Η Πάτμος
στο βιβλίο του
καθηγητή Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη
«ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ. ΙΜΒΡΟΣ • ΤΕΝΕΔΟΣ •
ΛΗΜΝΟΣ • ΛΕΣΒΟΣ • ΧΙΟΣ • ΣΑΜΟΣ • ΠΑΤΜΟΣ. 1800-1923»
Αρχιπέλαγος. Αιγαίο,
η πανάρχαια κοιτίδα μας. Κατάσπαρτο με εκατοντάδες μεγάλα νησιά, νησίδες κι
ακατοίκητες βραχονησίδες, μαρτυρεί τις κοσμογονικές γεωλογικές και ιστορικές
αναταραχές που του έδωσαν τη σημερινή μορφή. Αλλά και στην εποχή μας ο
αιγαιακός χώρος είναι πεδίο φυσικών σεισμών και ανθρωπογενών παρεμβάσεων κι
αντιπαραθέσεων.
Τα χρόνια 1800-1923, από παραμονές της Ελληνικής
Επανάστασης μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάνης, με βάση εντυπώσεις Ευρωπαίων λογίων
περιηγητών στα νησιά Ίμβρος, Τένεδος, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος και Πάτμος,
περιγράφει στο βιβλίο του ο αείμνηστος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης
Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης[1].
Η πέμπτη ενότητα του βιβλίου του «Αρχιπέλαγος…» (σελ. 279-336) είναι
αφιερωμένη στην Πάτμο, το νησί της Αποκάλυψης, την περίοδο 1841-1898: Α) Στις
σελ. 279-296 αναφέρεται στο ταξίδι του Γερμανού αρχαιολόγου Λουδοβίκου Ρος (Ludwig Ross, 1806-1859) στην
Πάτμο το 1841. Αφηγείται τις εντυπώσεις του από το νησί και τα μνημεία του,
ερευνά τα αρχεία της βιβλιοθήκης της Μονής Ιωάννου Θεολόγου και καταγράφει
πληροφορίες για τη ζωή της Πάτμου. Β) Στις σελ. 297-305 περιγράφονται τα ταξίδια
του βυζαντινολόγου Καρλ Κρουμπάχερ (Krumbacher, 1856-1909) και άλλων ξένων ερευνητών στην Πάτμο.
Γ) Στις σελ. 306-314 ακμή και παρακμή της Πάτμου. Δ) Στις σελ. 315-327 τα
πατμιακά χειρόγραφα του Ρωμανού του Μελωδού. Ε) Στις σελ. 328-336 το ταξίδι του
Πρώσσου συγγραφέα Πολ Λίνταου (Paul Lindau, 1839-1919) το 1898.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ ΤΟ
1841
Ακολουθώντας το ταξίδι του
Γερμανού αρχαιολόγου Λουδοβίκου Ρος (Ludwig Ross, 1806-1859), που υπήρξε ο πρώτος
καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώτος έφορος αρχαιοτήτων στα
χρόνια του βασιλιά Όθωνα κι επισκεπτόταν μνημεία στα πολυάριθμα ταξίδια του στα
νησιά, φτάνουμε τον Αύγουστο του 1841
στην Πάτμο. Εκεί θα παραμείνει για πέντε ημέρες (19 - 23 Αυγούστου)[2],
με σκοπό να επισκεφτεί τη Βιβλιοθήκη της Μονής και να αναζητήσει κλασικούς και
μεσαιωνικούς κώδικες. Συνταξιδιώτης του ο καθηγητής Herzog, που ενδιαφερόταν για πηγές βυζαντινού δικαίου.
Στις 18 Αυγούστου 1841 ξεκινούν βράδυ
από τη Λέρο με ιστιοφόρο και τα ξημερώματα της επομένης αποβιβάζονται στην
Πάτμο. Να πώς περιγράφει την Πάτμο του 19ου αιώνα:
«Ο βαθύς
όρμος χωρίζεται προς τα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά από μερικούς άλλους όρμους
μόνο με δύο στενές λωρίδες γης που εισχωρούν στο νησί από τη δυτική πλευρά. Σ’
ένα απότομο ύψωμα ανάμεσα στα τρία λιμάνια βρισκόταν η παλαιά πόλη· στη
νοτιοδυτική λωρίδα υπάρχει τώρα ένα είδος προαστίου που αποτελείται από
αποθήκες, καφενεία, καμίνια για τούβλα και αγγειοπλαστικά, καθώς και από τα
σπίτια εκείνων που απασχολούνται σ’ αυτά. Στη βόρεια πλευρά του λιμανιού
βρίσκεται ένας μικρός κήπος μ’ ένα νοσοκομείο για τους λεπρούς που υπάρχουν κι
εδώ και είναι πέντε ή έξι. Στη νότια πλευρά όμως ανεβάζει ένα καλό λιθόστρωτο
μονοπάτι στον ανήφορο του βουνού, που στην κορφή του είναι η σημερινή πόλη,
στεφανωμένη από το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που υψώνεται μέσα
από το κέντρο των σπιτιών σαν ένας επιβλητικός στέρεος πύργος. Στη μέση της
πλαγιάς, λιγάκι αριστερά από το δρόμο, διακρίνει κανείς ένα μικρότερο
μοναστηριακό κτίσμα, που βρίσκεται πάνω από το σπήλαιο όπου ο απόστολος Ιωάννης
είχε την οπτασία της Αποκάλυψης ─ και το οποίο χρησιμοποιείται τώρα σαν
σχολείο. Έτσι μπορεί κανείς να δει απ’ το λιμάνι κιόλας όλα τα αξιόλογα σημεία
του νησιού με μια και μόνη ματιά.» (σελ. 280)
Αξιοσημείωτη η πληροφορία ότι στη
β. πλευρά του λιμανιού υπήρχε λεπροκομείο
με πέντε-έξι λεπρούς. Κι αφού αναφέρει ότι σκοπός του ταξιδιού ήταν η αναζήτηση
κωδίκων και την πληροφορία πως ο Άγγλος περιηγητής Κλαρκ (Clarke) είχε αγοράσει (κατ’ άλλους κλέψει) τον κλασικό κώδικα
του Πλάτωνα από τη βιβλιοθήκη της Μονής, συνεχίζει:
«Αφού
ανεβήκαμε αμέσως στα μουλάρια κι έπειτα από μισή ώρα βρισκόμαστε κιόλας ψηλά
στην πόλη, πήγαμε κατευθείαν στο μοναστήρι. Το βουνό συνίσταται, όπως και όλο το
νησί, από ένα μελανόφαιο τραχείτη[3] κι
από ένα άλλο ασπροκίτρινο ή λευκόφαιο, με κάπου-κάπου κοκκινωπές ή καστανωπές
λωρίδες, εντελώς καμένο ηφαιστειώδες πέτρωμα. Στις πλαγιές του βουνού, πάνω από
το λιμάνι, υπάρχει ένας λεπτός, κοκκινωπός, ηφαιστειογενής άργιλος, απ’ τον
οποίο φτιάχνουν πολύ καλά τούβλα και μαγειρικά σκεύη. Ο δρόμος προς την πάνω
πόλη βρισκόταν άλλοτε σε τόσο κακή κατάσταση, που μου είπε ένας ναυτικός,
υπερβάλλοντας φυσικά σαν κωμικός: "αν θα ’θελε κανείς ν’ ανεβεί ψηλά στην
πόλη, έπρεπε πρώτα να μπουζουριαστεί κανονικά, αλλιώτικα θα ’μενε από κούραση
στη μέση του δρόμου". Το σημερινό λιθόστρωτο, που πάνω του τα
γαϊδουρομούλαρα κινούνται εύκολα, το ’φτιαξε με έξοδά της η πόλη μόλις πριν
λίγα χρόνια.» (σ. 281)
Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΤΟ 1841
Καθηγούμενος της Μονής Ιωάννου
Θεολόγου το 1841 ήταν ο Βενιαμίν,
Πάτμιος στην καταγωγή, υψηλόσωμος σεβάσμιος άνδρας, που τους υποδέχτηκε με
φιλικά αισθήματα.
Η βιβλιοθήκη ήταν ανοργάνωτη, τα βιβλία κακοσυντηρημένα και η
καταλογογράφησή τους πλημμελής, κυρίως λόγω αμάθειας και έλλειψης ενδιαφέροντος
των μοναχών για ανάγνωση. Φυλάσσονταν σε ντουλάπια με τζαμαρίες σε ιδιαίτερο
δωμάτιο, χορηγία του μητροπολίτη Σάρδεων και άλλοτε μοναχού της Μονής. Ο Λουδοβίκος
Ρος υπολογίζει ότι η βιβλιοθήκη περιελάμβανε περίπου 300 χειρόγραφα και γύρω
στους 1.000 τόμους τυπωμένων βιβλίων (σελ. 281-282, 284-285). Βιβλιοθηκάριος
ήταν ένας καλοκάγαθος ηλικιωμένος λεβεντόγερος, ο οποίος πολύ λίγα γνώριζε για
την ταξινόμηση και το περιεχόμενο των βιβλίων (σελ. 281, 284).
Το απόγευμα της πρώτης ημέρας
επισκέφτηκαν το σχολείο και το σπήλαιο
της Αποκάλυψης. Το σχολείο της Πάτμου είχε πολύ καλή φήμη στους ελληνικούς
πληθυσμούς της Τουρκίας. Ο δάσκαλος Ισαάκ, γέρος μοναχός από την Κρήτη, τους
ξενάγησε πρώτα στην εκκλησούλα που ήταν κτισμένη μπροστά από το σπήλαιο της
Αποκάλυψης, το οποίο ήταν αρκετά μικρό, με θολωτή στέγη από όγκους τραχείτη. Τους
έδειξε μία ρωγμή με τρεις σχισμές, απ’ όπου, κατά το θρύλο, αποκαλύφθηκε η Αγία
Τριάδα στον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου (σελ. 282, 283).
Καθημερινά ανέβαιναν στη Μονή με
τα πόδια ή με τα ζώα κι ερευνούσαν τα αρχεία, από τις επτά το πρωί μέχρι το
απόγευμα, με ένα ενδιάμεσο διάλειμμα για το μεσημεριανό γεύμα στο δωμάτιο του
φιλόξενου καθηγούμενου Βενιαμίν. Εκεί γνώρισαν και τον εξόριστο μητροπολίτη
Σάμου Ιγνάτιο, σεβάσμιο γέροντα και άριστο ελληνιστή, ο οποίος είχε υποπέσει
στη δυσμένεια του Ηγεμόνα της Σάμου Βογορίδη και ζούσε έγκλειστος στη Μονή της
Πάτμου, χωρίς να γνωρίζει για ποιο έγκλημα είχαν τιμωρηθεί αυτός και ο
εξόριστος στο Άγιο Όρος αδελφός του (σελ. 283-284).
Η Μονή της Πάτμου είναι σταυροπηγιακή, υπάγεται δηλαδή άμεσα στη δικαιοδοσία του πατριάρχη
χωρίς να εξαρτάται από καμία μητρόπολη ή επισκοπή. Ο ηγούμενος έχει βαθμό
επισκόπου και ασκεί εν ονόματι του πατριάρχη την πνευματική επιστασία ολοκλήρου
του νησιού. Μόνο το δικαίωμα της χειροτονίας δεν έχει. Από τον Μάιο 1841
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Άνθιμος. Ετησίως έπρεπε να πληρώνει η Μονή
στον πατριάρχη φόρο 500 τουρκικά πιάστρα[4].
Από το 1840 η Μονή υποχρεώθηκε να γίνει συνδρομητής της εφημερίδας Moniteur Ottoman, καταβάλλοντας 150 πιάστρα. Σουλτάνος ήταν ο
Αβδούλ Μετζίτ Α΄ (1823-1861)[5].
Η Μονή είχε μετόχια σε Σάμο, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Μ. Ασία κ.α. Άλλοτε είχε
70 ως 90 μοναχούς, το 1841 μόνο 50 (σ. 286-287).
Μονή Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου. Φωτογραφία από το διαδίκτυο.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΠΑΤΜΟΥ
Περίπατος στους δρόμους
Ο Λουδοβίκος Ρος και ο συνάδελφός
του καθηγητής Herzog την τέταρτη ημέρα έκαναν
περιπάτους στους δρόμους της Πάτμου, οι οποίοι ήταν στενοί και κοχλιαστοί, τα
σπίτια όμως, από γκριζόμαυρο τραχείτη, ήταν μεγαλύτερα και καλύτερα από της
Λέρου και της Καλύμνου. Επίσης, ήταν καλύτερο το μορφωτικό επίπεδο του
πληθυσμού από τα γειτονικά νησιά και μεγαλύτερη η ευημερία.
Οι κάτοικοι ήταν περισσότεροι από
4.000, εκ των οποίων 300 ναυτικοί. Είχαν περίπου 12 βρίκια, γολέτες και άλλα
μικρότερα σκάφη. Φόρους πλήρωναν στον πασά της Ρόδου 16.000 πιάστρα. Νησί μικρό
και πολύ άγονο, με ξερό έδαφος ηφαιστειογενές. Υπήρχε μόνο μία πηγή σε κήπο της
Μονής και μερικά πηγάδια στο λιμάνι. Κάθε σπίτι είχε στέρνα, όπου συγκέντρωναν
νερό βροχής (σελ. 289).
Σπουδαιότερος κλάδος οικιακής
βιοτεχνίας ήταν το πλέξιμο καλτσών[6]
από βαμβακερή κλωστή, που παλιά την έγνεθαν οι γυναίκες, αλλά αργότερα έφερναν
οι έμποροι αγγλικό νήμα για πλέξιμο. Όλες οι γυναίκες, κάθε κοινωνικής τάξης, με
την κάλτσα στο χέρι. Έκαναν εξαγωγή καλτσών αξίας 350.000 ακαθάριστα πιάστρα,
100.000 δραχμές περίπου (σελ. 289-290).
Οι γυναίκες είναι ωραίες και
προτιμούν σμυρνέικες φορεσιές, αντί για τις τοπικές ενδυμασίες.
Παραδοσιακή φορεσιά: Ένα φόρεμα, χρώματος ερυθρού συνήθως, που η τάγια του περνάει
κολλητά κάτω από το στήθος, έτσι που η γυναίκα παίρνει σχεδόν το σχήμα ενός
κώνου που του κόλλησαν χέρια και κεφάλι (σελ. 290). Σε επίσημες εξόδους, οι
γυναίκες της Πάτμου φοράνε ένα παράξενο στολίδι κεφαλής, το καλούμενο «σαρίκι»[7], που αποτελείται από συρμάτινο πλέγμα
τυλιγμένο με χρωματιστά πανιά και σε όγκο μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον
αρκουδόσκουφο ενός γρεναδιέρου. Στα πόδια έχουν χρυσοκέντητα πασούμια από κίτρινο
δέρμα και ψηλά τακούνια (σελ. 290). «Όμορφες
τσουραποπλέκτριες» τις ονομάζει στη σελ. 293.
Εκτός από τις κάλτσες, εξαγώγιμο προϊόν του νησιού ήταν τα τούβλα
και τα κουζινικά σκεύη από άργιλο, που κατασκευάζονταν στην περιοχή του
λιμανιού από κοκκινωπό πηλό κι εξάγονταν σε Σμύρνη, Ρόδο και Αλεξάνδρεια. Τα
γεωργικά προϊόντα λίγα, λόγω του άγονου εδάφους της Πάτμου. Από τα γύρω
ερημονήσια έφερναν δημητριακά και χαμόκλαδα για καύσιμη ύλη. Λέβινθος, Αρκιά,
Λειψός, Φούρνοι, Κρουνοί, Άνυδρος και άλλα (σελ. 290).
Γλωσσολογικά της Πάτμου
Η παράδοση απαιτεί η γυναίκα της Πάτμου
να μην εγκαταλείπει ποτέ το γενέθλιο νησί της, ενώ πολλοί άνδρες εργάζονται σε
ξένες χώρες, χρόνια μακριά από τις οικογένειές τους. Στη διάλεκτο των γυναικών
διαπιστώνουν μερικές πολύ ασυνήθιστες ιδιοτυπίες. Εκτός από τη νησιώτικη
τραγουδιστή προφορά, που επιμένει χρονικά περισσότερο σε ορισμένες συλλαβές, οι
γυναίκες –λιγότερο οι άνδρες– στις οξύτονες λέξεις μεταθέτουν τον τόνο μία
συλλαβή πίσω, όπως οι αρχαίοι Αιολείς: π.χ. Αμόργος, αντί Αμοργός, καίρος αντί
καιρός, κόντα αντί κοντά, νέρα αντί νερά, κάλα αντί καλά, βρόχη αντί βροχή. Επίσης,
κατά την προφορά ορισμένων συμφώνων, τους αρέσει να βάζουν ένα -ν- μπροστά,
π.χ. εσπούδανσεν αντί εσπούδασεν. Πάτνος ή Πάτινος αντί Πάτμος, καπινός αντί
καπνός (σελ. 290-291).
Η τύχη των βυζαντινών χρυσόβουλων
Απρόθυμος αρχικά ο ηγούμενος
Βενιαμίν να τους δείξει χρυσόβουλα, αφού συχνό ήταν το φαινόμενο οι ξένοι λόγιοι
να κλέβουν έγγραφα. Σε ένα κλειδωμένο μικρό κιβώτιο υπήρχαν 40-50 βυζαντινά αυτοκρατορικά χρυσόβουλα,
γραμμένα σε πάπυρο ή περγαμηνή, στο πρωτότυπό τους, που σχεδόν όλα αναφέρονται
σε δωρεές προς τη Μονή ή σε καθήκοντα που της επιβλήθηκαν, όπως, για παράδειγμα,
συντήρηση και στρατολόγηση ενός πολεμικού πλοίου. Είναι σημαντικές ιστορικές
πηγές για τη γνώση της εσωτερικής διοίκησης του βυζαντινού κράτους, τεκμήρια
για την παλαιογραφία και τη διπλωματική. Χρονολογούνται από το τέλος του 11ου αι. έως την άλωση της Πόλης (σελ. 291).
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον Α΄ χρυσόβουλο λόγο του αυτοκράτορα Αλέξιου
Α΄ Κομνηνού[8], που
είναι το ιδρυτικό έγγραφο της Μονής, από το έτος δημιουργίας του κόσμου 6.596
(1.080 μ.Χ.), που περιλαμβάνει τη διάταξη και το τυπικό της Μονής, την τυπωμένη
παράδοση και τη διαθήκη του Αγίου Χριστόδουλου, κτήτορα της Μονής (σελ. 292).
Ο ιδρυτής Χριστόδουλος (Νίκαια Βιθυνίας 1020 – 1101
Εύβοια)
Ο Άγιος Χριστόδουλος είχε
γεννηθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας το 1020 και μόναζε πρώτα στο βουνό Λάτρης της
Μ. Ασίας. Αργότερα απέκτησε τη μονή Πηλίου στην Κω μαζί με μοναστηριακά κτήματα
στον Στρόβιλο στις καρικές ακτές, κτήματα στο Παρθένιον και Ταμένιον Λέρου και
στο ερημονήσι του Λειψού. Υπέβαλε παράκληση στον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό να
του παραχωρήσει την Πάτμο, με σκοπό να ιδρύσει εκεί μοναστήρι. Αλλά ο Αλέξιος
τον έστειλε σε μονές της Ζαγοράς Ηπείρου. Νέα παράκλησή του να του παραχωρήσει
την Πάτμο έγινε δεκτή.
Σύμφωνα με ρητή απαίτηση του
Χριστόδουλου, συμπεριελήφθηκε στο έγγραφο της δωρεάς η παράγραφος ότι «δεν επιτρέπεται να κατοικούν στην Πάτμο
παντρεμένοι άνδρες με τις γυναίκες τους, ούτε παιδιά, αγένειοι νέοι και
ευνούχοι», για να κρατήσει μακριά τους «σατανικούς
πειρασμούς». Ήταν φανερή η πρόθεσή του να παραμείνει το ξερονήσι της Πάτμου
αποκλειστικά τόπος μοναχισμού.
Με λίγους μοναχούς έκτισε
μοναστήρι στη θέση ενός ιερού της Αρτέμιδας κι έσπασε το άγαλμά της. Επειδή
όμως συναντούσε δυσκολίες με τους λαϊκούς μαστόρους, ζήτησε από τον Αλέξιο
Κομνηνό νέο χρυσόβουλο που επέτρεπε σε μερικές οικογένειες να κατοικήσουν στο
νησί, αλλά στην πιο απομακρυσμένη βόρεια άκρη του νησιού, πέρα από τα ακρωτήρια
Βαΐου και Αγίου Νικολάου. Κανείς δεν επιτρεπόταν να περάσει τη γραμμή
διαχωρισμού, ούτε γυναίκα ούτε παιδί ούτε μοναχός, εκτός από τον οικονόμο της
Μονής, με συνοδεία δύο καλογήρων. Η διάταξη αυτή όμως δεν τηρήθηκε!
Το τέλος της διαθήκης του Αγίου
Χριστόδουλου, με χρονολογία 1096, περιλαμβάνει διατάξεις για την πειθαρχία.
Σύμφωνα με την παράδοση, λόγω επιδρομών πειρατών στην Πάτμο, ο Χριστόδουλος
αναγκάστηκε, λίγο πριν από το θάνατό του, να καταφύγει στην Εύβοια, όπου πέθανε
το 1111. Το θαυματουργό λείψανό του το έφεραν στην Πάτμο μοναχοί που επέστρεψαν
και το 1841 βρισκόταν σε ξύλινη σαρκοφάγο, ένα είδος λειψανοθήκης, δεξιά στην
είσοδο της εκκλησίας (σελ. 292-293).
Ώρα αποχωρισμού
Προτού αναχωρήσει από το νησί, ο
Λουδοβίκος Ρος θα συμπληρώσει μία εντοιχισμένη επιγραφή στο σχολείο της Αποκάλυψης,
που αναφέρεται σε συνεταιρισμό Λαμπαδιστών. Επίσης, θα επισκεφτεί τα ερείπια
της αρχαίας Πάτμου, την καλούμενη Λίμνη. Στην κορυφή του βουνού, που τη λένε
Καστέλλι, βρήκε υπολείμματα τείχους αρχαίας ακρόπολης, όστρακα αγγείων και δύο
επιγραφές (σελ. 293-294).
Βιβλιογραφικά για την Πάτμο
1) Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
του «Πυρσού»: βιβλιογραφία για τη
γενική ιστορία της Πάτμου μέχρι το 1920 από τον Τρύφωνα Ευαγγελίδη. 2) «Ιταλική Πάτμος», προπαγανδιστικό έντυπο
από τα χρόνια της Ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων. 3) 1935: δημοσίευση στη
Βιέννη συλλογής με ποιήματα 12 λυρικών και χαρακτηριστικό τίτλο «PATMOS». 4) 1977,
Βιέννη: βιβλίο Χριστίνας de Grancy, με τίτλο «Πάτμος».
«Τι είναι
αυτό που μας έλκει εμάς τους μεσευρωπαίους προς τα ελληνικά νησιά και τον κόσμο
τους;», ρωτάει η Χριστίνα de Grancy στο βιβλίο της
«Πάτμος» (Βιέννη 1977). Και δίνει η ίδια την απάντηση:
«Ασφαλώς
δεν πρέπει να ζητάμε την αιτία μόνο στη χίμαιρα ενός "ρόδινου
κόσμου", πλημμυρισμένου από ήλιο. Είναι κάτι περισσότερο, είναι (το
ελληνικό νησί) η τελευταία ανάσα πριν από την αδιαφορία, πριν χάσουμε τη σχέση
μας για πάντα προς το συνάνθρωπο. Γιατί το νησί αυτό, το οποιοδήποτε νησί που
θα μπορούσε να είναι κάπου και παντού στην Ελλάδα, είναι ένας τόπος όπου
μετράει ακόμη η ποιότητα της συνάντησης, όπου μπορεί κανείς να αισθανθεί μαζί
με άλλους και με τη φιλοξενία τη ζεστασιά μιας προστασίας… Είναι το τελευταίο
καταφύγιο της ανεξαρτησίας του ατόμου που δεν έχει φαρμακωθεί ακόμη από τον
εξαναγκασμό της κολλεκτιβίστικης δουλειάς και της ατομικής φιλοδοξίας» (σελ. 295).
Εμείς έχουμε να προσθέσουμε ότι η
Πάτμος και κάθε άλλο ελληνικό νησί έχει κάτι περισσότερο απ’ όσα αναφέρει η Χριστίνα
de Grancy, κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ελληνική
ψυχή».
Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου
(Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε με βάση τις πληροφορίες που αναφέρει για την Πάτμο ο Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης στις σελ. 279-296 του βιβλίου του «ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ. ΙΜΒΡΟΣ • ΤΕΝΕΔΟΣ • ΛΗΜΝΟΣ • ΛΕΣΒΟΣ • ΧΙΟΣ • ΣΑΜΟΣ • ΠΑΤΜΟΣ. 1800-1923», εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1997)
[1] Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης (Αμισός
Πόντου 1917 - 2014 Βιέννη). Ιστορικός, βυζαντινολόγος, μελετητής ευρωπαϊκών
αρχείων και βιβλιοθηκών Αυστρίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ελλάδας, Ελβετίας,
Ιταλίας, Βρετανίας και Ουγγαρίας. Τα βιβλία του αποτελούν πολύτιμες πηγές της
Ιστορίας μας.
[3] τραχείτης και
τραχύτης =
λεπτοκοκκώδες πυριγενές ηφαιστειακό πέτρωμα.
[4] πιάστρο = ασημένιο τουρκικό νόμισμα,
γρόσι.
[5] Αβδούλ Μετζίτ Α΄ (1823-1861), γιος του Μαχμούτ
Β΄, ο 31ος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν ευφυής και
γλωσσομαθής. Διαδέχτηκε τον πατέρα του στις 2 Ιουλίου 1839 και συνέχισε το
μεταρρυθμιστικό έργο του, το οποίο ονομάστηκε Τανζιμάτ. Το 1843, με εντολή του, άρχισε να κτίζεται το ανάκτορο
Ντολμά Μπακτσέ, που ολοκληρώθηκε το 1856. Απεβίωσε στις 26 Ιουνίου 1861 (Πηγή:
Βικιπαίδεια).
[6] Βλέπε και Ζήσιμου Βιρβίλλη "Τα Παραμύθια της Πάτμου", "Το Σταχτοπυτιρίδι" (σελ. 33): "... Για να ζήσουνε ηπλέκανε κάρτσες. Η καθεμιά ήκανε κι άλλη δουλειά στις κάρτσες. Η μάνα ήβγαζε το νήμα, η μια κόρη ήκλωθε στη σβία, η άλλη ηβελόνιζε και η άλλη ήπλεκε". Επίσης, "Η κερά Λακκού" (σελ. 136), "Ο πετεινός με τα ξύλενα" (σελ. 203).
[7] σαρίκι (το) [από τουρκ. sarik + κατ. -ι] = λεπτό άσπρο ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι μουσουλμάνων ιερέων ή αξιωματούχων // στολίδι κεφαλής της επίσημης παραδοσιακής φορεσιάς των γυναικών της Πάτμου, αποτελούμενο από συρμάτινο πλέγμα τυλιγμένο με μακρόστενο άσπρο ή χρωματιστό ύφασμα // κεντητό κάλυμμα κεφαλιού. Μάλλον όμως περιγράφει το λεγόμενο "πόσι" της πατινιώτικης γυναικείας φορεσιάς (βλέπε Ζ. Βιρβίλλη "Τα Παραμύθια της Πάτμου").
[8] Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός (1048/1056 - 1118), βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1081 μέχρι το 1118, υποστηρικτής του Χριστόδουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου