Για μαθητές και φιλομαθείς
ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΕ -ούχος (β΄ συνθετικό το ρ. έχω)
Ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, που δηλώνουν αυτόν που έχει κάτι που το θέμα του α΄ συνθετικού σημαίνει.
Παραδείγματα:
ο, η πτυχιούχος (πτυχίο+έχω)= πρόσωπο που έχει αποκτήσει πτυχίο. Πρόταση: «Είναι πτυχιούχος Νομικής»
αλκοολούχος, -ος, -ο (αλκοόλ + έχω) = ο περιέχων αλκοόλ. Πρόταση: «Αγόρασε διάφορα αλκοολούχα ποτά».
- αδειούχος (άδεια) - λιθανθρακούχος (λιθάνθρακας)
- αεριούχος (αέριο) - μαγγανιούχος (μαγγάνιο)
- αζωτούχος (άζωτο) - μαγνησιούχος (μαγνήσιο)
- ακανθούχος (η άκανθα) - μεριδιούχος (το μερίδιο)
- αλατούχος (αλάτι) - μεριδούχος (η μερίδα)
- αλευρούχος (τα άλευρα) - μερισματούχος (μέρισμα)
- αλκαλιούχος (αλκάλιο) - μεσεγγυούχος (μεσέγγυος)
- αλκοολούχος (αλκοόλ) - μεταλλούχος (μέταλλο)
- αμυλούχος (άμυλο) - μολυβδούχος (μόλυβδος)
- αμμωνιούχος (αμμωνία) - νικελιούχος (νικέλιο)
- ανθρακούχος (άνθρακας) - οικοπεδούχος (οικόπεδο)
- αντιμονιούχος (αντιμόνιο) - οινοπνευματούχος (οινόπνευμα)
- αξιωματούχος (αξίωμα) - ομολογιούχος (ομολογίες)
- αξονούχος (άξονας) - οξυγονούχος (οξυγόνο)
- απολυτηριούχος (απολυτήριο) - οπιούχος (όπιο)
- αργιλούχος (άργιλος) - οφικιούχος (οφίκιο)
- αργυρούχος (άργυρος) - οφιούχος (όφις)
- αριστούχος (άριστα) - παραγκούχος (παράγκα)
- αρσενικούχος (αρσενικό) - παραπηγματούχος (παράπηγμα)
- αρωματούχος (άρωμα) - περιπτερούχος (περίπτερο)
- ασβεστιούχος (ασβέστιο) - πετρελαιούχος (πετρέλαιο)
- ασβεστούχος (ασβέστης) - πηδαλιούχος (πηδάλιο)
- ασφαλτούχος (η άσφαλτος) - πιστούχος (πίστη)
- αυτοκινητούχος (αυτοκίνητο) - πιτυρούχος (πίτουρο)
- βαθμούχος (βαθμός) - πολιούχος (πόλη)
- βαριούχος (βάριο) - πολυκατοικιούχος (πολυκατοικία)
- βελονούχος (βελόνα) - πρατηριούχος (πρατήριο)
- βιταμινούχος (βιταμίνες) - προνομιούχος (προνόμια)
- βοηθηματούχος (βοήθημα) - προσοντούχος (προσόντα)
- βορικούχος (το βορικό) - πρωτεϊνούχος (πρωτεΐνη)
- βρομιούχος (το βρόμιο) - πτυχιούχος (πτυχίο)
- γαιανθρακούχος (γαιάνθρακας) - πυριτιούχος (πυρίτιο)
- γαιούχος (οι γαίες) - ραδιούχος (ράδιο)
- γαλακτούχος (γάλα) - ρετσινούχος (το ρετσίνι)
- γηπεδούχος (γήπεδο) - ρητινούχος (η ρητίνη)
- γλυκερινούχος (γλυκερίνη) - σακχαρούχος (σάκχαρα)
- δαδούχος (δάδα) - σιδηρούχος (σίδηρος)
- δανειούχος (δάνειο) - σιναπούχος (σινάπι)
- διαμερισματούχος (διαμέρισμα) - σιτηρούχος (σιτηρά)
- δικαιούχος (δίκαιο) - σκηνούχος (σκηνή)
- δικαιωματούχος (δικαίωμα) - σκηπτρούχος (σκήπτρο)
- διπλωματούχος (δίπλωμα) - σοκολατούχος (σοκολάτα)
- δολαριούχος (δολάριο) - σπερματούχος (σπέρμα)
- δωρεούχος (η δωρεά) - συμβασιούχος (σύμβαση)
- ενεχυρούχος (ενέχυρο) - συνταξιούχος (σύνταξη)
- εξοδούχος (έξοδος) - ταλαντούχος (τάλαντο)
- επιδοματούχος (επίδομα) - τερεβινθούχος (τερέβινθος)
- επωμιδούχος (επωμίδα) - τιμαριούχος (τιμάριο)
- εριούχος (έριο) - τιτανιούχος (τιτάνιο)
- ευνούχος (ευνή=κλίνη) - τιτλούχος (τίτλος)
- εφαπαξιούχος (εφάπαξ) - τροπαιούχος (τρόπαιο)
- ζαχαρούχος (ζάχαρη) - τρυπανούχος (τρύπανο)
- θειούχος (θείο) - τσιφλικούχος (τσιφλίκι)
- ιριδιούχος (ιρίδιο) - υδατανθρακούχος (υδατάνθρακας)
- ιωδιούχος (ιώδιο) - υδατούχος (ύδωρ)
- καλιούχος (κάλιο) - υδραργυρούχος (υδράργυρος)
- καλωδιούχος (καλώδιο) - υδρογονούχος (υδρογόνο)
- καμφορούχος (καμφορά) - υδροθειούχος (υδρόθειο)
- καπελούχος (καπέλο) - φθοριούχος (φθόριο)
- κασσιτερούχος (κασσίτερος) - φωσφορούχος (φώσφορος)
- κεφαλαιούχος (κεφάλαιο) - φωταεριούχος (φωταέριο)
- κλαδούχος (κλάδος) - χαλκούχος (χαλκός)
- κλειδούχος (κλειδιά) - χαρισματούχος (χαρίσματα)
- κληρούχος (κλήρος) - χλωριούχος (χλώριο)
- κορτιζονούχος (κορτιζόνη) - χλωροφορμιούχος (χλωροφόρμιο)
- κραταιούχος (κράτος/κραταιός) - χρυσούχος (χρυσός)
- κυανιούχος (κυάνιο) - χρωμιούχος (χρώμιο)
- λεμβούχος (η λέμβος) - χωματούχος (χώμα)
- λεωφορειούχος (λεωφορείο) - ψευδαργυρούχος (ψευδάργυρος)
- λευκωματούχος (λεύκωμα)
ΠΟΛΥΛΕΚΤΙΚΑ ΣΥΝΘΕΤΑ
- αρσενικοθειούχος (αρσενικό + θειούχος) - οξυχλωριούχος (οξύ + χλωριούχος)
- αρχιευνούχος (αρχή + ευνούχος) - πολυεκατομμυριούχος (πολύ + εκατομμυριούχος)
- αρχικλειδούχος (αρχή + κλειδούχος) - πρωτευνούχος (πρώτος + ευνούχος)
- δισεκατομμυριούχος (δις + εκατομμυριούχος) - τετραχλωριούχος (τετράς + χλωριούχος)
- διχλωριούχος (δις + χλωριούχος) - υπερχλωριούχος (υπέρ + χλωριούχος)
- μεγαλοκεφαλαιούχος (μεγάλος + κεφαλαιούχος) - υποχλωριούχος (υπό + χλωριούχος)
- μεγαλοσυνταξιούχος (μεγάλη + συνταξιούχος) - χαμηλοσυνταξιούχος (χαμηλή + συνταξιούχος)
- μικροσυνταξιούχος (μικρή + συνταξιούχος)
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. Παρατηρήστε πόσες λέξεις από τον παραπάνω πίνακα σας είναι γνωστές και δείτε το α΄ συνθετικό και τη σημασία τους. Κάποιες τις έχετε συναντήσει σε ιατρικές εξετάσεις, νομικά κείμενα, βιβλία Χημείας, Διαιτολογίας και άλλα.
2. Συμπληρώσετε τον πίνακα με άλλα σύνθετα σε -ούχος.
3. Γράψετε σύντομες προτάσεις ή ένα κείμενο, χρησιμοποιώντας όσες περισσότερες λέξεις μπορείτε από τον παραπάνω πίνακα.
4. Ηλεκτρονικά λεξικά Νέας Ελληνικής Γλώσσας θα βρείτε στην ιστοσελίδα «ΠΥΛΗ για την Ελληνική Γλώσσα»: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/index.html.
5. Αναζητήσετε στο λεξικό τη σημασία της λέξης "ιζηματούχος" ή φτιάξτε μόνοι σας τον ορισμό της.
6. Γίνετε γλωσσοπλάστες. Γνωρίζοντας ότι τα ουσιαστικά σε -ούχος δηλώνουν το πρόσωπο που έχει κάτι, φτιάξτε δικές σας λέξεις, έστω και αδόκιμες ή αστείες, π.χ. βιβλιάριο+έχω→βιβλιαριούχος, δίκυκλο+έχω→δικυκλούχος, ποδήλατο+έχω→ποδηλατούχος.
Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου