Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΟΡΤΕΣ - ΠΑΣΧΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΟΡΤΕΣ - ΠΑΣΧΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Ανάσταση Χριστού! Χρόνια Πολλά!
…στους αναγνώστες του blog μας από την Ελλάδα και άλλα κράτη
   

           


         Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος
         να ’ναι ήμερος, να ’ναι άκακος
         λίγο φαΐ, λίγο κρασί
         Χριστούγεννα κι Ανάσταση.
         
                                Οδυσσέας Ελύτης

ΑΝΑΣΤΑΣΗ 2015

Με φωτογραφίες από την πατρίδα της Σερβία η αγαπημένη μας φίλη Rada Markovic μας εύχεται…  
Χριστός Ανέστη!



  


  
  
Ευχαριστούμε τη Ράντα Μάρκοβιτς για τις όμορφες φωτογραφίες που μας έστειλε από την πατρίδα της, την ορθόδοξη φίλη χώρα Σερβία, κι ευχόμαστε οι δρόμοι που θα βαδίσετε τη μέρα της Λαμπρής να είναι ευλογημένοι και ανθισμένοι…

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΛΑΛΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
clip_image002
     Αναστάσιμο μήνυμα
                          
     Με μια ισχυρή μνήμη, μια μνήμη γεμάτη πόνο και δάκρυα, ο Θεός ψηλά και σιμά μας. Εμείς πού, αλήθεια, πρέπει να σταθούμε, πιστεύοντας σ’ Εκείνον;
    Αυτές τις μέρες, τις μέρες των πληγών Του, στεκόμαστε πλάι Του. Προσπαθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο να καταλάβουμε το Θείο δράμα μ’ έναν τρόπο, ώστε νμαστε κοντά Του σαν ελάχιστοι άνθρωποι που πάσχουμε κι εμείς ελάχιστα ως προς Εκείνον, κι Εκείνος μέγιστα ως προς εμάς.  
     Εκείνος ο Αμνός κι εμείς οι θύτες του.
     Υπάρχει όμως τρόπος να λυτρωθούμε απ’ αυτή τη μνήμη.
   Να σκεφτούμε, μπαίνοντας, όσο μπορούμε να μπούμε, στην ουσία του Θείου δράματος, ότι από αγάπη σταυρώθηκε, γιατί πολλοί δεν κατάλαβαν. Εμείς όμως πρέπει να καταλάβουμε κάποτε αυτό που έγινε.
     Η απόσταση μπορεί να καλυφθεί από έναν χριστιανό μ’ ένα δρόμο πάνω σ’ αυτή τη ζωή: το δρόμο του Σταυρού Του. Γιατί γι’ αυτό πρόκειται. Λάβαμε δωρεάν το αίμα Του διά της θυσίας Του.
     Ας υψωθούμε, φέρνοντας ο καθένας το σταυρό του με δύναμη, με πίστη, με δάκρυα, γιατί Εκείνος τον έφερε αγόγγυστα και ΑΝΕΣΤΗ.
     Χωρίς πίστη σε μιαν Ανάσταση, θάνατος θα ήταν η ζωή.
     Γιατί παλεύουμε λοιπόν σ’ αυτή τη γη, σ’ αυτά τα χώματα;   
     Για την ομορφιά στον κόσμο, την αγάπη, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη. Μόνον έτσι Τον υπηρετούμε, μόνον έτσι είμαστε άξιοι... Αλλιώς, είμαστε πεπλανημένοι, σε κατάσταση ζώου, μακριά Του ξένοι, παγωμένοι, θνητοί σε απόγνωση.
              
Χρυσούλα Πλάλα*
clip_image002

Μια νερομάνα στην ανηφόρα
                               
     Δε βλέπω παρά μικρά κομμάτια ύφασμα κεντημένα αγαπημένες μορφές στο βάθος ενός ορίζοντα πορφυρού κι όλο θέλω να οδεύω προς τα εκεί, καλώντας ό,τι δεν μπορεί να μου απαντήσει. Θέλω να πάρω κάποτε το θάρρος να κοιτάξω στην άλλη μεριά, όπου όλα διαγράφονται με τόνους καθαρούς. Τι είναι εκείνο που θα με κάνει ν’ αποφασίσω αυτά τα βήματα;
   Οι μορφές και τα πράγματα είναι γνώριμα, η γοητεία τους είναι σταθερή. Ας ξαναδοκιμάσω. Δε θα πλανηθώ.
     Κανείς σ’ αυτή τη ζωή πρέπει κάθε φορά ν’ ανανεώνει τη ματιά του, το πρίσμα του, σύμφωνα μ’ αυτά που συλλαμβάνει ως νους στο κέντρο κάθε φορά ενός κόσμου με ερείσματα στραβά, κακόηχα, όμορφα, λιπαρά, ρυπαρά, εύηχα. Η ανανέωση δεν προκύπτει όντας κανείς κολλημένος σ’ αυτά, αλλά παίρνοντας μιαν απόσταση, ψάχνοντας τη γύρη ενός κανόνα αξιακού, που ηχεί ξεχωριστά, σταθερά μέσα στους αιώνες και υπόσχεται μιαν ομορφιά διάφανη, μιαν αγκάλη ζεστή, ένα λόγο θερμό, αλλά απαιτεί ένα δρόμο ανηφορικό.
     Ας αναρωτηθούμε γι’ αυτή την ομορφιά και την αγκάλη.
     Ο δρόμος είναι ανηφορικός, αλλά το νερό που δίνεται πολύ.
       
Χρυσούλα Πλάλα

clip_image002

«Αν πεινάς, θα σφάξουμε ένα αηδόνι,
αν διψάς, θα στύψουμε ένα σύννεφο» **

     Απομονώνοντας τους στίχους, θες να μου πεις ότι θα επιλέξουμε κάτι σπάνιο ή ακόμα καλύτερα ότι δεν υπάρχει άλλου είδους τροφή, επομένως θα πάρουμε ένα από τα συνηθισμένα μας… Ή δεν θα φάμε τίποτα. άλλη πρόθεση. Θα φτάσουμε το μαχαίρι στο κόκαλο εκείνου με την πιο γλυκιά λαλιά; Από ανάγκη, από αχαριστία, από ανία, από ιδιοτροπία;
     Τ’ αηδόνια και τα σύννεφα είναι τόσο περαστικά όσο και μόνιμα στη ζωή μας. Δεν τ’ αγγίζουμε. Δεν πληγώνουμε την ομορφιά όπως γίνεται συνήθως. Τη συντηρούμε όπως πρέπει να κάνουμε με όλα τα σπάνια ανθρωποπράγματα, με προσοχή ως σε προσευχή.
         
Χρυσούλα Πλάλα

clip_image002
                                           
                                                                
Προτροπές
                                                                                        
     Όταν ο Ιησούς ανέβηκε στους ουρανούς, οι Απόστολοι δίδασκαν, στήριζαν, παρακινούσαν τους πιστούς στη διδασκαλία του. Οι αιώνες πέρασαν κι εμείς έχουμε πια ανθίσει και καρπίσει στην Ορθοδοξία.
   Ο Απόστολος Πέτρος, στην πρώτη καθολική Επιστολή του, συμβουλεύει να μην υπάρξει δόλος, κακό στα χείλη μας, και οι μέρες μας θα είναι ειρηνικές. 
      Θέλει κόπο αυτό. είναι άσκηση η χαλιναγώγηση της γλώσσας.
   Δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι χειροπιαστή περιουσία, όσο η ακτινογραφία από έναν πνεύμονα που σταμάτησε το κάπνισμα εδώ και δέκα χρόνια. Ωστόσο είναι κάτι σαν μία ανάλαφρη ειρήνη, ένα δροσερό σκέπασμα στο στήθος, όταν δεν λαλείς ψεύδος κι ελέγχεις τη γλώσσα σου. 
     Επέρχεται μία ειρήνη ανάμεσα στη δεξιά και στην αριστερά σου. Κατά έναν περίεργο τρόπο, πράττεις αγαθά, πάσχεις για τη δικαιοσύνη, ενεργείς χωρίς υστεροβουλία.
     Δε χρειάζεται πια να κοπτόμεθα για αλήθειες, αν καταφέρουμε αυτά τα δυο βήματα. Έχουμε πετύχει ειρήνη εντός και εκτός ημών. 
    Πώς αλλιώς μπορούμε να πούμε ότι Τον πιστεύουμε, ερήμην πράξεων; Ας μην έχουμε αυταπάτες.
     Η ισορροπία επέρχεται διά της πράξεως και όχι διά της θεωρίας. Με το να συγκρατούμε τη γλώσσα μας και κάθε λόγος που βγαίνει από το στόμα μας να είναι ο καλός, κι όχι ο κακός, έχουμε καταφέρει κάτι παραπάνω από το μισό της χριστιανικής πράξης... 

Χρυσούλα Πλάλα
                                                                                                                       
* Η Χρυσούλα Πλάλα είναι συνταξιούχος φιλόλογος, συγγραφέας πέντε βιβλίων και αρθρογράφος στην εφημερίδα «Παλμός» του Γαλατσίου.
** Στίχοι του ποιητή Νίκου Γκάτσου.  

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

                 Ανάσταση
     
Ανάσταση! Και  μέσα  στην  καρδιά  μου,
που  μαύροι  τη  μαράνανε  χειμώνες,
μιας  άνοιξης  αυγή  γλυκοχαράζει
κι ανθίζουν  μενεξέδες  κι ανεμώνες.
                                                                               
Ανάσταση! Και  μέσα  στην  καρδιά  μου,
που  τη  σπαράξαν  άγρια  οι  στείροι  πόνοι,
ολόδροσο, ουρανόσταλτο  βλαστάρι
θεϊκής  χαράς  αρχίζει  να  φυτρώνει.
                                                        
Θεϊκής  χαράς! Ω Σταυρωμένη Ελπίδα!
καθώς  σε  βλέπω  αναστημένη  πάλι,
αθάνατη, απροσμάχητη, μεγάλη,
κάμε  το  θαύμα  που  ποτέ  δεν  είδα!
           
Ό,τι  νεκρό  του  μυστικού  μου  κόσμου,
παρακαλώ  Σε, ανάστησέ  το  εντός  μου!
         
Γιώργος Βερίτης (Αλέξανδρος Γκιάλας, 1915-1948)

Η θλίψη που μας έλαχε,
σταυρός και μας βαραίνει!
Κι όπως τα ρόδα η παγωνιά,
ο πόνος μάς μαραίνει.
Μα στάσου, αδέρφι, με καρδιά
και στύλωσε το βλέμμα
σ’ Εκείνον ποὔχυσε για μας
σταλιά - σταλιά το αίμα.
Μπρος στα δικά Του τα καρφιά,
κι ο πόνος μας μικραίνει…

                                     Γ. Βερίτης

Χριστός Ανέστη
                            
Καμπάνες αναστάσιμες
χτυπούν αλαργινά,
και μέσ' στο ροδοφέγγισμα
της χρυσαυγής τ' Απρίλη
κάποιο αχολόγημα γλυκό
κι ανάλαφρο περνά.
Πηδά η ψυχή μου σαν πουλί
στα τρέμοντά μου χείλη,
κι ένα ψαλμό πασχαλινό
χαρούμενη αρχινά.                     
                            Γ. Βερίτης

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

clip_image002     Ανάσταση. Τα σήμαντρα χτυπούν.
    Κι όλα τα δένδρα ανθίζουν πέρα ως πέρα.
    Στον κόσμο αυτό ας μάθουν ν’ αγαπούν
    όσοι το μίσος έσπειραν κι ας πουν
    «Χριστός Ανέστη» ετούτη την ημέρα
.

                                                                                                                      
                          (Στέλιος Σπεράντζας-1888-1962)
 
                    
ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΜΕΡΑ
     
Ἀναστάσεως ἡμέρα, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει
καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα.
Εἴπωμεν, ἀδελφοὶ καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς.
συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει,
καὶ οὕτω βοήσωμεν.
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.  

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
                       
Ανάστασης ημέρα, κι ας λάμψουμε από χαρά για το πανηγύρι
κι ας αγκαλιαστούμε ο ένας με τον άλλο.
Ας μιλήσουμε, αδέλφια, και σ’ αυτούς που μας μισούν.
ας συγχωρήσουμε τα πάντα κατά την Ανάσταση,
κι έτσι ας φωνάξουμε δυνατά.
ο Χριστός αναστήθηκε από τον άδη (απ’ τους νεκρούς),
αφού νίκησε με το θάνατό του τον (ηθικό) θάνατο (= την αμαρτία),
κι αφού χάρισε ζωή σ’ αυτούς που βρίσκονται μέσα στα μνήματα.
                                             Δοξαστικὸν τῶν Στιχηρῶν τοῦ Πάσχα      
  ΑΝΑΣΤΑΣΗ:
- λαμπρυνθῶμεν = χαρά (Λαμπρή)
- περιπτυξώμεθα = αγκάλιασμα – αγάπη (Δευτερανάσταση – Αγάπη)
- εἴπωμεν = συγχώρεση και αγάπη προς τους εχθρούς
- συγχωρήσωμεν = αρμονία στις σχέσεις μας και στον κόσμο
- βοήσωμεν = χαρμόσυνο άγγελμα ότι ο Χριστός, με τη σταύρωσή του, χάρισε σ’ όλους τους ανθρώπους τη ΖΩΗ και τη ΣΩΤΗΡΙΑ από την αμαρτία, τον ηθικό θάνατο.
                                         
• Ποιο είναι το πραγματικό νόημα της σταύρωσης και της ανάστασης του Χριστού;
• Με ποιους τρόπους μας προτρέπει ο υμνωδός να βιώσουμε την Ανάσταση;
                                      
clip_image002
 
Στους φίλους και στις φίλες που επισκέπτονται τη σελίδα μας από την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, τον Καναδά, τη Βραζιλία, τη  Ρωσία, το Καζακστάν, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Δανία, την Ελβετία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Σερβία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, την Ινδονησία, την Ταϊβάν,τη Ν. Κορέα, τη Μαλαισία και την Τουρκία ευχόμαστε…
“ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ”

ΠΑΘΗ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μαρίας Αγιασώτου - Λαμπρινού

Στο Όρος των Ελαιών

                                                           
Ενός λεπτού σιγή… ν’ αφουγκραστούμε
απόψε του Θεού μας την καρδιά.
Στο όρος των Ελαιών μέσα να μπούμε
ν’ ακούσουμε αγγέλους να θρηνούνε
την τόσο πονεμένη Του βραδιά!
Των μαθητών απόκλεισε τις στράτες
ο ύπνος. Μα! Η πόρνη αγρυπνεί.
λυγούν ελιοκορφές δάκρυ γεμάτες,
πονούν, αγκομαχούν οι ουρανοί!
Του Ιησού σπαράσσει η φωνή.
Τι μοναξιά του Πλάστη μέσ’ την πλάση!
Τι πόνος! στων πληγών τον γιατρευτή!
Τι άρνηση! του Πέτρου να μη χάσει
το είναι του; στην ώρα τη φριχτή.
Τα έμψυχα τον Πλάστη τους ξεχνούνε!
Τα άψυχα βογγούν και συμπονούνε!
                                                          
(Περιοδικό "Ποιμήν"/3/1989 και Κ. Μίσσιου "Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών", 9ος τ., σελ. 504)

                        clip_image002

Ελένης Μυρογιάννη - Σαραντάκου

Σήμερον κρεμάται…

Από πιστούς κι αρώματα γεμάτος ο Ναός
μαγεία των γλυκόλαλων πουλιών οι μελωδίες.
Για τους ανθρώπους τους σκληρούς πεθαίνει ένας Θεός
μες των ανθών τις τόσες ευωδίες.
Θάμα σε μύρα κι ευωδίες τ’ αγέρι του βουνού
ξυπνά των νυχτολούλουδων τ’ ανθάκια στην αυλή
και μου χαϊδεύουν την ψυχή την τόσο αμαρτωλή
τα φτερουγίσματα του γερανού.
Με τα μαλλιά της τα ξανθά, σαν χάδι, τ’ απαλά
τα πόδια Σου τα θεϊκά η Αμαρτωλή σκουπίζει
με συντριβή η Μαγδαληνή στ’ αχνάρια Σου βαδίζει
ξοπίσω Σου σκυφτή δειλά - δειλά.
Σκύβουν κι απόψε γύρω Σου πολλές Μαγδαληνές
και φέρνουνε μετάνοια μιας ώρας στην ταφή σου
και ταπεινά κι ευλαβικά φιλούν κάθε καρφί Σου
σαν τα παιδιά π’ αγάπησες αγνές.
Γιατί έχουνε τα λόγια σου τη δύναμη ν’ αγγίζουν
και να δονούνε τις καρδιές με ρίγη δυνατά
τόσο απλά κι ανθρώπινα και τόσο νοητά
που ξέρουν την ψυχή κι ανακουφίζουν.
Απόψε πάνω στο Σταυρό πεθαίνει ένας Θεός…
Μαγεία των γλυκόλαλων πουλιών οι μελωδίες
κι από πιστούς γεμάτος ο Ναός…
                             
(Σάμ/8-4-1933, Κ. Μίσσιου "Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών", 9ος τ., σελ. 263)

                        clip_image002

Γ. Βερίτη

Ἄφες αὐτοῖς

                                                                                    
Αμίλητος, ακίνητος, θλιμμένος, προδομένος, καρτερικός…
Γύρω Σου αχάριστος βογγά και βλαστημά κόσμος κακός.
Μα Εσύ, που δεν απόστασες στιγμή νύχτα και μέρα να ευεργετείς,
μ’ αγάπη υψώνεις τη φωνή και δέεσαι στον Πατέρα:
ἄφες αὐτοῖς.
clip_image001

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΒΑΦΗ ΑΥΓΩΝ

ΒΑΨΙΜΟ ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΩΝ ΑΥΓΩΝ
     

Βάψατε χθες τα πασχαλιάτικα αυγά; Αν όχι, προλαβαίνετε να τα βάψετε αύριο. Εμείς σας δίνουμε παρακάτω τη συνταγή που μας υπαγόρευσε στις 18 Απριλίου 2004 η Μαρίτσα Φατούρου - Πάσχου, συνταγή που έχει ομοιότητες με τον  τρόπο διακόσμησης των πασχαλινών αυγών με φύλλα φυτών στο Παλαιοχώρι, αλλά διαφέρει στο βράσιμο, αφού στο χωριό μας βράζουν από την αρχή τα αυγά μαζί με τη μπογιά.
Υλικά:
- 10 αυγά
- ½ φακελάκι βαφή, κόκκινη ή πράσινη ή μπλε ή κίτρινη (με 1 φακελάκι βάφουμε 20 αυγά περίπου)
- ξίδι (10 κουταλιές σούπας για 10 αυγά)
- πέταλα ή φύλλα λουλουδιών (τριφύλλι, τριαντάφυλλο, τσουκνίδα, φρέζιες, αμπαρόριζα κ.ά.) ή λεπτά φύλλα φυτών (μαїντανός, τσουκνίδα κ.ά.) ή φλούδες ξερού κρεμμυδιού.
- τούλι ή λεπτή κάλτσα (για το περιτύλιγμα)
- λεπτή νάιλον κλωστή (για το δέσιμο)
- 1 βετέξ ή διπλωμένο χαρτί κουζίνας
- ελαιόλαδο (για το γυάλισμα)
- νερό
- μια παλιά κατσαρόλα
Βάψιμο:
1. Μαζεύουμε λεπτά πέταλα και φύλλα λουλουδιών και φυτών, τα πλένουμε προσεκτικά και τα αφήνουμε να στεγνώσουν.
2. Πλένουμε καλά όσα αυγά θα βάψουμε. Βάφονται κατά δεκάδες. Διαλέγουμε αυγά μεγάλα, γερά, χωρίς στίγματα και φυσικά φρέσκα, αφού θα τα κρατήσουμε μερικές μέρες.
3. Κόβουμε το τούλι ή παλιά καλσόν σε λεπτές λουρίδες, μία για κάθε αυγό που θα βάψουμε.
4. Σε μια μεγάλη κατσαρόλα βάζουμε στον πάτο της το βετέξ ή διπλωμένο χαρτί κουζίνας (για να μη σπάσουν τα αυγά) και μετά 10 αυγά με μια τρυπητή κουτάλα. Ρίχνουμε αρκετό νερό, να τα σκεπάζει. Τα βράζουμε για 15΄λεπτά περίπου, σε δυνατή φωτιά μέχρι να βράσει το νερό, που τη χαμηλώνουμε στο μισό μόλις το νερό πάρει βράση.
5. Μετά, με τρυπητή κουτάλα, βγάζουμε προσεκτικά τα αυγά από την κατσαρόλα και, καθώς είναι ζεστά, τοποθετούμε τα φύλλα ή τα πέταλα λουλουδιών, πιέζοντας για να κολλήσουν πάνω στ’ αυγά. Τυλίγουμε εφαρμοστά δύο φορές κάθε αυγό με μια λουρίδα από καλσόν ή τούλι και το δένουμε με νάιλον κλωστή, τυλίγοντάς την μια-δυο φορές γύρω από το αυγό. Αν χρησιμοποιήσουμε ξερό τσόφλι από κρεμμύδι, το τυλίγουμε γύρω από το αυγό και μετά το δένουμε.
6. Όταν ετοιμάσουμε τα αυγά όπως περιγράφουμε παραπάνω, ετοιμάζουμε τη βαφή ως εξής: Σε ένα παλιό σκεύος ρίχνουμε ένα ποτήρι νερό, 10 κουταλιές ξίδι και το μισό φακελάκι της βαφής και ανακατεύουμε, μέχρι να διαλυθεί καλά η μπογιά.
7. Βάζουμε αρκετό κρύο νερό στην κατσαρόλα, ρίχνουμε το διάλυμα με τη βαφή και το ξίδι και ανακατεύουμε καλά. Με την τρυπητή κουτάλα, βάζουμε μέσα 10 αυγά, ανάβουμε τη φωτιά και αφήνουμε 3-4 λεπτά τα κόκκινα και τα μπλε, περισσότερο τα κίτρινα και τα πράσινα (Βέβαια θα λάβουμε υπόψη και τις οδηγίες που αναφέρονται στο φακελάκι της βαφής). Στόχος μας είναι να βαφούν ωραία τα αυγά, χωρίς να απορροφήσουν στο εσωτερικό τους μπογιά.
8. Βγάζουμε μετά τα βαμμένα αυγά από την κατσαρόλα και τα αφήνουμε να στραγγίξουν πάνω σε χαρτί κουζίνας αρκετή ώρα.
9. Έπειτα λύνουμε την κλωστή και το τούλι προσεκτικά, φροντίζοντας να μείνουν τα πέταλα και τα φύλλα κολλημένα πάνω στα αυγά. Αν θέλουμε, τα αφαιρούμε, για να φαίνεται το λευκό αποτύπωμά τους πάνω στα βαμμένα αυγά.
10. Τέλος, γυαλίζουμε τα αυγά με ένα μαλακό πανάκι βουτηγμένο σε ελαιόλαδο και τα τοποθετούμε σε καλαθάκι ή πανεράκι ή πασχαλιάτικη αυγουλιέρα.
Καλή Επιτυχία!
clip_image002

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΚΙΑ

Άγγελου Τερζάκη (1907-1978)
  
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΚΙΑ
 
   Τετάρτη του Πάσχα είναι - ούτε Δευτέρα ούτε Τρίτη - οι υποχρεώσεις για πανηγυρισμούς, για ευχάριστα, πασχαλινά, αναστάσιμα, μπορούν και να έχουν κάπως υποχωρήσει. Προτού λοιπόν ξεμακρύνουμε οριστικά από τις γιορτές, ας ρίξουμε μια τελευταία ματιά κατά πίσω. Να ιδούμε πού σκαλώνει, τι τη συγκράτησε περισσότερο. Αυτό που θα τη συγκράτησε περισσότερο έχει και όλες τις πιθανότητες να είναι το πιο δυνατό «βίωμα» που μας πρόσφερε η ευωδιαστή παρένθεση των αγίων ημερών.
     Μεγάλη Παρασκευή βράδυ. Σε μια άκρη της πλατείας που απλώνεται ολόγυρα σε κάποια από τις κεντρικές εκκλησίες της Αθήνας, ένα πιτσιρίκι, μια μπουκίτσα άνθρωπος, έχει στήσει το υπαίθριο «μαγαζί» του. Πουλάει κεράκια. Της δραχμής κεράκια, πάνω σ’ ένα στρωμένο χαρτί, γύρω και μέσα σ’ ένα κουτί χαρτονένιο. Ο μικρούλης διαλαλεί την πραμάτεια του με τη φωνή των παιδιών, που είναι δυνατή, επειδή είναι καθαρή.
     ─ Πάρτε, πάρτε, πάρτε! Εδώ το φτηνό μαγαζί.
     Γελάς, ή δεν γελάς καν, και περνάς. Αν το φέρει όμως η περίσταση και σταθείς ─ για να ιδείς που θα βγάλουν τον επιτάφιο, ας πούμε ─ τότε ξεκρίνεις λίγο - λίγο άλλα πράματα. Ξεκρίνεις πρώτα - πρώτα την περίεργη συνομοταξία έμβιων όντων, όπου ανήκει το παιδάκι με τα κεράκια. Δεν είναι το κανονικό παιδί τ’ αγοράκι των εφτά χρονών, όπως το άκουσες να προσδιορίζει αυτό το ίδιο την ηλικία του στην περαστική κυρία που το ρώτησε μια στιγμή παραξενεμένη. Είναι ένα πλασματάκι μ’ ελαττωματική διάπλαση, ρουφηγμένο από μέσα, στερημένο, ολοφάνερα λειψό στο ζύγι. Ένα κεφαλάκι χωμένο σαν περίτρομο ανάμεσα στους στενούς ώμους, δυο ποδαράκια λιωμένα, σκελετωμένα, μια ματιά υποταγμένη, άφεγγη, δειλιασμένη, που θέλει όμως να ζήσει, να μη σβήσει και πεταρίζει γύρω ανήσυχη. Το παιδάκι με τα κεράκια διαλαλεί την πραμάτεια του και σύγκαιρα παίζει μέσα στις χουφτίτσες του πέντ’ έξι δραχμές, δεκάρες, εικοσάρικα, την είσπραξη της βραδιάς. Έχει και ένα σουσαμένιο κουλούρι ακουμπισμένο πάνω στο στρατσόχαρτο της «βιτρίνας» του, που το πασπάλισε η σκόνη. Κάθε τόσο παίρνει το κουλούρι, το δαγκώνει με απληστία, με απόλαυση. Καταλαβαίνεις πως αυτή η λιχουδιά αντιπροσωπεύει μια ασυνήθιστη θυσία, που τη δικαιολογεί μόνο το εξαιρετικό της βραδιάς.
     Ο μικρός κύκλος, που σχηματίστηκε κάποια στιγμή γύρω, σου υπέβαλε παρήγορες σκέψεις για την ευαισθησία των ανθρώπων. Ερωτήσεις τρυφερές ή χαϊδευτικά αστειευόμενες, εκφράσεις συμπάθειας, ματιές που ανταλλάσσονται ανάμεσα στους θεατές, γεμάτες νόημα, συμπόνια, ενισχύσεις πρόθυμες του αναιμικού ταμείου. Μια κυρία, ευνοημένη με φυσική ευφράδεια, σκάρωσε στα πεταχτά μια σύντομη διάλεξη φιλανθρωπικού περιεχομένου. Την απάγγειλε με ωραία πεποίθηση στους τυχαίους ακροατές της. Δεν έλειψε και ο περαστικός φωτορεπόρτερ, που απαθανάτισε δις το παιδάκι με τα κεράκια.
     ─ Πιο ψηλά το κεφάλι σου!...
     ─ Όχι, μην κοιτάς το φακό!...
     ─ Να κάνεις πως μετράς τα λεφτά σου.
     ─ Σκύψε, ντε!
     ─ Όχι, μη σκύβεις!
     Ισάριθμοι αυτοσχέδιοι σκηνοθέτες ρύθμιζαν τη λήψη, και το μικρό είχε ζαλιστεί, δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει, ποιον ν’ ακούσει, συμμορφωνόταν με του καθενός το πρόσταγμα, με κάτι μικρά, σπασμωδικά τινάγματα λαβωμένου πουλιού. Τσιροπούλι άλλωστε ήταν πεσμένο εκεί στην άσφαλτο, στη σκόνη του δρόμου, να τσιμπολογήσει λίγα σουσαμάκια κι έπειτα να φύγει, να φτερακίσει, να το πιει στην απεραντοσύνη της η νύχτα της πρωτεύουσας, η μυρωμένη από λιβάνια και βιόλες.
     Καχεξία όχι παθολογική. Μια άλλη καχεξία, φρικτή, της φτώχειας, κάτι παρακάτω, της αθλιότητας, αυτή είναι η εικόνα που σου παρουσίαζε το παιδί. Στο κορμάκι αυτό δεν είχαν κυκλοφορήσει βιταμίνες, χυμοί, υλικά αναγκαία για το κανονικό πλάσιμο ενός ανθρώπου. Και το ψωμί λειψό και το λάδι. Οι συμπονετικές κυράδες του φιλοθεάμονος κοινού πιάσανε να συζητούν για την απονιά των γονέων, που ρίξανε στο πεζοδρόμιο το έρημο παιδί να χτυπηθεί πρόωρα με τη ζωή, να βγάλει το ψωμί του για τη στοργή που θα του λείπει, για το χάδι που δεν θα γνώρισε ποτέ. Απόμειναν με τη μιλιά στο στόμα.
     Κάπου από το σκοτάδι είχε ξεπροβάλει τώρα μια άλλη ύπαρξη που ζύγωσε στο παιδί να το εφοδιάσει με νέα κεράκια. Και η άλλη αυτή ύπαρξη τα έλεγε όλα άφωνα, με τη θωριά της, δε χρειαζόταν σχόλια κι επεξηγήσεις. Ένας ανθρωπάκος νέος ήταν, τρισάθλιος, λιωμένος κυριολεκτικά μέσα στ’ αποφόρια του, που έπλεχαν, κίτρινος σαν το κερί, λείψανο περιφερόμενο. Δυο μάτια του είχαν απομείνει μόνο ζωντανά, μαύρα, απελπισμένα μάτια. Ο πατέρας.
     Τότε έγινε γύρω ασυναίσθητα μια σιωπή. Ας ελπίζουμε σιωπή σεβασμού. Ένας μονάχα, άνοστος, νόμισε πως κάτι θα διορθώσει: Πληροφόρησε τον άνθρωπο πως είχανε φωτογραφήσει το παιδί του, θα το βάζανε και στις εφημερίδες. Εκείνος αποκρίθηκε κοιτάζοντας στο κενό μ’ ένα απροσδιόριστο χαμόγελο:
     ─ Καλά κάνατε. Να βλέπουν τα χάλια τους...
     Το είπε σχεδόν άφωνα, σαν μέσα του. Ήταν η μονολογική τάση του μαθημένου ν’ απευθύνεται στο κενό. Να τα βλέπουν τα χάλια ποιοι; Και να νιώσουν τι; Ο αοριστόλογος πληθυντικός ήταν και βαρύς από πρόθεση και τραγικός από επίγνωση ματαιοπονίας. Οι θεατές, βρίσκοντας τη σκηνή τώρα πια να παρατραβάει, άρχισαν να σκορπίζουν.
Ήρθε πάνω σ’ αυτά και η μάνα, μια γυναικούλα το ίδιο ζουριασμένη, πικραμένη, με τα ξεγοφιασμένα παπούτσια της, το ψιλό μαντίλι γύρω στο κεφάλι. Πούλαγε και αυτή κεράκια. Τους κοίταζες και τους δυο γονιούς κι αναρωτιόσουν πού τη βρήκαν τη δύναμη τα δυο τούτα ναυάγια να βγάλουν παιδί. Σε ποια ανθρωπότητα ανήκαν τα τρία τούτα πλάσματα; Ένα τέταρτο πλάσμα που τα ζύγωσε σε λίγο, πουλώντας κι εκείνο κεράκια ─ γνώριμος, φίλος, γείτονας, συγγενής του άντρα; ─ ολοκλήρωσε τον πίνακα. Ήταν η παράγκα, η πείνα, η ανεργία, η έσχατη εξαθλίωση, η πλάση εκείνη που δεν τη βλέπεις στο φως της ημέρας, στους συχναζόμενους δρόμους, ανάμεσα στο σύννεφο της κούρσας, της μακαριότητας, και που σου προξενεί έναν αθέλητο αποτροπιασμό, γιατί κατεβάζει την ανθρωπότητα στο σκουλήκι, την κοινωνία στον εφιάλτη, κάνει τη ζωή πληγή κακοφορμισμένη, μολυσμένη, θανάσιμη.
     Στον αέρα χαμοπετούσε η Μεγάλη Παρασκευή, τ’ αρώματα της κρυφής άνοιξης, το πάθος του Λυτρωτή. Οι άνθρωποι ένιωθαν μια αόριστη διάθεση αγαθοεργίας. Την ανάγκη να δειχτούν καλύτεροι, να γίνουν καλύτεροι. Κάτι τέτοιες βραδιές, τα ηθικά παραγγέλματα κυκλοφορούν στον αέρα, τ’ αναπνέεις θέλοντας και μη. Τέτοια και η διάθεση των περαστικών που στάθηκαν γύρω στο αδικημένο παιδάκι, το συμπόνεσαν, το μικροσυνέτρεξαν. Και σκόρπισαν. Στα μάτια τους, καθώς έφευγαν, το έβλεπες πως κιόλας είχαν αρχίσει να ξεχνάνε. Ο νους τους γύριζε αλλού.
     Έτσι είναι. Η συμπόνια μας, καλοπροαίρετη, παρήγορη, δεν έχει βάθος και συνέπεια. Η ανθρωπιά μας δεν είναι αρκετά δυνατή, για να οργανωθεί σε πράξη, ν’ αποσείσει το βάρος της κακής συνήθειας, ν’ αναθεωρήσει τη ζωή, τον κόσμο, να ξεσηκώσει τη συνείδηση, να φουσκώσει σε αγανάκτηση, σε δημιουργικό πάθος. Επιπόλαια είναι κι εξανεμίζεται.
     Κι απορούμε ύστερα που ο κόσμος έχει γίνει άνω κάτω, παραξενευόμαστε που ζούμε δίχως τη γεύση του αύριο.
     Δεν ξέρω, μπορεί, καθώς το λένε κάποιοι σοφοί, όλα να βρίσκονται οργανωμένα σοφά, ισορροπημένα κατά μια μυστική οικονομία, όλα να είναι καλά σ’ αυτόν εδώ, τον καλύτερο των κόσμων. Όμως εμένα κάτι μου λέει, αφέντη Χριστέ, πως, ενόσω τα ποδαράκια του παιδιού της Μεγάλης σου Παρασκευής θα είναι σαν τα κεράκια που πουλάει, άδικα ήρθες στον κόσμο - και άδικα σταυρώθηκες.

clip_image002

(Άγγελου Τερζάκη «Προσανατολισμός στον αιώνα», Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1996)

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Από τη φίλη Άννα Δατσέρη
Υπέρ της Παρθένου Μαρίας
 
Η μάνα του Ιούδα
Με αργό το βήμα η Παναγιά κι αμέτρητο τον πόνο,
τη νύχτα από το Γολγοθά κατέβαινε και μόνο
τον Ιωάννη πλάι της, μες στο σκοτάδι εκείνο,
κι οι πέτρες ανατρίχιαζαν στο μυστικό της θρήνο.
Όλα τριγύρω σιωπηλά, βουβός είναι κι ο δρόμος,
λες και τον κόσμο νέκρωσε ένας μεγάλος τρόμος.
Κι όσο βαδίζουν σαν σκιές στ’ άχαρα εκείνα μέρη,
και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει
τα λέει κι ο αντίλαλος, απ’ όπου κι αν διαβαίνει,
κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.
Πώς να μην κλάψει, που ’γινε γι’ αυτήν σκοτάδι η μέρα;
Κι αν είν’ Αυτός θεάνθρωπος, κείνη είναι μητέρα.
Ξάφνου ακούει μια φωνή, που την ερμιά ταράζει.
«Ω! τι φωνή να είν’ αυτή, ποια κλαίει, ποια στενάζει;
Ποια μάνα σαν κι εμέ πονεί και μοιρολόγια λέει
και του παιδιού της το χαμό ποια άλλη μάνα κλαίει;»
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή, που μοναχή στην άκρη
απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ.
Και τούτη σαν και τη Μαριάμ το γιο της έχει χάσει
και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει.
Κλαίει, αλλά το κλάμα της δεν συγκινεί κανένα,
τον πόνο της αισθάνεται η Παναγιά η Παρθένα.
Σιμώνει και την ερωτά: «Πες μου ποιος είν’ ο γιος σου;»
Μα η μάνα, που είναι ένοχη, τα μάτια χαμηλώνει.
Σκύβει, δειλά της απαντά, της λέει: «Αδελφή μου,
Ιούδας ονομάζεται το άμοιρο παιδί μου.
Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, Χριστέ μου, σα ζητιάνα,
ω! που να μην έσωνα ποτέ, ποτέ να γίνω μάνα.»
Η Παναγιά κατάλαβε, το γιο της τον γνωρίζει,
μα η μητέρα του Χριστού δε φεύγει, δε γογγύζει.
Η Παναγία το Χριστό τον είδε σταυρωμένο
κι εκείνη είδε το γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο.
Το δικό της τον καημό ξεχνά την ώρα εκείνη
και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει.
Έσκυψε και τη φίλησε, χάιδεψε τα μαλλιά της
και την επήρε με στοργή γλυκά στην αγκαλιά της.
Της λέει λόγια της καρδιάς και τη γλυκομερώνει,
της δίνει θάρρος, δύναμη κι απάνω τη σηκώνει.
«Σήκω», της λέει, «άμοιρη, πρέπει να ξαποστάσεις,
πάμε μαζί στο σπίτι μου, τη νύχτα να περάσεις.
Εκεί οι δυο τον πόνο μας το μητρικό θα πούμε,
θα σμίξουμε τα δάκρυα και θα προσευχηθούμε.
Η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές συλλογισμένες,
οι δυο μανάδες περπατούν αδερφαγκαλιασμένες.
Γιατί ο Χριστός, που σήμερα στο Γολγοθά κρεμάται
έδωσε τέτοια εντολή "αλλήλους ν’ αγαπάτε"».
    
Σημείωση: Το παραπάνω ποίημα μου είχε στείλει προ ετών η καλή φίλη Άννα Δατσέρη, συνταξιούχος καθηγήτρια Οικιακής Οικονομίας, η οποία κατάγεται από την Κρήτη κι εργάστηκε πολλά χρόνια στην Άντισσα και στην Ερεσό. Αγαπά τη Λέσβο όσο και την Κρήτη. Δυστυχώς, δεν γράφει αν είναι δημοτικό ή ποίημα κάποιου επώνυμου συγγραφέα. Το βρήκα σε κάποιες ιστοσελίδες με τίτλο «Οι δύο Μητέρες» ή «Όταν η Παναγία συνάντησε τη μάνα του Ιούδα», αλλά κι εκεί δεν αναφέρουν το δημιουργό.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

              Οι πόνοι της Παναγιάς
        
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θα '
χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.

Συ θα 'χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο - όχι σκλάβος ή προδότης.

Tη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου ’τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κι ύστερα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...

Kι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου να μη τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!


Κώστας Βάρναλης (1884 - 1974)
                          
      Η μάνα του Χριστού
                                                                                       
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
…………………………………………………….
                              
Κατεβάζω στα μάτια την μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
                                                                                                                                                  
Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
                                                                                    
Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
                                                                                                                                         
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!
                                                                                              
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ’ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κι οι φίλοι.
                                                                                      
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τι πες «Να με!»
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
 
(Απόσπασμα από το ποίημα «Η μάνα του Χριστού», από το έργο του βραβευμένου το 1959 με Βραβείο Ειρήνης Λένιν ποιητή μας Κώστα Βάρναλη «Το Φως που καίει», Εκδόσεις "Κέδρος", Αθήνα, σελ. 70-73)