ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ
Ο Άγιος Νικόλαος, γνωστός για το πλούσιο φιλανθρωπικό του έργο όσο ήταν στη ζωή, προστάτης των φτωχών και των παιδιών, ακούει τις προσευχές της φτωχής χήρας και των ορφανών της και κάνει το θαύμα του. Πρέπει όμως να κρατηθεί αυστηρά μυστικό…
Ο
ΑΗ-ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΩΝ ΑΒΔΕΛΩΝ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΕΥΡΙ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ
Το «κιούπι» στ’ Άγιο Βήμα
Κάθε Σάββατο, από τα βαθιά χαράματα, ξεκινούσε από τη Χώρα μοναχή, με το καλαθάκι της στο χέρι, που ’χε μέσα το ψωμάκι της, ένα παλιομάχαιρο για τα χόρτα και λίγο λαδάκι για τον Άη-Νικόλα των Αβδελών[1], ένα μακρινό εξωκκλήσι κατά τα μέρη των Λευκών, στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού μας κι άγναντι της Νικαριάς[2], η χήρα με τα ορφανά ─ όπως την αναφέρει ο θρύλος ─ να περάσει εκεί όλη της τη μέρα, να θυμιάσει το ξωκκλήσι, ν’ ανάψει τα καντηλάκια του και στερνά να μάσει[3] τα άγρια χόρτα της, που σίγουρα θα ’ταν το απλό φαγητό της Κυριακής, των παιδιών της…
Χρόνια τώρα γινόταν αυτή η δουλειά. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια η χήρα, και πιότερο τα καημένα τα ορφανά, στον προστάτη των πτωχών και ορφανών, που «ἐκτήσω τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια», στον Άγιο Νικόλαο. Γι’ αυτό πολλές βολές[4] μόνη της, κι άλλοτε με τα ορφανά της παιδιά, ξεκινούσαν, λες και το ’νιωθαν ως εσώψυχη ανάγκη παρηγοριάς κι ανακούφισης, για το μικρό εξωκκλήσι τ’ Άη-Νικόλα των Αβδελών. Μα δεν απέλειπε ποτέ, μα ποτέ, από την προσευχή τους, πρωί και βράδυ, τ’ όνομα του Αγίου, θερμά επικαλούμενο στις τόσες ανάγκες και δυσκολίες της φτωχής ζωής τους. Του ζητούσαν «έλεος και προστασίαν».
Και δεν άργησε ο προστάτης των φτωχών να εισακούσει την άδολη προσευχή τους και να συμπονέσει την κατάντια τους. Ένα βράδυ, μισοβδόμαδα, στον ύπνο της βασανισμένης μάνας, φανερώθη ένα πάλλευκο γεροντάκι, ντυμένο τα χρυσά του αρχιερατικά άμφια, ίδιο κι όμοιο με την εικόνα τη γνωστή της τ’ Άη-Νικόλα των Αβδελών, που ξάφνιασε έτσι τη φτωχή μάνα, μη μπορώντας να καταλάβει τον οπτασιασμό[5] της αυτό. Στη σύγχυσή της και το δέος που την είχε καταλάβει, αυτά τα λόγια άκουσε που και τα συνεκράτησε, σαν ξύπνησε και τα τήρησε μυστικά για τον εαυτό της.
─ «Έλα
στο ναό μου όπως πάντα, το Σάββατο το πρωινό. Στο "ιερό", πλάι στην
Άγια Τράπεζα, θα βρεις τ’ αλεύρι το βδομαδιάτικο που χρειάζεσαι για το ψωμί των
παιδιών σου. Κράτα το μυστικό.»
Πέρασ’ η εβδομάδα με μια αγωνία κι έναν
ακαθόριστο φόβο στην ψυχή της έρημης χήρας.
Το Σάββατο πρωί-πρωί, ενώ ακόμα βαθιά
κοιμόντουσαν τα ορφανά της, τα φίλησε, έκαμε το σταυρό της, πήρε τα συνηθισμένα
της εφόδια και μ’ ένα χτυποκάρδι για τ’ άγνωστο, ξεκίνησε για τα μέρη τ’
Άη-Νικόλα των Αβδελών.
Έφτασε και, με τρεμάμενα γόνατα που μόλις την κρατούσαν, μπήκε στο εκκλησάκι μέσα, γονάτισε μπροστά στην Εικόνα τ’ Άη-Νικόλα, μετάνισε[6] κάμποσες φορές, και, σαν σήκωσε τα μάτια της ψηλά, σαν σε οπτασία έβλεπε το όραμα του ονείρου της, τόσο εναργές[7], που μόνο μιλιά δεν άκουγε, κι ο χώρος γεμάτος με το παράστημα τ’ Άη-Νικόλα, σιωπηλός, ακίνητος, ενώ φαινόταν σαν να της έδειχνε πού να κατευθύνει τα βήματά της.
Αθόρυβα, βουβά, άθελά της βρέθηκε μες στο «ιερό», δεξιά της Άγιας Τράπεζας, ακριβώς πίσω από τον Χριστό του τέμπλου, κι έβλεπε μπρος της στον τοίχο χτισμένο ένα «κιούπι»[8] αλειφτό γεμάτο αλεύρι και πλάι, χάμω στο δάπεδο, ένα οκαδιάρικο[9] μπουκάλι ως τ’ απάνω με λάδι. Μηχανικά άδειασε τ’ αλεύρι στο σακουλάκι της και το λάδι στο λαδικό της.
Βγήκε έξω, άναψε τα καντήλια, θύμιασε μια και δυο φορές και, συνεπαρμένη από το θαύμα του Άη-Νικόλα, κλαμένη, φοβισμένη, πήρε το δρόμο πίσω για τη Χώρα. Στο δρόμο π’ ανέβαινε μάζεψε και τα χορταράκια της τα απαραίτητα για το κυριακάτικο προσφάι.
Ακόμα δεν είχ’ αψηλώσει δυο κοντάρια ο ήλιος στον ουρανό κι ήταν κιόλας ανεβασμένη στο σπιτικό της, στη Χώρα. Τα παιδιά της άκουγαν το βγάλσιμο του σύρτη στην πόρτα τους, ως την άνοιγε η μάνα τους, και δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Ξεμαντάλωσε την πόρτα, μπήκε μέσα, ξανά την αμπάρωσε και φώναξε τα ορφανά κοντά της δακρυσμένη κι από το δρόμο λαχανιασμένη, αφού τράβηξε το μαντήλι από το κεφάλι της και ζήτησε από το μεγαλύτερο να της φέρει λίγο νερό, για να βρέξει τη στεγνή γλώσσα της.
Γύρω της μαζεύτηκαν, συνεσταλμένα κι
ανυπόμονα ν’ ακούσουν της μάνας τους τα λόγια. Ήπιε μια γουλιά νερό κι άρχισε
να τους λέει:
─ «Ορφανά
μου, απ’ εδώ κι εμπρός το ψωμάκι σας θα το ’χετε μπόλικο. Δε θα σας μαλώνω πια,
θα μου γυρεύετε όποτε θα θέλετε το κομμάτι που θα χορτάσει την πείνα σας. Δεν
σας τὄλεα;[10] Κάνετε πάντα το σταυρό σας και παρακαλάτε τον Άη-Νικόλα. Να που ο Άης-Νικόλας
μάς έκαμε το θάμα του! Αυτό τ’ αλεύρι και το λάδι σάς το στέλνει εκείνος, ο
Προστάτης σας, ορφανά μου…»
Και άρχισε να τους διηγείται το πώς και
πού εύρηκε το αλεύρι της βδομάδας τους ως και το λάδι ακόμα. Με δάκρυα στα
μάτια τα φτωχά παιδιά μετάνισαν, προσευχήθηκαν και τέλος ασπασθήκαν την αγία
εικόνα του μεγάλου των Προστάτου.
Στερνά ξεχύθηκαν παντού να βρουν τα
χρειαζούμενα, όσα τους έλειπαν, για ν’ ανάψουν το φούρνο τους. Εκεί κλαδιά,
αλλού φτυάρι, σκάλεθρο[11]
και πάνα. Στην παμπάλαια σκάφη τους ζύμωσαν και μετά φούρνισαν κάμποσα αφράτα
σταρίσια ψωμιά.
Ξεφούρνισαν κι η μοσχοβολιά του φρεσκοψημένου
ψωμιού «διαντόνισε»[12]
στη γειτονιά. Έφαγαν και χόρτασαν τα πεινασμένα ορφανά, που μόνο ξενικό ψωμί
έτρωγαν, που τους το ’διναν οι φιλάνθρωποι, χρόνια τώρα, ενώ ποτέ τους δεν
θυμόντουσαν ο φούρνος τους να καπνίσει και να φάνε ζυμωτό απ’ της μάνας τους τα
χέρια…
Αυτή η κατάσταση κράτησε για πολύ καιρό.
Ο Άης-Νικόλας[13] έστελλε
τακτικά με τον ίδιο τρόπο το ψωμί των ορφανών. Θέλεις η αμυαλιά των πιο μεγάλων
παιδιών, θέλεις το ενδιαφέρον της γειτονιάς να εξιχνιάσουν το μυστικό της
χήρας, μαθεύτηκε το γεγονός και η τιμωρία στην αθυροστομία τους ήρθε βαριά από
τον Άγιο με την παντοτινή στέρηση των βασικών αγαθών της ζωής των ορφανών του
λαδιού και του ψωμιού των…
Ο
ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - Α.
Πηγή: Εφημερίς «Η ΠΑΤΜΟΣ», Δεκαπενθήμερον Δημοσιογραφικόν Όργανον Συλλόγου των απανταχού Πατμίων «ΕΜ. ΞΑΝΘΟΣ Ο ΦΙΛΙΚΟΣ»/Εν Αθήναις τη 15 Σεπτεμβρίου 1946, Έτος A΄, Αριθμός φύλλου 17-18, σελ. 3, 4, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Βουλής, https://digitallib.parliament.gr/display_doc.asp?item=44831&seg=11933 (σελ. 117, 118).
[1] Άβδελων/Αβδελών: Τοπωνύμιο βορειοανατολικά της νήσου Πάτμου, με εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Ο ανώνυμος συγγραφέας του άρθρου, με το ψευδώνυμο «Ο Ερευνητής - Α.», χρησιμοποιεί προπαροξύτονο τύπο «Άβδελων», αλλά στο χάρτη αναγράφεται η λέξη με τον ορθό τονισμό, ως περισπώμενη «Αβδελῶν», σε μονοτονικό «Αβδελών».
[2] Νικαριά: λαϊκή ονομασία της νήσου Ικαρίας.
[3] να μάσει: να μαζέψει.
[4] βολές: φορές.
[5] οπτασιασμός (ο): οπτασία, όραμα.
[6] μετανίζω: κάνω μετάνοιες, γονυκλισίες, προσκυνώ βαθιά.
[7] εναργές: ολοφάνερο, ξεκάθαρο.
[8] κιούπι αλειφτό (το): πιθάρι με γυαλιστερό επίχρισμα, μεγάλο
δοχείο αποθήκευσης υγρών κυρίως προϊόντων, συνήθως από πηλό.
[9] οκαδιάρικο: που χωρούσε 1 οκά, περίπου 1.242 γραμμάρια.
[10] τὄλεα: ιδιωματισμός και κράση· το έλεα < το έλεγα.
[11] σκάλεθρο/σκάλευθρο
και πάνα: εξαρτήματα του φούρνου· το σκάλεθρο είναι εργαλείο με το οποίο
ανασκαλεύουν τα κάρβουνα, για να δυναμώσει η φωτιά· η πάνα ή πανιάρα είναι ένα
μεγάλο χοντρό ύφασμα προσαρμοσμένο σε ένα ξύλινο κοντάρι, που το βρέχουν και
πανίζουν, δηλαδή καθαρίζουν το εσωτερικό του φούρνου προτού βάλουν μέσα τα
ψωμιά για ψήσιμο.
[12] διαντόνισε: σκορπίστηκε σε όλη τη γειτονιά κι ερέθισε τις
μύτες.
[13] Άγιος Νικόλαος (15 Μαρτ. 270 - 6 Δεκ. 343 μ.Χ.): Επίσκοπος Μύρων Λυκίας, φιλάνθρωπος, θαυματουργός και μυροβλύτης Άγιος της Χριστιανοσύνης. Γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 270 μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας από γονείς ευσεβείς και εύπορους, τον Θεοφάνη και τη Νόνα, και έλαβε καλή μόρφωση. Αφού μοίρασε την περιουσία του, χειροτονήθηκε ιερέας κι αφοσιώθηκε στη διάδοση του Χριστιανισμού και στη φιλανθρωπία. Όταν έγινε επίσκοπος Μύρων Λυκίας, οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν. Κατά το διωγμό του Διοκλητιανού, φυλακίστηκε και υπέστη βασανιστήρια, αλλά, μετά την επικράτηση του Μ. Κωνσταντίνου, αποφυλακίστηκε. Το 325 έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του το 343 μ.Χ. Ο Άγιος Νικόλαος θεωρείται ο κατ' εξοχήν προστάτης άγιος των ναυτικών, του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, γιατί στο βίο του αναφέρονται θαύματα που έχουν σχέση με τη θάλασσα. Θεωρείται πολιούχος της Αλεξανδρούπολης, του Βόλου, του Γαλαξιδίου, του Αγίου Νικολάου Κρήτης, του Πλωμαρίου Λέσβου κ.ά. Κατά την παράδοση, ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε προστάτης των φτωχών, έδινε και δώρα σε παιδιά και απόρους, χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Για το λόγο αυτό, στη Δύση, η γιορτή του Αγίου Νικολάου, που λέγεται Santa Claus (σύντμηση του Santa Nicolaus), συνδέεται με τα Χριστούγεννα και με την ανταλλαγή δώρων που γίνεται τότε. Στο Παλαιοχώρι Λέσβου, η Φιλόπτωχος Αδελφότητα «Άγιος Νικόλαος» έχει το όνομά του και στις 6 Δεκεμβρίου τιμάται με κόλλυβα και δοξολογία στο παρεκκλήσι του στην ομώνυμη συνοικία. Στο χωριό μας λέμε το χαρακτηριστικό έμμετρο: «Η Αγιά Βαρβάρα γέννησε,/τον Άγιο Σάββα ποίτσι (εποίησε)/τσι γ’ Άγιους Ν’κόλας έτριξι,/να πα’ να τον βαφτίσει».
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Νικολάου (ἦχος δ΄)
«Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου