαλέσει, ώστε μετά που έμαθαν ότι πέθανε ξαφνικά το 1866 ήρθαν στην επαρχία μας καταστρέφοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και πήγαν στη Σύμη. Βρήκαν και άνοιξαν τον τάφο του και ξέσπασαν διαλύοντας και βεβηλώνοντας τα οστά του. Ήθελαν να τον εκδικηθούν και να τον χτυπήσουν έστω και νεκρό. Μετά αφόδευσαν και μέσα στον τάφο του και έφυγαν.
Οι Κατωβιαννίτες έλαβαν μέρος στην περίφημη μάχη του Λασιθίου του 1867 και λίγο αργότερα στη μάχη στο Λάπαθο, οπότε οι τούρκοι με τον Ομέρ Πασά έκαψαν άλλη μια φορά το χωριό. Ειδικά ο οικισμός της Μέσης ερημώθηκε και ήταν ακατοίκητος για πολλά χρόνια μετά.
Σύμφωνα με την παράδοση, στη διάρκεια γάμου, οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Πέρα Μέση, που βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία της Παναγίας κι έσφαξαν όλο τον κόσμο που γλεντούσε, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Την πληροφορία για το γάμο πήραν από ένα μικρό παιδί που ήταν βοσκάκι. Το βασάνισαν για να μαρτυρήσει και στη συνέχεια το έσφαξαν. Σώθηκε μόνο ένας νέος κάτοικος, με καταγωγή από τα Σφακιά, που καβάλα σε ένα άσπρο (ψαρό) άλογο κατέφυγε στον Χόνδρο και γι’ αυτό ονομάσθηκε Ψαρολογάκης.
Την πράξη αυτή τη συνήθιζαν οι τούρκοι γενίτσαροι. Ορμούσαν σε γάμους Χριστιανών κι έσφαζαν όλο τον κόσμο. Άφηναν μόνο τη νύφη, την οποία έπαιρναν σκλάβα για να ικανοποιούν τις ορέξεις τους.
Έγγραφο μεταφρασμένο από το Τούρκικο Αρχείο Ηρακλείου.
Αλλά και σε όλες τις μάχες που ακολούθησαν στην ανατολική Κρήτη μέχρι την απελευθέρωση οι κάτοικοι της Κάτω Βιάννου ήταν παρόντες. Οπλαρχηγοί από το χωριό με έγγραφο του 1878 ορίστηκαν οι: Νικόλαος Γ. Αγγουράκης, Ιωάννης Παπαρουνάκης και Νικόλαος Παπαδάκης. Όλος ο ανδρικός πληθυσμός που μπορούσε να σηκώσει όπλα ξεσηκωνόταν οικειοθελώς για την πατρίδα, μέχρι που και ο τελευταίος τούρκος στρατιώτης εγκατέλειψε το νησί μας στις 2 Νοεμβρίου 1898, αν και το νησί εξακολουθούσε να ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό την προστασία των μεγάλων δυνάμεων.
Ο Πρίγκιπας Γεώργιος ανέλαβε μετά Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης και το 1903 επισκέφτηκε και την επαρχία μας.
Με την 1388 απόφαση του Συμβουλίου του Ηγεμόνα, που δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 22/8-4-1904 φύλλο της Ε.Ε.Κ.Π., τεύχος Γ΄ (Επίσημος Εφημερίδα Κρητικής Πολιτείας), αναγνωρίστηκε επίσημα και κατατάχτηκε στους αγωνιστές κατά των τούρκων μεταξύ άλλων και ο Αγγουράκης Ιωάννης από το χωριό μας.
Οι τελευταίοι Μωαμεθανοί έφυγαν το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Πούλησαν τότε σε πολύ χαμηλές τιμές τις περιουσίες τους, αφού τις κατέστρεψαν κι έκαψαν τα περισσότερα δένδρα. Τα γόνιμα εδάφη του χωριού επέστρεψαν πάλι στους χριστιανούς.
Σήμερα την τουρκική κατοχή υπενθυμίζουν μόνο τα τοπωνύμια ορισμένων περιοχών και η παλιά βρύση που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού από την Άνω Βιάννο και κάτω από το δρόμο.
Στην πρώτη διοικητική οργάνωση της Κρήτης μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους, το χωριό εκπροσωπούσε στο Δήμο Βιάννου όπου υπαγόταν ο Δημήτριος Δουλγεράκης σαν Ειδικός Πάρεδρος και αργότερα ο πρώτος εκλεγμένος σύμβουλος Εμμανουήλ Βαβουρανάκης.
Επί Κρητικής Πολιτείας, η επαρχία μας είχε την τύχη να την εκπροσωπεί στην Κρητική Βουλή ο Βιαννίτης δικηγόρος Γεώργιος (ή Γεωργής) Παπαμαστοράκης του Ιωάννου και της Κυριακής, ο οποίος υπεραγαπούσε τον τόπο του. Αργότερα έγινε και πρωθυπουργός της. Τότε ξεκίνησαν τα περισσότερα έργα σε όλη την επαρχία. Δρόμοι, γέφυρες, υδραγωγεία και άλλα που ήταν άγνωστα στους κατοίκους μέχρι τότε. Έγινε και η εγκατάσταση όλων των υπηρεσιών, Σχολείων, Ειρηνοδικείων, ταχυδρομείου και άλλων. Ύστερα από πρότασή του, με απόφαση της Κρητικής Βουλής στις 11-6-1903, εγκρίθηκε και δόθηκε στο χωριό, για πρώτη φορά, χρηματικό ποσό 500 δραχμών: «διὰ τὴν διοχέτευσιν ποσίμου ὕδατος εἰς Κάτω Βιάννον». Το ποσό ήταν πολύ σημαντικό για την εποχή εκείνη.
Αργότερα, μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ο Γεώργιος Παπαμαστοράκης εκλεγόταν βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου μέχρι το 1923 που πέθανε. Όλα αυτά τα χρόνια βοήθησε όσο μπορούσε και όποτε χρειάστηκε για την ανάπτυξη του χωριού.
Από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή σκοτώθηκαν σε πολέμους οι: Αγγουράκης Δημήτριος του Αντωνίου, Δουλγεράκης Εμμανουήλ του Δημητρίου, Παπαδάκης Δράκων του Νικολάου, Χρηστάκης Εμμανουήλ του Ιωάννου και Χρηστάκης Νικόλαος του Ιωάννου. Κάποιος Ζαμπετάκης Εμμανουήλ χάθηκε στη Μικρά Ασία.
Στους Βαλκανικούς πολέμους πήγαν και οι Μανδαλάκης Εμμανουήλ (Μαμολιό), Παπαδάκης Μύρων του Νικ. και Μηλιαράς Βασίλειος (Λουμπές), που έμειναν στο στρατό για 12 χρόνια, μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή.
Στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία πήγαν αρκετοί Κατωβιαννίτες, όπως οι: Τζανάκης Ιωάννης (Γιάγκος), Μανδαλάκης Εμμανουήλ (Μαμολιό), Παπαδάκης Μύρων του Νικ. και Μηλιαράς Βασίλειος (Λουμπές) που έφτασαν μέχρι τη Σμύρνη και τον Σαγκάριο, Μανδαλάκης Κων/νος του Αντ., Δουλγεράκης Νικόλαος (Πούλακας), Αγγουράκης Εμμανουήλ του Κων. και Αγγουράκης Εμμανουήλ του Αντωνίου, ο οποίος στην επιστροφή μπήκε σε πλοιάριο που βυθίστηκε και πνίγηκε. Στις οικογένειές τους κατά την απουσία τους δινόταν ένα χρηματικό επίδομα από το Κράτος. Όταν όμως επέστρεψαν, από κάποιους αριστερούς όπως ο Γιάγκος, το ζητούσαν πίσω κι έτσι έγιναν και χρεώστες σε εποχές πολύ δύσκολες.
Στα χρόνια της Μεταξικής δικτατορίας, στη Φολέγανδρο εξορίστηκαν οι Τζανάκης Ιωάννης (Γιάγκος) και Δουλγεράκης Ελευθέριος λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων. Απελευθερώθηκαν λίγο πριν την έναρξη της κατοχής και γύρισαν στο χωριό.
Παλιά ερειπωμένη κατοικία στο χωριό. Κτίστηκε επί τουρκοκρατίας.
Κατοχή και εμφύλιος.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ακολούθησαν χρόνια μεγάλης ακμής του χωριού όπως και όλης της επαρχίας μέχρι το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου στον πόλεμο της Αλβανίας, πολλοί ήταν οι χωριανοί που εγκλωβίστηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ταλαιπωρήθηκαν πολύ για να επιστρέψουν στα χωριά τους περιπλανώμενοι χωρίς καμιά βοήθεια ακόμη και μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Ο Μανδαλάκης Ευάγγελος, όταν έφτασε στην Αθήνα, νοσηλεύτηκε για καιρό σε Νοσοκομείο και στη συνέχεια τρεφόταν σε κοινωνικά συσσίτια. Συνελήφθη από τους Γερμανούς και κλείστηκε σε στρατόπεδο στη Λάρισα, από όπου έφυγε με την εγγύηση κάποιων γνωστών κι αναγκάσθηκε να γίνει εργάτης βιομηχανίας για να μην τον αναγνωρίσουν. Έγινε εργάτης αγροτικών εργασιών και αγροφύλακας στο Μενίδι, για να επιβιώσει, μέχρι που απέκτησε πλαστά χαρτιά και κατάφερε να επιστρέψει με μικρό καραβάκι, το 1941, στο χωριό. Από την ταλαιπωρία δεν τον αναγνώρισε κανένας, μόνο ο σκύλος του.
Ευάγγελος Μανδαλάκης
Στην Αλβανία βρέθηκε και ο Μηλιαράς Εμμανουήλ του Βασιλείου, που σώθηκε από τύχη όταν μια βόμβα σκότωσε όλους τους συντρόφους του στο όρυγμά τους, ενώ αυτός βρισκόταν πιο πέρα στην τουαλέτα.
Μόλις οι Γερμανοί ξεκίνησαν τους βομβαρδισμούς στη μάχη της Κρήτης, άρχισαν να οργανώνονται εθελοντικές ομάδες, που πήγαν στο Ηράκλειο και πήραν μέρος στις μάχες κατά των αλεξιπτωτιστών. Από την Κάτω Βιάννο πήγαν οι: Αγγουράκης Ζαχαρίας του Αριστείδη που σκοτώθηκε στη μάχη στο Ηράκλειο κι ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Δουλγεράκης του Φώτη.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης, οι Γερμανοί άρχισαν τις συλλήψεις των κομμουνιστών που τους ήξεραν από τις καταστάσεις που βρήκαν στη Φολέγανδρο. Άρχισαν να ψάχνουν και τον Γιάγκο που κρυβόταν στις σπηλιές στο Κέρατο. Κάποια στιγμή τον έπιασαν στο Σκινιά όπου τον αναγνώρισε κάποιος συνεργάτης των Γερμανών (ο Φλουριάς) και τον κατέδωσε. Τον έστειλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ματχάουζεν και αργότερα στο Άουσβιτς με τους Εβραίους. Κατάφερε να επιζήσει και απελευθερώθηκε από τους Ρώσους όταν έληξε ο πόλεμος. Ζύγιζε τότε 30 κιλά και φυσικά δεν μπορούσε να επιστρέψει. Τον πήγαν σε νοσοκομείο στη Ρωσία για έξι μήνες και όταν αισθάνθηκε καλύτερα επέστρεψε. Στο χωριό βέβαια τον είχαν για πεθαμένο οι δικοί του, είχαν κάνει και την κηδεία του και τα μνημόσυνα του. Επιστρέφοντας από το Αρκαλοχώρι έστειλε μήνυμα στους δικούς του ότι επέστρεφε και του επιφυλάχτηκε μεγάλη υποδοχή από όλους τους χωριανούς. Έκτοτε παρέμεινε στο χωριό, ασχολήθηκε με το εμπόριο υφασμάτων και την τέχνη του τσαγκάρη που ήξερε, άνοιξε καφενείο και απέκτησε το πρώτο αυτοκίνητο του χωριού ένα Μπερλιέτι. Κατάφερε έτσι να μεγαλώσει τα έξι παιδιά του, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια που όλοι ξέρουμε, και να τα καταστήσει χρήσιμους πολίτες της κοινωνίας μας.
Ο Μεραμβελλιωτάκης Νικόλαος του Αντωνίου (Γκαίος) συνελήφθη από τους Γερμανούς σαν αριστερός. Θα τον έστελναν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Θα είχε την ίδια τύχη με τον Γιάγκο ή θα κατέληγε στους φούρνους με τους Εβραίους στο Άουσβιτς. Σώθηκε, αφού απελευθερώθηκε από γνωστό του Έλληνα αστυνομικό στο λιμάνι του Ηρακλείου κατά τη μεταφορά του και πριν επιβιβαστεί στο πλοίο στον έλεγχο εισιτηρίων. Ο αστυνομικός του είπε: «Εκεί που σε πάνε θα σε σκοτώσουν. Αν θέλεις να ζήσεις, βάλε το στα πόδια τώρα που θα σε στείλω να φέρεις την κουβέρτα σου που ξέχασες». Του έβαλε τις φωνές και αυτός άρχισε να τρέχει, ώσπου χάθηκε μέσα στο πλήθος. Πήγε στους Βώρους σε γνωστούς του κι αργότερα γύρισε στο χωριό, αλλά κρυβόταν σε όλη τη διάρκεια της κατοχής σε συγγενείς του στη Μάρθα.
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι κάτοικοι του χωριού πρωτοστάτησαν στη δημιουργία αντιστασιακών οργανώσεων. Η Χαρίκλεια Σταματουλάκη με την αδελφή της Σοφία, η Μανδαλάκη Χρυσή, η Δουλγεράκη-Βαβουρανάκη Φωτεινή κι άλλες γυναίκες του χωριού βοηθούσαν τους αντάρτες όπως μπορούσαν. Τις μεταφορές των τροφίμων με τα ζώα στα βουνά για τους αντάρτες τις έκαναν οι γυναίκες. Αλλά και πολλοί άνδρες βοηθούσαν ή εντάχθηκαν σε αντιστασιακές ομάδες, όπως οι: Αγγουράκης Γεώργιος του Χαραλ., Παπαδάκης Μύρων, Δουλγεράκης Εμμ., Αγγουράκης Γρηγόριος του Ιωάνν., Παπαδάκης Ιωάννης, Δουλγεράκης Ιωάννης του Εμμαν., Παπαδάκης Μύρων, Δουλγεράκης Ιωάννης (Γιαννάκης), Βαβουρανάκης Χαρίλαος, Τζανάκης Ιωάννης, Μανδαλάκης Ευάγγελος, Αγγουράκης Ιωάννης, Βαβουρανάκης Γεώργιος τ. Εμμ., Προνάκης Εμμανουήλ., Χαράλαμπος και άλλοι.
Στην οργάνωση Ραπτόπουλου εντάχθηκε ο κτηνίατρος Εμμανουήλ Γρηγ. Σταματουλάκης. Γεννήθηκε το 1915 στην Κάτω Βιάννο και τελείωσε το Γυμνάσιο Βιάννου το 1933. Πήγε στην Ιταλία όπου σπούδασε Κτηνίατρος και κατόπιν διορίστηκε στη Κτηνιατρική Υπηρεσία Ηρακλείου. Μετά τον Αλβανικό πόλεμο ήρθε στην Κρήτη, οργανώθηκε στην οργάνωση Ραπτόπουλου κι ανέλαβε την παρακολούθηση των Ιταλών που βρίσκονταν τότε στη Βιάννο. Παράλληλα ανέλαβε πολλές επικίνδυνες αποστολές, ιδιαίτερα στη μετακίνηση και περίθαλψη καταζητούμενων από τα στρατεύματα κατοχής. Έτσι περιέθαλψε και τις καταδιωκόμενες από τους Γερμανούς Σοφία και Λίτσα Τσατσαρωνάκη, οι οποίες τον κατέδωσαν στους κατακτητές που τον συνέλαβαν στο Ηράκλειο. Τον έκλεισαν στις φυλακές και, αφού τον βασάνισαν μαζί με τον ίδιο τον Αλέξανδρο Ραπτόπουλο, τους εκτέλεσαν το 1942 στις φυλακές Αγιάς Χανίων σε ηλικία 27 ετών.
Από το ημερολόγιο του Εμμανουήλ Σταματουλάκη στη φυλακή:
1942-24 Φεβ/ρίου ημέρα Τρίτην συνελήφθην από την οικίαν της θείας μου Χαρίκλειας Καβαλλίνη υπό της Ελληνικής Ασφαλείας
25-2-42 Τετάρτη εις Κεσταπόν 4-7 μ.μ. 26 Πέμπτη. Πρώτη ανάκρισις. 27 Παρασκευή. Τίποτα. 28. Σάββατο. Σκοτεινή φυλακή.
Ο Εμμανουήλ Γρ. Σταματουλάκης
15-3-42 Κυριακή. Ανάκρισις εις Ηράκλειον, από το πολύ ξύλο έκανα αιμόπτυσιν.
21-3-42 Σάββατο. Εις αντιπαράστασιν με την Λίτσα Τσατσαρωνάκη.
28-3-42 Σάββατο εις Ηράκλειον. Ξύλο πολύ από τον Χάρτμαν. Τίποτα δεν ξέρω.
29-3-42 Κυριακή. Το ούρος κάνω αίμα από το πολύ ξύλο.
26-4-42 Κυριακή εις αντιπαράστασιν με την Λίτσα Τσατσαρωνάκη με κατηγορεί για ασύρματον και υποβρύχιον. Δεν είδα, δεν ξέρω.
27-4-42 Δευτέρα. Ξύλο πολύ. Δεν ξέρω.
3-5-42 Κυριακή. Έκανα αιμόπτυσιν από το πολύ ξύλο για να μαρτυρήσω. Δεν είδα, δεν ξέρω.
29-6-42 Δευτέρα. Εις την Κεσταπό των Χανίων. Αντιπαράστασιν εγώ και ο Ραπτόπουλος με την Λίτσα και Σοφία Τσατσαρωνάκη μας έφαγαν και τους δύο. Δεν σωζόμεθα.
24-7-42 Παρασκευή. Επήγαμεν εις τα Χανιά για δίκην εγώ και ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος. Η απόφασις του δικαστηρίου μας κατεδίκασεν εις θάνατον και τους δύο επί παροχή βοηθείας εις τον εχθρόν. Μάρτυρες με κατηγόρησαν: Αίτσα και Σοφία Τσατσαρωνάκη, Γεώργιος Καριωτάκης από τα Πάρτιρα. Οι ίδιοι δύο, Αίτσα και Καριωτάκης, κατεδίκασαν τον Ραπτόπουλον εις την αυτήν ποινήν, με το ίδιο αιτιολογικό. Μας μετέφεραν εις Αγιάν και μας έκλεισαν εις τ' απομονωτήρια των θανατηφόρων.
Προσοχή - Προσοχή - Προσοχή!
25 Ιουλίου. Σάββατον.
Προς την ακρίβειαν μετά την λήξιν του πολέμου αφήνω Διαθήκη εις την θείαν μου την Χαρίκλειαν Καβαλλίνην κάτοικον Ηρακλείου η σύνταξις και η αποζημίωσις ν’ ανήκη εις αυτήν και όχι εις άλλον κανένα για το μεγάλο καλό που μ’ έκαμεν και για την μεγάλην εξυπηρέτησιν 7 μήνες στας φυλακάς.
Εμμ. Σταματουλάκης Εν Αγιά τη 25 Ιουλίου 42
Στην ίδια οργάνωση εντάχθηκε και ο Παπαδάκης Μύρων και ο Γεώργιος Χ. Αγγουράκης.
Όταν οι γερμανοί ήρθαν στα χωριά της Βιάννου, εγκατέστησαν ένα φυλάκιο – Πύργο στο ύψωμα πάνω από τη γέφυρα στου Μπατζίκι, ψηλά στην Τραπέζα, για να ελέγχουν όλη την περιοχή. Οικοδόμησαν κτίρια για να μένουν και εγκαταστάσεις ασυρμάτων με αγγαρείες των χωρικών. Επιστράτευσαν τότε για ξυλουργικές εργασίες τον χωριανό ξυλουργό Γεώργιο Βαβουρανάκη, άτομο πολύ προοδευτικό, που ήταν μάλιστα οργανωμένος και σε επαγγελματικό Σύλλογο. Όταν το έμαθαν αυτό, από τις καταστάσεις του συνεταιρισμού που βρήκαν, άρχισαν το ξύλο και τις διώξεις εναντίον του. Από τότε κρυβόταν σε σπηλιές στον Πεδιανό. Το ίδιο έπαθε και ο Μηλιαράς Ιωάννης (κουρέας), που είχε επιστρατευθεί και κούρευε τους Γερμανούς.
Ομάδα εργασίας (δεκαπενταμερία) οδηγείται στο αεροδρόμιο Καστελλίου το 1942. Ο αμούστακος νεαρός στη μέση, ξυπόλυτος και με χιλιομπαλωμένο κοντό παντελόνι.
Οι γερμανοί, για την επέκταση του αεροδρομίου του Καστελλίου και την κατασκευή των άλλων οχυρωματικών έργων, ζητούσαν από τους κατοίκους αγγαρείες σε υποχρεωτική καταναγκαστική εργασία ανά δεκαπενθήμερο, τις Δεκαπενταμερίες. Την επιλογή των πολιτών - εργατών την έκαναν από καταστάσεις των κατοίκων που κατάρτιζαν οι πρόεδροι των κοινοτήτων. Έκαναν όλες τις δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες στα νταμάρια, έργα οικοδομής, μεταφορές όπλων σε δύσβατες περιοχές και λοιπά. Πολλοί από τους κατοίκους του χωριού, όπως ο δεκατριάχρονος τότε Ζαχαρίας Δουλγεράκης με το μεγαλύτερο αδελφό του Στυλιανό, ο Ιωάννης Μανδαλάκης (Κλέαρχος), ο Ιωάννης Μανδαλάκης (Μπιλαγιό) και άλλοι πήγαν στο Καστέλλι και δούλεψαν είτε για δική τους αγγαρεία είτε στη θέση άλλων που τους πλήρωναν για ένα κομμάτι ψωμί.
Πολλοί εργάτες δραπέτευαν από τα καταναγκαστικά έργα των γερμανών και γυρνούσαν στο χωριό. Τότε οι γερμανοί έρχονταν απροειδοποίητα στο χωριό κι έπαιρναν όποιους έβρισκαν, για να τους αντικαταστήσουν. Σε μια τέτοια επίταξη δραπέτευσε ο Παπαδάκης Μύρων από το αυτοκίνητο των Γερμανών που με άλλους τον μετέφερε στο Καστέλλι, με κίνδυνο να τον πυροβολήσουν.
Εκτός από τους άνδρες, οι γερμανοί ζητούσαν και γυναίκες για αγγαρείες. Η Μανδαλάκη Χρυσή, η Δουλγεράκη – Βαβουρανάκη Φωτεινή, η Χρηστάκη Μαρία του Γεω. και άλλες γυναίκες του χωριού μεταφέρθηκαν κατ’ επανάληψη στο Καστέλι. Η Μανδαλάκη Χρυσή δραπέτευσε μια φορά από το αυτοκίνητο των γερμανών.
Επίσης, επιτάξεις μεταφορικών ζώων καθώς και αγροτικών προϊόντων, σφαγίων από τις στάνες και κοτών από τα κοτέτσια κατά την επιλογή τους γίνονταν πολλές φορές από τους κατακτητές.
Το μοναδικό ραδιόφωνο που υπήρχε στο χωριό, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, επί κατοχής βρισκόταν στο σπίτι του Σταματουλάκη Γρηγορίου του Εμμανουήλ. Άκουγαν τις ειδήσεις και μετά, μέσω των κατοίκων – συνδέσμων, ενημερωνόταν όλη η επαρχία.
Ο Μανδαλάκης Ιωάννης του Νικολάου, αστυνομικός στο Καστέλι, απελευθέρωσε κατ’ επανάληψη Έλληνες κρατούμενους των Γερμανών με κίνδυνο της ζωής του.
Άλλοι βγήκαν στο αντάρτικο στα Βιαννίτικα βουνά κι έλαβαν μέρος σε σαμποτάζ κατά των κατακτητών. Άλλοι δε πλήρωσαν με το αίμα τους τον πόλεμο.
Αναφέρω τα ονόματα νεκρών που κατάφερα να συγκεντρώσω:
Αγγουράκης Δημήτριος του Ιωάννου, στρατιώτης. Σκοτώθηκε στις 6-3-1941 στην Αλβανία.
Αγγουράκης Ζαχαρίας του Αριστείδη, λοχίας. Σκοτώθηκε στις 31-5-1941 στο Ηράκλειο, στη μάχη της Κρήτης.
Βασιλικογιαννάκης Χαράλαμπος του Δημητρίου, στρατιώτης. Πέθανε στις 17-11-1940 στο Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου.
Δουλγεράκης Ελευθέριος του Μιχαήλ, στρατιώτης. Σκοτώθηκε στις 13-2-1941 στην Αλβανία.
Μανδαλάκης Δημήτριος του Ιωάννη, δεκανέας. Πέθανε στις 26-3-1945 στο Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου.
Μανδαλάκης Εμμανουήλ του Νικολάου. Σκοτώθηκε στο Γύθειο στις 11-12-1941
Παπαδάκης Αριστείδης του Γεωργίου, ενωμοτάρχης. Σκοτώθηκε στις 6-12-1944 στην Γέφυρα της Καλλιθέας.
Παπαδάκης Νικόλαος του Γεωργίου, στρατιώτης. Σκοτώθηκε στις 6-3-1941 στην Αλβανία.
Από τους γερμανούς εκτελέσθηκαν στις φυλακές της Αγιάς Χανίων οι:
Προνάκης Δημήτριος του Δράκου στις 27-7-1943.
Προνάκης Ιωάννης του Δράκου στις 27-7-1943.
Σταματουλάκης Εμμανουήλ του Γρηγορίου στις 3-9-1942.
Οι αδελφοί Προνάκης Δημήτριος και Ιωάννης (33 και 37 ετών αντίστοιχα) ήταν μυημένοι στην αντίσταση. Είχαν αυτοκίνητο και εκτελούσαν μεταφορές στη διαδρομή Ηράκλειο – Βιάννος τρεις φορές τη βδομάδα. Πολλές φορές μετέφεραν και υλικά για τους αντάρτες τρόφιμα, όπλα και σχετικά έγγραφα κρυμμένα στο αυτοκίνητό τους. Σε μια έρευνα που τους έκαναν οι γερμανοί σε μπλόκο στο δρόμο μετά το Αφρατί προς την Έμπαρο στη θέση «Σωρός» βρήκαν τα έγγραφα και μια μπαταρία ραδιοφώνου (ήταν για το ραδιόφωνο του Σταματουλάκη), κρυμμένα κάτω από το κάθισμα του οδηγού και τους συνέλαβαν. Αφού τους ανάκριναν, τους μετέφεραν στις φυλακές του Ηρακλείου. Αργότερα ειδοποιήθηκαν οι δικοί τους και παρέλαβαν τα προσωπικά τους είδη από την Ασφάλεια Ηρακλείου.
Πότε ακριβώς και πού τους σκότωσαν είναι άγνωστο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τους μετέφεραν στις φυλακές της Αγιάς Χανίων, όπου εκεί τους βασάνισαν, τους παρέπεμψαν σε έκτακτο στρατοδικείο, τους καταδίκασαν σε θάνατο και τους εκτέλεσαν. Κάποιο άλλοι ότι τους σκότωσαν στις 27-7-1943 στα Καμίνια Ηρακλείου, σε αντίποινα δολιοφθοράς που έγινε τότε στο αεροδρόμιο Καστελλίου. Αυτή ήταν και η θέση του επίσημου κράτους σε απορριπτική αίτηση σύνταξης της συζύγου του Ιωάννη Προνάκη το 1955.
Ο Μιχαήλ Βερυκοκάκης τραυματίστηκε όταν συνελήφθη και στήθηκε για εκτέλεση από τους γερμανούς στις 14-9-1943 στα Αμιρά, όπου βρισκόταν για επίσκεψη στους γονείς του, στις γνωστές εκτελέσεις μετά τα γεγονότα της Σύμης. Τραυματισμένος καταπλακώθηκε από τα πτώματα άλλων. Επειδή τον έπνιγε το αίμα των άλλων εκτελεσθέντων, για να μην πάθει ασφυξία, κάποια στιγμή που νόμιζε ότι έφυγαν οι γερμανοί, σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει για να φύγει. Τον πήραν είδηση και τον γάζωσαν με τα πολυβόλα χτυπώντας τον ευτυχώς μόνο σε όλα τα άκρα του σώματός του. Γεμάτος αίματα έπεσε πιο κάτω. Πήγαν και του έδωσαν και τη χαριστική βολή στο κεφάλι, αλλά η σφαίρα τον χτύπησε επιφανειακά και δεν πέθανε. Την άλλη μέρα τον βρήκαν ζωντανό οι γυναίκες του χωριού και τον έκρυψαν σε ένα σταύλο. Άνοιξαν ένα λάκκο στην κοπριά των ζώων, τον τύλιξαν σε μια κουβέρτα και τον έθαψαν ώστε μόλις που μπορούσε να αναπνέει. Μετά που έφυγαν οι γερμανοί τον μετέφεραν με ένα ζώο στην Κάτω Βιάννο, στο σπίτι του από τον αγροτικό δρόμο του Δάρτου. Από κει τον πήραν απεσταλμένοι του Ερυθρού Σταυρού και τον μετέφεραν στο Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου. Τελικά σώθηκε, αλλά έμεινε ανάπηρος για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Πέθανε το 2006.
Πολλοί κάτοικοι ήταν στο στόχαστρο των γερμανών επειδή ήταν αριστεροί και κρύβονταν σε διάφορα σημεία: Ο Μερμβελλιωτάκης Κων/νος του Γεωργ. (Αβγιότης) κρυβόταν στον Καρβουνόλακο σε λαγούμι μέσα στη γη που σκέπαζε με αχινοπόδια. Οι Παπαδάκης Μύρων του Νικ., Βαβουρανάκης Γεώργιος του Εμμαν., Βαβουρανάκης Ιωάννης του Εμμαν., Δουλγεράκης Ιωάννης του Εμμ. και Μανδαλάκης Γεώργιος στις σπηλιές ψηλά στον Πεδιανό. Ο Παπαδάκης Ιωάννης (Ανεραηδής) στην Κεφάλα μέσα σε κοιλότητα τοίχου την οποία έκτιζε μετά με πέτρες. Ο Γρηγόριος Σταματουλάκης του Εμμ. στο Μανίτσι, ο Ιωάννης Τζανάκης (Γιάγκος), ο Νικόλαος Αγγουράκης, ο Γρηγόριος Αγγουράκης του Κων. και ο Νικόλαος Μεραμβελλιωτάκης του Αντ. σε σπηλιές στο χωριό αλλά και στο Κέρατο.
Ο Γρηγόριος Αγγουράκης του Κων. κρυβόταν στον οντά του σπιτιού του στα άχυρα, όταν ένα βράδυ τον έψαχναν οι γερμανοί. Πήγαν στον πρόεδρο του χωριού τον Βαβουρανάκη Χαρίλαο και τον διέταξαν να τους οδηγήσει στο σπίτι του, αφού τους ενημέρωνε για τις πιθανές εξόδους διαφυγής του ώστε να τον συλλάβουν. Αυτός που ήξερε ότι κρυβόταν στον οντά, τους έκρυψε την έξοδο προς τα περιβόλια που υπήρχε. Πήγαν στο σπίτι του με τους γερμανούς και φώναξε δυνατά στην γυναίκα του, ώστε να ξυπνήσει ο καταζητούμενος και να το σκάσει. Οι γερμανοί ανέβηκαν στον οντά και βρήκαν την κρυψώνα του Αγγουράκη, ακούμπησαν τα άχυρα που ήταν ακόμη ζεστά και κατάλαβαν ότι ο πρόεδρος τους έκρυψε την έξοδο διαφυγής. Άρχισαν τότε να τον χτυπούν και να τον ανακρίνουν. Από τα βασανιστήρια κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του και αργότερα πέθανε.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου:
Χάθηκε ο Γεώργιος Μανδαλάκης. Τον σκότωσαν στη Δέρματο, κοντά στον Τσούτσουρα το 1948, τον φόρτωσαν σε μουλάρι, που ήξερε το δρόμο για το σπίτι του και αυτό τον έφερε στην έγκυο γυναίκα του Χαρίκλεια Σταματουλάκη στο χωριό. Σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθαν στο σπίτι του, κακοποίησαν άγρια τη σύζυγο του και το έμβρυο που κυοφορούσε και θα έκαιγαν και το σπίτι της, αν δεν τους έδιωχναν κάποιοι γείτονες. Τελικά το παιδί του γεννήθηκε, αλλά πέθανε μετά από λίγα χρόνια από διφθερίτιδα.
Επίσης, χάθηκε ο χωριανός μας Τζανάκης Ελευθέριος του Χαράλαμπου, Χωροφύλακας 27 ετών. Σκοτώθηκε στις 6-2-1948 στο Βλαχιό της Λακωνίας.
Τραυματίστηκε στο Φαλακρό Δράμας και ο Εμμανουήλ Κρητικάκης, που περπατούσε από τότε με ξύλινο πόδι.
Στις διώξεις που ακολούθησαν, ο Μανδαλάκης Ιωάννης (Κλέαρχος) στάλθηκε εξορία στη Μακρόνησο.
Στον πόλεμο της Κορέας πήγε από το χωριό ο Δουλγεράκης Στυλιανός του Νικολάου. Στην οικογένειά του κατά την απουσία του δινόταν ένα χρηματικό επίδομα από το Κράτος.
Από τη δεκαετία του ’50 και μετά οι κάτοικοι προσπάθησαν να ξεπεράσουν τα προβλήματα που κληρονόμησαν από την κατοχή και τον εμφύλιο και τα κατάφεραν.
Τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’60 κάποιοι πήγαν στη Γερμανία, όπως ο Δουλγεράκης Στυλιανός, για αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Τα χρόνια της δικτατορίας πολλοί ήταν αυτοί που έδειχναν φανερά την αντίθεσή τους και ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της χούντας.
Προοδευτικοί και εργατικοί οι Κατωβιαννίτες, δεν έλειπε τίποτε από τα σπίτια τους. Έβλεπαν όμως ότι η αγροτική ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη και προσπάθησαν να δώσουν στα παιδιά τους κι άλλες διεξόδους. Τα έστρεψαν στα γράμματα και στις τέχνες. Πολλά από αυτά σπούδασαν. Έτσι κατάφεραν να δώσουν πολλούς χρήσιμους ανθρώπους στην κοινωνία, που οι περισσότεροι σήμερα δεν βρίσκονται στο χωριό. Ικανά στελέχη σε όλους τους τομείς. Από γιατρούς και εκπαιδευτικούς μέχρι μελισσοκόμους και κτίστες. Έκαναν μεγάλες θυσίες για τα παιδιά τους και από το υστέρημά τους έδωσαν σε αυτά ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Το ίδιο συνεχίζεται και σήμερα.
Περιγραφή του χωριού
Ύδρευση και άρδευση
Η Παλιά Βρύση σήμερα
Παλαιότερα, ίσως και πριν από την εποχή της Τουρκοκρατίας, υπήρχε μια μοναδική βρύση, η Παλιά Βρύση στην άκρη του χωριού προς τη Βιάννο, που έτρεχε νερό πόσιμο συνέχεια και τροφοδοτούσε όλο το χωριό. Υπάρχει και σήμερα. Το νερό αυτό ανάβλυζε από πηγή που υπήρχε κλεισμένη σε προστατευτικό μικρό οίκημα, το Χαζινέ. Κατά καιρούς άνοιγαν το Χαζινέ, καθάριζαν την πηγή και την απολύμαιναν με ασβέστη. Το νερό μετέφεραν με πήλινες στάμνες και κουβάδες οι νοικοκυρές στα σπίτια. Υπήρχε και πέτρινη λεκάνη στο έδαφος για το πότισμα των ζώων. Σήμερα τρέχει ακόμη νερό σε μικρή ποσότητα, που χρησιμοποιείται μόνο για άρδευση, αφού μολύνθηκε από τις αποχετεύσεις και είναι ακατάλληλο για ύδρευση.
Κατά καιρούς ανάβλυζε νερό και η πηγή της Μεργενιάς, όταν είχε πολλές βροχές. Βρισκόταν στη θέση της βρύσης Καταβλοδού. Εδώ έπλεναν και τα ρούχα πολλές φορές οι νοικοκυρές του χωριού. Υπήρχε σχετικός χώρος.
Όταν έγινε το πρώτο υδραγωγείο και η παλιά δεξαμενή, το 1915 όπως δείχνει σχετική επιγραφή, τροφοδοτήθηκε από πηγή που υπήρχε στο Μανίτσι. Ερείπια της δεξαμενής σε πολύ καλή κατάσταση σώζονται και σήμερα πάνω από το σπίτι του Μιχαήλ Βερυκοκάκη. Πρόεδρος του χωριού ήταν τότε ο Τζανάκης Δημήτριος του Εμμ. (Πιτοδημήτρης).
Η παλιά δεξαμενή. Διακρίνεται η επιγραφή με το έτος κατασκευής 1915. Όπως παρατηρούμε, οι τεχνίτες ήταν άριστοι, αφού το κτίριο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση ακόμη και μετά από 101 χρόνια.
Επέκταση του υδραγωγείου έγινε το 1934. Τοποθετήθηκαν τότε τρεις βρύσες στα σοκάκια του χωριού, όλες εξωτερικές, για κοινή χρήση. Στην Καταβλοδού, στη θέση της πηγής Μεργενιάς, στο Σταυρί και στην Ακακία. Σε εποχές ανομβρίας το καλοκαίρι που λιγόστευε το νερό, έκλειναν τις βρύσες κι έδιναν νερό σε περιορισμένη ποσότητα μόνο από τη βρύση της Ακακίας. Κατάσταση των κατοίκων τηρούσε ο πρόεδρος του χωριού ο οποίος επέβλεπε. Έναν κουβά και μια στάμνα την ημέρα σε κάθε οικογένεια. Νερό για οικιακή χρήση έπαιρναν οι κάτοικοι και από τις πηγές του Καβρού, της Πέρδικας, από το χαράκι του Μπιρμανέ και άλλες. Ήταν όμως δύσκολη η μεταφορά του. Στις πηγές αυτές έπλεναν και ρούχα οι νοικοκυρές του χωριού και ειδικά «τα πανιά και τους φάρδους» που χρησιμοποιούσαν για το μάζεμα των ελιών. Το νερό το ζέσταιναν σε μεγάλες παραστιές, όπου τοποθετούσαν μεγάλα καζάνια και χρησιμοποιούσαν αντί για απορρυπαντικό σαπούνι και πολλές φορές στάχτη που είχαν στην αθωμαντίλα. Τα βαριά ρούχα τα χτυπούσαν με το ξύλινο κόπανο για να καθαρίσουν. Τα άπλωναν στα γύρω κλαδιά, για να στεγνώσουν, να τα πάρουν το βράδυ για το σπίτι.
Αργότερα, προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, έγινε νέα δεξαμενή, αυτή που υπάρχει και σήμερα, που τροφοδοτήθηκε με νερό από πηγές που υπήρχαν στις θέσεις Μανίτσι, Καμίνι και Αφρατί. Κατασκευάστηκε νέο υδραγωγείο, τοποθετήθηκαν και άλλες εξωτερικές βρύσες και δόθηκε νερό στα σπίτια. Πρόεδρος του χωριού ήταν τότε ο Τζανάκης Γεώργιος και εργολάβος ο Βασιλικογιαννάκης Δημήτριος. Κάποιες εξωτερικές βρύσες υπάρχουν και σήμερα όπως στην Καταβλοδού. Τότε ανοίχτηκε και η πρώτη γεώτρηση του Καβρού.
Τα τελευταία χρόνια το νερό από τις πηγές λιγόστεψε και δεν επαρκεί για τις ανάγκες των κατοίκων. Χρησιμοποιείται νερό από ορισμένες γεωτρήσεις του χωριού και από τις γεωτρήσεις της Βιάννου.
Το χαράκι του Μπιρμανέ.
Στον οικισμό της Μέσης νερό σε μικρή ποσότητα έπαιρναν από πηγή που υπάρχει και σήμερα. Τη δεκαετία του 1980 κατασκευάστηκε δεξαμενή για την ύδρευση. Επειδή το νερό δεν επαρκεί, μεταφέρεται πολλές φορές με βυτίο από το Δήμο Βιάννου. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια να δοθεί νερό ύδρευσης και εδώ από τις γεωτρήσεις της Βιάννου.
Τα πολλά περιβόλια που υπήρχαν στο χωριό αρδεύονταν από πηγές.
Στη δυτική πλευρά υπήρχαν πηγές, στον Πεδιανό, στον Μπατζίκι, στα Λινοκάμπια και στο Χαβούδι. Υπήρχαν και κάποια πηγάδια στην περιοχή, όπως του Παπαδάκη Εμμανουήλ στον Πεδιανό. Κυριαρχούσαν εδώ τα ελαιόδεντρα, με λίγα περιβόλια. Η περιοχή του χωριού εκτείνεται και στην περιοχή της Μέσης, όπου καλλιεργούσαν κυρίως ελιές αλλά και σιτηρά και λίγα αμπέλια στα Λινοκάμπια.
Βόρεια του χωριού υπήρχαν πηγές στο Μανίτσι, στα Περβολάκια, στη Σφακούρα, στο Αφρατί και στο Καμίνι, από όπου πήρε νερό ύδρευσης το χωριό. Και εδώ βασικά καλλιεργούσαν ελαιόδεντρα και σιτηρά. Τα περιβόλια ήταν πολύ λίγα, ήταν όμως επί τουρκοκρατίας τα μοναδικά περιβόλια των Χριστιανών.
Ανατολικά η περιοχή του χωριού είναι μικρή και γεμάτη από ελιές και αμπέλια.
Στη Νότια πλευρά υπήρχαν πάρα πολλά νερά από τα λιβάδια και η περιοχή ήταν γεμάτη από περιβόλια με δένδρα κάθε λογής, αμπέλια και εποχιακά λαχανικά. Από το Αρχοντικό μέχρι και τα Κάτω περβόλια, κοντά στην Περβόλα, οι κάτοικοι φύτευαν λαχανικά όλες τις εποχές. Υπήρχαν μεγάλα κανάλια για το νερό, που αργότερα έγιναν τσιμεντένια (καταπότες) και για τη διαχείριση του νερού υπήρχε ο νεροφύλακας (νεροδραγάτης ή νερομπεξής).
Η άρδευση από πολύ παλιά γινόταν από τα νερά του Γεροπόταμου, που συνέχιζε και στην περιοχή του Χόνδρου. Είχαν δημιουργήσει ειδικά μικρά φράγματα τα λεγόμενα δέματα. Πολλές φορές είχαν δημιουργηθεί σοβαρά προβλήματα ανάμεσα στους κατοίκους της Κάτω Βιάννου και του Χόνδρου για τον τρόπο χρήσης του νερού του ποταμού. Το 1415 οι φεουδάρχες Μάρκος Δάνδολος και Γεώργιος Κουϊρίνο διαφώνησαν για τα νερά του ποταμού. Ο τελευταίος υποστήριζε ότι είχε το δικαίωμα να κατασκευάσει δέμα (φράγμα) στην περιοχή και να στρέψει τα νερά προς την περιοχή του για το πότισμα των αγρών του. Ο Δάνδολος αρνήθηκε το δικαίωμα αυτό και η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο. Με απόφασή του καθορίστηκαν τα σύνορα των δύο φέουδων και τα μέρη του ποταμού που ανήκαν σε κάθε φέουδο, τα νερά των οποίων μπορούσαν να τα χρησιμοποιούν οι δυο φεουδάρχες όπως ήθελαν.
Πιο ψηλά στα Τραπεζάκια κυριαρχούσαν οι ελιές όπως και σήμερα. Γενικά η περιοχή είχε παντού πηγές και στα ρυάκια έτρεχε νερό πάντοτε, ακόμη και όλο το καλοκαίρι.
Στις κορυφές των λόφων δυτικά και βόρεια του χωριού που ήταν άγονες υπήρχαν όπως και σήμερα βοσκοτόπια. Το πότισμα των ζώων γινόταν σε χαμηλότερα σημεία, όπου υπήρχαν οι μάνδρες κοντά σε πηγές. Όταν οι πηγές στέρευαν το καλοκαίρι, μεταφερόταν νερό με τα ζώα κι αργότερα με αυτοκίνητα.
Τα τελευταία χρόνια τα νερά έχουν λιγοστέψει κι η άρδευση γίνεται από το νερό των γεωτρήσεων. Δόθηκε νερό για την άρδευση αρκετών ελαιοδέντρων, ανοίχτηκαν και νέες γεωτρήσεις, όμως το νερό είναι λίγο και το πρόβλημα το καλοκαίρι γίνεται όλο και μεγαλύτερο.
Οι στράτες.
Η επικοινωνία των κατοίκων του χωριού γινόταν από όλες τις πλευρές του με δρόμους – μονοπάτια για ανθρώπους, ζώα και αργότερα κάρα, αφού αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Τους δρόμους αυτούς, όπως και τα αρδευτικά δίκτυα, τα συντηρούσαν οι κάτοικοι με υποχρεωτική εργασία που αποφάσιζε το Κοινοτικό Συμβούλιο κάθε χρόνο.
Στην ανατολική πλευρά υπήρχε ο δρόμος προς τη Άνω Βιάννο – Ιεράπετρα μέσα από τα λιβάδια δίπλα από τη σημερινή γεώτρηση.
Υπήρχε ένας πολύ ανηφορικός δρόμος, προς τον βορά από τον Τζουλούνη και την Μπαμπακιά, που οδηγούσε προς τον Ξενιάκο, την Έμπαρο, και το Ηράκλειο και από την άλλη μεριά προς Βιάννο - Ιεράπετρα. Την έλεγαν Βασιλική στράτα, γιατί ανακατασκευάστηκε επί της εποχής της αντιβασιλείας του τουρκοαιγύπτιου κατακτητή Μεχμέτ Αλή. Έγιναν και τεχνικά έργα και τότε πρέπει να κατασκευάστηκε και η πέτρινη Γέφυρα προς τα Κεκιανά. Ανακαινίστηκε αργότερα για να περάσει ο ηγεμόνας της Κρήτης πρίγκηπας Γεώργιος, όταν επισκέφτηκε την περιοχή μας, μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους. Μάλιστα, όπως αναφέρεται σε ένθετο της εφημερίδος «ΠΑΤΡΙΣ» Ηρακλείου, ο χρόνος του ταξιδιού μέχρι το Ηράκλειο ήταν 8 ώρες και 40 λεπτά, ενώ μέχρι την Ιεράπετρα το ταξίδι διαρκούσε 7 ώρες και 30 λεπτά, με άλογα ή άμαξες και κάρα. Στην άκρη του δρόμου και 200 μέτρα μετά τη γέφυρα βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα που κατέστρεψαν οι Τούρκοι το 1866, μετά τη μάχη του Λασιθίου.
Στη δυτική πλευρά υπήρχε ο δρόμος Βιάννου – Τυμπακίου μέσω Μεσαράς, τμήμα του οποίου υπάρχει σήμερα ανάμεσα στο Χαβούδι και τον Ατσαλί με χρόνο ταξιδίου μέχρι το Τυμπάκι 14 ώρες. Στο δρόμο αυτό και στου Μπατζίκι τον Πόρο έγινε το 1810 η μάχη με τους τούρκους που αναφέραμε παραπάνω. Οι τούρκοι τότε με αγγαρείες ανάγκασαν τους χωρικούς να διαπλατύνουν το δρόμο, για να μπορέσουν να επανέλθουν αργότερα πιο άνετα από τα τουρκοχώρια της Μεσσαράς. Ο οικισμός Μέση βρισκόταν στην άκρη αυτού του κεντρικού δρόμου και δεν ήταν απομονωμένος όπως σήμερα. Οι παραπάνω δρόμοι υπήρχαν και κατά την Ενετοκρατία και γινόταν συντήρησή τους με αγγαρείες από τους χωρικούς.
Υπήρχαν και οι δρόμοι μονοπάτια που οδηγούσαν σε όλες τις τοποθεσίες του χωριού, καθώς και δρόμος προς τον Χόνδρο και τον Κερατόκαμπο και τον Κρασά. Σήμερα τα Μονοπάτια αυτά έχουν χαθεί, αφού παντού υπάρχουν αμαξιτοί δρόμοι.
Αμαξιτός δρόμος ανοίχτηκε για πρώτη φορά το 1937, από το Ηράκλειο μέχρι την Άνω Βιάννο. Είχε χαραχθεί και ξεκίνησε η κατασκευή του επί Κρητικής Πολιτείας από τον τότε πρωθυπουργό της Βιαννίτη Γεωργή Παπαμαστοράκη. Η κατασκευή του ξεκίνησε από τη Βιάννο και τότε φτιάχτηκε και η παλιά γέφυρα που υπάρχει στην Τροχάλα. Ο δρόμος αυτός τελειοποιήθηκε επί γερμανικής κατοχής με καταναγκαστική εργασία των κατοίκων (ο παλιός δρόμος Ηρακλείου – Εμπάρου – Βιάννου που όλοι ξέρουμε). Μετά από την κατοχή βελτιώθηκε και ανακατασκευάστηκε σε αρκετά σημεία. Ανοίχτηκαν και οι υπόλοιποι δρόμοι που υπάρχουν σήμερα, ασφαλτοστρώθηκε ο δρόμος του χωριού το 1970, ενώ οι στράτες της τουρκοκρατίας εγκαταλείφτηκαν και διακρίνονται μόνο μικρά κομμάτια τους, όπως η πέτρινη γέφυρα στα Κεκιανά.
Το πρώτο αυτοκίνητο ήρθε στη Βιάννο στις 20 Ιουνίου του 1937 και ανήκε στον Σπύρο Αγαπάκη.
Από τη δεκαετία του ’90 κατασκευάστηκε ο νέος δρόμος Ηρακλείου – Βιάννου – Ιεράπετρας, που σε ορισμένα σημεία του δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Έδωσε όμως μια καλή λύση στις μεταφορές και γενικά την κίνηση των οχημάτων.
Παλιά οικία στην Κάτω Βιάννο.
Ασχολίες των κατοίκων.
Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων του χωριού ήταν και εξακολουθούν να είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Η περιοχή του χωριού είναι μικρή, όμως οι ΚατωΒιαννίτες έχουν περιουσίες και σε περιοχές άλλων χωριών. Στον Κερατόκαμπο, στον Ξερόκαμπο Βαχού, στους Καψάλους, στο Καστρί, στη Δέρματο και στου Κρασά. Παλαιότερα ένα τμήμα της περιοχής του Κρασά ανήκε στη κτηματική περιφέρεια Κάτω Βιάννου. Χάθηκε όταν έγινε η κατάργηση των κοινοτήτων. Εργατικοί πάντοτε οι χωριανοί, και η γη τους το ανταπέδιδε. Τα παλιά χρόνια κυριαρχούσε η καλλιέργεια της ελιάς, της χαρουπιάς και των σιτηρών. Υπήρχαν και αμπέλια στη Μέση και στα Λιβάδια. Όταν αναπτύχθηκαν οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες κηπευτικών, πολλοί κάτοικοι ασχολήθηκαν με αυτές και μεταφέρθηκαν στις παραλίες. Ο πληθυσμός του χωριού άρχισε να λιγοστεύει. Σήμερα κάποιοι χωριανοί κατοικούν στις παραλίες και έχουν εξελιχθεί σε ικανούς επιχειρηματίες παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Οι κάτοικοι της Μέσης ασχολούνται και αυτοί με τη γεωργία και οι περισσότεροι με την κτηνοτροφία.
Στα βάθη των αιώνων οι πρόγονοί μας υπέφεραν από όλους τους κατακτητές και επιβίωσαν πολύ δύσκολα.
Επί Ενετοκρατίας, όπως φαίνεται σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα, το χωριό αποτελεί φέουδο του Γεωργίου Κουϊρίνο, ενώ ο γειτονικός Χόνδρος του Μάρκου Δάνδολου.
Όπως αναφέρουν οι περιηγητές της εποχής (1589):
«…. Όταν επωλείτο ή δι’ οιονδήποτε τρόπο μετεβιβάζετο ένα χωρίον, ευκρινώς ανεγράφετο εις τους τίτλους ότι μεταβιβάζεται μεθ’ όλων των παροίκων… Οι Ιππότες νομίζουν ότι είναι κύριοι όχι μόνον των γαιών αλλά ακόμη και των χωρικών και ότι δύνανται να διαθέτουν και να διατάσσουν αυτούς κατά το δοκούν, εφ’ όσον κατοικούν εις τα χωρία των. Διά τον λόγον αυτόν δεν επιτρέπουν εις τους χωρικούς να δανείζονται χρήματα ή άλλα πράγματα παρ’ ουδενός ούτε να πωλούν προϊόντα εκ των μεριδίων τους άνευ της άδειας των. Ακόμη και οι γυναίκες των Ιπποτών έχουν τα ίδια δικαιώματα επί των γυναικών των χωρικών….»
«….Οι χωρικοί δεν δύνανται να ωφεληθούν τίποτε εκ των προϊόντων των, διότι τα παραδίδουν εις τους ιππότας κυρίους των εις την τιμήν την οποίαν οι ίδιοι οι ιππόται ορίζουν. Αντιθέτως, όταν οι ιππόται έχουν προϊόντα τα οποία δεν δύνανται να πωλήσουν, τα διαμοιράζουν εις τους χωρικούς των, οι οποίοι υποχρεούνται να τα λάβουν, και αν ακόμη δεν έχουν ανάγκη τούτων, εις την τιμήν την οποία πωλείται η καλυτέρα ποιότης την οποίαν αυτοί καθορίζουν… Συνήθως οι ιππόται ενοικιάζουν τους αγρούς «τριτάρικους» ήτοι ο χωρικός υποχραιούται να διαθέσει τον σπόρον, την εργασίαν και κάθε άλλην δαπάνην διά την καλλιέργειαν και δικαιούται να λαμβάνει το εν τρίτο της εσοδείας εκ των σιτηρών, του οίνου, του ελαίου και όλων των άλλων εισοδημάτων και της ξυλοκαρπίας. Εξαναγκάζουν όμως τούτους και εις τόσα αναγκαστικά δώρα, ώστε δύναται τις να είπει ότι πληρώνουν διπλό ενοίκιο. Δια τον σκοπόν τούτον τους αναγκάζουν να πληρώνουν δυο μουζούρια σίτου ανά 100 τ.μ. αγρού και άλλα τόσα δι’ έκαστον ζεύγος βοών αροτήρων… Οι ιππόται αποστραγγίζουν παν ό,τι δύνανται να αποκτήσουν οι χωρικοί…».
Στα χωριά η γη ανήκε αποκλειστικά στους ιππότες που τη νοίκιαζαν στους χωρικούς. Αν η σοδειά δεν πήγαινε καλά, πολλές φορές δεν έφτανε ούτε για τα υποχρεωτικά δώρα που καθόριζε ο ιππότης κατά την κρίση του και οι χωρικοί έμεναν και χρεώστες. Αλλά και σε καλές εποχές, οι χωρικοί επιβίωναν δύσκολα, αφού δεν τους έμενε σχεδόν τίποτε από τα προϊόντα που παρήγαγαν. Ακόμη και για τα άγρια χόρτα και τους χοχλιούς, το κυνήγι και το ψάρεμα, τα ξύλα και τα αχινοπόδια για το τζάκι, χρειαζόταν ειδική άδεια και πληρώνονταν από τους χωρικούς ενοίκια - φόροι και υποχρεωτικά δώρα στους ιππότες.
Υπήρχαν και οι δυσβάσταχτες αγγαρείες, που ήταν υποχρεωτικές για όλους τους χωρικούς. Όλα τα έργα, και ειδικά τα οχυρωματικά, γίνονταν με καταναγκαστική αγγαρεία. Υπήρχε υποχρεωτική αγγαρεία και στις γαλέρες για όλους τους κατοίκους της υπαίθρου, που ήταν και η χειρότερη. Αν κάποιος δεν μπορούσε λόγω απόστασης να προσφέρει την αγγαρεία που του αναλογούσε, πλήρωνε στους ιππότες τα ποσά που αυτοί απαιτούσαν.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι συνθήκες δεν ήταν καλύτερες. Απλά άλλαξαν τα αφεντικά. Γνωστή είναι η φράση των κατακτητών, γενιτσάρων φοροεισπρακτόρων, προς τους Χριστιανούς: «Τούτο θα σου πάρω, εκείνο θα μου δώσεις και αυτό θα μου το χαρίσεις». Οι τούρκοι έπαιρναν ό,τι ήθελαν και όποτε το ήθελαν. Οι χριστιανοί ήταν οι φαμέγιοι τους. Αν κάποιος αντιδρούσε, τον έσφαζαν.
Ο ίδιος ο Μουσταφά Πασάς είχε αρπάξει όλα τα γόνιμα τσιφλίκια της Κάτω Βιάννου και του Χόνδρου, αφήνοντας στους Χριστιανούς μόνο τα πολύ απομακρυσμένα και άγονα. Και για αυτά όμως οι κάτοικοι πλήρωναν φόρους.
Η Κάτω Βιάννος βρισκόταν στο σταυροδρόμι των τριών κύριων δρόμων που οδηγούσαν προς Ιεράπετρα, Μεσαρά και Ηράκλειο. Λογικά συνεχώς περνούσαν τούρκοι στρατιώτες από το χωριό και οι κάτοικοι υπέφεραν πολύ από την παραφροσύνη που επικρατούσε και από το φόβο που σκορπούσε ο γενιτσαρισμός. Ειδικά οι Γερλήδες διαφέντευαν τον τόπο με πρωτοφανή αγριότητα και μίσος, διαπράττοντας κάθε είδους ατιμία, βαρβαρότητα και παρανομία, απομυζώντας το βιος των Χριστιανών. Δεν υπολόγιζαν τίποτε, δεν υπάκουαν σε κανένα, ούτε στον Πασά και τις τουρκικές αρχές. Περιφρονούσαν και καταπατούσαν και αυτά ακόμη τα σουλτανικά φιρμάνια και μπεράτια (τούρκικα έγγραφα) και τους διέκρινε πλήρης ασυδοσία.
Ο Ι. Κονδυλάκης, στους Τουρκοκρητικούς αναφέρει:
«Και να σκεφτεί κανείς ότι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί των χριστιανών είναι Κρήτες, Έλληνες την καταγωγήν, χριστιανών απόγονοι. Φαίνεται ότι τους καταδιώκει και δεν τους αφήνει να ησυχάσουν η κατάρα και το ανάθημα των προγόνων αυτών, οίτινες αψηφούντες τους διωγμούς και τα μαρτύρια ενεκαρτέρησαν εις το πάτριον θρήσκευμα».
Οι ατιμώσεις και οι βιασμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο σ’ όλη την επαρχία, αφού οι γυναίκες και οι κόρες των σκλάβων ήταν κατά περίσταση στην απόλυτη διάθεση των γενιτσάρων που ήταν άγαμοι. Αυτό ανάγκαζε τους κατοίκους να επαναστατούν συχνά και να καταφεύγουν με τους Χαΐνηδες στα βουνά, ενώ τα γυναικόπαιδα κρύβονταν σε σπηλιές στο Χάρακα, τη Σπηλιαρίδα, στο Χαβούδι και άλλες.
Τα σπίτια στις γειτονιές ήταν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με μεσόπορτες (στα πολύ παλιά σπίτια φαίνονται ακόμη), για να μπορούν οι κάτοικοι άνδρες και γυναίκες να φεύγουν από τα σπίτια των γειτόνων όταν τους έψαχναν οι Τούρκοι.
Τα ζώα τους οι χωριανοί τα έβαζαν σε χωριστό δωμάτιο μέσα στα σπίτια από το φόβο της κλοπής, αν και οι τούρκοι τα έπαιρναν όποτε ήθελαν.
Το καφενείο των χριστιανών επί τουρκοκρατίας βρισκόταν κοντά στο Αρχοντικό. Στη θέση του φαίνονται ακόμη οι πέτρες από τους τοίχους. Εδώ ερχόταν τα βράδια και ο Παπαδάκης Γεώργιος, η Γιωργάρα, ένας πανύψηλος και εύσωμος άνδρας, πολύ δυνατός, που τον σέβονταν ακόμη και οι τούρκοι.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, άρχισε να οργανώνεται η ζωή στο χωριό σε νέες συνθήκες που οι κάτοικοι γνώριζαν για πρώτη φορά. Ζούσαν πια ελεύθεροι, χωρίς αφεντικά και με ασφάλεια.
Επί Κρητικής Πολιτείας έγιναν σημαντικά έργα στο χωριό, που έκαναν τη ζωή πιο άνετη. Κτίστηκε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, έγινε το πρώτο υδραγωγείο, η πρώτη δεξαμενή, τοποθετήθηκαν βρύσες, κτίστηκε το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου και όλα αυτά και με οικειοθελή προσωπική εργασία των κατοίκων και χωρίς να τους το επιβάλλει κανένας.
Μετά την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα, συνεχίστηκε η ανάπτυξη του χωριού και η ζωή των κατοίκων έγινε ακόμη καλύτερη. Πάντοτε όμως βοηθούσαν στα κοινά, κάθε φορά που χρειαζόταν. Στο κτίσιμο εκκλησιών, στη διάνοιξη και συντήρηση δρόμων και μονοπατιών, αρδευτικών δικτύων και άλλα.
Άρχισαν να οργανώνονται οι καλλιέργειες των σιτηρών και της ελιάς. Τα γόνιμα εδάφη επέστρεψαν στους Κατωβιαννίτες, κτίστηκαν οι φάμπρικες και οι νέα τεχνολογία άρχισε να έρχεται και στο χωριό. Η ζωή γινόταν όλο και καλύτερη.
Μετά την κατοχή.
Από τη δεκαετία του ’50, η ζωή στο χωριό κυλούσε στη μορφή που την ξέρουμε και τη ζήσαμε οι παλαιότεροι περίπου όπως και σήμερα.
Ο Ζαχαρίας Δουλγεράκης ποτίζει το ζώο του στην Καταυλοδού.
Κάθε οικογένεια διατηρούσε τα ζώα της. Δύο - τρεις κατσίκες για το γάλα τους και το κρέας της Λαμπρής (ή πρόβατα), τις κότες για τα φρέσκα αυγά και το κρέας όλες τις εποχές, το γουρουνάκι που το έσφαζαν τα Χριστούγεννα, τα κουνέλια και άλλα. Για τις μεταφορές υπήρχαν τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα. Πολλοί διατηρούσαν και αγελάδες για το όργωμα. Τα ζώα τους τα φρόντιζαν καθημερινά με πολλή αγάπη, γιατί ήταν οι πολύτιμοι βοηθοί τους.
Στο χωριό κυριαρχούσαν και οι καλλιέργειες κηπευτικών για οικιακή χρήση. Κάθε οικογένεια διατηρούσε και τα περιβόλια της με εποχιακά λαχανικά. Ο τόπος ήταν καταπράσινος όλες τις εποχές. Υπήρχαν και πάρα πολλά είδη φρούτων, ακόμη και αμυγδαλιές και τζιτζιφιές που σήμερα δεν υπάρχουν.
Έσπερναν το φθινόπωρο με το αλέτρι και τα ζώα, κοντά στις παραλίες, στη Μέση ή ψηλά στον Καρβουνόλακο μέχρι το Χάρακα, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη (ταγή) και αρκετά όσπρια. Τα θέριζαν με τα χέρια χρησιμοποιώντας τα δρεπάνια, αλώνιζαν με τα ζώα και τον βολόσυρο και λιχνούσαν με τα θρινάκια και τον βολίστη. Στην περιοχή Αλώνια στην είσοδο του χωριού ήταν συγκεντρωμένα τα αλώνια, όλα μαζί, ίχνη των οποίων διακρίνονται ακόμη και σήμερα (περισσότερα από 15). Η εκλογή της περιοχής δεν ήταν τυχαία. Την εποχή του θερισμού εδώ, λόγω των εποχιακών ανέμων, ο άνεμος πνέει από το βορά καθημερινά και βοηθούσε στο λίχνισμα. Μετά το 1970 ερχόταν στο χωριό την κατάλληλη εποχή μια αλωνιστική μηχανή στο δρόμο προς το Γαλανό, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα στάχυα από τα σιτηρά σε μεγάλους σωρούς τις θημωνιές και το αλώνισμα – λίχνισμα έγινε ευκολότερο. Τα άχυρα τα έβαζαν στην αποθήκη και τα χρησιμοποιούσαν για τροφή των ζώων το χειμώνα.
Την παραγωγή σιτηρών, αφού την έπλεναν στις σκάφες, τη στέγνωναν και την αποθήκευαν στα πήλινα πιθάρια. Όταν ήθελαν ψωμί, πήγαιναν το σιτάρι στους μύλους και δημιουργούσαν το αλεύρι. Δύο αλευρόμυλοι, που λειτουργούσαν με νερό από τα Λιβάδια, υπήρχαν στη θέση Λασκαρίνα, ερείπια των οποίων υπάρχουν και σήμερα, και αργότερα ένας μηχανοκίνητος πάνω από τον αμαξιτό δρόμο προς Ηράκλειο.
Ζύμωναν σε κάποιο φούρνο του χωριού και όλα τα παιδιά πήγαιναν για κέρασμα την «ξεφουρνιά». Φούρνοι υπήρχαν στο χωριό: Της Μαργής, της Αννίκας, της Ελένης του Βασίλη, του Αλατζονικολή, του Νηστικού, του Νικολάου Βερυκοκάκη, του Μιχαήλ Δουλγεράκη, της Σοφίας Μανδαλάκη και άλλοι μικρότεροι στα σπίτια. Οι νοικοκυρές έφτιαναν περίφημα ψωμιά, ειδικά τα εφτάζυμα και τα γαλατερά. Το Πάσχα έφτιαχναν τα ανεβατά καλιτσούνια και τα πασχαλινά τσουρέκια με μεράκι και μοσχομύριζε όλο το χωριό. Στους φούρνους αυτούς ψήνονταν και τα ψητά φαγητά στους Γάμους και τις Βαπτίσεις των παιδιών που γίνονταν πάντα στο χωριό.
Οι περισσότερες γυναίκες του χωριού έφτιαχναν και ξινόχοντρο. Άλεθαν το σιτάρι σε ειδικούς μύλους που είχαν στα σπίτια τους (τους χειρόμυλους) και το έψηναν με ξινισμένο γάλα. Το μίγμα το άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσει και το αποθήκευαν στα κουρούπια. Το χρησιμοποιούσαν στα φαγητά που τα νοστίμιζε.
Επειδή πολλά από τα κτήματα που καλλιεργούσαν βρίσκονταν μακριά από το χωριό, είχαν φτιάξει μικρά πέτρινα σπιτάκια και έμεναν εκεί όταν έσπερναν, θέριζαν ή μάζευαν τις ελιές με τα ραβδιά (τις κατσούνες και τις ντέμπλες). ΄Ηταν τα μετόχια. Αργότερα, μετά το 1990, ήρθαν τα ραβδιστικά μηχανάκια, πολλαπλασιάστηκαν τα αυτοκίνητα και τα μετόχια εγκαταλείφτηκαν.
Ο Δουλγεράκης Ζαχαρίας με τη σύζυγό του Χαρίκλεια Σταματουλάκη.
Με την ανάπτυξη των Αγροτικών Σωματείων και πριν την κατοχή στο χωριό δημιουργήθηκε Αγροτικός Συνεταιρισμός και κτίστηκε και αποθήκη που πωλούσε στους κατοίκους αγροτικά εφόδια και λιπάσματα. Πρόεδροι του Σωματείου υπήρξαν οι: Βασιλάκης Εμμανουήλ, Δουλγεράκης Μιχαήλ του Φώτη, Παπαδάκης Εμμανουήλ (Πάτερ ημών), Μανδαλάκης Ιωάννης (Κλέαρχος). Σήμερα πρόεδρος είναι ο Βασίλειος Μηλιαράς. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, είναι πρόθυμος να εξυπηρετήσει τον κάθε χωριανό σε όλα τα θέματα επιδοτήσεων, ΟΠΕΚΕΠΕ, ελέγχων της Γεωργικής Υπηρεσίας, ΕΛΓΑ κ.λπ., και ειδικά αυτούς που απουσιάζουν από το χωριό. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Συνεταιρισμού έπαιξε και ο Νικόλαος Ρολάκης. Πριν από λίγα χρόνια η αποθήκη του Συνεταιρισμού παραχωρήθηκε στον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού με απόφαση των μελών του.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι γερμανοί βρήκαν τις καταστάσεις με τα ονόματα των συνεταιρισμένων και στη συνέχεια τους κυνηγούσαν, αφού τους θεωρούσαν προοδευτικούς και άρα επικίνδυνους για αυτούς. Αναγκάζονταν τότε να κρύβονται, μόλις εμφανίζονταν γερμανοί, σε σπηλιές γύρω από το χωριό.
Η πρώτη μηχανοκίνητη Φάμπρικα.
Αφού το κύριο προϊόν του χωριού ήταν το ελαιόλαδο, υπήρχαν πάντοτε στο χωριό και ελαιοτριβεία. Στα παλιά χρόνια ήταν οι φάμπρικες με ζώα: του Βασιλάκη, του Σπανή και του Γιαννάκη. Ήταν συγκεντρωμένες όλες μαζί στο δρόμο προς τη βρύση της Ακακίας. Αργότερα λειτούργησε μηχανοκίνητη φάμπρικα πάνω από το σπίτι του Μιχαήλ Βερυκοκάκη (Στρατηγού) από τους: Γαλανάκη Δημήτριο και Τζανάκη Δημήτριο. Στη δεκαετία του ’60 στήθηκε το πρώτο ελαιοτριβείο από τους Δουλγεράκη Ιωάννη και Σπανάκη Εμμανουήλ στη θέση λίγο έξω από το χωριό στην άκρη του δρόμου προς το Ηράκλειο. Αργότερα η μερίδα που είχε ο Εμμανουήλ Σπανάκης αγοράστηκε από το Θεόδωρο Τζανάκη. Μετά το θάνατο του Τζανάκη, στην επιχείρηση μπήκε και ο Αντώνης Ζαμπετάκης, ο οποίος αργότερα αγόρασε όλη την επιχείρηση με τον αδελφό του Γιώργο και τη μετέφεραν στη θέση Τροχάλα του χωριού. Λειτούργησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000, οπότε έκλεισε. Παλιά το λάδι μετέφεραν στα σπίτια με μουλάρια μέσα στα ασκιά που τα κατασκεύαζαν από τα δέρματα των ζώων και το αποθήκευαν στα πήλινα πιθάρια.
Ο δάκος είναι ο μεγάλος εχθρός της ελιάς. Από πολύ παλιά οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη δακοκτονία.
Αρχιεργάτες υπήρξαν στο χωριό μεταξύ άλλων και οι: Γιαμαλάκης Νικόλαος (σε κοινό συνεργείο μαζί με τον Χόνδρο), Νηστικάκης Γεώργιος, Βερυκοκάκης Νικόλαος, Αγγουράκης Γρηγόριος, Μεραμβελλιωτάκης Γεώργιος, Μεραμβελλιωτάκης Ιωάννης, Μεραμβελλιωτάκης Αντώνιος.
Παγιδοθέτες υπήρξαν οι: Μανδαλάκης Γεώργιος (Πεταλάς), Βερυκοκάκης Νικόλαος, Βασιλικογιαννάκης Δημήτριος, Δουλγεράκης Νικόλαος, Μηλιαράς Βασίλειος και άλλοι.
Υπήρχαν και οι μεταγωγικοί, που έπρεπε να έχουν ζώα για να φορτώνουν τα φάρμακα, όπως ο Δουλγεράκης Ζαχαρίας και ο Μανδαλάκης Ιωάννης (Μπιλαγιό), ο Βερυκοκάκης Νικόλαος, ο Μανδαλάκης Νικόλαος (Καμπανός).
Οι ψεκασμοί γίνονταν με ψεκαστήρες πλάτης συνήθως από τους νεαρούς του χωριού που έβγαζαν και το χαρτζιλίκι τους. Κάποια εποχή δεν γίνονταν ψεκασμοί, αλλά η καταπολέμηση του δάκου γινόταν βιολογικά με παγίδες, τα γνωστά ταβλάκια. Κρεμούσαν στα δένδρα ένα επίπεδο κομμάτι ξύλου που ήταν εμποτισμένο με δηλητήριο και είχε και ένα σακουλάκι με κατάλληλη ορμόνη που μύριζε και μάζευε τους δάκους. Αυτοί κάθονταν στο δηλητηριασμένο ξύλο και σκοτώνονταν. Αργότερα τη δακοκτονία ανέλαβε ο συνεταιρισμός και ψεκασμοί γίνονται και σήμερα με μηχανικά μέσα, τρακτέρ, ψεκαστικά μηχανάκια και λοιπά.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού γνώριζαν καλά όλες τις αγροτικές εργασίες. Σε κάποιες όμως από αυτές ορισμένοι ξεχώριζαν.
Κλαδευτές ελαιοδέντρων και αμπελιών ήταν: ο Αγγουράκης Νικόλαος, ο Φραγκάκης Χαράλαμπος, ο Νηστικάκης Γεώργιος και ο γιος του Ιωάννης, ο Μεραμβελλιωτάκης Αντώνιος του Ιωάννου, ο Εμμανουήλ Βαβουρανάκης, ο Σταματουλάκης Εμμ. και άλλοι.
Κεντριστές δένδρων: Νικόλαος Εμμ. Μανδαλάκης, Ιωάννης Εμμ. Μανδαλάκης (Κλέαρχος), Εμμανουήλ Χαρ. Βαβουρανάκης. Επίσης όλοι οι αγροφύλακες.
Οι περισσότερες οικογένειες είχαν και το ζευγάρι τις αγελάδες τους για το όργωμα και για τα μοσχαράκια τους, που τα πωλούσαν για το κρέας τους.
Ο Εμμανουήλ Σπανάκης, ο Ιωάννης Αγγουράκης, ο Φραγκάκης Χαράλαμπος και ο Εμμανουήλ Μανδαλάκης (πατέρας της Ζαΐρας) ασχολήθηκαν από παλιά με τις μέλισσες σε πήλινες κυψέλες κι αργότερα οι Νηστικάκης Ιωάννης, Βαβουρανάκης Εμμανουήλ και Μηλιαράς Ιωάννης (κουρέας). Μέλισσες σήμερα διατηρούν: ο Εμμανουήλ Μανδαλάκης του Ευαγγέλου, ο Νικόλαος Μεραμβελλιωτάκης του Αντωνίου και ο Γεώργιος Μηλιαράς του Ιωάννου.
Ο Γεώργιος Βαβουρανάκης διατηρούσε ξυλουργείο δίπλα στη βρύση της Ακακίας για πάρα πολλά χρόνια.
Ο Γεώργιος Τζανάκης (Λεμονατζής) διατηρούσε εργαστήριο παρασκευής αναψυκτικών στην πηγή του Καβρού.
Χειριστής βαρέων μηχανημάτων ήταν ο Χρηστάκης Εμμανουήλ.
Κτηνίατρος ήταν ο Εμμανουήλ Σταματουλάκης του Γρηγ. μέχρι την εκτέλεσή του από τους γερμανούς την κατοχή.
Ο Γρηγόριος Αγγουράκης ήταν πρακτικός κτηνίατρος και πεταλωτής των ζώων. Πωλούσε και τα απαραίτητα πέταλα κ.λπ.
Αλέτρια - Ζυγούς - Βολόσυρους επισκεύαζαν οι: Κωνσταντίνος Μανδαλάκης, Δημήτρης Μεραμβελλιωτάκης, Δημήτρης Μηλιαράς.
Σαμαράς ήταν ο Δημήτρης Θεοδωράκης από το Καλάμι. Έμεινε στην Κάτω Βιάννο δέκα περίπου χρόνια.
Ντελάλης- Κήρυκας ήταν ο Νικόλαος Γ. Μανδαλάκης.
Τσαγκάρης ήταν παλαιότερα ο Ιωάννης Τζανάκης (Γιάγκος), που έμαθε την τέχνη στο γιο του Μιχαήλ Τζανάκη. Τσαγκάρης για ένα διάστημα ήταν και ο Ζαχαρίας Δουλγεράκης, που σταμάτησε όμως γρήγορα γιατί δεν έβλεπε.
Ο Τζανάκης Μιχαήλ με το φορτηγό του εκτελούσε όλες τις μεταφορές των κατοίκων. Έφερνε και τα οικοδομικά υλικά σε όλη την περιοχή. Κάθε Σάββατο πήγαινε στο Αρκαλοχώρι κι εξυπηρετούσε τους κατοίκους σε όλες τις παραγγελιές. Ήταν και ο χασάπης και κρεοπώλης των ζώων του χωριού.
Ο Χαράλαμπος Φραγκάκης (Καραβανάς) ήταν πρακτικός ορθοπεδικός γιατρός. Με κατάλληλα βότανα όμως βοηθούσε και σε πολλές ασθένειες.
Ελαιοχρωματιστής ήταν τα πιο πρόσφατα χρόνια ο Μηλιαράς Αντώνιος. Παλιότερα τα σπίτια βάφονταν με ασβέστη από τις νοικοκυρές και τα σπίτια πάντοτε ήταν κάτασπρα.
Ο Δουλγεράκης Ιωάννης του Εμμ. ήταν δικηγόρος. Πολλά χρόνια έμενε στην Άρβη και ασχολήθηκε με την εκτροφή και το εμπόριο αγελάδων καθώς και με την καλλιέργεια μπανάνας.
Περίπτερο διατηρούσε ο Παπαγιαννάκης Χαράλαμπος και παλαιότερα ο Τζανάκης Γεώργιος.
Γραφικός τύπος ήταν ο Μηλιαράς Δημήτριος (Μάγκας). Έβρισκε τις κατσούνες, τα ντεμπλιά, τις μπαστούνες και τα στειλιάρια των περισσοτέρων κατοίκων. Επίσης γραφικός ήταν και ο Νικόλαος Μεραμβελλιωτάκης του Κων/νου (Νικολός), που πολλές φορές αποτελούσε το εκκλησίασμα και το βοηθό του παπά Μιχάλη στους εσπερινούς.
Ο Γεώργιος Βαβουρανάκης του Μιχαήλ (Μπαμπουράνης), αξιωματικός Χωροφυλακής, ήταν ο αγαπητός των παιδιών. Τα κερνούσε πάντοτε και πολλά από αυτά τον φώναζαν «μπαμπά». Στο σπίτι του έφαγαν πολλοί χωριανοί ψωμί σε πολύ δύσκολες εποχές. Σε ένα ταξίδι του στο Άγιο Όρος έφερε δύο σκαλιστούς Σταυρούς. Έναν δώρισε στον παπά Μιχάλη Δουλγεράκη και έναν αφιέρωσε στο Ναό του Αγίου Γεωργίου.
Για οικοδομικές εργασίες κατάλληλοι ήταν ο Διακάκης Εμμανουήλ, οι Ιωάννης και Δημήτριος Βασιλικογιαννάκης, ο Μηλιαράς Βασίλειος και ο Παπαδάκης Εμμανουήλ. Αργότερα εργολάβος έγινε ο γαμβρός του Δημήτριος Βασιλικογιαννάκης. Σήμερα με οικοδομικές εργασίες στο χωριό ασχολείται ο Ιωάννης Μηλιαράς του Εμμ., ενώ με υδραυλικές εργασίες ασχολούνται ο Δημήτριος Μανδαλάκης του Εμμ. και ο Εμμανουήλ Μηλιαράς του Ιωάννου. Εργολάβος οικοδομών είναι και ο Ζαμπετάκης Ιωάννης από τη Μέση.
Στο σπάσιμο και τη διαμόρφωση της πέτρας για το κτίσιμο των τοίχων ειδικός τεχνίτης ήταν ο Αγγουράκης Δημήτριος (Μιντζηστήρης).
Την τέχνη του ράπτη ήξερε ο Ζαμπετάκης Ιωάννης.
Κουρείς ήταν: ο Ελευθέριος Δουλγεράκης, Κων/νος Αγγουράκης και ο Μηλιαράς Ιωάννης (Κουρέας), που ήταν κουφός. Ειδικά ο τελευταίος που γνώρισα, πολλές φορές κούρευε φτωχά παιδιά του χωριού χωρίς χρήματα.
Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές ήταν ο αξέχαστος Χρήστος Παπαδάκης. Πάντα με το χαμόγελο έφτιαχνε όλα τα μερεμέτια. Για μεταφορικό μέσο είχε μια σκαπτική μηχανή με βαγόνι. Μάζευε και τα σκουπίδια του χωριού.
Κτηνοτρόφοι στο χωριό υπήρξαν οι: Ζαμπετάκης Ιωάννης, Χρηστάκης Νικόλαος, Μεραμβελλιωτάκης Κωνσταντίνος, και Μεραμβελλιωτάκης Δημήτριος, ο γιος του οποίου Νικόλαος ασχολείται και σήμερα με τη κτηνοτροφία. Κτηνοτρόφοι ήταν και οι περισσότεροι κάτοικοι της Μέσης.
Υπήρχαν αρκετά καφενεία, που γέμιζαν από κόσμο κάθε βράδυ και συγχρόνως ήταν και μπακάλικα. Κάποια πωλούσαν και υφάσματα και είδη ραπτικής. Του Μιχαήλ Τζανάκη, του Ιωάννη Δουλγεράκη (Γιαννάκη), του Θεόδωρου Τζανάκη, του Γεωργίου Τζανάκη κι αργότερα του Δημητρίου Βασιλικογιαννάκη, που είναι και το μοναδικό που λειτουργεί σήμερα.
Επίσης, παντοπωλείο διατηρούσε και ο Στυλιανός Θεοδοσάκης, όπου έβρισκε κανείς τα πάντα. Από κλωστές οι γυναίκες μέχρι χημικές ουσίες για το κρασί οι άνδρες. Έβαφε υφάσματα και έπαιζε λύρα και μαντολίνο στα πανηγύρια και σε πολλούς γάμους.
Η Αικατερίνη Μανδαλάκη του Ιωάννου (Κατεριά) ήταν πρακτική μαία (η Μαμή). Πρακτική μαία ήταν και η Καλλιόπη Ρολάκη.
Η Σπανάκη Αλίκη τη δεκαετία του ’90 έστησε Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο αγοράστηκε αργότερα από το Δήμο Βιάννου κι αποτελεί το ιστορικό στολίδι ολόκληρης της περιοχής.
Μοδίστρα στο χωριό ήταν η Παπαδάκη Μαρία.
Αργαλειό είχαν οι περισσότερες νοικοκυρές, όπως η Αικατερίνη Σταματουλάκη, η οποία είχε και μια χειροκίνητη ραπτομηχανή.
Οι περισσότερες νοικοκυρές όπως οι: Ελένη Μηλιαρά, Ελένη Βαβουρανάκη, Φωτεινή και Καλλιόπη Δουλγεράκη, Ασπασία και Πηνελόπη Παπανικολάου, ασχολούνταν και με μεταξοσκώληκες. Στο χωριό και στα περιβόλια υπήρχαν αρκετές μουριές. Στη συνέχεια από τα κουκούλια έφτιαχναν περίτεχνα μεταξωτά υφάσματα, ρούχα και κεντήματα.
Τα καλοκαίρια οι γυναίκες, που δεν πήγαιναν στα καφενεία, μαζεύονταν στο Σταυρί ή στην Καταβλοδού ή στην Ακακία και βεγγέριζαν (έκαναν διάφορες συζητήσεις). Τα παιδιά έβρισκαν την ευκαιρία για παιγνίδια και διασκέδαση στην αυλή του Σχολείου, όπου μαζεύονταν και τα περισσότερα απογεύματα. Παιχνίδια έφτιαχναν μόνα τους. Κρυφτό, τσούρλι, μούτζος, κισκιντάκη, τριόδι, ντάμα, μακριά γαϊδούρα και άλλα.
Το κρασί έπαιρναν οι Κατωβιαννίτες από τα σταφύλια των αμπελιών που υπήρχαν στα Λιβάδια και στη Μέση. Πατούσαν τα σταφύλια με τα πόδια στα πατητήρια που στο χωριό υπήρχαν αρκετά. Το κρασί το αποθήκευαν στα πιθάρια πολύ παλιά και στα ξύλινα ή πλαστικά βαρέλια αργότερα. Λίγο ελαιόλαδο έβαναν στην επιφάνεια, για να μην έρχεται σε επαφή με τον αέρα και ξιδιάσει. Όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, ο πρακτικός οινολόγος Στυλιανός Θεοδοσάκης είχε τη λύση. Βέβαια ακολουθούσε και η απόσταξη της ρακής. Στο χωριό στήνονταν κάθε χρόνο καζάνια (αποστακτήρες) από τον Γεώργιο Τζανάκη κάτω από το Δημοτικό σχολείο και τον Εμμανουήλ Βασιλάκη στη βορεινή άκρη του χωριού. Κάθε βράδυ μαζεύονταν στα καζάνια οι περισσότεροι άνδρες και δοκίμαζαν την πρωτόρακη με οφτή πατάτα.
Οι γάμοι και οι βαπτίσεις των παιδιών γίνονταν στο χωριό. Στα καφενεία ή στους δρόμους στήνονταν τα τραπέζια, στους φούρνους έψηναν τα ψητά και πάντα ερχόταν και λυράρης ή τον αντικαθιστούσε ο Στυλιανός Θεοδοσάκης. Πολλές φορές ο χορός γινόταν στην πίστα έξω από το καφενείο του Ιωάννη Δουλγεράκη που υπάρχει ακόμη.
Σινεμά, μετά την κατοχή, έφερνε ο Χαλκούτσης από την Άνω Βιάννο στα καφενεία του χωριού. Συνήθως ελληνικές ταινίες της εποχής. Μετά το 1970 ήρθε η τηλεόραση και οι προβολές σταμάτησαν.
Η αγορά ψαριών μέχρι τη δεκαετία του ’70 γινόταν και με ανταλλαγή ελαιόλαδου από τους πωλητές. Οι νοικοκυρές πήγαιναν ένα κιλό λάδι στον ψαρά κι έπαιρναν ψάρια ίσης αξίας. Ψαράδες έρχονταν από τις παραλίες με τα ζώα. Αργότερα άρχισαν να έρχονται με αυτοκίνητα από το Ηράκλειο.
Παγωτά έφερνε από το Ηράκλειο ο Περίανδρος Δουλγεράκης, που πολλές φορές τα πωλούσε με τον αδελφό του Ζαχαρία. Αργότερα αγόρασε φορτηγό κι έτσι εκτελούσε πάσης φύσεως μεταφορές.
Ο Γιώργος Αγγουράκης (Αλέκος Ψηλορείτης) γεννήθηκε στην Κάτω Βιάννο. Ήταν στέλεχος του ΚΚΕ, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού και, για πολλά χρόνια, υπεύθυνος του παράνομου Ραδιοφωνικού Σταθμού του ΚΚΕ «Ελεύθερη Ελλάδα» και «Φωνή της Αλήθειας» και του περιοδικού «Νέος Κόσμος». Μετά τον εμφύλιο πήρε την οικογένειά του και πήγε στη Ρουμανία, όπου ζούσε εξόριστος. Όμως το 1967 ένα τροχαίο έκοψε το νήμα της ζωής του.
Ο γιος του Μπάμπης Αγγουράκης, με μακρά ιστορία στους αγώνες του ΚΚΕ, στα 15 του χρόνια έχασε τον πατέρα του. Το 1968 μετακόμισε με την οικογένειά του στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (ΓΛΔ). Το 1973 πήρε το πτυχίο του μηχανικού συστημάτων πληροφορικής του Πολυτεχνείου της Δρέσδης. Μέχρι το 1979 οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνούνταν να επαναπατρίσουν την οικογένειά του. Λίγο πριν τον επαναπατρισμό του στην Ελλάδα, παίρνει το πτυχίο του διδάκτορα συστημάτων πληροφορικής του Πολυτεχνείου της Δρέσδης, στο οποίο και εργάζεται από το 1973 έως το 1979. Το 1968 οργανώνεται στη ΚΝΕ και αργότερα στο Κόμμα.
Συμμετείχε στα Συντονιστικά της ΚΝΕ και των Φοιτητών στις σοσιαλιστικές χώρες και στη Δυτική Ευρώπη. Εκλέγεται μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ στο 1ο, 2ο και 3ο Συνέδριο της Οργάνωσης. Στην ΚΝΕ δουλεύει στην αρχή στην Ιδεολογική Επιτροπή και στη συνέχεια στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων. Στο 12ο Συνέδριο, το Μάη του 1987, εκλέγεται μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Επανεκλέγεται στην ΚΕ στο 13ο, 14ο, 15ο, 16ο, 17ο και στο 18ο Συνέδριο του Κόμματος. Το 1987 αναλαμβάνει υπεύθυνος του Τμήματος πληροφορικής και πολιτικής έρευνας και τεχνολογίας του Κόμματος. Από το 1992 έως το 2009 διετέλεσε υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, συμβάλλοντας ιδιαίτερα στη διοργάνωση των Διεθνών Συναντήσεων των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων. Από το 1997 έως το 2000 ήταν βουλευτής Α' Αθήνας. Το 2009 εκλέχτηκε ευρωβουλευτής του ΚΚΕ. Ήταν μέλος του Εθνικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη (ΕΕΔΥΕ). Έφυγε από τη ζωή το Μάιο του 2014 αφήνοντας πίσω το γιο του Γιώργο, σε ηλικία επίσης 15 ετών.
Ταχυδρομική Υπηρεσία λειτούργησε στην περιοχή μας επί Κρητικής Πολιτείας. Τότε ιδρύθηκε και το Ταχυδρομείο Βιάννου. Οι ταχυδρόμοι ήταν έφιπποι και το ταξίδι τους από τη Βιάννο μέχρι το Ηράκλειο, μέσω Καστελλίου, διαρκούσε 10 ώρες, μέχρι την Ιεράπετρα 6 ώρες και μέχρι τις Μοίρες 3 ώρες. Από τη Βιάννο τα γράμματα από τους ξενιτεμένους έφερνε ο Ταχυδρόμος. Μετά την κατοχή ερχόταν με τα πόδια, ο Εμμανουήλ Σηφάκης, ο Ιωάννης Παπαδημητράκης με μια μηχανή, ο Απόστολος Παπαγιαννάκης και έφερναν την αλληλογραφία στο χωριό μας, αλλά και σε όλα τα γύρω χωριά. Αργότερα έρχονταν ο Θεοδοσάκης Εμμ., ο Σταματουλάκης Εμμ. και άλλοι.
Για οτιδήποτε άλλο χρειάζονταν οι κάτοικοι του χωριού, κατευθύνονταν στα διπλανά χωριά και ειδικότερα στα πιο κοντινά, το Χόνδρο και την Περβόλα με τα οποία είχαν στενές σχέσεις και την Άνω Βιάννο, που ήταν μεγαλύτερο και έβρισκαν ό,τι ήθελαν.
Γενικά οι κάτοικοι προσπαθούσαν να παράγουν οι ίδιοι ό,τι χρειάζονταν, αν και μεταξύ τους πολλές φορές έκαναν ανταλλαγή προϊόντων. Πωλούσαν και λίγο λάδι και με τα χρήματα που έπαιρναν αγόραζαν είδη ένδυσης ή άλλα είδη. Όμως είχαν μικρή εξάρτηση από χρήματα.
Μέχρι το 1968 ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε στο χωριό. Φυσικά δεν υπήρχαν και ηλεκτρικές συσκευές. Οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν για φωτισμό λυχνάρια κι αργότερα λάμπες πετρελαίου και λουξ. Αντί για κουζίνα, είχαν το τζάκι και τα μαγειρικά σκεύη ήταν βασικά πήλινα. Υπήρχαν και μεταλλικά σκεύη, τα οποία κατά καιρούς επιμετάλλωναν (γάνωναν) με κασσίτερο (καλάι) γιατί χαλούσαν, οξειδώνονταν εύκολα και ειδικά τα χάλκινα γίνονταν επικίνδυνα για την υγεία τους.
Μετά την κατοχή, ήρθαν τα πρώτα ραδιόφωνα στα καφενεία, που λειτουργούσαν με μεγάλες μπαταρίες. Τηλέφωνο τοποθετήθηκε τότε στο καφενείο του Μιχαήλ Τζανάκη. Ένα για όλο το χωριό.
Ψυγεία δεν υπήρχαν αλλά δροσερό νερό υπήρχε πάντοτε από τις πηγές. Για τη συντήρηση πολλών τροφίμων, οι νοικοκυρές ήξεραν κι εφάρμοζαν διάφορες τεχνικές, τις κατάλληλες εποχές.
Για να μην φτιάχνουν ψωμί κάθε μέρα, ζύμωναν παξιμάδι στους φούρνους, που το αποθήκευαν στα πιθάρια κι έφτανε για το τραπέζι της οικογένειας αρκετούς μήνες.
Το χειμώνα έβαζαν ελιές σε αλατόνερο και τις διατηρούσαν όλο το χρόνο. Έφτιαχναν και τις τσακιστές ελιές που τις κατανάλωναν πιο σύντομα.
Τα Χριστούγεννα, που κάθε οικογένεια είχε το χοίρο της και τον έσφαζε, έφτιαχναν τα σίγλινα, το απάκι, τις τσιγαρίδες και τα λουκάνικα που τα διατηρούσαν για αρκετό καιρό.
Λεμόνια διατηρούσαν μέχρι το καλοκαίρι μέσα στα άχυρα ή σε άμμο.
Την άνοιξη που υπήρχε άφθονο γάλα από τις κατσίκες και τα πρόβατα, έφτιαχναν τα νόστιμα τυροζούλια που τα διατηρούσαν στο ελαιόλαδο, το ξινόγαλο και φυσικά τον ξινόχοντρο. Μάζευαν και τους χοχλιούς που διατηρούνται αρκετά.
Το καλοκαίρι έφτιαχναν τις πιταρίδες (αποξηραμένα σύκα) και τα λιόπαστα (αποξηραμένα φασόλια), που τα κατανάλωναν το χειμώνα. Ακόμη και τοματοπολτό διατηρούσαν σε βάζα σκεπασμένο με ελαιόλαδο. Στα βάζα αποθήκευαν και τα γλυκά του κουταλιού που παρασκεύαζαν.
Το Φθινόπωρο ήταν η εποχή της σποράς. Μαζί με τα σιτηρά έσπερναν και αρκετά όσπρια, φακές, αρακά, παπούλες για τη φάβα, κουκιά και άλλα, που μετά τη συγκομιδή αποθηκεύονταν για περισσότερο από ένα χρόνο. Όλα τα προϊόντα αυτά τα αποθήκευαν στα πήλινα κουρούπια, που τα τοποθετούσαν σε σκιερό και δροσερό μέρος στην αποθήκη τους.
Μετά το 1969 τα σπίτια συνδέθηκαν στο δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος και οι ηλεκτρικές συσκευές άρχισαν να μπαίνουν στα νοικοκυριά. Συνδέθηκαν και στο δίκτυο ύδρευσης. Ήρθε και η τηλεόραση το 1970. Η ζωή έγινε ευκολότερη. Η τηλεόραση όμως έκλεισε τους ανθρώπους στα σπίτια τους, τους στέρησε το «γειτόνεμα για να περάσει η ώρα». Τις δεκαετίες του ’80 και ’90 έγινε συντήρηση και ασφαλτόστρωση των δρόμων. Έγιναν τεχνικά έργα όπου χρειαζόταν και διανοίχθηκαν αγροτικοί δρόμοι στις περισσότερες περιοχές.
Πολλαπλασιάστηκαν τα αυτοκίνητα, η μετακίνηση και η μεταφορά των προϊόντων έγινε ευκολότερη και τα ζώα άρχισαν να λιγοστεύουν. Το ψωμί έφτανε στο χωριό καθημερινά και φρέσκο και εγκαταλείφτηκαν οι σπορές, οι θερισμοί και τα ζυμώματα από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Οι φούρνοι χάλασαν και σήμερα σχεδόν όλοι είναι ερειπωμένοι. Σε κάποια σπίτια διατηρούνται κάποιοι για οικογενειακή χρήση.
Έρχονται έμποροι με αυτοκίνητα – μαγαζιά και πωλούν το κάθε τι στο χωριό. Από κηπευτικά και τρόφιμα μέχρι ρούχα και παπούτσια.
Οι κάτοικοι στράφηκαν στις παραλιακές περιοχές ή έφυγαν στις πόλεις και το χωριό συρρικνώθηκε. Είχε την τύχη που έχουν δυστυχώς όλα τα γύρω χωριά της περιοχής μας.
Φορολογία των κατοίκων.
Πωλητήριο Μαλικιανέδων του έτους 1770 όπως βρίσκεται στο Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου. Μαλικαινές ήταν η διά βίου μίσθωση του φόρου της δεκάτης από όλη την παραγωγή μιας περιφέρειας και συχνά αυτή γινόταν κληρονομική.
Η φορολόγηση των κατοίκων πριν το 1900 ήταν σύμφωνα με το κέφι των Βενετών ή των Τούρκων κατακτητών. Έπαιρναν ό,τι ήθελαν χωρίς να τους ελέγχει κανένας. Αργότερα γινόταν με το μουκατά, τον φόρο επί της παραγωγής των προϊόντων. Ένας κάτοικος, ο μουλτεζίμης, νοίκιαζε κατόπιν πλειοδοτικού διαγωνισμού τους φόρους από το κράτος, πλήρωνε κάποιο ποσό στο κράτος και έπαιρνε ένα ποσοστό, συνήθως το 10% επί της παραγωγής από όλα τα προϊόντα και τα κηπευτικά. Για το ζύγισμα της παραγωγής κρατούσε μαζί του τον καμπανό. Η πληρωμή του φόρου γινόταν στο χωράφι και, αν ανακαλυπτόταν φοροδιαφυγή (κρύψιμο προϊόντων), το πρόστιμο ήταν διπλασιασμός όλου του φόρου με άμεση καταβολή. Το μουλτεζίμη κατά την είσπραξη του φόρου συνόδευε πάντα και ένας χωροφύλακας, για ευνόητους λόγους. Οι φόροι όμως δεν τέλειωναν εδώ. Αν κάποιος ήθελε να μεταφέρει εμπορεύματα σε κάποια πόλη για να τα πουλήσει, πλήρωνε στην είσοδο της πόλης που πήγαινε φόρο που καθόριζε το Δημοτικό Συμβούλιο αυτής.
Τα κοινοτικά τέλη ύδρευσης, άρδευσης κ.λπ. καταλογίζονταν με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και τα πλήρωναν στον εισπράκτορα ο οποίος ερχόταν στο χωριό. Υπήρχαν και τέλη σε προσωπική εργασία για τη συντήρηση των αγροτικών δρόμων, των καναλιών άρδευσης και λοιπά. Η Αγροτική Οδοποιία. Το Κοινοτικό Συμβούλιο εκτιμούσε τις συνολικές ημέρες εργασίας που χρειαζόταν για τα απαιτούμενα έργα και με απόφασή του γινόταν κατανομή σε όσους μπορούσαν να προσφέρουν χειρωνακτική εργασία. Όποιος δεν πήγαινε του καταλόγιζαν σε χρήματα την αξία των ημερομισθίων και τα πλήρωνε στον εισπράκτορα. Ο θεσμός υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του ’70 που έπαψε να εφαρμόζεται.
Μονάδες μέτρησης μέχρι το 1952, που καθιερώθηκαν οι σημερινές, χρησιμοποιούσαν:
Για το βάρος των προϊόντων την οκά, που είχε 400 δράμια και αντιστοιχούσε σε 1280 γραμμάρια. Το καντάρι, που αντιστοιχούσε σε 44 οκάδες. Συμβατική μονάδα βάρους των υγρών (λαδιού και κρασιού) ήταν το μίστατο. Ένα μίστατο κρασιού ζύγιζε 9-12 οκάδες, λαδιού 8 - 10 οκάδες.
Για τον όγκο των στερεών τροφίμων (σιτάρι, όσπρια κ.ά.) είχαν το μουζούρι που το υπολόγιζαν σε 16 οκάδες, με υποδιαιρέσεις το πινάκι (8 οκ.), το πρατικό (4 οκ.) και το αξάγι (1 οκά).
Το μήκος μετρούσαν με τον πήχη που τον υποδιαιρούσαν σε 8 ρούπια. Ένας πήχης ήταν 64 εκατοστά του σημερινού μέτρου.
Το ζευγαρικό ήταν συμβατική μονάδα επιφανείας, με την οποία γινόταν υπολογισμός του εμβαδού γης. Ήταν ίσο με το έδαφος που μπορούσαν να καλλιεργήσουν με ζώα, (συνήθως 2 βόδια), σε μια μέρα. Αποτελούσε τμήμα ακαθόριστης εκτάσεως, που εξαρτιόταν από την ικανότητα και του ζευγολάτη και των ζώων.
Υγεία.
Τα θέματα της υγείας ήταν τα πιο δύσκολα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του χωριού μας. Τις απλές ασθένειες τις αντιμετώπιζαν με πρακτικά γιατροσόφια και τον πρακτικό γιατρό. Αλλά όταν χρειαζόταν έτρεχαν στην Άνω Βιάννο, όπου υπήρχε Υγειονομικός σταθμός (ιδρύθηκε το 1954) και ιδιώτες ιατροί. Αν όμως χρειάζονταν Νοσοκομείο, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα αφού η μεταφορά στο Ηράκλειο γινόταν με τα ζώα και τα κάρα. Μετά που ανοίχτηκαν οι δρόμοι, τα αγροτικά αυτοκίνητα και τα ταξί έπαιζαν το ρόλο του ασθενοφόρου, μέχρι που λειτούργησε το κέντρο υγείας Βιάννου κι ήρθε ασθενοφόρο αυτοκίνητο στην Επαρχία.
Η Τιτίκα Μανδαλάκη, καθηγήτρια αιματολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με το σύζυγο της ιατρό κ. Αναστάσιο Γιαννιτσιώτη, αποτέλεσε για πολλά χρόνια το καταφύγιο όλων των χωριανών που για θέματα υγείας έφταναν στη Αθήνα. Και οι γονείς της Μάνος και Λίνα βοηθούσαν τους Κατωβιαννίτες πάντοτε. Μετά την κατάρρευση του μετώπου στον πόλεμο της Αλβανίας πολλοί ήταν οι χωριανοί που εγκλωβίστηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όταν επέστρεφαν τους βοηθούσαν κατά την διαμονή τους στη Αθήνα και φρόντιζαν για την επιστροφή τους στο χωριό. Δώρισαν και ένα οικόπεδο στο χωριό για να γίνει πολιτιστικό κέντρο.
Η γέννηση των παιδιών γινόταν παλιά στα σπίτια τους στο χωριό και τις γυναίκες βοηθούσε η πρακτική μαία κ. Αικατερίνη Μανδαλάκη του Ιωάννου.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αρκετοί Κατωβιαννίτες ιατροί, ειδικά στο Ηράκλειο και οι περισσότεροι χωριανοί απευθύνονται σε αυτούς.
Δημόσια τάξη.
Τη δημόσια τάξη επιτηρούσε η Αστυνομία από το Α.Τ. Βιάννου και η Αγροφυλακή. Ο Μεραμβελλιωτάκης Γεώργιος υπήρξε για πολλά χρόνια υπεύθυνος Αγροφυλακής (Αρχιφύλακας) όλης της επαρχίας. Αργότερα έγινε γραμματέας αγρονομείου και μετατέθηκε. Ο Ιωάννης Μανδαλάκης του Ευαγγ. ήταν για πάρα πολλά χρόνια γραμματέας του αγρονομείου κι αργότερα έγινε και αγρονόμος. Αγροφύλακες στο χωριό υπηρέτησαν οι χωριανοί μας: Χρηστάκης Δημήτριος του Αποστόλου, Παπανικολάου Κων/νος και Αγγουράκης Εμμανουήλ του Δημητρίου. Υπηρέτησαν όμως κι από άλλα χωριά, όπως οι: Ραπτάκης Δημήτριος, Γιαμαλάκης Ιωάννης, Πλατζουνάκης Ιωάννης, Παπαδημητράκης Ηλίας, Μπιτσακάκης Νικόλαος, Θεοδωσάκης Νικόλαος και άλλοι. Όλοι οι παραπάνω εκτελούσαν και εμβολιασμούς των δένδρων (κέντρισμα). Γινόταν ειδική εκπαίδευση από τον αρχιφύλακα.
Οι κάτοικοι ήταν μονοιασμένοι και δεν γίνονταν παραβάσεις. Όλο το χειμώνα άφηναν τις ελιές στους δρόμους και ποτέ δεν τις έκλεψαν, άφηναν ανοικτά τα σπίτια τους και ποτέ δεν χάθηκε κάτι.
Οι Εκκλησίες και η Ενορία.
Η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Στη βορειοδυτική πλευρά του χωριού βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που είναι και ο πολιούχος Άγιός του. Θεμελιώθηκε το 1897 και αποπερατώθηκε το 1904 από τον ιερέα Νικόλαο Λουλάκη. Κτίστηκε με περισσή αγάπη από τους Κατωβιαννίτες, αφού σχημάτιζαν όλοι μαζί αλυσίδα για να μεταφέρουν τις πέτρες από τη θέση Κουτσουκλί δίνοντάς τις ο ένας στον άλλο. Ανάδοχος της εκκλησίας ήταν ο Παπαδάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ.
Ανακαινίστηκε το 1969 από τον ιερέα Μιχάλη Δουλγεράκη. Τότε έφυγαν και τα κεραμίδια και κατασκευάστηκε ο σημερινός θόλος στην οροφή. Εορτάζει στις 23 Απριλίου (ή την επομένη ημέρα του Πάσχα), οπότε γινόταν παλιά και περιφορά της εικόνας του Αγίου σε όλο το χωριό. Ακολουθία τελείται και στις 3 Νοεμβρίου του Αγίου Γεωργίου του Μεθυστή.
Η Εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.
Βόρεια και στη Θέση Καμίνι, δίπλα στον παλιό δρόμο υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα από τη Βυζαντινή εποχή. Καταστράφηκε από τον Χασάν Πασά μετά τη μάχη του Λασιθίου το 1866. Σήμερα από τα ερείπια του Ναού υπάρχουν μόνο κάποιες πέτρες. Τη Δεκαετία του ’90 ο χωριανός μας παπα-Μιχάλης Δουλγεράκης έκτισε νέο Ναό αφιερωμένο στον Άγιο Σπυρίδωνα σε οικόπεδο που παραχώρησε η οικογένειά του στην άκρη του κεντρικού δρόμου, λίγο έξω από το χωριό προς το Ηράκλειο. Εργολάβος ανέλαβε τότε ο χωριανός μας Βασιλικογιαννάκης Δημήτριος, ενώ την οροφή αποπεράτωσε ο Ελιώτης Γεώργιος από την Παναγιά Πεδιάδος. Ανάδοχος της Εκκλησίας ήταν ο Βερυκοκάκης Μιχαήλ. Εορτάζει στις 12 Δεκεμβρίου, αλλά γίνονται νυκτερινές ακολουθίες στις 11 Αυγούστου (ανάμνηση του Θαύματος του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα) και στις 9 Μαΐου (Αγίου Χριστοφόρου προστάτη των οδηγών), που τις καθιέρωσε ο σημερινός εφημέριος του χωριού ιερέας Ψαρολογάκης Αντώνιος, ο οποίος επιμελήθηκε τη συντήρηση και τη διαμόρφωση του εξωτερικού χώρου της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία της Παναγίας.
Στη Δυτική πλευρά βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας (Εισόδια της Θεοτόκου), που κτίστηκε το 1810. Εορτάζει στις 21 Νοεμβρίου, αλλά λειτουργείται και στις 15 Αυγούστου. Στον Εσπερινό στολίζεται επιτάφιος και ψάλλονται τα εγκώμια της Παναγίας. Όλο το δεκαπενταύγουστο γίνονται παρακλήσεις στη χάρη της. Έχει ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο που κατασκευάστηκε κατά την τουρκοκρατία και είναι προστατευόμενο μνημείο από την Υπηρεσία Προστασίας Βυζαντινών αρχαιοτήτων. Έτσι δεν ανακαινίστηκε, αλλά συντηρήθηκε όσο γινόταν από τον παπα-Μιχάλη Δουλγεράκη και παραμένει με την αρχική μορφή. Πριν χτιστεί η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ήταν ο ενοριακός Ναός του χωριού. Οι ακολουθίες και σήμερα γίνονται με κατάνυξη, με τα κεράκια, χωρίς ηλεκτρικά φώτα και μικρόφωνα όπως και παλιά. Ο ναός λειτουργείται σε όλες τις εορτές της Παναγίας.
Εδώ βρισκόταν πολύ παλαιότερα και το νεκροταφείο του χωριού μέχρι που μεταφέρθηκε στον Αφέντη Χριστό όπου είναι και σήμερα. Μάλιστα πιο δίπλα, στου Λιγνού, υπήρχε και τούρκικο νεκροταφείο, ενώ ακόμη παλαιότερα το τούρκικο νεκροταφείο βρισκόταν στη θέση Μνήματα, δίπλα από το παλιό εργοστάσιο του Ζαμπετάκη. Όταν ανοίχτηκε ο δρόμος και κτίστηκε και το Δημοτικό Σχολείο, καταπλακώθηκαν οι τάφοι.
Η Εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Ανατολικά βρίσκεται η εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Αφέντη Χριστού), όπου βρίσκεται το νεκροταφείο. Για την επέκτασή του, ο Σπανάκης Δημήτριος του Εμμ. δώρισε στη μνήμη των γονέων του ένα οικόπεδο, όπου έγιναν νέοι τάφοι. Η Εκκλησία κτίστηκε πριν την ενετοκρατία. Επί ενετοκρατίας πιθανόν να λειτούργησε και σαν Μοναστήρι με αρκετούς μοναχούς για κάποιο διάστημα. Έχει ωραίες τοιχογραφίες από τους Βυζαντινούς χρόνους, πάνω στις οποίες διακρίνονται οι βανδαλισμοί των τούρκων, που έβγαζαν με την ξιφολόγχη τα μάτια των Αγίων. Από τη βορεινή πλευρά οι τοίχοι ήταν μέσα στο χώμα μέχρι τη δεκαετία του ’70 που έγιναν εργασίες συντήρησής του από την Αρχαιολογική Υπηρεσία Ηρακλείου, μετά από ενέργειες του ιερέα Μιχαήλ Δουλγεράκη. Είναι προστατευόμενο μνημείο από την Υπηρεσία Προστασίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Μία από τις επόμενες ημέρες, μετά το Πάσχα, μαζεύονται εδώ όλοι οι χωριανοί και τιμούν τη μνήμη των νεκρών προγόνων τους.
Εορτάζει στις 6 Αυγούστου και παλιά γινόταν μεγάλο πανηγύρι που σήμερα το διατηρεί ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού. Ένας θρύλος θέλει την εκκλησία να είχε μια ολόχρυση καμπάνα βάρους 40 οκάδων και πολλά χρυσά αφιερώματα πιστών στα παλιά χρόνια. Για να μην τα κλέψουν οι τούρκοι κατακτητές, τα έκρυψαν οι χριστιανοί σε μια σπηλιά στην Κεφάλα και έκτισαν την πόρτα της. Από τότε δεν βρέθηκαν ποτέ. Κάποιοι παλιοί έλεγαν ότι ακουγόταν η καμπάνα να χτυπά την ημέρα της εορτής του Αφέντη Χριστού. Επί τουρκοκρατίας απαγορεύονταν οι καμπάνες στις εκκλησίες και τα καμπαναριά γκρεμίστηκαν.
Εκκλησία Αγίας Παρασκευής.
Απέναντι από το χωριό, στη θέση Τραπεζάκια, βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Κτίστηκε το 1910 από τον Ιωάννη Αγγουράκη σε εκπλήρωση τάματος, γιατί η οικογένειά του δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδί. Μετά το κτίσιμο της εκκλησίας απέκτησαν παιδιά. Ανάδοχος του ναού ήταν ο ίδιος που παραχώρησε και το οικόπεδο. Ανακαινίστηκε πρόσφατα και έγινε διαμόρφωση και δενδροφύτευση του εξωτερικού χώρου. Είναι η αγαπητή Αγία όλων των Κάτω Βιαννιτών αλλά και των κατοίκων της Περβόλας και του Χόνδρου. Εορτάζει στις 26 Ιουλίου και στον εσπερινό γίνεται εκδήλωση από τον Πολιτιστικό Σύλλογο και τις νοικοκυρές του χωριού, στη μνήμη της. Τα τελευταία χρόνια το πανηγύρι τιμά με την παρουσία του και ο Δήμαρχος Βιάννου ο κ. Μπαριτάκης Παύλος και πολλά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του. Οι νοικοκυρές προσφέρουν κεράσματα με λιχουδιές κάθε λογής που φτιάχνουν οι ίδιες. Η εκδήλωση γίνεται με τη βοήθεια και συμμετοχή του Πολιτιστικού Συλλόγου και της Ενορίας Κάτω Βιάννου. Μαζεύεται πολύς κόσμος και συνήθως ακολουθεί γλέντι μέχρι το πρωί.
Στην ίδια τοποθεσία και λίγο βορειότερα βρίσκεται και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου που εορτάζει στις 29 Αυγούστου. Επίσης, τελείται ακολουθία στις 24 Ιουνίου που εορτάζει «το Γενέσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου». Βρίσκεται κτισμένη πάνω σε ερείπια παλιού Ναού του ίδιου Αγίου που καταστράφηκε από τους Τούρκους. Μάλιστα κατά τη θεμελίωσή του βρέθηκαν πολλοί τάφοι και οστά, άρα πρέπει να λειτούργησε και σαν νεκροταφείο κάποια εποχή.
Εκκλησία Αγίου Ιωάννη.
Θεμελιώθηκε και κατασκευάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 από τον ιερέα Μιχάλη Δουλγεράκη, με τη βοήθεια όλων των πιστών χωριανών. Έκανε εράνους σε όλη την περιοχή για το σκοπό αυτό. Το οικόπεδο το παραχώρησε ο δάσκαλος Τζανάκης Χαράλαμπος του Εμμ. και η σύζυγός του Μαρία ήταν και ανάδοχος του Ναού. Ανακαινίστηκε πρόσφατα. Έγινε αντικατάσταση της σκεπής, αναπαλαίωση των εξωτερικών τοίχων, διαμόρφωση και δενδροφύτευση του εξωτερικού χώρου.
Στην περιοχή της Μέσης βρίσκεται, έξω από το χωριό, ανάμεσα στις ελιές, η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής που εορτάζει την επόμενη Παρασκευή από το Πάσχα. Είναι ο ενοριακός ναός του οικισμού, που ανήκει στην ενορία Κάτω Βιάννου. Κτίστηκε το 1910 πάνω στα ερείπια παλιάς Βυζαντινής εκκλησίας που είχαν καταστρέψει οι τούρκοι, όταν κατέστρεψαν και τον οικισμό που υπήρχε γύρω της. Αλλά και η Βυζαντινή εκκλησία είχε κτισθεί σε ερείπια παλαιότερου ναού που είχαν καταστρέψει οι πειρατές. Εκεί υπήρχε και το νεκροταφείο του οικισμού που διατηρείται και σήμερα.
Η Εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στη Μέση.
Κάποια εποχή λειτούργησε και σαν μοναστήρι. Τα κελιά των μοναχών ερειπωμένα υπάρχουν ακόμη. Ανακαινίστηκε από το Π. Μιχάλη Δουλγεράκη, με εργολάβο τον Μηλιαρά Ιωάννη του Βασιλείου.
Ονομάζεται και Παναγία η Χαμομηλιανή, επειδή η περιοχή την άνοιξη που γιορτάζει, μοσχοβολά από το χαμομήλι που φυτρώνει παντού. Είναι αρίστης ποιότητας και πολλοί Κατωβιαννίτες αλλά και Χοντριγιανοί πήγαιναν στη Χάρη της για να το μαζέψουν.
Παλιά γινόταν μεγάλο πανηγύρι και όλοι οι κάτοικοι της Κάτω Βιάννου, οι Λασιθιώτες αλλά και κάτοικοι των γειτονικών χωριών μαζεύονταν και γιόρταζαν τη Χάρη της στην ανθισμένη ανοιξιάτικη φύση. Έρχονταν με τα ζώα τους κι ήταν ευκαιρία για μια καλή ολοήμερη εκδρομή.
Η Εκκλησία του Προφήτη Ηλία και των Τριών Ιεραρχών στη Μέση.
Αργότερα, τη δεκαετία του ’80, ο ιερέας Μιχαήλ Δουλγεράκης πρωτοστάτησε και με τη βοήθεια των κατοίκων κτίστηκε νέα εκκλησία με δυο κλίτη στην είσοδο του χωριού. Ένα αφιερωμένο στους Τρεις Ιεράρχες που γιορτάζει στις 30 Ιανουαρίου και ένα αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία που γιορτάζει στις 20 Ιουλίου. Στον ίδιο χώρο υπήρχε ναός του προφήτη Ηλία που είχαν καταστρέψει οι τούρκοι. Θεμελιώθηκε από τον τότε μητροπολίτη Πέτρας κ. Νεκτάριο και εγκαινιάστηκε από το νέο μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέα Νανάκη. Ανάδοχοι του ναού ήταν ο Ψαρολογάκης Νικόλαος και η Ζαμπετάκη Πηνελόπη. Εργολάβος για το κτίσιμο της εκκλησίας ανέλαβε ο Ζαμπετάκης Ιωάννης, ενώ όλοι οι κάτοικοι της Μέσης αλλά και επαγγελματίες της ευρύτερης περιοχής πρόσφεραν εργασία και δωρεές υλικών.
Γίνεται πανηγύρι και σε αυτές τις εορτές, αφού οι κάτοικοι της Μέσης αλλά και των διπλανών χωριών ήταν πάντοτε καλοί Χριστιανοί.
Σύμφωνα με πληροφορίες, υπήρχε και άλλη εκκλησία στη Μέση, στο κέντρο του σημερινού χωριού, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Καταστράφηκε κι αυτή από τους τούρκους και σήμερα φαίνονται μόνο οι βάσεις από τους τοίχους. Οι γεροντότεροι θυμούνται στη θέση αυτή μικρό πέτρινο εκκλησάκι με ένα μικρό εικόνισμα μέσα.
Όπως γνωρίζουμε, μόλις οι τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη, απαγόρευσαν τη χρήση καμπανών στις εκκλησίες, για να μην ενημερώνονται οι Χριστιανοί μέσω των κωδωνοκρουσιών. Γκρέμισαν και τα καμπαναριά. Μοναδική εξαίρεση ήταν η Μονή Αρκαδίου, που διατήρησε την καμπάνα της. Όλα τα καμπαναριά στις εκκλησίες τοποθετήθηκαν μετά την απελευθέρωση και σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν για καμπάνες περιβλήματα βομβών, όπως στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου στα Τραπεζάκια.
Την ενορία υπηρέτησαν πολλοί ιερείς. Ο π. Δημήτριος Παπαδάκης, ο π. Νικόλαος Λουλάκης, ο π. Γιάννης Μηλιαράς, κάποιοι μοναχοί από την Αγία Μονή Βιάννου, ο Αμβρόσιος, ο Κοσμάς, ο Ιωακείμ, και ο Ιουστίνος, ο π. Εμμανουήλ Βασιλάκης, ο π. Αντώνης Γουρνιεζάκης από το Λουτράκι και άλλοι εξυπηρετούσαν την ενορία του χωριού μέχρι το 1967.
Τότε χειροτονήθηκε ο π. Μιχάλης Δουλγεράκης, που έμεινε στο χωριό μας σε όλη του τη ζωή. Από τη χειροτονία του (το 1967) μέχρι το 2003 που πέθανε, υπηρέτησε με την πρεσβυτέρα του πιστά και με ζήλο την ενορία μας.
Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο χωριό μας ο ιερέας Αντώνιος Ψαρολογάκης, άξιος διάδοχος του προκατόχου του, ασχολείται πολύ με την εκκλησία και το χωριό. Σε όλα τα πανηγύρια αλλά και σε πολλές ακολουθίες και μυστήρια τον βοηθά και ο χωριανός μας π. Νικόλαος Δουλγεράκης, καθώς και ο ιερέας της ενορίας Χόνδρου π. Κωνσταντίνος Ψαρολογάκης.
Ιεροψάλτες στο αναλόγιο της εκκλησίας μας υπήρξαν οι: Προνάκης Δράκος, Παπαδάκης Ιωάννης, Τζανάκης Γεώργιος (γραμματικός), Μηλιαράς Νικόλαος, Παπαδάκης Εμμανουήλ, Μανδαλάκης Κων/νος, Μανδαλάκης Εμμανουήλ (Μάνος), Βαβουρανάκης Γεώργιος του Μιχ., Μεραμβελλιωτάκης Χαράλαμπος (δάσκαλος), Καρτσάκης Ιωάννης, Παπαδάκης Δημήτριος, Βερυκοκάκης Μιχαήλ, Μεραμβελλιωτάκης Ιωάννης, Μηλιαρά Ζαΐρα, Θεοδοσάκης Αντώνιος και περιστασιακά ο Γεώργιος Κονδυλάκης.
Στα ενοριακά συμβούλια συμμετείχαν πάντοτε ικανοί χωριανοί που συμπαραστέκονταν στους Ιερείς με μεγάλο ζήλο, όπως οι: Τζανάκης Γεώργιος (Γραμματικός), Κρητικάκης Εμμανουήλ, Χρηστάκης Εμμανουήλ, Παπαδάκης Δημήτριος, Βερυκοκάκης Μιχαήλ, Θεοδοσάκης Αντώνιος, Μηλιαράς Αντώνιος, Μανδαλάκης Ιωάννης (Αγρονόμος) και ο Μεραμβελλιωτάκης Ιωάννης (Γραμματικός).
Εκπαίδευση.
Κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν υπήρχαν σχολεία, γιατί οι τούρκοι τα απαγόρευαν. Μόνο στα μοναστήρια ή σε σπίτια μπορούσαν κάποια παιδιά των προυχόντων να μάθουν ανάγνωση και γραφή. Πολύ αργότερα από το 1798 λειτούργησε ιδιωτικό σχολείο στην Άνω Βιάννο, όπου πήγαιναν και ορισμένοι μαθητές από τα γύρω χωριά. Μετά το 1830 επιτρεπόταν η λειτουργία λίγων Ελληνικών σχολείων από τις Μονές.
Το κτίριο του παλιού Δημοτικού Σχολείου όπως είναι σήμερα.
Το διδακτήριο ήταν ένα δωμάτιο στο οποίο υπήρχαν μερικά σκαμνάκια για να κάθονται οι μαθητές και καμιά φορά ένα τραπέζι και μια καρέκλα για το δάσκαλο. Μάθαιναν ανάγνωση, γραφή και τις τέσσερεις πράξεις της αριθμητικής, για να μπορούν να λογαριάζουν. Οι μαθητές κάθονταν στα σκαμνάκια και ακουμπούσαν την πλάτη τους στον τοίχο. Έγραφαν στα πόδια τους, πάνω σε μια πλάκα ή σε χαρτί, με το δεξί τους χέρι ενώ με το αριστερό κρατούσαν το χαρτί (βιβλίο). Το μελανοδοχείο είχε μέσα ένα σφουγγάρι βρεμένο με μελάνι. Έγραφαν με πτερά πτηνών τα οποία βουτούσαν στο μελανοδοχείο ή με πέτρες που έβρισκαν στα χωράφια πάνω στην πλάκα. Η σχολική περίοδος δεν ήταν ορισμένη και οι μαθητές φοιτούσαν όπως ήθελαν και όποτε ήθελαν. Ο μαθητής κατά την είσοδο του στο σχολείο έπρεπε να ξέρει μόνο λίγη γραφή και ανάγνωση και να μην έχει ηλικία μικρότερη των 7 ετών. Το δάσκαλο πλήρωναν οι γονείς των παιδιών. Η αμοιβή του ήταν «μια οκά άρτου» που συνοδευόταν από λίγα άλλα τρόφιμα και φρούτα. Ονομαζόταν «Δευτεριάτικα», γιατί δινόταν κάθε Δευτέρα. Το 1882 λειτούργησε το πρώτο σχολείο στο χωριό.
Δημοτικό Σχολείο Κάτω Βιάννου έτος 1980. Δάσκαλος: Κενδριστάκης Στέργιος.
Όρθιοι πίσω από αριστερά: Νικόλαος Μεραμβελλιωτάκης, Νικόλαος Παπαγιαννάκης, Γεώργιος Βασιλικογιαννάκης, Άννα Βαβουρανάκη, Μαρία Βερυκοκάκη, Νίκη Αγγουράκη, Άννα Μηλιαρά, Νίκος Δουλγεράκης.
Μπροστά : Ιωάννης Παπαγιαννάκης, Μαρία Βασιλικογιαννάκη, Πόπη Μεραμβελλιωτάκη, Χριστίνα Μεραμβελλιωτάκη, Αφροδίτη Ζαμπετάκη, Όλγα Σταματουλάκη, Γρηγόρης Σταματουλάκης, Ιωάννης Μεραμβελλιωτάκης τ. Αντ., Γεώργιος Παπαγιαννάκης.
Όπως αναφέρει ο δάσκαλος Ιωάννης Καρτσάκης σε έγγραφο του το 1953:
Το Δημοτικό Σχολείο Κάτω Βιάννου ιδρύθηκε κι άρχισε να λειτουργεί από το έτος 1882. Δεν ιδρύθηκε βέβαια με Β.Δ. ή με άλλη διαταγή του επίσημου κράτους κι ούτε δημοσιεύτηκε η διαταγή της ίδρυσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Πράγματα άγνωστα τότε για την Κρήτη. Στην Κρήτη τότε…
Δημοτικό Σχολείο Κάτω Βιάννου Σχ. έτος 1974-1975.
Δασκάλα η Αγγουράκη-Τζανάκη Μαρία.
Διακρίνονται από αριστερά οι μαθητές:
Πρώτη σειρά: Μεραμβελλιωτάκης Δημήτριος, Μεραμβελλιωτάκης Τρύφωνας, Νηστικάκης Γεώργιος, Βαβουρανάκης Χαρίλαος, Μεραμβελλιωτάκης Ιωάννης (Γραμματικός), Αγγουράκη Μαρίνα, Παπαγιαννάκη Μαρία.
Μεσαία σειρά: Βερυκοκάκη Μαρία, Αγγουράκη Νίκη, Μεραμβελλιωτάκη Μαρία του Δημ., Μανδαλάκη Αικατερίνη, Αγγουράκη Έλλη, Δουλγεράκη Αγγελική, Δουλγεράκη Νίκη, Τζανάκη Ιωάννα
Μπροστινή σειρά: Παπαδάκης Ιωάννης του Χρ., Μεραμβελλιωτάκης Νικόλαος του Αντ., Βασιλικογιαννάκης Γεώργιος, Μεραμβελλιωτάκης Ιωάννης του Αντωνίου και της Ευαγγ., Τζανάκης Χαράλαμπος, Παπαγιαννάκης Νικόλαος και Βαβουρανάκη Άννα.
…χρημάτων που έδρευε στην Επάνω Βιάννο και είχε για πρόεδρό της τον επίσκοπο Αρκαδίας, που είχε την έδρα του εκεί. Στο σχολείο της Κάτω Βιάννου φοιτούσαν και οι μαθητές του Χόνδρου, γιατί στο Χόνδρο λόγω του μικρού αριθμού των χριστιανών δεν είχε Ελληνικό Σχολείο. Στο Χόνδρο είχε σχολείο Τούρκικο και σ’ αυτό φοιτούσαν και τα τουρκόπαιδα της Κάτω Βιάννου. Αυτό κράτησε μέχρι το 1900 που ιδρύθηκε στο Χόνδρο Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο. Από το 1882 το σχολείο λειτούργησε συνεχώς ως κοινοτικό βέβαια με δασκάλους τους: Ιωάννη Αγγουράκη (Αγγουροδάσκαλο), Γεώργιο Παπαδημητρόπουλο και Γεώργιο Ρολάκη (Ρολιοδάσκαλο). Το 1900, ότε η Κρήτη κηρύχτηκε ανεξάρτητη ηγεμονία με ηγεμόνα τον Πρίγκηπα Γεώργιο, το σχολείο έγινε δημόσιο και τη μεταβολή του προσωπικού ενεργούσε η Κρητική κυβέρνηση από τα Χανιά.
Δημοτικό Σχολείο Κάτω Βιάννου 1973. Δάσκαλος ο Καρτσάκης Ιωάννης.
Διακρίνονται από αριστερά:
Πρώτη σειρά: Έλλη Αγγουράκη, Μαρία Παπαγιαννάκη, Μαρίνα Αγγουράκη, Ελευθερία Δουλγεράκη, Μαρία Μεραμβαλλιωτάκη, Αικατερίνη Μανδαλάκη, Νίκη Δουλγεράκη, Αγγελική Δουλγεράκη, Νίκη Αγγουράκη, Μαρία Βερυκοκάκη, Άννα Βαβουρανάκη.
Δεύτερη σειρά: Δημήτρης Μεραμβελλιωτάκης, Χαρίλαος Βαβουρανάκης, Τρύφωνας Μεραμβελλιωτάκης, Νικόλαος Ιωάν. Μεραμβελλιωτάκης, Ιωάννης Παπαδάκης, Ιωάννης Μεραμβελλιωτάκης (Γραμμ.), Γεώργιος Νηστικάκης, Νικόλαος Μεραμβελλιωτάκης του Αντ., Χαράλαμπος Τζανάκης και Νικόλαος Παπαγιαννάκης.
Από κείνο το χρόνο άρχισε η τήρηση στο σχολείο του πρώτου αρχείου. Από το αρχείο αυτό σώζεται μοναχά το Μαθητολόγιο και ο γενικός έλεγχος. Αμφιβάλλω αν στην εποχή εκείνη υπήρχε και άλλο αρχείο εκτός από τα βιβλία αυτά. Από κείνο το χρόνο το σχολείο ελειτούργησε κανονικά ως 1/τάξιο με τις τέσσερις μοναχά κατώτερες τάξεις, γιατί οι μαθητές των δύο ανωτέρων τάξεων πήγαιναν στο σχολείο της Άνω Βιάννου (στο Ελληνικό) ως το 1923-1924. Τα σχολικά έτη 1911-1912 και 1912- 1913 το σχολείο δεν λειτούργησε, γιατί το διδακτήριο είχε ερειπωθεί. Ξανάρχισε τη λειτουργία του κανονικά το 1913-1914. Από τότε λειτούργησε κανονικά μέχρι το σχολικό έτος 1923-24, οπότε συμπληρώθηκε και με τις δύο ανώτερες τάξεις και έκτοτε λειτουργεί κανονικά μέχρι σήμερα ως 1/τάξιο με αριθμό μαθητών από 30 – 40.
Εν Κάτω Βιάννω τη 15η Απριλίου 1953
Ο Διευθυντής του Σχολείου
Καρτσάκης Ιωάννης
Σχολικό έτος 1967-1968. Δάσκαλος είναι ο Καρτσάκης Ιωάννης.
Διακρίνονται από αριστερά:
Πρώτη σειρά: Μανδαλάκη Μαρία, Δουλγεράκη Αικατερίνη, Μηλιαρά Μαρίνα, Δουλγεράκη Μαρία, Κρητικάκη Ευγενία, Τζανάκη Έλλη, Δουλγεράκη Μελπομένη, Μανδαλάκη Ζαϊρα, Αγγουράκη Άννα.
Μεσαία σειρά: Μανδαλάκης Δημήτριος, Άγνωστος, Χρηστάκης Μαρίνος, Παπαδάκης Γεώργιος, Μηλιαράς Ιωάννης, Τζανάκης Ελευθέριος, Μανδαλάκης Νικόλαος, Μανδαλάκης Γεώργιος, Κρητικάκης Νικόλαος.
Μπροστινή σειρά: Μεραμβελλιωτάκη Μαρίνα, Μανδαλάκη Άννα, Άγνωστος, Ζαμπετάκης Γεώργιος, Δουλγεράκης Διομήδης, Ζαμπετάκης Αντώνιος, Μηλιαράς Γεώργιος, Μεραμβελλιωτακης Νικόλαος, Δουλγεράκη Ελευθερία, Τζανάκη Αλίκη και Νηστικάκη Μαρία.
Η πρώτη αίθουσα που χρησιμοποιήθηκε για Σχολείο βρισκόταν στο Σταυρί. Αργότερα μεταφέρθηκε σε άλλα δωμάτια.
Το 1885 κτίστηκε από τους κατοίκους το σημερινό διδακτήριο στη θέση παλιού νεκροταφείου. Η αυλή, το προαύλιο και το αγροκήπιο ήταν λιόφυτο της μονής Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη, που το παραχώρησε δωρεάν. Επειδή η κατασκευή δεν ήταν καλή, η σκεπή που ήταν από ξύλα και χώμα, κατέρρευσε μετά από 25 χρόνια και ξανακτίστηκε το 1914 με νέα στέγη από κεραμίδια όπως είναι σήμερα πάλι από τους κατοίκους του χωριού. Δάσκαλος τότε ήταν ο Δημοσθένης Ραπτόπουλος από την Άνω Βιάννο και εργολάβος ο Στεφανάκης Άγγελος από τον Άγιο Βασίλειο.
Δημοτικό Σχολείο Κάτω Βιάννου δεκαετία του ’60. Δάσκαλος Καρτσάκης Ιωάννης.
Διακρίνονται από αριστερά:
Πρώτη σειρά: Μανδαλάκης Γεώργιος (της Ελευθερίας), Μανδαλάκης Ιωάννης (της Χαριστής), Παπαδάκης Αριστείδης, Μανδαλάκης Ελευθέριος, Βαβουρανάκης Ιωάννης, Μανδαλάκης Εμμανουήλ (Καμπανάκι), Μανδαλάκης Εμμανουήλ του Ευαγγέλου.
Μεσαία σειρά: Χρηστάκη Ευθυμία, Ρολάκη Καίτη, Μανδαλάκη Βιολέτα, Βασιλικογιαννάκη Πόπη, Μηλιαρά Ελένη, Φραγκάκης Μιχαήλ, Μηλιαράς Αλέξανδρος.
Τελευταία σειρά: Σταματουλάκη Μαλβίνα, Σταματουλάκη Δημητρία, Φραγκάκη Φωτεινή, Μανδαλάκη Κλεάνθη, Μηλιαράς Γεώργιος, Παπαγιαννάκης Παύλος.
Το 1953 ανακαινίστηκε, οπότε έγινε και αντικατάσταση κουφωμάτων και τοποθετήθηκε τσιμεντένιο πάτωμα.
Το Δημοτικό σχολείο Κάτω Βιάννου το 1953. Δάσκαλος ο Καρτσάκης Ιωάννης.
(Απουσιάζουν περίπου 15 μαθητές)
Διακρίνονται από αριστερά:
Πρώτη σειρά: Χρηστάκη Ελένη, Παπαδάκης Γεώργιος, Μηλιαράς Βασίλειος, Σταματουλάκης Εμμανουήλ, Χρηστάκης Νικόλαος, Παπανικολάου Γεώργιος, Φραγκάκη Τσιτσινούλα.
Δεύτερη σειρά: Χρηστάκης Απόστολος, Αγγουράκης Εμμανουήλ, Βασιλάκης Γεώργιος, Αγγουράκης Κωνσταντίνος, Μεραμβελλιωτάκης Γεώργιος, Παπαδάκη Πηνελόπη, Βασιλικογιαννάκης Μιχαήλ, Μανδαλάκη Αικατερίνη.
Τρίτη σειρά: Βαβουρανάκης Σταύρος, Σπανάκης Γεώργιος, Μεραμβελλιωτάκη Ειρήνη, Τζανάκη Ιφιγένεια.
Τέταρτη σειρά: Χρηστάκη Ναυσικά, Μεραμβελλιωτάκης Δημήτριος, Βασιλάκης Ιωάννης, Μανδαλάκης Νικόλαος του Εμμ., Βερυκοκάκης Νικόλαος, Μεραμβελλιωτάκης Κωνσταντίνος, Βασιλικογιαννάκης Δημήτριος, Σπανάκης Δημήτριος, Χρηστάκη Γεωργία, Παπανικολάου Μαρία, Παπαδάκη Γεωργία, Μηλιαρά Μαρία. Παπαδάκη Θεοδοσία.
Τελευταίοι: Τζανάκης Δημήτριος, Δουλγεράκης Δημήτριος του Νικ., Μεραμβελλιωτάκης Αντώνιος, Αγγουράκης Γεώργιος, Σταματουλάκης Ιωάννης, Βαβουρανάκης Βλαδίμηρος, Βαβουρανάκης Εμμανουήλ.
Μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους, τα Σχολεία άρχισαν να εκσυγχρονίζονται. Ήρθαν και τα πρώτα θρανία και ορισμένα έπιπλα: ο μαυροπίνακας, η έδρα του δασκάλου, χάρτες, μολύβια και λοιπά. Οι μαθητές κάθονταν στα θρανία, έγραφαν με τον ξύλινο κονδυλοφόρο στην άκρη του οποίου προσαρμοζόταν το μεταλλικό γλωσσίδι το οποίο βουτούσαν στο κουρκουμά (μελανοδοχείο). Την πληρωμή των δασκάλων ανέλαβε το Κράτος.
Άλλοι δάσκαλοι που δίδαξαν τα Κάτω Βιαννιτάκια μετά το 1900 ήταν οι:
Δημοσθένης Ραπτόπουλος από την Άνω Βιάννο.
Χαρίδημος Αγαπάκης από την Άνω Βιάννο.
Ελένη Παπαματθαιάκη από την Άνω Βιάννο.
Γεώργιος Ρολάκης από την Κάτω Βιάννο.
Ιωάννης Αγγουράκης από την Κάτω Βιάννο.
Νικόλαος Χρονίδης
Μαίρη Λυριτζάκη από την Άνω Βιάννο.
Αμαλία Αγγελάκη από τον Βαχό.
Μαρία Κόμη-Αρναουτάκη από την Άνω Βιάννο.
Χαράλαμπος Τζανάκης από την Κάτω Βιάννο.
Νικόλαος Στρατάκης από τον Αμιρά.
Ευαγγελία Τζανάκη από την Κάτω Βιάννο.
Νεραντζάκης Ιωάννης από την Άνω Βιάννο
Μαρία Αγγουράκη-Τζανάκη από την Κάτω Βιάννο.
Στέργιος Κενδριστάκης από τη Μάρθα.
Γιαμαλάκη Ουρανία από τον Χόνδρο.
Παπαδημητράκη Ελένη από την Άνω Βιάννο.
Τακτικάκη Αγγελική από την Άνω Βιάννο
Το σχολείο λειτούργησε μέχρι το 1989, οπότε συγχωνεύθηκε με το Δημοτικό σχολείο Άνω Βιάννου λόγω του μικρού αριθμού των μαθητών του.
Από το 1946 θεσμοθετήθηκαν και λειτούργησαν στα σχολειά τα μαθητικά συσσίτια. Διακόπηκε η λειτουργία τους το 1951, για να επανέλθει το 1962 που κράτησε έως το 1968. Τη δεύτερη περίοδο, που οι μεγαλύτεροι θυμούνται, λειτούργησαν στο σπίτι της Βούλας που έχει σήμερα σπίτι ο Βλαδίμηρος Βαβουρανάκης. Κάθε πρωί, κάθε μαθητής έφερνε ξύλα για τη φωτιά από το σπίτι του. Την παρασκευή του φαγητού την έκαναν οι μανάδες των μαθητών εκ περιτροπής.
Το πρωινό είχε γάλα (από σκόνη) και μια φέτα ψωμί. Το γεύμα περιελάμβανε: Όσπρια (κυρίως φασόλια) ή πατάτες ή μακαρόνια ή πλιγούρι και ψωμί. Συνοδευόταν μερικές φορές από κίτρινο τυρί, μαρμελάδα και χυμούς φρούτων. Μαθητικά συσσίτια λειτούργησαν και στο Γυμνάσιο Βιάννου στην Πλάκα.
Δημοτικό Σχολείο Κάτω Βιάννου 1927. Δάσκαλος: Τζανάκης Χαράλαμπος.
Διακρίνονται από αριστερά:
Πρώτη σειρά μπροστά: Νικόλαος Πολ. Μηλιαράς, Χρυσή Χ. Τζανάκη, ---, ---.
Δεύτερη σειρά: Σοφία Σταματουλάκη, Ευάγγελος Μανδαλάκης, Γρηγόριος Α. Αγγουράκης.
Τρίτη σειρά: Μαρία Χ. Αγγουράκη, ---, Ελένη Γ. Χριστάκη, ---, Χρυσή Ν. Μανδαλάκη, Χαρίκλεια Γ. Σταματουλάκη, ---.
Τέταρτη σειρά: Μιχαήλ Φ. Δουλγεράκης, Εμμανουήλ Γ. Παπαδάκης, ---, ---, Εμμανουήλ Δ. Τζανάκης, Δημήτριος Ι. Αγγουράκης, ---, Εμμανουήλ Ε. Σπανάκης, Εμμανουήλ Χ. Τζανάκης.
Τελευταία σειρά: Εμμανουήλ Ν. Μανδαλάκης, Εμμανουήλ Β. Μηλιαράς, Γεώργιος Ν. Μανδαλάκης, Νικόλαος Αγγουράκης, ---, Εμμανουήλ Γρ. Σταματουλάκης, Γεώργιος Δ. Τζανάκης.
Η συνέχεια των σπουδών γινόταν στο Γυμνάσιο – Λύκειο Βιάννου. Η μεταφορά των μαθητών μέχρι τη δεκαετία του ’70 γινόταν με τα πόδια. Απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων ταλαιπωρούσε καθημερινά τους μαθητές, που πήγαιναν πολλές φορές με βροχή ή χιόνια. Ξυπνούσαν στις 6 ώρα το πρωί και με φακούς το χειμώνα ξεκινούσαν για τη μόρφωση. Γυρνούσαν το μεσημέρι μετά τις 3, φυσικά κουρασμένοι. Έπρεπε όμως να προετοιμαστούν για τα μαθήματα της επόμενης ημέρας. Αργότερα δρομολογήθηκε μαθητικό λεωφορείο και η μεταφορά έγινε ευκολότερη.
Οι μαθητές κάθε πρωί μαζεύονταν στο σπίτι του Μιχάλη Βερυκοκάκη (Στρατηγού) και περίμεναν το Λεωφορείο. Η σύζυγός του Μαρία πάντοτε με χαμόγελο είχε την πόρτα ανοιχτή και τη φωτιά αναμμένη για να μην κρυώνουν το χειμώνα.
Πάρα πολλοί ήταν αυτοί που συνέχιζαν τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο κι άλλες Σχολές και έγιναν ικανά και χρήσιμα στελέχη της κοινωνίας μας.
Πολιτιστικός Σύλλογος
Το κτίριο του Πολιτιστικού Συλλόγου.
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κάτω Βιάννου ιδρύθηκε το 1992 από τους κατοίκους του χωριού, με σκοπό τη διάσωση και διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς του χωριού. Στο πέρασμα των χρόνων κατάφερε να γίνει γνωστό το χωριό παντού και πολλές φορές αναβίωσε παλιά έθιμα και εκδηλώσεις, ενώνοντας όλους τους Κατωβιαννίτες που βοηθούν πρόθυμα σε ό,τι τους ζητηθεί.
Ο σημερινός Πρόεδρος, ιατρός Μεραμβελλιωτάκης Νικόλαος, και το Διοικητικό Συμβούλιο κατάφεραν να καθιερώσουν τη γιορτή της Αγίας Παρασκευής, οπότε προσφέρεται κέρασμα από όλες τις νοικοκυρές του χωριού στο εκκλησίασμα κι ακολουθεί γιορτή μετά τον Εσπερινό. Διατηρούν το πανηγύρι του Αφέντη Χριστού με μεγάλο γλέντι αλλά και άλλες φορές διοργανώνουν πολιτιστικές βραδιές στο χωριό ή συμμετέχουν σε κοινές δράσεις με την ενορία, αν και οι περισσότεροι διαμένουν στο Ηράκλειο και χρειάζεται να μετακινούνται πολύ συχνά.
Πρόσφατα από τον Σύλλογο ανακαινίστηκε και μετετράπηκε σε μια καλαίσθητη και λειτουργική αίθουσα πολλαπλών χρήσεων η παλιά αποθήκη του Συνεταιρισμού, που του παραχωρήθηκε. Εξοπλίστηκε με έπιπλα και είδη κουζίνας. Eπεκτάθηκε με την κατασκευή νέων χώρων και αυλής, με πίστα σε οικόπεδο που παραχώρησε ο Δημήτρης Σπανάκης του Εμμ. στη μνήμη των γονέων του. Αποτελεί σήμερα τον χώρο όλων των κοινωνικών εκδηλώσεων των κατοίκων και των πολιτιστικών εκδηλώσεων του Συλλόγου. Επίσης, στη διάθεση του Πολιτιστικού Συλλόγου βρίσκεται και το οικόπεδο που παραχώρησε και η κ. Λίνα Μανδαλάκη.
Στην προσπάθειά τους αυτή έχουν τη συμπαράσταση όλων των κατοίκων, ανδρών και γυναικών, του χωριού. Ειδικά του Μεραμβελλιωτάκη Ιωάννη του Αντωνίου (Γραμματικού), που είναι η ψυχή του χωριού. Βοηθά σε ό,τι και όποτε χρειαστεί, ενώ και η οικογένειά του τον ακολουθεί. Επίσης, μεγάλη είναι και η συμμετοχή του εφημέριου της ενορίας Αντωνίου Ψαρολογάκη και του εκπρόσωπου του χωριού στο Δήμο Βιάννου, Εμμανουήλ Σταματουλάκη.
Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι σήμερα (2016) οι:
1. Μεραμβελλιωτάκης Νικόλαος, Πρόεδρος.
2. Δουλγεράκης Νικόλαος ιερέας, Αντιπρόεδρος.
3. Περογιαννάκης Γεώργιος, Γραμματέας.
4. Κόμης Μάνος, Ταμίας.
5. Σταματουλάκης Μιχαήλ, Μέλος.
Παλαιότερα υπήρξαν μέλη του Δ.Σ. του Συλλόγου και οι: Δουλγεράκη Νίκη, Μεραμβελλιωτάκης Ιωάννης, Μανδαλάκης Ιωάννης, Βασιλικογιαννάκης Γεώργιος, Τζανάκης Χαράλαμπος, Μηλιαράς Ιωάννης, Τζανάκη Ιωάννα, Κονδυλάκης Γεώργιος, Σταματουλάκης Γεώργιος, Σπανάκη Αγγελική και άλλοι.
Από το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής.
Εδώ, αγαπητέ αναγνώστη, τελειώνει το ταξίδι μας στο χρόνο για το μικρό χωριό Κάτω Βιάννος. Η προσέγγισή μου στην ιστορία του. Ένα χωριό που κάποτε ήταν ο παράδεισος της περιοχής και έσφυζε από ζωή. Προσπάθησα να σου δώσω την εικόνα του στο πέρασμα του χρόνου. Αν το πέτυχα, εσύ θα το κρίνεις. Αν διαφωνείς σε κάτι, μπορείς να το σχολιάσεις ή να το απορρίψεις, ακόμη και να μου το γράψεις. Εγώ πάντως σε ευχαριστώ πολύ, που είχες την υπομονή και διέθεσες τον πολύτιμο χρόνο σου και το διάβασες.
Ευχαριστώ πολύ όσους με βοήθησαν σε αυτή την προσπάθεια. Πρώτα-πρώτα τη σύζυγό μου Μαρία, που μου συμπαραστάθηκε, με βοήθησε και είχε και την επιμέλεια του κειμένου. Τα παιδιά μου Χάρη και Χαρά και τη νύφη μου Μαρία, που με ενθάρρυναν και με βοηθούσαν σε ό,τι τους ζητούσα. Μετά τον Ιωάννη Μανδαλάκη (Αγρονόμο) και τον αδελφό του Μανδαλάκη Εμμανουήλ, τον Ιωάννη Αντ. Μεραμβελλιωτάκη (Γραμματικό), το Γεώργιο Τζανάκη (Λεμονατζή), τη Θεοδοσία Μηλιαρά, την Πηνελόπη Βασιλικογιαννάκη, την Αικατερίνη Δουλγεράκη με τον γιο της παπα-Νικόλαο Δουλγεράκη, αλλά και όλους τους χωριανούς, για τις πληροφορίες που μου έδωσαν και τη βοήθεια που μου προσέφεραν στη συλλογή του υλικού και των φωτογραφιών. Πολλές από τις φωτογραφίες τις πήρα από την τοποθεσία του Πολιτιστικού Συλλόγου στο Διαδίκτυο. Τους ευχαριστώ όλους.
Ιούνιος 2016
Γιώργος Κονδυλάκης
Φυσικός Συν/χος εκπ/κος
Βασιλειές Ηρακλείου Τ.Κ 71500
Τηλ.: 6978811121
Ε-mail: kondylak@hotmail.com
ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Για αυτή την προσπάθεια χρησιμοποίησα πληροφορίες που πήρα βασικά από κατοίκους του χωριού. Ιστορικά στοιχεία πήρα και από τα παρακάτω βιβλία:
1. «Πόλεις και χωριά της Κρήτης» Γεωργίου Σπανάκη, έκδοση εφημερίδας ΝΕΑ ΚΡΗΤΗ του 2001.
2. Ένθετα εφημερίδας «ΠΑΤΡΙΣ» Ηρακλείου, με τίτλο «Κρήτης Ανθρωπογεωγραφία», τεύχη 1 και 2 του 2008.
3. «Βιάννος. Διαχρονική πορεία από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα» του Γεωργίου Ι. Παπαδάκη, έκδοση 2002.
4. «Αναμνήσεις από τη σχολική ζωή στην Επαρχία Βιάννου» της Στέλλας Σπανουδάκη-Μπαρμπαγαδάκη, έκδοση 2002 του Π.Σ. Αμιρά.
5. «Βιαννίτικες ρίζες», τεύχος 1,2,3.4 και 5 έκδοση της Ι.Λ.Α.Ε.Β..
6. «Κρητών Παιδεία» του Μανόλη Μακράκη, Ηράκλειο 2013.
7. «Βιάννος: Εικοστός αιώνας, ιστορικά σημειώματα» Καδιανάκη Εμμανουήλ, έκδοση 2010.
8. Παλαιότερα δημοσιεύματα των εφημερίδων «Βιαννίτικα Νέα» και «Ηχώ της Βιάννου».
9. «Επαρχία Βιάννου 1940-45» Γεωργίου Χρηστάκη.
Τοιχογραφίες από την εκκλησία του Αφέντη Χριστού.